ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΓΕΝΕΣΙΣ- ΚΕΦ. 21-25

 

 

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ ΚΑΙ ΤΟΥ ΙΣΑΑΚ

ΗΣΑΥ ΚΑΙ ΙΑΚΩΒ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21- Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΑΑΚ

ΕΚΔΙΩΞΗ ΤΗΣ ΑΓΑΡ ΚΑΙ ΤΟΥ ΙΣΜΑΗΛ - ΑΒΡΑΑΜ ΚΑΙ ΑΒΙΜΕΛΕΧ

                                   Η γέννηση του Ισαάκ

Γεν. 21,1           Καὶ Κύριος ἐπεσκέψατο τὴν Σάῤῥαν, καθὰ εἶπε, καὶ ἐποίησε Κύριος τῇ Σάῤῥᾳ καθὰ ἐλάλησε,

Γεν. 21,1                    Ο πανάγαθος Κυριος επεσκέφθη εν τη αγαθότητι αυτού την Σαρραν, καθώς είχεν είπει, και εξεπλήρωσε την υπόσχεσίν του προς αυτήν.

Γεν. 21,2           καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκε τῷ Ἁβραὰμ υἱὸν εἰς τὸ γῆρας, εἰς τὸν καιρόν, καθὰ ἐλάλησεν αὐτῷ Κύριος.

Γεν. 21,2                   Και η Σαρρα κατέστη έγκυος και εγέννησεν στον Αβραάμ υιόν κατά τον καιρόν, που είχεν υποσχεθή εις αυτόν ο Θεός.

Γεν. 21,3           καὶ ἐκάλεσεν Ἁβραὰμ τὸ ὄνομα τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ τοῦ γενομένου αὐτῷ, ὃν ἔτεκεν αὐτῷ Σάῤῥα, Ἰσαάκ.

Γεν. 21,3                   Ωνόμασε δε ο Αβραάμ τον υιόν του αυτόν, τον οποίον του εγέννησεν η Σαρρα, Ισαάκ.

Γεν. 21,4           περιέτεμε δὲ Ἁβραὰμ τὸν Ἰσαὰκ τῇ ἡμέρᾳ τῇ ὀγδόῃ, καθὰ ἐνετείλατο αὐτῷ ὁ Θεός.

Γεν. 21,4                   Τον περιέταμε δε κατά την ογδόην ημέραν από της γεννήσεώς του σύμφωνα με την εντολήν, που είχε δώσει εις αυτόν ο Θεός.

Γεν. 21,5           καὶ Ἁβραὰμ ἦν ἑκατὸν ἐτῶν, ἡνίκα ἐγένετο αὐτῷ Ἰσαὰκ ὁ υἱὸς αὐτοῦ.

Γεν. 21,5                   Οταν δε απέκτησεν ο Αβραάμ τον υιόν του τον Ισαάκ, ήτο ηλικίας εκατόν ετών.

Γεν. 21,6           εἶπε δὲ Σάῤῥα· γέλωτά μοι ἐποίησε Κύριος· ὃς γὰρ ἂν ἀκούσῃ, συγχαρεῖταί μοι.

Γεν. 21,6                   Γεμάτη δε χαράν η Σαρρα είπε· “χαρά και γέλοιο μου έδωσεν ο Κυριος. Και όποιος ακόμη ακούση το γεγονός αυτό, ασφαλώς θα χαρή μαζή με εμέ.

Γεν. 21,7           καὶ εἶπε· τίς ἀναγγελεῖ τῷ Ἁβραάμ, ὅτι θηλάζει παιδίον Σάῤῥα; ὅτι ἔτεκον υἱὸν ἐν τῷ γήρᾳ μου.

Γεν. 21,7                   Ποιός τώρα θα αναγγείλη στον Αβραάμ, ότι θηλάζει η Σαρρα παιδίον; Οτι εγέννησα τέκνον εις τα γεράματά μου;”

Γεν. 21,8           Καὶ ηὐξήθη τὸ παιδίον καὶ ἀπεγαλακτίσθη, καὶ ἐποίησεν Ἁβραὰμ δοχὴν μεγάλην, ᾗ ἡμέρᾳ ἀπεγαλακτίσθη Ἰσαὰκ ὁ υἱὸς αὐτοῦ.

Γεν. 21,8                   Το παιδίον εμεγάλωσε και εις ηλικίαν δύο περίπου ετών απεγαλακτίσθη. Κατά δε την ημέραν του απογαλακτισμού του ωργάνωσεν ο Αβραάμ εορτήν και παρέθεσε συμπάσιον, σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής εκείνης.

 

                                    Εκδίωξη της Άγαρ και του Ισμαήλ

Γεν. 21,9           ἰδοῦσα δὲ Σάῤῥα τὸν υἱὸν Ἄγαρ τῆς Αἰγυπτίας, ὃς ἐγένετο τῷ Ἁβραάμ, παίζοντα μετὰ Ἰσαὰκ τοῦ υἱοῦ αὐτῆς·

Γεν. 21,9                   Η Σαρρα όμως, όταν είδε το παιδί της τον Ισαάκ να παίζη με τον Ισμαήλ, το παιδί του Αβραάμ και της Αγαρ της Αιγυπτίας, εστενοχωρήθη. Εθεώρησε το γεγονός υποτιμητικόν δια το παιδί της, τον “υιόν της επαγγελίας”.

Γεν. 21,10          καὶ εἶπε τῷ Ἁβραάμ· ἔκβαλε τὴν παιδίσκην ταύτην καὶ τὸν υἱὸν αὐτῆς· οὐ γὰρ μὴ κληρονομήσει ὁ υἱὸς τῆς παιδίσκης ταύτης μετὰ τοῦ υἱοῦ μου Ἰσαάκ.

Γεν. 21,10                 Και είπεν στον Αβραάμ· “διώξε αυτήν την δούλην και το παιδί της μαζή με αυτήν. Διότι κατ' ουδένα τρόπον και λόγον δεν πρέπει ο υιός αυτής της δούλης να κληρονομήση μαζή με το παιδί μου τον Ισαάκ”.

Γεν. 21,11          σκληρὸν δὲ ἐφάνη τὸ ῥῆμα σφόδρα ἐναντίον Ἁβραὰμ περὶ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ.

Γεν. 21,11                  Βαρύς πολύ και οδυνηρός εφάνη στον Αβραάμ ο λόγος αυτός της Σαρρας δια τον υιόν του τον Ισμαήλ.

Γεν. 21,12          εἶπε δὲ ὁ Θεὸς τῷ Ἁβραάμ· μὴ σκληρὸν ἔστω ἐναντίον σου περὶ τοῦ παιδίου καὶ περὶ τῆς παιδίσκης· πάντα ἂν ὅσα εἴπῃ σοι Σάῤῥα, ἄκουε τῆς φωνῆς αὐτῆς, ὅτι ἐν Ἰσαὰκ κληθήσεταί σοι σπέρμα.

Γεν. 21,12                 Είπεν όμως ο Θεός στον Αβραάμ· “μη θεωρής τον λόγον αυτόν της Σαρρας εναντίον του παιδιού σου και της δούλης σου ως σκληρόν. Τουναντίον όσα θα σου είπη η Σαρρα να τα ακούσης, διότι σύμφωνα με την ιδικήν μου δούλην οι απόγονοι του Ισαάκ θα αναγνωρισθούν κυρίως ως απόγονοι ιδικοί σου.

Γεν. 21,13          καὶ τὸν υἱὸν δὲ τῆς παιδίσκης ταύτης εἰς ἔθνος μέγα ποιήσω αὐτόν, ὅτι σπέρμα σόν ἐστιν.

Γεν. 21,13                  Ως προς δε τον υιόν της δούλης σου θα φροντίσω εγώ. Θα τον αναδείξω γενάρχην μεγάλου λαού, διότι είναι και αυτός ιδικόν σου τέκνον”.

Γεν. 21,14          ἀνέστη δὲ Ἁβραὰμ τὸ πρωΐ καὶ ἔλαβεν ἄρτους καὶ ἀσκὸν ὕδατος καὶ ἔδωκε τῇ Ἄγαρ καὶ ἐπέθηκεν ἐπὶ τῶν ὤμων αὐτῆς τὸ παιδίον καὶ ἀπέστειλεν αὐτήν. ἀπελθοῦσα δὲ ἐπλανᾶτο κατὰ τὴν ἔρημον, κατὰ τὸ φρέαρ τοῦ ὅρκου.

Γεν. 21,14                 Επειτα από την εντολήν αυτήν του Θεού ηγέρθη ο Αβραάμ το πρωϊ, επήρεν άρτους και ένα ασκόν γεμάτον νερό, έδωκεν αυτά εις την Αγαρ, έβαλε το παιδί της στους ώμους της και την απεμάκρυνεν από την κατασκήνωσιν εκείνην. Η δε Αγαρ αναχωρήσασα περιεπλανάτο εις την έρημον περιοχήν, νοτίως της Χαναάν, εκεί όπου υπήρχε το φρέαρ του όρκου.

Γεν. 21,15          ἐξέλιπε δὲ τὸ ὕδωρ ἐκ τοῦ ἀσκοῦ, καὶ ἔῤῥιψε τὸ παιδίον ὑποκάτω μιᾶς ἐλάτης.

Γεν. 21,15                  Κατά την πολύωρον πεζοπορίαν της εξηντλήθη το ύδωρ του ασκού, τους εβασάνιζεν η δίψα και αυτή έρριψε το παιδίον κάτω από ένα ελάτον, δια να αποθάνη εκεί.

Γεν. 21,16          ἀπελθοῦσα δὲ ἐκάθητο ἀπέναντι αὐτοῦ μακρόθεν ὡσεὶ τόξου βολήν· εἶπε γάρ, οὐ μὴ ἴδω τὸν θάνατον τοῦ παιδίου μου. καὶ ἐκάθισεν ἀπέναντι αὐτοῦ, ἀναβοῆσαν δὲ τὸ παιδίον ἔκλαυσεν.

Γεν. 21,16                 Απομακρυνθείσα δε από εκεί εκάθησαν απέναντι αυτού μακράν, όσον ημπορεί να ρίψη κανείς με το τόξον του ένα βέλος· διότι είπε· “δεν αντέχω να ίδω τον θάνατον του παιδιού μου”. Εκάθησε λοιπόν απέναντί του. Το δε παιδίον εφώναξε και έκλαυσε.

Γεν. 21,17          εἰσήκουσε δὲ ὁ Θεὸς τῆς φωνῆς τοῦ παιδίου ἐκ τοῦ τόπου, οὗ ἦν, καὶ ἐκάλεσεν ἄγγελος Θεοῦ τὴν Ἄγαρ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ εἶπεν αὐτῇ· τί ἐστιν Ἄγαρ; μὴ φοβοῦ· ἐπακήκοε γὰρ ὁ Θεὸς τῆς φωνῆς τοῦ παιδίου ἐκ τοῦ τόπου, οὗ ἐστιν.

Γεν. 21,17                  Ο Θεός ήκουσε το γοερόν κλάμα του παιδιού από τον τόπον, όπου αυτό ευρίσκετο, και άγγελος από τον ουρανόν εκάλεσε την Αγαρ και της είπε· “Αγαρ, τι συμβαίνει; Μη φοβήσαι· εισήκουσεν ο Θεός την φωνήν του παιδιού, το οποίον ευρίσκεται σαν πεταμένο στον τόπον αυτόν.

Γεν. 21,18          ἀνάστηθι καὶ λαβὲ τὸ παιδίον καὶ κράτησον τῇ χειρί σου αὐτό· εἰς γὰρ ἔθνος μέγα ποιήσω αὐτό.

Γεν. 21,18                 Σηκω, πάρε το παιδί σου και κράτησέ το με στοργήν και εμπιστοσύνην από το χέρι, διότι εγώ θα το αναδείξω γενάρχην έθνους”.

Γεν. 21,19          καὶ ἀνέῳξεν ὁ Θεὸς τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῆς, καὶ εἶδε φρέαρ ὕδατος ζῶντος καὶ ἐπορεύθη καὶ ἔπλησε τὸν ἀσκὸν ὕδατος καὶ ἐπότισε τὸ παιδίον.

Γεν. 21,19                 Και αμέσως ο Θεός ήνοιξε τα μάτια της Αγαρ και είδεν αυτή εκεί πλησίον πηγήν, που ανέβλυζε δροσερόν ύδωρ. Επήγεν εκεί, εγέμισε τον ασκόν με νερό και επότισε το παιδί της.

Γεν. 21,20          καὶ ἦν ὁ Θεὸς μετὰ τοῦ παιδίου, καὶ ηὐξήθη. καὶ κατῴκησεν ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἐγένετο δὲ τοξότης.

Γεν. 21,20                 Ο δε Θεός ήτο συμπαραστάτης και βοηθός του παιδιού, το οποίον εμεγάλωσεν, εγκατεστάθη εις την έρημον αυτήν και έγινε τοξότης.

Γεν. 21,21          καὶ κατῴκησεν ἐν τῇ ἐρήμῳ τῇ Φαράν, καὶ ἔλαβεν αὐτῷ ἡ μήτηρ γυναῖκα ἐκ γῆς Αἰγύπτου.

Γεν. 21,21                 Εγκατεστάθη εις την έρημον, η οποία λέγεται Φαράν. Η δε μητέρα του εδιάλεξε δι' αυτόν γυναίκα από την Αίγυπτον, την οποίαν και του έδωσεν ως σύζυγον.

                                     

                                    Συμφωνία μεταξύ Αβραάμ και Αβιμέλεχ

Γεν. 21,22          Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ καὶ εἶπεν Ἀβιμέλεχ καὶ Ὁχοζὰθ ὁ νυμφαγωγὸς αὐτοῦ καὶ Φιχὸλ ὁ ἀρχιστράτηγος τῆς δυνάμεως αὐτοῦ πρὸς Ἁβραὰμ λέγων· ὁ Θεὸς μετὰ σοῦ ἐν πᾶσιν, οἷς ἐὰν ποιῇς·

Γεν. 21,22                 Κατά την εποχήν εκείνην ο Αβιμέλεχ συνοδευόμενος από τον νυμφαγωγόν του Οχοζάθ και τον αρχιστράτηγον της στρατιάς του Φιχόλ, επεσκέφθη τον Αβραάμ και του είπε· “γνωρίζω ότι ο Θεός είναι μαζή σου και ευλογεί κάθε τι που κάμνεις.

Γεν. 21,23          νῦν οὖν ὄμοσόν μοι τὸν Θεόν, μὴ ἀδικήσειν με μηδὲ τὸ σπέρμα μου, μηδὲ τὸ ὄνομά μου· ἀλλὰ κατὰ τὴν δικαιοσύνην, ἣν ἐποίησα μετὰ σοῦ, ποιήσεις μετ᾿ ἐμοῦ, καὶ τῇ γῇ, ᾗ σὺ παρῴκησας ἐν αὐτῇ.

Γεν. 21,23                 Τωρα λοιπόν ορκίσου μου στον Θεόν, ότι δεν θα κάμης ποτέ τίποτε κακόν και άδικον ούτε εναντίον μου ούτε εναντίον των απογόνων μου ούτε εις βάρος του καλού ονόματός μου. Αλλά, όπως εγώ εφάνηκα δίκαιος και καλός απέναντί σου, κατά παρόμοιον τρόπον και συ θα φανής καλός προς εμέ και προς την χώραν αυτήν, όπου προσωρινώς έμεινες”.

Γεν. 21,24          καὶ εἶπεν Ἁβραάμ· ἐγὼ ὀμοῦμαι.

Γεν. 21,24                 Ο δε Αβραάμ είπε· “ναι, εγώ ορκίζομαι ότι δέχομαι την πρότασίν σου και θα φερθώ, όπως μου ζητείς”.

Γεν. 21,25          καὶ ἤλεγξεν Ἁβραὰμ τὸν Ἀβιμέλεχ περὶ τῶν φρεάτων τοῦ ὕδατος, ὧν ἀφείλοντο οἱ παῖδες τοῦ Ἀβιμέλεχ.

Γεν. 21,25                 Με την ευκαιρίαν δε της συναντήσεως αυτής ο Αβραάμ παρεπονέθη προς τον Αβιμέλεχ δια τα φρέατα, τα οποία, ενώ τα είχεν ανοίξει ο Αβραάμ, τα ήρπασαν οι υπηρέται του Αβιμέλεχ.

Γεν. 21,,26         καὶ εἶπεν αὐτῷ Ἀβιμέλεχ· οὐκ ἔγνων τίς ἐποίησέ σοι τὸ ῥῆμα τοῦτο, οὐδὲ σύ μοι ἀπήγγειλας, οὐδὲ ἐγὼ ἤκουσα, ἀλλ᾿ ἢ σήμερον.

Γεν. 21,26                 Απήντησεν ο Αβιμέλεχ στον Αβραάμ και είπε· “δεν επληροφορήθην ποιός έκαμε την κακήν αυτήν πράξιν· ούτε συ μου έκαμες λόγον δι' αυτήν ούτε εγώ από κανένα άλλον ήκουσα. Πρώτην φοράν την πληροφορούμαι σήμερον”. Και διέταξε να αποδοθούν τα φρέατα στον Αβραάμ.

Γεν. 21,27          καὶ ἔλαβεν Ἁβραὰμ πρόβατα καὶ μόσχους, καὶ ἔδωκε τῷ Ἀβιμέλεχ, καὶ διέθεντο ἀμφότεροι διαθήκην.

Γεν. 21,27                 Επήρε τότε ο Αβραάμ από τα ποίμνιά του πρόβατα και μοσχάρια και τα έδωσεν ως δώρον αγάπης στον Αβιμέλεχ. Οι δύο των δε κατά την ημέραν εκείνην συνήψαν σύμφωνον αμοιβαίας φιλίας.

Γεν. 21,28          καὶ ἔστησεν Ἁβραὰμ ἑπτὰ ἀμνάδας προβάτων μόνας.

Γεν. 21,28                 Ο Αβραάμ εν συνεχεία εξεχώρισεν επτά αμνάδας ιδιαιτέρως δια τον Αβιμέλεχ.

Γεν. 21,29          καὶ εἶπεν Ἀβιμέλεχ τῷ Ἁβραάμ· τί εἰσιν αἱ ἑπτὰ ἀμνάδες τῶν προβάτων τούτων, ἃς ἔστησας μόνας;

Γεν. 21,29                 Ο Αβιμέλεχ τον ηρώτησε· “τι σημαίνουν τα επτά αυτά θηλυκά αρνιά τα οποία εξεχώρισες ιδιαιτέρως;”

Γεν. 21,30          καὶ εἶπεν Ἁβραάμ, ὅτι τὰς ἑπτὰ ἀμνάδας λήψῃ παρ᾿ ἐμοῦ, ἵνα ὦσί μοι εἰς μαρτύριον, ὅτι ἐγὼ ὤρυξα τὸ φρέαρ τοῦτο.

Γεν. 21,30                 Ο Αβραάμ τότε του είπε· “τας επτά αυτάς αμνάδας θα τας πάρης εκ μέρους μου, δια να είναι μάρτυρες και να σου υπενθυμίζουν ότι εγώ ήνοιξα τούτο το φρέαρ”.

Γεν. 21,31          διὰ τοῦτο ἐπωνόμασε τὸ ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου, Φρέαρ ὁρκισμοῦ, ὅτι ἐκεῖ ὤμοσαν ἀμφότεροι.

Γεν. 21,31                  Εξ αιτίας δε αυτού του γεγονότος ωνόμασεν ο Αβραάμ τον τόπον εκείνον Βηρσαβεέ δηλαδή “Φρέαρ του όρκου”, επειδή εκεί ωρκίσθησαν οι δύο των.

Γεν. 21,32          καὶ διέθεντο διαθήκην ἐν τῷ φρέατι τοῦ ὁρκισμοῦ. ἀνέστη δὲ Ἀβιμέλεχ καὶ Ὁχοζὰθ ὁ νυμφαγωγὸς αὐτοῦ καὶ Φιχὸλ ὁ ἀρχιστάτητος τῆς δυνάμεως αὐτοῦ, καὶ ἐπέστρεψαν εἰς τὴν γῆν τῶν Φυλιστιείμ.

Γεν. 21,32                 Εκλεισαν συμφωνίαν μεταξύ των εκεί στο φρέαρ του όρκου. Επειτα από αυτά ηγέρθησαν ο Αβιμέλεχ, ο νυμφαγωγός του Οχοζάθ, ο αρχιστράτηγος των δυνάμεών του Φιχόλ και επανήλθον εις την χώραν των Φιλισταίων.

Γεν. 21,33          καὶ ἐφύτευσεν Ἁβραὰμ ἄρουραν ἐπὶ τῷ φρέατι τοῦ ὅρκου καὶ ἐπεκαλέσατο ἐκεῖ τὸ ὄνομα Κυρίου, Θεὸς αἰώνιος.

Γεν. 21,33                 Ο Αβραάμ, εις πιστοποίησιν και ανάμνησιν, εφύτευσε δένδρα στον αγρόν πλησίον του φρέατος του όρκου και επεκαλέσθη εκεί το όνομα Κυρίου, “Θεός αιώνιος”.

Γεν. 21,34          παρῴκησε δὲ Ἁβραὰμ ἐν τῇ γῇ τῶν Φυλιστιεὶμ ἡμέρας πολλάς.

Γεν. 21,34                 Κατώκησε δε εις την χώραν αυτήν των Φιλισταίων ο Αβραάμ επί αρκετόν χρόνον.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22- Η ΘΥΣΙΑ ΤΟΥ ΙΣΑΑΚ - ΟΙ ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΤΟΥ ΝΑΧΩΡ

                                    Η θυσία του Ισαάκ

Γεν. 22,1           Καὶ ἐγένετο μετὰ τὰ ῥήματα ταῦτα ὁ Θεός ἐπείρασε τὸν Ἁβραὰμ καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἁβραάμ, Ἁβραάμ. ὁ δὲ εἶπεν· ἰδοὺ ἐγώ.

Γεν. 22,1                   Επειτα από τα γεγονότα αυτά, υπέβαλεν ο Θεός εις δοκιμασίαν τον Αβραάμ και του είπεν· “Αβραάμ, Αβραάμ” ! Εκείνος απήντησε· “ιδού εγώ, Κυριε, είμαι παρών”.

Γεν. 22,2           καὶ εἶπε· λαβὲ τὸν υἱόν σου τὸν ἀγαπητόν, ὃν ἠγάπησας, τὸν Ἰσαάκ, καὶ πορεύθητι εἰς τὴν γῆν τὴν ὑψηλὴν καὶ ἀνένεγκον αὐτὸν ἐκεῖ εἰς ὁλοκάρπωσιν ἐφ᾿ ἓν τῶν ὀρέων, ὧν ἄν σοι εἴπω.

Γεν. 22,2                  Του είπε δε ο Θεός· “πάρε το παιδί σου το αγαπημένο, τον Ισαάκ, τον οποίον τόσον πολύ ένεις αγαπήσει, πήγαινε μαζή με αυτόν εις την υψηλήν περιοχήν και πρόσφερέ τον ολοκαύτωμα επάνω εις ένα από τους λόφους εκείνους που εγώ θα σου είπω”.

Γεν. 22,3           ἀναστὰς δὲ Ἁβραὰμ τὸ πρωΐ ἐπέσαξε τὴν ὄνον αὐτοῦ· παρέλαβε δὲ μεθ᾿ ἑαυτοῦ δύο παῖδας καὶ Ἰσαὰκ τὸν υἱὸν αὐτοῦ καὶ σχίσας ξύλα εἰς ὁλοκάρπωσιν, ἀναστὰς ἐπορεύθη καὶ ἦλθεν ἐπὶ τὸν τόπον, ὃν εἶπεν αὐτῷ ὁ Θεός, τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ.

Γεν. 22,3                   Πειθαρχικός ο Αβραάμ εις την φωνήν του Κυρίου, εσηκώθη αμέσως το πρωϊ, εσαμάρωσε την όνον του, παρέλαβε μαζή του τον υιόν του τον Ισαάκ και δύο δούλους, έσχισε και εφόρτωσε ξύλα δια την θυσίαν του ολοκαυτώματος, εξεκίνησεν από εκεί όπου ευρίσκετο, και κατά την τρίτην ημέραν έφθασεν στον τόπον, τον οποίον του είχεν ορίσει ο Θεός.

Γεν. 22,4           καὶ ἀναβλέψας Ἁβραὰμ τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ, εἶδε τὸν τόπον μακρόθεν.

Γεν. 22,4                  Πριν δε φθάση εις αυτόν εσήκωσε τα μάτια του και είδε από μακρυά τον καθωρισμένον δια την θυσίαν του υιού του τόπον.

Γεν. 22,5           καὶ εἶπεν Ἁβραὰμ τοῖς παισὶν αὐτοῦ· καθίσατε αὐτοῦ μετὰ τῆς ὄνου, ἐγὼ δὲ καὶ τὸ παιδάριον διελευσόμεθα ἕως ὧδε καὶ προσκυνήσαντες ἀναστρέψομεν πρὸς ὑμᾶς.

Γεν. 22,5                   Είπε δε στους δούλους του· “σεις καθήστε εδώ με την όνον. Εγώ δε και το παιδί μου θα πορευθώμεν έως εκεί και αφού προσκυνήσωμεν τον Κυριον θα επανέλθωμεν”.

Γεν. 22,6           ἔλαβε δὲ Ἁβραὰμ τὰ ξύλα τῆς ὁλοκαρπώσεως καὶ ἐπέθηκεν Ἰσαὰκ τῷ υἱῷ αὐτοῦ· ἔλαβε δὲ μετὰ χεῖρας καὶ τὸ πῦρ καὶ τὴν μάχαιραν, καὶ ἐπορεύθησαν οἱ δύο ἅμα.

Γεν. 22,6                  Επήρεν ο Αβραάμ τα ξύλα δια την ολοκαύτωσιν και τα εφόρτωσεν στον υιόν του τον Ισαάκ. Αυτός δε επήρεν εις τα χέρια του το πυρ και την μάχαιραν και εβάδισαν και οι δύο μαζή στον τόπον της θυσίας.

Γεν. 22,7           εἶπε δὲ Ἰσαὰκ πρὸς Ἁβραὰμ τὸν πατέρα αὐτοῦ· πάτερ. ὁ δὲ εἶπε· τί ἐστι, τέκνον; εἶπε δέ· ἰδοὺ τὸ πῦρ καὶ τὰ ξύλα· ποῦ ἐστι τὸ πρόβατον τὸ εἰς ὁλοκάρπωσιν;

Γεν. 22,7                   Είπε τότε ο Ισαάκ προς τον Αβραάμ, τον πατέρα του· “πάτερ”. Τι είναι παιδί μου;” είπεν εκείνος. “Πατερ, ηρώτησεν ο Ισαάκ, ιδού η φωτιά και τα ξύλα. Αλλά που είναι το πρόβατον, το οποίον θα προσφέρωμεν ως θυσίαν ολοκαυτώματος;”

Γεν. 22,8           εἶπε δὲ Ἁβραάμ· ὁ Θεὸς ὄψεται ἑαυτῷ πρόβατον εἰς ὁλοκάρπωσιν, τέκνον. πορευθέντες δὲ ἀμφότεροι ἅμα,

Γεν. 22,8                  “Παιδί μου, είπεν ο Αβραάμ, ο Θεός θα φροντίση μόνος του δια το πρόβατον της θυσίας”. Βαδίζοντες δε και οι δύο μαζή,

Γεν. 22,9           ἦλθον ἐπὶ τὸν τόπον, ὃν εἶπεν αὐτῷ ὁ Θεός. καὶ ᾠκοδόμησεν ἐκεῖ Ἁβραὰμ τὸ θυσιαστήριον καὶ ἐπέθηκε τὰ ξύλα, καὶ συμποδίσας Ἰσαὰκ τὸν υἱὸν αὐτοῦ, ἐπέθηκεν αὐτὸν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον ἐπάνω τῶν ξύλων.

Γεν. 22,9                  έφθασαν εις τον τόπον, που είχεν ορίσει ο Θεός. Κατεσκεύασεν εκεί το θυσιαστήριον ο Αβραάμ, ετοποθέτησεν επάνω εις αυτό τα ξύλα, έδεσε τα πόδια του παιδιού του του Ισαάκ, ετοποθέτησεν αυτόν επάνω εις τα ξύλα

Γεν. 22,10          καὶ ἐξέτεινεν Ἁβραὰμ τὴν χεῖρα αὐτοῦ λαβεῖν τὴν μάχαιραν σφάξαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ.

Γεν. 22,10                 και άπλωσε το χέρι του να πάρη την μάχαιραν, δια να σφάξη τον υιόν

Γεν. 22,11          καὶ ἐκάλεσεν αὐτὸν ἄγγελος Κυρίου ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ εἶπεν· Ἁβραάμ, Ἁβραάμ. ὁ δὲ εἶπεν· ἰδοὺ ἐγώ.

Γεν. 22,11                 Την στιγμήν εκείνην άγγελος Κυρίου από τον ουρανόν τον εκάλεσε και του είπεν· “Αβραάμ, Αβραάμ !” Εκείνος δε απήντησεν· “ιδού εγώ Κυριε”.

Γεν. 22,12          καὶ εἶπε· μὴ ἐπιβάλῃς τὴν χεῖρά σου ἐπὶ τὸ παιδάριον μηδὲ ποιήσῃς αὐτῷ μηδέν· νῦν γὰρ ἔγνων, ὅτι φοβῇ σὺ τὸν Θεὸν καὶ οὐκ ἐφείσω τοῦ υἱοῦ σου τοῦ ἀγαπητοῦ δι᾿ ἐμέ.

Γεν. 22,12                 Και είπε προς αυτόν ο άγγελος· “μη απλώσης το ωπλισμένον με την μάχαιραν χέρι σου επάνω στο παιδίον και μη κάμης εις αυτό κανένα κακόν· διότι τώρα εκατάλαβα καλά ότι συ αέδεσαι και λατρεύστον Θεόν, αφού προς χάριν μου δεν ελυπήθης τον αγαπητόν σου υιόν”.

Γεν. 22,13          καὶ ἀναβλέψας Ἁβραὰμ τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ εἶδε, καὶ ἰδοὺ κριὸς εἷς κατεχόμενος ἐν φυτῷ Σαβὲκ τῶν κεράτων· καὶ ἐπορεύθη Ἁβραὰμ καὶ ἔλαβε τὸν κριὸν καὶ ἀνήνεγκεν αὐτὸν εἰς ὁλοκάρπωσιν ἀντὶ Ἰσαὰκ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ.

Γεν. 22,13                 Εσήκωσε τα βλέμματά του ο Αβραάμ και είδεν έξαφνα, εκεί κοντά ένα κριόν, του οποίου τα κέρατα είχον περιπλακή εις ένα φυτόν υνομαζόμενον Σαβέκ. Επήγεν ο Αβραάμ εκεί, επήρε τον κριον και προσέφερεν αυτόν ως θυσίαν ολοκαυτώματος αντί του παιδιού του του Ισαάκ.

Γεν. 22,14          καὶ ἐκάλεσεν Ἁβραὰμ τὸ ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου, Κύριος εἶδεν, ἵνα εἴπωσι σήμερον, ἐν τῷ ὄρει Κύριος ὤφθη.

Γεν. 22,14                 Ωνόμασε δε ο Αβραάμ τον τόπον εκείνον ο Κυριος είδε”· ώστε μέχρι, σήμερον οι άνθρωποι ονομάζουν αυτόν “στούτο το όρος εφανερώθη ο Κυριος”.

Γεν. 22,15          καὶ ἐκάλεσεν ἄγγελος Κυρίου τὸν Ἁβραὰμ δεύτερον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, λέγων·

Γεν. 22,15                 Δια δευτέραν φοράν άγγελος Κυρίου εκάλεσεν από τον ουρανόν τον Αβραάμ και είπεν·

Γεν. 22,16          κατ᾿ ἐμαυτοῦ ὤμοσα, λέγει Κύριος, οὗ εἵνεκεν ἐποίησας τὸ ῥῆμα τοῦτο, καὶ οὐκ ἐφείσω τοῦ υἱοῦ σου τοῦ ἀγαπητοῦ δι᾿ ἐμέ,

Γεν. 22,16                 στον εαυτόν μου ωρκίσθηκα, λέγει ο Κυριος, επειδή υπήκουσες και εξεπλήρωσες την εντολήν μου αυτήν και δεν ελυπήθης προς χάριν μου τον υιόν σου τον αγαπητόν,

Γεν. 22,17          ἦ μὴν εὐλογῶν εὐλογήσω σε, καὶ πληθύνων πληθυνῶ τὸ σπέρμα σου, ὡς τοὺς ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὡς τὴν ἄμμον τὴν παρὰ τὸ χεῖλος τῆς θαλάσσης, καὶ κληρονομήσει τὸ σπέρμα σου τὰς πόλεις τῶν ὑπεναντίων·

Γεν. 22,17                 σου υπόσχομαι ότι πλουσίως θα σε ευλογήσω και θα πληθύνω πολύ τους απογόνους σου, σαν τα αστέρια του ουρανού και σαν την άμμον που υπάρχει εις την παραλίαν της θαλάσσης. Οι απόγονοί σου με την ιδικήν μου προστασίαν και δύναμιν θα κυριεύσουν τας πόλεις των εχθρών.

Γεν. 22,18          καὶ ἐνευλογηθήσονται ἐν τῷ σπέρματί σου πάντα τὰ ἔθνη τῆς γῆς, ἀνθ᾿ ὧν ὑπήκουσας τῆς ἐμῆς φωνῆς.

Γεν. 22,18                 Επί πλέον, επειδή τόσον προθύμως και πλήρως υπήκουσες εις την εντολήν μου, σου υπόσχομαι ότι με ένα από τους απογόνους σου, τον Χριστόν, θα ευλογηθούν όλα τα έθνη της γης”.

Γεν. 22,19          ἀπεστράφη δὲ Ἁβραὰμ πρὸς τοὺς παῖδας αὐτοῦ, καὶ ἀναστάντες ἐπορεύθησαν ἅμα ἐπὶ τὸ φρέαρ τοῦ ὅρκου. καὶ κατῴκησεν Ἁβραὰμ ἐπὶ τὸ φρέαρ τοῦ ὅρκου.

Γεν. 22,19                 Επειτα από αυτά, ο Αβραάμ με τον Ισαάκ επέστρεψαν προς τους δούλους του, που είχαν αφήσει στους πρόποδας του όρους, και όλοι μαζή εξεκίνησαν, δια να μεταβούν στο φρέαρ του όρκου. Εκεί, στο φρέαρ του όρκου, εγκατεστάθη μονίμως πλέον ο Αβραάμ.

                                     

                                   Οι απόγονοι του Ναχώρ

Γεν. 22,20          Ἐγένετο δὲ μετὰ τὰ ῥήματα ταῦτα καὶ ἀνηγγέλη τῷ Ἁβραὰμ λέγοντες· ἰδοὺ τέτοκε Μελχὰ καὶ αὐτὴ υἱοὺς τῷ Ναχὼρ τῷ ἀδελφῷ σου,

Γεν. 22,20                Επειτα από αυτά ανήγγειλαν στον Αβραάμ και ένα άλλο γεγονός ευχάριστον· “ιδού, του είπαν, η νύμφη σου η Μελχά εγέννησε και αυτή υιούς στον αδελφόν σου τον Ναχώρ,

Γεν. 22,21          τὸν Οὒζ πρωτότοκον καὶ τὸν Βαὺξ ἀδελφὸν αὐτοῦ καὶ τὸν Καμουὴλ πατέρα Σύρων

Γεν. 22,21                 τον πρωτότοκον Ουζ, τους αδελφούς του Βαυξ και Καμουήλ, γενάρχην των Συρων,

Γεν. 22,22          καὶ τὸν Χαζὰδ καὶ Ἀζαῦ καὶ τὸν Φαλδὲς καὶ τὸν Ἰελδὰφ καὶ τὸν Βαθουήλ·

Γεν. 22,22                και τους Χαζάδ, Αζαύ, Φαλδές, Ιελδάφ και Βαθουήλ.

Γεν. 22,23          Βαθουὴλ δὲ ἐγέννησε τὴν Ῥεβέκκαν. ὀκτὼ οὗτοι υἱοί, οὓς ἔτεκε Μελχὰ τῷ Ναχὼρ τῷ ἀδελφῷ Ἁβραάμ.

Γεν. 22,23                Ο δε Βαθουήλ απέκτησε κόρην την Ρεβέκκαν. Οι οκτώ αυτοί είναι υιοί του Ναχώρ, του αδελφού του Αβραάμ, τους οποίους απέκτησεν από την Μελχά.

Γεν. 22,24          καὶ ἡ παλλακὴ αὐτοῦ, ᾗ ὄνομα Ῥεημά, ἔτεκε καὶ αὐτὴ τὸν Ταβὲκ καὶ τὸν Ταὰμ καὶ τὸν Τοχὸς καὶ τὸν Μοχά.

Γεν. 22,24                Από δε την παλλακήν αυτού, την δευτέρας σειράς σύζυγόν του, η οποία ωνομάζετο Ρεημά, απέκτησεν υιούς τον Ταβέκ, τον Ταάμ, τον Τοχός και τον Μοχά.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23- Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑΦΗ ΤΗΣ ΣΑΡΡΑΣ

                                    Ο θάνατος και η ταφή της Σάρρας

Γεν. 23,1           Ἐγένετο δὲ ἡ ζωὴ Σάῤῥας ἔτη ἑκατὸν εἰκοσιεπτά.

Γεν. 23,1                   Η Σαρρα έφθασεν εις την ηλικίαν των εκατόν είκοσι επτά ετών,

Γεν. 23,2           καὶ ἀπέθανε Σάῤῥα ἐν πόλει Ἀρβόκ, ἥ ἐστιν ἐν τῷ κοιλώματι (αὕτη ἐστὶ Χεβρών) ἐν τῇ γῇ Χαναάν. ἦλθε δὲ Ἁβραὰμ κόψασθαι Σάῤῥαν καὶ πενθῆσαι.

Γεν. 23,2                   οπότε και απέθανεν εις την πόλιν Αρβόκ (αύτη δε είναι η Χεβρών), η οποία ευρίσκεται εις κάποιο βαθύπεδον της περιοχής Χαναάν. Ο Αβραάμ ήλθεν από την Βηρσαβεέ ει, την Χεβρών, δια να θρηνήση και πενθήση την αποθανούσαν σύζυγόν του, την Σαρραν.

Γεν. 23,3           καὶ ἀνέστη Ἁβραὰμ ἀπὸ τοῦ νεκροῦ αὐτοῦ καὶ εἶπεν Ἁβραὰμ τοῖς υἱοῖς τοῦ Χὲτ λέγων·

Γεν. 23,3                   Ηγέρθη ο Αβραάμ από το πένθος του αγαπημένου του αυτού νεκρού και είπεν στους Χετταίους.

Γεν. 23,4           πάροικος καὶ παρεπίδημος ἐγώ εἰμι μεθ᾿ ὑμῶν· δότε μοι οὖν κτῆσιν τάφου μεθ᾿ ὑμῶν, καὶ θάψω τὸν νεκρόν μου ἀπ᾿ ἐμοῦ.

Γεν. 23,4                   “Εγώ, όπως γνωρίζετε, είμαι πάροικος και παρεπίδημος μεταξύ σας. Σας παρακαλώ, δόστε μου να αγοράσω ως ιδιοκτησίαν ένα τάφον εις την περιοχήν σας, δια να θάψω την νεκράν μου σύζυγον”.

Γεν. 23,5           ἀπεκρίθησαν δὲ οἱ υἱοὶ Χὲτ πρὸς Ἁβραὰμ λέγοντες· μὴ κύριε·

Γεν. 23,5                   Απεκρίθησαν δε οι Χετταίοι προς τον Αβραάμ και είπον· “όχι, κύριε, δεν είναι σωστόν αυτό, που λέγεις να αγοράσης τάφον.

Γεν. 23,6           ἄκουσον δὲ ἡμῶν. βασιλεὺς παρὰ Θεοῦ σὺ εἶ ἐν ἡμῖν· ἐν τοῖς ἐκλεκτοῖς μνημείοις ἡμῶν θάψον τὸν νεκρόν σου· οὐδεὶς γὰρ ἡμῶν οὐ μὴ κωλύσει τὸ μνημεῖον αὐτοῦ ἀπὸ σοῦ τοῦ θάψαι τὸν νεκρόν σου ἐκεῖ.

Γεν. 23,6                   Ακουσέ μας· συ είσαι ιμεταξύ μας σαν ένας βασιλεύς εκ μέρους του Θεού σταλμένος. Δια τούτο εις ένα από τα εκλεκτά μας μνημεία θάψε τον νεκρόν σου· διότι κανείς από ημάς δεν θα αρνηθή το μνημείον του, δια να θάψης εις αυτό την νεκράν σύζυγόν σου”.

Γεν. 23,7           ἀναστὰς δὲ Ἁβραὰμ προσεκύνησε τῷ λαῷ τῆς γῆς, τοῖς υἱοῖς τοῦ Χέτ,

Γεν. 23,7                   Εσηκώθη ο Αβραάμ και γεμάτος ευγνωμοσύνην επροσκύνηοε τους Χετταίους, τους κατοίκους της περιοχής εκείνης.

Γεν. 23,8           καὶ ἐλάλησε πρὸς αὐτοὺς Ἁβραὰμ λέγων· εἰ ἔχετε τῇ ψυχῇ ὑμῶν, ὥστε θάψαι τὸν νεκρόν μου ἀπὸ προσώπου μου, ἀκούσατέ μου καὶ λαλήσατε περὶ ἐμοῦ Ἐφρὼν τῷ τοῦ Σαάρ,

Γεν. 23,8                   Κατόπιν ωμίλησε προς αυτούς και τους είπε· “αφού έχετε την καλωσύνην της ψυχής, ώστε να μου επιτρέψετε να θάψω τον νεκρόν μου, ακούσατε την παράκλησίν μου. Ομιλήσατε σας παρακαλώ περί εμού στον Εφρών, τον υιόν του Σαάρ,

Γεν. 23,9           καὶ δότω μοι τὸ σπήλαιον τὸ διπλοῦν, ὅ ἐστιν αὐτῷ, τὸ ὂν ἐν μέρει τοῦ ἀγροῦ αὐτοῦ· ἀργυρίου τοῦ ἀξίου δότω μοι αὐτὸ ἐν ὑμῖν εἰς κτῆσιν μνημείου.

Γεν. 23,9                   και πείσατέ τον να μου πωλήση το διπλούν σπήλαιον, που ανήκει εις αυτόν και το οποίον ευρίσκεται εις κάποιο μέρος του αγρού του. Αντί των χρημάτων που αξίζει, ας μου δώση τώρα ενώπιόν σας ως ιδιοκτησίαν μου το μνημείον αυτό”.

Γεν. 23,10          Ἐφρὼν δὲ ἐκάθητο ἐν μέσῳ τῶν υἱῶν Χέτ· ἀποκριθεὶς δὲ Ἐφρὼν ὁ Χετταῖος πρὸς Ἁβραὰμ εἶπεν, ἀκουόντων τῶν υἱῶν Χὲτ καὶ τῶν εἰσπορευομένων εἰς τὴν πόλιν πάντων, λέγων·

Γεν. 23,10                 Ο Εφρών ήτο και αυτός ένας από τον λαόν των Χετταίων. Αμέσως δε απήντησε προς τον Αβραάμ, εκεί εις την πύλην της πόλεως, ώστε να τον ακούουν οι Χετταίοι όσοι εισήρχοντο εις την πόλιν, και είπε·

Γεν. 23,11          παρ᾿ ἐμοὶ γενοῦ, κύριε, καὶ ἄκουσόν μου· τὸν ἀγρὸν καὶ τὸ σπήλαιον τὸ ἐν αὐτῷ σοὶ δίδωμι· ἐναντίον πάντων τῶν πολιτῶν μου δέδωκά σοι· θάψον τὸν νεκρόν σου·

Γεν. 23,11                  “πλησίασε κοντά μου, κύριε, και άκουσέ με· τον αγρόν και το σπήλαιον, που υπάρχει εις αυτόν, σου τον δίδω. Ενώπιον όλων των συμπολιτών μου σου τα έχω πλέον παραχωρήσει. Θαψε εκεί τον νεκρόν άνθρωπόν σου”.

Γεν. 23,12          καὶ προσεκύνησεν Ἁβραὰμ ἐναντίον τοῦ λαοῦ τῆς γῆς

Γεν. 23,12                 Ο Αβραάμ ευχαριστών δια την καλωσύνην των προσεκύνησε τον λαόν της χώρας

Γεν. 23,13          καὶ εἶπε τῷ Ἐφρὼν εἰς τὰ ὦτα ἐναντίον τοῦ λαοῦ τῆς γῆς· ἐπειδὴ πρὸς ἐμοῦ εἶ, ἄκουσόν μου· τὸ ἀργύριον τοῦ ἀγροῦ λάβε παρ᾿ ἐμοῦ, καὶ θάψω τὸν νεκρόν μου ἐκεῖ.

Γεν. 23,13                 και είπε προς τον Εφρών, ώστε να τον ακούσουν όλοι οι κάτοικοι της πόλεως· “Εφρών, επειδή ευρίσκεσαι τώρα ενώπιόν μου και θα συνάψωμεν συμφωνίαν, άκουσέ με· Παρε εκ μέρους μου τα αργύρια, που πρέπει, ως αξίαν του αγρού, και εγώ θα θάψω πλέον εκεί τον νεκρόν μου”.

Γεν. 23,14          ἀπεκρίθη δὲ Ἐφρὼν τῷ Ἀβραὰμ λέγων·

Γεν. 23,14                 Απήντησεν ο Εφρών προς τον Αβραάμ και είπε, με κάποιαν δόσιν υποκριτικής ευγενείας.

Γεν. 23,15          οὐχὶ κύριε, ἀκήκοα γάρ, γῆ τετρακοσίων διδράχμων ἀργυρίου, ἀλλὰ τί ἂν εἴη τοῦτο ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ; σὺ δὲ τὸν νεκρόν σου θάψον.

Γεν. 23,15                 “Οχι, κύριε, δεν θέλω χρήματα. Εχω βέβαια πληροφορηθή ότι ο αγρός αυτός αξίζει τετρακόσια αργυρά δίδραχμα, αλλά τι είναι αυτά μεταξύ μας; Θαψε, λοιπόν, τον νεκρόν σου, χωρίς να γίνεται πλέον λόγος δι' αγοραπωλησίαν”.

Γεν. 23,16          καὶ ἤκουσεν Ἁβραὰμ τοῦ Ἐφρών, καὶ ἀποκατέστησεν Ἁβραὰμ τῷ Ἐφρὼν τὸ ἀργύριον, ὃ ἐλάλησεν εἰς τὰ ὦτα τῶν υἱῶν Χέτ, τετρακόσια δίδραχμα ἀργυρίου δοκίμου ἐμπόροις.

Γεν. 23,16                 Ο Αβραάμ όμως, όταν ήκουσεν από τον Εφρών την τιμήν του αγρού, έδωσε αμέσως εις αυτόν τα χρήματα, τα οποία εις επήκοον του λαού των Χετταίων είχεν ορίσει ούτος εις τετρακόσια αργυρά δίδραχμα εις έγκυρον νόμισμα που εκυκλοφορούσε τότε μεταξύ των εμπόρων.

Γεν. 23,17          καὶ ἔστη ὁ ἀγρὸς Ἐφρών, ὃς ἦν ἐν τῷ διπλῷ σπηλαίῳ, ὅς ἐστι κατὰ πρόσωπον Μαμβρῆ, ὁ ἀγρὸς καὶ τὸ σπήλαιον, ὃ ἦν ἐν αὐτῷ, καὶ πᾶν δένδρον, ὃ ἦν ἐν τῷ ἀγρῷ, καὶ πᾶν ὅ ἐστιν ἐν τοῖς ὁρίοις αὐτοῦ κύκλῳ,

Γεν. 23,17                 Κατόπιν αυτής της συμφωνίας παρεδόθη ο αγρός του Εφρών μαζή με το διπλούν σπήλαιον, που ευρίσκετο απέναντι εις την Δρυν Μαμβρή, όπως επίσης και όλα τα δένδρα και κάθε τι, που υπήρχεν στον αγρόν και εις τα σύνορα αυτού κύκλω,

Γεν. 23,18          τῷ Ἁβραάμ, εἰς κτῆσιν ἐναντίον τῶν υἱῶν Χὲτ καὶ πάντων τῶν εἰσπορευομένων εἰς τὴν πόλιν.

Γεν. 23,18                 ως ιδιοκτησία πλέον στον Αβραάμ επί παρουσία του λαού των Χετταίων και των εισερχομένων δια της πύλης εις την πόλιν.

Γεν. 23,19          μετὰ ταῦτα ἔθαψεν Ἁβραὰμ Σάῤῥαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ ἐν τῷ σπηλαίῳ τοῦ ἀγροῦ τῷ διπλῷ, ὅ ἐστιν ἀπέναντι Μαμβρῆ (αὕτη ἐστὶ Χεβρών) ἐν τῇ γῇ Χαναάν.

Γεν. 23,19                 Επειτα από αυτά έθαψεν ο Αβραάμ την γυναίκα του την Σαρραν στο διπλούν αυτό σπήλαιον του αγρού, ο οποίος ευρίσκεται απέναντι της Μαμβρή εις Χεβρών της χώρας Χαναάν.

Γεν. 23,20          καὶ ἐκυρώθη ὁ ἀγρὸς καὶ τὸ σπήλαιον, ὃ ἦν ἐν αὐτῷ, τῷ Ἁβραὰμ εἰς κτῆσιν τάφου παρὰ τῶν υἱῶν Χέτ.

Γεν. 23,20                Ετσι δε επεκυρώθη ενώπιον των Χετταίων ο αγρός και το διπλούν σπήλαιον ως ιδιοκτησία πλέον του Αβραάμ δια μνημείον.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 24- Ο ΓΑΜΟΣ ΤΟΥ ΙΣΑΑΚ ΜΕ ΤΗ ΡΕΒΕΚΚΑ

                                    Ο γάμος του Ισαάκ με τη Ρεβέκκα

Γεν. 24,1           Καὶ Ἁβραὰμ ἦν πρεσβύτερος προβεβηκὼς ἡμερῶν, καὶ ὁ Κύριος ηὐλόγησε τὸν Ἁβραὰμ κατὰ πάντα.

Γεν. 24,1                   Ο Αβραάμ ήτο πλέον γέρων, προχωρημένος πολύ εις τας ημέρας της ζωής του. Ο δε Κυριος ηυλόγησε τον Αβραάμ εις όλην του την ζωήν και εις όλα του τα έργα.

Γεν. 24,2           καὶ εἶπεν Ἁβραὰμ τῷ παιδὶ αὐτοῦ τῷ πρεσβυτέρῳ τῆς οἰκίας αὐτοῦ τῷ ἄρχοντι πάντων τῶν αὐτοῦ· θὲς τὴν χεῖρά σου ὑπὸ τὸν μηρόν μου,

Γεν. 24,2                  Είπε δε Αβραάμ στον Ελιέζερ, τον μεγαλύτερον κατά την ηλικίαν δούλον της οικογενείας του, τον επιστάτην όλων των άλλων δούλων· “βάλε την χείρα σου υπό τον μηρόν μου·

Γεν. 24,3           καὶ ἐξορκιῶ σε Κύριον τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὸν Θεὸν τῆς γῆς, ἵνα μὴ λάβῃς γυναῖκα τῷ υἱῷ μου Ἰσαὰκ ἀπὸ τῶν θυγατέρων τῶν Χαναναίων, μεθ᾿ ὧν ἐγὼ οἰκῶ ἐν αὐτοῖς,

Γεν. 24,3                   σε εξορκίζω ενώπιον Κυρίου, του Θεού του ουρανού και της γης, να μη λάβης δια τον υιόν μου τον Ισαάκ σύζυγον από τας θυγατέρας των κατοίκων Χαναάν, μεταξύ των οποίων εγώ μέχρι σήμερον ζω,

Γεν. 24,4           ἀλλ᾿ ἢ εἰς τὴν γῆν μου, οὗ ἐγεννήθην, πορεύσῃ καὶ εἰς τὴν φυλήν μου καὶ λήψῃ γυναῖκα τῷ υἱῷ μου Ἰσαὰκ ἐκεῖθεν.

Γεν. 24,4                  άλλα από την χώραν της καταγωγής μου, όπου εγώ εγεννήθην. Θα υπάγης εκεί εις την φυλήν μου και από τους εκεί συγγενείς μου θα εκλέξης γυναίκα δια τον υιόν μου τον Ισαάκ”

Γεν. 24,5           εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ παῖς· μή ποτε οὐ βούληται ἡ γυνὴ πορευθῆναι μετ᾿ ἐμοῦ ὀπίσω εἰς τὴν γῆν ταύτην· ἀποστρέψω τὸν υἱόν σου εἰς τὴν γῆν, ὅθεν ἐξῆλθες ἐκεῖθεν;

Γεν. 24,5                   Ηρώτησε δε αυτόν ο Ελιέζερ, ο δούλος· “εάν τυχόν η γυναίκα, που θα εκλέξω ως σύζυγον του Ισαάκ, δεν θελήση να με ακολουθήση εις την χώραν της Χαναάν, θα οδηγήσω τον υιόν σου στον τόπον, από τον οποίον συ ανεχώρησες και ήλθες;”

Γεν. 24,6           εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν Ἁβραάμ· πρόσεχε σεαυτῷ, μὴ ἀποστρέψῃς τὸν υἱόν μου ἐκεῖ.

Γεν. 24,6                  Ο Αβραάμ του απήντησε· “πρόσεξε πολύ και βάλε το μέσα στον νουν σου· μη επαναφέρης έκεί τον υιόν μου,

Γεν. 24,7           Κύριος ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὁ Θεὸς τῆς γῆς, ὃς ἔλαβέ με ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός μου καὶ ἐκ τῆς γῆς, ἧς ἐγεννήθην, ὃς ἐλάλησέ μοι καὶ ὃς ὤμοσέ μοι λέγων· σοὶ δώσω τὴν γῆν ταύτην καὶ τῷ σπέρματί σου, αὐτὸς ἀποστελεῖ τὸν ἄγγελον αὐτοῦ ἔμπροσθέν σου. καὶ λήψῃ γυναῖκα τῷ υἱῷ μου ἐκεῖθεν.

Γεν. 24,7                   διότι ο Κυριος ο Θεός του ουρανού και της γης, ο οποίος με επήρε από τον πατρικόν μου οίκον και από την γην, εις την οποίαν εγεννήθην, και με έφερεν εδώ, αυτός μου είπε και μου ωρκίσθη λέγων· Εις σε και στους απογόνους σου θα δώσω την χώραν αυτήν. Αυτός, λοιπόν, ο Θεός θα στείλη ενώπιόν σου άγγελον οδηγόν και θα σε δοηθήση να εκλέξης από εκεί σύζυγον δια τον υιόν μου.

Γεν. 24,8           ἐὰν δὲ μὴ θέλῃ ἡ γυνὴ πορευθῆναι μετὰ σοῦ εἰς τὴν γῆν ταύτην, καθαρὸς ἔσῃ ἀπὸ τοῦ ὅρκου μου· μόνον τὸν υἱόν μου μὴ ἀποστρέψῃς ἐκεῖ.

Γεν. 24,8                  Εάν δε και δεν θελήση η γυναίκα να έλθη μαζή σου εις την χώραν αυτήν, είσαι απηλλαγμένος από τον όρκον, στον οποίν σε υπέβαλα. Η μόνη σου υποχρέωσις είναι, να μη οδηγήσης τον υιόν μου εκεί”.

Γεν. 24,9           καὶ ἔθηκεν ὁ παῖς τὴν χεῖρα αὐτοῦ ὑπὸ τὸν μηρὸν Ἁβραὰμ τοῦ κυρίου αὐτοῦ καὶ ὤμοσεν αὐτῷ περὶ τοῦ ῥήματος τούτου.

Γεν. 24,9                  Ο Ελιέζερ, ο δούλος, έθεσε την χείρα αυτού κάτω από τον μηρόν του Αβραάμ, του κυρίου του, και του ωρκίσθη ότι θα συμμορφωθή με την εντολήν του.

Γεν. 24,10          Καὶ ἔλαβεν ὁ παῖς δέκα καμήλους ἀπὸ τῶν καμήλων τοῦ κυρίου αὐτοῦ καὶ ἀπὸ πάντων τῶν ἀγαθῶν τοῦ κυρίου αὐτοῦ μεθ᾿ ἑαυτοῦ καὶ ἀναστὰς ἐπορεύθη εἰς τὴν Μεσοποταμίαν εἰς τὴν πόλιν Ναχώρ.

Γεν. 24,10                 Επήρε, λοιπόν, δέκα καμήλους από τας καμήλους του κυρίου του, επήρεν ακόμη μαζή του από όλα τα αγαθά που είχεν ο κύριός του και εξεκίνησε δια την Μεσοποταμίαν, δια την πόλιν του Μαχώρ, του αδελφού του Αβραάμ.

Γεν. 24,11          καὶ ἐκοίμισε τὰς καμήλους ἔξω τῆς πόλεως παρὰ τὸ φρέαρ τοῦ ὕδατος τὸ πρὸς ὀψέ, ἡνίκα ἐκπορεύονται αἱ ὑδρευόμεναι.

Γεν. 24,11                 Οταν, από ταξίδιον ημερών, επλησίασε κατά την εσπέραν έξω από την πόλιν, αφήκεν εκεί κοντά στο φρέαρ να κατακλιθούν αι κάμηλοι, την ώραν κατά την οποίαν εξέρχονται συνήθως από την πόλιν αι γυναίκες, δια να αντλήσουν νερό.

Γεν. 24,12          καὶ εἶπε· Κύριε ὁ Θεὸς τοῦ κυρίου μου Ἁβραάμ, εὐόδωσον ἐναντίον ἐμοῦ σήμερον καὶ ποίησον ἔλεος μετὰ τοῦ κυρίου μου Ἁβραάμ.

Γεν. 24,12                 Προσηυχήθη δε εκεί προς τον Θεόν ο Ελιέζερ και είπε· “Κυριε, συ ο Θεός του κυρίου μου του Αβραάμ, δώσε καλήν έκβασιν και επιτυχίαν σήμερον εις τας ενεργείας μου και κάμε το έλεός σου προς τον κύριόν μου τον Αβραάμ.

Γεν. 24,13          ἰδοὺ ἐγὼ ἕστηκα ἐπὶ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος, αἱ δὲ θυγατέρες τῶν οἰκούντων τὴν πόλιν ἐκπορεύονται ἀντλῆσαι ὕδωρ,

Γεν. 24,13                 Ιδού εγώ ευρίσκομαι κοντά εις την πηγήν αυτήν του ύδατος. Αι θυγατέρες των κατοίκων της πόλεως αυτής εξέρχονται προς τα εδώ δια να αντλήσουν νερό.

Γεν. 24,14          καὶ ἔσται ἡ παρθένος, ᾗ ἂν ἐγὼ εἴπω, ἐπίκλινον τὴν ὑδρίαν σου, ἵνα πίω, καὶ εἴπῃ μοι, πίε σύ, καὶ τὰς καμήλους σου ποτιῶ, ἕως ἂν παύσωνται πίνουσαι, ταύτην ἡτοίμασας τῷ παιδί σου τῷ Ἰσαάκ, καὶ ἐν τούτῳ γνώσομαι ὅτι ἐποίησας ἔλεος μετὰ τοῦ κυρίου μου Ἁβραάμ.

Γεν. 24,14                 Δώσε, Κυριε, ώστε η παρθένος, εις την οποίαν εγώ θα είπω “γύρε την στάμναν σου δια να πίω νερό” και εκείνη θα μου πη “πίε και συ και θα ποτίσω τας καμήλους σου μέχρις ότου χορτάσουν και παύσουν πλέον να πίνουν”, ώσε, ώστε αυτή να είναι εκείνη, την οποίαν συ έχεις προορίσει ως σύζυγον δια τον δούλόν σου Ισαάκ. Με τον τρόπον δε αυτόν θα καταλάβω και εγώ, ότι έκαμες το έλεός σου προς τον κύριόν μου τον Αβραάμ και εξεπλήρωσες την επιθυμίαν του”.

Γεν. 24,15          καὶ ἐγένετο πρὸ τοῦ συντελέσαι αὐτὸν λαλοῦντα ἐν τῇ διανοίᾳ αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ Ῥεβέκκα ἐξεπορεύετο ἡ τεχθεῖσα Βαθουήλ, υἱῷ Μελχὰς τῆς γυναικὸς Ναχώρ, ἀδελφοῦ δὲ Ἁβραάμ, ἔχουσα τὴν ὑδρίαν ἐπὶ τῶν ὤμων αὐτῆς.

Γεν. 24,15                 Πριν ακόμη τελείωση ο Ελιέζερ την νοεράν αυτήν προσευχήν του προς τον Θεόν, ιδού εξήρχετο από την πόλιν η Ρεβέκκα, η κόρη του Βαθουήλ, υιού της Μελχάς, συζύγου του Ναχώρ, του αδελφού του Αβραάμ. Εφερε δε επάνω στον ώμόν της την στάμναν.

Γεν. 24,16          ἡ δὲ παρθένος ἦν καλὴ τῇ ὄψει σφόδρα· παρθένος ἦν, ἀνὴρ οὐκ ἔγνω αὐτήν. καταβᾶσα δὲ ἐπὶ τὴν πηγὴν ἔπλησε τὴν ὑδρίαν αὐτῆς καὶ ἀνέβη.

Γεν. 24,16                 Η παρθένος αυτή ήτο εξαιρετικώς ωραία. Ητο παρθένος και κανείς ανήρ δεν είχεν έλθει εις επαφήν με αυτήν. Κατέβηκε εις την πηγήν, εγέμισε την στάμναν της και ανέβη πάλιν, δια να επιστρέψη εις την πόλιν.

Γεν. 24,17          ἐπέδραμε δὲ ὁ παῖς εἰς συνάντησιν αὐτῆς καὶ εἶπε· πότισόν με μικρὸν ὕδωρ ἐκ τῆς ὑδρίας σου.

Γεν. 24,17                 Την στιγμήν εκείνην έτρεξε προς συνάντησίν της ο Ελιέζερ και είπε· “δος μου να πιώ ολίγον νερό από την στάμναν σου”.

Γεν. 24,18          ἡ δὲ εἶπε· πίε, κύριε. καὶ ἔσπευσε καὶ καθεῖλε τὴν ὑδρίαν ἐπὶ τὸν βραχίονα αὐτῆς καὶ ἐπότισεν αὐτόν, ἕως ἐπαύσατο πίνων.

Γεν. 24,18                 Εκείνη δε είπε· “πίε, κύριε”· κατέβασε την στάμναν και την εστήριξεν στον βραχίονά της, την έγειρε και επότισεν αυτόν, έως ότου αυτός εχόρτασε και έπαυσε να πίνη.

Γεν. 24,19          καὶ εἶπε· καὶ ταῖς καμήλοις σου ὑδρεύσομαι, ἕως ἂν πᾶσαι πίωσι.

Γεν. 24,19                 Η Ρεβέκκα είπε· “θα ποτίσω και τας καμήλους σου, έως ότου χορτάσουν όλες”.

Γεν. 24,20          καὶ ἔσπευσε καὶ ἐξεκένωσε τὴν ὑδρίαν εἰς τὸ ποτιστήριον καὶ ἔδραμεν ἐπὶ τὸ φρέαρ ἀντλῆσαι πάλιν καὶ ὑδρεύσατο πάσαις ταῖς καμήλοις.

Γεν. 24,20                Αμέσως άδειασε την στάμναν της στο παρά το φρέαρ ποτιστήριον των ζώων, έτρεξεν στο φρέαρ να αντλήση και άλλο ύδωρ, έως ότου επότισεν όλας τας καμήλους.

Γεν. 24,21          ὁ δὲ ἄνθρωπος κατεμάνθανεν αὐτὴν καὶ παρεσιώπα τοῦ γνῶναι, εἰ εὐώδωκε Κύριος τὴν ὁδὸν αὐτοῦ ἢ οὔ.

Γεν. 24,21                 Ο δε Ελιέζερ την παρατηρούσε και την παρακολουθούσε με πολλήν προσοχήν, χωρίς να βγάζη λέξιν, προσπαθών να γνωρίση, εάν ο Θεός τον εβοήθησε να επιτύχη η όχι τον σκοπόν του ταξιδίου του.

Γεν. 24,22          ἐγένετο δέ, ἡνίκα ἐπαύσαντο πᾶσαι αἱ κάμηλοι πίνουσαι, ἔλαβεν ὁ ἄνθρωπος ἐνώτια χρυσᾶ ἀνὰ δραχμὴν ὁλκῆς καὶ δύο ψέλλια ἐπὶ τὰς χεῖρας αὐτῆς, δέκα χρυσῶν ὁλκὴ αὐτῶν.

Γεν. 24,22                Οταν πλέον εποτίσθησαν όλαι αι κάμηλοι, επείσθη ο Ελιέζερ ότι αυτή είναι η νύμφη, η από τον Θεόν προοριζομένη δια τον Ισαάκ. Επήρε τότε από τας αποσκευάς του ο Ελιέζερ και έδωσεν εις την Ρεβέκκαν σκουλαρίκια χρυσά, πεντέμισυ περίπου γραμμαρίων βάρους το καθένα, και δύο βραχιόλια χρυσά βάρους και τα δύο διακοσίων είκοσι περίπου γραμμαρίων,

Γεν. 24,23          καὶ ἐπηρώτησεν αὐτὴν καὶ εἶπε· θυγάτηρ τίνος εἶ; ἀνάγγειλόν μοι, εἰ ἔστι παρὰ τῷ πατρί σου τόπος ἡμῖν τοῦ καταλῦσαι.

Γεν. 24,23                ηρώτησεν αυτήν και της είπε· “τίνος είσαι κόρη; Ημπορείς ακόμη να με πληροφορήσης, αν υπάρχη και για μας τόπος κοντά στον πατέρα σου, δια να καταλύσωμεν εκεί;”

Γεν. 24,24          ἡ δὲ εἶπεν αὐτῷ· θυγάτηρ Βαθουήλ εἰμι τοῦ Μελχάς, ὃν ἔτεκε τῷ Ναχώρ.

Γεν. 24,24                Εκείνη απήντησεν· “είμαι κόρη του Βαθουήλ, υιού του Ναχώρ και της Μελχάς”.

Γεν. 24,25          καὶ εἶπεν αὐτῷ· καὶ ἄχυρα καὶ χορτάσματα πολλὰ παρ᾿ ἡμῖν καὶ τόπος τοῦ καταλῦσαι.

Γεν. 24,25                Και προσέθεσε· “βεβαίως υπάρχουν εις ημάς και άχυρα, και τροφαί πολλαί και τόπος να καταλύσετε”.

Γεν. 24 ,26         καὶ εὐδοκήσας ὁ ἄνθρωπος προσεκύνησε τῷ Κυρίῳ καὶ εἶπεν·

Γεν. 24,26                Ο Ελιέζερ γεμάτος χαράν προσεκύνησε με ευγνωμοσύνην τον Θεόν και είπε·

Γεν. 24,27          εὐλογητὸς Κύριος ὁ Θεὸς τοῦ κυρίου μου Ἁβραάμ, ὃς οὐκ ἐγκατέλιπε τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ καὶ τὴν ἀλήθειαν ἀπὸ τοῦ κυρίου μου· ἐμέ τε εὐώδωκε Κύριος εἰς οἶκον τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ κυρίου μου.

Γεν. 24,27                “δοξασιμένος ας είναι ο Θεός του κυρίου μου Αβραάμ, ο οποίος και εις την περίστασιν αυτήν έδειξε την δικαιοσύνην και την αλήθειάν του, ετήρησε την υπόσχεσίν του απέναντι του κυρίου μου, εμέ δε εβοήθησε να φθάσω αισίως στον οίκον του Ναχώρ, αδελφού του Αβραάμ”.

Γεν. 24,28          Καὶ δραμοῦσα ἡ παῖς ἀνήγγειλεν εἰς τὸν οἶκον τῆς μητρὸς αὐτῆς κατὰ τὰ ῥήματα ταῦτα.

Γεν. 24,28                Η κόρη έτρεξε και ανήγγειλεν στον οίκον της μητρός της όλα αυτά τα συμβάντα.

Γεν. 24,29          τῇ δὲ Ῥεβέκκᾳ ἀδελφὸς ἦν ᾧ ὄνομα Λάβαν· καὶ ἔδραμε Λάβαν πρὸς τὸν ἄνθρωπον ἔξω ἐπὶ τὴν πηγήν.

Γεν. 24,29                Είχε δε η Ρεβέκκα και αδελφόν ονομαζόμενον Λαβαν, ο οποίος, όταν ήκουσε αυτά, έτρεξεν έξω εις την πηγήν προς τον ξένον εκείνον άνθρωπον.

Γεν. 24,30          καὶ ἐγένετο ἡνίκα εἶδε τὰ ἐνώτια καὶ τὰ ψέλλια ἐν ταῖς χερσὶ τῆς ἀδελφῆς αὐτοῦ καὶ ὅτε ἤκουσε τὰ ῥήματα Ῥεβέκκας τῆς ἀδελφῆς αὐτοῦ λεγούσης· οὕτω λελάληκέ μοι ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἦλθε πρὸς τὸν ἄνθρωπον ἑστηκότος αὐτοῦ ἐπὶ τῶν καμήλων ἐπὶ τῆς πηγῆς

Γεν. 24,30                Οταν δηλαδή είδε τα σκουλαρίκια και τα βραχιόλια εις τα χέρια της αδελφής του, και όταν ήκουσεν αυτήν να διηγήται και να λέγη όσα της είχεν είπει ο Ελιέζερ, ήλθεν ο Λαβαν προς αυτόν, που εστέκετο ακόμη όρθιος κοντά εις τας καμήλους του πλησίον της πηγής,

Γεν. 24,31          καὶ εἶπεν αὐτῷ· δεῦρο εἴσελθε· εὐλογητὸς Κυρίου· ἱνατί ἕστηκας ἔξω; ἐγὼ δὲ ἡτοίμασα τὴν οἰκίαν καὶ τόπον ταῖς καμήλοις.

Γεν. 24,31                 και του είπε· “έλα μαζή μου· κόπιασε στο σπίτι μου· συ είσαι ευλογημένος από τον Κυριον. Διατί στέκεις έξω όρθιος; Εγώ έχω ετοιμάσει την οικίαν μου δια σε και τόπον δια τας καμήλους σου”.

Γεν. 24,32          εἰσῆλθε δὲ ὁ ἄνθρωπος εἰς τὴν οἰκίαν καὶ ἀπέσαξε τὰς καμήλους καὶ ἔδωκεν ἄχυρα καὶ χορτάσματα ταῖς καμήλοις καὶ ὕδωρ νίψασθαι τοῖς ποσὶν αὐτοῦ καὶ τοῖς ποσὶ τῶν ἀνδρῶν τῶν μετ᾿ αὐτοῦ.

Γεν. 24,32                Εισήλθεν ο Ελιέζερ εις την οικίαν του Λαβαν και εξεσαμάρωσε τας καμήλους. Ο δε Λαβαν έδωσεν εις μεν τας καμήλους άχυρα και τροφάς, εις δε τον ξένον και τους συνοδούς του ύδωρ, δια να νίψουν τους πόδας των.

Γεν. 24,33          καὶ παρέθηκεν αὐτοῖς ἄρτους φαγεῖν. καὶ εἶπεν· οὐ μὴ φάγω, ἕως τοῦ λαλῆσαί με τὰ ῥήματά μου. καὶ εἶπαν· λάλησον.

Γεν. 24,33                Επειτα δε παρέθεσε τράπεζαν εις αυτούς, δια να φάγουν. Είπεν όμως ο Ελιέζερ· “δεν θα βάλω τίποτε στο στόμα μου, αν προηγουμένως δεν σας είπω αυτά, που έχω να σας πω”. Εκείνοι του είπαν· “πές μας· σε ακούομεν”.

Γεν. 24,34          Καὶ εἶπε· παῖς Ἁβραὰμ ἐγώ εἰμι.

Γεν. 24,34                Ο Ελιέζερ τότε είπεν· “εγώ είμαι δούλος του Αβραάμ.

Γεν. 24,35          Κύριος δὲ ηὐλόγησε τὸν κύριόν μου σφόδρα, καὶ ὑψώθη· καὶ ἔδωκεν αὐτῷ πρόβατα καὶ μόσχους καὶ ἀργύριον καὶ χρυσίον, παῖδας καὶ παιδίσκας, καμήλους καὶ ὄνους.

Γεν. 24,35                Ο Κυριος και Θεός ηυλόγησε πάρα πολύ τον κύριόν μου και τον εξύψωσεν, ώστε να γίνη μέγας. Του έδωσε πρόβατα και μόσχους και αργύριον και χρυσίον, δούλους και δούλας, καμήλους και όνους.

Γεν. 24,36          καὶ ἔτεκε Σάῤῥα ἡ γυνὴ τοῦ κυρίου μου υἱὸν ἕνα τῷ κυρίῳ μου μετὰ τὸ γηράσαι αὐτόν, καὶ ἔδωκεν αὐτῷ ὅσα ἦν αὐτῷ.

Γεν. 24,36                Η σύζυγος του κυρίου μου, η Σαρρα, εγέννησεν υιόν στον κύριόν μου, όταν πλέον αυτός ήτο προχωρημένης ηλικίας. Ο δε κύριός μου παρέδωσεν στον υιόν του αυτόν όλην την περιουσίαν.

Γεν. 24,37          καὶ ὥρκισέ με ὁ κύριός μου, λέγων· οὐ λήψῃ γυναῖκα τῷ υἱῷ μου ἀπὸ τῶν θυγατέρων τῶν Χαναναίων, ἐν οἷς ἐγὼ παροικῶ ἐν τῇ γῇ αὐτῶν,

Γεν. 24,37                Με ώρκισε δε ενώπιον του Θεού και μου είπε· πρόσεξε, δεν θα πάρης δια τον υιόν μου γυναίκα από τας θυγατέρας των κατοίκων Χαναάν, εις την χώραν των οποίων εγώ μένω ως πάροικος,

Γεν. 24,38          ἀλλ᾿ ἢ εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου πορεύσῃ καὶ εἰς τὴν φυλήν μου καὶ λήψῃ γυναῖκα τῷ υἱῷ μου ἐκεῖθεν.

Γεν. 24,38                αλλά θα μεταβής στον οίκον του πατρός μου και εις την φυλήν, από την οποίαν κατάγομαι και από εκεί θα εκλέξης γυναίκα δια τον υιόν μου.

Γεν. 24,39          εἶπα δὲ τῷ κυρίῳ μου· μήποτε οὐ πορεύσεται ἡ γυνὴ μετ᾿ ἐμοῦ.

Γεν. 24,39                Είπα στον κύριόν μου, εάν όμως δεν θελήση η γυναίκα αυτή να έλθη μαζή μου, τι θα γίνη;

Γεν. 24,40          καὶ εἶπέ μοι· Κύριος ὁ Θεός, ᾧ εὐηρέστησα ἐναντίον αὐτοῦ, αὐτὸς ἐξαποστελεῖ τὸν ἄγγελον αὐτοῦ μετὰ σοῦ καὶ εὐοδώσει τὴν ὁδόν σου, καὶ λήψῃ γυναῖκα τῷ υἱῷ μου ἐκ τῆς φυλῆς μου καὶ ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός μου.

Γεν. 24,40                Εκείνος μου είπε· ο Κυριος και Θεός, ενώπιον του οποίου εγώ έζησα και έπραξα όπως αρέσει εις αυτόν, θα στείλη μαζή σου τον άγγελόν του, θα κατευοδώση τον δρόμον σου, θα εκπληρώση τον σκοπόν του ταξιδίου σου και θα πάρης δια τον υιόν μου γυναίκα από την φυλήν μου και από την οικογένειαν του πατρός μου.

Γεν. 24,41          τότε ἀθῷος ἔσῃ ἀπὸ τῆς ἀρᾶς μου· ἡνίκα γὰρ ἐὰν ἔλθῃς εἰς τὴν φυλήν μου καὶ μή σοι δῶσι, καὶ ἔσῃ ἀθῷος ἀπὸ τοῦ ὁρκισμοῦ μου.

Γεν. 24,41                 Εάν έτσι προχωρήσης και φερθής, θα είσαι απηλλαγμένος από την κατάραν μου. Εάν όμως έλθης εις την φυλήν μου και δεν σου δώσουν νύμφην δια τον υιόν μου, θα είσαι αθώος από τον όρκον, στον οποίον σε υπέβαλα.

Γεν. 24,42          καὶ ἐλθὼν σήμερον ἐπὶ τὴν πηγὴν εἶπα· Κύριε ὁ Θεὸς τοῦ κυρίου μου Ἁβραάμ, εἰ σὺ εὐοδοῖς τὴν ὁδόν μου, ἐν ᾗ νῦν ἐγὼ πορεύομαι ἐν αὐτῇ,

Γεν. 24,42                Λοιπόν, εγώ ήλθα σήμερον εις την πηγήν, προσηυχήθην προς τον Θεόν και είπα· Κυριε ο Θεός του κυρίου μου Αβραάμ, κατευόδωσε και φέρε εις αίσιον πέρας τον σκοπόν, δια τον οποίον εγώ ήλθον έως εδώ.

Γεν. 24,43          ἰδοὺ ἐγὼ ἐφέστηκα ἐπὶ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος, καὶ αἱ θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων τῆς πόλεως ἐκπορεύονται ἀντλῆσαι ὕδωρ, καὶ ἔσται ἡ παρθένος, ᾗ ἂν ἐγὼ εἴπω, πότισόν με ἐκ τῆς ὑδρίας σου μικρὸν ὕδωρ,

Γεν. 24,43                Ιδού εγώ στέκομαι όρθιος εις την πηγήν αυτήν του ύδατος· αι θυγατέρες των κατοίκων της πόλεως αυτής εξέρχονται προς τα εδώ δια να αντλήσουν ύδωρ. Δώσε, ώστε η παρθένος, εις την οποίαν εγώ θα είπω· Ποτισέ με λίγο νερό από την στάμναν σου,

Γεν. 24,44          καὶ εἴπῃ μοι, καὶ σὺ πίε καὶ ταῖς καμήλοις σου ὑδρεύσομαι, αὕτη ἡ γυνή, ἣν ἡτοίμασε Κύριος τῷ ἑαυτοῦ θεράποντι Ἰσαάκ, καὶ ἐν τούτῳ γνώσομαι, ὅτι πεποίηκας ἔλεος τῷ κυρίῳ μου Ἁβραάμ.

Γεν. 24,44                εκείνη δε θα μου πη· πίε και συ και εις τας καμήλους σου εγώ θα δώσω ύδωρ, δώσε ώστε αυτή η γυνή να είναι η προωρισμένη ως σύζυγος δια τον δούλον σου τον Ισαάκ. Κατ' αυτόν τον τρόπον θα εννοήσω, ότι και πάλιν έχεις κάμει το έλεός σου προς τον κύριόν μου τον Αβραάμ.

Γεν. 24,45          καὶ ἐγένετο πρὸ τοῦ συντελέσαι με λαλοῦντα ἐν τῇ διανοίᾳ μου, εὐθὺς Ῥεβέκκα ἐξεπορεύετο ἔχουσα τὴν ὑδρίαν ἐπὶ τῶν ὤμων καὶ κατέβη ἐπὶ τὴν πηγὴν καὶ ὑδρεύσατο. εἶπα δὲ αὐτῇ· πότισόν με.

Γεν. 24,45                Πριν δε ακόμη τελειώσω την νοεράν προσευχήν μου, εφάνη αμέσως η Ρεβέκκα εξερχομένη από την πόλιν, με την στάμναν στον ώμον της. Κατέβηκε εις την πηγήν και ήντλησεν ύδωρ. Τοτε της είπα· Δος μου να πιώ και εγώ νερό.

Γεν. 24,46          καί σπεύσασα καθεῖλε τὴν ὑδρίαν ἐπὶ τὸν βραχίονα αὐτῆς ἀφ᾿ ἑαυτῆς καὶ εἶπε· πίε σύ, καὶ τὰς καμήλους σου ποτιῶ. καὶ ἔπιον καὶ τὰς καμήλους ἐπότισε.

Γεν. 24,46                Αυτή κατέβασε αμέσως την στάμναν της, την εστήριξεν στον βραχίονά της και μου είπε· Πιέ συ, και θα ποτίσω και τας καμήλους σου. Αφού έπιον εγώ επότισε πράγματι και τας καμήλους.

Γεν. 24,47          καὶ ἠρώτησα αὐτήν· καὶ εἶπα· θυγάτηρ τίνος εἶ; ἀνάγγειλόν μοι. ἡ δὲ ἔφη· θυγάτηρ Βαθουήλ εἰμι τοῦ υἱοῦ Ναχώρ, ὃν ἔτεκεν αὐτῷ Μελχά. καὶ περιέθηκα αὐτῇ τὰ ἐνώτια καί τὰ ψέλλια περὶ τὰς χεῖρας αὐτῆς·

Γεν. 24,47                Τοτε την ηρώτησα και της είπα· πες μου τίνος είσαι θυγάτηρ; Εκείνη απήντησεν· είμαι θυγάτηρ του Βαθουήλ, υιού του Ναχώρ και της Μελχά. Εδωσα κατόπιν εις αυτήν σκουλαρίκια και έθεσα βραχιόλια εις τα χέρια της.

Γεν. 24,48          καὶ εὐδοκήσας προσεκύνησα τῷ Κυρίῳ καὶ εὐλόγησα Κύριον τὸν Θεὸν τοῦ κυρίου μου Ἁβραάμ, ὃς εὐώδωσέ με ἐν ὁδῷ ἀληθείας, λαβεῖν τὴν θυγατέρα τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ κυρίου μου τῷ υἱῷ αὐτοῦ.

Γεν. 24,48                Κατευχαριστημένος δε δι' όλα αυτά έσκυψα και επροσκύνησα και εδόξασα τον Θεόν του κυρίου μου Αβραάμ, ο οποίος κατευώδωσε την πορείαν μου, ώστε να εκλέξω την κόρην του ανεψιού του κυρίου μου ως σύζυγον του υιού του.

Γεν. 24,49          εἰ οὖν ποιεῖτε ὑμεῖς ἔλεος καὶ δικαιοσύνην πρὸς τὸν κύριόν μου, ἀπαγγείλατέ μοι, εἰ δὲ μή, ἀπαγγείλατέ μοι, ἵνα ἐπιστρέψω εἰς δεξιὰν ἢ ἀριστεράν.

Γεν. 24,49                Εάν λοιπόν σεις θελήσετε να φανήτε καλοί και δίκαιοι προς τον κύριόν μου, πέστε μου εάν δέχεσθε τας προτάσεις μου. Εάν όμως δεν τας δέχεσθε, πέστε μου, ώστε να στραφώ δεξιά και αριστερά, δια να αναζητήσω αλλού νύμφην δια τον Ισαάκ”.

Γεν. 24,50          Ἀποκριθεὶς δὲ Λάβαν καὶ Βαθουὴλ εἶπαν· παρὰ Κυρίου ἐξῆλθε τὸ πρόσταγμα τοῦτο· οὐ δυνησόμεθα οὖν σοι ἀντειπεῖν κακὸν ἢ καλόν.

Γεν. 24,50                Ο Λαβαν και ο Βαθουήλ απεκρίθησαν με ένα στόμα και είπαν· “ο Θεός έβγαλε αυτήν την διαταγήν και δεν ημπορούμεν να αρνηθώμεν και να είπωμεν τίποτε κακόν η καλόν. Δεχόμεθα την πρότασίν σου.

Γεν. 24,51          ἰδοὺ Ῥεβέκκα ἐνώπιόν σου· λαβὼν ἀπότρεχε. καί ἔστω γυνὴ τῷ υἱῷ τοῦ κυρίου σου, καθὰ ἐλάλησε Κύριος.

Γεν. 24,51                 Ιδού η Ρεβέκκα είναι εις την διάθεσίν σου· πάρε την μαζή σου και ας γίνη αυτή σύζυγος στον υιόν του κυρίου σου όπως ο Θεός διέταξε”.

Γεν. 24,52          ἐγένετο δὲ ἐν τῷ ἀκοῦσαι τὸν παῖδα τοῦ Ἁβραὰμ τῶν ῥημάτων τούτων, προσεκύνησεν ἐπὶ τὴν γῆν τῷ Κυρίῳ.

Γεν. 24,52                Οταν ο Ελιέζερ ήκουσε τα λόγια αυτά επροσκύνησε μέχρις εδάφους τον Θεόν εις έκφρασιν της χαράς και της ευγνωμοσύνης του.

Γεν. 24,53          καὶ ἐξενέγκας ὁ παῖς σκεύη ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ καὶ ἱματισμὸν ἔδωκε τῇ Ῥεβέκκᾳ καὶ δῶρα ἔδωκε τῷ ἀδελφῷ αὐτῆς καὶ τῇ μητρὶ αὐτῆς.

Γεν. 24,53                Εβγαλε τότε ο Ελιέζερ από τας αποσκευάς του χρυσά και αργυρά κοσμήματα και φορέματα και τα έδωσε εις την Ρεβέκκαν. Εδωσεν επίσης δώρα στον αδελφόν της τον Λαβαν και εις την μητέρα της

Γεν. 24,54          καὶ ἔφαγον καὶ ἔπιον καὶ αὐτὸς καὶ οἱ ἄνδρες οἱ μετ᾿ αὐτοῦ ὄντες, καὶ ἐκοιμήθησαν. Καὶ ἀναστὰς τὸ πρωΐ εἶπεν· ἐκπέμψατέ με, ἵνα ἀπέλθω πρὸς τὸν κύριόν μου.

Γεν. 24,54                Κατόπιν δε αυτών έφαγον και έπιον ο Ελιέζερ και οι άνδρες, που ήσαν μαζή του, και μετά το δείπνον έπεσαν και εκοιμήθησαν. Το πρωϊ δε σηκώθηκε ο Ελιέζερ και είπε· “κατευοδώσατέ με τώρα και επιτρέψατέ μου να επανέλθω προς τον κύριόν μου”.

Γεν. 24,55          εἶπαν δὲ οἱ ἀδελφοὶ αὐτῆς καὶ ἡ μήτηρ· μεινάτω ἡ παρθένος μεθ᾿ ἡμῶν ἡμέρας ὡσεὶ δέκα, καὶ μετὰ ταῦτα ἀπελεύσεται.

Γεν. 24,55                Οι αδελφοί της Ρεβέκκας και η μητέρα της είπαν· “ας μείνη ακόμη μαζή μας η κόρη μας, έστω και δέκα ημέρας, μετά τας οποίας ας αναχωρήση”.

Γεν. 24,56          ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτούς· μὴ κατέχετέ με, καὶ Κύριος εὐώδωσε τὴν ὁδόν μου ἐν ἐμοί· ἐκπέμψατέ με, ἵνα ἀπέλθω πρὸς τὸν κύριόν μου.

Γεν. 24,56                Ο δε Ελιέζερ είπε προς αυτούς· “μη με κρατήτε, διότι ο Κυριος έφερεν εις πέρας την αποστολήν μου. Κατευοδώσατέ με να επιστρέψω στον κύριόν μου”.

Γεν. 24,57          οἱ δὲ εἶπαν· καλέσωμεν τὴν παῖδα καὶ ἐρωτήσωμεν τὸ στόμα αὐτῆς.

Γεν. 24,57                Εκείνοι απήντησαν· “Ας καλέσωμεν την κόρην να την ερωτήσωμεν και να ακούσωμεν από το στόμα της τι γνώμην έχει”.

Γεν. 24,58          καὶ ἐκάλεσαν τὴν Ῥεβέκκαν καὶ εἶπαν αὐτῇ· πορεύσῃ μετὰ τοῦ ἀνθρώπου τούτου; ἡ δὲ εἶπε· πορεύσομαι.

Γεν. 24,58                Εκάλεσαν, λοιπόν, την Ρεβέκκαν και της είπαν· “επιθυμείς να αναχωρήσης αμέσως με τον άνθρωπον αυτόν; Εκείνη είπεν· “ναι· θα αναχωρήσω”.

Γεν. 24,59          καὶ ἐξέπεμψαν Ῥεβέκκαν τὴν ἀδελφὴν αὐτῶν καὶ τὰ ὑπάρχοντα αὐτῆς καὶ τὸν παῖδα τοῦ Ἁβραὰμ καὶ τοὺς μετ᾿ αὐτοῦ.

Γεν. 24,59                Κατευώδωσαν τότε την αδελφήν των με όλα αυτής τα υπάρχοντα και τον δούλον του Αβραάμ μαζή με τους συνοδούς του.

Γεν. 24,60          καὶ εὐλόγησαν Ῥεβέκκαν καὶ εἶπαν αὐτῇ· ἀδελφὴ ἡμῶν εἶ· γίνου εἰς χιλιάδας μυριάδων, καὶ κληρονομησάτω τὸ σπέρμα σου τὰς πόλεις τῶν ὑπεναντίων.

Γεν. 24,60                Ηυχήθησαν δε την Ρεβέκκαν και της είπαν· “είσαι αδελφή μας. Γινε προμήτωρ εις χιλιάδας μυριάδας γενεών και οι απόγονοί σου ας είναι τόσον ισχυροί, ώστε να κυριεύσουν και να κληρονομήσουν τας πόλεις των εχθρών των”.

Γεν. 24,61          ἀναστᾶσα δὲ Ῥεβέκκα καὶ αἱ ἅβραι αὐτῆς, ἐπέβησαν ἐπὶ τὰς καμήλους καὶ ἐπορεύθησαν μετὰ τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἀναλαβὼν ὁ παῖς τὴν Ῥεβέκκαν ἀπῆλθεν.

Γεν. 24,61                 Ηγέρθη δε η Ρεβέκκα και αι θεραπαινίδες της, ανέβησαν εις τας καμήλους και επορεύθησαν με τον άνθρωπον εκείνον. Και ο Ελιέζερ, ο δούλος του Αβραάμ, λαβών την Ρεβέκκαν ανεχώρησε.

Γεν. 24,62          Ἰσαὰκ δὲ διεπορεύετο διὰ τῆς ἐρήμου κατὰ τὸ φρέαρ τῆς ὁράσεως· αὐτὸς δὲ κατώκει ἐν τῇ γῇ τῇ πρὸς λίβα.

Γεν. 24,62                Ο δε Ισαάκ κατά τον καιρόν αυτόν επορεύετο δια μέσου της ερήμου προς το φρέαρ, το οποίον ωνομάζετο “Φρέαρ της οράσεως”· κατοικούσε δε εις την νότιον περιοχήν της Χαναάν.

Γεν. 24,63          καὶ ἐξῆλθεν Ἰσαὰκ ἀδολεσχῆσαι εἰς τὸ πεδίον τὸ πρὸς δείλης καὶ ἀναβλέψας τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ εἶδε καμήλους ἐρχομένας.

Γεν. 24,63                Καποιο δειλινόν εξήλθεν ο Ισαάκ να περιπατήση προς ψυχαγωγίαν του εις την πεδιάδα. Υψωσε τα μάτια του και είδεν από μακράν καμήλους να έρχωνται.

Γεν. 24,64          καὶ ἀναβλέψασα Ῥεβέκκα τοῖς ὀφθαλμοῖς εἶδε τὸν Ἰσαὰκ καὶ κατεπήδησεν ἀπὸ τῆς καμήλου.

Γεν. 24,64                Η Ρεβέκκα ύψωσε και αυτή τους οφθαλμούς της, είδε τον Ισαάκ και από αίσθημα αιδούς καταληφθείσα επήδησε κάτω από την κάμηλον.

Γεν. 24,65          καὶ εἶπε τῷ παιδί· τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ὁ πορευόμενος ἐν τῷ πεδίῳ εἰς συνάντησιν ἡμῖν; εἶπε δὲ ὁ παῖς· οὗτός ἐστιν ὁ κύριός μου. ἡ δὲ λαβοῦσα τὸ θέριστρον περιεβάλετο.

Γεν. 24,65                Ηρώτησε δε τον Ελιέζερ· “ποιός είναι ο άνθρωπος εκείνος, που περιπατεί εις την πεδιάδα και έρχεται προς συνάντησίν μας;” Είπε δε ο Ελιέζερ· “αυτός είναι ο νέος κύριός μου, ο Ισαάκ”. Εκείνη έλαβε καλύπτραν και εσκεπάσθη.

Γεν. 24,66          καὶ διηγήσατο ὁ παῖς τῷ Ἰσαὰκ πάντα τὰ ῥήματα, ἃ ἐποίησεν.

Γεν. 24,66                Οταν συνήντησαν τον Ισαάκ, διηγήθη ο Ελιέζερ όλα όσα έκαμε εις την γην της Χαρράν.

Γεν. 24,67          εἰσῆλθε δὲ Ἰσαὰκ εἰς τὸν οἶκον τῆς μητρὸς αὐτοῦ καὶ ἔλαβε τὴν Ῥεβέκκαν, καὶ ἐγένετο αὐτοῦ γυνή, καὶ ἠγάπησεν αὐτήν· καὶ παρεκλήθη Ἰσαὰκ περὶ Σάῤῥας τῆς μητρὸς αὐτοῦ.

Γεν. 24,67                Ο Ισαάκ έλαβε την Ρεβέκκαν, την εισήγαγεν εις την σκηνήν της μητρός του, την ενυμφεύθη και την ηγάπησεν. Ετσι δε και επαρηγορήθη δια τον θάνατον της μητρός του.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 25- ΟΙ ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ ΚΑΙ ΤΗΣ ΧΕΤΤΟΥΡΑΣ

ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ - ΟΙ ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΤΟΥ ΙΣΜΑΗΛ

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΗΣΑΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΙΑΚΩB - Ο ΗΣΑΥ ΠΟΥΛΑΕΙ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΤΟΚΟΥ

                                    Οι απόγονοι του Αβραάμ και της Χεττούρας

Γεν. 25,1           Προσθέμενος δὲ Ἁβραὰμ ἔλαβε γυναῖκα, ᾗ ὄνομα Χεττούρα.

Γεν. 25,1                   Ο δε Αβραάμ έλαβε και δευτέραν γυναίκα, η οποία ωνομάζετο Χεττούρα.

Γεν. 25,2           ἔτεκε δὲ αὐτῷ τὸν Ζομβρᾶν καὶ τὸν Ἰεζὰν καὶ τὸν Μαδὰλ καὶ τὸν Μαδιὰμ καὶ τὸν Ἰεσβὼκ καὶ τὸν Σωκέ.

Γεν. 25,2                   Απέκτησε δε από αυτήν υιούς τον Σομβράν, τον Ιεζάν, τον Μαδάλ, τον Μαδιάμ, τον Ιεσβώκ και τον Σωκέ.

Γεν. 25,3           Ἰεζὰν δὲ ἐγέννησε καὶ τὸν Θαιμὰν τὸν Σαβὰ καὶ τὸν Δεδάν· υἱοὶ δὲ Δεδὰν ἐγένοντο Ῥαγουὴλ καὶ Ναβδεὴλ καὶ Ἀσσουριεὶμ καὶ Λατουσιεὶμ καὶ Λαωμείμ.

Γεν. 25,3                   Ο Ιεζάν απέκτησε υιόν τον Θαιμάν, τον Σαβά και τον Δεδάν. Οι υιοί δε του Δεδάν ήσαν ο Ραγουήλ, ο Ναβδεήλ, ο Ασσουριείμ, ο Λατουσιείμ και ο Λαωμείμ.

Γεν. 25,4           υἱοὶ δὲ Μαδιὰμ Γεφὰρ καὶ Ἀφεὶρ καὶ Ἐνὼχ καὶ Ἀβειρὰ καὶ Ἐλδαγά. πάντες οὗτοι ἦσαν υἱοὶ Χεττούρας.

Γεν. 25,4                   Οι υιοί δε του Μαδιάμ ήσαν ο Γεφάρ, ο Αφείρ, ο Ενώχ, ο Αβειρά και ο Ελδαγά. Ολοι δε αυτοί ήσαν απόγονοι της Χεττούρας.

Γεν. 25,5           Ἔδωκε δὲ Ἁβραὰμ πάντα τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ Ἰσαὰκ τῷ υἱῷ αὐτοῦ,

Γεν. 25,5                   Ο δε Αβραάμ έδωσεν όλα τα υπάρχοντά του στον Ισαάκ, τον υιόν της επαγγελίας.

Γεν. 25,6           καὶ τοῖς υἱοῖς τῶν παλλακῶν αὐτοῦ ἔδωκεν Ἁβραὰμ δόματα καὶ ἐξαπέστειλεν αὐτοὺς ἀπὸ Ἰσαὰκ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, ἔτι ζῶντος αὐτοῦ, πρὸς ἀνατολὰς εἰς γῆν ἀνατολῶν.

Γεν. 25,6                   Εις δε τους υιούς των γυναικών του της δευτέρας σειράς έδωσε διάφορα δώρα και, ζων ακόμη, απεμάκρυνεν αυτούς εις διάφορα μέρη, εις την ανατολικώς της Παλαιστίνης χώραν, την Αραβίαν, μακράν από τον υιόν του τον Ισαάκ.

                                     

                                   Θάνατος και ταφή του Αβραάμ

Γεν. 25,7           ταῦτα δὲ τὰ ἔτη ἡμερῶν τῆς ζωῆς Ἁβραὰμ ὅσα ἔζησεν, ἑκατὸν ἑβδομηκονταπέντε ἔτη.

Γεν. 25,7                   Εζησε δε εν συνόλω ο Αβραάμ εκατόν εβδομήκοντα πέντε έτη.

Γεν. 25,8           καὶ ἐκλείπων ἀπέθανεν Ἁβραὰμ ἐν γήρᾳ καλῷ πρεσβύτης καὶ πλήρης ἡμερῶν καὶ προσετέθη πρὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.

Γεν. 25,8                   Εγκατέλειψαν αυτόν αι δυνάμστου, απέθανεν εις ευτυχές γήρας, πρεσβύτης πλήρης ημερών, και προσετέθη στους εκ του κόσμου τούτου εκδημήσαντας προγόνους του.

Γεν. 25,9           καὶ ἔθαψαν αὐτὸν Ἰσαὰκ καὶ Ἰσμαὴλ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ εἰς τὸ σπήλαιον τὸ διπλοῦν, εἰς τὸν ἀγρὸν Ἐφρὼν τοῦ Σαὰρ τοῦ Χετταίου, ὅς ἐστιν ἀπέναντι Μαμβρῆ,

Γεν. 25,9                   Εθαψαν αυτόν ο Ισαάκ και ο Ισμαήλ, οι υιοί του, στο διπλούν σπήλαιον, το οποίον ευρίσκετο στον αγρόν του Εφρών, υιού Σαάρ του Χετταίου, απέναντι από την Δρυν Μαμβρή·

Γεν. 25,10          τὸν ἀγρὸν καὶ τὸ σπήλαιον, ὃ ἐκτήσατο Ἁβραὰμ παρὰ τῶν υἱῶν τοῦ Χέτ, ἐκεῖ ἔθαψαν Ἁβραὰμ καὶ Σάῤῥαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ.

Γεν. 25,10                 στον αγρόν αυτόν και το σπήλαιον, τα οποία είχεν αγοράσει ο Αβραάμ από τους ανθρώπους της φυλής Χέτ, εκεί τον έθαψαν, όπου είχε θάψει και την γυναίκα του, την Σαρραν.

Γεν. 25,11          ἐγένετο δὲ μετὰ τὸ ἀποθανεῖν Ἁβραάμ, εὐλόγησεν ὁ Θεὸς τὸν Ἰσαὰκ υἱὸν αὐτοῦ· καὶ κατῴκησεν Ἰσαὰκ παρὰ τὸ φρέαρ τῆς ὁράσεως.

Γεν. 25,11                  Μετά δε τον θάνατον του Αβραάμ ευλόγησεν ο Θεός τον υιόν αυτού τον Ισαάκ, ο οποίος και εγκατεστάθη στο φρέαρ της οράσεως, δηλαδή εις την Βηρσαβεέ.

 

                                    Οι απόγονοι του Ισμαήλ

Γεν. 25,12          Αὗται δέ αἱ γενέσεις Ἰσμαὴλ τοῦ υἱοῦ Ἁβραάμ, ὃν ἔτεκεν Ἄγαρ ἡ Αἰγυπτία ἡ παιδίσκη Σάῤῥας τῷ Ἁβραάμ.

Γεν. 25,12                 Οι δε απόγονοι του Ισμαήλ, του υιού του Αβραάμ και της Αιγυπτίας δούλης Αγαρ, ήσαν οι εξής·

Γεν. 25,13          καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν υἱῶν Ἰσμαὴλ κατ᾿ ὀνόματα τῶν γενεῶν αὐτοῦ· πρωτότοκος Ἰσμαὴλ Ναβαιώθ, καὶ Κηδὰρ καὶ Ναβδεὴλ καὶ Μασσὰμ

Γεν. 25,13                 Αυτά ήσαν τα ονόματα των υιών του Ισμαήλ, κατά τα ονόματα των απογόνων του. Πρωτότοκος υιός του Ισμαήλ ήτο ο Ναβαιώθ, μετ' αυτόν δε ο Κηδάρ, ο Ναβδεήλ, ο Μασσάμ,

Γεν. 25,14          καὶ Μασμὰ καὶ Δουμὰ καὶ Μασσῆ

Γεν. 25,14                 ο Μασμά, ο Δουμά, ο Μασσή,

Γεν. 25,15          καὶ Χοδδὰν καὶ Θαιμὰν καὶ Ἰετοὺρ καὶ Ναφὲς καὶ Κεδμά.

Γεν. 25,15                 ο Χοδδάν, ο Θαιμάν, ο Ιετούρ, ο Ναφές και ο Κεδμά.

Γεν. 25,16          οὗτοί εἰσιν οἱ υἱοὶ Ἰσμαὴλ καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα αὐτῶν ἐν ταῖς σκηναῖς αὐτῶν καὶ ἐν ταῖς ἐπαύλεσιν αὐτῶν· δώδεκα ἄρχοντες κατὰ ἔθνη αὐτῶν.

Γεν. 25,16                 Αυτοί ήσαν οι υιοί του Ισμαήλ και αυτά τα ονόματά των, οι οποίοι κατοικούσαν εις σκηνάς και εις χωρία, και οι οποίοι ανεδείχθησαν γενάρχαι και άρχοντες δώδεκα λαών, ενός λαού ο καθένας από αυτούς.

Γεν. 25,17          καὶ ταῦτα τὰ ἔτη τῆς ζωῆς Ἰσμαήλ· ἑκατὸν τριακονταεπτὰ ἔτη· καὶ ἐκλείπων ἀπέθανε καὶ προσετέθη πρὸς τὸ γένος αὐτοῦ.

Γεν. 25,17                 Τα έτη της ζωής του Ισμαήλ ανήλθον εις εκατόν τριάκοντα επτά. Εξέλιπον τότε αι δυνάμστου, εξεδήμησεν από τον κόσμον αυτόν και προσετέθη στους προαπελθόντας από το γένος του.

Γεν. 25,18          κατῴκησε δὲ ἀπὸ Εὐϊλὰτ ἕως Σούρ, ἥ ἐστι κατὰ πρόσωπον Αἰγύπτου, ἕως ἐλθεῖν πρὸς Ἀσσυρίους· κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ κατῴκησε.

Γεν. 25,18                 Οι απόγονοι του Ισμαήλ, οι Ισμαηλίται, εγκατεστάθησαν εις την περιοχήν από Ευϊλάτ, έως την έρημον Σούρ, η οποία ευρίσκεται ανατολικώς της Αιγύπτου και μέχρι της Ασσυρίας, εις χώραν δηλαδή ανατολικώς της Παλαιστίνης, επί της οποίας Παλαιστίνης είχον εγκατασταθή οι απόγονοι του Ισαάκ, αδελφού του Ισμαήλ, οι Ισραηλίται.

 

                                     Η γέννηση του Ησαύ και του Ιακώβ

Γεν. 25,19          Καὶ αὗται αἱ γενέσεις Ἰσαὰκ τοῦ υἱοῦ Ἁβραάμ·

Γεν. 25,19                 Ιδού δε η ιστορία και αι γενεαλογία του Ισαάκ, υιού του Αβραάμ.

Γεν. 25,20          Ἁβραὰμ ἐγέννησε τὸν Ἰσαάκ. ἦν δὲ Ἰσαὰκ ἐτῶν τεσσαράκοντα, ὅτε ἔλαβε τὴν Ῥεβέκκαν θυγατέρα Βαθουὴλ τοῦ Σύρου ἐκ τῆς Μεσοποταμίας Συρίας, ἀδελφὴν Λάβαν τοῦ Σύρου, ἑαυτῷ εἰς γυναῖκα.

Γεν. 25,20                Ο Αβραάμ απέκτησεν υιόν τον Ισαάκ. Ητο δε ο Ισαάκ τεσσαράκοντα ετών, όταν έλαβεν ως σύζυγον την Ρεβέκκαν, θυγατέρα Βαθουήλ του Συρου, του καταγομένου, δηλαδή, από την Μεσοποταμίαν της Συρίας, την αδελφήν του Λαβαν του Συρου.                                                                                        

Γεν. 25,21          ἐδέετο δὲ Ἰσαὰκ Κυρίου περὶ Ῥεβέκκας τῆς γυναικὸς αὐτοῦ, ὅτι στεῖρα ἦν· ἐπήκουσε δὲ αὐτοῦ ὁ Θεός, καὶ συνέλαβεν ἐν γαστρὶ Ῥεβέκκα ἡ γυνὴ αὐτοῦ.

Γεν. 25,21                 Ο Ισαάκ παρεκάλει θερμώς τον Κυριον δια την γυναίκα αυτού την Ρεβέκκαν, επειδή αυτή ήτο στείρα. Ο Θεός εισήκουσε την δέησίν του, ηυλόγησε την Ρεβέκκαν, την σύζυγον του Ισαάκ, η οποία συνέλαβε και έμεινε έγκυος.

Γεν. 25,22          ἐσκίρτων δὲ τὰ παιδία ἐν αὐτῇ· εἶπε δέ, εἰ οὕτω μοι μέλλει γίνεσθαι, ἵνα τί μοι τοῦτο; ἐπορεύθη δὲ πυθέσθαι παρὰ Κυρίου.

Γεν. 25,22                Δυο δε παιδιά εσκιρτούσαν και τρόπον τινά διεπληκτίζοντο εις την κοιλίαν της. Η δε Ρεβέκκα είπε τότε· “εάν επρόκειτο να μου συμβούν αυτά, να διαπληκτίζωνται δηλαδή τα παιδιά μου, πριν ακόμη γεννηθούν, διατί να μείνω έγκυος;” Μετέβη λοιπόν και ηρώτησε σχετικώς τον Κυριον.

Γεν. 25,23          καὶ εἶπε Κύριος αὐτῇ· δύο ἔθνη ἐν γαστρί σου εἰσί, καὶ δύο λαοὶ ἐκ τῆς κοιλίας σου διασταλήσονται· καὶ λαὸς λαοῦ ὑπερέξει, καὶ ὁ μείζων δουλεύσει τῷ ἐλάσσονι.

Γεν. 25,23                Είπε δε ο Κυριος εις αυτήν· “δύο λαοί υπάρχουν εις την κοιλίαν σου, δύο διαφορετικαί φυλαί θα ξεχωρίσουν από σέ. Ο ένας εκ των δύο λαών θα αναδειχθή ανώτερος του άλλου, και ο μεγαλύτερος θα είναι υποχείριος και δούλος στον μικρότερον”.

Γεν. 25,24          καὶ ἐπληρώθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ τεκεῖν αὐτήν, καὶ τῇδε ἦν δίδυμα ἐν τῇ κοιλίᾳ αὐτῆς.

Γεν. 25,24                Συνεπληρώθησαν αι ημέραι του τοκετού της Ρεβέκκας, εις την κοιλίαν της οποίας υπήρχον πράγματι δίδυμα.

Γεν. 25,25          ἐξῆλθε δὲ ὁ πρωτότοκος πυῤῥάκης, ὅλος ὡσεὶ δορὰ δασύς· ἐπωνόμασε δὲ τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἡσαῦ.

Γεν. 25,25                Κατά τον τοκετόν εξήλθεν ο πρωτότοκος, ο οποίος είχε χρώμα ερυθρόν και ήτο δασύθριξ σαν τριχωτόν δέρμα ζώου. Δι' αυτό δε και ωνόμασαν αυτόν Ησαύ.

Γεν. 25,26          καὶ μετὰ τοῦτο ἐξῆλθεν ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ, καὶ ἡ χεὶρ αὐτοῦ ἐπειλημμένη τῆς πτέρνης Ἡσαῦ· καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰακώβ. Ἰσαὰκ δὲ ἦν ἐτῶν ἑξήκοντα, ὅτε ἔτεκεν αὐτοὺς Ῥεβέκκα.

Γεν. 25,26                Εν συνεχεία εξήλθεν ο αδελφός του, του οποίου η χειρ είχε συλλάβει την πτέρναν του Ησαύ. Δια τούτο τον ωνόμασαν Ιακώβ. Ητο δε τότε ο Ισαάκ εξήκοντα ετών, όταν η Ρεβέκκα εγέννησε τα δίδυμα αυτά παιδιά.

                                     

                                    Ο Ησαύ πουλάει τα δικαιώματα του πρωτότοκου

Γεν. 25,27          Ηὐξήθησαν δὲ οἱ νεανίσκοι, καὶ ἦν Ἡσαῦ ἄνθρωπος εἰδὼς κυνηγεῖν, ἄγροικος, Ἰακὼβ δὲ ἄνθρωπος ἄπλαστος, οἰκῶν οἰκίαν.

Γεν. 25,27                Εμεγάλωσαν οι νεαροί αυτοί αδελφοί. Ο Ησαύ ήτο επιτήδειος κυνηγός, άνθρωπος της υπαίθρου, ενώ ο Ιακώβ ήτο άνθρωπος απλούς και αφελής, ευχαριστούμενος να μένη στο σπίτι.

Γεν. 25,28          ἠγάπησε δὲ Ἰσαὰκ τὸν Ἡσαῦ, ὅτι ἡ θήρα αὐτοῦ βρῶσις αὐτῷ· Ῥεβέκκα δὲ ἠγάπα τὸν Ἰακώβ.

Γεν. 25,28                Ο Ισαάκ ηγάπησε περισσότερον τον Ησαύ, διότι έτρωγε με ευχαρίστησιν τα θηράματα από το κυνήγιον αυτού, η δε Ρεβέκκα ηγάπησε τον Ιακώβ ως άνθρωπον του σπιτιού.

Γεν. 25,29          ἥψησε δὲ Ἰακὼβ ἕψημα· ἦλθε δὲ Ἡσαῦ ἐκ τοῦ πεδίου ἐκλείπων,

Γεν. 25,29                Ο Ιακώβ εβραζε κάποτε ένα φαγητόν. Ο Ησαύ επέστρεψε την ημέραν εκείνην από την πεδιάδα κατεξηντλημένος,

Γεν. 25,30          καὶ εἶπεν Ἡσαῦ τῷ Ἰακώβ· γεῦσόν με ἀπὸ τοῦ ἑψήματος τοῦ πυῤῥοῦ τούτου, ὅτι ἐκλείπω. διὰ τοῦτο ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐδώμ.

Γεν. 25,30                Και είπεν στον Ιακώβ· “δος μου να γευθώ από αυτό το κόκκινο φαγητό, διότι πεθαίνω από την πείνα”. -Δι' αυτό ωνομάσθη ο Ησαύ και Εδώμ (κόκκινος).

Γεν. 25,31          εἶπε δὲ Ἰακὼβ τῷ Ἡσαῦ· ἀπόδου μοι σήμερον τὰ πρωτοτόκιά σου ἐμοί.

Γεν. 25,31                 Ευρήκε τότε ευκαιρίαν ο Ιακώβ και είπεν στον Ησαύ· “παραχώρησέ μου σήμερον τα πρωτοτόκιά σου και εγώ θα σου δώσω να φάγης”.

Γεν. 25,32          καὶ εἶπεν Ἡσαῦ· ἰδοὺ ἐγὼ πορεύομαι τελευτᾶν, καὶ ἵνα τί μοι ταῦτα τὰ πρωτοτόκια;

Γεν. 25,32                Και ο Ησαύ απήντησεν· “εγώ κοντεύω να πεθάνω από την πείναν και τι με ωφελούν αυτά τα πρωτοτόκια;”

Γεν. 25,33          καὶ εἶπεν αὐτῷ Ἰακώβ· ὄμοσόν μοι σήμερον. καὶ ὤμοσεν αὐτῷ· ἀπέδοτο δὲ Ἡσαῦ τὰ πρωτοτόκια τῷ Ἰακώβ.

Γεν. 25,33                 Είπεν εις αυτόν ο Ιακώβ· “κάμε μου σήμερον όρκον, ότι μου παραχωρείς τα πρωτοτόκιά σου”. Ο Ησαύ ωρκίσθη και έτσι επώλησεν στον Ιακώβ τα πρωτοτόκια αντί πινακίου φακής.

Γεν. 25,34          Ἰακὼβ δὲ ἔδωκε τῷ Ἡσαῦ ἄρτον καὶ ἕψημα φακοῦ, καὶ ἔφαγε καὶ ἔπιε καὶ ἀναστὰς ᾤχετο· καὶ ἐφαύλισεν Ἡσαῦ τὰ πρωτοτόκια.

Γεν. 25,34                Τοτε ο Ιακώβ έδωσε ψωμί και μαγειρευμένες φακές στον Ησαύ, ο οποίος έφαγε, έπιε και ανεχώρησε, χωρίς να δώση καμμίαν σημασίαν ότι απεξενώθη από τα πρωτοτόκια. Ετσι δε ο Ησαύ περιεφρόνησε και εξηυτέλισε τα πρωτοτόκια.