ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΓΕΝΕΣΙΣ- ΚΕΦ. 12-16

 

 

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12- Ο ΑΒΡΑΜ και ο ΛΩΤ στη ΧΑΝΑΑΝ

Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ του ΘΕΟΥ στον ΑΒΡΑΜ - Ο ΑΒΡΑΜ ΣΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ

                                    Ο Άβραμ και ο Λωτ στη Χαναάν

Γεν. 12,1           Καὶ εἶπε Κύριος τῷ Ἅβραμ· ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου καὶ ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου καὶ δεῦρο εἰς τὴν γῆν, ἣν ἄν σοι δείξω·

Γεν. 12,1                    Τοτε είπεν ο Κυριος στον Αβραμ· “έβγα από την πατρίδα σου, από τους συγγενείς σου και τον πατρικόν σου οίκον, και ξεκίνα και πήγαινε εις την χώραν, την οποίαν εγώ θα σου δείξω.

Γεν. 12,2           καὶ ποιήσω σε εἰς ἔθνος μέγα καὶ εὐλογήσω σε καὶ μεγαλυνῶ τὸ ὄνομά σου, καὶ ἔσῃ εὐλογημένος·

Γεν. 12,2                   Θα σε κάμω δε γενάρχην μεγάλου έθνους, θα σου δώσω πλουσίας τας υλικάς και πνευματικάς ευλογίας μου, θα καταστήσω ένδοξον το όνομά σου και έτσι θα είσαι πλούσιος και δοξασμένος εν μέσω των ανθρώπων.

Γεν. 12,3           καὶ εὐλογήσω τοὺς εὐλογοῦντάς σε καὶ τοὺς καταρωμένους σε καταράσομαι· καὶ ἐνευλογηθήσονται ἐν σοὶ πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς.

Γεν. 12,3                   Θα ευλογήσω δε εκείνους, οι οποίοι θα σε σέβωνται και θα σε τιμούν, θα καταρασθώ δε εκείνους οι οποίοι θα σε υβρίζουν και θα σε πολεμούν. Και το σπουδαιότερον, ότι δι' ενός από τους απογόνους σου θα ευλογηθούν όλαι αι φυλαί της γης”.

Γεν. 12,4           καὶ ἐπορεύθη Ἅβραμ, καθάπερ ἐλάλησεν αὐτῷ Κύριος, καὶ ᾤχετο μετ᾿ αὐτοῦ Λώτ. Ἅβραμ δὲ ἦν ἐτῶν ἑβδομηκονταπέντε, ὅτε ἐξῆλθε ἐκ Χαῤῥάν.

Γεν. 12,4                   Υπήκουσεν ο Αβραμ και ανεχώρησεν από την Χαρράν, όπως του είχεν είπει ο Κυριος. Μαζή του δε ανεχώρησε και ο Λωτ. Οταν δε ο Αβραμ ανεχώρησεν από την Χαρράν δια την Χαναάν, ήτο εβδομήκοντα πέντε ετών.

Γεν. 12,5           καὶ ἔλαβεν Ἅβραμ Σάραν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ τὸν Λὼτ υἱὸν τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ καὶ πάντα τὰ ὑπάρχοντα αὐτῶν, ὅσα ἐκτήσαντο, καὶ πᾶσαν ψυχήν, ἣν ἐκτήσαντο ἐκ Χαῤῥάν, καὶ ἐξήλθοσαν πορευθῆναι εἰς γῆν Χαναάν.

Γεν. 12,5                   Επήρε μαζή τοο ο Αβραμ την γυναίκα αυτού την Σαραν, το παιδί του αδελφού του τον Λωτ, όλους τους δούλους και όλα τα υπάρχοντά των όσα είχον αποκτήσει εις Χαρράν, και έφυγον από την πόλιν Χαρράν, δια να μεταβούν εις την χώραν Χαναάν.

Γεν. 12,6           καὶ διώδευσεν Ἅβραμ τὴν γῆν εἰς τὸ μῆκος αὐτῆς ἕως τοῦ τόπου Συχέμ, ἐπὶ τὴν δρῦν τὴν ὑψηλήν· οἱ δὲ Χαναναῖοι τότε κατῴκουν τὴν γῆν.

Γεν. 12,6                   Ο Αβραμ διεπέρασε κατά μήκος από βορρά προς νότον την Χαναάν μέχρι του τόπου της Συχέμ, πλησίον της τοποθεσίας, της λεγομένης “υψηλή δρυς”. Οι Χαναναίοι δέ, οι απόγονοι δηλαδή του Χαμ, κατοικούσαν τότε την περιοχήν αυτήν.

 

                                    Η υπόσχεση του Θεού στον Άβραμ

Γεν. 12,7           καὶ ὤφθη Κύριος τῷ Ἅβραμ καὶ εἶπεν αὐτῷ· τῷ σπέρματί σου δώσω τὴν γῆν ταύτην. καὶ ᾠκοδόμησεν ἐκεῖ Ἅβραμ θυσιαστήριον Κυρίῳ τῷ ὀφθέντι αὐτῷ.

Γεν. 12,7                   Εκεί εφανερώθηκε ο Κυριος στον Αβραμ και του είπεν· “αυτήν όλην την χώραν θα την δώσω στους απογόνους σου”. Ο Αβραμ, ευγνώμων προς τον Θεόν και δια τον λόγον ότι εκεί εφανερώθηκε εις αυτόν ο Κυριος, έκτισε προς τιμήν Αυτού θυσιαστήριον.

Γεν. 12,8           καὶ ἀπέστη ἐκεῖθεν εἰς τὸ ὄρος κατὰ ἀνατολὰς Βαιθὴλ καὶ ἔστησεν ἐκεῖ τὴν σκηνὴν αὐτοῦ, Βαιθὴλ κατὰ θάλασσαν καὶ Ἀγγαὶ κατὰ ἀνατολάς· καὶ ᾠκοδόμησεν ἐκεῖ θυσιαστήριον τῷ Κυρίῳ καὶ ἐπεκαλέσατο ἐπὶ τῷ ὀνόματι Κυρίου.

Γεν. 12,8                   Ανεχώρησεν από την τοποθεσίαν αυτήν ο Αβραμ, μετέβη εις κάποιο όρος ανατολικά της Βαιθήλ και έστησε την σκηνήν του μεταξύ της Βαιθήλ, η οποία ευρίσκετο προς δυσμάς εις την θάλασσαν και της Αγγαί, η οποία ευρίσκετο προς ανατολάς. Εκτισε δε εκεί θυσιαστήριον προς τον Κυριον, του οποίου και επεκαλέσθη το όνομα.

Γεν. 12,9           καὶ ἀπῇρεν Ἅβραμ καὶ πορευθεὶς ἐστρατοπέδευσεν ἐν τῇ ἐρήμῳ.

Γεν. 12,9                   Αλλά και από εκεί ανεχώρησεν ο Αβραμ και εγκατεστάθη νοτιώτερα εις την έρημον περιοχήν.

 

                                    Ο Άβραμ μεταναστεύει στην Αίγυπτο

Γεν. 12,10          Καὶ ἐγένετο λιμὸς ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ κατέβη Ἅβραμ εἰς Αἴγυπτον παροικῆσαι ἐκεῖ, ὅτι ἐνίσχυσεν ὁ λιμὸς ἐπὶ τῆς γῆς.

Γεν. 12,10                 Τοτε δε έγινε λιμός και ήλθε πείνα εις την Χαναάν. Δι' αυτό ο Αβραμ κατέβηκε εις την Αίγυπτον, δια να κατοικήση εκεί, επειδή ήτο μεγάλη η πείνα εις την χώραν Χαναάν.

Γεν. 12,11          ἐγένετο δέ, ἡνίκα ἤγγισεν Ἅβραμ εἰσελθεῖν εἰς Αἴγυπτον, εἶπεν Ἅβραμ Σάρᾳ τῇ γυναικί· γινώσκω ἐγώ, ὅτι γυνὴ εὐπρόσωπος εἶ·

Γεν. 12,11                  Οταν δε επλησίαζε να εισέλθη εις την Αίγυπτον, είπεν εις την Σαραν την συζυγόν του· “εγώ γνωρίζω καλά ότι είσαι εύμορφη γυνή.

Γεν. 12,12          ἔσται οὖν, ὡς ἂν ἴδωσί σε οἱ Αἰγύπτιοι, ἐροῦσιν ὅτι γυνὴ αὐτοῦ ἐστιν αὐτή, καὶ ἀποκτενοῦσί με, σὲ δὲ περιποιήσονται.

Γεν. 12,12                 Υπάρχει φόβος, όταν σε ιδουν οι Αιγύπτιοι, να είπουν ότι η γυναίκα αυτή είναι σύζυγός του. Τοτε εμέ μεν θα φονεύσουν, σε δε θα περιποιηθούν.

Γεν. 12,13          εἰπὸν οὖν, ὅτι ἀδελφὴ αὐτοῦ εἰμι, ὅπως ἂν εὖ μοι γένηται διὰ σέ, καὶ ζήσεται ἡ ψυχή μου ἕνεκέν σου.

Γεν. 12,13                  Δια τούτο είπε ότι είμαι αδελφή του, ώστε χάριν σου να εύρω και εγώ μίαν ευμενή υποδοχήν, να διαφύγω τον θάνατον και να ζήσω χάρις εις σέ”.

Γεν. 12,14          ἐγένετο δέ, ἡνίκα εἰσῆλθεν Ἅβραμ εἰς Αἴγυπτον, ἰδόντες οἱ Αἰγύπτιοι τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, ὅτι καλὴ ἦν σφόδρα,

Γεν. 12,14                 Πράγματι· όταν ο Αβραμ εισήλθεν εις την Αίγυπτον, είδον οι Αιγύπτιοι την σύζυγόν του, ότι ήτο ωραιοτάτη.

Γεν. 12,15          καὶ εἶδον αὐτὴν οἱ ἄρχοντες Φαραὼ καὶ ἐπῄνεσαν αὐτὴν πρὸς Φαραὼ καὶ εἰσήγαγον αὐτὴν εἰς τὸν οἶκον Φαραώ·

Γεν. 12,15                  Και οι άρχοντες ακόμη του Φαραώ την είδον, επήνεσαν αυτήν προς τον Φαραώ και την ωδήγησαν εις τα ανάκτορά του.

Γεν. 12,16          καὶ τῷ Ἅβραμ εὖ ἐχρήσαντο δι᾿ αὐτήν, καὶ ἐγένοντο αὐτῷ πρόβατα καὶ μόσχοι καὶ ὄνοι καὶ παῖδες καὶ παιδίσκαι καὶ ἡμίονοι καὶ κάμηλοι.

Γεν. 12,16                 Χαριν δε αυτής υπεδέχθησαν με ευμένειαν και επεριποιήθησαν τον Αβραμ, ώστε αυτός να αποκτήση πρόβατα και μόσχους και όνους και δούλους και δούλας και ημιόνους και καμήλους.

Γεν. 12,17          καὶ ἤτασεν ὁ Θεὸς τὸν Φαραὼ ἐτασμοῖς μεγάλοις καὶ πονηροῖς καὶ τὸν οἶκον αὐτοῦ περὶ Σάρας τῆς γυναικὸς Ἅβραμ.

Γεν. 12,17                  Ο Θεός όμως ετιμώρησε και εβασάνισε τον Φαραώ με πολλάς και οδυνηράς θλίψεις αυτόν και την οικογένειάν του δια τας απρεπείς διαθέσεις που είχε προς την Σαραν, την γυναίκα του Αβραμ.

Γεν. 12,18          καλέσας δὲ Φαραὼ τὸν Ἅβραμ εἶπε· τί τοῦτο ἐποίησάς μοι, ὅτι οὐκ ἀπήγγειλάς μοι, ὅτι γυνή σου ἐστίν;

Γεν. 12,18                 Ο Φαραώ αντιληφθείς την αιτίαν των δοκιμασιών εκείνων εκάλεσε τον Αβραμ και του είπε· “τι είναι αυτό το οποίον μου έκαμες; Διατί δεν μου ανήγγειλες ότι αυτή είναι σύζυγός σου;

Γεν. 12,19          ἱνατί εἶπας ὅτι ἀδελφή μου ἐστί; καὶ ἔλαβον αὐτὴν ἐμαυτῷ γυναῖκα, καὶ νῦν ἰδοὺ ἡ γυνή σου ἔναντί σου· λαβὼν ἀπότρεχε.

Γεν. 12,19                 Διατί μου είπες ότι είναι αδελφή σου και έλαβον αυτήν ως σύζυγόν μου; Και τώρα ιδού η σύζυγός σου είναι ενώπιόν σου. Παρε την και φύγε έξω από την Αίγυπτον”.

Γεν. 12,20          καὶ ἐνετείλατο Φαραὼ ἀνδράσι περὶ Ἅβραμ συμπροπέμψαι αὐτὸν καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ πάντα, ὅσα ἦν αὐτῷ.

Γεν. 12,20                 Διέταξε δε ο Φαραώ μερικούς άνδρας να πορευθούν και να προπέμψουν τιμητικώς εκτός της Αιγύπτου τον Αβραμ, την γυναίκα του και όλα τα υπάρχοντά του.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13- ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΣ ΑΒΡΑΜ ΚΑΙ ΛΩΤ

ΝΕΕΣ ΥΠΟΣΧΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΤΟΝ ΑΒΡΑΜ

                                    Αποχωρισμός Άβραμ και Λωτ

Γεν. 13,1           Ἀνέβη δὲ Ἅβραμ ἐξ Αἰγύπτου, αὐτὸς καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ καὶ πάντα τὰ αὐτοῦ καὶ Λὼτ μετ᾿ αὐτοῦ, εἰς τὴν ἔρημον.

Γεν. 13,1                    Ο Αβραμ και η σύζυγός του με όλα τα υπάρχοντά των και ο Λωτ μαζή με αυτόν, έφυγον από την Αίγυπτον και ήλθον εις την έρημον περιοχήν, εις τα νότια μέρη της Χαναάν.

Γεν. 13,2           Ἅβραμ δὲ ἦν πλούσιος σφόδρα κτήνεσι καὶ ἀργυρίῳ καὶ χρυσίῳ.

Γεν. 13,2                   Ητο δε ο Αβραμ πολύ πλούσιος εις ζώα, εις άργυρον και εις χρυσόν.

Γεν. 13,3           καὶ ἐπορεύθη ὅθεν ἦλθεν εἰς τὴν ἔρημον ἕως Βαιθήλ, ἕως τοῦ τόπου, οὗ ἦν ἡ σκηνὴ αὐτοῦ τὸ πρότερον, ἀνὰ μέσον Βαιθὴλ καὶ ἀνὰ μέσον Ἀγγαί,

Γεν. 13,3                    Από δε την έρημον αυτήν επορεύθησαν έως εις την Βαιθήλ και άκριβώς στο μέρος εκείνο, όπου προηγουμένως ο Αβραμ είχε στήσει την σκηνήν του, μεταξύ Βαιθήλ και Αγγαί·

Γεν. 13,4           εἰς τὸν τόπον τοῦ θυσιαστηρίου, οὗ ἐποίησεν ἐκεῖ τὴν ἀρχήν· καὶ ἐπεκαλέσατο ἐκεῖ Ἅβραμ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου.

Γεν. 13,4                   εις την τοποθεσίαν, όπου έκτισεν, αμέσως μόλις είχε φθάσει προηγουμένως, θυσιαστήριον προς τιμήν του Θεού, του οποίου το όνομα είχεν επικαλεσθή.

Γεν. 13,5           καὶ Λὼτ τῷ συμπορευομένῳ μετὰ Ἅβραμ ἦν πρόβατα καὶ βόες καὶ σκηναί.

Γεν. 13,5                    Και ο Λωτ, ο οποίος συνεπορεύετο μαζή με τον Αβραμ, είχεν επίσης πρόβατα και βόδια και ιδικόν του υπηρετικόν προσωπικόν, σκηνίτας.

Γεν. 13,6           καὶ οὐκ ἐχώρει αὐτοὺς ἡ γῆ κατοικεῖν ἅμα, ὅτι ἦν τὰ ὑπάρχοντα αὐτῶν πολλά, καὶ οὐκ ἐχώρει αὐτοὺς ἡ γῆ κατοικεῖν ἅμα.

Γεν. 13,6                   Επειδή δε τα πρόβατα, τα ζώα και τα αλλά υπάρχοντα του Αβραμ και του Λωτ, ήσαν πολλά και δεν τα εχωρούσε όλα μαζή η περιοχή εκείνη,

Γεν. 13,7           καὶ ἐγένετο μάχη ἀνὰ μέσον τῶν ποιμένων τῶν κτηνῶν τοῦ Ἅβραμ καὶ ἀνὰ μέσον τῶν ποιμένων τῶν κτηνῶν τοῦ Λώτ· οἱ δὲ Χαναναῖοι καὶ οἱ Φερεζαῖοι τότε κατῴκουν τὴν γῆν.

Γεν. 13,7                    έγινε φιλονεικία μεταξύ των ποιμένων του Αβραμ και των ποιμένων του Λωτ. Τοτε δε κατοικούσαν την Χαναάν εκτός των Χαναναίων και οι Φερεζαίοι.

Γεν. 13,8           εἶπε δὲ Ἅβραμ τῷ Λώτ· μὴ ἔστω μάχη ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ καὶ ἀνὰ μέσον τῶν ποιμένων μου καὶ ἀνὰ μέσον τῶν ποιμένων σου, ὅτι ἄνθρωποι ἀδελφοί ἐσμεν ἡμεῖς.

Γεν. 13,8                   Είπε δε ο ειρηνικός Αβραμ στον Λωτ· “δεν πρέπει να υπάρχουν φιλονεικίαι και έριδες μεταξύ μας ούτε μεταξύ των ποιμένων μου και των ποιμένων σου, διότι ημείς είμεθα συγγενείς, είμεθα αδελφοί.

Γεν. 13,9           οὐκ ἰδοὺ πᾶσα ἡ γῆ ἐναντίον σου ἐστί; διαχωρίσθητι ἀπ᾿ ἐμοῦ· εἰ σὺ εἰς ἀριστερά, ἐγὼ εἰς δεξιά· εἰ δὲ σὺ εἰς δεξιά, ἐγὼ εἰς ἀριστερά.

Γεν. 13,9                   Διατί να φιλονεικούμεν; Εις την διάθεσίν μας δεν ευρίσκεται όλη αυτή η χώρα; Λοιπόν ας χωρισθώμεν. Πηγαινε συ, όπου θέλεις. Εάν μεταβής εις αριστερά, εγώ θα πορευθώ εις τα δεξιά εάν συ υπάγης δεξιά, εγώ θα προχωρήσω αριστερά”.

Γεν. 13,10          καὶ ἐπάρας Λὼτ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ἐπεῖδε πᾶσαν τὴν περίχωρον τοῦ Ἰορδάνου, ὅτι πᾶσα ἦν ποτιζομένη πρὸ τοῦ καταστρέψαι τὸν Θεὸν Σόδομα καὶ Γόμοῤῥα, ὡς ὁ παράδεισος τοῦ Θεοῦ καὶ ὡς ἡ γῆ Αἰγύπτου, ἕως ἐλθεῖν εἰς Ζόγορα.

Γεν. 13,10                  Ο Λωτ εσηκωσε τα μάτια του, επεθεώρησε με προσοχήν την περίχωρον του Ιορδάνου. Είδεν ότι όλη αυτή μέχρι Ζογορα εποτίζετο και είχε πλουσίαν βλάστησιν, και ότι, πριν ο Θεός καταστρέψη τα Σοδομα και Γομορρα, εφαίνετο σαν παράδεισος του Θεού και σαν την χώραν της Αιγύπτου που ποτίζεται από τον Νείλον ποταμόν,

Γεν. 13,11          καὶ ἐξελέξατο ἑαυτῷ Λὼτ πᾶσαν τὴν περίχωρον τοῦ Ἰορδάνου, καὶ ἀπῇρε Λὼτ ἀπὸ ἀνατολῶν, καὶ διεχωρίσθησαν ἕκαστος ἀπὸ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ.

Γεν. 13,11                  και επροτίμησεν όλην αυτήν την περίχωρον του Ιορδάνου. Επήρε τα υπάρχοντά του και μετέβη προς ανατολάς. Ετσι δε εχωρίσθησαν μεταξύ των οι δύο αυτοί συγγενείς, ο θείος και ανεψιός.

Γεν. 13,12          Ἅβραμ δὲ κατῴκησεν ἐν γῇ Χαναάν, Λὼτ δὲ κατῴκησεν ἐν πόλει τῶν περιχώρων καὶ ἐσκήνωσεν ἐν Σοδόμοις·

Γεν. 13,12                  Ο Αβραμ έμεινε και κατώκησεν εις την γην Χαναάν, ο δε Λωτ εις μίαν πόλιν πέραν από τα μέρη του Ιορδάνου και έστησε την σκηνήν του εις τα Σοδομα.

Γεν. 13,13          οἱ δὲ ἄνθρωποι οἱ ἐν Σοδόμοις πονηροὶ καὶ ἁμαρτωλοὶ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ σφόδρα.

Γεν. 13,13                  Οι άνθρωποι των Σοδόμων ήσαν πάρα πολύ πονηροί και αμαρτωλοί ενώπιον του Θεού.

 

                                    Νέες υποσχέσεις του Θεού στον Άβραμ

Γεν. 13,14          Ὁ δὲ Θεὸς εἶπε τῷ Ἅβραμ μετὰ τὸ διαχωρισθῆναι τὸν Λὼτ ἀπ᾿ αὐτοῦ· ἀνάβλεψον τοῖς ὀφθαλμοῖς σου καὶ ἴδε ἀπὸ τοῦ τόπου, οὗ νῦν σύ εἶ, πρὸς βοῤῥᾶν καὶ λίβα καὶ ἀνατολὰς καὶ θάλασσαν·

Γεν. 13,14                  Αφού ο Λωτ, ιδιοτελώς σκεπτόμενος, εχωρίσθη από τον Αβραμ, είπεν ο Θεός στον πράον και μεγαλόκαρδον Αβραμ· “σήκωσε τα βλέμματά σου, ίδε ολόγυρα από τον τόπον όπου τώρα ευρίσκεσαι, προς Βορράν και Νοτον, προς Ανατολάς και Δυσμάς,

Γεν. 13,15          ὅτι πᾶσαν τὴν γῆν, ἣν σὺ ὁρᾷς, σοὶ δώσω αὐτὴν καὶ τῷ σπέρματί σου ἕως αἰῶνος.

Γεν. 13,15                  διότι όλην αυτήν την γην, την οποίαν βλέπεις, θα την δώσω εις σε και στους απογόνους σου στους αιώνας.

Γεν. 13,16          καὶ ποιήσω τὸ σπέρμα σου ὡς τὴν ἄμμον τῆς γῆς· εἰ δύναταί τις ἐξαριθμῆσαι τὴν ἄμμον τῆς γῆς, καὶ τὸ σπέρμα σου ἐξαριθμηθήσεται.

Γεν. 13,16                  Και θα πληθύνω τους απογόνους σου ωσάν την άμμον της γης. Εάν κανείς ημπορή να μετρήση την άμμον της θαλάσσης θα δυνηθή να μετρήση και τους ιδικούς σου απογόνους.

Γεν. 13,17          ἀναστὰς διόδευσον τὴν γῆν εἴς τε τὸ μῆκος αὐτῆς καὶ εἰς τὸ πλάτος, ὅτι σοὶ δώσω αὐτὴν καὶ τῷ σπέρματί σου εἰς τὸν αἰῶνα.

Γεν. 13,17                  Σηκω, διόδευσε την χώραν αυτήν κατά μήκος και κατά πλάτος, δια να την γνωρίσης καλά, διότι εις σε και στους απογόνους σου θα την δώσω ως παντοτεινήν κατοικίαν σας”.

Γεν. 13,18          καὶ ἀποσκηνώσας Ἅβραμ, ἐλθὼν κατῴκησε παρὰ τὴν δρῦν τὴν Μαμβρῆ, ἣ ἦν ἐν Χεβρώμ, καὶ ᾠκοδόμησεν ἐκεῖ θυσιαστήριον τῷ Κυρίῳ.

Γεν. 13,18                  Επειτα από αυτά ο Αβραμ εσήκωσε την σκηνήν του, επήρε τα υπάρχοντά του και ελθών εγκατεστάθη πλησίον εις την δρυν Μαμβρή, η οποία ευρίσκετο εις την Χεβρών, εκεί και έκτισε θυσιαστήριον προς τιμήν του Κυρίου.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14- Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΠΕΝΤΕ ΒΑΣΙΛΕΩΝ - Η ΝΙΚΗ ΤΟΥ ΑΒΡΑΜ

Ο ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ ΕΥΛΟΓΕΙ ΤΟΝ ΑΒΡΑΜ

                                    Ο πόλεμος των πέντε βασιλέων και η νίκη του Άβραμ

Γεν. 14,1           Ἐγένετο δὲ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῇ Ἀμαρφὰλ βασιλέως Σενναάρ, καὶ Ἀριὼχ βασιλέως Ἐλλασάρ, Χοδολλογομὸρ βασιλεὺς Ἐλὰμ καὶ Θαργὰλ βασιλεὺς ἐθνῶν

Γεν. 14,1                    Τοτε βασιλεύς της Σενναάρ ήτο ο Αμαρφάλ, βασιλεύς της Ελλασάρ ήτο ο Αριώχ, βασιλεύς της Ελάμ ήτο ο Χοδολλογομόρ και βασιλεύς των εθνών ήτο ο Θαργάλ.

Γεν. 14,2           ἐποίησαν πόλεμον μετὰ Βαλλὰ βασιλέως Σοδόμων καὶ μετὰ Βαρσὰ βασιλέως Γομόῤῥας καὶ μετὰ Σενναὰρ βασιλέως Ἀδαμὰ καὶ μετὰ Συμοβὸρ βασιλέως Σεβωείμ, καὶ βασιλέως Βαλάκ (αὕτη ἐστὶ Σηγώρ).

Γεν. 14,2                   Αυτοί εκήρυξαν πόλεμον εναντίον του Βαλλά, βασιλέως των Σοδόμον, εναντίον του Βαρσά βασιλέως της Γομόρρας, εναντίον Σενναάρ βασιλέως Αδαμά, εναντίον Συμοβόρ βασιλέως Σεβωείμ και εναντίον του βασιλέως της Βαλάκ, η οποία Βαλάκ είναι η ίδια με την Σηγώρ,

Γεν. 14,3           πάντες οὗτοι συνεφώνησαν ἐπὶ τὴν φάραγγα τὴν ἁλυκὴν (αὕτη ἡ θάλασσα τῶν ἁλῶν).

Γεν. 14,3                   Οι πέντε αυτοί βασιλείς συνεκεντρώθησαν, με τα στρατεύματά των εις την φάραγγα, η οποία ελέγετο αλμυρά (αυτή είναι η θάλασσα των αλάτων).

Γεν. 14,4           δώδεκα ἔτη αὐτοὶ ἐδούλευσαν τῷ Χοδολλογομόρ, τῷ δὲ τρισκαιδεκάτῳ ἔτει ἀπέστησαν.

Γεν. 14,4                   Οι πέντε αυτοί βασιλείς επί δώδεκα έτη ήσαν δούλοι στον Χοδολλογομόρ. Κατά δε το δέκατον τρίτον έτος επανεστάτησαν.

Γεν. 14,5           ἐν δὲ τῷ τεσσαρεσκαιδεκάτῳ ἔτει ἦλθε Χοδολλογομὸρ καὶ οἱ βασιλεῖς μετ᾿ αὐτοῦ καὶ κατέκοψαν τοὺς γίγαντας τοὺς ἐν Ἀσταρὼθ καὶ Καρναΐν, καὶ ἔθνη ἰσχυρὰ ἅμα αὐτοῖς καὶ τοὺς Ὀμμαίους τοὺς ἐν Σαυῇ τῇ πόλει

Γεν. 14,5                   Κατά το δέκατον τέταρτον όμως έτος επήλθεν εναντίον αυτών ο Χοδολλογομόρ και μαζή με αυτόν οι σύμμαχοί του βασιλείς και κατέκοψαν τους γίγαντας της πόλεως Ασταρώθ και Καρναΐν, μαζή δε με αυτούς και άλλα έθνη ισχυρά, τους Ομμαίους της πόλεως Σαυή,

Γεν. 14,6           καὶ τοὺς Χοῤῥαίους τοὺς ἐν τοῖς ὄρεσι Σηείρ, ἕως τῆς τερεβίνθου τῆς Φαράν, ἥ ἐστιν ἐν τῇ ἐρήμῳ.

Γεν. 14,6                   τους Χορραίρυς των ορέων Σηείρ μέχρι της τερεβίνθου της Φαράν, η οποία ευρίσκεται εις την έρημον, εις τα νότια μέρη της Χαναάν.

Γεν. 14,7           καὶ ἀναστρέψαντες ἦλθον ἐπὶ τὴν πηγὴν τῆς κρίσεως (αὕτη ἐστὶ Κάδης) καὶ κατέκοψαν πάντας τοὺς ἄρχοντας Ἀμαλὴκ καὶ τοὺς Ἀμοῤῥαίους τοὺς κατοικοῦντας ἐν Ἀσασονθαμάρ.

Γεν. 14,7                   Οι τέσσαρες αυτοί πολεμισταί βασιλείς επέστρεψαν από την περιοχήν Φαράν, ήλθον εις την “Πηγήν της Κρίσεως”, δηλαδή εις την Καδης, και εκεί κατέκοψαν όλους τους άρχοντας των Αμαληκιτών και τους Αμορραίους, οι οποίοι κατοικούσαν εις Ασασονθαμάρ, κοντά εις την Νεκράν Θαλασσαν.

Γεν. 14,8           ἐξῆλθε δὲ βασιλεὺς Σοδόμων καὶ βασιλεὺς Γομόῤῥας καὶ βασιλεὺς Ἀδαμὰ καὶ βασιλεὺς Σεβωεὶμ καὶ βασιλεὺς Βαλάκ (αὕτη ἐστὶ Σηγώρ) καὶ παρετάξαντο αὐτοῖς εἰς πόλεμον ἐν τῇ κοιλάδι τῇ ἁλυκῇ,

Γεν. 14,8                   Τοτε οι πέντε βασιλείς, δηλαδή ο βασιλεύς Σοδόμων, ο βασιλεύς Γομόρρας, ο βασιλεύς Αδαμά, ο βασιλεύς Σεβωείμ και ο βασιλεύς της Βαλάκ (αυτή είναι η πόλις Σηγώρ) εξήλθον και παρετάχθησαν εις την κοιλάδα την αλμυράν, δια να πολεμήσουν

Γεν. 14,9           πρὸς Χοδολλογομὸρ βασιλέα Ἐλὰμ καὶ Θαργὰλ βασιλέα ἐθνῶν καὶ Ἀμαρφὰλ βασιλέα Σενναὰρ καὶ Ἀριὼχ βασιλέα Ἐλλασάρ, οἱ τέσσαρες βασιλεῖς πρὸς τοὺς πέντε.

Γεν. 14,9                   εναντίον των τεσσάρων βασιλέων, ήτοι εναντίον του Χοδολλογομόρ βασιλέως Ελάμ, εναντίον Θαργάλ βασιλέως των εθνών, εναντίον Αμαρφάλ βασιλέως Σενναάρ και εναντίον Αριώχ βασιλέως Ελλασάρ. Οι τέσσαρες αυτοί τελευταίοι βασιλείς αντιπαρετάχθησαν εναντίον των πέντε βασιλέων.

Γεν. 14,10          ἡ δὲ κοιλὰς ἡ ἁλυκή, φρέατα ἀσφάλτου. ἔφυγε δὲ βασιλεὺς Σοδόμων καὶ βασιλεὺς Γομόῤῥας καὶ ἐνέπεσαν ἐκεῖ, οἱ δὲ καταλειφθέντες εἰς τὴν ὀρεινὴν ἔφυγον.

Γεν. 14,10                 Η αλμυρά εκείνη κοιλάς είχε φρέατα ασφάλτου. Γενομένης μάχης μεταξύ των αντιπάλων μερών ενικήθησαν και ετράπησαν εις φυγήν ο βασιλεύς των Σοδόμων και ο βασιλεύς της Γομόρρας, οι οποίοι όμως ενέπεσαν εις τα εκεί φρέατα. Οι υπόλοιποι έφυγον εις την ορεινήν περιοχήν.

Γεν. 14,11          ἔλαβον δὲ τὴν ἵππον πᾶσαν τὴν Σοδόμων καὶ Γομόῤῥας καὶ πάντα τὰ βρώματα αὐτῶν καὶ ἀπῆλθον.

Γεν. 14,11                  Οι νικηταί τέσσαρες βασιλείς επήραν ως λάφυρα όλον το ιππικόν των Σοδόμων και της Γομόρας και όλα τα τρόφιμα αυτών και έφυγον.

Γεν. 14,12          ἔλαβον δὲ καὶ τὸν Λὼτ τὸν υἱὸν τοῦ ἀδελφοῦ Ἅβραμ καὶ τὴν ἀποσκευὴν αὐτοῦ καὶ ἀπῴχοντο· ἦν γὰρ κατοικῶν ἐν Σοδόμοις.

Γεν. 14,12                 Συνέλαβον δε και τον Λωτ, τον υιόν του αδελφού του Αβραμ, επήραν και τα υπάρχοντα αυτού και έφυγαν. Αυτό δε το επαθεν ο Λωτ, διότι κατοικούσε εις την περιοχήν των Σοδόμων.

Γεν. 14,13          Παραγενόμενος δὲ τῶν ἀνασωθέντων τις ἀπήγγειλεν Ἅβραμ τῷ περάτῃ· αὐτὸς δὲ κατῴκει παρὰ τῇ δρυΐ τῇ Μαμβρῇ Ἀμοῤῥαίου τοῦ ἀδελφοῦ Ἐσχὼλ καὶ τοῦ ἀδελφοῦ Αὐνάν, οἳ ἦσαν συνωμόται τοῦ Ἅβραμ.

Γεν. 14,13                  Ενας δε από τους διασωθέντας ήλθεν στον Αβραμ, στον περάτην όπως τον ωνόμαζον οι εντόπιοι, και του ανήγγειλε τα θλιβερά γεγονότα. Ο Αβραμ κατοικούσε τότε κοντά εις την δρυν του Μαμβρή του Αμορραίου, αδελφού του Εσχώλ και του Αυνάν, οι οποίοι είχον συνάψει ένα σύμφωνον φιλίας και συμμαχίας με τον Αβραμ.

Γεν. 14,14          ἀκούσας δὲ Ἅβραμ ὅτι ᾐχμαλώτευται Λὼτ ὁ ἀδελφιδοῦς αὐτοῦ, ἠρίθμησε τοὺς ἰδίους οἰκογενεῖς αὐτοῦ, τριακοσίους δέκα καὶ ὀκτώ, καὶ κατεδίωξεν ὀπίσω αὐτῶν ἕως Δάν.

Γεν. 14,14                 Πληροφορηθείς ο Αβραμ ότι συνελήφθη αιχμάλωτος ο ανεψιός του ο Λωτ επεστράτευσε τους δούλους, που είχαν γεννηθή και εζούσαν στον οίκον του, τριακοσίους δέκα οκτώ άνδρας, και κατεδίωξε τους νικητάς βασιλείς μέχρι της πόλεως Δαν.

Γεν. 14,15          καὶ ἐπέπεσεν ἐπ᾿ αὐτοὺς τὴν νύκτα αὐτὸς καὶ οἱ παῖδες αὐτοῦ, καὶ ἐπάταξεν αὐτοὺς καὶ κατεδίωξεν αὐτοὺς ἕως Χοβά, ἥ ἐστιν ἐν ἀριστερᾷ Δαμασκοῦ.

Γεν. 14,15                  Επέπεσεν εναντίον αυτών κατά την νύκτα, αυτός και οι δούλοι του, εκτύπησε και ενίκησεν αυτούς και τους κατεδίωξεν έως εις την πόλιν Χοβά, η οποία ευρίσκεται προς τα αριστερά της Δαμασκού.

Γεν. 14,16          καὶ ἀπέστρεψε πᾶσαν τὴν ἵππον Σοδόμων, καὶ Λὼτ τὸν ἀδελφιδοῦν αὐτοῦ ἀπέστρεψε καὶ πάντα τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ καὶ τὰς γυναῖκας καὶ τὸν λαόν.

Γεν. 14,16                 Εκυρίευσεν ο Αβραμ όλον το ιππικόν των Σοδόμων, απηλευθέρωσε τον ανεψιόν του τον Λωτ με όλα τα υπάρχοντά του, με τας γυναίκας και τον λαόν.

                                     

                                   Ο Μελχισεδέκ ευλογεί τον Άβραμ

Γεν. 14,17          Ἐξῆλθε δὲ βασιλεὺς Σοδόμων εἰς συνάντησιν αὐτῷ, μετὰ τὸ ὑποστρέψαι αὐτὸν ἀπὸ τῆς κοπῆς τοῦ Χοδολλογομὸρ καὶ τῶν βασιλέων τῶν μετ᾿ αὐτοῦ, εἰς τὴν κοιλάδα τοῦ Σαβύ (τοῦτο ἦν τὸ πεδίον τῶν βασιλέων).

Γεν. 14,17                  Μετά δε την συντριπτικήν ήτταν του Χοδολλογομόρ και των συμμάχων του βασιλέων ο Αβραμ επέστρεψε και έφθασεν έξω από την Ιερουσαλήμ. Εκεί, εις την κοιλάδα του Σαβύ (δηλαδή εις την πεδιάδα των βασιλέων), εξήλθε προς συνάντησίν του ο βασιλεύς των Σοδόμων.

Γεν. 14,18          καὶ Μελχισεδὲκ βασιλεὺς Σαλὴμ ἐξήνεγκεν ἄρτους καὶ οἶνον· ἦν δὲ ἱερεὺς τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου.

Γεν. 14,18                 Ο δε Μελχισεδέκ, ο οποίος ήτο ιερεύς του Θεού του Υψίστου και βασιλεύς της Ιερουσαλήμ, προσέφερε προς τον Θεόν ως ευχαριστήριον θυσίαν δια την νίκην του Αβραμ άρτους και οίνον.

Γεν. 14,19          καὶ εὐλόγησε τὸν Ἅβραμ καὶ εἶπεν· εὐλογημένος Ἅβραμ τῷ Θεῷ τῷ ὑψίστῳ, ὃς ἔκτισε τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν.

Γεν. 14,19                 Αυτός ευλόγησε τον Αβραμ και είπεν “ας είναι ευλογημένος ο Αβραμ από τον Θεόν τον Υψιστον, ο οποίος εδημιούργησε τον ουρανόν και την γην.

Γεν. 14,20          καὶ εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ὁ ὕψιστος, ὃς παρέδωκε τοὺς ἐχθρούς σου ὑποχειρίους σοι. καὶ ἔδωκεν αὐτῷ Ἅβραμ δεκάτην ἀπὸ πάντων.

Γεν. 14,20                 Και δοξασμένος ας είναι ο Θεός ο Υψιστος, ο οποίος παρέδωσε υποχειρίους εις σε τους εχθρούς σου”. Ο Αβραμ έδωσε τότε στον Μελχισεδέκ το δέκατον από όλα τα λάφυρα, τα οποία είχε κυριεύσει.

Γεν. 14,21          εἶπε δὲ βασιλεὺς Σοδόμων πρὸς Ἅβραμ· δός μοι τοὺς ἄνδρας, τὴν δὲ ἵππον λάβε σεαυτῷ.

Γεν. 14,21                 Ο δε βασιλεύς των Σοδόμων είπε προς τον Αβραμ· “δος μου τους άνδρας μου, τους οποίους απηλευθέρωσες, και κράτησε δια τον εαυτόν σου το ιππικόν”.

Γεν. 14,22          εἶπε δὲ Ἅβραμ πρὸς τὸν βασιλέα Σοδόμων· ἐκτενῶ τὴν χεῖρά μου πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν τὸν ὕψιστον, ὃς ἔκτισε τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν,

Γεν. 14,22                 Απήντησε δε Αβραμ προς τον βασιλέα των Σοδόμων· “απλώνω το χέρι μου και ορκίζομαι εις Κυριον τον Θεόν τον Υψιστον, ο οποίος εδημιούργησε τον ουρανόν και την γην,

Γεν. 14,23          εἰ ἀπὸ σπαρτίου ἕως σφυρωτῆρος ὑποδήματος λήψομαι ἀπὸ πάντων τῶν σῶν, ἵνα μὴ εἴπῃς, ὅτι ἐγὼ ἐπλούτισα τὸν Ἅβραμ·

Γεν. 14,23                 ότι δεν θα πάρω τίποτε, από όσα σου ανήκουν, από κλωστήν έως σχοινί υποδήματος, δια να μη είπης ότι εγώ επλούτισα τον Αβραμ.

Γεν. 14,24          πλὴν ὧν ἔφαγον οἱ νεανίσκοι καὶ τῆς μερίδος τῶν ἀνδρῶν τῶν συμπορευθέντων μετ᾿ ἐμοῦ, Ἐσχώλ, Αὐνάν, Μαμβρῆ, οὗτοι λήψονται μερίδα.

Γεν. 14,24                 Θα λάβω μόνον τας τροφάς, τας οποίας κατηνάλωσαν οι δούλοι μου κατά τον χρόνον της επιθέσεως αυτής. Επίσης αυτοί που εξεστράτευσαν μαζή με εμέ, οι άνδρες του Εσχώλ, του Αυνάν και Μαμβρή, θα λάβουν την δικαίαν μερίδα από τα λάφυρα”.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15- Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΑΒΡΑΜ

                                    Η διαθήκη του Θεού με τον Άβραμ

Γεν. 15,1           Μετὰ δὲ τὰ ῥήματα ταῦτα ἐγενήθη ῥῆμα Κυρίου πρὸς Ἅβραμ ἐν ὁράματι, λέγων· μὴ φοβοῦ Ἅβραμ, ἐγὼ ὑπερασπίζω σου· ὁ μισθός σου πολὺς ἔσται σφόδρα.

Γεν. 15,1                    Επειτα από τα γεγονότα αυτά παρουσιάσθη ο Θεός με όραμα στον Αβραμ και του είπε· “Αβραμ, μη φοβήσαι· εγώ σε υπερασπίζω πάντοτε· ο μισθός σου δια την πίστιν και δικαιοσύνην σου θα είναι πολύς, πάρα πολύς”.

Γεν. 15,2           λέγει δὲ Ἅβραμ· δέσποτα Κύριε, τί μοι δώσεις; ἐγὼ δὲ ἀπολύομαι ἄτεκνος· ὁ δὲ υἱὸς Μασὲκ τῆς οἰκογενοῦς μου, οὗτος Δαμασκὸς Ἐλιέζερ.

Γεν. 15,2                   Είπε δε ο Αβραμ· “Δεσπότα Κυριε, τι θα μου δώσης; Εγώ έπειτα από ολίγον αποθνήσκω άτεκνος. Κληρονόμος μου θα είναι ο Ελιέζερ, ο καταγόμενος από την Δαμασκόν, ο υιός της δούλης μου Μασέκ, η οποία εγεννήθη στον οίκον μου”.

Γεν. 15,3           καὶ εἶπεν Ἅβραμ· ἐπειδὴ ἐμοὶ οὐκ ἔδωκας σπέρμα, ὁ δὲ οἰκογενής μου κληρονομήσει μοι.

Γεν. 15,3                    Και επαναλαμβάνει ο Αβραμ προς τον Θεόν· “ναι, Κυριε, ο δούλος μου ο γεννηθείς στον οίκον μου, αυτός θα με κληρονομήση, διότι εις εμέ δεν έδωσες τέκνον”.

Γεν. 15,4           καὶ εὐθὺς φωνὴ Κυρίου ἐγένετο πρὸς αὐτὸν λέγουσα· οὐ κληρονομήσει σε οὗτος, ἀλλ᾿ ὃς ἐξελεύσεται ἐκ σοῦ, οὗτος κληρονομήσει σε.

Γεν. 15,4                   Αμέσως ηκούσθη η φωνή του Κυρίου λέγουσα προς αυτόν· “όχι ! Δεν θα σε κληρονομήση αυτός, αλλά θα σε κληρονομήση εκείνος που θα γεννηθή από σένα”.

Γεν. 15,5           ἐξήγαγε δὲ αὐτὸν ἔξω καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀνάβλεψον δὴ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἀρίθμησον τοὺς ἀστέρας, εἰ δυνήσῃ ἐξαριθμῆσαι αὐτούς. καὶ εἶπεν· οὕτως ἔσται τὸ σπέρμα σου.

Γεν. 15,5                    Εβγαλε δε ο Θεός τον Αβραμ έξω από την σκηνήν και του είπε· “σήκωσε, λοιπόν, το βλέμμα σου στον ουρανόν και μέτρησε τα αστέρια του ουρανού, εάν ημπορής ποτέ να τα μετρήσης”. Και προσέθεσεν ο Θεός· “τόσον πολλοί θα είναι οι απόγονοί σου”.

Γεν. 15,6           καὶ ἐπίστευσεν Ἅβραμ τῷ Θεῷ, καὶ ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην.

Γεν. 15,6                   Επίστευσεν ο Αβραμ υλοψύχως στον Θεόν και η πίστις του αυτή εθεωρήθη ως μεγάλη αρετή και σύνολον αρετών.

Γεν. 15,7           εἶπε δὲ πρὸς αὐτόν· ἐγὼ ὁ Θεὸς ὁ ἐξαγαγών σε ἐκ χώρας Χαλδαίων, ὥστε δοῦναί σοι τὴν γῆν ταύτην κληρονομῆσαι.

Γεν. 15,7                    Είπεν ακόμη ο Θεός προς τον Αβραμ· “εγώ σε έβγαλα από την χώραν των Χαλδαίων, δια να δώσω εις σε και εις τους απογόνους σου ως κληρονομίαν την γην αυτήν”.

Γεν. 15,8           εἶπε δέ, Δέσποτα Κύριε, κατὰ τί γνώσομαι ὅτι κληρονομήσω αὐτήν;

Γεν. 15,8                   Είπε τότε ο Αβραμ· “Δεσπότα Κυριε, πως εγώ θα πληροφορηθώ σαφώς και θα εννοήσω ότι θα κληρονομήσω αυτήν την χώραν;”

Γεν. 15,9           εἶπε δὲ αὐτῷ· λάβε μοι δάμαλιν τριετίζουσαν καὶ αἶγα τριετίζουσαν καὶ κριὸν τριετίζοντα καὶ τρυγόνα καὶ περιστεράν.

Γεν. 15,9                   Είπε προς αυτόν ο Θεός· “πάρε δι' εμέ μίαν δάμαλιν τριών ετών, αίγα επίσης τριών ετών και κριον τριών ετών, ακόμη δε μίαν τρυγόνα και μίαν περιστεράν”.

Γεν. 15,10          ἔλαβε δὲ αὐτῷ πάντα ταῦτα καὶ διεῖλεν αὐτὰ μέσα καὶ ἔθηκεν αὐτὰ ἀντιπρόσωπα ἀλλήλοις, τὰ δὲ ὄρνεα οὐ διεῖλε.

Γεν. 15,10                  Επήρε ο Αβραμ όλα αυτά, τα εδιχοτόμησε και έθεσε τα τεμάχια τα μεν απέναντι των δέ. Τα πτηνά όμως δεν τα εδιχοτόμησε.

Γεν. 15,11          κατέβη δὲ ὄρνεα ἐπὶ τὰ σώματα, ἐπὶ τὰ διχοτομήματα αὐτῶν, καὶ συνεκάθησεν αὐτοῖς Ἅβραμ.

Γεν. 15,11                  Εις τα διχοτομημένα αυτά σώματα των ζώων επέπεσαν με ορμήν αρπακτικά όρνεα και ο Αβραμ εκάθησε κοντά εις τα διχοτομημένα εκείνα σώματα, δια να διώχνη τα όρνεα.

Γεν. 15,12          περὶ δὲ ἡλίου δυσμὰς ἔκστασις ἐπέπεσε τῷ Ἅβραμ, καὶ ἰδοὺ φόβος σκοτεινὸς μέγας ἐπιπίπτει αὐτῷ.

Γεν. 15,12                  Κατά δε το ηλιοβασίλεμμα εβυθισθη ο Αβραμ εις έκστασιν και ένας σκοτεινός μεγάλος φόβος τον κατέλαβεν.

Γεν. 15,13          καὶ ἐῤῥέθη πρὸς Ἅβραμ· γινώσκων γνώσῃ ὅτι πάροικον ἔσται τὸ σπέρμα σου ἐν γῇ οὐκ ἰδίᾳ, καὶ δουλώσουσιν αὐτοὺς καὶ κακώσουσιν αὐτοὺς καὶ ταπεινώσουσιν αὐτοὺς τετρακόσια ἔτη.

Γεν. 15,13                  Εις τοιαύτην ψυχολογικήν κατάστασιν ευρισκόμενος ήκουσε τον Θεόν να του λέγη· “μάθε και κατανόησε καλά ότι οι απόγονοί σου επί τετρακόσια ολόκληρα έτη θα ζήσουν ως ξένοι εις ξένην χώραν, οι κάτοικοι της οποίας θα έχουν αυτούς ως δούλους· θα τους ταλαιπωρήσουν και θα τους εξευτελίσουν επί τετρακόσια έτη.

Γεν. 15,14          τὸ δὲ ἔθνος, ᾧ ἐὰν δουλεύσωσι, κρινῶ ἐγώ· μετὰ δὲ ταῦτα ἐξελεύσονται ὧδε μετὰ ἀποσκευῆς πολλῆς.

Γεν. 15,14                  Το δε έθνος, το οποίον θα μεταχειρισθή τους απογόνους σου ως δούλους, θα το τιμωρήσω εγώ. Μετά δε τα τετρακόσια αυτά χρόνια οι απόγονοί σου θα εξέλθουν από την χώραν εκείνην και θα έλθουν εδώ εις την Χαναάν με πολλά αγαθά, λαός πολύς.

Γεν. 15,15          σὺ δὲ ἀπελεύσῃ πρὸς τοὺς πατέρας σου ἐν εἰρήνῃ, τραφεὶς ἐν γήρᾳ καλῷ.

Γεν. 15,15                  Συ δε με ένα ειρηνικόν θάνατον, αφού πλέον θα έχεις φθάσει εις ευτυχιαμένα γεράματα, θα μεταβής στους προπάτοράς σου εις την αιωνιότητα.

Γεν. 15,16          τετάρτῃ δὲ γενεᾷ ἀποστραφήσονται ὧδε· οὔπω γὰρ ἀναπεπλήρωνται αἱ ἁμαρτίαι τῶν Ἀμοῤῥαίων ἕως τοῦ νῦν.

Γεν. 15,16                  Οι απόγονοί σου θα επιστρέψουν εδώ από την ξένην χώραν κατά την τετάρτην γενεάν. Και τούτο, διότι αι κακίαι των Αμορραίων δεν θα έχουν φθάσει ενωρίτερον στο αποκορύφωμά των, δια να τιμωρηθούν αυτοί όπως τους πρέπει”.

Γεν. 15,17          ἐπεὶ δὲ ὁ ἥλιος ἐγένετο πρὸς δυσμάς, φλὸξ ἐγένετο, καὶ ἰδοὺ κλίβανος καπνιζόμενος καὶ λαμπάδες πυρός, αἳ διῆλθον ἀνὰ μέσον τῶν διχοτομημάτων τούτων.

Γεν. 15,17                  Οταν δε ο ήλιος έδυε, ήναψε μια φλοξ και ιδού εφάνη ένα καμίνι να καπνίζη και λαμπάδες πυρός, αι οποίαι επέρασαν ανάμεσα από τα διχοτομημένα σώματα των ζώων.

Γεν. 15,18          ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ διέθετο Κύριος τῷ Ἅβραμ διαθήκην λέγων· τῷ σπέρματί σου δώσω τὴν γῆν ταύτην, ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ Αἰγύπτου ἕως τοῦ ποταμοῦ τοῦ μεγάλου, ποταμοῦ Εὐφράτου,

Γεν. 15,18                  Κατά την ημέραν εκείνην έκαμε διαθήκην ο Θεός προς τον Αβραμ και του έδωσε την υπόσχεσιν λέγων· “στους απογόνους σου θα δώσω την χώραν αυτήν από τον ποταμόν της Αιγύπτου έως τον μεγάλον ποταμόν της Μεσοποταμίας, τον Ευφράτην.

Γεν. 15,19          τοὺς Κεναίους καὶ τοὺς Κενεζαίους καὶ τούς Κεδμωναίους

Γεν. 15,19                  Θα σας δώσω επίσης υπό την εξουσίαν σας τους Κεναίους, τους Κενεζαίους, τους Κεδμωναίους,

Γεν. 15,20          καὶ τοὺς Χετταίους καὶ τοὺς Φερεζαίους καὶ Ῥαφαεὶν καὶ τοὺς Ἀμοῤῥαίους καὶ τοὺς Χαναναίους καὶ τοὺς Εὐαίους καὶ τοὺς Γεργεσαίους καὶ τοὺς Ἰεβουσαίους.

Γεν. 15,20                 τους Χετταίους, τους Φερεζαίους, τους Ραφαείν, τους Αμορραίους, τους Χαναναίους, τους Ευαίους, τους Γεργεσαίους και τους Ιεβουσαίους”.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16- Η ΑΓΑΡ ΚΑΙ Ο ΙΣΜΑΗΛ

                                    Η Άγαρ και ο Ισμαήλ

Γεν. 16,1           Σάρα δὲ γυνὴ Ἅβραμ οὐκ ἔτικτεν αὐτῷ. ἦν δὲ αὐτῇ παιδίσκη Αἰγυπτία, ᾗ ὄνομα Ἄγαρ.

Γεν. 16,1                    Η Σαρα, η σύζυγος του Αβραμ, δεν εγεννοσε τέκνα. Εις την υπηρεσίαν αυτής ευρίσκετο μία δούλη από την Αίγυπτον, η οποία ωνομάζετο Αγαρ.

Γεν. 16,2           εἶπε δὲ Σάρα πρὸς Ἅβραμ· ἰδοὺ συνέκλεισέ με Κύριος τοῦ μὴ τίκτειν· εἴσελθε οὖν πρὸς τὴν παιδίσκην μου, ἵνα τεκνοποιήσωμαι ἐξ αὐτῆς. ὑπήκουσε δὲ Ἅβραμ τῆς φωνῆς Σάρας.

Γεν. 16,2                   Είπε η Σαρα προς τον Αβραμ· “ιδού, ο Κυριος με έχει εμποδίσει να συλλάβω και γεννήσω τέκνον. Λοιπόν, πήγαινε εις την δούλην μου, δια να αποκτήσω, έστω και από αυτήν, ένα τέκνον”. Υπήκουσεν ο Αβραμ στον λόγον αυτόν της Σαρας.

Γεν. 16,3           καὶ λαβοῦσα Σάρα ἡ γυνὴ Ἅβραμ Ἄγαρ τὴν Αἰγυπτίαν τὴν ἑαυτῆς παιδίσκην, μετὰ δέκα ἔτη τοῦ οἰκῆσαι Ἅβραμ ἐν γῇ Χαναάν, ἔδωκεν αὐτὴν τῷ Ἅβραμ ἀνδρὶ αὐτῆς αὐτῷ γυναῖκα.

Γεν. 16,3                   Η Σαρα, η γυνή του Αβραμ, έλαβε την Αγαρ την Αιγυπτίαν δούλην της, δέκα έτη μετά την έλευσιν του Αβραμ εις την Χαναάν και έδωσεν εκείνην εις αυτόν ως γυναίκα.

Γεν. 16,4           καὶ εἰσῆλθε πρὸς Ἄγαρ, καὶ συνέλαβε. καὶ εἶδεν ὅτι ἐν γαστρὶ ἔχει, καὶ ἠτιμάσθη ἡ κυρία ἐναντίον αὐτῆς.

Γεν. 16,4                   Ο Αβραμ έλαβε την Αγαρ, η οποία και κατέστη κατόπιν έγκυος. Οταν η Αγαρ είδεν ότι είναι έγκυος, υπερηφανεύθη, πράγμα το οποίον απετέλεσε περιφρόνησιν δια την κυρίαν της την Σαραν.

Γεν. 16,5           εἶπε δὲ Σάρα πρὸς Ἅβραμ· ἀδικοῦμαι ἐκ σοῦ· ἐγὼ δέδωκα τὴν παιδίσκην μου εἰς τὸν κόλπον σου, ἰδοῦσα δὲ ὅτι ἐν γαστρὶ ἔχει, ἠτιμάσθην ἐναντίον αὐτῆς· κρίναι ὁ Θεὸς ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ.

Γεν. 16,5                   Είπε τότε η Σαρα προς τον Αβραμ· “αδικούμαι από σέ· εγώ σου έδωσα την δούλην μου εις την αγκάλην σου. Εκείνη δέ, όταν είδεν ότι είναι έγκυος, υπερηφανεύθη εναντίον μου και με περιεφρόνησε. Ο Θεός ας κρίνη μεταξύ εμού και σου, διότι φαίνεται ότι συ ανέχεσαι αυτήν την διαγωγήν της”.

Γεν. 16,6           εἶπε δὲ Ἅβραμ πρὸς Σάραν· ἰδοὺ ἡ παιδίσκη σου ἐν ταῖς χερσί σου· χρῶ αὐτῇ ὡς ἄν σοι ἀρεστόν ᾖ. καὶ ἐκάκωσεν αὐτὴν Σάρα, καὶ ἀπέδρα ἀπὸ προσώπου αὐτῆς.

Γεν. 16,6                   Ο Αβραμ είπε τότε προς την Σαραν “η δούλη σου είναι εις τα χέρια σου. Την αφήνω εις την διάθεσίν σου. Μεταχειρίσου την, όπως σου αρέσει”. Η Σαρα εταλαιπώρησε τότε και εβασάνισε την Αγαρ, η οποία και εδραπέτευσεν από την σκληράν κυρίαν της.

Γεν. 16,7           Εὗρε δὲ αὐτὴν ἄγγελος Κυρίου ἐπὶ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἐπὶ τῆς πηγῆς ἐν τῇ ὁδῷ Σούρ.

Γεν. 16,7                   Αγγελος όμως Κυρίου εύρε την Αγαρ περιπλανωμένην εις την έρημον, πλησίον κάποιας πηγής που ευρίσκετο εις την οδόν την οδηγούσαν προς την έρημον Σούρ,

Γεν. 16,8           καὶ εἶπεν αὐτῇ ὁ ἄγγελος Κυρίου. Ἄγαρ, παιδίσκη Σάρας, πόθεν ἔρχῃ καὶ ποῦ πορεύῃ; καὶ εἶπεν· ἀπὸ προσώπου Σάρας τῆς κυρίας μου ἐγὼ ἀποδιδράσκω.

Γεν. 16,8                   και είπε προς αυτήν ο άγγελος του Κυρίου· “Αγαρ, δούλη της Σαρας, από που έρχεσαι και που πηγαίνεις;” Εκείνη απήντησε· “εδραπέτευσα από την κυρίαν μου την Σαραν”.

Γεν. 16,9           εἶπε δὲ αὐτῇ ὁ ἄγγελος Κυρίου· ἀποστράφηθι πρὸς τὴν κυρίαν σου καὶ ταπεινώθητι ὑπὸ τὰς χεῖρας αὐτῆς.

Γεν. 16,9                   Είπε προς αυτήν ο άγγελος του Κυρίου· “να επιστρέψης εις την κυρίαν σου, να ταπεινωθής και να υποταχθής εις την εξουσίαν της”.

Γεν. 16,10          καὶ εἶπεν αὐτῇ ὁ ἄγγελος Κυρίου· πληθύνων πληθυνῶ τὸ σπέρμα σου, καὶ οὐκ ἀριθμηθήσεται ὑπὸ τοῦ πλήθους.

Γεν. 16,10                 Και προσέθεσεν ο άγγελος· “θα πληθύνω πολύ τους απογόνους σου, τόσον πολύ ώστε λόγω του πλήθους των να μη είναι δυνατόν να καταμετρηθούν.

Γεν. 16,11          καί εἶπεν αὐτῇ ὁ ἄγγελος Κυρίου· ἰδού, σὺ ἐν γαστρί ἔχεις καὶ τέξῃ υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰσμαήλ, ὅτι ἐπήκουσε Κύριος τῇ ταπεινώσει σου.

Γεν. 16,11                  Συ είσαι τώρα έγκυος, θα γεννήσης τέκνον και θα το ονομάσης Ισμαήλ, διότι Κυριος ο Θεός ήκουσε την δέησίν σου και διετέθη ευμενώς δια σε εξ αιτίας της θλίψεώς σου αυτής.

Γεν. 16,12          οὗτος ἔσται ἄγροικος ἄνθρωπος αἱ χεῖρες αὐτοῦ ἐπὶ πάντας, καὶ αἱ χεῖρες πάντων ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ κατοικήσει.

Γεν. 16,12                 Αυτός δε ο υιός σου θα είναι άνθρωπος της υπαίθρου, τραχύς· θα στρέφεται εναντίον όλων και όλοι θα στρέφωνται εναντίον αυτού. Αυτός και οι απόγονοί του θα κατοικήσουν απέναντι όλων των συγγενών των”.

Γεν. 16,13          καὶ ἐκάλεσεν Ἄγαρ τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ λαλοῦντος πρὸς αὐτήν· σὺ ὁ Θεὸς ὁ ἐπιδών με, ὅτι εἶπε· καὶ γὰρ ἐνώπιον εἶδον ὀφθέντα μοι.

Γεν. 16,13                  Η Αγαρ επεκαλέσθη τότε με σεβασμόν και ευγνομοσύνην το όνομα του Κυρίου, ο οποίος ωμίλει προς αυτήν, και είπε· “συ είσαι ο Θεός, ο οποίος έρριψες βλέμμα στοργής προς εμέ την ταλαίπωρον”. Και ωμολόγησεν η Αγαρ· “πράγματι είδον ενώπιόν μου να φανερώνεται ο Θεός” !

Γεν. 16,14          ἕνεκεν τούτου ἐκάλεσε τὸ φρέαρ Φρέαρ οὗ ἐνώπιον εἶδον· ἰδοὺ ἀνὰ μέσον Κάδης καὶ ἀνὰ μέσον Βαράδ.

Γεν. 16,14                 Εξ αιτίας του μεγάλου τούτου γεγονότος ωνόμασε το φρέαρ εκείνο “φρέαρ όπου είδον ενώπιόν μου τον Θεόν”. Τούτο ευρίσκεται μεταξύ Καδης και Βαράδ.

Γεν. 16,15          Καὶ ἔτεκεν Ἄγαρ τῷ Ἅβραμ υἱόν, καὶ ἐκάλεσεν Ἅβραμ τὸ ὄνομα τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, ὃν ἔτεκεν αὐτῷ Ἄγαρ, Ἰσμαήλ.

Γεν. 16,15                  Η Αγαρ εγέννησε πράγματι, υστέρα από ολίγον, τέκνον στον Αβραμ. Ο δε Αβραμ ωνόμασε το παιδί του, το οποίον του εγέννησεν η Αγαρ, με το όνομα Ισμαήλ.

Γεν. 16,16          Ἅβραμ δὲ ἦν ἐτῶν ὀγδοηκονταέξ, ἡνίκα ἔτεκεν Ἄγαρ τῷ Ἅβραμ τὸν Ἰσμαήλ.

Γεν. 16,16                 Ητο δε τότε ο Αβραμ, όταν εγέννησεν εις αυτόν η Αγαρ τον Ισμαήλ, ετών ογδοήκοντα εξ.