ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΓΕΝΕΣΙΣ- ΚΕΦ. 1-5

 

 

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΙΩΣΗΦ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 37- Ο ΙΩΣΗΦ ΚΑΙ Τ' ΑΔΕΡΦΙΑ ΤΟΥ

Ο ΙΩΣΗΦ ΠΟΥΛΙΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ

                                     Ο Ιωσήφ και τα αδέρφια του

Γεν. 37,1           Κατῴκει δὲ Ἰακὼβ ἐν τῇ γῇ, οὗ παρώκησεν ὁ πατὴρ αὐτοῦ, ἐν γῇ Χαναάν.

Γεν. 37,1                    Ο Ιακώβ έμενεν εις την χώραν, όπου και ο πατήρ του ο Ισαάκ είχε παροικήσει, δηλαδή εις την Χαναάν.

Γεν. 37,2           αὗται δὲ αἱ γενέσεις Ἰακώβ· Ἰωσὴφ δὲ δέκα καὶ ἑπτὰ ἐτῶν ἦν, ποιμαίνων τὰ πρόβατα τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ, ὢν νέος, μετὰ τῶν υἱῶν Βαλλᾶς καὶ μετὰ τῶν υἱῶν Ζελφᾶς τῶν γυναικῶν τοῦ πατρὸς αὐτοῦ· κατήνεγκαν δὲ Ἰωσὴφ ψόγον πονηρὸν πρὸς Ἰσραὴλ τὸν πατέρα αὐτῶν.

Γεν. 37,2                   Αυτή δε είναι εν συνεχεία η ιστορία της οικογενείας του Ιακώβ. Ο Ιωσήφ εις ηλικίαν δέκα επτά ετών, έφηβος, έβοσκε τα πρόβατα του πατρός του, μαζή με τους αδελφούς του, τους υιούς τους οποίους είχεν αποκτήσει ο ποτήρ του εκ της Βαλλάς και Ζελφάς. Εκείνοι διέβαλαν τον Ιωσήφ προς τον πατέρα των, ότι δήθεν είχε διαπράξει κάποιο μεγάλο αμάρτημα.

Γεν. 37,3           Ἰακὼβ δέ ἠγάπα τὸν Ἰωσὴφ παρὰ πάντας τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ, ὅτι υἱὸς γήρως ἦν αὐτῷ· ἐποίησε δὲ αὐτῷ χιτῶνα ποικίλον.

Γεν. 37,3                   Ο Ιακώβ όμως αγαπούσε τον Ιωσήφ περισσότερον από όλα τα αλλά παιδιά του, και δια τον λόγον ότι ήτο υιός γεννηθείς κατά το γήρας αυτού. Από την αγάπην δε αυτήν κινούμενος του κατεσκεύασεν ένα πολύχρωμον χιτώνα.

Γεν. 37,4           ἰδόντες δὲ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, ὅτι αὐτὸν ὁ πατὴρ φιλεῖ ἐκ πάντων τῶν υἱῶν αὐτοῦ, ἐμίσησαν αὐτὸν καὶ οὐκ ἠδύναντο λαλεῖν αὐτῷ οὐδὲν εἰρηνικόν.

Γεν. 37,4                   Οταν οι αδελφοί του είδον ότι ο πατέρας των αγαπά περισσότερον από όλα τα αλλά παιδιά του τον Ιωσήφ, τον εφθόνησαν και τον εμίσησαν. Δεν ήθελαν να έχουν με αυτόν σχέσεις αδελφικής αγάπης και εξ αιτίας του φθόνου των δεν ημπορούσαν να ομιλήσουν προς αυτόν τίποτε το ειρηνικόν και φιλικόν.

Γεν. 37,5           Ἐνυπνιασθεὶς δὲ Ἰωσὴφ ἐνύπνιον ἀπήγγειλεν αὐτὸ τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ.

Γεν. 37,5                   Καποτε ο Ιωσήφ είδεν ένα παράδοξον όνειρον, το οποίον και ανέφερεν στους αδελφούς του.

Γεν. 37,6           καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἀκούσατε τοῦ ἐνυπνίου τούτου, οὗ ἐνυπνιάσθην·

Γεν. 37,6                   Είπεν εις αυτούς· “ακούσατε αυτό το όνειρον, το οποίον είδα απόψε στον ύπνον μου.

Γεν. 37,7           ᾤμην ὑμᾶς δεσμεύειν δράγματα ἐν μέσῳ τῷ πεδίῳ, καὶ ἀνέστη τὸ ἐμὸν δράγμα καὶ ὠρθώθη, περιστραφέντα δὲ τὰ δράγματα ὑμῶν προσεκύνησαν τὸ ἐμὸν δράγμα.

Γεν. 37,7                   Μου εφαίνετο ότι σεις εδένατε δεμάτια από στάχυα στο μέσον των χωραφιών της πεδιάδος. Εσηκώθη το ιδικόν μου δέμα και έμεινεν όρθιον, τα δε ιδικά σας δεμάτια εστράφησαν προς το ιδικόν μου δεμάτι και το επροσκύνησαν”.

Γεν. 37,8           εἶπαν δὲ αὐτῷ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ· μὴ βασιλεύων βασιλεύσεις ἐφ᾿ ἡμᾶς ἢ κυριεύων κυριεύσεις ἡμῶν; καὶ προσέθεντο ἔτι μισεῖν αὐτὸν ἕνεκεν τῶν ἐνυπνίων αὐτοῦ καὶ ἕνεκεν τῶν ῥημάτων αὐτοῦ.

Γεν. 37,8                   Απήντησαν δε εις αυτόν οι αδελφοί του· “μήπως θα γίνης βασιλεύς, δια να βασιλεύσης επάνω μας η κύριος και αφέντης μας;” Εξ αιτίας του ονείρου αυτού και των λόγων, που τους είπε, τον εμίσησαν ακόμη περισσότερον.

Γεν. 37,9           εἶδε δὲ ἐνύπνιον ἕτερον καὶ διηγήσατο αὐτῷ τῷ πατρὶ αὐτοῦ καὶ τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ, καὶ εἶπεν· ἰδοὺ ἐνυπνιασάμην ἐνύπνιον ἕτερον, ὥσπερ ὁ ἥλιος καὶ ἡ σελήνη καὶ ἕνδεκα ἀστέρες προσεκύνουν με.

Γεν. 37,9                   Είδεν όμως και ένα άλλο όνειρον, το οποίον διηγήθη στον πατέρα και τους αδελφούς του, και είπεν· “ιδού εις ένα άλλο όνειρον, που είδον, μου εφάνη ως εάν ο ήλιος και η σελήνη και ένδεκα αστέρες με προσκυνούσαν”.

Γεν. 37,10          καὶ ἐπετίμησεν αὐτῷ ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· τί τὸ ἐνύπνιον τοῦτο, ὃ ἐνυπνιάσθης; ἆρά γε ἐλθόντες ἐλευσόμεθα ἐγώ τε καὶ ἡ μήτηρ σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου προσκυνῆσαί σοι ἐπὶ τὴν γῆν;

Γεν. 37,10                 Ο πατήρ του τον επέπληξε (διότι έσπευσε να ανακοινώση και αυτό το όνειρον) και του είπε· “τι νομίζεις ότι σημαίνει αυτό το όνειρον, που είδες; Μηπως θέλεις να πης ότι εγώ, η μητέρα σου και οι αδελφοί σου θα έλθωμεν να σε προσκυνήσωμεν μέχρις εδάφους;”

Γεν. 37,11          ἐζήλωσαν δὲ αὐτὸν οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, ὁ δὲ πατὴρ αὐτοῦ διετήρησε τὸ ῥῆμα.

Γεν. 37,11                  Και δια τον λόγον αυτόν οι αδελφοί του τον εφθόνησαν ακόμη περισσότερον. Αλλά ο πατήρ εφύλαξε μέσα εις την καρδιά του τα λόγια αυτά του Ιωσήφ.

 

                                    Ο Ιωσήφ πουλιέται στην Αίγυπτο

Γεν. 37,12          Ἐπορεύθησαν δὲ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ βόσκειν τὰ πρόβατα τοῦ πατρὸς αὐτῶν εἰς Συχέμ.

Γεν. 37,12                 Κατά τας ημέρας εκείνας μετέβησαν οι αδελφοί του Ιωσήφ να βοσκήσουν τα πρόβατα του πατρός των εις την περιοχήν της Συχέμ.

Γεν. 37,13          καὶ εἶπεν Ἰσραὴλ πρὸς Ἰωσήφ· οὐχὶ οἱ ἀδελφοί σου ποιμαίνουσιν εἰς Συχέμ; δεῦρο ἀποστείλω σε πρὸς αὐτούς. εἶπε δὲ αὐτῷ· ἰδοὺ ἐγώ.

Γεν. 37,13                 Ο Ιακώβ (έπειτα ίσως από μερικάς εβδομάδας) είπε προς τον Ιωσήφ· “οι αδελφοί σου δεν βόσκουν τα πρόβατα εις την Συχέμ; Λοιπόν θα σε στείλω προς αυτούς”. “Είμαι πρόθυμος να μεταβώ” είπεν ο Ιωσήφ.

Γεν. 37,14          εἶπε δὲ αὐτῷ Ἰσραήλ· πορευθεὶς ἰδέ, εἰ ὑγιαίνουσιν οἱ ἀδελφοί σου καὶ τὰ πρόβατα, καὶ ἀνάγγειλόν μοι. καὶ ἀπέστειλεν αὐτὸν ἐκ τῆς κοιλάδος τῆς Χεβρών, καὶ ἦλθεν εἰς Συχέμ.

Γεν. 37,14                 Είπε δε προς αυτόν ο Ιακώβ· “πήγαινε εκεί να ιδής, εάν είναι καλά εις την υγείαν των οι αδελφοί σου, πως είναι τα πρόβατα και έλα κατόπιν να με πληροφορήσης”. Εστειλε δε αυτόν από την κοιλάδα της Χεβρών, εις την οποίαν έμενε, και ο Ιωσήφ μετέβη εις την Συχέμ.

Γεν. 37,15          καὶ εὗρεν αὐτὸν ἄνθρωπος πλανώμενον ἐν τῷ πεδίῳ· ἠρώτησε δὲ αὐτὸν ὁ ἄνθρωπος λέγων· τί ζητεῖς;

Γεν. 37,15                 Καθώς περιεπλανάτο εις την πεδιάδα της Συχέμ τον συνήντησε κάποιος άνθρωπος και τον ηρώτησε· “τι ζητείς εδώ;”

Γεν. 37,16          ὁ δὲ εἶπε· τοὺς ἀδελφούς μου ζητῶ· ἀπάγγειλόν μοι, ποῦ βόσκουσιν.

Γεν. 37,16                 Εκείνος απήντησε· “ζητώ να εύρω τους αδελφούς μου. Πές μου, εάν γνωρίζης που βόσκουν τα πρόβατα”.

Γεν. 37,17          εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ ἄνθρωπος· ἀπῄρκασιν ἐντεῦθεν, ἤκουσα γὰρ αὐτῶν λεγόντων· πορευθῶμεν εἰς Δωθαείμ. καὶ ἐπορεύθη Ἰωσὴφ κατόπισθεν τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ καὶ εὗρεν αὐτοὺς ἐν Δωθαείμ.

Γεν. 37,17                 Ο άνθρωπος εκείνος του είπεν· “έχουν αναχωρήσει από εδώ, διότι τους ήκουσα να λέγουν ότι θα πορευθούν εις Δωθαείμ”. Και ο Ιωσήφ μετέβη προς την κατεύθυνσιν των αδελφών του και τους ευρήκε πράγματι εις την Δωθαείμ.

Γεν. 37,18          προεῖδον δὲ αὐτὸν μακρόθεν πρὸ τοῦ ἐγγίσαι αὐτὸν πρὸς αὐτοὺς καὶ ἐπονηρεύοντο τοῦ ἀποκτεῖναι αὐτόν.

Γεν. 37,18                 Εκείνοι τον είδον από μακράν, πριν όμως πλησιάση προς αυτούς και υπό του φθόνου κινούμενοι εσκέφθησαν πονηρά εναντίον του, εσκέφθησαν δηλαδή και απεφάσισαν να τον φονεύσουν.

Γεν. 37,19          εἶπε δὲ ἕκαστος πρὸς τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ· ἰδοὺ ὁ ἐνυπνιαστὴς ἐκεῖνος ἔρχεται·

Γεν. 37,19                 Είπε δε ο ένας αδελφός προς τον άλλον· “να, έρχεται εκείνος που βλέπει τα όνειρα !

Γεν. 37,20          νῦν οὖν δεῦτε ἀποκτείνωμεν αὐτὸν καὶ ῥίψωμεν αὐτὸν εἰς ἕνα τῶν λάκκων καὶ ἐροῦμεν· θηρίον πονηρὸν κατέφαγεν αὐτόν· καὶ ὀψόμεθα, τί ἔσται τὰ ἐνύπνια αὐτοῦ.

Γεν. 37,20                Λοιπόν, ελάτε τώρα να τον φονεύσωμεν, να τον ρίψωμεν εις ένα από τους λάκκους αυτούς και θα είπωμεν στον πατέρα ότι άγριον θηρίον τον κατέφαγε. Και έτσι θα ιδούμε τι θα πουν τα όνειρά του και ποιά θα είναι η αξία των”!

Γεν. 37,21          ἀκούσας δὲ Ῥουβὴν ἐξείλετο αὐτὸν ἐκ τῶν χειρῶν αὐτῶν καὶ εἶπεν· οὐ πατάξωμεν αὐτὸν εἰς ψυχήν.

Γεν. 37,21                 Ο Ρουβήν, ο πρωτότοκος, όταν ήκουσε τας πονηράς αυτάς αποφάσεις των αδελφών του, εγλύτωσε τον Ιωσήφ από τα αδελφοκτόνα χέρια των ειπών· “ποτε να μη φθάσωμεν μέχρι του σημείου, ώστε να του αφαιρέσωμεν την ζωήν.

Γεν. 37,22          εἶπε δὲ αὐτοῖς Ῥουβήν· μὴ ἐκχέητε αἷμα· ἐμβάλλετε αὐτὸν εἰς ἕνα τῶν λάκκων τούτων τῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ, χεῖρα δὲ μὴ ἐπενέγκητε αὐτῷ· ὅπως ἐξέληται αὐτὸν ἐκ τῶν χειρῶν αὐτῶν καὶ ἀποδῷ αὐτὸν τῷ πατρὶ αὐτοῦ.

Γεν. 37,22                Μη θελήσετε να χύσετε αδελφικόν αίμα. Ριψατε καλύτερα αυτόν εις ένα από αυτούς τους λάκκους της έρημου και μη απλώσετε το χέρι σας εναντίον του”. Αυτός δε τα έλεγε με τον σκοπόν να σώση τον Ιωσήφ από τα χέρια των, να τον ανασύρη κρυφίως από τον λάκκον και να τον αποδώση σώον στον πατέρα των.

Γεν. 37,23          ἐγένετο δὲ ἡνίκα ἦλθεν Ἰωσὴφ πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ, ἐξέδυσαν Ἰωσὴφ τὸν χιτῶνα τὸν ποικίλον τὸν περὶ αὐτόν

Γεν. 37,23                 Συνέβησαν δε τα πράγματα ως εξής· Οταν ήλθεν ο Ιωσήφ στους αδελφούς του, εκείνοι του αφήρεσαν τον ποικιλόχρωμον χιτώνα, που εφορούσε.

Γεν. 37,24          καὶ λαβόντες αὐτόν ἔῤῥιψαν εἰς τὸν λάκκον· ὁ δὲ λάκκος κενός, ὕδωρ οὐκ εἶχεν.

Γεν. 37,24                Επειτα τον επήραν και τον έρριψαν εις ένα λάκκον. Ο λάκκος ήτο ξηρός, δεν είχε νερό.

Γεν. 37,25          Ἐκάθισαν δὲ φαγεῖν ἄρτον καὶ ἀναβλέψαντες τοῖς ὀφθαλμοῖς εἶδον, καὶ ἰδοὺ ὁδοιπόροι Ἰσμαηλῖται ἤρχοντο ἐκ Γαλαάδ, καὶ αἱ κάμηλοι αὐτῶν ἔγεμαν θυμιαμάτων καὶ ῥητίνης καὶ στακτῆς· ἐπορεύοντο δὲ καταγαγεῖν εἰς Αἴγυπτον.

Γεν. 37,25                 Καθώς όμως εκάθισαν να φάγουν εσήκωσαν τα μάτια των και, να, είδον ότι ταξιδιώται Ισμαηλίται ήρχοντο από την χώραν Γαλαάδ με τας καμήλους των φορτωμένος από θυμιάματα, από ρητινώδη και αρωματώδη είδη. Επορεύοντο δέ, να φθάσουν εις την Αίγυπτον, δια να πωλήσουν το εμπόρευμά των.

Γεν. 37,26          εἶπε δὲ Ἰούδας πρὸς τούς ἀδελφοὺς αὐτοῦ· τί χρήσιμον, ἐὰν ἀποκτείνωμεν τὸν ἀδελφὸν ἡμῶν καὶ κρύψωμεν τὸ αἷμα αὐτοῦ;

Γεν. 37,26                Είπε τότε ο Ιούδας προς τους αδελφούς του· “τι έχομεν να ωφεληθώμεν, εάν φονεύσωμεν τον αδελφόν μας και αποκρύψωμεν τον φόνον του;

Γεν. 37,27          δεῦτε ἀποδώμεθα αὐτὸν τοῖς Ἰσμαηλίταις τούτοις, αἱ δὲ χεῖρες ἡμῶν μὴ ἔστωσαν ἐπ᾿ αὐτόν, ὅτι ἀδελφὸς ἡμῶν καὶ σὰρξ ἡμῶν ἐστιν. ἤκουσαν δὲ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ.

Γεν. 37,27                 Ελάτε να τον πωλήσωμεν καλύτερα στους Ισμαηλίτας αυτούς εμπόρους και ας μη απλώσωμεν φονικά τα χέρια μας εναντίον του, διότι είναι αδελφός μας, είναι σαρξ και αίμα μας”. Οι άλλοι αδελφοί εδέχθησαν την πρότασιν αυτήν του Ιούδα.

Γεν. 37,28          καὶ παρεπορεύοντο οἱ ἄνθρωποι οἱ Μαδιηναῖοι ἔμποροι, καὶ ἐξείλκυσαν καὶ ἀνεβίβασαν τὸν Ἰωσὴφ ἐκ τοῦ λάκκου καὶ ἀπέδοντο τὸν Ἰωσὴφ τοῖς Ἰσμαηλίταις εἴκοσι χρυσῶν, καὶ κατήγαγον τὸν Ἰωσὴφ εἰς Αἴγυπτον.

Γεν. 37,28                Οταν δε επλησίασαν οι Μαδιανίται αυτοί έμποροι, οι αδελφοί ανέσυραν και ανέβασαν τον Ιωσήφ από τον λάκκον και τον επώλησαν στους Ισμαηλίτας αντί είκοσι χρυσών νομισμάτων. Εκείνοι δε έφεραν τον Ιωσήφ ως δούλον προς πώλησιν εις την Αίγυπτον.

Γεν. 37,29          ἀνέστρεψε δὲ Ῥουβὴν ἐπὶ τὸν λάκκον καὶ οὐχ ὁρᾷ τὸν Ἰωσὴφ ἐν τῷ λάκκῳ. καὶ διέῤῥηξε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ.

Γεν. 37,29                Ο Ρουβήν, ο οποίος απουσίαζεν, όταν επωλείτο ο αδελφός του, επέστρεψεν στον λάκκον και δεν είδεν εκεί τον Ιωσήφ. Εσχισε τα ενδύματα αυτού από λύπην και αγανάκτησιν,

Γεν. 37,30          καὶ ἐπέστρεψε πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ. καὶ εἶπε· τὸ παιδάριον οὐκ ἔστιν, ἐγὼ δὲ ποῦ πορεύομαι ἔτι;

Γεν. 37,30                 έτρεξε προς τους αδελφούς του και τους είπε· “το παιδάριον Ιωσήφ δεν υπάρχει στον λάκκον. Τι θα γίνω λοιπόν εγώ τώρα, ο πρωτότοκος και υπεύθυνος αδελφός, και που θα υπάγω;”

Γεν. 37,31          Λαβόντες δὲ τὸν χιτῶνα τοῦ Ἰωσὴφ ἔσφαξαν ἔριφον αἰγῶν καὶ ἐμόλυναν τὸν χιτῶνα τῷ αἵματι.

Γεν. 37,31                 Οι αδελφοί έσφαξαν ένα ερίφιον από τα γίδια των, επήραν τον χιτώνα του Ιωσήφ και τον εβούτηξαν μέσα στο αίμα.

Γεν. 37,32          καὶ ἀπέστειλαν τὸν χιτῶνα τὸν ποικίλον καὶ εἰσήνεγκαν τῷ πατρὶ αὐτῶν. καὶ εἶπαν· τοῦτον εὕρομεν, ἐπίγνωθι εἰ χιτὼν τοῦ υἱοῦ σού ἐστιν ἢ οὔ.

Γεν. 37,32                 Με άνθρωπον δε έστειλαν στον Ιακώβ, τον πατέρα αυτών, τον πολύχρωμον χιτώνα και του είπαν· “αυτόν τον χιτώνα τον ευρήκαμεν κάπου εις την πεδιάδα. Εξέτασέ τον, μήπως είναι ο χιτών του παιδιού σου η όχι”.

Γεν. 37,33          καὶ ἐπέγνω αὐτὸν καὶ εἶπε· χιτὼν τοῦ υἱοῦ μού ἐστι· θηρίον πονηρὸν κατέφαγεν αὐτόν, θηρίον ἥρπασε τὸν Ἰωσήφ.

Γεν. 37,33                 Ο Ιακώβ ανεγνώρισεν αμέσως τον χιτώνα του Ιωσήφ και εφώναξεν· “αυτός ο χιτών είναι του παιδιού μου ! Θηρίον άγριον θα κατέφαγε τον Ιωσήφ ! Θηρίον θα τον ήρπασε και θα τον κατεσπάραξε” !

Γεν. 37,34          διέῤῥηξε δὲ Ἰακὼβ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ ἐπέθετο σάκκον ἐπὶ τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ καὶ ἐπένθει τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἡμέρας πολλάς.

Γεν. 37,34                 Γεμάτος δε πόνον ο Ιακώβ έσχισε τα ενδύματα αυτού, έζωσε από την μέσην του τρίχινον σάκκον και επί πολλάς ημέρας εθρηνούσε και έκλαιε τον Ιωσήφ.

Γεν. 37,35          συνήχθησαν δὲ πάντες οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ αἱ θυγατέρες καὶ ἦλθον παρακαλέσαι αὐτόν, καὶ οὐκ ἤθελε παρακαλεῖσθαι λέγων ὅτι· καταβήσομαι πρὸς τὸν υἱόν μου πενθῶν εἰς ᾅδου. καὶ ἔκλαυσεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ.

Γεν. 37,35                 Συνεκεντρώθησαν δε γύρω από αυτόν όλοι οι υιοί του και αι θυγατέρες του και ήλθον να τον παρηγορήσουν. Εκείνος όμως έμενεν απαρηγόρητος. Δεν ήθελε να ακούση λόγους παρηγορίας και έλεγε συνεχώς· “θρηνών και οδυρόμενος θα καταβώ στον άδην, προς τον υιόν μου τον Ιωσήφ”. Και έκλαυσεν αυτόν ο πατήρ αυτού.

Γεν. 37,36          οἱ δὲ Μαδιηναῖοι ἀπέδοντο τὸν Ἰωσὴφ εἰς Αἴγυπτον τῷ Πετεφρῇ τῷ σπάδοντι Φαραώ, ἀρχιμαγείρῳ.

Γεν. 37,36                 Οι δε Μαδιανίται έμποροι, όταν έφθασαν εις την Αίγυπτον, επώλησαν τον Ιωσήφ στον Πετεφρή, τον αυλικόν και αρχιμάγειρον του Φαραώ.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 38- Ο ΙΟΥΔΑΣ ΚΑΙ Η ΘΑΜΑΡ

                                    Ο Ιούδας και η Θάμαρ

Γεν. 38,1           Ἐγένετο τα ἐν ταῷ καιρῷ ἐκείνῳ, κατέβη Ἰούδας ἀπὸ ταῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ καὶ ἀφίκετο ἕως πρὸς ἄνθρωπόν τινα Ὀδολλαμίτην, ᾧ ὄνομα Εἰράς.

Γεν. 38,1                   Κατά τον καιρόν εκείνον ο Ιούδας, τα από τα υιούς του Ιακώβ απεμακρύνθη από τα μέρη, όπου ήσαν οι αδελφοί του, και μετέβη τα κάποιον άνθρωπον, κάτοικον τα πόλεως Οδολλάμ, ονομαζόμενον Ειράς.

Γεν. 38,2           καὶ εἶδεν ἐκεῖ Ἰούδας θυγατέρα ἀνθρώπου Χαναναίου, ᾗ ὄνομα Σαυά, καὶ ἔλαβεν αὐταὴν καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτα.

Γεν. 38,2                   Είδεν εκεί ο Ιούδας την θυγατέρα τα Χαναναίου, η οποία ωνομάζετο Σαυα, την έλαβεν ως σύζυγόν του και ήλθεν εις συνάφειαν με αυτήν.

Γεν. 38,3           καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν υἱὸν καὶ ἐκάλεσε ταὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἤρ.

Γεν. 38,3                   Εκείνη δε έμεινεν έγκυος, εγέννησεν υιόν και έδωσεν εις αυτόν το όνομα Ηρ.

Γεν. 38,4           καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν υἱὸν ἔτι καὶ ἐκάλεσε ταὸ ὄνομα αὐτοῦ Αὐνάν.

Γεν. 38,4                   Μείνασα αυτή και πάλιν έγκυος, εγέννησεν υιόν, τον οποίον ωνόμασεν Αυνάν.

Γεν. 38,5           καὶ προσθεῖσα ἔτεκεν υἱὸν καὶ ἐκάλεσε ταὸ ὄνομα αὐτοῦ Σηλώμ. Αὕτη δὲ ἦν ἐν Χασβί, ἡνίκα ἔτεκεν αὐτα.

Γεν. 38,5                   Και πάλιν εγέννησεν άλλον υιόν, τον οποίον ωνόμασε Σηλώμ. Η δε γυναίκα αυτή ευρίσκετο εις την πόλιν Χασβί, όταν εγέννησεν αυτά τα παιδιά τα.

Γεν. 38,6           καὶ ἔλαβεν Ἰούδας γυναῖκα Ἢρ ταῷ πρωτοτόκῳ αὐτοῦ, ᾗ ὄνομα Θάμαρ.

Γεν. 38,6                   Ο Ιούδας εξέλεξε και επήρε δια τον πρωτότοκόν του υιόν, τον Ηρ, σύζυγον, η οποία ωνομάζετο Θαμαρ.

Γεν. 38,7           ἐγένετο δὲ Ἢρ πρωτότοκος Ἰούδα πονηρὸς ἔναντι Κυρίου, καὶ ἀπέκτεινεν αὐταὸν ὁ Θεός.

Γεν. 38,7                   Ο προτότοκος τα τα υιός του Ιούδα έγινε φαύλος και κακός ενώπιον του Κυρίου, δι’ αυτό και ο Θεός τον εθανάτωσε.

Γεν. 38,8           εἶπε δὲ Ἰούδας ταῷ Αὐνάν· εἴσελθε πρὸς ταὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου καὶ ἐπιγάμβρευσαι αὐταὴν καὶ ἀνάστησον σπέρμα ταῷ ἀδελφῷ σου.

Γεν. 38,8                   Μετά τον θάνατον του Ηρ είπεν ο Ιούδας στον υιόν του τον Αυνάν· “πάρε ως σύζυγον την χήραν του αδελφού σου, την Θαμαρ, ελθέ εις συνάφειαν με αυτήν και απόκτησε τέκνον δια τον αδελφόν σου, ο οποίος απέθανεν άτεκνος”.

Γεν. 38,9           γνοὺς δὲ Αὐνὰν ὅτι οὐκ αὐταῷ ἔσται ταὸ σπέρμα, ἐγίνετο ὅταν εἰσήρχετο πρὸς ταὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ, ἐξέχεεν ἐπὶ ταὴν γῆν τοῦ μὴ δοῦναι σπέρμα ταῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ.

Γεν. 38,9                   Ο Αυνάν, γνωρίζων πολύ καλά ότι το τέκνον, που θα εγεννάτο από την συνάφειάν του τα την γυναίκα του αδελφού του, δεν θα ήτο ιδικόν του, όταν ήρχετο εις συνάφειαν τα αυτήν, άφηνε το σπέρμα του να χύνεται εις την γην, δια να μη δώση τέκνον στον άτεκνον αδελφόν του.

Γεν. 38,10          πονηρὸν δὲ ἐφάνη ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἐποίησε τοῦτο, καὶ ἐθανάτωσε καὶ τοῦτον.

Γεν. 38,10                 Το γεγονός αυτό εφάνη στον Θεόν πολύ κακόν, ο δε Θεός εθανάτωσε τον Αυνάν δια την κακήν αυτήν πράξιν.

Γεν. 38,11          εἶπε δὲ Ἰούδας Θάμαρ ταῇ νύμφῃ αὐτοῦ· κάθου χήρα ἐν ταῷ οἴκῳ τοῦ πατρός σου ἕως μέγας γένηται Σηλὼμ ὁ υἱός μου. Εἶπε γάρ· τα ποτε ἀποθάνῃ καὶ οὗτος, ὥσπερ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ. ἀπελθοῦσα δὲ Θάμαρ ἐκάθητο ἐν ταῷ οἴκῳ τοῦ πατρὸς αὐταῆς.

Γεν. 38,11                  Ο δε Ιούδας είπε τότε εις την Θαμαρ· “κάθισε στο πατρικόν σου σπίτι χήρα, έως ότου ανδρωθή ο τρίτος μου υιός ο Σηλώμ”. Είπε δε ο Ιούδας τα λόγια αυτά, χωρίς και να έχη κατά νουν να δώση την Θαμαρ σύζυγον του Σηλώμ, επειδή εφοβήθη μήπως και τα αποθάνη, τα και οι δύο άλλοι αδελφοί του. Η Θαμαρ υπακούουσα εις την εντολήν του πενθερού τα μετέβη και έμενεν στο πατρικό τα σπίτι.

Γεν. 38,12          Ἐπληθύνθησαν δὲ αἱ ἡμέραι καὶ ἀπέθανε Σαυὰ ἡ γυνὴ Ἰούδα· καὶ παρακληθεὶς Ἰούδας ἀνέβη ἐπὶ τοὺς κείροντας τά πρόβατα αὐτοῦ, αὐταὸς καὶ Εἰρὰς ὁ ποιμὴν αὐτοῦ ὁ Ὀδολλαμίτης εἰς Θαμνά.

Γεν. 38,12                 Επέρασεν αρκετόν χρονικόν διάστημα και απέθανεν η Σαυα, η σύζυγος του Ιούδα. Αφού επέρασε το χρονικόν διάστημα του πένθους του κατά τα κρατούντα έθιμα, μετέβη ο Ιούδας και ο ποιμήν του Ειράς ο Οδολλαμίτης εις Θαμνά τα τα κουρεύοντας τα πρόβατά του.

Γεν. 38,13          καὶ ἀπηγγέλη Θάμαρ ταῇ νύμφῃ αὐτοῦ λέγοντες· ἰδοὺ ὁ πενθερός σου ἀναβαίνει εἰς Θαμνὰ κεῖραι ταὰ πρόβατα αὐτοῦ.

Γεν. 38,13                 Ανήγγειλαν δε εις την Θαμαρ την νύμφην του λέγοντες· “ιδού ο πενθερός σου μεταβαίνει εις Θαμνά δια το κούρευμα των προβάτων του”.

Γεν. 38,14          καὶ περιελομένη ταὰ ἱμάτια ταῆς χηρεύσεως ἀφ᾿ ἑαυτῆς, περιεβάλετο θέριστρον καὶ ἐκαλλωπίσατο καὶ ἐκάθισε πρὸς ταῖς πύλαις Αἰνάν, ἥ ἐστιν ἐν παρόδῳ Θαμνά· εἶδε γὰρ ὅτι μέγας γέγονε Σηλώμ, αὐταὸς δὲ οὐκ ἔδωκεν αὐταὴν αὐταῷ γυναῖκα.

Γεν. 38,14                 Αυτή δε αφήρεσε τα ιμάτια τα χηρείας τα, έβαλε καλύπτραν στο πρόσωπόν τα, εκαλλωπίσθη και εκάθισε πλησίον εις τας πύλας τα πόλεως Αινάν, η οποία ευρίσκεται εις την οδόν την τα Θαμνά. Εκαλλωπίσθη δε κατά τον προκλητικόν αυτόν τρόπον, δια να δελεάση και παρασύρη τον Ιούδαν, επειδή είδεν ότι τα δεν τα είχε δώσει ως σύζυγον τον Σηλώμ ο οποίος εν τω μεταξύ είχεν ανδρωθή.

Γεν. 38,15          καὶ ἰδὼν αὐταὴν Ἰούδας ἔδοξεν αὐταὴν πόρνην εἶναι· κατεκαλύψατο γὰρ ταὸ πρόσωπον αὐταῆς, καὶ οὐκ ἐπέγνω αὐτα.

Γεν. 38,15                 Ο Ιούδας, όταν είδεν αυτήν την εξέλαβεν ως κοινήν γυναίκα, διότι εκείνη είχε κατακρύψει το πρόσωπον με την καλύπτραν και δεν την ανεγνώρισε.

Γεν. 38,16          ἐξέκλινε δὲ πρὸς αὐταὴν ταὴν ὁδὸν καὶ εἶπεν αὐταῇ· ἔασόν με εἰσελθεῖν πρὸς τα· οὐ γὰρ ἔγνω ὅτι νύμφη αὐτοῦ ἐστίν. ἡ δὲ εἶπε· τα μοι δώσεις, ἐὰν εἰσέλθῃς τα με;

Γεν. 38,16                 Ελοξοδρόμησε λοιπόν τα αυτήν και τα είπεν· “άφησέ με να έλθω εις συνάφειαν μαζή σου”- δεν είχεν αντιληφθή ότι αυτή ήτο η νύμφη του- εκείνη τον ηρώτησε. “Τι θα μου δώσης εάν έλθης εις συνάφειαν μαζή μου;”

Γεν. 38,17          ὁ δὲ εἶπεν· ἐγώ σοι ἀποστελῶ ἔριφον αἰγῶν ἐκ ταῶν προβάτων μου, ἡ δὲ εἶπεν· ἐὰν δῷς μοι ἀῤῥαβῶνα, ἕως τοῦ ἀποστεῖλαί σε.

Γεν. 38,17                 Εκείνος απήντησε· “θα σου στείλω ένα κατσίκι από τα γιδοπρόβατά μου”. Εκείνη του είπε· “θα δεχθώ να έλθης εις συνάφειαν μαζή μου, εάν μέχρις ότου μου στείλης το κατσίκι, μου δώσης κάποιαν εγγύησιν”.

Γεν. 38,18          ὁ δὲ εἶπε· τίνα ταὸν ἀῤῥαβῶτα σοι δώσω; ἡ δὲ εἶπε· ταὸν δακτύλιόν σου καὶ ταὸν ὁρμίσκον, καὶ ταὴν ῥάβδον ταὴν ἐν ταῇ χειρί σου. Καὶ ἔδωκεν αὐταῇ καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτα, καὶ ἐν γαστρὶ ἔλαβεν ἐξ αὐτοῦ.

Γεν. 38,18                 Εκείνος τα είπεν· “τι εγγύησιν θέλεις να σου δώσω;” “Θέλω να εμού δώσης, απήντησεν εκείνη, το δακτυλίδι σου, την αλυσίδα που φέρεις εις τον λαιμόν σου, και το ραβδί που κρατάς εις τα χέρια σου”. Εκείνος τα έδωσεν αυτάς τας εγγυήσεις, ήλθεν εις συνάφειαν με αυτήν και την αφήκεν έγκυον.

Γεν. 38,19          καὶ ἀναστᾶσα ἀπῆλθε καὶ περιείλετο ταὸ θέριστρον αὐταῆς ἀφ᾿ ἑαυτῆς καὶ ἐνεδύσατο ταὰ ἱμάτια ταῆς χηρεύσεως αὐταῆς.

Γεν. 38,19                 Η Θαμαρ αμέσως μετά την πράξιν εσηκώθηκε και ανεχώρησε. Αφήρεσε την καλύπτραν τα και εφόρεσε πάλιν τα ενδύματα τα χηρείας τα.

Γεν. 38,20          ἀπέστειλε δὲ Ἰούδας ταὸν ἔριφον ἐξ αἰγῶν ἐν χειρὶ τοῦ ποιμένος αὐτοῦ τοῦ Ὀδολλαμίτου κομίσασθαι παρὰ ταῆς γυναικὸς ταὸν ἀῤῥαβῶνα, καὶ οὐχ εὗρεν αὐτα.

Γεν. 38,20                Ο Ιούδας έστειλε τα αυτήν με τον ποιμένα αυτού τον Οδολλαμίτην ένα από τα κατσίκια του, δια να πάρη πίσω την εγγύησιν, που τα είχε δώσει, αλλά δεν την ευρήκε.

Γεν. 38,21          ἐπηρώτησε δὲ τοὺς ἄνδρας τοὺς ἐκ τοῦ τόπου· ποῦ ἐστιν ἡ πόρνη ἡ γενομένη ἐν Αἰνὰν ἐπὶ ταῆς ὁδοῦ; Καὶ εἶπαν· οὐκ ἦν ἐνταῦθα πόρνη.

Γεν. 38,21                 Εζήτησε πληροφορίας από τα άνδρας του τόπου εκείνου “που είναι η κοινή εκείνη γυναίκα, η οποία εκάθητο εις την οδόν πλησίον τα πόλεως Αινάν;” Εκείνοι του είπαν· “δεν υπάρχει εδώ κοινή γυναίκα”.

Γεν. 38,22          καὶ ἀπεστράφη πρὸς Ἰούδαν καὶ εἶπεν· οὐχ εὗρον, καὶ οἱ ἄνθρωποι οἱ ἐκ τοῦ τόπου λέγουσι μὴ εἶναι ὧδε πόρνην.

Γεν. 38,22                Επέστρεψε δε τα τον Ιούδαν και του είπε· “δεν την ευρήκα, οι δε άνθρωποι του τόπου εκείνου λέγουν, ότι δεν υπάρχει καμμία κοινή γυναίκα εκεί”.

Γεν. 38,23          εἶπε δὲ Ἰούδας· ἐχέτω αὐτά, ἀλλὰ τα ποτε καταγελασθῶμεν· ἐγὼ μὲν ἀπέσταλκα ταὸν ἔριφον τοῦτον, σὺ δὲ οὐχ εὕρηκας.

Γεν. 38,23                Ο Ιούδας είπεν· “τα κρατήση εις τα χέρια τα τα ενέχυρα που τα έδωσα. Αλλά μόνον να μη γελοιοποιηθώμεν. Εγώ, τα υπεσχέθην, τα έστειλα αυτό το κατσίκι· εσύ τα δεν την ευρήκες. Αρα είμαι εν τάξει απέναντί τα”.

Γεν. 38,24          Ἐγένετο δὲ μετὰ τρίμηνον ἀνηγγέλη ταῷ Ἰούδᾳ λέγοντες· ἐκπεπόρνευκε Θάμαρ ἡ νύμφη σου καὶ ἰδοὺ ἐν γαστρὶ ἔχει ἐκ πορνείας. Εἶπε δὲ Ἰούδας· ἐξαγάγετε αὐτα, καὶ κατακαυθήτω.

Γεν. 38,24                Αφού επέρασαν τρεις μήνες επληροφόρησαν μερικοί τον Ιούδαν, ότι η νύμφη του η Θαμαρ παρεστράτησε και να ότι έμεινεν έγκυος εκ πορνείας. Είπε δε ο Ιούδας· “βγάλτε την έξω από την πόλιν και καύσατέ την”.

Γεν. 38,25          αὐταὴ δὲ ἀγομένη ἀπέστειλε πρὸς ταὸν πενθερὸν αὐταῆς λέγουσα· ἐκ τοῦ ἀνθρώπου, οὗτινος ταῦτά ἐστιν, ἐγὼ ἐν γαστρὶ ἔχω. Καὶ εἶπεν· ἐπίγνωθι, τίνος ὁ δακτύλιος καὶ ὁ ὁρμίσκος καὶ ἡ ῥάβδος αὕτη.

Γεν. 38,25                Η Θαμαρ, όταν ωδηγείτο έξω από την πόλιν δια να την παραδώσουν στο πυρ, έστειλε τα τον πενθερόν τα τα ενέχυρα τα οποία είχεν από αυτόν και του παρήγγειλε· “εγώ αν είμαι έγκυος, έμεινα από τον άνδρα, στον οποίον ανήκουν αυτά. Φρόντισε να μάθης εις ποίον ανήκει το δακτυλίδι, η αλυσίδα και αυτή η ράβδος”.

Γεν. 38,26          ἐπέγνω δὲ Ἰούδας καὶ εἶπε· δεδικαίωται Θάμαρ ἢ ἐγώ, οὗ ἕνεκεν οὐκ ἔδωκα αὐταὴν Σηλὼν ταῷ υἱῷ μου. Καὶ οὐ προσέθετο ἔτι τοῦ γνῶναι αὐτα.

Γεν. 38,26                Ο Ιούδας τα ανεγνώρισε και είπεν· “η Θαμαρ έχει δίκαιον και όχι εγώ, διότι δεν έδωκα αυτήν ως σύζυγον στον υιόν μου τον Σηλώμ, τα τα είχα υποσχεθή”. Μετενόησε δε δια το λάθος του και δεν ήλθεν άλλην φοράν εις συνάφειαν με αυτήν.

Γεν. 38,27          Ἐγένετο δὲ ἡνίκα ἔτικτε, καὶ ταῇδε ἦν δίδυμα ἐν ταῇ γαστρὶ αὐταῆς.

Γεν. 38,27                Τα δε η Θαμαρ επρόκειτο να γεννήση, υπήρχον δίδυμα εις την κοιλίαν τα.

Γεν. 38,28          ἐγένετο δὲ ἐν ταῷ τίκτειν αὐτα, ὁ εἷς προεξήνεγκε ταὴν χεῖρα· λαβοῦσα δὲ ἡ μαῖα ἔδησεν ἐπί ταὴν χεῖρα αὐτοῦ κόκκινον λέγουσα· οὗτος ἐξελεύσεται πρότερος.

Γεν. 38,28                Τα δε εγεννούσε, το ένα παιδί επρόβαλε το χέρι του. Η μαία έδεσε το χέρι αυτό με κοκκίνη κλωστή λέγουσα· “τα θα βγη πρώτος και θα είναι ο πρωτότοκος”.

Γεν. 38,29          ὡς δὲ ἐπισυνήγαγε ταὴν χεῖρα, καὶ εὐθὺς ἐξῆλθεν ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ. ἡ δὲ εἶπε· τα διεκόπη διὰ σὲ φραγμός; Καὶ ἐκάλεσε ταὸ ὄνομα αὐτοῦ Φαρές.

Γεν. 38,29                Επειδή τα εκείνος απέσυρε το χέρι του, αμέσως δε εγεννήθη ο τα αδελφός του, η μαία είπε· “διατί έφυγεν από το μέσον ο φραγμός του προηγουμένου αδελφού και ήνοιξε δια σε ο δρόμος;” Δια τούτο εκάλεσε το όνομα του δευτέρου υιού Φαρές.

Γεν. 38,30          τα μετὰ τοῦτο ἐξῆλθεν ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ, ἐφ᾿ ᾧ ἦν ἐπὶ ταῇ χειρὶ αὐτοῦ ταὸ κόκκινον· καὶ ἐκάλεσε ταὸ ὄνομα αὐτοῦ Ζαρά.

Γεν. 38,30                Επειτα από τον Φαρές εγεννήθη ο αδελφός του, ο οποίος είχεν στο χέρι του την κόκκινη κλωστή. Δια τούτο η μαία τον ωνόμασε Ζαρά.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 39- Ο ΙΩΣΗΦ ΕΠΙΣΤΑΤΗΣ ΤΟΥ ΠΕΤΕΦΡΗ

Ο ΙΩΣΗΦ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ

                                    Ο Ιωσήφ επιστάτης του Πετεφρή

Γεν. 39,1           Ἰωσὴφ δὲ κατήχθη εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἐκτήσατο αὐτὸν Πετεφρὴς ὁ εὐνοῦχος Φαραώ, ὁ ἀρχιμάγειρος, ἀνὴρ Αἰγύπτιος, ἐκ χειρῶν τῶν Ἰσμαηλιτῶν, οἳ κατήγαγον αὐτὸν ἐκεῖ.

Γεν. 39,1                   Ο Ιωσήφ μετεφέρθη από τους Ισμαηλίτας εις την Αίγυπτον. Εκεί δε ηγόρασεν αυτόν από τους Ισμαηλίτας ο Πετεφρής, ένας από τους αυλικούς, ο αρχιμάγειρος του Φαραώ.

Γεν. 39,2           καὶ ἦν Κύριος μετὰ Ἰωσήφ, καὶ ἦν ἀνὴρ ἐπιτυγχάνων καὶ ἐγένετο ἐν τῷ οἴκῳ παρὰ τῷ κυρίῳ αὐτοῦ τῷ Αἰγυπτίῳ.

Γεν. 39,2                   Ο δε Θεός ήτο πάντοτε μαζή με τον Ιωσήφ. Δια τούτο και ήρχοντο όλα εις αυτόν κατ' ευχήν. Εμενε δε στον οίκον του Πετεφρή του Αιγυπτίου αυτού κυρίου του.

Γεν. 39,3           ᾔδει δὲ ὁ κύριος αὐτοῦ, ὅτι ὁ Κύριος ἦν μετ᾿ αὐτοῦ καὶ ὅσα ἐὰν ποιῇ, Κύριος εὐοδοῖ ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ.

Γεν. 39,3                   Ο δε κύριος του Ιωσήφ εγνώριζεν ότι ο Θεός ήτο μαζή με τον Ιωσήφ και ότι όσα αυτός έπραττε, τα έφερεν ο Θεός εις αίσιον πέρας.

Γεν. 39,4           καὶ εὗρεν Ἰωσὴφ χάριν ἐναντίον τοῦ κυρίου αὐτοῦ, καὶ εὐηρέστησεν αὐτῷ, καὶ κατέστησεν αὐτὸν ἐπὶ τοῦ οἴκου αὐτοῦ καὶ πάντα, ὅσα ἦν αὐτῷ, ἔδωκε διὰ χειρὸς Ἰωσήφ.

Γεν. 39,4                   Απέκτησεν ο Ιωσήφ την εκτίμησιν του κυρίου του, ήτο ευάρεστος και αφωσιωμένος εις αυτόν και εκείνος τον διώρισεν επιστάτην εις όλον το σπίτι του· και όλα όσα είχε τα παρέδωσε με εμπιστοσύνην εις τα χέρια του Ιωσήφ.

Γεν. 39,5           ἐγένετο δὲ μετὰ τὸ καταστῆναι αὐτὸν ἐπὶ τοῦ οἴκου αὐτοῦ καὶ ἐπὶ πάντα, ὅσα ἦν αὐτῷ, καὶ ηὐλόγησε Κύριος τὸν οἶκον τοῦ Αἰγυπτίου διὰ Ἰωσήφ, καὶ ἐγενήθη εὐλογία Κυρίου ἐν πᾶσι τοῖς ὑπάρχουσιν αὐτῷ ἐν τῷ οἴκῳ καὶ ἐν τῷ ἀγρῷ αὐτοῦ.

Γεν. 39,5                   Συνέβη δέ, ώστε, όταν ο Πετεφρής διώρισεν αυτόν επιστάτην στον οίκον του και εις όλα όσα είχεν, ηυλόγησεν ο κύριος τον οίκον του Αιγυπτίου αυτού άρχοντος προς χάριν του Ιωσήφ. Και η ευλογία αυτή απλώθηκε εις όλα όσα υπήρχον στον οίκον του και στους αγρούς του.

Γεν. 39,6           καὶ ἐπέτρεψε πάντα, ὅσα ἦν αὐτῷ, εἰς χεῖρας Ἰωσὴφ καὶ οὐκ ᾔδει τῶν καθ᾿ αὑτὸν οὐδὲν πλὴν τοῦ ἄρτου, οὗ ἤσθιεν αὐτός. Καὶ ἦν Ἰωσὴφ καλὸς τῷ εἴδει καὶ ὡραῖος τῇ ὄψει σφόδρα.

Γεν. 39,6                   Δια τούτο ο Πετεφρής ενεπιστεύθη όλα όσα είχε πλήρως εις τα χέρια του Ιωσήφ και δεν εγνώριζεν ούτε εφρόντιζε να μάθη τίποτε άλλο πλην της τροφής αυτού. Είχε δε ο Ιωσήφ καλήν και ελκυστικήν εμφάνισιν, ωραιότατον δε το πρόσωπον.

Γεν. 39,7           καὶ ἐγένετο μετὰ τὰ ῥήματα ταῦτα καὶ ἐπέβαλεν ἡ γυνὴ τοῦ κυρίου αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῆς ἐπὶ Ἰωσὴφ καὶ εἶπε· κοιμήθητι μετ᾿ ἐμοῦ.

Γεν. 39,7                   Επειτα από τα γεγονότα αυτά, η γυναίκα του Πετεφρή έστρεψε με επιμονήν και με πόθον τα βλέμματά της στον Ιωσήφ και του είπε· “κοιμήσου μαζή μου”.

Γεν. 39,8           ὁ δὲ οὐκ ἤθελεν, εἶπε δὲ τῇ γυναικὶ τοῦ κυρίου αὐτοῦ· εἰ ὁ κύριός μου οὐ γινώσκει δι᾿ ἐμὲ οὐδὲν ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ, καὶ πάντα, ὅσα ἐστὶν αὐτῷ, ἔδωκεν εἰς τὰς χεῖράς μου

Γεν. 39,8                   Αυτός όμως δεν ήθελε και ηρνείτο συνεχώς λέγων εις την γυναίκα του Πετεφρή· “αφού ο κύριός μου έχει τόσην εμπιστοσύνην εις εμέ, ώστε τίποτε πλέον δεν γνωρίζει και δεν παρακολουθεί από τα εν τω οίκω του, μου έχει δε παραδώσει τα πάντα εις τα χέρια μου

Γεν. 39,9           καὶ οὐχ ὑπερέχει ἐν τῇ οἰκίᾳ ταύτῃ οὐδὲν ἐμοῦ, οὐδὲ ὑπεξῄρηται ἀπ᾿ ἐμοῦ οὐδὲν πλὴν σοῦ, διὰ τὸ σὲ γυναῖκα αὐτοῦ εἶναι, καὶ πῶς ποιήσω τὸ ῥῆμα τὸ πονηρὸν τοῦτο, καὶ ἁμαρτήσομαι ἐναντίον τοῦ Θεοῦ;

Γεν. 39,9                   και κανείς δεν είναι ανώτερός μου εις αυτήν την οικίαν ούτε έχει εξαιρεθή από την δικαιοδοσίαν μου κανείς, πλην σου η οποία είσαι σύζυγός του, πως εγώ θα πράξω την πονηράν αυτήν πράξιν και θα αμαρτήσω ενώπιον του Θεού;”

Γεν. 39,10          ἡνίκα δὲ ἐλάλει τῷ Ἰωσὴφ ἡμέραν ἐξ ἡμέρας, καὶ οὐχ ὑπήκουεν αὐτῇ καθεύδειν μετ᾿ αὐτῆς τοῦ συγγενέσθαι αὐτῇ.

Γεν. 39,10                 Μολονότι δε εκείνη κάθε ημέραν ωμίλει δελεαστικώς προς τον Ιωσήφ και προσεπάθει να τον παρασύρη, εκείνος δεν υπεχώρει, ώστε να κοιμηθή μαζή της και να έλθη εις συνάφειαν με αυτήν.

Γεν. 39,11          ἐγένετο δὲ τοιαύτη τις ἡμέρα, καὶ εἰσῆλθεν Ἰωσὴφ εἰς τὴν οἰκίαν ποιεῖν τὰ ἔργα αὐτοῦ, καὶ οὐδεὶς ἦν τῶν ἐν τῇ οἰκίᾳ ἔσω,

Γεν. 39,11                  Καποιαν όμως ημέραν, όταν ο Ιωσήφ εισήλθεν εις την οικίαν, δια να ασχοληθή με τα συνήθη έργα του, και κανείς άλλος δεν ευρίσκετο στο εσωτερικόν του σπιτιού,

Γεν. 39,12          καὶ ἐπεσπάσατο αὐτὸν τῶν ἱματίων λέγουσα· κοιμήθητι μετ᾿ ἐμοῦ. καὶ καταλιπὼν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ ἐν ταῖς χερσὶν αὐτῆς ἔφυγε καὶ ἐξῆλθεν ἔξω.

Γεν. 39,12                 η γυνή του Πετεφρή επωφελήθη από την ευκαιρίαν αυτήν, ετράβηξεν αυτόν από το ένδυμα και του έλεγε· “κοιμήσου μαζή μου”. Ο Ιωσήφ αφήκεν εις τα χέρια της το ιμάτιον αυτού, έφυγε, και εβγήκεν έξω από το σπίτι.

Γεν. 39,13          καὶ ἐγένετο ὡς εἶδεν, ὅτι καταλιπὼν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ ἐν ταῖς χερσὶν αὐτῆς ἔφυγε καὶ ἐξῆλθεν ἔξω,

Γεν. 39,13                 Εκείνη, όταν είδεν ότι ο Ιωσήφ αφήσας εις τα χέρια της το ιμάτιόν του, έφυγε και εξήλθεν από το σπίτι, κατελήφθη από αγρίαν μανίαν εκδικήσεως,

Γεν. 39,14          καὶ ἐκάλεσε τοὺς ὄντας ἐν τῇ οἰκίᾳ καὶ εἶπεν αὐτοῖς λέγουσα· ἴδετε, εἰσήγαγεν ἡμῖν παῖδα Ἑβραῖον ἐμπαίζειν ἡμῖν· εἰσῆλθε πρός με λέγων· κοιμήθητι μετ᾿ ἐμοῦ, καὶ ἐβόησα φωνῇ μεγάλῃ·

Γεν. 39,14                 εφώναξε τους ανθρώπους, που ευρισκοντο εις την οικίαν, και τους είπεν· “ιδέτε, το σύζυγός μου έβαλε μέσα στο σπίτι μας αυτόν τον Εβραίον δούλον, δια να μας εξευτελίση. Αυτός εισήλθεν στον κοιτώνα μου και μου είπε· κοιμήσου μαζή μου. Εγώ όμως έβγαλα μεγάλην φωνήν.

Γεν. 39,15          ἐν δὲ τῷ ἀκοῦσαι αὐτὸν ὅτι ὕψωσα τὴν φωνήν μου καὶ ἐβόησα, καταλιπὼν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ παρ᾿ ἐμοὶ ἔφυγε καὶ ἐξῆλθεν ἔξω.

Γεν. 39,15                 Εκείνος όταν ήκουσεν ότι ύψωσα την φωνήν μου και έκραζα, αφήκεν εις τα χέρια μου το ιμάτιόν του, έφυγε και εβγήκεν από το σπίτι”.

Γεν. 39,16          καὶ καταλιμπάνει τὰ ἱμάτια παρ᾿ ἑαυτῇ, ἕως ἦλθεν ὁ κύριος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ.

Γεν. 39,16                 Η γυναίκα αυτή αφήκε πλησίον της το ιμάτιον του Ιωσήφ, μέχρις ότου ήλθεν ο σύζυγός της εις την οικίαν,

Γεν. 39,17          καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ κατὰ τὰ ῥήματα ταῦτα λέγουσα· εἰσῆλθε πρός με ὁ παῖς ὁ Ἑβραῖος, ὃν εἰσήγαγες πρὸς ἡμᾶς, ἐμπαῖξαί μοι καὶ εἶπέ μοι· κοιμηθήσομαι μετὰ σοῦ·

Γεν. 39,17                 προς τον οποίον αυτή είπε τα ίδια λόγια· “Ο Εβραίος αυτός δούλος, τον οποίον συ εισήγαγες γενικόν επόπτην στον οίκον, εισήλθεν στον κοιτώνα μου, δια να με εξευτελίση και μου είπε· θα κοιμηθώ μαζή σου. Αλλά εγώ εφώναξα με όλην μου την δύναμιν.

Γεν. 39,18          ὡς δὲ ἤκουσεν ὅτι ὕψωσα τὴν φωνήν μου καὶ ἐβόησα, καταλιπὼν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ παρ᾿ ἐμοὶ ἔφυγε καὶ ἐξῆλθεν ἔξω.

Γεν. 39,18                 Οταν δε εκείνος ήκουσεν ότι ύψωσα την φωνήν μου και εφώναξα, αφήκε το ιμάτιόν του κοντά μου, έφυγε και εβγήκε έξω από το σπίτι”.

 

                                    Ο Ιωσήφ στη φυλακή

Γεν. 39,19          ἐγένετο δέ, ὡς ἤκουσεν ὁ κύριος αὐτοῦ τὰ ῥήματα τῆς γυναικὸς αὐτοῦ, ὅσα ἐλάλησε πρὸς αὐτόν, λέγουσα· οὕτως ἐποίησέ μοι ὁ παῖς σου, καὶ ἐθυμώθη ὀργῇ.

Γεν. 39,19                 Οταν ο κύριος του Ιωσήφ ήκουσε τα λόγια αυτά της γυναικός του, η οποία του είπεν ότι αυτά μου έκαμεν ο δούλος σου, κατελήφθη από μεγάλην οργήν.

Γεν. 39,20          καὶ λαβὼν ὁ κύριος Ἰωσὴφ ἐνέβαλεν αὐτὸν εἰς τὸ ὀχύρωμα, εἰς τὸν τόπον, ἐν ᾦ οἱ δεσμῶται τοῦ βασιλέως κατέχονται ἐκεῖ ἐν τῷ ὀχυρώματι.

Γεν. 39,20                Και λαβών τον Ιωσήφ τον έρριψεν εις την οχυράν φυλακήν, στον τόπον, όπου οι φυλακισμένοι του βασιλέως κρατούνται κλεισμένοι.

Γεν. 39,21          Καὶ ἦν Κύριος μετὰ Ἰωσὴφ καὶ κατέχεεν αὐτοῦ ἔλεος καὶ ἔδωκεν αὐτῷ χάριν ἐναντίον τοῦ ἀρχιδεσμοφύλακος,

Γεν. 39,21                 Ο Κυριος όμως και Θεός ήτο μαζή με τον Ιωσήφ, έστειλεν εις αυτόν το έλεός του, ώστε να βρη ο Ιωσήφ ευμενή υποδοχήν από τον αρχιδεσμοφύλακα.

Γεν. 39,22          καὶ ἔδωκεν ὁ ἀρχιδεσμοφύλαξ τὸ δεσμωτήριον διὰ χειρὸς Ἰωσὴφ καὶ πάντας τοὺς ἀπηγμένους, ὅσοι ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ, καὶ πάντα ὅσα ποιοῦσιν ἐκεῖ, αὐτὸς ἦν ποιῶν.

Γεν. 39,22                Ο αρχιδεσμοφύλαξ, επειδή εγνώρισε την εντιμότητα του Ιωσήφ, του ενεπιστεύθη την φυλακήν και όλους τους εγκλείστους στο δεσμωτήριον. Και έτσι περιήλθον εις τα χέρια του Ιωσήφ όλα, όσα γίνονται στο δεσμωτήριον.

Γεν. 39,23          οὐκ ἦν ὁ ἀρχιδεσμοφύλαξ τοῦ δεσμωτηρίου γινώσκων δι᾿ αὐτὸν οὐδέν· πάντα γὰρ ἦν διὰ χειρὸς Ἰωσὴφ διὰ τὸ τὸν Κύριον μετ᾿ αὐτοῦ εἶναι, καὶ ὅσα αὐτὸς ἐποίει, ὁ Κύριος εὐώδου ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ.

Γεν. 39,23                Ο δε αρχιδεσμοφύλαξ δια την εμπιστοσύνην που είχεν στον Ιωσήφ, τίποτε πλέον δεν εγνώριζεν από όσα εγίνοντο εις την φυλακήν διότι όλα ευρίσκοντο εις την συνετήν διαχείρισιν του Ιωσήφ, επειδή ο Κυριος ήτο μαζή του. Ολα δε όσα έπραττεν ο Ιωσήφ, τα κατευώδωνεν ο Κυριος και ευλογούσε τα έργα των χειρών του.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 40- Ο ΙΩΣΗΦ ΕΞΗΓΕΙ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΩΝ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΩΝ

                                    Ο Ιωσήφ εξηγεί τα όνειρα των φυλακισμένων

Γεν. 40,1           Ἐγένετο δὲ μετὰ τὰ ῥήματα ταῦτα ἥμαρτεν ὁ ἀρχιοινοχόος τοῦ βασιλέως Αἰγύπτου καὶ ὁ ἀρχισιτοποιὸς τῷ κυρίῳ αὐτῶν βασιλεῖ Αἰγύπτου.

Γεν. 40,1                   Επειτα από τα γεγονότα αυτά συνέβη το εξής επεισόδιον· ο αρχιοινοχόος του βασιλέως της Αιγύπτου, όπως επίσης και ο αρχισιτοποιός παρηνόμησαν απέναντι του κυρίου των, του βασιλέως της Αιγύπτου, του Φαραώ.

Γεν. 40,2           καὶ ὠργίσθη Φαραὼ ἐπὶ τοῖς δυσὶν εὐνούχοις αὐτοῦ, ἐπὶ τῷ ἀρχιοινοχόῳ καὶ ἐπὶ τῷ ἀρχισιτοποιῷ,

Γεν. 40,2                  Ωργίσθη ο Φαραώ εναντίον των δύο αυτών αυλικών του, του αρχιοινοχόου και του αρχισιτοποιού,

Γεν. 40,3           καὶ ἔθετο αὐτοὺς ἐν φυλακῇ εἰς τὸ δεσμωτήριον, εἰς τὸν τόπον, οὗ Ἰωσὴφ ἀπῆκτο ἐκεῖ.

Γεν. 40,3                   και έρριψεν αυτούς στο δεσμωτήριον να τους φρουρούν εκεί, όπου είχεν οδηγηθή και ο Ιωσήφ.

Γεν. 40,4           καὶ συνέστησεν ὁ ἀρχιδεσμώτης τῷ Ἰωσὴφ αὐτούς, καὶ παρέστη αὐτοῖς· ἦσαν δὲ ἡμέρας ἐν τῇ φυλακῇ.

Γεν. 40,4                  Ο αρχιδεσμοφύλαξ ανέθεσεν αυτούς στον Ιωσήφ, ο οποίος και εφρόντισε δι' αυτούς. Ευρίσκοντο μερικάς ημέρας εις την φυλακήν.

Γεν. 40,5           καὶ εἶδον ἀμφότεροι ἐνύπνιον ἐν μιᾷ νυκτί· ἡ δὲ ὅρασις τοῦ ἐνυπνίου τοῦ ἀρχιοινοχόου καὶ ἀρχισιτοποιοῦ, οἳ ἦσαν τῷ βασιλεῖ Αἰγύπτου, οἱ ὄντες ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ, ἦν αὕτη.

Γεν. 40,5                   Και οι δύο είδον κατά την ιδίαν νύκτα όνειρον. Τα δε όνειρα, που είδον ο αρχιοινοχόος και ο αρχισιτοποιός, οι αυλικοί του βασιλέως που ευρίσκοντο εις την φυλακήν, ήσαν τα εξής, όπως τα απεκάλυψαν στον Ιωσήφ.

Γεν. 40,6           εἰσῆλθε δὲ πρὸς αὐτοὺς Ἰωσὴφ τῷ πρωΐ καὶ εἶδεν αὐτούς, καὶ ἦσαν τεταραγμένοι.

Γεν. 40,6                  Επλησίασεν ο Ιωσήφ προς αυτούς κατά την πρωΐαν και είδεν ότι ήσαν τεταραγμένοι.

Γεν. 40,7           καὶ ἠρώτα τοὺς εὐνούχους Φαραώ, οἳ ἦσαν μετ᾿ αὐτοῦ ἐν τῇ φυλακῇ παρὰ τῷ κυρίῳ αὐτοῦ, λέγων· τί ὅτι τὰ πρόσωπα ὑμῶν σκυθρωπὰ σήμερον;

Γεν. 40,7                   Η ρώτησε τους δύο αυτούς αυλικούς του Φαραώ, τους φυλακισμένους εις την φυλακήν του οίκου Πετεφρή, λέγων· “διατί είναι σήμερον σκυθρωπά τα πρόσωπά σας;”

Γεν. 40,8           οἱ δὲ εἶπαν αὐτῷ· ἐνύπνιον εἴδομεν, καὶ ὁ συγκρίνων οὐκ ἔστιν αὐτό. εἶπε δὲ αὐτοῖς Ἰωσήφ· οὐχὶ διὰ τοῦ Θεοῦ ἡ διασάφησις αὐτῶν ἐστι; διηγήσασθε οὖν μοι.

Γεν. 40,8                  Εκείνοι του απήντησαν· “είδομεν ένα όνειρον και δεν υπάρχει κανείς να μας το ερμηνεύση”. Ο Ιωσήφ τους είπεν· “με τον φωτισμόν του Θεού δεν γίνεται η ερμηνεία αυτών των ονείρων; Διηγηθήτε μου λοιπόν ποία είναι αυτά τα όνειρα”.

Γεν. 40,9           καὶ διηγήσατο ὁ ἀρχιοινοχόος τὸ ἐνύπνιον αὐτοῦ τῷ Ἰωσὴφ καὶ εἶπεν· ἐν τῷ ὕπνῳ μου ἦν ἄμπελος ἐναντίον μου·

Γεν. 40,9                  Ο αρχιοινοχόος διηγήθηκε το όνειρόν του στον Ιωσήφ και του είπεν· “είδα στον ύπνον, μου ότι ευρίσκετο μία κληματαριά ενώπιόν μου.

Γεν. 40,10          ἐν δὲ τῇ ἀμπέλῳ τρεῖς πυθμένες, καὶ αὐτὴ θάλλουσα ἀνενηνοχυῖα βλαστούς· πέπειροι οἱ βότρυες σταφυλῆς.

Γεν. 40,10                 Εις την κληματαριάν αυτήν υπήρχον τρεις κλάδοι. Η κληματαριά εβλάστησεν, επέταξε βλαστάρια και έφερε φύλλα, έπειπα δε ώριμα σταφύλια.

Γεν. 40,11          καὶ τὸ ποτήριον Φαραὼ ἐν τῇ χειρί μου· καὶ ἔλαβον τὴν σταφυλὴν καὶ ἐξέθλιψα αὐτὴν εἰς τὸ ποτήριον καὶ ἔδωκα τὸ ποτήριον εἰς τὴν χεῖρα Φαραώ.

Γεν. 40,11                 Το ποτήριον του Φαραώ ευρίσκετο στο χέρι μου. Επήρα το σταφύλι, το έστιψα στο ποτήρι και έδωσα αυτό στο χέρι του Φαραώ.

Γεν. 40,12          καὶ εἶπεν αὐτῷ Ἰωσήφ· τοῦτο ἡ σύγκρισις αὐτοῦ· οἱ τρεῖς πυθμένες τρεῖς ἡμέραι εἰσίν·

Γεν. 40,12                 Είπεν εις αυτόν ο Ιωσήφ· “ιδού ποία είναι η ερμηνεία του ονείρου σου· οι τρεις βλαστοί της κληματαριάς είναι τρεις ημέραι.

Γεν. 40,13          ἔτι τρεῖς ἡμέραι καὶ μνησθήσεται Φαραὼ τῆς ἀρχῆς σου καὶ ἀποκαταστήσει σε ἐπί τὴν ἀρχιοινοχοΐαν σου, καὶ δώσεις τὸ ποτήριον Φαραὼ εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ κατὰ τὴν ἀρχήν σου τὴν προτέραν, ὡς ἦσθα οἰνοχοῶν.

Γεν. 40,13                 Επειτα από τας τρεις αυτάς ημέρας ο Φαραώ θα ενθυμηθή το αξίωμα, που κατείχες, θα σε αποκαταστήση πάλιν στο αξίωμα του αρχιοινοχόου και θα δώσης το ποτήρι με το κρασί στο χέρι του, όπως έπραττες και προηγουμένως, όταν ήσο ο οινοχόος του.

Γεν. 40,14          ἀλλὰ μνήσθητί μου διὰ σεαυτοῦ, ὅταν εὖ γένηταί σοι, καὶ ποιήσεις ἐν ἐμοὶ ἔλεος καὶ μνησθήσει περὶ ἐμοῦ πρὸς Φαραὼ καὶ ἐξάξεις με ἐκ τοῦ ὀχυρώματος τούτου·

Γεν. 40,14                 Αλλά, σε παρακαλώ, όταν θα ευτυχήσης πάλιν, να ενθυμηθής και εμέ, να θελήσης να δείξης συμπάθειαν και καλωσύνην προς εμέ και να μη με λησμονήσης ενώπιον του Φαραώ. Φρόντισε, ώστε να με βγάλης από την φυλακήν αυτήν.

Γεν. 40,15          ὅτι κλοπῇ ἐκλάπην ἐκ γῆς Ἑβραίων καὶ ὧδε οὐκ ἐποίησα οὐδέν, ἀλλ᾿ ἐνέβαλόν με εἰς τὸν λάκκον τοῦτον.

Γεν. 40,15                 Αν είμαι δούλος, είμαι διότι μερικοί άνθρωποι με έκλεψαν από την χώραν των Εβραίων και εδώ εις την χώραν αυτήν δεν έχω κάμει κανένα κακόν και με έρριψαν εις αυτήν την φυλακήν αδίκως”.

Γεν. 40,16          καὶ εἶδεν ὁ ἀρχισιτοποιός, ὅτι ὀρθῶς συνέκρινε, καὶ εἶπε τῷ Ἰωσήφ· κἀγὼ εἶδον ἐνύπνιον καὶ ᾤμην τρία κανᾶ χονδριτῶν αἴρειν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς μου·

Γεν. 40,16                 Ενόησεν ο αρχισιτοποιός ότι ορθώς ηρμήνευσε το όνειρον του αρχιοινοχόου ο Ιωσήφ και του είπε· “και εγώ είδα επίσης ένα όνειρον· μου εφάνη ότι εσήκωνα επάνω στο κεφάλι μου τρία κάνιστρα χονδροαλεσμένου αλεύρου.

Γεν. 40,17          ἐν δὲ κανῷ τῷ ἐπάνω ἀπὸ πάντων τῶν γενῶν, ὧν Φαραὼ ἐσθίει ἔργον σιτοποιοῦ, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατήσθιεν αὐτὰ ἀπὸ τοῦ κανοῦ τοῦ ἐπάνω τῆς κεφαλῆς μου.

Γεν. 40,17                 Εις το επάνω κάνιστρον υπήρχον από όλα τα είδη των φαγητών, τα οποία τρώγει ο Φαραώ και τα οποία του ετοιμάζει ο αρτοποιός. Τα πτηνά του ουρανού κατήρχοντο και έτρωγαν αυτά τα φαγητά από το κάνιστρον, που ευρίσκετο εις την κεφαλήν μου”.

Γεν. 40,18          ἀποκριθεὶς δὲ Ἰωσὴφ εἶπεν αὐτῷ· αὕτη ἡ σύγκρισις αὐτοῦ· τὰ τρία κανᾶ τρεῖς ἡμέραι εἰσίν·

Γεν. 40,18                 Απεκρίθη ο Ιωσήφ και του είπεν· “η ερμηνεία του ονείρου σου είναι αυτή· Τα τρία κάνιστρα σημαίνουν τρεις ημέρας.

Γεν. 40,19          ἔτι τριῶν ἡμερῶν καὶ ἀφελεῖ Φαραὼ τὴν κεφαλήν σου ἀπὸ σοῦ καὶ κρεμάσει σε ἐπὶ ξύλου, καὶ φάγεται τὰ ὄρνεα τοῦ οὐρανοῦ τὰς σάρκας σου ἀπὸ σοῦ.

Γεν. 40,19                 Επειτα από τρεις ημέρας θα διατάξη ο Φαραώ να σου κόψουν την κεφαλήν, θα σε κρεμάση επάνω εις ένα ξύλον και τα όρνία του ουρανού θα καταφάγουν τας σάρκας σου”.

Γεν. 40,20          ἐγένετο δὲ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ, ἡμέρα γενέσεως ἦν Φαραώ, καὶ ἐποίει πότον πᾶσι τοῖς παισὶν αὐτοῦ. καὶ ἐμνήσθη τῆς ἀρχῆς τοῦ οἰνοχόου καὶ τῆς ἀρχῆς τοῦ σιτοποιοῦ ἐν μέσῳ τῶν παίδων αὐτοῦ,

Γεν. 40,20                Οπως είπεν ο Ιωσήφ έτσι και έγινε. Την τρίτην, δηλαδή, ημέραν, ημέραν των γενεθλίων του Φαραώ, παρέθεσεν αυτός συμπόσιον εις όλους τους δούλους του. Ενεθυμήθη τότε μεταξύ των άλλων αυλικών του τον αρχιοινοχόον και τον αρχισιτοποιόν.

Γεν. 40,21          καὶ ἀποκατέστησε τὸν ἀρχιοινοχόον ἐπὶ τὴν ἀρχὴν αὐτοῦ, καὶ ἔδωκε τὸ ποτήριον εἰς τὴν χεῖρα Φαραώ,

Γεν. 40,21                 Διέταξε και αποκατέστησεν στο προηγούμενον αξίωμα τον αρχιοινοχόον, ο οποίος και έδωσε το ποτήρι στο χέρι του Φαραώ.

Γεν. 40,22          τὸν δὲ ἀρχισιτοποιὸν ἐκρέμασε, καθὰ συνέκρινεν αὐτοῖς Ἰωσήφ.

Γεν. 40,22                Τον δε αρχισιτοποιόν τον εκρέμασε και έγιναν έτσι τα πράγματα, όπως ακριβώς είχεν ερμηνεύσει εις αυτούς τα όνειρά των ο Ιωσήφ.

Γεν. 40,23          καὶ οὐκ ἐμνήσθη ὁ ἀρχιοινοχόος τοῦ Ἰωσήφ, ἀλλ᾿ ἐπελάθετο αὐτοῦ.

Γεν. 40,23                Ο αρχιοινοχόος όμως μέσα εις την χαράν της αποφυλακίσεως και της αποκαταστάσεώς του δεν ενεθυμήθη τον Ιωσήφ, αλλά τον ελησμόνησε.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 41- ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΟΥ ΦΑΡΑΩ

Ο ΙΩΣΗΦ ΕΞΗΓΕΙ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΟΥ ΦΑΡΑΩ - Ο ΙΩΣΗΦ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΡΧΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ

                                     Τα όνειρα του Φαραώ

Γεν. 41,1           Ἐγένετο δὲ μετὰ δύο ἔτη ἡμερῶν, Φαραὼ εἶδεν ἐνύπνιον· ᾤετο ἑστάναι ἐπὶ τοῦ ποταμοῦ,

Γεν. 41,1                    Μετά πάροδον όμως δύο ετών είδεν ο Φαραώ ένα όνειρον. Του εφάνη ότι εστέκετο όρθιος κοντά στον Νείλον ποταμόν.

Γεν. 41,2           καὶ ἰδοὺ ὥσπερ ἐκ τοῦ ποταμοῦ ἀνέβαινον ἑπτὰ βόες καλαὶ τῷ εἴδει καὶ ἐκλεκταὶ ταῖς σαρξὶ καὶ ἐβόσκοντο ἐν τῷ Ἄχει.

Γεν. 41,2                   Και αίφνης του εφάνη, ότι από τον ποταμόν ανέβαιναν επτά αγελάδες ωραίαι κατά την εμφάνισιν και παχείαι, αι οποίαι έβοσκον στο λεπτόν και τρυφερόν χορτάρι του λειβαδιού παρά τον ποταμόν.

Γεν. 41,3           ἄλλαι δὲ ἑπτὰ βόες ἀνέβαινον μετὰ ταύτας ἐκ τοῦ ποταμοῦ αἰσχραὶ τῷ εἴδει καὶ λεπταὶ ταῖς σαρξὶ καὶ ἐνέμοντο παρὰ τὰς βόας ἐπὶ τὸ χεῖλος τοῦ ποταμοῦ·

Γεν. 41,3                   Επειτα από αυτάς, ανέβησαν από τον ποταμόν άλλαι επτά αγελάδες άσχημοι κατά την εμφάνισιν και αποσκελετωμέναι και έβοσκαν εις την όχθην του ποταμού, κοντά εις τας προηγουμένας.

Γεν. 41,4           καὶ κατέφαγον αἱ ἑπτὰ βόες αἱ αἰσχραὶ καὶ λεπταὶ ταῖς σαρξὶ τὰς ἑπτὰ βόας τὰς καλὰς τῷ εἴδει καὶ τὰς ἐκλεκτὰς ταῖς σαρξί. ἠγέρθη δὲ Φαραώ.

Γεν. 41,4                   Αι επτά αυταί άσχημοι και αδύνατοι αγελάδες κατέφαγον τας επτά ωραίας κατά την εμφάνισιν και καλοθρεμμένας αγελάδας. Ο Φαραώ, έκπληκτος δια το όνειρον αυτό εξύπνησεν.

Γεν. 41,5           καὶ ἐνυπνιάσθη τὸ δεύτερον, καὶ ἰδοὺ ἑπτὰ στάχυες ἀνέβαινον ἐν τῷ πυθμένι ἑνὶ ἐκλεκτοὶ καὶ καλοί·

Γεν. 41,5                   Εκοιμήθη όμως πάλιν και είδε δεύτερον όνειρον. Είδε να φυτρώνουν από το αυτό στέλεχος επτά γεροί, ωραίοι και μεστωμένοι στάχυες.

Γεν. 41,6           καὶ ἰδοὺ ἑπτὰ στάχυες λεπτοὶ καὶ ἀνεμόφθοροι ἀνεφύοντο μετ᾿ αὐτούς·

Γεν. 41,6                   Επειτα δε από αυτούς εφύτρωσαν άλλοι επτά στάχυες μαραμμένοι από τον καυστικόν άνεμον, ατροφικοί και χωρίς κόκκους.

Γεν. 41,7           καὶ κατέπιον οἱ ἑπτὰ στάχυες οἱ λεπτοὶ καὶ ἀνεμόφθοροι τοὺς ἑπτὰ στάχυας τοὺς ἐκλεκτοὺς καὶ τοὺς πλήρεις. ἠγέρθη δὲ Φαραώ, καὶ ἦν ἐνύπνιον.

Γεν. 41,7                   Αίφνης οι επτά ατροφικοί και ανεμόδαρτοι στάχυες κατέπιον τους καλούς και μεστωμένους. Εξύπνησε ταραγμένος ο Φαραώ, αλλά είδεν ότι αυτό ήτο όνειρον. Δεν εξανακοιμήθη όμως.

Γεν. 41,8           Ἐγένετο δὲ πρωΐ καὶ ἐταράχθη ἡ ψυχὴ αὐτοῦ, καὶ ἀποστείλας ἐκάλεσε πάντας τοὺς ἐξηγητὰς Αἰγύπτου καὶ πάντας τοὺς σοφοὺς αὐτῆς, καὶ διηγήσατο αὐτοῖς Φαραὼ τὸ ἐνύπνιον αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἦν ὁ ἀπαγγέλλων αὐτὸ τῷ Φαραώ.

Γεν. 41,8                   Ανέτειλεν η πρωΐαν και το πνεύμα του Φαραώ ήτο τεταραγμένον. Απέστειλεν ανθρώπους και εκάλεσεν εις τα ανάκτορά του όλους τους εξηγητάς της Αιγύπτου και όλους τους σοφούς, στους οποίους και διηγήθη το όνειρόν του. Κανείς όμως δεν ευρέθη ικανός να ερμηνεύση αυτό στον Φαραώ.

Γεν. 41,9           καὶ ἐλάλησεν ὁ ἀρχιοινοχόος πρὸς Φαραὼ λέγων· τὴν ἁμαρτίαν μου ἀναμιμνήσκω σήμερον.

Γεν. 41,9                   Τοτε ωμίλησεν ο αρχιοινοχόος προς τον Φαραώ και του είπε· “σήμερον έρχεται στον νουν μου η αμαρτία, την οποίαν είχα διαπράξει.

Γεν. 41,10          Φαραὼ ὠργίσθη τοῖς παισὶν αὐτοῦ καὶ ἔθετο ἡμᾶς ἐν φυλακῇ ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ ἀρχιμαγείρου, ἐμέ τε καὶ τὸν ἀρχισιτοποιόν.

Γεν. 41,10                 Ο Φαραώ είχεν οργισθή εναντίον των δούλων του και μας έβαλε εις την φυλακήν, στον οίκον του αρχιμαγείρου, εμέ και τον αρχισιτοποιόν.

Γεν. 41,11          καὶ εἴδομεν ἐνύπνιον ἀμφότεροι ἐν νυκτὶ μιᾷ ἐγὼ καὶ αὐτός, ἕκαστος κατὰ τὸ αὐτοῦ ἐνύπνιον εἴδομεν.

Γεν. 41,11                  Οι δυο μας, εγώ και ο αρχισιτοποιός, κατά την ιδίαν νύκτα, είδομεν ένα όνειρον, ο καθένας το ιδικόν του.

Γεν. 41,12          ἦν δὲ ἐκεῖ μεθ᾿ ἡμῶν νεανίσκος παῖς Ἑβραῖος τοῦ ἀρχιμαγείρου, καὶ διηγησάμεθα αὐτῷ, καὶ συνέκρινεν ἡμῖν.

Γεν. 41,12                 Εκεί, μαζή μας ήτο φυλακισμένος ένας νεαρός Εβραίος, δούλος του αρχιμαγείρου, στον οποίον και διηγήθημεν τα όνειρά μας. Εκείνος δε μας τα εξήγησε.

Γεν. 41,13          ἐγενήθη δέ, καθὼς συνέκρινεν ἡμῖν, οὕτω καὶ συνέβη, ἐμέ τε ἀποκατασταθῆναι ἐπὶ τὴν ἀρχήν μου, ἐκεῖνον δὲ κρεμασθῆναι.

Γεν. 41,13                  Οπως μας τα εξήγησεν, έτσι ακριβώς και έγιναν τα γεγονότα· εγώ μεν αποκατεστάθην στο αξίωμά μου, ο δε αρχισιτοποιός εκρεμάσθη”.

                                    

                                    Ο Ιωσήφ εξηγεί τα όνειρα του Φαραώ

Γεν. 41,14          Ἀποστείλας δὲ Φαραὼ ἐκάλεσε τὸν Ἰωσήφ, καὶ ἐξήγαγον αὐτὸν ἀπὸ τοῦ ὀχυρώματος καὶ ἐξύρησαν αὐτὸν καὶ ἤλλαξαν τὴν στολὴν αὐτοῦ, καὶ ἦλθε πρὸς Φαραώ.

Γεν. 41,14                 Αμέσως ο Φαραώ απέστειλεν άνθρωπον εις την φυλακήν και προσεκάλεσε τον Ιωσήφ. Τον έβγαλαν από αυτήν, τον εξύρισαν, του έδωσαν άλλην στολήν να φορέση και έτσι ευπαρουσίαστος ήλθεν ενώπιον του Φαραώ.

Γεν. 41,15          εἶπε δὲ Φαραὼ πρὸς Ἰωσήφ· ἐνύπνιον ἑώρακα, καὶ ὁ συγκρίνων οὐκ ἔστιν αὐτό· ἐγὼ δὲ ἀκήκοα περὶ σοῦ λεγόντων, ἀκούσαντά σε ἐνύπνια συγκρῖναι αὐτά.

Γεν. 41,15                  Είπεν ο Φαραώ προς τον Ιωσήφ· “είδα ένα όνειρον και δεν υπάρχει κανείς, που να μου το εξηγήση. Επληροφορήθην δια σε από μερικούς, οι οποίοι λέγουν ότι, όταν ακούσης τα όνειρα, ημπορείς και τα ερμηνεύεις”.

Γεν. 41,16          ἀποκριθεὶς δὲ Ἰωσὴφ τῷ Φαραὼ εἶπεν· ἄνευ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἀποκριθήσεται τὸ σωτήριον Φαραώ.

Γεν. 41,16                 Απεκρίθη ο Ιωσήφ στον Φαραώ και του είπε· “χωρίς τον φωτισμόν του Θεού τίποτε το ωφέλιμον δεν ημπορώ να απαντήσω στον Φαραώ”.

Γεν. 41,17          ἐλάλησε δὲ Φαραὼ τῷ Ἰωσὴφ λέγων· ἐν τῷ ὕπνῳ μου ᾤμην ἑστάναι παρὰ τὸ χεῖλος τοῦ ποταμοῦ,

Γεν. 41,17                  Είπεν ο Φαραώ τότε στον Ιωσήφ· “κατά τον ύπνον μου εφάνη, ότι εστεκόμουν όρθιος κοντά εις την όχθην του ποταμού,

Γεν. 41,18          καὶ ὥσπερ ἐκ τοῦ ποταμοῦ ἀνέβαινον ἑπτὰ βόες καλαὶ τῷ εἴδει καὶ ἐκλεκταὶ ταῖς σαρξί, καὶ ἐνέμοντο ἐν τῷ Ἄχει.

Γεν. 41,18                 και ότι σαν να ανέβαιναν από το ποτάμι επτά αγελάδες ωραίαι κατά την εμφάνισιν και καλοθρεμμέναι, αι οποίαι έβοσκαν εις τα χορτάρια του λειβαδιού.

Γεν. 41,19          καὶ ἰδοὺ ἑπτὰ βόες ἕτεραι ἀνέβαινον ὀπίσω αὐτῶν ἐκ τοῦ ποταμοῦ πονηραὶ καὶ αἰσχραὶ τῷ εἴδει καὶ λεπταὶ ταῖς σαρξίν, οἵας οὐκ εἶδον τοιαύτας ἐν ὅλῃ γῇ Αἰγύπτου αἰσχροτέρας·

Γεν. 41,19                 Και ιδού, οπίσω από αυτάς ανέβαιναν από τον Νείλον άλλαι επτά αγελάδες ελεειναί, άσχημοι κατά την εμφάνισιν και απρσκελετωμέναι, χειροτέρας από τας οποίας δεν είδα ποτέ εις όλην την Αίγυπτον.

Γεν. 41,20          καὶ κατέφαγον αἱ ἑπτὰ βόες αἱ αἰσχραὶ καὶ λεπταὶ τὰς ἑπτὰ βόας τὰς πρώτας τὰς καλὰς καὶ τὰς ἐκλεκτάς,

Γεν. 41,20                 Αι επτά δε αύται άσχημοι και λιπόσαρκοι αγελάδες κατέφαγον τας πρώτας τας ωραίας και εκλεκτάς.

Γεν. 41,21          καὶ εἰσῆλθον εἰς τὰς κοιλίας αὐτῶν καὶ οὐ διάδηλοι ἐγένοντο, ὅτι εἰσῆλθον εἰς τὰς κοιλίας αὐτῶν, καὶ αἱ ὄψεις αὐτῶν αἰσχραί, καθὰ καὶ τὴν ἀρχήν· ἐξεγερθεὶς δὲ ἐκοιμήθην

Γεν. 41,21                 Αι παχείαι αγελάδες εισήλθον εις τας κοιλίας των ισχνών. Αλλά δεν εφάνη καθόλου ότι εισήλθον εις τας κοιλίας αυτών, διότι η εμφάνισις των ισχνών αγελάδων έμεινεν η ίδια· ήσαν αυταί και πάλιν αδύνατοι όπως και προηγουμένως. Εξύπνησα αλλά και πάλιν εκοιμήθην.

Γεν. 41,22          καὶ εἶδον πάλιν ἐν τῷ ὕπνῳ μου, καὶ ὥσπερ ἑπτὰ στάχυες ἀνέβαινον ἐν πυθμένι ἑνὶ πλήρεις καὶ καλοί·

Γεν. 41,22                 Είδον πάλιν στον ύπνον μου άλλο όνειρον· ότι δηλαδή επτά στάχυα ωραία εις την εμφάνισιν και μεστωμένα υψώνοντο επάνω εις μίαν μόνην καλαμιάν.

Γεν. 41,23          ἄλλοι δὲ ἑπτὰ στάχυες λεπτοὶ καὶ ἀνεμόφθοροι ἀνεφύοντο ἐχόμενοι αὐτῶν.

Γεν. 41,23                 Αλλα δε επτά ατροφικά, κτυπημένα από τον καυστικόν άνεμον, εφύτρωναν κατόπιν από αυτά.

Γεν. 41,24          καὶ κατέπιον οἱ ἑπτὰ στάχυες οἱ λεπτοὶ καὶ ἀνεμόφθοροι τοὺς ἑπτὰ στάχυας τοὺς καλοὺς καὶ τοὺς πλήρεις. εἶπα οὖν τοῖς ἐξηγηταῖς, καὶ οὐκ ἦν ὁ ἀπαγγέλλων μοι αὐτό.

Γεν. 41,24                 Τα επτά αυτά στάχυα τα ατροφικά και τα ανεμοδαρμένα κατέπιαν τα επτά ωραία και μεστωμένα στάχυα. Είπα, λοιπόν, στους ερμηνευτάς των ονείρων αυτά και δεν ημπόρεσε κανείς να μου τα ερμηνεύση”.

Γεν. 41,25          Καὶ εἶπεν Ἰωσὴφ τῷ Φαραώ· τὸ ἐνύπνιον Φαραὼ ἕν ἐστιν· ὅσα ὁ Θεὸς ποιεῖ, ἔδειξε τῷ Φαραώ.

Γεν. 41,25                 Είπε τότε ο Ιωσήφ στον Φαραώ· “τα δύο όνειρα του Φαραώ είναι ένα και το αυτό. Με αυτά έδειξεν ο Θεός στον Φαραώ όσα μέλλει να πράξη.

Γεν. 41,26          αἱ ἑπτὰ βόες αἱ καλαὶ ἑπτὰ ἔτη ἐστί, καὶ οἱ ἑπτὰ στάχυες οἱ καλοὶ ἑπτὰ ἔτη ἐστί· τὸ ἐνύπνιον Φαραὼ ἕν ἐστι,

Γεν. 41,26                 Αι επτά καλαί αγελάδες σημαίνουν επτά έτη, και οι επτά καλοί στάχυες σημαίνουν πάλιν επτά έτη. Το διπλούν όνειρον του Φαραώ είναι ένα.

Γεν. 41,27          καὶ αἱ ἑπτὰ βόες αἱ λεπταὶ αἱ ἀναβαίνουσαι ὀπίσω αὐτῶν ἑπτὰ ἔτη ἐστί, καὶ οἱ ἑπτὰ στάχυες οἱ λεπτοὶ καὶ ἀνεμόφθοροι ἔσονται ἑπτὰ ἔτη λιμοῦ.

Γεν. 41,27                 Αι επτά ισχναί αγελάδες, αι οποίαι ανέβαινον κατόπιν από τας παχείας δηλώνουν επτά έτη και οι επτά στάχυες οι ατροφικοί και οι ανεμόπληκτοι δηλώνουν επτά έτη πείνας.

Γεν. 41,28          τὸ δὲ ῥῆμα, ὃ εἴρηκα Φαραώ, ὅσα ὁ Θεὸς ποιεῖ, ἔδειξε τῷ Φαραώ,

Γεν. 41,28                 Η εξήγησις, την οποίαν είπα στον Φαραώ, μαρτυρεί ότι ο Θεός εφανέρωσεν στον Φαραώ όσα πρόκειται να κάμη.

Γεν. 41,29          ἰδοὺ ἑπτὰ ἔτη ἔρχεται εὐθηνία πολλὴ ἐν πάσῃ γῇ Αἰγύπτου·

Γεν. 41,29                 Ιδού έρχονται επτά έτη, κατά τα οποία μεγάλη ευφορία θα απλωθή εις όλην την γην της Αιγύπτου.

Γεν. 41,30          ἥξει δὲ ἑπτὰ ἔτη λιμοῦ μετὰ ταῦτα, καὶ ἐπιλήσονται τῆς πλησμονῆς τῆς ἐσομένης ἐν ὅλῃ Αἰγύπτῳ, καὶ ἀναλώσει ὁ λιμὸς τὴν γῆν,

Γεν. 41,30                 Κατόπιν όμως από αυτά θα έλθουν επτά έτη πείνας. Αυτή θα είναι τόσον μεγάλη, ώστε θα λησμονήσουν οι άνθρωποι την ευφρρίαν, που έγινε προηγουμένως εις όλην την Αίγυπτον. Και η πείνα θα ερημώση την γώραν.

Γεν. 41,31          καὶ οὐκ ἐπιγνωσθήσεται ἡ εὐθηνία ἐπὶ τῆς γῆς ἀπὸ τοῦ λιμοῦ τοῦ ἐσομένου μετὰ ταῦτα· ἰσχυρὸς γὰρ ἔσται σφόδρα.

Γεν. 41,31                  Ενεκα δε αυτής της πείνας, που θα επακολουθήση, θα σβήση από την μνήμην των ανθρώπων η προηγουμένη ευφορία της χώρας· διότι η πείνα θα είναι πολύ μεγάλη.

Γεν. 41,32          περὶ δὲ τοῦ δευτερῶσαι τὸ ἐνύπνιον Φαραὼ δίς, ὅτι ἀληθὲς ἔσται τὸ ῥῆμα τὸ παρὰ τοῦ Θεοῦ, καὶ ταχυνεῖ ὁ Θεὸς τοῦ ποιῆσαι αὐτό.

Γεν. 41,32                 Η δευτέρα δε επανάληψις του ονείρου σημαίνει ότι είναι αληθινόν και βέβαιον το αποκαλυφθέν από τον Θεόν δια του ονείρου και ότι συντόμως θα πράξη ο Θεός αυτό, που προανήγγειλε.

Γεν. 41,33          νῦν οὖν σκέψαι ἄνθρωπον φρόνιμον καὶ συνετὸν καὶ κατάστησον αὐτὸν ἐπὶ γῆς Αἰγύπτου·

Γεν. 41,33                 Τωρα, λοιπόν, που είναι καιρός, σκέψου και έκλεξε άνθρωπον έξυπνον και συνετόν και διόρισε αυτόν εις όλην την γην της Αιγύπτου.

Γεν. 41,34          καὶ ποιησάτω Φαραὼ καὶ καταστησάτω τοπάρχας ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ἀποπεμπτωσάτωσαν πάντα τὰ γεννήματα τῆς γῆς Αἰγύπτου τῶν ἑπτὰ ἐτῶν τῆς εὐθηνίας

Γεν. 41,34                 Συγχρόνως δε ο Φαραώ ας εκλέξη και ας καταστήση επόπτας εις τας περιοχάς της χώρας, δια να κρατούν το πέμπτον από όλα τα προϊόντα της γης Αιγύπτου κατά τα επτά έτη της ευφορίας.

Γεν. 41,35          καὶ συναγαγέτωσαν πάντα τὰ βρώματα τῶν ἑπτὰ ἐτῶν τῶν ἐρχομένων τῶν καλῶν τούτων, καὶ συναχθήτω ὁ σῖτος ὑπὸ χεῖρα Φαραώ, βρώματα ἐν ταῖς πόλεσι φυλαχθήτω·

Γεν. 41,35                 Ολα δε αυτά τα τρόφιμα των επτά ερχομένων ετών της ευφορίας ας συγκεντρωθούν εις αποθήκας. Ας συγκεντρωθή ο σίτος και ας τεθή εις την εξουσίαν και την διάθεσιν του Φαραώ. Τα τρόφιμα ας αποθηκευθούν ασφαλώς εις τας πόλεις.

Γεν. 41,36          καὶ ἔσται τὰ βρώματα τὰ πεφυλαγμένα τῇ γῇ εἰς τὰ ἑπτὰ ἔτη τοῦ λιμοῦ, ἃ ἔσονται ἐν γῇ Αἰγύπτου, καὶ οὐκ ἐκτριβήσεται ἡ γῇ ἐν τῷ λιμῷ.

Γεν. 41,36                 Και θα είναι αυτά φυλαγμένα εις όλην την χώραν δια τα επτά έτη της πείνας, η οποία θα απλωθή εις την χώραν της Αιγύπτου. Ετσι δε η χώρα αυτή δεν θα εξολοθρευθή από την πείναν.

 

                                     Ο Ιωσήφ γίνεται άρχοντας στην Αίγυπτο

Γεν. 41,37          Ἤρεσε δὲ τὸ ῥῆμα ἐναντίον Φαραὼ καὶ ἐναντίον πάντων τῶν παίδων αὐτοῦ,

Γεν. 41,37                 Ο λόγος αυτός ήρεσεν στον Φαραώ και εις όλους τους αυλικούς του.

Γεν. 41,38          καὶ εἶπε Φαραὼ πᾶσι τοῖς παισὶν αὐτοῦ· μὴ εὑρήσομεν ἄνθρωπον τοιοῦτον, ὃς ἔχει πνεῦμα Θεοῦ ἐν αὐτῷ;

Γεν. 41,38                 Είπε δε προς αυτούς· “μήπως τάχα θα εύρωμεν τέτοιον άνθρωπον σαν τον Ιωσήφ, ο οποίος έχει Πνεύμα Θεού εντός του;”

Γεν. 41,39          εἶπε δὲ Φαραὼ τῷ Ἰωσήφ· ἐπειδὴ ἔδειξεν ὁ Θεός σοι πάντα ταῦτα, οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος φρονιμώτερος καὶ συνετώτερός σου·

Γεν. 41,39                 Δια τούτο είπεν ο Φαραώ στον Ιωσήφ· “επειδή ο Θεός εφανέρωσεν εις σε όλα αυτά, άλλος δε άνθρωπος εξυπνότερος και σοφώτερος από σε δεν υπάρχει,

Γεν. 41,40          σὺ ἔσῃ ἐπὶ τῷ οἴκῳ μου, καὶ ἐπὶ τῷ στόματί σου ὑπακούσεται πᾶς ὁ λαός μου· πλὴν τὸν θρόνον ὑπερέξω σου ἐγώ.

Γεν. 41,40                 συ θα γίνης άρχων εις όλον τον οίκον μου και εις τας διαταγάς σου θα υπακούη όλος ο λαός μου. Μονον δε κατά τον βασιλικόν θρόνον θα είμαι εγώ ανώτερός σου”.

Γεν. 41,41          εἶπε δὲ Φαραὼ τῷ Ἰωσήφ· ἰδοὺ καθίστημί σε σήμερον ἐπὶ πάσης γῆς Αἰγύπτου.

Γεν. 41,41                 Του είπε δε ακόμη ο Φαραώ· “ιδού σε διορίζω σήμερον και σε εγκαθιστώ αντιβασιλέα εις όλην την χώραν της Αιγύπτου”.

Γεν. 41,42          καὶ περιελόμενος Φαραὼ τὸν δακτύλιον ἀπὸ τῆς χειρὸς αὐτοῦ, περιέθηκεν αὐτὸν ἐπί τὴν χεῖρα Ἰωσὴφ καὶ ἐνέδυσεν αὐτὸν στολὴν βυσσίνην καὶ περιέθηκε κλοιὸν χρυσοῦν περὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ·

Γεν. 41,42                 Εβγαλε δε ο Φαραώ από το χέρι του το δακτυλίδι, το έθεσεν στο χέρι του Ιωσήφ, ενέδυσεν αυτόν πολύτιμον λινήν στολήν από βύσσον και περιέβαλε στον τράχηλον αυτού άλυσιν χρυσήν.

Γεν. 41,43          καὶ ἀνεβίβασεν αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἅρμα τὸ δεύτερον τῶν αὐτοῦ, καὶ ἐκήρυξεν ἔμπροσθεν αὐτοῦ κήρυξ· καὶ κατέστησεν αὐτὸν ἐφ᾿ ὅλης γῆς Αἰγύπτου.

Γεν. 41,43                 Ανεβίβασε δε αυτόν στο δεύτερον από τα βασιλικά του άρματα και ένας κήρυξ επροπορεύετο έμπροσθεν από αυτόν και τον ανήγγειλεν στον λαόν. Ετσι δε ανέδειξεν αυτόν ο Φαραώ αντιβασιλέα εις όλην την χώραν της Αιγύπτου.

Γεν. 41,44          εἶπε δὲ Φαραὼ τῷ Ἰωσήφ· ἐγὼ Φαραώ, ἄνευ σοῦ οὐκ ἐξαρεῖ οὐδεὶς τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπὶ πάσης γῆς Αἰγύπτου.

Γεν. 41,44                 Είπε δε στον Ιωσήφ· “εγώ ο Φαραώ διατάσσω· Κανείς δεν θα κινήση το χέρι του να κάμη κάτι εις όλην την γην της Αιγύπτου χωρίς την έγκρισίν σου”.

Γεν. 41,45          καὶ ἐκάλεσε Φαραὼ τὸ ὄνομα Ἰωσήφ, Ψονθομφανήχ· καὶ ἔδωκεν αὐτῷ τὴν Ἀσεννὲθ θυγατέρα Πετεφρῆ ἱερέως Ἡλιουπόλεως αὐτῷ εἰς γυναῖκα.

Γεν. 41,45                 Ωνόμασε δε ο Φαραώ τον Ιωσήφ Ψονθομφανήχ, δηλαδή τροφοδότην της γης. Εδωσε δε εις αυτόν ως σύζυγον την Ασεννέθ, θυγατέρα του Πετεφρή, όχι του αρχιμαγείρου, άλλα του ιερέως της Ηλιουπόλεως.

Γεν. 41,46          Ἰωσὴφ δὲ ἦν ἐτῶν τριάκοντα, ὅτε ἔστη ἐναντίον Φαραὼ βασιλέως Αἰγύπτου. Ἐξῆλθε δὲ Ἰωσὴφ ἀπὸ προσώπου Φαραώ, καὶ διῆλθε πᾶσαν γῆν Αἰγύπτου.

Γεν. 41,46                 Ητο δε τότε ο Ιωσήφ τριάκοντα ετών, όταν ενεφανίσθη ενώπιον του Φαραώ βασιλέως της Αιγύπτου. Εξήλθε δε ο Ιωσήφ από τα ανάκτορα του Φαραώ και, ως αντιβασιλεύς πλέον, περιώδευσεν όλην την χώραν της Αιγύπτου.

Γεν. 41,47          καὶ ἐποίησεν ἡ γῆ ἐν τοῖς ἑπτὰ ἔτεσι τῆς εὐθηνίας δράγματα·

Γεν. 41,47                 Η δε χώρα της Αιγύπτου απέδωσε κατά τα επτά έτη της ευφορίας πλούσια τα προϊόντα.

Γεν. 41,48          καὶ συνήγαγε πάντα τὰ βρώματα τῶν ἑπτὰ ἐτῶν, ἐν οἷς ἦν ἡ εὐθηνία ἐν τῇ γῇ Αἰγύπτου, καὶ ἔθηκε τὰ βρώματα ἐν ταῖς πόλεσι, βρώματα τῶν πεδίων τῆς πόλεως τῶν κύκλῳ αὐτῆς ἔθηκεν ἐν αὐτῇ.

Γεν. 41,48                 Και συνεκέντρωσεν ο Ιωσήφ όλα τα είδη των τροφίμων κατά τα επτά αυτά έτη, κατά τα οποία επεκράτει ευφορία εις την χώραν της Αιγύπτου και τα αποθήκευσεν εις τας πόλεις. Τα δε προϊόντα των πεδιάδων, που ήσαν γύρω από κάθε πόλιν, τα αποθήκευσεν εις αυτήν την ιδίαν πόλιν.

Γεν. 41,49          καὶ συνήγαγεν Ἰωσὴφ σῖτον ὡσεὶ τὴν ἄμμον τῆς θαλάσσης πολὺν σφόδρα, ἕως οὐκ ἠδύνατο ἀριθμηθῆναι, οὐ γὰρ ἦν ἀριθμός.

Γεν. 41,49                 Και συνεκέντρωσεν ο Ιωσήφ σίτον πάρα πολύν ωσάν την άμμον της θαλάσσης, τόσον ώστε δεν ήτο δυνατόν πλέον να μετρηθή, διότι ήτο ανυπολόγιστος.

Γεν. 41,50          Τῷ δὲ Ἰωσὴφ ἐγένοντο υἱοὶ δύο πρὸ τοῦ ἐλθεῖν τὰ ἑπτὰ ἔτη τοῦ λιμοῦ, οὓς ἔτεκεν αὐτῷ Ἀσεννὲθ ἡ θυγάτηρ Πετεφρῆ ἱερέως Ἡλιουπόλεως.

Γεν. 41,50                 Πριν δε έλθουν τα έτη της πείνας απέκτησεν ο Ιωσήφ από την Ασεννέθ την θυγατέρα του Πετεφρή, ιερέως της Ηλιουπόλεως, δύο παιδιά.

Γεν. 41,51          ἐκάλεσε δὲ Ἰωσὴφ τὸ ὄνομα τοῦ πρωτοτόκου Μανασσῆ, ὅτι ἐπιλαθέσθαι με ἐποίησεν ὁ Θεὸς πάντων τῶν πόνων μου καὶ πάντων τῶν τοῦ πατρός μου.

Γεν. 41,51                  Ωνόμασε δε τον πρωτότοκον Μαναασήν λέγων· “ο Θεός με έκαμεν, ώστε να λησμονήσω όλας τας ταλαιπωρίας μου και την στέρησιν του πατρός μου”.

Γεν. 41,52          τὸ δὲ ὄνομα τοῦ δευτέρου ἐκάλεσεν Ἐφραΐμ, ὅτι ηὔξησέ με ὁ Θεὸς ἐν γῇ ταπεινώσεώς μου.

Γεν. 41,52                 Το δε δεύτερον τέκνον του ωνόμασεν Εφραμ λέγων ότι· “ο Θεός με εμεγάλυνεν εις την χώραν αυτήν της ταπεινώσεώς μου”.

Γεν. 41,53          Παρῆλθε δὲ τὰ ἑπτὰ ἔτη τῆς εὐθηνίας, ἃ ἐγένοντο ἐν τῇ γῇ Αἰγύπτου,

Γεν. 41,53                 Επέρασαν τα επτά έτη της ευφορίας, που έγινεν εις την χώραν της Αιγύπτου.

Γεν. 41,54          καὶ ἤρξατο τὰ ἑπτὰ ἔτη τοῦ λιμοῦ ἔρχεσθαι, καθὰ εἶπεν Ἰωσήφ. καὶ ἐγένετο λιμὸς ἐν πάσῃ τῇ γῇ, ἐν δὲ πάσῃ τῇ γῇ Αἰγύπτου ἦσαν ἄρτοι.

Γεν. 41,54                 Ηρχισαν δε να έρχωνται τα επτά έτη της πείνας, όπως είχεν είπει ο Ιωσήφ και ηπλώθη πείνα εις όλην την γην. Εις την χώραν όμως της Αιγύπτου υπήρχον άρτοι.

Γεν. 41,55          καὶ ἐπείνασε πᾶσα ἡ γῆ Αἰγύπτου, ἔκραξε δὲ ὁ λαὸς πρὸς Φαραὼ περὶ ἄρτων· εἶπε δὲ Φαραὼ πᾶσι τοῖς Αἰγυπτίοις· πορεύεσθε πρὸς Ἰωσήφ, καὶ ὃ ἐὰν εἴπῃ ὑμῖν, ποιήσατε.

Γεν. 41,55                 Αλλά και όλη η χώρα της Αιγύπτου επείνασεν, ο δε λαός έκραξε προς τον Φαραώ ζητών άρτους. Ο δε Φαραώ είπε προς όλους τους Αιγυπτίους· “πηγαίνετε προς τον Ιωσήφ και ο,τι σας πη, εκείνο πράξατε”.

Γεν. 41,56          καὶ ὁ λιμὸς ἦν ἐπὶ προσώπου πάσης τῆς γῆς· ἀνέῳξε δὲ Ἰωσὴφ πάντας τοὺς σιτοβολῶνας καὶ ἐπώλει πᾶσι τοῖς Αἰγυπτίοις.

Γεν. 41,56                 Η πείνα ήτο απλωμένη εις όλην την γην. Ηνοιξε τότε ο Ιωσήφ όλας τας αποθήκας και ήρχισε να πωλή σίτον εις όλους τους Αιγυπτίους.

Γεν. 41,57          καὶ πᾶσαι αἱ χῶραι ἦλθον εἰς Αἴγυπτον ἀγοράζειν πρὸς Ἰωσήφ· ἐπεκράτησε γὰρ ὁ λιμὸς ἐν πάσῃ τῇ γῇ.

Γεν. 41,57                 Αλλά και αι άλλαι χώραι ήλθον εις την Αίγυπτον προς τον Ιωσήφ, δια να αγοράσουν σίτον, διότι η πείνα επικρατούσεν εις όλην την γην.