Ο Ιακώβ φεύγει από το Λάβαν
Γεν. 31,1 Ἤκουσε δὲ
Ἰακὼβ τὰ ῥήματα τῶν υἱῶν Λάβαν
λεγόντων· εἴληφεν Ἰακὼβ πάντα τὰ τοῦ
πατρὸς ἡμῶν καὶ ἐκ τῶν τοῦ
πατρὸς ἡμῶν πεποίηκε πᾶσαν τὴν δόξαν ταύτην.
Γεν. 31,1 Εφθασαν εις τα αυτιά του Ιακώβ πληροφορίαι, ότι
τα παιδιά του Λαβαν έλεγαν· “ο Ιακώβ επήρε όλα τα υπάρχοντα του πατρός μας
και από αυτά έκαμε όλην αυτού την μεγάλην περιουσίαν”.
Γεν. 31,2 καὶ εἶδεν
Ἰακὼβ τὸ πρόσωπον τοῦ Λάβαν, καὶ
ἰδοὺ οὐκ ἦν πρὸς αὐτὸν
ὡσεὶ ἐχθὲς καὶ τρίτην ἡμέραν.
Γεν. 31,2 Είδε δε και ο Ιακώβ σκυθρωπόν το πρόσωπον του
Λαβαν και αντελήφθη ότι η διάθεσίς του απέναντι αυτού δεν ήτο όπως
προηγουμένως φιλική, αλλ' είχε γίνει δυσμενής και εχθρική εξ αιτίας του
φθόνου του.
Γεν. 31,3 εἶπε δὲ
Κύριος πρὸς Ἰακώβ· ἀποστρέφου εἰς τὴν
γῆν τοῦ πατρός σου καὶ εἰς τὴν γενεάν σου, καὶ
ἔσομαι μετὰ σοῦ.
Γεν. 31,3 Τοτε είπεν ο Κυριος προς τον Ιακώβ· “να
επιστρέψης εις την γην του πατρός σου, εις την γενεάν σου, και εγώ θα είμαι
μαζή σου υπερασπιστής και βοηθός”.
Γεν. 31,4 ἀποστείλας
δὲ Ἰακὼβ ἐκάλεσε Λείαν καὶ Ῥαχὴλ
εἰς τὸ πεδίον, οὗ ἦν τὰ ποίμνια.
Γεν. 31,4 Εστειλεν ο Ιακώβ άνθρωπον και εκάλεσε την Λείαν
και την Ραχήλ να έλθουν εις την πεδιάδα, όπου αυτός έβοσκε τα πρόβατα.
Γεν. 31,5 καὶ εἶπεν
αὐταῖς· ὁρῶ ἐγὼ τὸ πρόσωπον
τοῦ πατρὸς ὑμῶν, ὅτι οὐκ ἔστι
πρὸς ἐμοῦ ὡς ἐχθὲς καὶ τρίτην ἡμέραν·
ὁ δὲ Θεὸς τοῦ πατρός μου ἦν μετ᾿
ἐμοῦ.
Γεν. 31,5 Είπε δε εις τας γυναίκας του· “εγώ βλέπω το
πρόσωπον του πατρός σας σκυθρωπόν· η διάθεσίς του απέναντί μου δεν είναι
πλέον φιλική, όπως προηγουμένως. Ο Θεός όμως του πατρός μου ήτο και είναι
μαζή μου.
Γεν. 31,6 καὶ
αὐταὶ δὲ οἴδατε, ὅτι ἐν πάσῃ
τῇ ἰσχύϊ μου δεδούλευκα τῷ πατρὶ ὑμῶν.
Γεν. 31,6 Και σεις αι ίδιαι γνωρίζετε καλά ότι, με όλην,
μου την δύναμιν, με ευσυνειδησίαν και τιμιότητα, εδούλευσα στον πατέρα σας.
Γεν. 31,7 ὁ δὲ
πατὴρ ὑμῶν παρεκρούσατό με καὶ ἤλλαξε τὸν
μισθόν μου τῶν δέκα ἀμνῶν, καὶ οὐκ ἔδωκεν
αὐτῷ ὁ Θεὸς κακοποιῆσαί με.
Γεν. 31,7 Ο πατήρ σας όμως με ηπάτησε και τον ευτελή
μισθόν των δέκα προβάτων τον ήλλαξε· αλλά ο Θεός δεν του επέτρεψε να μου κάμη
κάτι κακόν.
Γεν. 31,8 ἐὰν
οὕτως εἴπῃ, τὰ ποικίλα ἔσται σου μισθός,
καὶ τέξεται πάντα τὰ πρόβατα ποικίλα· ἐὰν
δὲ εἴπῃ, τὰ λευκὰ ἔσται σου μισθός,
καὶ τέξεται πάντα τὰ πρόβατα λευκά·
Γεν. 31,8 Ο Θεός ήτο μαζή μου· εάν δε ο Λαβαν έλεγε τα
ποικιλόχρωμα πρόβατα θα είναι ο μισθός σου, όλα τα πρόβατα θα εγεννούσαν
ποικιλόχρωμα. Εάν δε έλεγεν ότι τα λευκά πρόβατα θα είναι ο μισθός σου, όλα
τα πρόβατα θα εγεννούσαν λευκά αρνιά.
Γεν. 31,9 καὶ
ἀφείλετο ὁ Θεὸς πάντα τὰ κτήνη τοῦ πατρὸς
ὑμῶν καὶ ἔδωκέ μοι αὐτά.
Γεν. 31,9 Ο δίκαιος Θεός αφήρεσεν όλα τα ζώα του πατρός
σας και τα έδωσεν εις εμέ·
Γεν. 31,10 καὶ
ἐγένετο ἡνίκα ἐνεκίσσων τὰ πρόβατα ἐν
γαστρὶ λαμβάνοντα, καὶ εἶδον τοῖς
ὀφθαλμοῖς μου ἐν τῷ ὕπνῳ, καὶ
ἰδοὺ οἱ τράγοι καὶ οἱ κριοὶ
ἀναβαίνοντες ἐπὶ τὰ πρόβατα καὶ τὰς
αἶγας διάλευκοι καὶ ποικίλοι καὶ σποδοειδεῖς
ῥαντοί.
Γεν. 31,10 και συνέβη, ώστε, όταν τα πρόβατα συζευγνύμενα
έμεναν έγκυα, είδον στον ύπνον μου με τα ίδια μου τα μάτια, ότι οι τράγοι και
οι κριοι αναβαίνοντες επάνω εις τα πρόβατα και τας αίγας ήσαν όλοι λευκοί,
παρδαλοί, άτακτοι, διάστικτοι.
Γεν. 31,11 καὶ εἶπέ
μοι ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ καθ᾿ ὕπνον·
Ἰακώβ· ἐγὼ δὲ εἶπα· τί ἐστι;
Γεν. 31,11 Και μου είπεν ο άγγελος του Θεού στον ύπνον μου·
“Ιακώβ” ! Εγώ δε απήντησα· “τι είναι;”
Γεν. 31,12 καὶ
εἶπεν· ἀνάβλεψον τοῖς ὀφθαλμοῖς σου,
καὶ ἰδὲ τοὺς τράγους καὶ τοὺς
κριοὺς ἀναβαίνοντας ἐπὶ τὰ πρόβατα καὶ
τὰς αἶγας διαλεύκους καὶ ποικίλους καὶ
σποδοειδεῖς ῥαντούς· ἑώρακα γάρ ὅσα σοι Λάβαν
ποιεῖ·
Γεν. 31,12 “Σηκωσε τα βλέματά σου, μου απήντησιν ο άγγελος.
και κύτταξε ότι οι τράγοι και οι κριοι αναβαίνοντες εις τα πρόβατα και τας
αίγας είναι λευκοί και ποικιλόχρωμοι και στακτοί και διάστικτοι. Αυτό είναι
σημειον ότι θα πολλαπλασιάσω τα ιδικά σου πρόβατα, διότι είδα τας αδικίας,
τας οποίας εν συνεχεία σου έχει κάμει ο Λαβαν.
Γεν. 31,13 ἐγώ εἰμι ὁ
Θεὸς ὁ ὀφθείς σοι ἐν τόπῳ Θεοῦ, οὗ
ἤλειψάς μοι ἐκεῖ στήλην καὶ ηὔξω μοι
ἐκεῖ εὐχήν· νῦν οὖν ἀνάστηθι
καὶ ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς ταύτης καὶ
ἄπελθε εἰς τὴν γῆν τῆς γενέσεώς σου, καὶ
ἔσομαι μετὰ σοῦ.
Γεν. 31,13 Εγώ είμαι ο Θεός, ο οποίος εφανερώθην εις σε στον
ιερόν εκείνον τόπον, τον οποίον ωνόμασες συ “Οίκον Θεού”, εις την Βαιθήλ,
όπου συ μου έστησες στήλην, την οποίαν έχρισες με έλαιον και μου έκαμες ένα
τάμα. Σηκω, λοιπόν, τώρα και φύγε από την γην αυτήν και πήγαινε στον τόπον,
όπου εγεννήθης, και εγώ θα είμαι μαζή σου”.
Γεν. 31,14 καὶ
ἀποκριθεῖσαι Ῥαχὴλ καὶ Λεία εἶπαν
αὐτῷ· μή ἐστιν ἡμῖν ἔτι μερὶς
ἢ κληρονομία ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρὸς
ἡμῶν;
Γεν. 31,14 Η Ραχήλ και η Λεία απεκρίθησαν εις αυτόν· “μήπως
και έχομεν τάχα ημείς μερίδιον η κληρονομίαν εις τα υπάρχοντα του πατρός μας;
Γεν. 31,15 οὐχ ὡς
αἱ ἀλλότριαι λελογίσμεθα αὐτῷ; πέπρακε γὰρ
ἡμᾶς καὶ καταβρώσει κατέφαγε τὸ ἀργύριον
ἡμῶν.
Γεν. 31,15 Δεν μας εθεώρησεν ως ξένας πλέον απέναντί του;
Διότι μας επώλησε και κατέφαγεν αδίκως και παρανόμως το αργύριόν μας.
Γεν. 31,16 πάντα τὸν
πλοῦτον καὶ τὴν δόξαν, ἣν ἀφείλετο ὁ
Θεὸς τοῦ πατρὸς ἡμῶν, ἡμῖν
ἔσται καὶ τοῖς τέκνοις ἡμῶν. νῦν
οὖν ὅσα σοι εἴρηκεν ὁ Θεός, ποίει.
Γεν. 31,16 Ολος ο πλούτος και η δόξα, που αφήρεσεν ο Θεός
από τον πατέρα μας, ανήκει πλέον κατά λόγον δικαιοσύνης εις ημάς και εις τα
παιδιά μας. Πράξε λοιπόν τώρα, όπως σου είπεν ο Θεός”.
Γεν. 31,17 Ἀναστὰς
δὲ Ἰακὼβ ἔλαβε τὰς γυναῖκας
αὐτοῦ καὶ τὰ παιδία αὐτοῦ ἐπὶ
τὰς καμήλους.
Γεν. 31,17 Ηγέρθη ο Ιακώβ, επήρε τας γυναίκας του, εφόρτωσε
τα παιδιά του εις τας καμήλους,
Γεν. 31,18 καὶ
ἀπήγαγε πάντα τὰ ὑπάρχοντα αὐτῷ, καὶ
πᾶσαν τὴν ἀποσκευὴν αὐτοῦ, ἣν
περιεποιήσατο ἐν τῇ Μεσοποταμίᾳ, καὶ πάντα τὰ
αὐτοῦ ἀπελθεῖν πρὸς Ἰσαὰκ τὸν
πατέρα αὐτοῦ εἰς γῆν Χαναάν.
Γεν. 31,18 επήρεν όλα τα υπάρχοντά του και τα παιδιά του,
που απέκτησεν εις Μεσοποταμίαν, και όλα τα πράγματά του, δια να επιστρέψη
προς τον Ισαάκ, τον πατέρα του, εις την γην Χαναάν.
Γεν. 31,19 Λάβαν δὲ
ᾤχετο κεῖραι τὰ πρόβατα αὐτοῦ·
ἔκλεψε δὲ Ῥαχὴλ τὰ εἴδωλα τοῦ
πατρὸς αὐτῆς.
Γεν. 31,19 Τοτε ακριβώς ο Λαβαν είχε μεταβή, δια να κουρεύση
τα πρόβατά του. Η δε Ραχήλ έκλεψε τα ειδωλολατρικά αγαλμάτια του πατρός της.
Γεν. 31,20 ἔκρυψε δὲ
Ἰακὼβ Λάβαν τὸν Σύρον τοῦ μὴ
ἀναγγεῖλαι αὐτῷ, ὅτι ἀποδιδράσκει.
Γεν. 31,20 Ο Ιακώβ απέκρυψε την αναχώρησίν του και απέφυγε να
αναγγείλη στον Λαβαν τον Συρον, ότι φεύγει από εκεί δια την πατρίδα του.
Γεν. 31,21 καὶ
ἀπέδρα αὐτὸς καὶ τὰ αὐτοῦ πάντα
καὶ διέβη τὸν ποταμὸν καὶ ὥρμησεν εἰς
τὸ ὄρος Γαλαάδ.
Γεν. 31,21 Εφυγε κρυφίως αυτός και όλα τα μετ' αυτού, διέβη
τον Ευφράτην ποταμόν και κατηυθύνθη ταχέως στο όρος Γαλαάδ.
Ο Λάβαν καταδιώκει τον Ιακώβ
Γεν. 31,22 ἀνηγγέλη
δὲ Λάβαν τῷ Σύρῳ τῇ ἡμέρᾳ τῇ
τρίτῃ, ὅτι ἀπέδρα Ἰακώβ,
Γεν. 31,22 Αλλά την τρίτην ημέραν από της αναχωρήσεώς του
ανήγγειλαν στον Λαβαν, ότι ο Ιακώβ έφυγε.
Γεν. 31,23 καὶ
παραλαβὼν τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ μεθ᾿
ἑαυτοῦ, ἐδίωξεν ὀπίσω αὐτοῦ
ὁδὸν ἡμερῶν ἑπτὰ καὶ κατέλαβεν
αὐτὸν ἐν τῷ ὄρει Γαλαάδ.
Γεν. 31,23 Ωργισμένος ο Λαβαν επήρε μαζή του τους συγγενείς
του, κατεδίωξε τον Ιακώβ επί επτά ημέρας και τον επρόφθασεν στο όρος Γαλαάδ.
Γεν. 31,24 ἦλθε δὲ
ὁ Θεὸς πρὸς Λάβαν τὸν Σύρον καθ᾿ ὕπνον
τὴν νύκτα καὶ εἶπεν αὐτῷ· φύλαξε σεαυτόν,
μήποτε λαλήσῃς μετὰ Ἰακὼβ πονηρά.
Γεν. 31,24 Ο Θεός όμως παρουσιάσθη στον ύπνον κατά την νύκτα
προς τον Λαβαν και του είπε· “φυλάξου, μήπως τυχόν και είπης απειλητικά και
εχθρικά λόγια προς τον Ιακώβ”.
Γεν. 31,25 καὶ κατέλαβε
Λάβαν τὸν Ἰακώβ· Ἰακὼβ δὲ ἔπηξε
τὴν σκηνὴν αὐτοῦ ἐν τῷ ὄρει·
Λάβαν δὲ ἔστησε τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ
ἐν τῷ ὄρει Γαλαάδ.
Γεν. 31,25 Κατέφθασεν ο Λαβαν τον Ιακώβ. Ο Ιακώβ είχε στήσει
την σκηνήν του στο όρος Γαλαάδ, και ο Λαβαν κατεσκήνωσε τους συγγενείς του
στο ίδιον όρος.
Γεν. 31,26 εἶπε δὲ
Λάβαν τῷ Ἰακώβ· τί ἐποίησας; ἱνατί κρυφῇ
ἀπέδρας καὶ ἐκλοποφόρησάς με καὶ ἀπήγαγες
τὰς θυγατέρας μου ὡς αἰχμαλώτιδας μαχαίρᾳ;
Γεν. 31,26 Είπε δε ο Λαβαν στον Ιακώβ· “τι είναι αυτό που
έκαμες; Διατί εδραπέτευσες κρυφίως και με έκλεψες και απήγαγες μαζή σου τας
θυγατέρας μου, ως εάν συνέλαβες αυτάς αιχμαλώτους εις πόλεμον;
Γεν. 31,27 καὶ εἰ
ἀνήγγειλάς μοι, ἐξαπέστειλα ἄν σε μετ᾿
εὐφροσύνης καὶ μετὰ μουσικῶν καὶ τυμπάνων
καὶ κιθάρας,
Γεν. 31,27 Εάν μου έλεγες ότι είχες αποφασίσει να φύγης, θα
σε προέπεμπα με χαράν, με μουσικά όργανα, με τύμπανα και με κιθάρας.
Γεν. 31,28 καὶ οὐκ
ἠξιώθην καταφιλῆσαι τὰ παιδία μου καὶ τὰς
θυγατέρας μου. νῦν δὲ ἀφρόνως ἔπραξας.
Γεν. 31,28 Ετσι όμως που έφυγες, δεν αξιώθηκα να φιλήσω τα
εγγόνια μου και τας θυγατέρας μου. Ενήργησες λοιπόν κατά ένα τρόπον
απερίσκεπτον και προσβλητικόν δι' εμέ.
Γεν. 31,29 καὶ νῦν
ἰσχύει ἡ χείρ μου κακοποιῆσαί σε· ὁ δὲ
Θεὸς τοῦ πατρός σου ἐχθὲς εἶπε πρός με
λέγων· φύλαξε σεαυτόν, μή ποτε λαλήσῃς μετὰ
Ἰακὼβ πονηρά.
Γεν. 31,29 Και τώρα έως την δύναμιν να σε τιμωρήσω. Δεν σου
κάμνω όμως κανένα κακόν, διότι ο Θεός του πατρός σου μου ώμιλησε χθες λέγων·
Φυλάξου μήπως τυχόν είπης λόγια εχθρικά και απειλητικά εναντίον του Ιακώβ.
Γεν. 31,30 νῦν οὖν
πεπόρευσαι· ἐπιθυμίᾳ γὰρ ἐπεθύμησας
ἀπελθεῖν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός
σου· ἱνατί ἔκλεψας τοὺς θεούς μου;
Γεν. 31,30 Αλλά πολύ καλά· τώρα έχεις πλέον αναχωρήσει, διότι
σφοδρώς επεθύμησες να επιστρέψης στον οίκον του πατρός σου. Διατί όμως
έκλεψες τα αγαλμάτια των θεών μου;”
Γεν. 31,31 ἀποκριθεὶς
δὲ Ἰακὼβ εἶπε τῷ Λάβαν· ὅτι
ἐφοβήθην· εἶπα γάρ· μή ποτε ἀφέλῃς
τὰς θυγατέρας σου ἀπ᾿ ἐμοῦ καὶ πάντα
τὰ ἐμά.
Γεν. 31,31 Απεκρίθη ο Ιακώβ και είπεν στον Λαβαν· “ανεχώρησα
κρυφίως, διότι εφοβήθηκα. Εσκέφθηκα ότι, εάν σου ανεκοίνωνα την αναχώρησίν
μου, ίσως συ θα μου κρατούσες τας θυγατέρας σου και όλα τα υπάρχοντά μου.
Γεν. 31,32 καὶ εἶπεν
Ἰακώβ· παρ᾿ ᾧ ἂν εὕρῃς τοὺς θεούς
σου, οὐ ζήσεται ἐναντίον τῶν ἀδελφῶν
ἡμῶν· ἐπίγνωθι τί ἐστι παρ᾿
ἐμοὶ τῶν σῶν καὶ λαβέ. καὶ οὐκ
ἐπέγνω παρ᾿ αὐτῷ οὐδέν. οὐκ ᾔδει
δὲ Ἰακώβ, ὅτι Ῥαχὴλ ἡ γυνὴ
αὐτοῦ ἔκλεψεν αὐτούς.
Γεν. 31,32 Ως προς δε την κλοπήν των αγαλματίων σου, είπεν ο
Ιακώβ, σου λέγω τούτο ότι δεν θα ζήση αλλά θα φονευθή ενώπιον όλων ημών
εκείνος, στον οποίον θα εύρης τους θεούς σου. Ερεύνησε λοιπόν, τι από τα
ιδικά σου πράγματα υπάρχει μεταξύ εκείνων, που μου ανήκουν, και πάρε τα”.
Ελεγε δε αυτά ο Ιακώβ, διότι δεν εγνώριζεν ότι η σύζυγός του η Ραχήλ είχε
κλέψει τα ειδωλολατρικά αγαλματάκια.
Γεν. 31,33 εἰσελθὼν
δὲ Λάβαν ἠρεύνησεν εἰς τὸν οἶκον Λείας
καὶ οὐχ εὗρεν· καὶ ἐξῆλθεν ἐκ
τοῦ οἴκου Λείας καὶ ἠρεύνησε τὸν οἶκον
Ἰακὼβ καὶ ἐν τῷ οἴκῳ τῶν δύο
παιδισκῶν καὶ οὐχ εὗρεν. εἰσῆλθε δὲ
καὶ εἰς τὸν οἶκον Ῥαχήλ.
Γεν. 31,33 Εισήλθεν ο Λαβαν εις την σκηνήν της Λείας,
ηρεύνησε και δεν ευρήκε τίποτε. Εξήλθεν από την σκηνήν της Λείας, ηρεύνησε
την σκηνήν του Ιακώβ, όπως επίσης και την σκηνήν των δυό θεραπαινίδων, και
σκηνήν της Ραχήλ, όπου επίσης δεν ευρήκε τίποτε,
Γεν. 31,34 Ῥαχὴλ
δὲ ἔλαβε τὰ εἴδωλα καὶ ἐνέβαλεν αὐτὰ εἰς τὰ σάγματα τῆς καμήλου καὶ
ἐπεκάθισεν αὐτοῖς.
Γεν. 31,34 διότι η Ραχήλ επήρε τα ειδωλολατρικά αγαλμάτια, τα
ετοποθέτησεν στο σάγμα της καμήλου, εκάθισεν επάνω εις αυτό,
Γεν. 31,35 καὶ εἶπε
τῷ πατρὶ αὐτῆς· μὴ βαρέως φέρε,
κύριε· οὐ δύναμαι ἀναστῆναι ἐνώπιόν σου,
ὅτι τὰ κατ᾿ ἐθισμὸν τῶν γυναικῶν
μοι ἐστίν· ἠρεύνησε δὲ Λάβαν ἐν ὅλῳ
τῷ οἴκῳ καὶ οὐχ εὗρε τὰ
εἴδωλα.
Γεν. 31,35 και είπεν στον πατέρα της· “μη οργισθής εναντίον
μου, κύριε, που κάθομαι. Δεν ημπορώ να σηκωθώ ενώπιόν σου, διότι μου
συμβαίνουν τα συνήθη εις τας γυναίκας φαινόμενα”. Ο Λαβαν έφυγεν από αυτήν,
ηρεύνησεν όλην την σκηνήν και δεν ευρήκε τα είδωλα.
Γεν. 31,36 ὠργίσθη
δὲ Ἰακὼβ καὶ ἐμαχέσατο τῷ Λάβαν·
ἀποκριθεὶς δὲ Ἰακὼβ εἶπε τῷ
Λάβαν· τί τὸ ἀδίκημά μου καὶ τί τὸ
ἁμάρτημά μου, ὅτι κατεδίωξας ὀπίσω μου
Γεν. 31,36 Ωργίσθη τότε ο Ιακώβ και απηύθυνε δριμείας φράσεις
εναντίον του Λαβαν. Του είπεν· “ποιό είναι λοιπόν το αδίκημά μου και ποιό
είναι το αμάρτημά μου, ένεκα του οποίου με εκυνήγησες έως εδώ;
Γεν. 31,37 καὶ ὅτι
ἠρεύνησας πάντα τὰ σκεύη τοῦ οἴκου μου; τί
εὗρες ἀπὸ πάντων τῶν σκευῶν τοῦ
οἴκου σου; θές ὧδε ἐνώπιον τῶν ἀδελφῶν
σου καὶ τῶν ἀδελφῶν μου, καὶ ἐλεγξάτωσαν
ἀνὰ μέσον τῶν δύο ἡμῶν.
Γεν. 31,37 Ηρεύνησες όλα τα πράγματα των σκηνών μου, τι από
τα ιδικά σου σκεύη ευρήκες εις τα πράγματά μου; Ειπέ εδώ ενώπιον των ιδικών
σου και των ιδικών μου ανθρώπων τα παράπονά σου. Ας κρίνουν και ας δικάσουν
αυτοί μεταξύ μας.
Γεν. 31,38 ταῦτά μοι
εἴκοσιν ἔτη ἐγώ εἰμι μετὰ σοῦ·
τὰ πρόβατά σου καὶ αἱ αἶγές σου οὐκ
ἠτεκνώθησαν· κριοὺς τῶν προβάτων σου οὐ
κατέφαγον·
Γεν. 31,38 Εγώ είκοσιν ολόκληρα έτη έμεινα και ειργάσθην μαζή
σου. Τα πρόβατά σου και τα γίδια σου δεν έμειναν στείρα, αλλά
επολλαπλασιάσθησαν. Τους κριους και τα πρόβατά σου δεν έφαγον.
Γεν. 31,39 θηριάλωτον οὐκ
ἐνήνοχά σοι, ἐγὼ ἀπετίννυον παρ᾿
ἐμαυτοῦ κλέμματα ἡμέρας καὶ κλέμματα νυκτός·
Γεν. 31,39 Δεν σου έφερα ποτέ πρόβατον κατασπαραχθέν από τα
θηρία, διότι εφύλαττα άγρυπνος τα κοπάδια σου. Επλήρωνα από τα ιδικά μου κάθε
τι, που συνέβαινε να κλαπή είτε ημέραν είτε νύκτα.
Γεν. 31,40 ἐγενόμην
τῆς ἡμέρας συγκαιόμενος τῷ καύματι καὶ τῷ
παγετῷ τῆς νυκτός, καὶ ἀφίστατο ὁ ὕπνος
μου ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν μου.
Γεν. 31,40 Δια να φυλάσσω τα πρόβατά σου, εφλογιζόμουν κατά
το διάστημα της ημέρας από το καύμα του ηλίου και κατά την νύκτα εξεπάγιαζα
από το ψύχος και έφευγεν ο ύπνος από τα μάτια μου.
Γεν. 31,41 ταῦτά μοι
εἴκοσιν ἔτη ἐγώ εἰμι ἐν τῇ
οἰκίᾳ σου· ἐδούλευσά σοι δεκατέσσαρα ἔτη
ἀντὶ τῶν δύο θυγατέρων σου καὶ ἓξ ἔτη
ἐν τοῖς προβάτοις σου, καὶ παρελογίσω τὸν μισθόν μου
δέκα ἀμνάσιν.
Γεν. 31,41 Ολα αυτά τα είκοσιν έτη με τέτοιαν πίστιν και
αφοσίωσιν έμεινα και εδούλευσα εις σέ. Δέκα τέσσαρα έτη σε εδούλευσα δια τας
δύο θυγατέρας σου και εξ έτη δια τα πρόβατά σου. Και παρ' όλα αυτά συ δια τον
μισθόν της ποιμάνσεως των προβάτων σου με ηπάτησες και μου έδωσες δέκα,
ελάχιστα δηλαδή, πρόβατα.
Γεν. 31,42 εἰ μὴ
ὁ Θεὸς τοῦ πατρός μου Ἁβραὰμ καὶ ὁ
φόβος Ἰσαὰκ ἦν μοι, νῦν ἂν κενόν με
ἐξαπέστειλας· τὴν ταπείνωσίν μου καὶ τὸν κόπον τῶν
χειρῶν μου εἶδεν ὁ Θεὸς καὶ ἤλεγξέ σε
ἐχθές.
Γεν. 31,42 Εάν δε δεν ήτο μαζή μου ο Θεός του πάππου μου
Αβραάμ, ο Θεός τον οποίον εφοβείτο ο πατήρ μου Ισαάκ, θα με έδιωχνες με
αδειανά τα χέρια. Την αδικίαν σου όμως αυτήν και τον κόπον των χειρών μου
είδεν ο Θεός. Δι' αυτό και σε ήλεγξε χθές”.
Η συμφωνία μεταξύ Ιακώβ και Λάβαν
Γεν. 31,43 ἀποκριθεὶς
δὲ Λάβαν εἶπε τῷ Ἰακώβ· αἱ θυγατέρες
θυγατέρες μου, καὶ οἱ υἱοὶ υἱοί μου, καὶ
τὰ κτήνη κτήνη μου, καὶ πάντα, ὅσα σὺ
ὁρᾷς, ἐμά ἐστι καὶ τῶν θυγατέρων
μου· τί ποιήσω ταύταις σήμερον ἢ τοῖς τέκνοις
αὐτῶν, οἷς ἔτεκον;
Γεν. 31,43 Εντροπιασμένος ο Λαβαν, και θέλων να δικαιολογηθή
είπεν στον Ιακώβ· “αι θυγατέρες σου είναι θυγατέρες μου, τα παιδιά σου παιδιά
μου, τα κτήνη σου κτήνη μου και όλα όσα συ βλέπεις είναι ιδικά μου και των
θυγατέρων μου. Τι λοιπόν κακόν ημπορώ να κάμω εγώ σήμερον εις αυτάς, και εις
τα εγγόνια μου, τα οποία αυταί εγέννησαν;
Γεν. 31,44 νῦν οὖν
δεῦρο διαθώμεθα διαθήκην ἐγώ τε καὶ σύ, καὶ
ἔσται εἰς μαρτύριον ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ
σοῦ, εἶπε δὲ αὐτῷ· ἰδοὺ
οὐδεὶς μεθ᾿ ἡμῶν ἐστιν, ἰδέ,
ὁ Θεὸς μάρτυς ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ
σοῦ.
Γεν. 31,44 Ελα λοιπόν και ας κάμωμεν μίαν επίσημον συμφωνίαν
εγώ και συ, η οποία θα μένη ως τρανή μαρτυρία φιλίας μεταξύ εμού και σου”.
Προσέθεσεν ακόμη ο Λαβαν· “ιδού κανένας μάρτυς δεν υπάρχει μεταξύ μας, αλλά
ως μάρτυς υπάρχει μεταξύ εμού και σου ο Θεός”.
Γεν. 31,45 λαβὼν δὲ
Ἰακὼβ λίθον ἔστησεν αὐτὸν στήλην.
Γεν. 31,45 Επήρεν λοιπόν ο Ιακώβ ένα λίθον τον έστησεν ως
αναμνηστικήν στήλην της συμφωνίας,
Γεν. 31,46 εἶπε δὲ
Ἰακὼβ τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ·
συλλέγετε λίθους. καὶ συνέλεξαν λίθους καὶ ἐποίησαν βουνόν,
καὶ ἔφαγον ἐκεῖ ἐπὶ τοῦ
βουνοῦ.
Γεν. 31,46 και είπεν στους ανθρώπους του· “συλλέξατε λίθους”.
Εκείνοι συνέλεξαν λίθους και έκαμαν σωρόν. Πλησίον δε αυτού του σωρού έφαγον
ο Ιακώβ και ο Λαβαν και οι άνθρωποί των εις πίστωσιν της φιλίας των.
Γεν. 31,47 καὶ εἶπεν
αὐτῷ Λάβαν· ὁ βουνὸς οὗτος μαρτυρεῖ
ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ σήμερον.
Γεν. 31,47 Είπε δε ο Λαβαν προς τον Ιακώβ· “ο σωρός αυτός των
λίθων είναι μάρτυς της συμφωνίας, η οποία συνήφθη σήμερον μεταξύ εμού και
σου”.
Γεν. 31,48 καὶ
ἐκάλεσεν αὐτὸν Λάβαν Βουνὸς τῆς μαρτυρίας.
Ἰακὼβ δὲ ἐκάλεσεν αὐτὸν Βουνὸς
μάρτυς. εἶπε δὲ Λάβαν τῷ Ἰακώβ· ἰδοὺ
ὁ Βουνὸς οὗτος καὶ ἡ στήλη, ἣν
ἔστησα ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ,
μαρτυρεῖ ὁ βουνὸς οὗτος, καὶ μαρτυρεῖ
ἡ στήλη αὕτη· διὰ τοῦτο ἐκλήθη τὸ
ὄνομα αὐτοῦ, Βουνὸς μαρτυρεῖ.
Γεν. 31,48 Ωνόμασε δε ο Λαβαν τον σωρόν αυτόν “Βουνόν της
μαρτυρίας”, ο δε Ιακώβ τον ωνόμαοε “Βουνός μάρτυς”. Είπε δε Λαβαν στον Ιακώβ·
“ιδού, ο σωρός αυτός και η στήλη, την οποίαν έστησα μεταξύ εμού και σου,
είναι μάρτυς της συμφωνίας, την οποίαν εκλείσαμεν εδώ”. Δια τούτο ωνομάσθη ο
τόπος εκείνος “Βουνός μαρτυρεί” (Γαλαάδ).
Γεν. 31,49 καὶ ἡ
Ὅρασις, ἣν εἶπεν· ἐπίδοι ὁ Θεὸς
ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ, ὅτι
ἀποστησόμεθα ἕτερος ἀφ᾿ ἑτέρου.
Γεν. 31,49 “Το βλέμμα του Θεού είναι επάνω μας”. Και είπεν ο
Λαβαν στον Ιακώβ· “είθε να ίδη και να κρίνη ο Θεός την διαγωγήν, που θα
δείξωμεν ο ένας απέναντι του αλλού, διότι μετ' ολίγον θα χωρίσωμεν ο ένας από
τον άλλον.
Γεν. 31,50 εἰ ταπεινώσεις
τὰς θυγατέρας μου, εἰ λήψῃ γυναῖκας πρὸς
ταῖς θυγατράσι μου, ὅρα, οὐδεὶς μεθ᾿
ἡμῶν ἐστιν ὁρῶν· Θεὸς μάρτυς
μεταξὺ ἐμ’ῦ καὶ μεταξὺ σοῦ.
Γεν. 31,50 Πρόσεξε, μήπως κακομεταχειρισθής τας θυγατέρας
μου, μήπως τυχόν και λάβης άλλας συζύγους κοντά εις αυτάς. Πρόσεξε ! Κανείς
δεν υπάρχει μεταξύ μας ως μάρτυς, ο οποίος μας βλέπει. Ο Θεός μόνον είναι
μάρτυς μεταξύ εμού και σου και Εκείνος θα σε τιμωρήση, εάν παραβής την
συμφωνίαν μας
Γεν. 31,51 καὶ εἶπε
Λάβαν τῷ Ἰακώβ· ἰδοὺ ὁ βουνὸς
οὗτος καὶ μάρτυς ἡ στήλη αὕτη.
Γεν. 31,51 Είπεν ακόμη ο Λαβαν στον Ιακώβ· “ιδού ο σωρός
αυτός των λίθων και η στήλη αυτή είναι μάρτυρες της συμφωνίας μας,
Γεν. 31,52 ἐὰν τε
γὰρ ἐγὼ μὴ διαβῶ πρὸς σὲ μηδὲ
σὺ διαβῇς πρός με τὸν βουνὸν τοῦτον καὶ
τὴν στήλην ταύτην ἐπὶ κακίᾳ,
Γεν. 31,52 ότι ούτε εγώ θα διαβώ πρυς το μέρος σου εναντίον
σου ούτε και συ θα περάσης τον σωρόν αυτόν και την στήλην αυτήν με εχθρικάς
διαθέσεις εναντίον μου.
Γεν. 31,53 ὁ Θεὸς
Ἁβραὰμ καὶ ὁ Θεὸς Ναχὼρ κρινεῖ
ἀνὰ μέσον ἡμῶν.
Γεν. 31,53 Ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ναχώρ θα είναι
κριτής μεταξύ μας”.
Γεν. 31,54 καὶ
ὤμοσεν Ἰακὼβ κατὰ τοῦ φόβου τοῦ
πατρὸς αὐτοῦ Ἰσαάκ, καὶ ἔθυσε θυσίαν
ἐν τῷ ὄρει καὶ ἐκάλεσε τοὺς
ἀδελφοὺς αὐτοῦ, καὶ ἔφαγον καὶ
ἔπιον καὶ ἐκοιμήθησαν ἐν τῷ ὄρει.
Γεν. 31,54 Και ωρκίσθη ο Ιακώβ ενώπιον του Θεού, τον οποίον
επίστευε και εσέβετο ο πατήρ του Ισαάκ, προσέφερε θυσίαν στο όρος εκείνο,
προσεκάλεσε τους ιδικούς του και έφαγον και έπιον και εκοιμήθησαν στο όρος
εκείνο.
Γεν. 31,55 ἀναστὰς
δὲ Λάβαν τὸ πρωΐ κατεφίλησε τοὺς υἱοὺς καὶ
τὰς θυγατέρας αὐτοῦ καὶ εὐλόγησεν αὐτούς,
καὶ ἀποστραφεὶς Λάβαν ἀπῆλθεν εἰς
τὸν τόπον αὐτοῦ.
Γεν. 31,55 Το πρωϊ ήγερθη ο Λαβαν, κατεφίλησε τα εγγόνια του
και τας θυγατέρας του, τους ηυχήθη και επιστρέψας επανήλθεν στον τόπον του.
|