Ιω. 6,22 Τῇ ἐπαύριον
ὁ ὄχλος ὁ ἑστηκὼς πέραν τῆς θαλάσσης ἰδὼν ὅτι πλοιάριον ἄλλο οὐκ ἦν ἐκεῖ εἰ
μὴ ἓν ἐκεῖνο εἰς ὃ ἐνέβησαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ὅτι οὐ συνεισῆλθε τοῖς
μαθηταῖς αὐτοῦ ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ πλοιάριον, ἀλλὰ μόνοι οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ
ἀπῆλθον·
Ιω. 6,22 Την
άλλην ημέραν πολλοί από τον λαόν, οι οποίοι ευρίσκοντο ακόμη στο απέναντι
μέρος της θαλάσσης, όπου είχε γίνει το θαύμα, είχαν ίδει ότι άλλο πλοιάριον
δεν υπήρχεν εκεί παρά μόνον ένα, εκείνο στο οποίον είχαν επιβιβασθή οι
μαθηταί, και ότι δεν εμπήκε μαζή με μαθητάς στο πλοιάριον ο Ιησούς, αλλά
μόνοι οι μαθηταί του είχαν αναχωρήσει. (Εμειναν, λοιπόν, με την ιδέαν ότι ο
Ιησούς ευρίσκετο ακόμη εκεί).
Ιω. 6,23 ἄλλα δὲ ἦλθε
πλοιάρια ἐκ Τιβεριάδος ἐγγὺς τοῦ τόπου, ὅπου ἔφαγον τὸν ἄρτον
εὐχαριστήσαντος τοῦ Κυρίου·
Ιω. 6,23 Εν τω
μεταξύ ήλθαν άλλα πλοιάρια από διάφορα σημεία της Τιβεριάδος, πλησίον στο
τόπον, όπου τα πλήθη είχαν φάγει χθες ψωμί, το οποίον είχε πληθυνθή με την
ευχαριστίαν και το θαύμα του Κυρίου.
Ιω. 6,24 ὅτε οὖν
εἶδεν ὁ ὄχλος ὅτι Ἰησοῦς οὐκ ἔστιν ἐκεῖ οὐδὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, ἐνέβησαν
αὐτοὶ εἰς τὰ πλοῖα καὶ ἦλθον εἰς Καπερναοὺμ ζητοῦντες τὸν Ἰησοῦν.
Ιω. 6,24 Οταν,
λοιπόν, είδεν ο λαός και επείσθη, ότι ο Ιησούς δεν ευρίσκεται εκεί ούτε οι
μαθηταί του, εμπήκαν και αυτοί εις τα πλοία και ήλθαν εις την Καπερναούμ
αναζητούντες τον Ιησούν.
Ιω. 6,25 καὶ εὑρόντες
αὐτὸν πέραν τῆς θαλάσσης εἶπον αὐτῷ· ῥαββί, πότε ὧδε γέγονας;
Ιω. 6,25 Και
αφού τον ευρήκαν στο απέναντι μέρος της θαλάσσης, το προς την Καπερναούμ,
του είπον· “διδάσκαλε, πότε ήλθες εδώ;”
Ιω. 6,26 ἀπεκρίθη
αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ζητεῖτέ με, οὐχ ὅτι εἴδετε
σημεῖα, ἀλλ᾿ ὅτι ἐφάγετε ἐκ τῶν ἄρτων καὶ ἐχορτάσθητε.
Ιω. 6,26 Ο
Ιησούς απεκρίθη και τους είπε· “ειλικρινώς σας λέγω, ζητείτε να με εύρετε,
όχι διότι είδατε τα θαύματά μου και έχετε πεισθή δια την θείαν μου
αποστολήν, αλλά διότι εφάγατε χθες και εχορτάσατε από τους άρτους.
Ιω. 6,27 ἐργάζεσθε μὴ
τὴν βρῶσιν τὴν ἀπολλυμένην, ἀλλὰ τὴν βρῶσιν τὴν μένουσαν εἰς ζωὴν αἰώνιον,
ἣν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὑμῖν δώσει· τοῦτον γὰρ ὁ πατὴρ ἐσφράγισεν ὁ Θεός.
Ιω. 6,27 Μη
φροντίζετε αποκλειστικά και μόνον και μη εργάζεσθε δια την υλικήν τροφήν,
που είναι προσωρινή και χάνεται, αλλά δια την πνευματικήν τροφήν, η οποία
εξασφαλίζει την αιωνίαν ζωήν. Αυτήν δε την τροφήν θα σας την δώση ο υιός του
ανθρώπου. Διότι ο Πατήρ αυτόν μόνον με τα καταπληκτικά θαύματα, που του
έδωσε την εξουσίαν να κάνη, τον απέδιξε επισήμως και σαν να έβαλε την
σφραγίδα του, ότι αυτός είναι που δίνει την πνευματικήν τροφήν και την
αιώνιον ζωήν”.
Ιω. 6,28 εἶπον οὖν
πρὸς αὐτόν· τί ποιῶμεν ἵνα ἐργαζώμεθα τά ἔργα τοῦ Θεοῦ;
Ιω. 6,28 Είπαν,
λοιπόν, προς αυτόν· “τι να κάμωμεν, ώστε να εργαζώμεθα τα έργα, που θέλει ο
Θεός;”
Ιω. 6,29 ἀπεκρίθη
Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτό ἐστι τὸ ἔργον τοῦ Θεοῦ, ἵνα πιστεύσητε εἰς ὃν
ἀπέστειλεν ἐκεῖνος.
Ιω. 6,29 Απήντησε
ο Ιησούς και τους είπε· “τούτο είνα το έργον, που θέλε ο Θεός, να πιστεύετε
εις αυτόν που εκείνος έχει στείλει”.
Ιω. 6,30 εἶπον οὖν
αὐτῷ· τί οὖν ποιεῖς σὺ σημεῖον ἵνα ἴδωμεν καὶ πιστεύσωμέν σοι; τί ἐργάζῃ;
Ιω. 6,30 Είπαν
τότε εις αυτόν· “ποίον όμως αποδεικτικόν θαύμα κάμνεις συ, δια να ίδωμεν και
πιστεύσωμεν εις την αποστολήν σου; Ποίον υπερφυσικόν έργον εργάζεσαι;
Ιω. 6,31 οἱ πατέρες
ἡμῶν τὸ μάννα ἔφαγον ἐν τῇ ἐρήμῳ, καθώς ἐστι γεγραμμένον· ἄρτον ἐκ τοῦ
οὐρανοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς φαγεῖν.
Ιω. 6,31 Οι
πατέρες μας έφαγαν το μάννα εις την έρημον, όπως άλωστε έχει γραφή και στους
ψαλμούς· Αρτον από τον ουρανόν έδωκεν εις αυτούς να φάγουν”.
Ιω. 6,32 εἶπεν οὖν
αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ Μωϋσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὸν ἄρτον ἐκ
τοῦ οὐρανοῦ, ἀλλ᾿ ὁ πατήρ μου δίδωσιν ὑμῖν τὸν ἄρτον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ τὸν
ἀληθινόν.
Ιω. 6,32 Είπε,
λοιπόν, εις αυτούς ο Ιησούς· “σας διαβεβαιώνω, ότι ο Μωϋσής δεν σας έδωσε
τον αληθινόν και αιώνιον άρτον εκ του ουρανού, αλλά υλικόν, προεικόνισμα και
τύπον του πνευματικού άρτου. Ο Πατήρ μου όμως, ο οποίος και τότε δια του
Μωϋσέως, σας έδωσε τον υλικόν εκείνον άρτον, σας δίδει τώρα και τον αληθινόν
πνευματικόν άρτον από τον ουρανόν.
Ιω. 6,33 ὁ γὰρ ἄρτος
τοῦ Θεοῦ ἐστιν ὁ καταβαίνων ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ζωὴν διδοὺς τῷ κόσμῳ.
Ιω. 6,33 Διότι
ο αληθινός άρτος του Θεού είναι αυτός, που κατεβαίνει από τον ουρανόν και
δίδει ζωήν ατελεύτητον και αιωνίαν εις όλον τον κόσμον”.
Ιω. 6,34 εἶπον οὖν
πρὸς αὐτόν· Κύριε, πάντοτε δὸς ἡμῖν τὸν ἄρτον τοῦτον.
Ιω. 6,34 Επειτα,
λοιπόν, από αυτά και χωρίς να τα εννοήσουν, του είπαν· “Κυριε, δος μας
πάντοτε αυτόν τον άρτον”.
Ιω. 6,35 εἶπε δὲ
αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς· ὁ ἐρχόμενος πρός με οὐ μὴ
πεινάσῃ, καὶ ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ διψήσῃ πώποτε.
Ιω. 6,35 Τοτε
τους είπε ο Ιησούς· “εγώ είμαι ο άρτος της ζωής (εγώ με την μετάληψιν του
σώματος και του αίματός μου, αλλά και με την διδασκαλίαν μου και την χάριν
του Αγίου Πνεύματος μεταδίδω την πραγματικήν και αιωνίαν ζωήν). Εκείνος που
έρχεται κοντά μου, ποτέ δεν θα πεινάση πνευματικώς και εκείνος που πιστεύει
εις εμέ, ποτέ δεν θα διψάση.
Ιω. 6,36 ἀλλ᾿ εἶπον
ὑμῖν ὅτι καὶ ἑωράκατέ με καὶ οὐ πιστεύετε.
Ιω. 6,36 Αλλά
σας είπα, ότι σεις, αν και είδατε εμέ και τα έργα μου, εν τούτοις δεν
πιστεύετε, ότι εγώ είμαι ο Μεσσίας.
Ιω. 6,37 Πᾶν ὃ δίδωσί
μοι ὁ πατήρ, πρὸς ἐμὲ ἥξει, καὶ τὸν ἐρχόμενον πρός με οὐ μὴ ἐκβάλω ἔξω·
Ιω. 6,37 Θα
πιστεύσουν όμως άλλοι, κάθε λογικόν πλάσμα, κάθε άνθρωπος που μου δίνει ο
Πατήρ θα έρθη εις εμέ και θα γίνη μαθητής μου. Και εκείνον, που έρχεται εις
εμέ, ποτέ δεν θα τον βγάλω έξω με περιφρόνησιν.
Ιω. 6,38 ὅτι
καταβέβηκα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ οὐχ ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τὸ ἐμόν, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ
πέμψαντός με.
Ιω. 6,38 Διότι
έχω κατεβή από τον ουρανόν και είμαι ως άνθρωπος εις την γην, όχι δια να
πράττω το ιδικόν μου θέλημα, αλλά το θέλημα εκείνου, που με έστειλε.
Ιω. 6,39 τοῦτο δέ
ἐστι τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με πατρός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκέ μοι μὴ ἀπολέσω ἐξ
αὐτοῦ, ἀλλὰ ἀναστήσω αὐτὸ ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ.
Ιω. 6,39 Το δε
θέλημα του Πατρός, που με έστειλεν στον κόσμον, είναι ακριβώς τούτο, να μη
χάσω κανέναν από όλους εκείνους που μου έχει δώσει, αλλά να αναστήσω αυτούς
κατά την μεγάλην εκείνην ημέραν της δευτέρας παρουσίας μου.
Ιω. 6,40 τοῦτο δέ
ἐστι τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με, ἵνα πᾶς ὁ θεωρῶν τὸν υἱὸν καὶ πιστεύων εἰς
αὐτὸν ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον, καὶ ἀναστήσω αὐτὸν ἐγὼ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ.
Ιω. 6,40 Και
αυτό είναι το θέλημα εκείνου, που με έστειλε· δηλαδή κάθε ένας που βλέπει
τον Υιόν και πιστεύει εις αυτόν να έχη ζωήν αιώνιον. Και εγώ θα τον αναστήσω
ένδοξον κατά την μεγάλην ημέραν της κρίσεως.
Ιω. 6,41 Ἐγόγγυζον
οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι εἶπεν, ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ καταβὰς ἐκ τοῦ
οὐρανοῦ,
Ιω. 6,41 Εγόγγυζαν
τότε αναντίον του οι Ιουδαίοι, διότι είπε, εγώ είμαι ο άρτος που έχω κατεβή
από τον ουρανόν.
Ιω. 6,42 καὶ ἔλεγον·
οὐχ οὗτός ἐστιν Ἰησοῦς ὁ υἱὸς Ἰωσήφ, οὗ ἡμεῖς οἴδαμεν τὸν πατέρα καὶ τὴν
μητέρα; πῶς οὖν λέγει οὗτος ὅτι ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβέβηκα;
Ιω. 6,42 Και
έλεγαν· “δεν είναι αυτός ο Ιησούς, ο υιός του Ιωσήφ, του οποίου ημείς
γνωρίζομεν τον πατέρα και την μητέρα; Πως, λοιπόν, λέγει ότι έχει κατεβή από
τον ουρανόν;”
Ιω. 6,43 ἀπεκρίθη οὖν
ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· μὴ γογγύζετε μετ᾿ ἀλλήλων.
Ιω. 6,43 Απεκρίθη
τότε ο Ιησούς και τους είπε· “μη γογγύζετε και μη με επικρίνετε μεταξύ σας.
Ο γογγυσμός σας είναι αποτέλεσμα της απιστίας σας.
Ιω. 6,44 οὐδεὶς
δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐὰν μὴ ὁ πατὴρ ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν, καὶ ἐγὼ
ἀναστήσω αὐτὸν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ.
Ιω. 6,44 Κανείς
δεν ημπορεί να έλθη με πίστιν κοντά μου, εάν ο Πατήρ που με απέστειλε, δεν
τον προσελκύση με την θείαν χάριν. Και εγώ αυτόν θα τον αναστήσω κατά την
μεγάλην ημέραν της κρίσεως.
Ιω. 6,45 ἔστι
γεγραμμένον ἐν τοῖς προφήταις· καὶ ἔσονται πάντες διδακτοὶ Θεοῦ. πᾶς ὁ
ἀκούων παρὰ τοῦ πατρὸς καὶ μαθὼν ἔρχεται πρός με·
Ιω. 6,45 Οτι
δε πιστεύουν εις εμέ, εκείνοι που ελκύονται από τον Πατέρα μου, έχει γραφή
εις τα προφητικά βιβλία· Και όλοι όσοι πιστεύσουν στον Μεσσίαν, θα έχουν
διδαχθή από τον Θεόν. Καθε ένας που ακούει την φωνήν του Πατρός μου και
μανθάνει έτσι την αλήθειαν, έρχεται εις έμενα.
Ιω. 6,46 οὐχ ὅτι τὸν
πατέρα τις ἑώρακεν, εἰ μὴ ὁ ὢν παρὰ τοῦ Θεοῦ, οὗτος ἑώρακε τὸν πατέρα.
Ιω. 6,46 Βεβαίως
τον Πατέρα κανείς δεν τον έχει ίδει, ει μη μόνον εκείνος, που είναι
σταλμένος από τον Θεόν, αυτός μόνος είδε τον Πατέρα.
Ιω. 6,47 ἀμὴν ἀμὴν
λέγω ὑμῖν, ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ ἔχει ζωὴν αἰώνιον.
Ιω. 6,47 Σας
διαβεβαιώνω, ότι εκείνος που πιστεύει εις εμέ έχει την αιώνιον ζωήν.
Ιω. 6,48 ἐγώ εἰμι ὁ
ἄρτος τῆς ζωῆς.
Ιω. 6,48 Εγώ
είμαι ο άρτος, που δίδω την πραγματικήν, την αιωνίαν ζωήν.
Ιω. 6,49 οἱ πατέρες
ὑμῶν ἔφαγον τὸ μάννα ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ ἀπέθανον·
Ιω. 6,49 Οι
πατέρες σας έφαγαν το μάννα εις την έρημον, τον θαυμαστόν πράγματι άρτον,
και απέθανον, διότι επρόκειτο περί υλικής τροφής.
Ιω. 6,50 οὗτός ἐστιν
ὁ ἄρτος ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβαίνων, ἵνα τις ἐξ αὐτοῦ φάγῃ καὶ μὴ ἀποθάνῃ.
Ιω. 6,50 Αυτός
όμως που σας λέγω εγώ τώρα είναι ο άρτος που κατεβαίνει από τον ουρανόν και
έχει τέτοιαν ανυπολόγιστον δύναμιν, ώστε, εάν φάγη κανείς από αυτόν, να μη
πεθάνη ποτέ. (Δηλαδή να μη αποθάνη πνευματικώς, αλλά να απολαύση την αιώνιον
ζωήν).
Ιω. 6,51 ἐγώ εἰμι ὁ
ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς· ἐάν τις φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου,
ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα. καὶ ὁ ἄρτος δὲ ὃν ἐγὼ δώσω, ἡ σάρξ μού ἐστιν, ἣν ἐγὼ
δώσω ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς.
Ιω. 6,51 Εγώ
είμαι ο άρτος ο ζων, που έχω κατεβή από τον ουρανόν· όποιος φάγη από τον
άρτον τούτον, θα ζήση αιωνίως. Και ο άρτος, τον οποίον εγώ θα σας δώσω,
είναι η σαρξ μου, η ανθρωπίνη μου υπόστασις την οποίαν θα προσφέρω θυσίαν
δια την σωτηρίαν και ζωήν του κόσμου”.
Ιω. 6,52 Ἐμάχοντο οὖν
πρὸς ἀλλήλους οἱ Ἰουδαῖοι λέγοντες· πῶς δύναται οὗτος ἡμῖν δοῦναι τὴν σάρκα
φαγεῖν;
Ιω. 6,52 Εφιλονεικούσαν,
λοιπόν, μεταξύ των οι Ιουδαίοι και έλεγαν· “πως ημπορεί αυτός να μας δώση
την σάρκα του να φάγωμεν;”
Ιω. 6,53 εἶπεν οὖν
αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ φάγητε τὴν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ
ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς.
Ιω. 6,53 Τους
είπε τότε ο Ιησούς· “ειλικρινώς και αληθώς σας λέγω, εάν δεν φάγετε την
σάρκα του υιού του ανθρώπου, δια του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας, και
πίετε το αίμα αυτού, δεν έχετε μέσα σας ζωήν.
Ιω. 6,54 ὁ τρώγων μου
τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ ἐγὼ ἀναστήσω αὐτὸν ἐν
τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ.
Ιω. 6,54 Εκείνος
που τρώγει την σάρκα μου, δια του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας, και πίνει
το αίμά μου, έχει ζωήν αιώνιον και εγώ θα τον αναστήσω ένδοξον κατά την
μεγάλην ημέραν της κρίσεως.
Ιω. 6,55 ἡ γὰρ σάρξ
μου ἀληθῶς ἐστι βρῶσις, καὶ τὸ αἷμά μου ἀληθῶς ἐστι πόσις.
Ιω. 6,55 Διότι
η σαρξ μου είναι πράγματι πνευματική τροφή και το αίμα μου είναι πράγματι
πνευματικόν ποτόν. Και εκείνος που κοινωνεί από αυτά έχει ζωήν αιώνιον.
Ιω. 6,56 ὁ τρώγων μου
τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει, κἀγὼ ἐν αὐτῷ.
Ιω. 6,56 Καθένας
που τρώγει την σάρκα μου και πίνει το αίμα μου, ενώνεται μαζή μου στενότατα
εις ένα πνευματικόν σώμα, ώστε αυτός να μένη μέσα εις εμέ και εγώ να μένω
μέσα εις αυτόν και να τον μεταβάλλω εις κατοικητήριον της θεότητος.
Ιω. 6,57 καθὼς
ἀπέστειλέ με ὁ ζῶν πατὴρ κἀγὼ ζῶ διὰ τὸν πατέρα, καὶ ὁ τρώγων με κἀκεῖνος
ζήσεται δι᾿ ἐμέ.
Ιω. 6,57 Καθώς
με έστειλε ο Πατήρ, ο οποίος έχει από τον ευατόν του την ζωήν και είναι η
πηγή της ζωής, και εγώ ως άνθρωπος έχω ζωήν αθάνατον από τον Πατέρα, και ζω
δια τον Πατέρα, έτσι και εκείνος, ο οποίος δια της θείας Ευχαριστίας με
μεταλαμβάνει, θα ζήση, διότι θα πάρη από εμέ την ζωήν.
Ιω. 6,58 οὗτός ἐστιν
ὁ ἄρτος ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, οὐ καθὼς ἔφαγον οἱ πατέρες ὑμῶν τὸ μάννα
καὶ ἀπέθανον· ὁ τρώγων τοῦτον τὸν ἄρτον ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα.
Ιω. 6,58 Αυτός
που σας είπα είναι ο άρτος που έχει κατεβή από τον ουρανόν. Δεν είναι σαν το
μάννα που έφαγαν οι πατέρες σας εις την έρημον και έζησαν επί ολίγα έτη και
στο τέλος απέθαναν· εκείνος που τρώγει αυτόν τον άρτον θα ζήση αιωνίως”.
Ιω. 6,59 Ταῦτα εἶπεν
ἐν συναγωγῇ διδάσκων ἐν Καπερναούμ.
Ιω. 6,59 Αυτά
είπεν ο Ιησούς μέσα εις την συναγωγήν της Καπερναούμ, διδάσκων τα πλήθη.
|