Ο Απόστολος και ευαγγελιστής Ιωάννης ή Ιωάννης ο θεολόγος, ήταν ένας από τους μαθητές του Ιησού Χριστού. Είναι ο συγγραφέας του τετάρτου και εκτενούς ευαγγελίου καθώς και ο συγγραφέας του βιβλίου της Αποκαλύψεως και τριών καθολικών επιστολών. Πήρε την ονομασία θεολόγος εξ αιτίας των υψηλών θεολογικών νοημάτων του ευαγγελίου που συνέγραψε και συγκεκριμένα της σημαντικής χριστολογίας που ανέπτυξε. Ο Ιωάννης υπήρξε από τους πλέον αγαπημένους μαθητές του Κυρίου και είναι ο Ευαγγελιστής της αγάπης. Όχι μόνο γιατί αναφέρεται συνεχώς στην αγάπη, αλλά κυρίως γιατί την βίωνε και την εξέφραζε. Αγαπούσε πολύ τον Διδάσκαλό του και τον ακολούθησε και στις πιο δύσκολες ώρες της επίγειας ζωής Του. Η λέξη Ιωάννης είναι εβραϊκή λέξη και σημαίνει "η χάρις και η εύνοια του Θεού".
Ο Ιωάννης καταγόταν από κάποιο φτωχό χωριό της Γαλιλαίας που ονομαζόταν Βηθσαϊδά. Ήταν γιος του ψαρά Ζεβεδαίου και της Σαλώμης. Η Σαλώμη ήταν συγγενής, ίσως εξαδέλφη της Θεοτόκου, που σημαίνει ότι ο Ιωάννης και ο Ιάκωβος ήταν κατά σάρκα ξαδέλφια του Κυρίου και σ’ αυτό ίσως έγκειται η οικειότητά τους με Αυτόν, ιδιαίτερα του Ιωάννη. Ήταν αδερφός του αποστόλου Ιακώβου. Ο Ιωάννης, αφού πήρε κάποια μόρφωση, μαζί με τον αδερφό του Ιάκωβο ακολούθησαν το επάγγελμα του πατέρα τους. Έγιναν ψαράδες στη λίμνη Γεννησαρέτ. Ο πατέρας του διατηρούσε επικερδή και εύρωστη αλιευτική επιχείρηση, έχοντας δικό τους πλοίο και εργάτες (Μαρκ.1,20). Από τους γονείς τους τα δυο αδέρφια έμαθαν να σέβονται το Θεό.
Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΩΣ ΜΑΘΗΤΗΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
Ο Ιωάννης από μικρός υπήρξε πιστός μαθητής του Ιωάννου του Προδρόμου. Με μεγάλη προσοχή άκουε από τον μεγάλο ερημίτη και προφήτη τις περί του Μεσσία προαγγελίες του. Επιθυμούσε με λαχτάρα να έρθει Εκείνος στις μέρες του και να τον γνωρίσει. Κάποια μέρα ο Βαπτιστής, έχοντας μαζί του τους δυο μαθητές του Ιωάννη και Ανδρέα, είδε τον Ιησού να βαδίζει κοντά. Τότε μαρτύρησε γι’ Αυτόν λέγοντας: «ίδε ο Αμνός του Θεού» (Ιωάν. 1,35-40). Αμέσως οι δυο μαθητές ακολούθησαν τον Ιησού και τον ρώτησαν που μένει. Αυτός τους είπε: «έρχεσθε και ίδετε» (Ιωάν. 1,40). Αυτοί είδαν που μένει και έμειναν μαζί Του όλη την ημέρα. Ο Ιωάννης συγκινήθηκε αφάνταστα από αυτή τη συνάντηση γι’ αυτό μαζί με τον αδελφό του Ιάκωβο, πήραν τη μεγάλη απόφαση χωρίς κανένα δισταγμό , άφησαν την αλιευτική επιχείρηση και ακολούθησαν τον Κύριο με αφοσίωση και αγάπη (Ματθαίος 4, 21-22. Μάρκος 1, 19-20. Λουκάς 5, 1-11). Τον ακολούθησαν σε όλη τη διάρκεια της δημόσιας ζωής του επί τρία χρόνια.
Μέσα από τα κείμενα της Καινής Διαθήκης λαμβάνουμε, σε σχέση με τους περισσότερους Αποστόλους, αρκετές πληροφορίες για τον Ιωάννη. Συμπεραίνεται ότι ήταν ο μικρότερος στην ηλικία μαθητής του Κυρίου, σχεδόν έφηβος. Ο υπέροχος χαρακτήρας του, η υπακοή του, η πίστη και η αφοσίωσή του στον Κύριο, είχαν ως συνέπεια να είναι λίαν αγαπητός από τον Ιησού και τους άλλους αποστόλους. Εξ’ αιτίας του σπάνιου αυθορμητισμού του επονομάστηκε από τον Κύριο Βοαναργές (= υιός βροντής), όπως και ο αδελφός του Ιάκωβος.
Ο Ιωάννης υπήρξε ο κατ’ εξοχήν αγαπημένος μαθητής του Κυρίου, ενώ μαζί με τον Πέτρο και τον Ιάκωβο αποτέλεσε το στενό κύκλο των μαθητών του Κυρίου. Ως στενός μαθητής του Κυρίου ευτύχησε να δει το θαύμα της Μεταμορφώσεως του Κυρίου στο όρος Θαβώρ, όπου μαζί με τον Πέτρο και τον Ιάκωβο άκουσαν την φωνή του Θεού Πατρός που έλεγε: «ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός εν ώ ηυδόκησα αυτού ακούετε» (Ματθ. 17,1, Μάρκ. 9,2).
Βέβαια τα λόγια του Κυρίου πολλές φορές παρανόησαν οι μαθητές του. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή του Μάρκου (10, 35-45) όπου τα δύο αδέλφια, ο Ιωάννης με τον Ιάκωβο, παρακάλεσαν τον Ιησού να τους δώσει εξέχουσα θέση στην επίγεια βασιλεία που θα ίδρυε, παρανοώντας το πραγματικό νόημα της βασιλείας που εννοούσε. Λίγο αργότερα και πριν μπει στα Ιεροσόλυμα ο Ιησούς, οι μαθητές οδηγήθηκαν σε ένα χωριό Σαμαρειτών, οι οποίοι όμως δεν τους δέχτηκαν. Τότε οι Ιωάννης και Ιάκωβος ζήτησαν από τον Κύριο να ρίξει φωτιά στην πόλη, όπως είχε κάνει ο προφήτης Ηλίας, για να τους εξολοθρεύσει (Λουκάς 9, 51-56).
Ο Κύριος μάλιστα έδειχνε να τον εμπιστεύεται απερίφραστα, αφού σε αυτόν και τον Πέτρο έδωσε εντολή να ετοιμάσουν το Μυστικό Δείπνο (Λουκάς 22, 8), ενώ του εμπιστεύτηκε τη φροντίδα της μητέρας Του (Ιω. 20,4). Σημαντικό επίσης επεισόδιο που δείχνει τη μεγάλη οικειότητα και αγάπη που του είχε ο Κύριος είναι το περιστατικό του Μυστικού Δείπνου, όπου ο Πέτρος απευθύνθηκε σε αυτόν να μεσολαβήσει, ώστε να μάθουν ποιος θα τον προδώσει. Ο Ιωάννης είχε το θάρρος να πέσει στο στήθος του Διδασκάλου του και με αγωνία να τον ρωτήσει, ποιος είναι ο προδότης.
Ύστερα από τη σύλληψη του Ιησού ο Ιωάννης τον ακολούθησε και μπήκε στην αυλή του αρχιερέα Καϊάφα σαν γνωστός του, όπου μάλιστα μεσολάβησε να περάσει και ο Πέτρος (Ιω. 18, 16).
Κατά τη Σταύρωση του Κυρίου αυτός μαζί με λίγες ευσεβείς γυναίκες παραβρέθηκαν κάτω από το Σταυρό, ενώ όλοι τον είχαν εγκαταλείψει. Γι' αυτό και ο Κύριος αναθέτει στον αγαπημένο του μαθητή την φροντίδα της Μητέρας του, λέγοντάς της «Γύναι, ιδού ο υιός σου», και στον Ιωάννη «Ιδού η μήτηρ σου». Από την ώρα εκείνη, πήρε στο σπίτι του την Μητέρα του Κυρίου. Και όταν ανεστήθη ο Κύριος, ο Ιωάννης μαζί με τον Πέτρο πήγαν πρώτοι στον τάφο.
Ο Ιωάννης ήταν επίσης παρών στην Ανάληψη του Κυρίου και κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, μαζί με τους άλλους μαθητές, δέχτηκε την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος. Μέχρι την Κοίμηση της Θεοτόκου έμεινε στα Ιεροσόλυμα, υπηρετώντας την σ’ όλες τις ανάγκες. Έτσι ο Ιωάννης αναδείχτηκε ο αγαπημένος μαθητής του Ιησού και ο μαθητής της αγάπης.
Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΩΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
Ύστερα από την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος ο Ιωάννης άρχισε να κηρύττει με θάρρος το Χριστό. Μαζί με τον Πέτρο δίδαξαν το Ευαγγέλιο στη Σαμάρεια (Πράξ. 8,14). Στις Πράξεις επίσης βλέπουμε πως ο Πέτρος και ο Ιωάννης συνεργάζονταν στο ιεραποστολικό έργο αρκετές φορές. Έτσι μαζί συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν ενώπιον του συνεδρίου διακηρύσσοντας την πίστη τους (Πράξεις 4, 1-23). Τόσος ήταν ο ζήλος και η φροντίδα του για την πρώτη Εκκλησία, ώστε ο Παύλος τον ονόμασε τιμητικά μαζί με τους Πέτρο και Ιάκωβο τον αδελφόθεο «στύλους της Εκκλησίας» (Γαλάτας 2, 9).
Ύστερα από την καταστροφή της Ιερουσαλήμ το 70 μ.Χ. από τον Τίτο, έπεσε ο κλήρος στον Ιωάννη να έλθει στην Μικρά Ασία, που ήταν γεμάτη από είδωλα και αφημένη στην ειδωλολατρική πλάνη. Γι' αυτό λυπήθηκε ο Απόστολος και επειδή σαν άνθρωπος τον έπιασε αγωνία για την αποστολή του αυτή δίχως να υπολογίσει στην δύναμη του Θεού, έπεσε κατά παραχώρηση Θεού σε πειρασμό, ώστε να συγχωρεθεί για το ανθρώπινο σφάλμα του. Προλέγει λοιπόν ο Ιωάννης στον μαθητή του Πρόχορο την τρικυμία και το ναυάγιο που πρόκειται να υποστούν για σαράντα ημέρες.
Αφού λοιπόν έγινε η τρικυμία, όπως το προείπε ο Απόστολος, τα κύματα της θάλασσας έβγαλαν τον Πρόχορο στην Σελεύκεια. Εκεί κατασυκοφαντήθηκε ότι είναι μάγος και ότι πήρε χρήματα από το πλοίο που ναυάγησε και τα ξοδεύει. Από την Σελεύκεια πήγε σ’ ένα τόπο της Ασίας που λέγεται Μαρμαρεώτης σε διάστημα σαράντα ημερών. Όταν πήγε βρήκε τον δάσκαλο του Ιωάννη που τον είχε βγάλει εκεί η θάλασσα. Δόξασαν λοιπόν και οι δύο τον Θεό που τους γλύτωσε και τον ευχαρίστησαν.
Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΤΗΝ ΕΦΕΣΟ
Κατόπιν πήγαν και οι δύο στην Έφεσο, όπου συνάντησαν μια γυναίκα με το όνομα Ρωμάνα, που ήταν ξακουστή για την κακία της ως την Ρώμη. Αυτή λοιπόν αφού πήρε τον μέγα Ιωάννη και τον μαθητή του Πρόχορο τούς ανάγκασε να δουλεύουν σ’ ένα δικό της λουτρό. Επειδή ο Ιωάννης, καθώς ήταν άπειρος από τέτοια δουλειά συνέβαινε να κάνει μερικά σφάλματα σε μερικές εργασίες, τούς μεταχειριζόταν εκείνη η κακή γυναίκα με τόση μεγάλη ωμότητα και απανθρωπιά, σαν να τους είχε εξαγορασμένους δούλους. Τον Ιωάννη τον είχε υπηρέτη για να χύνει νερό σ’ όσους έκαναν λουτρό.
Μέσα σ’ εκείνο το λουτρό κατοικούσε και ένας άγριος Δαίμονας που συνήθιζε τρεις φορές κάθε χρόνο να πνίγη ένα νέο ή μια νέα. Αυτό συνέβαινε διότι όταν θεμελιωνόταν εκείνο το λουτρό έπεισε ο διάβολος εκείνους που έκτιζαν να χώσουν μέσα στα θεμέλια ένα νέο και μια νέα, με σκοπό τάχα να αντιλαλεί και να βγάζει μεγάλο ήχο το λουτρό. Απ’ αυτό λοιπόν αφού πήρε αφορμή ο ανθρωποκτόνος διάβολος, έπνιγε εκεί συχνά τους ανθρώπους.
Ύστερα από τρεις μήνες λοιπόν, αφ’ ότου πήγαν στο λουτρό ο Ιωάννης και ο Πρόχορος, καθώς έμπαινε στο λουτρό για να λουσθεί κάποιος Δόμνος, παιδί του Διοσκορίδου του συζύγου της Ρωμάνας, πνίγηκε από τον Δαίμονα. Θρηνούσε λοιπόν η Ρωμάνα απαρηγόρητα για τον θάνατο του Δόμνου. Ο πατέρας του ο Διοσκουρίδης όταν έμαθε την ξαφνική είδηση του θανάτου του πέθανε από την υπερβολική λύπη. Παρακαλούσε λοιπόν η Ρωμάνα την ψευτοθεά Άρτεμη για να αναστήσει τον Δόμνο και έκοβε τις σάρκες της. Όμως μάταια τα έκανε όλα αυτά.
Ο Ιωάννης λοιπόν ρώτησε τον Πρόχορο για ποια αιτία θρηνεί η Ρωμάνα. Εκείνη όταν τους είδε να συνομιλούν έπιασε και άρχισε να τον συκοφαντεί ότι είναι μάγος και τέλος να τον φοβερίζει ότι πρόκειται να τον θανατώσει, εάν δεν μεταχειριστεί κάθε μέσο για να αναστήσει τον Δόμνο. Αφού λοιπόν αναγκάσθηκε έτσι ο Απόστολος έκανε προσευχή. Και, ώ του θαύματος! Αμέσως ανεστήθη ο Δόμνος. Αυτό το θαύμα όταν είδε η Ρωμάνα έμεινε εκστατική και άρχισε να αποκαλεί τον Ιωάννη Θεό και υιόν Θεού.
Ύστερα αφού εξομολογήθηκε ειλικρινά τις αμαρτίες της και αφού ζήτησε συγχώρηση για τις κακοπάθειες που προξένησε στον Απόστολο και τον μαθητή του, επέστρεψε στον Χριστό και βαπτίσθηκε. Ύστερα από τον Δόμνο ο Ιωάννης ανέστησε και τον πατέρα του τον Διοσκουρίδη και τον βάπτισε. Επίσης βάπτισε και τον αναστηθέντα υιόν του και όλους τους άλλους που έτρεξαν εκεί. Έδιωξε δε και τον πονηρό Δαίμονα που κατοικούσε μέσα στο λουτρό.
Επειδή οι Εφέσιοι τελούσαν μεγάλη γιορτή στην ψευτοθεά Άρτεμη, γι’ αυτό ο Απόστολος πήγε κατά τον καιρό της γιορτής και ανέβηκε επάνω σ’ εκείνο το μέρος, όπου στεκόταν το είδωλο της Αρτέμιδος. Οι όχλοι όμως βλέποντας τον θύμωσαν πολύ και άρχισαν να τον λιθοβολούν. Όμως οι πέτρες δεν χτύπησαν καθόλου τον Άγιο, αλλά το είδωλο μέχρι που το συνέτριψαν.
Εκείνοι όμως οι ανόητοι δεν θέλησαν να έλθουν σε συναίσθηση, αλλά βλέποντας τον Απόστολο να τους μιλάει για πίστη, πάλι τον λιθοβολούσαν. Οι πέτρες όμως παράδοξα επέστρεφαν και χτυπούσαν τους ίδιους και τους πλήγωναν. Τότε ο θείος Απόστολος έκανε προσευχή στον Θεό και αμέσως έγινε σεισμός και μεγάλος βρασμός της γης και χάθηκαν απ’ αυτόν διακόσιοι άνθρωποι. Βλέποντας αυτό οι υπόλοιποι άνθρωποι μόλις και μετά βίας απαλλάχτηκαν από την μέθη και τον σκοτισμό της πλάνης και παρακαλούσαν θερμά τον Απόστολο να ελεηθούν και οι ίδιοι και να αναστηθούν όσοι πέθαναν. Πάλι λοιπόν, αφού προσευχήθηκε ο Απόστολος, αμέσως όλοι αναστήθηκαν. Και επειδή έγινε πάλι βρασμός της γης, γι’ αυτό έπεσαν όλοι στα πόδια του Αποστόλου και, αφού πίστεψαν στον Χριστό, βαπτίστηκαν.
Έπειτα πήγε ο Απόστολος σ’ ένα τόπο που ονομαζόταν Τύχη και εκεί θεράπευσε ένα παράλυτο που ήταν κατάκοιτος δώδεκα ολόκληρα χρόνια. Επειδή λοιπόν έκανε ο Απόστολος και άλλα πολλά θαύματα και η φήμη τους έτρεχε παντού, βλέποντας αυτά ο Δαίμονας, που έμενε και κατοικούσε στον ναό της Αρτέμιδος, και γνωρίζοντας ότι και ο ίδιος θα διωχτεί από τον Ιωάννη μεταμορφώθηκε σε στρατιώτη, κρατώντας στα χέρια χαρτιά και κλαίγοντας ότι δήθεν έφυγαν από τα χέρια του δυο μάγοι άριστοι και εξαιρετικοί που του δόθηκαν από την εξουσία να τους φυλάει. Έδειχνε στους ανθρώπους εκεί και ένα δέμα με φλουριά και υποσχόταν να το δώσει σ’ αυτούς εάν βρουν τους μάγους και τους θανατώσουν.
Ακούγοντας λοιπόν αυτά πολλοί κινήθηκαν εναντίον του σπιτιού του Διοσκουρίδου φοβερίζοντας ότι θα το κατακαύσουν μαζί μ’ αυτόν, αν δεν παραδώσει στα χέρια τους, τους μάγους. Ο ευλαβής όμως και ευγνώμων Διοσκουρίδης προτιμούσε καλύτερα να καεί παρά να παραδώσει τους Αποστόλους, που του φανήκαν ευεργέτες του. Ο Ιωάννης προγνωρίζοντας με την προορατική χάρη του Αγίου Πνεύματος, ότι αν παραδοθεί σ’ αυτούς πρόκειται πάλι να κάνει θαύματα και απ’ αυτό να επιστρέψει πολλούς στον ορθό δρόμο παρέδωσε τον εαυτό του ο ίδιος μαζί με τον Πρόχορο στους απίστους.
Αφού λοιπόν σύρθηκαν από τους απίστους οι Απόστολοι του Κυρίου, όταν πήγαν στον ναό της Αρτέμιδος, προσευχήθηκαν στον Θεό να γκρεμιστεί ο ναός, αλλά κανένας άνθρωπος να μη πάθει κακό. Και, ώ του θαύματος! Αμέσως έγινε αυτό. Τότε ο μέγας Απόστολος διατάζει τον Δαίμονα που κατοικούσε εκεί με αυτά τα λόγια:
- Σε σένα ομιλώ τον ακάθαρτο Δαίμονα.
- Τι θέλεις; Αποκρίθηκε η φωνή.
- Θέλω να ομολογήσεις φανερά πόσα χρόνια κατοικείς εδώ και αν είσαι συ που ξεσήκωσες τόσον λαό εναντίον μας, ξανάπε ο Απόστολος.
Πιεζόμενος ο Δαίμονας από την θέληση του Αγίου αποκρίθηκε.
- Διακόσια σαράντα εννιά χρόνια κατοικώ σ’ αυτόν τον ναό. Πράγματι, εγώ είμαι αυτός που εκίνησα όλους αυτούς εναντίον σας.
- Σου παραγγέλλω εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού του Ναζωραίου να μη κατοικήσεις πια σ’ αυτόν τον τόπο, είπε πάλι ο Απόστολος.
Αμέσως λοιπόν έφυγε ο Δαίμονας από την πόλη της Εφέσου. Οι Έλληνες βλέποντας αυτά φοβήθηκαν και οι περισσότεροι απ’ αυτούς τρόμαξαν. Απ’ το γεγονός αυτό πίστεψαν πολλοί στον Κύριο Ιησού και βαπτίστηκαν στο Όνομά Του.
Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΕΞΟΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΤΜΟ
Επειδή λοιπόν έκανε και άλλα πολλά θαύματα ο Ιωάννης, και γύρισε πολύ πλήθος Ελλήνων στην πίστη του Χριστού και έπειτα επειδή η φήμη τους έφθασε στ’ αυτιά του τότε αυτοκράτορα Δομιτιανού που βασίλευε κατά το 82, ο Δομιτιανός έστειλε και έφερε μπροστά του τον μέγα Ιωάννη μαζί με τον Πρόχορο.
Αφού λοιπόν τους έκανε ερωτήσεις και είδε την σταθερότητα που έδειξαν για την πίστη τους τούς υπέβαλε σε βασανιστήρια. Τους έβαλε να πιούν δηλητήριο και αφού δεν έπαθαν τίποτε τους έριξε σ’ ένα πιθάρι μεγάλο με βραστό λάδι. Αφού και από εκεί βγήκαν χωρίς να πάθουν το παραμικρό με διαταγή του Δομιτιανού εξορίζονται στην νήσο Πάτμο. Ο Κύριος όμως είχε προλάβει και φανέρωσε με όραμα στον Ιωάννη για την υπόθεση αυτή. Δηλαδή ότι πρόκειται να πάθει πολλούς πειρασμούς και ότι θα εξοριστεί σ’ ένα νησί που έχει μάλιστα πολύ μεγάλη ανάγκη της δικής του παρουσίας.
Πλέοντας λοιπόν στην θάλασσα ο Απόστολος μαζί με τους σωματοφύλακες του αυτοκράτορα ανέστησε ένα στρατιώτη που πέθανε στον δρόμο. Αλλά και την τρικυμία που έγινε ύστερα απ’ αυτά την μετέβαλε σε γαλήνη. Κατά παράκληση του στρατιώτη θεράπευσε και ένα από τους σωματοφύλακες που έπασχε από δυσεντερία και κινδύνευε να πεθάνει ύστερα από λίγο. Βλέποντας λοιπόν αυτά οι σωματοφύλακες πίστεψαν όλοι στον Χριστό και βαπτίστηκαν.
Αφού λοιπόν έφτασε ο Ιωάννης στην Πάτμο το 95 μ.Χ., ελευθέρωσε τον Απολλωνίδη, το παιδί του Μύρωνος από το μαντικό πνεύμα που κατοικούσε σ’ αυτόν και το εξόρισε μακριά απ’ το νησί. Απ’ το θαύμα αυτό πίστεψαν στον Χριστό και βαπτίσθηκαν όλοι οι άνθρωποι που βρίσκονταν στο σπίτι του Μύρωνος. Το ίδιο και ο Απολλωνίδης που ελευθερώθηκε και η θυγατέρα του Χρυσίππη με τους ανθρώπους της. Ύστερα βαπτίσθηκε και ο ίδιος ο Ανθύπατος, δηλαδή ο άρχοντας της χώρας της Πάτμου.
Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΚΥΝΩΠΑ ΤΟΥ ΜΑΓΟΥ
Βρισκόταν στην Πάτμο κάποιος μάγος που ονομαζόταν Κύνωψ, που κατοικούσε σ’ έρημο τόπο αρκετά χρόνια μαζί με τα ακάθαρτα Δαιμόνια. Αυτόν τον μάγο όλοι όσοι κατοικούσαν στο νησί τον θεωρούσαν σαν θεό, για τις φαντασίες και ενέργειες των Δαιμόνων που γίνονταν απ’ αυτόν. Οι ιερείς του ψεύτικου θεού Απόλλωνα καθώς είδαν τον Ιωάννη που δίδασκε με πολλή παρρησία την πίστη στον Χριστό, έτρεξαν στον Κύνωπα και τον παρακάλεσαν γονατιστοί να κινηθεί κατά του Ιωάννου, επειδή αυτός ερήμωσε σχεδόν τον ναό του Απόλλωνα και απομάκρυνε όλους από την λατρεία των θεών.
Ο Κύνωψ λοιπόν όταν άκουσε αυτά περηφανεύθηκε και έκρινε ανάξιο της υπολήψεως του το να πάει μόνος στη χώρα. Αφ’ ενός διότι για διάστημα πολλών χρόνων βρισκόταν στην έρημο κλεισμένος. Αφ’ ετέρου επειδή αυτοί που βρίσκονταν στην χώρα της Πάτμου πήγαιναν αυτοί σ’ αυτόν και όχι αυτός προς εκείνους. Γι’ αυτό υποσχέθηκε στους ιερείς ότι θα στείλει έναν πονηρό δαίμονα στο σπίτι του Μύρωνος που πίστεψε, για να πάρει την ψυχή του Ιωάννου που έμενε εκεί και να την παραδώσει σε καταδίκη αιώνια.
Έστειλε λοιπόν ο Κύνωψ ένα άρχοντα των πονηρών δαιμόνων προς τον Ιωάννη, όπως υποσχέθηκε. Ο δαίμονας αφού πήγε στο σπίτι του Μύρωνος, στάθηκε στο μέρος εκείνο όπου ήταν ο Ιωάννης.
Μόλις όμως τον γνώρισε ο Απόστολος του λέει:
- Σου παραγγέλλω στο όνομα του Ιησού Χριστού να μη βγεις από τον τόπο που στέκεσαι έως ότου μου φανερώσεις για ποια αιτία ήλθες σε μένα.
Και αμέσως με τον λόγο του Αποστόλου στάθηκε το δαιμόνιο δεμένο και απάντησε ως εξής πιεζόμενο από την θεία δύναμη:
- Οι ιερείς το Απόλλωνα ήλθαν στον Κύνωπα και είπαν πολλά εναντίον σου και τον παρακάλεσαν να έλθει εδώ στην χώρα και να σε θανατώσει. Ο Κύνωψ όμως δεν καταδέχθηκε λέγοντας: Είναι πολλά χρόνια που δεν βγήκα από τον τόπο αυτό και τώρα για ένα άνθρωπο μικρόν και ασήμαντο να αφήσω την αγαπητή μου ερημιά και ζωή; Γυρίστε όμως πίσω και αύριο θα στείλω Άγγελο πονηρό για να πάρει την ψυχή του Ιωάννου και να την φέρει σ’ εμένα για να την παραδώσω σε κρίση.
Και ο Ιωάννης του είπε:
- Εστάλης ποτέ από τον Κύνωπα για να πάρεις ψυχή ανθρώπου και την πήγες σ’ αυτόν;
- Με έστειλε και θανάτωσα μεν άνθρωπο, αλλά ψυχή ανθρώπου ποτέ δεν παρέδωσα σε κόλαση, αποκρίθηκε ο δαίμονας.
- Για ποιόν λόγο υπακούετε στον Κύνωπα; Ρώτησε ο Ιωάννης.
- Όλη η δύναμη του Σατανά κατοικεί μέσα σ’ αυτόν. Και έχει συμφωνία αυτός να είναι πάντα μαζί μας και εμείς πάντα μαζί του. Και ο Κύνωψ ακούει εμάς τους δαίμονες και εμείς οι Δαίμονες ακούμε τον Κύνωπα.
- Άκουσε, πνεύμα πονηρό. Σε διατάζει ο Ιωάννης, ο Απόστολος του Υιού του Θεού, άλλη φορά να μην ενοχλήσεις άνθρωπο, ούτε να γυρίσεις στον τόπο σου. Αλλά να φύγεις έξω απ’ αυτό το νησί και να περιπλανάσαι εδώ και εκεί.
Και αμέσως το πνεύμα έφυγε μακριά απ’ το νησί.
Βλέποντας λοιπόν ο Κύνωψ ότι δεν επέστρεψε σ’ αυτόν το πρώτο δαιμόνιο έστειλε και δεύτερο. Αλλά επειδή και αυτό έπαθε τα ίδια, έστειλε ακόμη και άλλα δύο δαιμόνια από τα αρχοντικά, για να μπει το ένα στο σπίτι όπου έμενε ο Ιωάννης και το άλλο να σταθεί έξω και να δει αυτά που γίνονται και να γυρίσει να τα φανερώσει στον Κύνωπα. Επειδή λοιπόν πήγε το ένα δαιμόνιο και διώχθηκε έξω απ’ το νησί όπως διώχθηκαν και τα δύο πρώτα, εκείνο το δαιμόνιο που στεκόταν έξω γύρισε και φανέρωσε στον Κύνωπα αυτά που έγιναν. Οργίστηκε λοιπόν ο Κύνωψ και πήρε μαζί του όλα τα πλήθη των δαιμόνων και πήγε στην Χώρα. Ηχολόγησε όλη η Χώρα και ταράχθηκε μόλις είδε τον Κύνωπα και όλοι τον προσκυνούσαν. Πρόφτασε τον Ιωάννη ο Κύνωψ, την ώρα που δίδασκε τον λαό, και κυριεύτηκε από θυμό πολύ και είπε στον λαό.
- Άνθρωποι ανόητοι και τυφλοί, ακούστε. Αν είναι δίκαιος ο Ιωάννης και όσα λέγει αν είναι αλήθεια θα θεραπεύσει και σας και μένα. Αν μπορέσει να κάνει εκείνο που θα πω σ’ αυτόν τότε και εγώ πιστεύω σ’ όλα όσα λέγει.
Αφού κράτησε λοιπόν ο Κύνωψ ένα νέον που ήταν εκεί του λέει:
- Νέε, ζει ο πατέρας σου;
- Ναυάγησε και πνίγηκε στον βυθό της θαλάσσης, αποκρίθηκε ο νέος.
Τότε λέει ο Κύνωψ στον Ιωάννη:
- Να, δείξε πράγματι αν είναι αληθινά τα λόγια σου, και αφού ανεβάσεις από το βάθος της θαλάσσης τον πατέρα του νέου αυτού φέρε τον μπροστά σ’ όλους μας ζωντανό και υγιή.
- Δεν με έστειλε ο Χριστός για να ανασταίνω νεκρούς, αλλά για να διδάσκω πλανεμένους ανθρώπους.
Είπε λοιπόν ο Κύνωψ προς όλο τον λαό.
- Τώρα λοιπόν να καταλάβετε και να πειστείτε ότι αυτός είναι πλάνος και σας ξεγελά με μαγικές τέχνες. Κρατήστε τον λοιπόν μέχρι που να φέρω εγώ από την θάλασσα τον πατέρα του νέου και να τον παρουσιάσω ζωντανό.
Αφού κρατήθηκε ο Ιωάννης, άπλωσε τα χέρια του ο Κύνωψ και τα κτύπησε. Έγινε λοιπόν στην παραλία μεγάλος κρότος, ώστε όλοι φοβήθηκαν. Τότε ο Κύνωψ εξαφανίστηκε από τα μάτια όλων των ανθρώπων. Αμέσως φώναξαν δυνατά και είπαν: «Μεγάλος είσαι Κύνωψ και εκτός από σένα δεν υπάρχει άλλος». Ξαφνικά λοιπόν βγήκε από την θάλασσα ο Κύνωψ έχοντας μαζί του ένα δαίμονα που φαινόταν να μοιάζει στο πρόσωπο του πνιγμένου πατέρα του νέου, και όλοι θαύμασαν.
Έπειτα λέει προς τον νέο:
- Αυτός είναι ο πατέρας σου;
- Ναι, κύριε, απήντησε ο νέος.
Και έτσι όλοι προσκύνησαν τον Κύνωπα και ήθελαν να θανατώσουν τον Ιωάννη. Ο Κύνωψ όμως δεν άφησε να τον θανατώσουν λέγοντας: «Όταν δείτε μεγαλύτερα θαύματα απ’ αυτά τότε να τιμωρηθεί όπως του αξίζει».
Αφού κάλεσε λοιπόν πάλι άλλον άνθρωπο του είπε:
- Είχες υιό;
- Ναι, κύριε, είχα και κάποιος τον φθόνησε και τον θανάτωσε, απάντησε εκείνος.
- Θα αναστηθεί ο υιός σου, του είπε ο Κύνωψ.
Και αμέσως κάλεσε με το όνομα και τον φονιά και τον φονευθέντα. Πράγματι και οι δυο μαζί παρουσιάστηκαν μπροστά. Είπε λοιπόν ο Κύνωψ στον άνθρωπο:
- Αυτός είναι ο υιός σου; Και αυτός είναι εκείνος που τον φόνευσε;
- Ναι, Κύριε, απάντησε ο άνθρωπος.
Τότε καυχόμενος ο Κύνωψ είπε στον Ιωάννη.
- Τι θαυμάζεις, Ιωάννη;
- Εγώ δεν θαυμάζω καθόλου γι’ αυτά.
- Όταν δεις μεγαλύτερα θαύματα απ’ αυτά τότε θα θαυμάσεις, είπε ο Κύνωψ.
- Τα θαύματά σου γρήγορα θα διαλυθούν, απάντησε ο Ιωάννης.
Όταν άκουσε αυτόν τον λόγο ο όχλος αμέσως όρμησε και άρχισε να χτυπά άγρια τον Ιωάννη και λίγο έλειψε να τον αφήσει νεκρό. Επειδή νόμισε ο Κύνωψ ότι πέθανε ο Ιωάννης είπε προς τον λαό. Αφήστε τον άταφο για να τον φάνε τα όρνια. Μόλις πληροφορήθηκαν λοιπόν όλοι ότι πέθανε ο Ιωάννης, έφυγαν απ’ εκεί με χαρά και επαίνους για τον Κύνωπα.
Ύστερα απ’ αυτά, όταν άκουσε ο Κύνωψ ότι ο Ιωάννης ζει και διδάσκει τον λαό σ’ ένα τόπο που ονομάζεται Λίθου Βολή, κάλεσε τον δαίμονα εκείνο που χρησιμοποίησε για τις νεκρομαντείες. Αφού πήγε λοιπόν στον Ιωάννη του είπε:
- Εγώ επειδή ήθελα να σου προξενήσω περισσότερη ντροπή και καταδίκη γι’ αυτό ως τώρα σε άφησα να ζεις. Αλλά έλα τώρα να πάμε στον γιαλό κι εκεί θα δεις την δύναμή μου και θα ντροπιαστείς.
Τον ακολουθούσαν και οι τρεις δαίμονες εκείνοι που νομίστηκαν ότι αναστήθηκαν εκ νεκρών.
Αφού λοιπόν κτύπησε τα χέρια του κι έκανε κρότο, έγινε άφαντος από τα μάτια των ανθρώπων αφού βυθίστηκε ξαφνικά στον βυθό της θαλάσσης. Οι όχλοι πάλι φώναζαν: «Είσαι μεγάλος, Κύνωψ, και δεν υπάρχει άλλος όπως εσύ». Ο Ιωάννης λοιπόν διέταξε τους δαίμονες, που στέκονταν μαζί με τον Κύνωπα σε σχήμα ανθρώπων, να μην κινηθούν απ’ την θέση τους. Και αμέσως προσευχήθηκε στον Θεό να μην φανεί πλέον ζωντανός ο Κύνωψ.
Όταν λοιπόν βυθίστηκε ο Κύνωψ έγινε μεγάλος θόρυβος στη θάλασσα. Το νερό της θαλάσσης στράφηκε στο μέρος που βυθίστηκε ο Κύνωψ και δεν μπόρεσε πλέον ο άθλιος να βγει από την θάλασσα. Οι δαίμονες που ήσαν με το σχήμα των ανθρώπων που αναστήθηκαν διώχθηκαν απ’ τον Ιωάννη εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού μακριά από την Πάτμο και έγιναν άφαντοι.
Επειδή λοιπόν ο λαός στάθηκε τρία μερόνυχτα περιμένοντας να βγει ο Κύνωψ απ’ την θάλασσα, από την νηστεία και τις φωνές που έβγαζαν και από τη ζέστη του ηλίου ξαπλώθηκαν στη γη άφωνοι οι περισσότεροι απ’ αυτούς ώστε και τρία παιδιά πέθαναν. Εξ’ αιτίας αυτού τους λυπήθηκε ο Ιωάννης όλους αυτούς και τα μεν παιδιά που πέθαναν τα ανέστησε, τους δε παραλυμένους ανθρώπους τους δυνάμωσε. Και αφού είπε σ’ αυτούς πολλά για την πίστη τους έπεισε όλους να πιστέψουν στον Χριστό και να βαπτιστούν, αφού ο άθλιος Κύνωψ καταποντίσθηκε πια στην θάλασσα.
Η ΠΡΟΚΛΙΑΝΗ ΚΑΙ Ο ΣΩΣΙΠΑΤΡΟΣ
Κάποια γυναίκα που λεγόταν Προκλιανή κατελήφθη από έρωτα πονηρό για τον υιό της που λεγόταν Σωσίπατρος. Επειδή δεν πέτυχε την βρωμερή της επιθυμία κατηγόρησε τον γιο της στον Άρχοντα του νησιού ότι την βίασε. Ενώ λοιπόν επρόκειτο να τιμωρηθεί ο Σωσίπατρος άδικα από τον Άρχοντα, τον βοήθησε ο Ιωάννης, επειδή δεν ήταν ένοχος, ως εξής:
Ξεράθηκε αμέσως το δεξί χέρι τόσο του Άρχοντα όσο και της αισχρής Προκλιανής, αφού προηγουμένως σείστηκε η γη μ’ ένα μεγάλο ήχο και τρίξιμο. Όταν λοιπόν έπαθαν αυτήν την τόσο μεγάλη θεϊκή τιμωρία, πίστεψαν και οι δυο στον Χριστό και βαπτίστηκαν. Και έτσι τα χέρια τους γιατρεύτηκαν και η γη σταμάτησε να κλονίζεται.
Η ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ
Το 14ο έτος της βασιλείας του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Δομητιανού το 94 ή 95 μ.χ ο Ευαγγελιστής Ιωάννης εξορίστηκε από την Έφεσο στη Πάτμο. Εκεί σύμφωνα με τη παράδοση σε μια σπηλιά που υπάρχει και σήμερα και ονομάζεται "Ιερόν σπήλαιον της Αποκαλύψεως" ο Ιωάννης συνομίλησε με τον Θεό και εκείνος του αποκάλυψε το προφητικό βιβλίο της Αποκάλυψης που ο Ιωάννης κατέγραψε με τη βοήθεια του μαθητή του Πρόχορου.
Η παράδοση επίσης υποστηρίζει ότι μέσα στη σπηλιά σχίστηκε ο βράχος και από εκεί, από τρεις μικρότερες σχισμές που συμβολίζουν την Αγία τριάδα, ακούγονταν η φωνή του Θεού όταν υπαγόρευε στον Ιωάννη το κείμενο της Αποκάλυψης.
Η ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ
Όταν βασίλευε ο αυτοκράτορας Τραϊανός ύστερα από τον Νερουάν κατά το έτος 98, στάλθηκαν βασιλικά γράμματα στην Πάτμο που καλούσαν τον Ιωάννη από την εξορία. Ήθελε λοιπόν ο Ιωάννης ν’ αναχωρήσει από την Πάτμο και να πάει στην Έφεσο. Οι Χριστιανοί όμως της Πάτμου θρηνούσαν και έκλαιγαν για τον αποχωρισμό του. Και τι δεν έκαναν για να μη χάσουν τέτοιον καλό Ποιμένα. Επειδή όμως δεν μπορούσαν να τον εμποδίσουν γι’ αυτό πρόβαλαν ένα διπλό ζήτημα στον μέγα Απόστολο. Δηλαδή να αφήσει σ’ αυτούς αντί για τον εαυτό του τους λόγους του και να γράψει σε βιβλίο το Μυστήριο όλης της Οικονομίας του Χριστού.
Ο Ιωάννης λοιπόν, επειδή υπάκουσε στην δίκαιη επιθυμία τους αφ’ ενός, αφ’ ετέρου δε παρακινήθηκε από την θεία Πρόνοια, νήστεψε τρεις μέρες έχοντας και τους άλλους Χριστιανούς να νηστεύουν και να τον βοηθούν με την προσευχή. Ανέβηκε έπειτα στο βουνό που ήταν εκεί με τον μαθητή του Πρόχορο και ανέβασε όλη του τη σκέψη στον Θεό. Και αμέσως ακούστηκαν βροντές και αστραπές φοβερές και να σαλεύεται όλο το βουνό, ώστε ο μαθητής του Πρόχορος πέφτει από τον φόβο του με το πρόσωπο στην γη και γίνεται σαν νεκρός.
Ο Ιωάννης όμως δεν φοβήθηκε, αλλά στάθηκε όρθιος. Επειδή η τέλεια αγάπη που είχε στον Θεό έδιωχνε τον φόβο απ’ την καρδιά του όπως ο ίδιος είπε «η τέλεια αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α΄ Ιωάν. 4,18). Άκουσε λοιπόν μια βροντερή φωνή που έλεγε αυτά «εν αρχή ήν ο Λόγος, και ο Λόγος ήν προς τον Θεόν και Θεός ήν ο Λόγος» (Ιωάν. 1,1).
Αυτή την φωνή την φανέρωσε ο Ιωάννης στον μαθητή του Πρόχορο, αφού προηγουμένως τον σήκωσε απ’ το χέρι και έδιωξε απ’ αυτόν λίγο τον φόβο. Αφού τέλειωσε λοιπόν όλο το θείο Ευαγγέλιο και το έγραψε με το χέρι του Προχόρου, το παρέδωσε στους Χριστιανούς που το ζήτησαν. Από κει διαδόθηκε σ’ όλα τα πέρατα του κόσμου.
Ο ΝΕΟΣ ΛΗΣΤΗΣ
Αφού έφυγε από το νησί Πάτμο ο Απόστολος πήγε σ’ ένα τόπο που λεγόταν Αγροικία. Και εκεί αφού γιάτρεψε ένα τυφλό πήγε σε μια γειτονική πόλη. Εκεί βρήκε ένα νέον ευγενικό στην ψυχή και ωραίο στο πρόσωπο και τον οδήγησε στον Χριστό. Έπειτα αφού τον παρακίνησε να είναι ενάρετος και αφού τον παρέδωσε στα χέρια του Επισκόπου της πόλεως, σαν σε μάρτυρα του Χριστού, για να φροντίζει γι’ αυτόν, έφυγε για την Έφεσο. Αφού λοιπόν τακτοποίησε καλά τα εκκλησιαστικά πράγματα εκεί και κατήχησε όλο το ποίμνιο του Χριστού με την διδασκαλία του, και αφού επισκέφθηκε τις άλλες πόλεις που ήσαν κοντά και χειροτόνησε σ’ αυτούς Επισκόπους, τότε πάλι επανήλθε στην πόλη που είπαμε προηγουμένως.
Όταν ζήτησε τον νέο εκείνο που παρέδωσε στον Επίσκοπο, έμαθε ότι έγινε αρχηγός των κλεφτών, διότι πήρε άσχημο δρόμο από τις διασκεδάσεις και τις κακές συναναστροφές των συνομηλίκων του νέων. Λυπήθηκε, λοιπόν πολύ ο Απόστολος για το κατάντημα του νέου εκείνου.
Ξεκίνησε λοιπόν και πήγε μόνος στον τόπο των κλεφτών και παραδόθηκε σ’ αυτούς θεληματικά και μέσω αυτών οδηγήθηκε και βρήκε τον νέο. Όταν τον συνάντησε, επειδή προσπάθησε εκείνος να φύγει (διότι κατάλαβε ότι είναι ο ευεργέτης του Ιωάννης) τον προσείλκυσε ο Απόστολος κοντά του με τα γλυκά και θελκτικά του λόγια.
Κατόρθωσε να τον πάρει μαζί του με τη Χάρη του Κυρίου και επέστρεψε στην πόλη. Και τόσο τον έκανε να προκόψει στην αρετή με τις συμβουλές του που έσταζαν μέλι και τις ιερές νουθεσίες, ώστε έγινε παράδειγμα αρετής και μετανοίας πολύ λαμπρό και στους άλλους ανθρώπους.
ΕΠΑΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΦΕΣΟ ΚΑΙ ΜΕΤΑΣΤΑΣΙΣ
Αφού επανήλθε πάλι στην Έφεσο ο Ιωάννης, πέρασε εκεί την υπόλοιπη ζωή του. Ήταν πενήντα έξι ετών όταν έφυγε από τα Ιεροσόλυμα για το κήρυγμα. Πέρασε εννέα χρόνια κηρύττοντας έως ότου εξορίστηκε. Στην εξορία στην Πάτμο πέρασε δεκαπέντε χρόνια. Ύστερα από την εξορία έζησε άλλα είκοσι έξι χρόνια. Ώστε όλα τα έτη της ζωής του που πέρασε ήσαν εκατόν πέντε και επτά μήνες.
Έτσι έζησε ο Ιωάννης και αγωνίστηκε για την διάδοση του θελήματος του Κυρίου μέχρις αίματος. Έκανε πάρα πολλά θαύματα και επέστρεψε αμέτρητα πλήθη απίστων από διάφορα έθνη στην πίστη του Χριστού. Πέρασε αρκετό χρόνο της ζωής του στο σπίτι του Δόμνου, που ο ίδιος τον ανέστησε μαζί με τους επτά μαθητές του, και τέλος έφυγε μαζί μ’ αυτούς από το σπίτι.
Ο Άγιος Ιερώνυμος μας αναφέρει ότι στην Έφεσο οι Χριστιανοί για να φέρουν στις συναθροίσεις τους το γέροντα πια Ιωάννη, τον κράταγαν στα χέρια τους. Κι επειδή δεν μπορούσε πια να τους διδάσκει με πολλά λόγια, επαναλάμβανε τη φράση: «Τεκνία μου αγαπάτε αλλήλους», δηλαδή παιδιά μου ν' αγαπιόσαστε μεταξύ σας. Και συμπλήρωνε «Αυτή είναι ή εντολή του Κυρίου μας και όταν κάνετε τούτο, είναι αρκετό».
Κάποια μέρα αφού έφτασε σ’ ένα τόπο παρήγγειλε στους μαθητές του να καθίσουν εκεί, και αυτός αφού προχώρησε μπροστά σε μικρή απόσταση, προσευχήθηκε. Ήταν ώρα πρωϊνή. Έπειτα, αφού επέστρεψε, πρόσταξε τους μαθητές του να σκάψουν τη γη σε σχήμα σταυρού, τόσο μόνον, όσο ήταν το μέτρο του σώματός του. Αφού ξαπλώθηκε λοιπόν μέσα σ’ εκείνον τον σκαμμένο τόπο, αποχαιρέτησε τους μαθητές του που έκλαιγαν πικρά και είπε: «Σύρετε το χώμα της γης που είναι μητέρα μου και με αυτό σκεπάστε με». Εκείνοι αφού τον ασπάστηκαν και τον αποχαιρέτησαν, σκέπασαν το σώμα του μέχρι τα γόνατα. Έπειτα πάλι αφού τον ασπάστηκαν τον σκέπασαν μέχρι τον λαιμό. Και πάλι αφού για τρίτη φορά τον ασπάστηκαν έβαλαν πάνω στο ιερό του πρόσωπο ένα μαντήλι. Και έτσι κλαίγοντας πικρά σκέπασαν όλο το σώμα του. Τότε ανέτειλε και ο ήλιος.
Αφού έκλαψαν οι μαθητές, γιατί έμειναν ορφανοί από τον δάσκαλό τους, γύρισαν στην πόλη διηγούμενοι τα σχετικά με τον Απόστολο. Οι άλλοι αδελφοί όταν τα άκουσαν αυτά πήγαν στον τάφο και αφού έσκαψαν δεν βρήκαν τίποτε. Τότε λοιπόν επέστρεψαν κλαίγοντας θερμά για τη στέρηση τέτοιου ποιμένος.
Από το γεγονός αυτό δημιουργήθηκε η άποψη ότι τελικά δεν πέθανε αλλά ότι αναλήφθηκε, όπως ο Ηλίας και ο Ενώχ. Η Εκκλησία μας, λοιπόν, δέχεται ότι στον αγαπημένο μαθητή του Κυρίου συνέβη ότι και με την Παναγία μητέρα Του. Δηλαδή, ο Ιωάννης ναι μεν πέθανε και ετάφη, αλλά μετά τρεις ημέρες αναστήθηκε και μετέστη στην αιώνια ζωή, για την οποία ο ίδιος λέει σχετικά: "Ὁ ἔχων τὸν υἱὸν ἔχει τὴν ζωήν, ὁ μὴ ἔχων τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὴν ζωὴν οὐκ ἔχει" (Α' επιστολή Ιωάννου, ε' 12). Εκείνος, δηλαδή, που είναι ενωμένος μέσω της πίστης με το Χριστό και τον έχει δικό του, έχει την αληθινή και αιώνια ζωή. Εκείνος, όμως, που δεν έχει τον Υιό του Θεού, να έχει υπ’ όψιν του πως δεν έχει και την αληθινή και αιώνια ζωή.
Ο Ιωάννης πέθανε σε βαθιά γεράματα το 105 με 106 μ.Χ. Μας διδάσκει όμως και σήμερα με το παράδειγμά του και με τα πέντε θεόπνευστα βιβλία του. Ο Ιωάννης επειδή αποκάλεσε τον Υίό του Θεού «Λόγο», πρώτος αυτός ονομάστηκε από την Εκκλησία μας «Θεολόγος». Στην αγιογραφία εικονίζεται με έναν αετό κοντά στο κεφάλι του. Η μνήμη του Αποστόλου Ιωάννου εορτάζεται στις 26 Σεπτεμβρίου. Η εορτή της 8ης Μαϊου, συνδέεται με την ανάδυση θαυματουργικής κόνεως (σκόνης) από τον τάφο του Ευαγγελιστού, μέσω της θαυματουργικής επενέργειας του Αγίου Πνεύματος, που οι ντόπιοι την αποκαλούσαν «επίγειο μάνα».
Η Σύναξη του Αγίου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου, ετελείτο στον περιφανή ναό του, ο οποίος βρισκόταν στον τόπο που ονομάζεται Έβδομον, στο σημερινό Μακροχώρι της Κωνσταντινουπόλεως. Για το ναό αυτό στον Έβδομον, που υπήρχε κατά τα τέλη του 4ου αιώνα μ.Χ., γνωρίζουμε σχετικά από τον Σωκράτη τον Σχολαστικό. Κατά τον 9ο αιώνα μ.Χ. ο ναός του Θεολόγου ήταν κατεστραμμένος, ίσως εξαιτίας σεισμών ή καιρικών επηρειών, και γι αυτό τον ανήγειρε εκ βάθρων ο αυτοκράτορας Βασίλειος ο Μακεδών.