Η δημιουργία του κόσμου
Γεν. 1,1 Ἐν
ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν
οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν.
Γεν. 1,1 Κατ' αρχάς ο απειροτελειος Θεός εδημιούργησεν
εκ του μηδενός το σύμπαν, τον ουρανόν και την γην.
Γεν. 1,2 ἡ δὲ
γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος, καὶ
σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου, καὶ πνεῦμα Θεοῦ
ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος.
Γεν. 1,2 Η γη ήτο αόρατος, αδιαμόρφωτος και απρόσφορος
δια τον ζωϊκόν και φυτικόν κόσμον· σκοτάδι δε ηπλώνετο επάνω από τα ύδατα που
την εσκέπαζον, το δε ζωοποιόν Πανάγιον Πνεύμα εφέρετο επάνω από τα ύδατα και
περιέβαλλεν αυτήν.
Γεν. 1,3 καὶ
εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω φῶς· καὶ
ἐγένετο φῶς.
Γεν. 1,3 Και είπεν ο Θεός· “να γίνη φως επί της γης”·
και έγινε φως.
Γεν. 1,4 καὶ
εἶδεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς, ὅτι καλόν·
καὶ διεχώρισεν ὁ Θεὸς ἀνὰ μέσον τοῦ
φωτὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σκότους.
Γεν. 1,4 Και είδεν ο παντογνώστης Θεός το φως ότι
είναι καλόν και σκόπιμον· και εχώρισεν ο Θεός το σκότος από το φως.
Γεν. 1,5 καὶ
ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ
τὸ σκότος ἐκάλεσε νύκτα. καὶ ἐγένετο ἑσπέρα
καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα μία.
Γεν. 1,5 Και ωνόμασεν ο Θεός το φως ημέραν και το
σκότος ωνόμασε νύκτα. Και έγινεν εσπέρα και έγινε πρωϊ και έκλεισεν η πρώτη
ημέρα της δημιουργίας.
Γεν. 1,6 Καὶ
εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω στερέωμα ἐν μέσῳ
τοῦ ὕδατος καὶ ἔστω διαχωρίζον ἀνὰ μέσον
ὕδατος καὶ ὕδατος. καὶ ἐγένετο οὕτως.
Γεν. 1,6 Και είπεν ο Θεός· “να γίνη ο ουράνιος θόλος
της γης μεταξύ των υδάτων, που καλύπτουν την επιφάνειάν της και των νεφών που
αιωρούνται εις την ατμόσφαιραν, και να διαχωρίζη μεταξύ των υδάτων της γης
και των υδάτων του ουρανού”. Και έγινεν όπως ο Θεός διέταξε.
Γεν. 1,7 καὶ
ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸ στερέωμα, καὶ διεχώρισεν
ὁ Θεὸς ἀνὰ μέσον τοῦ ὕδατος, ὃ
ἦν ὑποκάτω τοῦ στερεώματος, καὶ ἀναμέσον
τοῦ ὕδατος τοῦ ἐπάνω τοῦ στερεώματος.
Γεν. 1,7 Και έδωσεν ύπαρξιν ο Θεός στον ουράνιον θόλον
και διεχώρισε τα ύδατα, τα οποία ήσαν επί της γης κάτω από τον ουρανόν, από
τα νερά, τα οποία ήσαν επάνω εις τα νέφη του ουρανού.
Γεν. 1,8 καὶ
ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς τὸ στερέωμα οὐρανόν. καὶ
εἶδεν ὁ Θεός, ὅτι καλόν, καὶ ἐγένετο
ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα δευτέρα.
Γεν. 1,8 Και ωνόμασεν ο Θεός την ατμόσφαιραν ουρανόν.
Και είδεν ο παντογνώστης Θεός ότι το έργον του αυτό ήτο ωραίον και σκόπιμον.
Και έγινεν εσπέρα, έγινε πρωί και έκλεισεν η δευτέρα ημέρα της δημιουργίας.
Γεν. 1,9 Καὶ
εἶπεν ὁ Θεός· συναχθήτω τὸ ὕδωρ τὸ
ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ εἰς συναγωγὴν μίαν,
καὶ ὀφθήτω ἡ ξηρά. καὶ ἐγένετο οὕτως.
καὶ συνήχθη τὸ ὕδωρ τὸ ὑποκάτω τοῦ
οὐρανοῦ εἰς τὰς συναγωγὰς αὐτῶν,
καὶ ὤφθη ἡ ξηρά.
Γεν. 1,9 Και είπεν ο Θεός· “ας συναχθή το ύδωρ, το
οποίον καλύπτει ολόκληρον την γην, εις ωρισμένην περιοχήν και ας φανή η
ξηρά”. Και έγινεν, όπως ο Θεός διέταξε· και εμαζεύθη όλον το ύδωρ της γης εις
τας βαθείας περιοχάς των ωκεανών και θαλασσών, και εφάνη η ξηρά.
Γεν. 1,10 καὶ
ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς τὴν ξηρὰν γῆν καὶ
τὰ συστήματα τῶν ὑδάτων ἐκάλεσε θαλάσσας. καὶ
εἶδεν ὁ Θεός, ὅτι καλόν.
Γεν. 1,10 Και ωνόμασεν ο Θεός την εκτός της θαλάσσης
έκτασιν γην, τας δε μεγάλας περιοχάς των υδάτων ωνόμασε θαλάσσας. Και είδεν ο
Θεός ότι η θάλασσα και η ξηρά είναι καλαί, έχουν τον σκοπόν και την
χρησιμότητά των.
Γεν. 1,11 καὶ
εἶπεν ὁ Θεός· βλαστησάτω ἡ γῆ βοτάνην χόρτου
σπεῖρον σπέρμα κατὰ γένος καὶ καθ᾿ ὁμοιότητα,
καὶ ξύλον κάρπιμον ποιοῦν καρπόν, οὗ τὸ σπέρμα
αὐτοῦ ἐν αὐτῷ κατὰ γένος ἐπὶ
τῆς γῆς. καὶ ἐγένετο οὕτως.
Γεν. 1,11 Και είπεν ο Θεός· “ας φυτρώσουν και ας αναπτυχθούν
εις την ξηράν χλόη και ποώδεις θάμνοι, που το κάθε είδος από αυτά θα έχη το
ιδικόν του σπέρμα, δια να διαιωνίζεται επί της γης”· και εν συνεχεία διέταξεν
ο Θεός· “να φυτρώσουν και να μεγαλώσουν εις την γην καρποφόρα ξυλώδη δένδρα,
έκαστον από τα οποία θα φέρη κατά το είδος του το ιδικόν του σπέρμα”.
Γεν. 1,12 καὶ
ἐξήνεγκεν ἡ γῆ βοτάνην χόρτου σπεῖρον σπέρμα
κατὰ γένος καὶ καθ᾿ ὁμοιότητα, καὶ ξύλον
κάρπιμον ποιοῦν καρπόν, οὗ τὸ σπέρμα αὐτοῦ
ἐν αὐτῷ κατὰ γένος ἐπὶ τῆς
γῆς.
Γεν. 1,12 Και έβγαλε πράγματι η γη ποώδη βλάστησιν, χλόην
και θάμνους, κάθε είδος από τα οποία είχε το σπέρμα αυτού δια την διατήρησίν
του. Και κατόπιν εφύτρωσαν και εμεγάλωσαν επί της γης καρποφόρα δένδρα,
έκαστον από τα οποία έφερε το σπέρμα του είδους του, δια να διαιωνίζεται επί
της γης.
Γεν. 1,13 καὶ
εἶδεν ὁ Θεός, ὅτι καλόν. καὶ ἐγένετο
ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα τρίτη.
Γεν. 1,13 Είδεν ο Θεός ότι η χλόη, οι θάμνοι και τα
δένδρα, που εκάλυψαν όλην την επιφάνειαν της ξηράς, ήσαν καλά, σκόπιμα και
χρήσιμα. Εγινεν εσπέρα, έγινε πρωί και συνεπληρώθη η τρίτη ημέρα της
δημιουργίας.
Γεν. 1,14 Καὶ
εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτωσαν φωστῆρες ἐν τῷ
στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ εἰς φαῦσιν
ἐπὶ τῆς γῆς, τοῦ διαχωρίζειν ἀνὰ
μέσον τῆς ἡμέρας καὶ ἀνὰ μέσον τῆς
νυκτός· καὶ ἔστωσαν εἰς σημεῖα καὶ
εἰς καιροὺς καὶ εἰς ἡμέρας καὶ εἰς
ἐνιαυτούς·
Γεν. 1,14 Και είπεν ο Θεός· “ας γίνουν (ας φανούν) εις
τον ουρανόν της γης φωτεινοί αστέρες, δια να φωτίζουν την γην και να χωρίζουν
την ημέραν από την νύκτα. Ας είναι οι αστέρες αυτοί εις σημεία μετεωρολογικών
και άλλων φαινομένων, και ας χρησιμεύουν εις κανονικήν μεταβολήν και
διάκρισιν των εποχών του έτους, των ημερών και των ετών.
Γεν. 1,15 καὶ
ἔστωσαν εἰς φαῦσιν ἐν τῷ στερεώματι τοῦ
οὐρανοῦ, ὥστε φαίνειν ἐπὶ τῆς γῆς.
καὶ ἐγένετο οὕτως.
Γεν. 1,15 Προ παντός δε ας είναι αυτοί στον ουρανόν, ώστε
να φωτίζουν την γην”. Και έγινεν όπως ο Θεός διέταξε.
Γεν. 1,16 καὶ
ἐποίησεν ὁ Θεὸς τοὺς δύο φωστῆρας τοὺς
μεγάλους, τὸν φωστῆρα τὸν μέγαν εἰς ἀρχὰς
τῆς ἡμέρας καὶ τὸν φωστῆρα τὸν
ἐλάσσω εἰς ἀρχὰς τῆς νυκτός, καὶ
τοὺς ἀστέρας.
Γεν. 1,16 Και έκαμεν ο Θεός τους δύο μεγάλους αστέρας,
τον ήλιον, τον μεγάλον αστέρα, να άρχη με το φως του όλην την ημέραν. Και τον
μικρότερον αστέρα, την σελήνην, να άρχη με το φως της κατά την νύκτα. Επίσης
διέταξε να φανούν και οι άλλοι αστέρες του ουρανού.
Γεν. 1,17 καὶ
ἔθετο αὐτοὺς ὁ Θεὸς ἐν τῷ
στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ, ὥστε φαίνειν ἐπὶ
τῆς γῆς
Γεν. 1,17 Και έθεσεν αυτούς ο Θεός στο ουράνιον στερέωμα,
δια να στέλλουν το φως των επάνω εις την γην·
Γεν. 1,18 καὶ
ἄρχειν τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νυκτὸς
καὶ διαχωρίζειν ἀνὰ μέσον τοῦ φωτὸς καὶ
ἀνὰ μέσον τοῦ σκότους. καὶ εἶδεν ὁ Θεός,
ὅτι καλόν.
Γεν. 1,18 να εξουσιάζουν την ημέραν και την νύκτα και να
ξεχωρίζουν το φως από το σκότος. Και είδεν ο παντογνώστης Θεός, ότι το έργον
του αυτό ήτο καλόν, χρήσιμον και σκόπιμον.
Γεν. 1,19 καὶ
ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα τετάρτη.
Γεν. 1,19 Εγινεν εσπέρα, έγινε πρωί και συνεπληρώθη η
τετάρτη ημέρα της δημιουργίας.
Γεν. 1,20 Καὶ
εἶπεν ὁ Θεός· ἐξαγαγέτω τὰ ὕδατα
ἑρπετὰ ψυχῶν ζωσῶν καὶ πετεινὰ πετόμενα
ἐπὶ τῆς γῆς κατὰ τὸ στερέωμα τοῦ
οὐρανοῦ. καὶ ἐγένετο οὕτως.
Γεν. 1,20 Και είπεν ο Θεός· “να βγάλουν τα ύδατα των
θαλασσών ψάρια και ερπετά και πτηνά, τα οποία θα πετούν εις την ατμόσφαιραν
μεταξύ του ουρανίου θόλου και της γης”. Και έγινεν έτσι.
Γεν. 1,21 καὶ ἐποίησεν
ὁ Θεὸς τὰ κήτη τὰ μεγάλα καὶ πᾶσαν
ψυχὴν ζῴων ἑρπετῶν, ἃ ἐξήγαγε τὰ
ὕδατα κατὰ γένη αὐτῶν, καὶ πᾶν
πετεινὸν πτερωτὸν κατὰ γένος. καὶ εἶδεν ὁ
Θεός, ὅτι καλά.
Γεν. 1,21 Και εδημιούργησεν ο Θεός τα μεγάλα κήτη και τα
ψάρια και τα ερπετά, τα οποία σύμφωνα με την διαταγήν του έβγαλαν τα ύδατα
έκαστον κατά το ειδός αυτού· καθώς και όλα τα είδη των πτηνών καθένα κατά το
είδος του. Και είδεν ο Θεός ότι όλα ήσαν καλά και χρήσιμα δια τον σκοπόν, δια
τον οποίον έγιναν.
Γεν. 1,22 καὶ
εὐλόγησεν αὐτὰ ὁ Θεός, λέγων· αὐξάνεσθε
καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὰ ὕδατα ἐν
ταῖς θαλάσσαις, καὶ τὰ πετεινὰ πληθυνέσθωσαν
ἐπὶ τῆς γῆς.
Γεν. 1,22 Και ευλόγησεν αυτά ο Θεός λέγων· “γίνεσθε
γόνιμα, αυξάνεσθε και πολλαπλασιάζεσθε και γεμίσατε τα ύδατα των θαλασσών.
Και τα πετεινά επίσης ας πληθυνθούν επάνω εις την γην”.
Γεν. 1,23 καὶ
ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα πέμπτη.
Γεν. 1,23 Και έγινεν εσπέρα και έγινε πρωϊ και συνεπληρώθη
η πέμπτη ημέρα της δημιουργίας.
Γεν. 1,24 Καὶ
εἶπεν ὁ Θεός· ἐξαγαγέτω ἡ γῆ ψυχὴν
ζῶσαν κατὰ γένος, τετράποδα καὶ ἑρπετὰ
καὶ θηρία τῆς γῆς κατὰ γένος. καὶ ἐγένετο
οὕτως.
Γεν. 1,24 Και είπεν ο Θεός· “ας βγάλη η γη ζώα διαφόρων
ειδών, τετράποδα και ερπετά και θηρία της ξηράς, το καθένα κατά το είδος
του”. Και έγινε έτσι.
Γεν. 1,25 καὶ
ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὰ θηρία τῆς γῆς
κατὰ γένος, καὶ τὰ κτήνη κατὰ γένος αὐτῶν
καὶ πάντα τὰ ἑρπετὰ τῆς γῆς κατὰ
γένος αὐτῶν. καὶ εἶδεν ὁ Θεός, ὅτι καλά.
Γεν. 1,25 Και εδημιούργησεν ο Θεός τα θηρία της γης κατά
τα είδη αυτών, και τα κτήνη κατά τα είδη αυτών και όλα τα ερπετά της γης κατά
τα είδη αυτών. Και είδεν ο Θεός ότι είναι καλά, σκόπιμα και χρήσιμα.
Η δημιουργία του ανθρώπου
Γεν. 1 ,26 καὶ
εἶπεν ὁ Θεός· ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿
εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν, καὶ
ἀρχέτωσαν τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν
πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῶν κτηνῶν
καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν
ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ γῆς γῆς.
Γεν. 1,26 Εν συνεχεία ο Τριαδικός Θεός είπε καθ' εαυτόν·
“ας δημιουργήσωμεν τώρα τον άνθρωπον, σύμφωνα με την ιδικήν μας εικόνα, και
να έχη την δυνατότητα να ομοιάση με ημάς. Αυτοί, άνδρας και γυναίκα, ας είναι
άρχοντες και κύριοι των ιχθύων της θαλάσσης, των πτηνών του ουρανού, των
κτηνών και όλης της γης και όλων όσα έρπουν επάνω εις την επιφάνειαν της
γης”.
Γεν. 1,27 καὶ ἐποίησεν
ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, κατ᾿ εἰκόνα
Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καὶ θῆλυ
ἐποίησεν αὐτούς.
Γεν. 1,27 Και πράγματι ο απειροτέλειος Θεός εδημιούργησε
τον άνθρωπον, τον οποίον επροίκισε με ιδικά του χαρακτηριστικά γνωρίσματα,
ώστε να είναι με αυτά εικών του Θεού. Εδημιούργησεν απ' αρχής άνδρα και
γυναίκα.
Γεν. 1,28 καὶ
εὐλόγησεν αὐτοὺς ὁ Θεός, λέγων· αὐξάνεσθε
καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν καὶ
κατακυριεύσατε αὐτῆς καὶ ἄρχετε τῶν
ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ
οὐρανοῦ καὶ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ πάσης
τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν
ἑρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς.
Γεν. 1,28 αι ευλόγησεν αυτούς ο Θεός λέγων· “αυξάνεσθε και πληθύνεσθε, γεμίσατε
όλην την γην και γενήτε κύριοι αυτής· σας δίδω την δύναμιν να είσθε κύριοι
και εξουσιασταί των ιχθύων της θαλάσσης και των πτηνών του ουρανού, όλων των
κτηνών και όλης της γης και όλων όσα, ως ερπετά, σύρονται επάνω εις την
επιφάνειαν της γης”.
Γεν. 1,29 καὶ
εἶπεν ὁ Θεός· ἰδοὺ δέδωκα ὑμῖν πάντα
χόρτον σπόριμον σπεῖρον σπέρμα, ὅ ἐστιν ἐπάνω πάσης
τῆς γῆς, καὶ πᾶν ξύλον, ὃ ἔχει ἐν
ἑαυτῷ καρπὸν σπέρματος σπορίμου, ὑμῖν
ἔσται εἰς βρῶσιν·
Γεν. 1,29 Και εν συνεχεία είπεν ο Θεός· “ιδού έχω δώσει
υπό την κυριότητά σας και εις εξυπηρέτησίν σας όλα τα ειδη του χόρτου, τα
οποία έχουν εν εαυτοίς σπέρματα και είναι απλωμένα εις ολόκληρον την γην, και
κάθε δένδρον, το οποίον φέρει καρπόν προς τροφήν σας και σπέρμα προς
πολλαπλασιασμόν και διαιώνισίν του. Ολα αυτά, χόρτα της γης και καρποί των
δένδρων, θα είναι εις διατροφήν σας.
Γεν. 1,30 καὶ πᾶσι
τοῖς θηρίοις τῆς γῆς καὶ πᾶσι τοῖς
πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ καὶ παντὶ
ἑρπετῷ ἕρποντι ἐπὶ τῆς γῆς, ὃ
ἔχει ἐν ἑαυτῷ ψυχὴν ζωῆς, καὶ πάντα
χόρτον χλωρὸν εἰς βρῶσιν. καὶ ἐγένετο
οὕτως.
Γεν. 1,30 Σας δίδω επίσης κυριότητα επί όλων των θηρίων
της γης, επί όλων των πτηνών του ουρανού και επί όλων των ερπετών, που
σύρονται εις την γην· εις όλας αυτάς τας ζώσας υπάρξεις δίδω επίσης ως τροφήν
το χλωρόν χόρτον της γης”. Και έγινεν όπως ο Θεός διέταξε.
Γεν. 1,31 καὶ
εἶδεν ὁ Θεὸς τὰ πάντα, ὅσα ἐποίησε,
καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν. καὶ ἐγένετο
ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα ἕκτη.
|