Ιω. 1,1 Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ
Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος.
Ιω. 1,1 Εις
την αρχήν της πνευματικής και υλικής δημιουργίας, άναρχος και προαιώνιος,
υπήρχεν ο Υιός και Λογος του Θεού. Και ο Λογος ήτο πάντοτε αχώριστος από τον
Θεόν και πλησιέστατα προς αυτόν, και ο Λογος ήτο Θεός απειροτέλειος, όπως ο
Πατήρ και το Αγιον Πνεύμα.
Ιω. 1,2 Οὗτος ἦν ἐν
ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεόν.
Ιω. 1,2 Αυτός
υπήρχεν εις την αρχήν της δημιουργίας ηνωμένος προς τον Θεόν.
Ιω. 1,3 πάντα δι᾿
αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν.
Ιω. 1,3 Ολα
τα δημιουργήματα έγιναν δι' αυτού και χωρίς αυτόν δεν έλαβε ύπαρξιν κανένα,
από όσα έχουν γίνει.
Ιω. 1,4 ἐν αὐτῷ ζωὴ
ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων.
Ιω. 1,4 Εις
αυτόν υπήρχε ζωή και ως άπειρος πηγή ζωής εδημιούργησε και διατηρεί κάθε
ζωήν. Δια δε τους ανθρώπους δεν είναι μόνον η φυσική ζωη, αλλά και το
πνευματικόν φως, που φωτίζει τον νουν των εις κατανόησιν και αποδοχήν της
αληθείας.
Ιω. 1,5 καὶ τὸ φῶς
ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν.
Ιω. 1,5 Και
το φως λάμπει μέσα στο σκοτάδι και το σκοτάδι δεν ημπόρεσε ποτέ να το
επισκιάση και το εξουδετερώση.
Ιω. 1,6 Ἐγένετο
ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος παρὰ Θεοῦ, ὄνομα αὐτῷ Ἰωάννης·
Ιω. 1,6 Προάγγελος
αυτού του φωτός κατά τας ημέρας εκείνας έγινεν ένας άνθρωπος, σταλμένος από
τον Θεόν, του οποίου το όνομα ήτο Ιωάννης.
Ιω. 1,7 οὗτος ἦλθεν
εἰς μαρτυρίαν, ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός, ἵνα πάντες πιστεύσωσι δι᾿ αὐτοῦ.
Ιω. 1,7 Αυτός
ήλθε με κύριον σκοπόν να μαρτυρήση περί του φωτός, δηλαδή περί του Ιησού
Χριστού, και με το κήρυγμά του να προπαρασκευάση τους ανθρώπους, ώστε να
πιστεύσουν όλοι στο φως.
Ιω. 1,8 οὐκ ἦν
ἐκεῖνος τὸ φῶς, ἀλλ᾿ ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός.
Ιω. 1,8 Δεν
ήτο εκείνος το φως, αλλ' ήλθε να μαρτυρήση δια το φως.
Ιω. 1,9 Ἦν τὸ φῶς τὸ
ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον.
Ιω. 1,9 Ο
Υιός και Λογος του Θεού ήτο πάντοτε το αληθινόν φως, το οποίον φωτίζει κάθε
άνθρωπον, που έρχεται στον κόσμον.
Ιω. 1,10 ἐν τῷ κόσμῳ
ἦν, καὶ ὁ κόσμος δι᾿ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω.
Ιω. 1,10 Ητο
εξ αρχής στον κόσμον, ως δημιουργός και κυβερνήτης, και ο κόσμος όλος,
ορατός και αόρατος, έλαβεν ύπαρξιν δι' αυτού. Και όμως όταν το φως, ο Υιός
του Θεού έγινε άνθρωπος, ο κόσμος δεν τον ανεγνώρισε και δεν τον εδέχθη.
Ιω. 1,11 εἰς τὰ ἴδια
ἦλθε, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον.
Ιω. 1,11 Ηλθε
μεταξύ των ιδικών του, δηλαδή των Ιουδαίων, τους οποίους με ιδιαιτέραν
στοργήν δια μέσου των αιώνων είχε προστατεύσει, και αυτοί οι ιδικοί του δεν
τον εδέχθησαν ως Σωτήρα και Θεόν των.
Ιω. 1,12 ὅσοι δὲ
ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν
εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ,
Ιω. 1,12 Αλλοι
όμως τον εδέχθησαν. Εις όσους δε τον εδέχθησαν με πίστιν ως Σωτήρα και Θεόν
των έδωκε το δικαίωμα να γίνουν τέκνα Θεού, εις αυτούς δηλαδή που πιστεύουν
στο όνομά του.
Ιω. 1,13 οἳ οὐκ ἐξ
αἱμάτων, οὐδὲ ἐκ θελήματος σαρκός, οὐδὲ ἐκ θελήματος ἀνδρός, ἀλλ᾿ ἐκ Θεοῦ
ἐγεννήθησαν.
Ιω. 1,13 Αυτοί
δεν εγεννήθησαν από ανθρώπινα αίματα ούτε από θέλημα σαρκός ούτε από θέλημα
ανδρός, αλλά εγεννήθησαν από τον Θεόν.
Ιω. 1,14 Καὶ ὁ Λόγος
σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς
μονογενοῦς παρὰ πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας.
Ιω. 1,14 Και
ο Υιός και Λογος του Θεού έγινε άνθρωπος κατά υπερφυσικόν τρόπον και
κατεσκήνωσεν με οικειότητα εν τω μέσω ημών και ημείς είδαμεν την μεγαλειώδη
δόξαν του, δόξαν όχι ανθρωπίνην, αλλά θείαν και απέραντον, την οποίαν είχεν
ως φυσικήν του κατάστασιν από τον Πατέρα, σαν Υιός του Θεού μονογενής,
γεμάτος χάριν και αλήθειαν.
Ιω. 1,15 Ἰωάννης
μαρτυρεῖ περὶ αὐτοῦ καὶ κέκραγε λέγων· οὗτος ἦν ὃν εἶπον, ὁ ὀπίσω μου
ἐρχόμενος ἔμπροσθέν μου γέγονεν, ὅτι πρῶτός μου ἦν.
Ιω. 1,15 Ο
Ιωάννης μαρτυρεί δι' αυτόν και κράζει με μεγάλην φωνήν, λέγων· “αυτός ήτο
εκείνος, δια τον οποίον σας είπα, ότι ο ερχόμενος ύστερα από εμέ είναι
ασυγκρίτως ανώτερος από εμέ, διότι ως Υιός μονογενής του Πατρός υπήρχε ήδη,
πριν εγώ γεννηθώ”.
Ιω. 1,16 Καὶ ἐκ τοῦ
πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν, καὶ χάριν ἀντὶ χάριτος·
Ιω. 1,16 Και
από τον άπειρον πνευματικόν πλούτον αυτού όλοι ημείς ελάβαμεν και χάριν
επάνω εις την χάριν.
Ιω. 1,17 ὅτι ὁ νόμος
διὰ Μωϋσέως ἐδόθη, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο.
Ιω. 1,17 Διότι
ενώ ο νόμος εδόθη δια του Μωϋσέως, δούλου του Θεού, η χάρις και η αλήθεια
ήλθαν δια του Ιησού Χριστού, Υιού του Θεού.
Ιω. 1,18 Θεὸν οὐδεὶς
ἑώρακε πώποτε· ὁ μονογενὴς υἱὸς ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρός, ἐκεῖνος
ἐξηγήσατο.
Ιω. 1,18 Τον
Θεόν κανείς ποτέ δεν έχει ίδει. Ο Υιός ο μονογενής, που υπάρχει προαιωνίως
πάντοτε στον κόλπον του Πατρός, εκείνος εφανέρωσεν εις ημάς και κατέστησε
γνωστόν τον Θεόν.
|