Τα αδέρφια του
Ιωσήφ πάνε στην Αίγυπτο για σιτάρι
Γεν. 42,1 Ἰδὼν
δὲ Ἰακὼβ ὅτι ἐστὶ πρᾶσις ἐν
Αἰγύπτῳ, εἶπε τοῖς υἱοῖς
αὐτοῦ· ἱνατί ῥαθυμεῖτε;
Γεν. 42,1 Η πείνα είχεν απλωθή και εις την γην Χαναάν,
όπου κατοικούσεν ο Ιακώβ. Πληροφορηθείς δε ο Ιακώβ ότι εις την Αίγυπτον
πωλείται σίτος είπεν εις τα παιδιά του· “διατί αμελείτε;
Γεν. 42,2 ἰδοὺ
ἀκήκοα ὅτι ἐστὶ σῖτος ἐν
Αἰγύπτῳ· κατάβητε ἐκεῖ καὶ πρίασθε
ἡμῖν μικρὰ βρώματα, ἵνα ζήσωμεν καὶ μὴ
ἀποθάνωμεν.
Γεν. 42,2 Ιδού, εχω, πληροφορηθή, ότι υπάρχει σιτάρι εις τη
Αίγυπτον. Πηγαίνετε εκεί και αγοράσατε δι' ημάς ολίγα τρόφιμα, δια να ζήσωμεν
και μη αποθάνωμεν από την πείναν”.
Γεν. 42,3 κατέβησαν δὲ
οἱ ἀδελφοὶ Ἰωσὴφ οἱ δέκα πρίασθαι
σῖτον ἐξ Αἰγύπτου·
Γεν. 42,3 Οι δέκα αδελφοί του Ιωσήφ ανεχώρησαν, δια να
αγοράσουν σίτον από την Αίγυπτον.
Γεν. 42,4 τὸν δὲ
Βενιαμὶν τὸν ἀδελφὸν Ἰωσὴφ οὐκ
ἀπέστειλε μετὰ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ,
εἶπε γάρ· μή ποτε συμβῇ αὐτῷ μαλακία.
Γεν. 42,4 Ο Ιακώβ δεν έστειλε μαζή με τους αδελφούς του τον
Βενιαμίν, τον αδελφόν του Ιωσήφ εκ της Ραχήλ, διότι εφοβήθη σκεφθείς μήπως
τυχόν συμβή και εις αυτόν κανένα δυστύχημα.
Γεν. 42,5 Ἦλθον δὲ
οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ ἀγοράζειν μετὰ
τῶν ἐρχομένων· ἦν γὰρ ὁ λιμὸς
ἐν γῇ Χαναάν.
Γεν. 42,5 Οι υιοί του Ιακώβ ήλθον εις την Αίγυπτον μαζή με
άλλους, οι οποίοι μετέβαιναν επίσης εκεί, δια να αγοράσουν τρόφιμα, επειδή η
πείνα επικρατούσε και εις την χώραν Χαναάν.
Γεν. 42,6 Ἰωσὴφ
δὲ ἦν ὁ ἄρχων τῆς γῆς, οὗτος
ἐπώλει παντὶ τῷ λαῷ τῆς γῆς·
ἐλθόντες δὲ οἱ ἀδελφοὶ Ἰωσὴφ
προσεκύνησαν αὐτῷ ἐπὶ πρόσωπον ἐπὶ
τὴν γῆν.
Γεν. 42,6 Ο Ιωσήφ ήτο αντιβασιλεύς της Αιγύπτου· αυτός δια
των οργάνων του επωλούσε σίτον εις όλον τον λαόν της Αιγύπτου. Οι δε αδελφοί
του ελθόντες εις την Αίγυπτον τον προσεκύνησαν μέχρις εδάφους.
Γεν. 42,7 ἰδὼν
δὲ Ἰωσὴφ τούς ἀδελφοὺς αὐτοῦ
ἐπέγνω καὶ ἠλλοτριοῦτο ἀπ᾿
αὐτῶν καὶ ἐλάλησεν αὐτοῖς σκληρὰ
καὶ εἶπεν αὐτοῖς· πόθεν ἥκατε; οἱ
δὲ εἶπον· ἐκ γῆς Χαναὰν ἀγοράσαι
βρώματα.
Γεν. 42,7 Οταν είδεν ο Ιωσήφ τους αδελφούς του, τους
ανεγνώρισεν, αλλά εφέρετο προς αυτούς ώσαν ξένος. Τους ωμίλησε μάλιστα κατά
τρόπον τραχύν και τους είπεν· “από που ήλθατε;” Εκείνοι είπον· “από την γην
Χαναάν, δια να αγοράσωμεν τροφάς”.
Γεν. 42,8 ἐπέγνω δὲ
Ἰωσὴφ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ,
αὐτοὶ δὲ οὐκ ἐπέγνωσαν αὐτόν.
Γεν. 42,8 Ο Ιωσήφ ανεγνώρισε τους αδελφούς του, εκείνοι
όμως δεν τον ανεγνώρισαν.
Γεν. 42,9 καὶ
ἐμνήσθη Ἰωσὴφ τῶν ἐνυπνίων αὐτοῦ,
ὧν εἶδεν αὐτός, καὶ εἶπεν
αὐτοῖς· κατάσκοποί ἐστε, κατανοῆσαι τὰ
ἴχνη τῆς χώρας ἥκατε.
Γεν. 42,9 Οταν δε είδε τους αδελφούς του να τον προσκυνούν
ενεθυμήθη τα όνειρα, τα οποία είχεν ίδει. Επειτα τους είπεν· “είσθε
κατάσκοποι· ήλθατε εδώ, δια να κατασκοπεύσετε τα επίκαιρα σημεία της χώρας
μου”.
Γεν. 42,10 οἱ δὲ
εἶπαν· οὐχί, κύριε, οἱ παῖδές σου ἤλθομεν
πρίασθαι βρώματα·
Γεν. 42,10 Εκείνοι του απήντησαν· “όχι, κύριε, δεν είμεθα
κατάσκοποι. Οι δούλοί σου ήλθομεν έδω να αγοράσωμεν τροφάς.
Γεν. 42,11 πάντες ἐσμὲν
υἱοὶ ἑνὸς ἀνθρώπου· εἰρηνικοί
ἐσμεν, οὐκ εἰσὶν οἱ παῖδές σου
κατάσκοποι.
Γεν. 42,11 Ολοι είμεθα παιδιά ενός πατρός· είμεθα ειρηνικοί
και τίμιοι άνθρωποι· οι δούλοί σου δεν είναι κατάσκοποι”.
Γεν. 42,12 εἶπε δὲ
αὐτοῖς· οὐχί, ἀλλὰ τὰ ἴχνη
τῆς γῆς ἤλθετε ἰδεῖν.
Γεν. 42,12 Είπε δε εκείνος προς αυτούς· “όχι ! δεν σας
πιστεύω· ήλθατε να ανιχνεύσετε τα ασθενή και επίκαιρα σημεία της χώρας μου”.
Γεν. 42,13 οἱ δὲ
εἶπαν· δώδεκά ἐσμεν οἱ παῖδες σου ἀδελφοὶ
ἐν γῇ Χαναάν, καὶ ἰδοὺ ὁ νεώτερος
μετὰ τοῦ πατρὸς ἡμῶν σήμερον, ὁ δὲ
ἕτερος οὐχ ὑπάρχει.
Γεν. 42,13 Εκείνοι πάλιν απήντησαν· “ημείς, οι δούλοι σου,
είμεθα δώδεκα αδελφοί και κατοικούμεν εις την χώραν Χαναάν. Και ιδού, ο
νεώτερος από ημάς ευρίσκεται σήμερον μαζή με τον πατέρα μας εις την Χαναάν, ο
δε άλλος δεν υπάρχει πλέον”.
Γεν. 42,14 εἶπε δὲ
αὐτοῖς Ἰωσήφ· τοῦτό ἐστιν ὃ
εἴρηκα ὑμῖν λέγων, ὅτι κατάσκοποί ἐστε·
Γεν. 42,14 Είπε δε προς αυτούς, επιμένων ο Ιωσήφ· “αυτό που
σας είπα αυτό είναι· είσθε κατάσκοποι.
Γεν. 42,15 ἐν τούτῳ
φανεῖσθε· νὴ τὴν ὑγίειαν Φαραώ, οὐ
μὴ ἐξέλθητε ἐντεῦθεν, ἐὰν μὴ
ὁ ἀδελφὸς ὑμῶν ὁ νεώτερος
ἔλθῃ ὧδε.
Γεν. 42,15 Αν λέγετε την αλήθειαν θα μου το αποδείξετε με
τούτο· είπατε ότι έχετε ένα νεώτερον αδελφόν. Μα την υγείαν του Φαραώ, δεν θα
φύγετε από εδώ, εάν αυτός ο νεώτερος αδελφάς σας δεν έλθη εδώ.
Γεν. 42,16 ἀποστείλατε
ἐξ ὑμῶν ἕνα καὶ λάβετε τὸν
ἀδελφὸν ὑμῶν, ὑμεῖς δὲ
ἀπάχθητε ἕως τοῦ φανερὰ γενέσθαι τὰ
ῥήματα ὑμῶν, εἰ ἀληθεύετε ἢ
οὔ· εἰ δὲ μή, νὴ τὴν ὑγίειαν Φαραώ, ἦ
μὴν κατάσκοποί ἐστε.
Γεν. 42,16 Στείλτε λοιπόν ένα από σας και φέρετε εδώ τον
αδελφόν σας. Σεις δε οι άλλοι πηγαίνετε εις την φυλακήν, έως ότου
αποδειχθούν, αν είναι η δεν είναι αληθινά τα λόγια σας. Εάν δε δεν φέρετε τον
νεώτερον αδελφόν σας, μα την υγείαν του Φαραώ, είσθε πράγματι κατάσκοποι”.
Γεν. 42,17 καὶ ἔθετο
αὐτοὺς ἐν φυλακῇ ἡμέρας τρεῖς.
Γεν. 42,17 Διέταξε δε και έβαλαν αυτούς τρεις ημέρας εις την
φυλακήν.
Γεν. 42,18 Εἶπε δὲ
αὐτοῖς τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ·
τοῦτο ποιήσατε καὶ ζήσεσθε, τὸν Θεὸν γὰρ
ἐγὼ φοβοῦμαι·
Γεν. 42,18 Κατά δε την τρίτην ημέραν τους είπε· “κάμετε αυτό,
που σας είπα, δια να μη χάσετε την ζωήν σας ως κατάσκοποι, διότι εγώ φοβούμαι
τον Θεόν.
Γεν. 42,19 εἰ
εἰρηνικοί ἐστε, ἀδελφὸς ὑμῶν κατασχεθήτω
εἷς ἐν τῇ φυλακῇ, αὐτοὶ δὲ βαδίσατε
καὶ ἀπαγάγετε τὸν ἀγορασμὸν τῆς
σιτοδοσίας ὑμῶν,
Γεν. 42,19 Εάν είσθε πράγματι ειρηνικοί άνθρωποι, ένας
αδελφός σας ας μείνη εις την φυλακήν, σεις δε πηγαίνετε προς την χώραν σας
και φέρετε εκεί τον σίτον, τον οποίον ηγοράσατε.
Γεν. 42,20 καὶ τὸν
ἀδελφὸν ὑμῶν τὸν νεώτερον ἀγάγετε πρός
με, καὶ πιστευθήσονται τὰ ῥήματα ὑμῶν·
εἰ δὲ μή, ἀποθανεῖσθε. ἐποίησαν δὲ
οὕτως.
Γεν. 42,20 Και τον αδελφόν σας τον νεώτερον φέρετέ τον προς
εμέ. Οταν δε τον ίδω, τότε θα πιστεύσω εις τα λόγια σας. Εάν όμως και δεν τον
φέρετε, θα θανατωθήτε”. Οι αδελφοί του Ιωσήφ έκαμαν, όπως εκείνος τους είπε.
Γεν. 42,21 καὶ εἶπεν
ἕκαστος πρὸς τὸν ἀδελφὸν
αὐτοῦ· ναί, ἐν ἁμαρτίαις γάρ ἐσμεν
περὶ τοῦ ἀδελφοῦ ἡμῶν, ὅτι
ὑπερείδομεν τὴν θλῖψιν τῆς ψυχῆς
αὐτοῦ, ὅτε κατεδέετο ἡμῶν, καὶ οὐκ
εἰσηκούσαμεν αὐτοῦ· καὶ ἕνεκεν τούτου
ἐπῆλθεν ἐφ᾿ ἡμᾶς ἡ θλῖψις
αὕτη.
Γεν. 42,21 Εκεί δε εμπρός στον Ιωσήφ είπαν ο ενας προς τον
άλλον· “ναι, τιμωρούμεθα τώρα διότι διεπράξαμεν μεγάλην αμαρτίαν εναντίον του
αδελφού μας. Δεν ελάβομεν υπ' όψει την θλίψιν της ψυχής του, όταν μας
παρακαλούσε τότε, να τον λυπηθώμεν. Δεν εδώσαμεν καμμίαν προσοχήν εις τα
λόγια του. Ενεκα της αμαρτίας μας αυτής έπεσεν επάνω μας αυτή η θλίψις”.
Γεν. 42,22 ἀποκριθεὶς
δὲ Ῥουβὴν εἶπεν αὐτοῖς· οὐκ
ἐλάλησα ὑμῖν λέγων, μὴ ἀδικήσητε τὸ
παιδάριον; καὶ οὐκ ἠκούσατέ μου; καὶ ἰδοὺ
τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐκζητεῖται.
Γεν. 42,22 Αποκριθείς δε ο Ρουβήν τους είπε· “δεν σας είπα και
ξαναείπα εγώ να μη διαπράξετε αυτήν την μεγάλην αδικίαν εναντίον του παιδιού
και δεν με ηκούσατε; Ιδού, ότι το αθώον αίμα του ζητεί τώρα εκδίκησιν
εναντίον μας”.
Γεν. 42,23 αὐτοὶ
δὲ οὐκ ᾔδεισαν ὅτι ἀκούει Ἰωσήφ·
ὁ γὰρ ἑρμηνευτὴς ἀνὰ μέσον
αὐτῶν ἦν.
Γεν. 42,23 Οι αδελφοί του Ιωσήφ δεν εγνώριζαν ότι εκείνος
εκαταλάβαινε την γλώσσαν των, επειδή προηγουμένως συνεννοούντο με αυτόν δια
μέσου διερμηνέως.
Γεν. 42,24 ἀποστραφεὶς
δὲ ἀπ᾿ αὐτῶν ἔκλαυσεν Ἰωσήφ.
καὶ πάλιν προσῆλθε πρὸς αὐτοὺς καὶ
εἶπεν αὐτοῖς· καὶ ἔλαβε τὸν
Συμεὼν ἀπ᾿ αὐτῶν καὶ ἔδησεν
αὐτὸν ἐναντίον αὐτῶν.
Γεν. 42,24 Ο Ιωσήφ, όταν ήκουσεν αυτά, συνεκινήθη, απεμακρύνθη
από αυτούς, έκλαυσε και πάλιν επανήλθε και συνωμίλησε μαζή των. Επήρε από
αυτούς τον Συμεών και τον έδεσεν ενώπιόν των.
Η επιστροφή των αδερφών του Ιωσήφ στη Χαναάν
Γεν. 42,25 ἐνετείλατο
δὲ Ἰωσήφ ἐμπλῆσαι τὰ ἀγγεῖα
αὐτῶν σίτου καὶ ἀποδοῦναι τὸ
ἀργύριον αὐτῶν ἑκάστῳ εἰς τὸν
σάκκον αὐτοῦ καὶ δοῦναι αὐτοῖς
ἐπισιτισμὸν εἰς τὴν ὁδόν. καὶ ἐγενήθη
αὐτοῖς οὕτως.
Γεν. 42,25 Διέταξε δε να γεμίσουν τους σάκκους των σιτάρι, να
θέσουν κρυφίως στον σάκκον καθενός από αυτούς τα χρήματά των και να τους
δώσουν τροφάς δια το ταξίδι των. Ετσι και έγινεν εις αυτούς.
Γεν. 42,26 καὶ
ἐπιθέντες τὸν σῖτον ἐπὶ τοὺς ὄνους
αὐτῶν ἀπῆλθον ἐκεῖθεν.
Γεν. 42,26 Οι αδελφοί εφόρτωσαν τον σίτον στους όνους των και
ανεχώρησαν από εκεί.
Γεν. 42,27 λύσας δὲ
εἷς τὸν μάρσιππον αὐτοῦ δοῦναι χορτάσματα
τοῖς ὄνοις αὐτοῦ, οὗ κατέλυσαν, καὶ
εἶδε τὸν δεσμὸν τοῦ ἀργυρίου αὐτοῦ,
καὶ ἦν ἐπάνω τοῦ στόματος τοῦ μαρσίππου·
Γεν. 42,27 Εις τον τόπον δέ, όπου επί ολίγον εστάθμευσαν, ένας
από αυτούς έλυσε τον σάκκον του, δια να δώση τροφήν στους όνους του. Και
είδεν ότι το χρηματόδεμά του ήτο στο στόμιον του σάκκου.
Γεν. 42,28 καὶ εἶπε
τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ· ἐπεδόθη μοι
τὸ ἀργύριον, καὶ ἰδοὺ τοῦτο ἐν
τῷ μαρσίππῳ μου, καὶ ἐξέστη ἡ καρδία
αὐτῶν, καὶ ἐταράχθησαν πρὸς ἀλλήλους
λέγοντες· τί τοῦτο ἐποίησεν ὁ Θεὸς
ἡμῖν;
Γεν. 42,28 Είπε τότε στους αδελφούς του· “τα χρήματά μου, αυτά
που επλήρωσα δια την αγοράν του σίτου, μου επεστράφησαν. Ιδού ευρίσκονται
στον σάκκον μου”. Ολοι τότε κατελήφθησαν από έκπληξιν, εταράχθησαν και έλεγαν
μεταξύ των· “τι είναι αυτό που μας έκαμεν ο Θεός;”
Γεν. 42,29 Ἦλθον δὲ
πρὸς Ἰακὼβ τὸν πατέρα αὐτῶν εἰς
γῆν Χαναὰν καὶ ἀπήγγειλαν αὐτῷ πάντα
τὰ συμβάντα αὐτοῖς, λέγοντες·
Γεν. 42,29 Εξηκολούθησαν την πορείαν των, έφθασαν εις την γην
Χαναάν προς τον πατέρα των και εγνωστοποίησαν εις αυτόν όλα όσα τους
συνέβησαν, λέγοντες·
Γεν. 42,30 λελάληκεν ὁ
ἄνθρωπος ὁ κύριος τῆς γῆς πρὸς ἡμᾶς
σκληρὰ καὶ ἔθετο ἡμᾶς ἐν φυλακῇ
ὡς κατασκοπεύοντας τὴν γῆν.
Γεν. 42,30 “ο άνθρωπος εκείνος, ο άρχων της Αιγύπτου, ωμίλησε
και εφέρθη προς ημάς με πολλήν σκληρότητα. Μας έβαλεν εις την φυλακήν, διότι
τάχα είμεθα κατάσκοποι της χώρας του.
Γεν. 42,31 εἴπαμεν
δὲ αὐτῷ· εἰρηνικοί ἐσμέν, οὐκ
ἐσμὲν κατάσκοποι·
Γεν. 42,31 Ημείς του είπομεν· Είμεθα τίμιοι και φιλήσυχοι
άνθρωποι και όχι κατάσκοποι.
Γεν. 42,32 δώδεκα ἀδελφοί
ἐσμεν, υἱοὶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν·
ὁ εἷς οὐχ ὑπάρχει, ὁ δὲ μικρὸς
μετὰ τοῦ πατρὸς ἡμῶν σήμερον ἐν γῇ
Χαναάν.
Γεν. 42,32 Είμεθα δώδεκα αδελφοί, τέκνα του ιδίου πατρός· ο
ένας δεν υπάρχει πλέον· ο δε μικρότερός μας ευρίσκεται σήμερον μαζή με τον
πατέρα μας εις την Χαναάν.
Γεν. 42,33 εἶπε δὲ
ἡμῖν ὁ ἄνθρωπος ὁ κύριος τῆς
γῆς· ἐν τούτῳ γνώσομαι ὅτι εἰρηνικοί
ἐστε· ἀδελφὸν ἕνα ἄφετε ὧδε
μετ᾿ ἐμοῦ, τὸν δὲ ἀγορασμὸν
τῆς σιτοδοσίας τοῦ οἴκου ὑμῶν λαβόντες
ἀπέλθατε.
Γεν. 42,33 Ο άρχων αυτός της Αιγύπτου μας είπε τότε· Εγώ θα
μάθω και θα πεισθώ ότι είσθε πράγματι ειρηνικοί άνθρωποι, εάν κάμετε όπως σας
πω. Αφήσατε εδώ εις εμέ ένα αδελφόν. Τον δε σίτον, που αγοράσατε δια τας
οικογενείας σας, παρέτέ τον και φύγετε δια την Χαναάν.
Γεν. 42,34 καὶ ἀγάγετε
πρός με τὸν ἀδελφὸν ὑμῶν τὸν νεώτερον,
καὶ γνώσομαι ὅτι οὐ κατάσκοποί ἐστε, ἀλλ᾿
ὅτι εἰρηνικοί ἐστε, καὶ τὸν ἀδελφὸν
ὑμῶν ἀποδώσω ὑμῖν, καὶ τῇ γῇ
ἐμπορεύσεσθε.
Γεν. 42,34 Επειτα δέ, φέρετε προς εμέ τον αδελφόν σας τον
νεώτερον. Ετσι θα πεισθώ ότι δεν είσθε κατάσκοποι, αλλ' ότι είσθε πράγματι
τίμιοι και φιλήσυχοι, θα σας αποδώσω τον αδελφόν σας που εκράτησα ως όμηρον
και θα σας επιτρέψω να εισέρχεσθε και να εξέρχεσθε ελεύθερα εις την χώραν”.
Γεν. 42,35 ἐγένετο
δὲ ἐν τῷ κατακενοῦν αὐτοὺς τοὺς
σάκκους αὐτῶν, καὶ ἦν ἑκάστου ὁ
δεσμὸς τοῦ ἀργυρίου ἐν τῷ σάκκῳ
αὐτῶν· καὶ εἶδον τοὺς δεσμοὺς
τοῦ ἀργυρίου αὐτῶν αὐτοὶ καὶ
ὁ πατὴρ αὐτῶν, καὶ ἐφοβήθησαν.
Γεν. 42,35 Οταν δε οι εννέα αδελφοί άδειασαν στο σπίτι τους
σάκκους με τον σίτον ευρέθη στον σάκκον του καθενός το χρηματόδεμά του, το
αντίτιμον του σίτου. Είδον αυτοί και ο πατήρ των τα χρηματοδέματα και
εφοβήθησαν.
Γεν. 42,36 εἶπε δὲ
αὐτοῖς Ἰακὼβ ὁ πατὴρ
αὐτῶν· ἐμὲ ἠτεκνώσατε, Ἰωσὴφ
οὔκ ἔστι, Συμεὼν οὐκ ἔστι, καὶ τὸν
Βενιαμὶν λήψεσθε; ἐπ᾿ ἐμὲ ἐγένετο
ταῦτα πάντα.
Γεν. 42,36 Είπε δε προς αυτούς ο Ιακώβ, ο πατέρας των· “με
αφήσατε χωρίς παιδιά· ο Ιωσήφ δεν υπάρχει πλέον εις την ζωήν, ο Συμεών δεν
ευρίσκεται μεταξύ μας. Θα μου πάρετε λοιπόν και τον Βενιαμίν; Ολα αυτά τα
κακά έπεσαν επάνω μου”.
Γεν. 42,37 εἶπε δὲ
Ῥουβὴν τῷ πατρὶ αὐτῶν λέγων·
τοὺς δύο υἱούς μου ἀπόκτεινον, ἐὰν μὴ
ἀγάγω αὐτὸν πρὸς σέ· δὸς αὐτὸν
εἰς τὴν χεῖρά μου, κἀγὼ ἀνάξω
αὐτὸν πρὸς σέ.
Γεν. 42,37 Είπε δε ο Ρουβήν προς τον πατέρα του· “εμπιστεύσου
εις εμέ τον Βενιαμίν και εγώ σου υπόσχομαι ότι θα σου τον επαναφέρω σώον και
υγιή. Εάν δε δεν τον επαναφέρω, σκότωσε τα δυό παιδιά μου”.
Γεν. 42,38 ὁ δὲ
εἶπεν· οὐ καταβήσεται ὁ υἱός μου μεθ᾿
ὑμῶν, ὅτι ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ
ἀπέθανε καὶ αὐτὸς μόνος καταλέλειπται· καὶ
συμβήσεται αὐτὸν μαλακισθῆναι ἐν τῇ
ὁδῷ, ᾗ ἐὰν πορεύησθε, καὶ κατάξετέ μου
τὸ γῆρας μετὰ λύπης εἰς ᾅδου.
Γεν. 42,38 Ο Ιακώβ απήντησεν· “όχι, κατ' ουδένα λόγον δεν θα
αναχωρήση μαζή σας δια την Αίγυπτον ο υιός μου αυτός· διότι ο ομομήτριος
αδελφός του απέθανε και αυτός μόνος μου έχει απομείνει, υιός της Ραχήλ.
Φοβούμαι μήπως τυχόν και του συμβή τίποτε κακόν στον δρόμον, που θα βαδίζετε,
και τότε θα κρημνίσετε καταλυπημένον το γήρας μου στον άδην”.
Γεν. 42,39 ὁ δὲ
λιμὸς ἐνίσχυσεν ἐπὶ τῆς γῆς.
Γεν. 42,39 Η πείνα όμως εγίνετο ολοένα και περισσότερον μεγάλη
και καταθλιπτική εις την χώραν των.
|