ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΕΞΟΔΟΣ- ΚΕΦ. 5-10

 

 

Η ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ ΤΟΥ ΜΩΥΣΗ ΜΕ ΤΟ ΦΑΡΑΩ

ΟΙ 10 ΠΛΗΓΕΣ ΤΟΥ ΦΑΡΑΩ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5- Ο ΜΩΥΣΗΣ ΚΑΙ Ο ΑΑΡΩΝ ΣΤΟ ΦΑΡΑΩ

                                    Ο Μωυσής και ο Ααρών στο Φαραώ

Εξ. 5,1               Καὶ μετὰ ταῦτα εἰσῆλθε Μωυσῆς καὶ Ἀαρὼν πρὸς Φαραὼ καὶ εἶπαν αὐτῷ· τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ· ἐξαπόστειλον τὸν λαόν μου, ἵνα μοι ἑορτάσωσιν ἐν τῇ ἐρήμῳ.

Εξ. 5,1                        Μετά ταύτα εισήλθεν ο Μωυσής με τον Ααρών εις τα ανάκτορα του Φαραώ και του είπαν· “τάδε λέγει Κυριος ο Θεός του ισραηλιτικού λαού· Αφησε τον λαόν μου ελεύθερον, δια να μεταβή εις την έρημον και τελέση εορτήν προς τιμήν μου”.

Εξ. 5,2               καὶ εἶπε Φαραώ· τίς ἐστιν οὗ εἰσακούσομαι τῆς φωνῆς αὐτοῦ, ὥστε ἐξαποστεῖλαι τοὺς υἱοὺς Ἰσραήλ; οὐκ οἶδα τὸν Κύριον καὶ τὸν Ἰσραὴλ οὐκ ἐξαποστέλλω.

Εξ. 5,2                       Ο Φαραώ απήντησε με αγερωχίαν· “ποιός είναι αυτός ο Κυριος και Θεός, εις την εντολήν του οποίου εγώ θα υπακούσω, ώστε να αφήσω ελευθέρους τους Ισραηλίτας; Δεν γνωρίζω εγώ αυτόν τον Κυριον και δεν θα αφήσω ελευθέρους τους Ισραηλίτας να αναχωρήσουν”.

Εξ. 5,3               καὶ λέγουσιν αὐτῷ· ὁ Θεὸς τῶν Ἑβραίων προσκέκληται ἡμᾶς· πορευσόμεθα οὖν ὁδὸν τριῶν ἡμερῶν εἰς τὴν ἔρημον, ὅπως θύσωμεν Κυρίῳ τῷ Θεῷ ἡμῶν, μή ποτε συναντήσῃ ἡμῖν θάνατος ἢ φόνος.

Εξ. 5,3                       Είπον προς αυτόν ο Μωυσής και ο Ααρών· “ο Θεός των Εβραίων μας έχει καλέσει. Θα πορευθώμεν λοιπόν πορείαν τριών ημερών εις την έρημον, δια να προσφέρωμεν θυσίαν εις Κυριον τον Θεόν μας, ειδ' άλλως θα πέση επάνω μας θάνατος η θα εξοντωθώμεν από εχθρούς”.

Εξ. 5,4               καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ βασιλεὺς Αἰγύπτου· ἱνατί Μωυσῆ καὶ Ἀαρὼν διαστρέφετε τὸν λαὸν ἀπὸ τῶν ἔργων; ἀπέλθατε ἕκαστος ὑμῶν πρὸς τὰ ἔργα αὐτοῦ.

Εξ. 5,4                       Είπεν εις αυτούς ο βασιλεύς της Αιγύπτου· “διατί, Μωυσή και Ααρών, αναταράσσετε τον λαόν και τον αποστρέφετε από τα έργα του; Πηγαίνετε ο καθένας σας εις τα έργα του”.

Εξ. 5,5               καὶ εἶπε Φαραώ· ἰδοὺ νῦν πολυπληθεῖ ὁ λαός· μὴ οὖν καταπαύσωμεν αὐτοὺς ἀπὸ τῶν ἔργων.

Εξ. 5,5                       Και, αφού εκείνοι έφυγαν, είπεν ο Φαραώ στους αυλικούς του· “ιδού τώρα, αυτός ο λαός ολονέν και πολλαπλασιάζεται. Ας μη τους αφήσωμεν να αναπαυθούν καθόλου από τας εργασίας των”.

Εξ. 5,6               συνέταξε δὲ Φαραὼ τοῖς ἐργοδιώκταις τοῦ λαοῦ καὶ τοῖς γραμματεῦσι λέγων·

Εξ. 5,6                       Διέταξε δε ο Φαραώ τους Αιγυπτίους επιστάτας επί των έργων, που έκανεν ο λαός, και τους Ισραηλίτας γραμματείς λέγων·

Εξ. 5,7               οὐκέτι προστεθήσεσθε διδόναι ἄχυρον τῷ λαῷ εἰς τὴν πλινθουργίαν καθάπερ χθὲς καὶ τρίτην ἡμέραν· ἀλλ᾿ αὐτοὶ πορευέσθωσαν καὶ συναγαγέτωσαν ἑαυτοῖς ἄχυρα.

Εξ. 5,7                       “δεν θα συνεχίσετε από εδώ και στο εξής να δίδετε άχυρον στον λαόν δια την κατασκευήν των πλίνθων, όπως εκάνατε προηγουμένως. Αλλά οι ίδιοι οι Ισραηλίται ας πηγαίνουν να μαζεύουν μόνοι των τα άχυρα, που τους χρειάζονται.

Εξ. 5,8               καὶ τὴν σύνταξιν τῆς πλινθείας, ἧς αὐτοὶ ποιοῦσι, καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν ἐπιβαλεῖς αὐτοῖς, οὐκ ἀφελεῖς οὐδέν· σχολάζουσι γάρ· διὰ τοῦτο κεκράγασι λέγοντες· ἐγερθῶμεν καὶ θύσωμεν τῷ Θεῷ ἡμῶν.

Εξ. 5,8                       Και το ποσόν των πλίνθων, τους οποίους έως τώρα έκαμνον, θα τους υποχρεώσης να τους παρασκευάζουν κάθε ημέραν όπως και πρότερον. Δεν θα μειώσης καθόλου την εργασίαν των. Μένουν αργοί και δια τούτο κραυγάζουν λέγοντες· Θα υπάγωμεν να θυσιάσωμε στον Θεόν μας.

Εξ. 5,9               βαρυνέσθω τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων τούτων, καὶ μεριμνάτωσαν ταῦτα καὶ μὴ μεριμνάτωσαν ἐν λόγοις κενοῖς.

Εξ. 5,9                       Επιβαρύνατε τους ανθρώπους τούτους με περισσότερα και δυσκολώτερα έργα και δώστε τους να εννοήσουν ότι πρέπει να φροντίζουν δι' αυτά και να μη κατατρίβωνται εις κούφια λόγια”.

Εξ. 5,10             κατέσπευδον δὲ αὐτοὺς οἱ ἐργοδιῶκται καὶ οἱ γραμματεῖς καὶ ἔλεγον πρὸς τὸν λαὸν λέγοντες· τάδε λέγει Φαραώ· οὐκέτι δίδωμι ὑμῖν ἄχυρα·

Εξ. 5,10                     Τοιαύτας εντολάς λαβόντες οι Αιγύπτιοι επιστάται και οι Ισραηλίται γραμματείς, κατεπίεζαν τους Ισραηλίτας να σπεύδουν εις τα έργα των και έλεγον προς αυτούς· “αυτά διέταζεν ο Φαραώ· Δεν σας δίδομεν πλέον άχυρα δια τους πλίνθους.

Εξ. 5,11             αὐτοὶ ὑμεῖς πορευόμενοι συλλέγετε ἑαυτοῖς ἄχυρα, ὅθεν ἐὰν εὕρητε, οὐ γὰρ ἀφαιρεῖται ἀπὸ τῆς συντάξεως ὑμῶν οὐδέν.

Εξ. 5,11                      Σεις οι ίδιοι πηγαίνετε και μαζεύετε, όπου εύρετε άχυρα, δια την εργασίαν σας. Δεν θα μειώσωμεν όμως καθόλου το ποσόν της εργασίας σας”.

Εξ. 5,12             καὶ διεσπάρη ὁ λαὸς ἐν ὅλῃ γῇ Αἰγύπτῳ, συναγαγεῖν καλάμην εἰς ἄχυρα·

Εξ. 5,12                     Διεσκορπίσθησαν οι Ισραηλίται εις όλην την Αίγυπτον να μαζεύουν καλαμιές δι' άχυρα.

Εξ. 5,13             οἱ δὲ ἐργοδιῶκται κατέσπευδον αὐτοὺς λέγοντες· συντελεῖτε τὰ ἔργα τὰ καθήκοντα καθ᾿ ἡμέραν, καθάπερ καὶ ὅτε τὸ ἄχυρον ἐδίδοτο ὑμῖν.

Εξ. 5,13                      Οι επιστάται δε των έργων τους κατεπίεζον λέγοντες· “εκτελείτε τα έργα της κάθε ημέρας, όπως και όταν σας εδίδετο το άχυρον”.

Εξ. 5,14             καὶ ἐμαστιγώθησαν οἱ γραμματεῖς τοῦ γένους τῶν υἱῶν Ἰσραήλ, οἱ κατασταθέντες ἐπ᾿ αὐτοὺς ὑπὸ τῶν ἐπιστατῶν τοῦ Φαραώ, λέγοντες· διατί οὐ συνετελέσατε τὰς συντάξεις ὑμῶν τῆς πλινθείας καθάπερ χθὲς καὶ τρίτην ἡμέραν, καὶ τὸ τῆς σήμερον;

Εξ. 5,14                     Οι επιστάται δε του Φαραώ εμαστίγωσαν τους Ισραηλίτας γραμματείς, τους οποίους είχαν καταστήσει οι ιδιοί ως επόπτας στον λαόν, και τους έλεγαν· “διατί δεν επραγματοποιήσατε κατά την σημερινήν ημέραν παραγωγήν πλίνθων, όσην είχατε πραγματοποιήσει προηγουμένως;”

Εξ. 5,15             εἰσελθόντες δὲ οἱ γραμματεῖς τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ κατεβόησαν πρὸς Φαραὼ λέγοντες· ἱνατί σὺ οὕτως ποιεῖς τοῖς σοῖς οἰκέταις;

Εξ. 5,15                      Οι γραμματείς των Ισραηλιτών εισήλθον εις τα ανάκτορα και με γοεράν φωνήν παρεπονέθησαν στον Φαραώ λέγοντες· “διατί συ κατ' αυτόν τον τρόπον μεταχειρίζεσαι τους δούλους σου;

Εξ. 5,16             ἄχυρον οὐ δίδοται τοῖς οἰκέταις σου, καὶ τὴν πλίνθον ἡμῖν λέγουσι ποιεῖν, καὶ ἰδοὺ οἱ παῖδές σου μεμαστίγωνται· ἀδικήσεις οὖν τὸν λαόν σου.

Εξ. 5,16                     Αχυρον δεν δίδεται στους δούλους σου και οι επιστάται σου μας διατάσσουν να κατασκευάσωμεν το αυτό ποσόν των πλίνθων. Επειδή όμως αυτό είναι αδύνατον, οι δούλοι σου, ημείς εμαστιγώθημεν. Θα αδικήσης λοιπόν τον λαόν σου!”

Εξ. 5,17             καὶ εἶπεν αὐτοῖς· σχολάζετε, σχολασταί ἐστε· διὰ τοῦτο λέγετε· πορευθῶμεν, θύσωμεν τῷ Θεῷ ἡμῶν.

Εξ. 5,17                      Τους είπεν ο Φαραώ· “δεν εργάζεσθε, είσθε τεμπέληδες. Δι' αυτό και λέγετε· Θα πορευθώμεν εις την έρημον, δια να θυσιάσωμεν στον Θεόν μας.

Εξ. 5,18             νῦν οὖν πορευθέντες ἐργάζεσθε· τὸ γὰρ ἄχυρον οὐ δοθήσεται ὑμῖν, καὶ τὴν σύνταξιν τῆς πλινθείας ἀποδώσετε.

Εξ. 5,18                     Τωρα λοιπόν πηγαίνετε αμέσως να εργασθήτε, το άχυρον δεν θα σας δοθή και το ποσόν των πλίνθων θα το αποδίδετε στο ακέραιον” !

Εξ. 5,19             ἑώρων δὲ οἱ γραμματεῖς τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ ἑαυτοὺς ἐν κακοῖς λέγοντες· οὐκ ἀπολείψετε τῆς πλινθείας τὸ καθῆκον τῇ ἡμέρᾳ.

Εξ. 5,19                     Οι γραμματείς των Ισραηλιτών έβλεπον ότι ευρίσκονται εις πολύ δύσκολον θέσιν και έλεγον στον λαόν· “δεν θα μειώσετε καθόλου την καθημερινήν ποσότητα των πλίνθων”.

Εξ. 5,20             συνήντησαν δὲ Μωυσῇ καὶ Ἀαρὼν ἐρχομένοις εἰς συνάντησιν αὐτοῖς, ἐκπορευομένων αὐτῶν ἀπὸ Φαραώ.

Εξ. 5,20                     Συνήντησαν δε τον Μωυσήν και Ααρών, που ήρχοντο εις συνάντησίν των, όταν αυτοί εξήρχοντο από τα ανάκτορα του Φαραώ.

Εξ. 5,21             καὶ εἶπαν αὐτοῖς· ἴδοι ὁ Θεὸς ὑμᾶς καὶ κρίναι, ὅτι ἐβδελύξατε τὴν ὀσμὴν ἡμῶν ἐναντίον Φαραὼ καὶ ἐναντίον τῶν θεραπόντων αὐτοῦ, δοῦναι ῥομφαίαν εἰς τὰς χεῖρας αὐτοῦ, ἀποκτεῖναι ἡμᾶς.

Εξ. 5,21                     Είπαν δε προς αυτούς οι γραμματείς· “ο Θεός να ίδη και να σας κρίνη, διότι εκάματε αποκρουστικήν την παρουσίαν μας ενώπιον του Φαραώ και ενώπιον των αυλικών του. Εδώσατε εις τα χέρια του μάχαιραν, δια να μας φονεύση”.

Εξ. 5,22             ἐπέστρεψε δὲ Μωυσῆς πρὸς Κύριον καὶ εἶπε· δέομαι, Κύριε· τί ἐκάκωσας τὸν λαὸν τοῦτον; καὶ ἱνατί ἀπέσταλκάς με;

Εξ. 5,22                     Ο Μωυσής εστράφη προς τον Κυριον και με θερμήν προσευχήν του είπε· “θερμώς σε παρακαλώ, Κυριε· διατί τάσον πολύ ταλαιπωρείς τον λαόν αυτόν; Και διατί με απέστειλες προς τον Φαραώ;

Εξ. 5,23             καὶ ἀφ᾿ οὗ πεπόρευμαι πρὸς Φαραὼ λαλῆσαι ἐπὶ τῷ σῷ ὀνόματι, ἐκάκωσε τὸν λαὸν τοῦτον, καὶ οὐκ ἐῤῥύσω τὸν λαόν σου.

Εξ. 5,23                     Από την ημέραν, που επορεύθην στον Φαραώ να του ομιλήσω εξ ονόματός σου, εκείνος έθλιψεν ακόμη περισσότερον τον λαόν τούτον· και συ δεν έσωσες και δεν απηλευθέρωσες τον λαόν από την σκληράν αυτήν τυραννίαν”.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6- ΝΕΑ ΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΜΩΥΣΗ

Ο ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΚΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΜΩΥΣΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΑΡΩΝ

                                    Νέα κλήση του Μωυσή

Εξ. 6,1               Καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ἤδη ὄψει ἃ ποιήσω τῷ Φαραώ· ἐν γὰρ χειρὶ κραταιᾷ ἐξαποστελεῖ αὐτοὺς καὶ ἐν βραχίονι ὑψηλῷ ἐκβαλεῖ αὐτοὺς ἐκ τῆς γῆς αὐτοῦ.

Εξ. 6,1                        Είπε τότε ο Κυριος προς τον Μωυσήν· “τώρα θα ίδης, πόσα εγώ θα κάμω εναντίον του Φαραώ. Διότι τιμωρούμενος από την παντοδύναμον δεξιάν μου θα αναγκασθή να αφήση ελευθέρους τους Ισραηλίτας και εξουθενωμένος από την μεγαλοπρεπή δύναμίν μου ο ίδιος θα τους συστήση να φύγουν, όσον το δυνατόν συντομώτερον από την χώραν του” !

Εξ. 6,2               Ἐλάλησε δὲ ὁ Θεὸς πρὸς Μωυσῆν καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἐγὼ Κύριος·

Εξ. 6,2                       Ωμίλησεν ακόμη ο Θεός προς τον Μωυσήν και του είπεν· “εγώ είμαι ο Κυριος.

Εξ. 6,3               καὶ ὤφθην πρὸς Ἁβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ, Θεὸς ὢν αὐτῶν, καὶ τὸ ὄνομά μου Κύριος οὐκ ἐδήλωσα αὐτοῖς·

Εξ. 6,3                       Ενεφανίσθην στον Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ, ως ο Θεός των ο παντοδύναμος. Αλλά το όνομά μου Κυριος δεν το εγνωστοποίησα εις αυτούς.

Εξ. 6,4               καὶ ἔστησα τὴν διαθήκην μου πρὸς αὐτοὺς ὥστε δοῦναι αὐτοῖς τὴν γῆν τῶν Χαναναίων, τὴν γῆν, ἣν παρῳκήκασιν, ἐν ᾗ καὶ παρῴκησαν ἐπ᾿ αὐτῆς.

Εξ. 6,4                       Εκαμα επίσημον συμφωνίαν με αυτούς και τους έδωσα την υπόσχεσιν, ότι θα τους δώσω την χώραν των Χαναναίων, την χώραν εις την οποίαν έζησαν ως προσωρινοί και πάροικοι.

Εξ. 6,5               καὶ ἐγὼ εἰσήκουσα τὸν στεναγμὸν τῶν υἱῶν Ἰσραήλ, ὃν οἱ Αἰγύπτιοι καταδουλοῦνται αὐτούς, καὶ ἐμνήσθην τῆς διαθήκης ὑμῶν.

Εξ. 6,5                       Εγώ ήκουσα τον στεναγμόν των Ισραηλιτών, τον οποίον οι Αιγύπτιοι προκαλούν εις αυτούς με την σκληράν δουλείαν, εις την οποίαν τους υποβάλλουν. Ενεθυμήθην την υπόσχεσίν μου προς σας.

Εξ. 6,6               βάδιζε, εἰπὸν τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ λέγων· ἐγὼ Κύριος καὶ ἐξάξω ὑμᾶς ἀπὸ τῆς δυναστείας τῶν Αἰγυπτίων καὶ ῥύσομαι ὑμᾶς ἐκ τῆς δουλείας καὶ λυτρώσομαι ὑμᾶς ἐν βραχίονι ὑψηλῷ καὶ κρίσει μεγάλῃ

Εξ. 6,6                       Πηγαινε λοιπόν και ειπέ στους Ισραηλίτας· Εγώ είμαι ο Κυριος και εγώ θα σας βγάλω από την τυραννίαν των Αιγυπτίων, θα σας απολυτρώσω από την δουλείαν, και θα σας ελευθερώσω με την μεγαλοπρεπή δύναμίν μου και με την σκληράν τιμωρίαν που θα αποστείλω κατά των Αιγυπτίων.

Εξ. 6,7               καὶ λήψομαι ἐμαυτῷ ὑμᾶς λαὸν ἐμοὶ καὶ ἔσομαι ὑμῶν Θεός, καὶ γνώσεσθε ὅτι ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν ὁ ἐξαγαγὼν ὑμᾶς ἐκ τῆς καταδυναστείας τῶν Αἰγυπτίων,

Εξ. 6,7                       Σας θα εκλέξω και θα σας έχω ως ιδιαίτερον λαόν μου· θα είμαι ο Θεός σας και θα μάθετε, ότι εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σας, ο οποίος σας έβγαλα από την καταπίεσιν των Αιγυπτίων.

Εξ. 6,8               καὶ εἰσάξω ὑμᾶς εἰς τὴν γῆν, εἰς ἣν ἐξέτεινα τὴν χεῖρά μου, δοῦναι αὐτὴν τῷ Ἁβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ, καὶ δώσω ὑμῖν αὐτὴν ἐν κλήρῳ· ἐγὼ Κύριος.

Εξ. 6,8                       Θα σας οδηγήσω και θα σας εγκαταστήσω εις την χώραν, την οποίαν ωρκίσθην με υψωμένην την χείρα να δώσω στον Αβραάμ, στον Ισαάκ και στον Ιακώβ. Αυτήν λοιπόν την χώραν θα την δώσω προς σας ως κληρονομίαν. Εγώ είμαι ο Κυριος, ο οποίος εκπληρώνω πάντοτε όσα υπόσχομαι”.

Εξ. 6,9               ἐλάλησε δὲ Μωυσῆς οὕτω τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ, καὶ οὐκ εἰσήκουσαν Μωυσῆ ἀπό τῆς ὀλιγοψυχίας καὶ ἀπὸ τῶν ἔργων τῶν σκληρῶν.

Εξ. 6,9                       Οπως ο Θεός διέταξεν, έτσι ωμίλησεν ο Μωυσής στους Ισραηλίτας. Εκείνοι όμως δεν υπήκουσαν στον Μωυσήν ένεκα της αποκαρδιώσεως, εις την οποίαν είχαν καταντήσει από τα σκληρά έργα. Είχαν χάσει το ηθικόν των.

Εξ. 6,10             Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων·

Εξ. 6,10                     Ο Κυριος είπεν στον Μωυσήν·

Εξ. 6,11             εἴσελθε, λάλησον Φαραὼ βασιλεῖ Αἰγύπτου, ἵνα ἐξαποστείλῃ τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ ἐκ τῆς γῆς αὐτοῦ.

Εξ. 6,11                      “πήγαινε εις τα ανάκτορα και ειπέ στον Φαραώ, τον βασιλέα της Αιγύπτου, να αφήση ελευθέρους τους Ισραηλίτας, δια να εξέλθουν από την χώραν του”.

Εξ. 6,12             ἐλάλησε δὲ Μωυσῆς ἔναντι Κυρίου λέγων· ἰδοὺ οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ οὐκ εἰσήκουσάν μου, καὶ πῶς εἰσακούσεταί μου Φαραώ; ἐγὼ δὲ ἄλογός εἰμι.

Εξ. 6,12                     Ο Μωυσής απήντησε προς τον Κυριον και του είπεν· “ιδού, οι ίδιοι οι Ισραηλίται δεν υπήκουσαν εις τα λόγια μου, και θα υπακούση εις εμέ ο Φαραώ; Αλλωστε εγώ δεν έχω και την ικανότητα του λόγου”.

Εξ. 6,13             εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν καὶ Ἀαρὼν καὶ συνέταξεν αὐτοῖς πρὸς Φαραὼ βασιλέα Αἰγύπτου, ὥστε ἐξαποστεῖλαι τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ ἐκ γῆς Αἰγύπτου.

Εξ. 6,13                     Είπε τότε ο Κυριος στον Μωυσήν και στον Ααρών και τους διέταξε να ομιλήσουν προς τον Φαραώ τον βασιλέα Αιγύπτου, να αφήση ελευθέρους τους Ισραηλίτας, δια να αναχωρήσουν από την Αίγυπτον.

                                    

                                    Ο γενεαλογικός κατάλογος του Μωυσή και του Ααρών

Εξ. 6,14             Καὶ οὗτοι ἀρχηγοὶ οἴκων πατριῶν αὐτῶν. υἱοὶ Ῥουβὴν πρωτοτόκου Ἰσραήλ· Ἐνὼχ καὶ Φαλλούς, Ἀσρὼν καὶ Χαρμεί· αὕτη ἡ συγγένεια Ῥουβήν.

Εξ. 6,14                     Οι αρχηγοί δε των ισραηλιτικών οικογενειών κατά τας φυλάς αυτών ήσαν· Υιοί του Ρουβήν του πρωτοτόκου Ιακώβ ήσαν ο Ενώχ, ο Φαλλούς, ο Ασρών και ο Χαρμεί. Αυταί ήσαν αι οικογένειαι του Ρουβήν.

Εξ. 6,15             καὶ υἱοὶ Συμεών· Ἰεμουὴλ καὶ Ἰαμεὶν καὶ Ἀὼδ καὶ Ἰαχεὶν καὶ Σαὰρ καὶ Σαοὺλ ὁ ἐκ τῆς Φοινίσσης· αὗται αἱ πατριαὶ τῶν υἱῶν Συμεών.

Εξ. 6,15                     Υιοί του Συμεών ήσαν· ο Ιεμουήλ, ο Ιαμείν, ο Αώδ, ο Ιαχείν, ο Σαάρ και ο Σαούλ ο γεννηθείς από Φοίνισσαν γυναίκα. Αυταί ήσαν αι πατριαρχικαί οικογένειαι των υιών του Συμεών.

Εξ. 6,16             καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν υἱῶν Λευὶ κατὰ συγγενείας αὐτῶν. Γεδσών, Καὰθ καὶ Μεραρεί· καὶ τὰ ἔτη τῆς ζωῆς Λευὶ ἑκατὸν τριακονταεπτά.

Εξ. 6,16                     Αυτά δε είναι τα ονόματα των υιών του Λευί κατά τας μεγάλας οικογενείας των· Γεδσών, Καάθ, και Μεραρεί· έζησε δε ο Λευί εκατόν τριάκοντα επτά έτη.

Εξ. 6,17             καὶ οὗτοι υἱοὶ Γεδσών· Λοβενεὶ καὶ Σεμεεί, οἶκοι πατριᾶς αὐτῶν.

Εξ. 6,17                     Οι υιοί του Γεδσών ήσαν· ο Λοβενεί και Σεμεεί, αρχηγός ο καθένας και γενάρχης πατριαρχικής οικογενείας.

Εξ. 6,18             καὶ υἱοὶ Καάθ· Ἀμβρὰμ καὶ Ἰσαάρ, Χεβρὼν καὶ Ὀζειήλ· καὶ τὰ ἔτη τῆς ζωῆς Καὰθ ἑκατὸν τριακοντατρία ἔτη.

Εξ. 6,18                     Οι υιοί του Καάθ ήσαν ο Αμβράμ, ο Ισσαάρ, ο Χεβρών και ο Οζειήλ. Εζησε δε ο Καάθ εκατόν τριάκοντα τρία έτη.

Εξ. 6,19             καὶ υἱοὶ Μεραρεί· Μοολεὶ καὶ Ὁμουσεί. οὗτοι οἱ οἶκοι πατριῶν Λευὶ κατὰ συγγενείας αὐτῶν.

Εξ. 6,19                     Υιοί του Μεραρεί ήσαν· ο Μοολεί και ο Ομουσεί. Αυταί ήσαν αι μεγάλαι οικογένειαι της φυλής Λευϊ κατά τας συγγενείας αυτών.

Εξ. 6,20             καὶ ἔλαβεν Ἀμβρὰμ τὴν Ἰωχαβὲδ θυγατέρα τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ ἑαυτῷ εἰς γυναῖκα, καὶ ἐγέννησεν αὐτῷ τόν τε Ἀαρὼν καὶ τὸν Μωυσῆν καὶ Μαριὰμ τὴν ἀδελφὴν αὐτῶν· τὰ δὲ ἔτη τῆς ζωῆς Ἀμβρὰμ ἑκατὸν τριακονταδύο ἔτη.

Εξ. 6,20                    Ο Αμβράμ έλαβεν ως σύζυγον την Ιωχαβέδ, θυγατέρα του αδελφού του πατρός του, και απέκτησεν υιόν τον Ααρών, τον Μωυσήν και την αδελφήν αυτών Μαριάμ. Εζησε δε ο Αμβράμ εκατόν τριάκοντα δύο έτη.

Εξ. 6,21             καὶ υἱοὶ Ἰσσαάρ· Κορὲ καὶ Ναφὲκ καὶ Ζεχρεί.

Εξ. 6,21                     Υιοί του Ισσαάρ ήσαν· ο Κορέ, ο Ναφέκ και ο Ζεχρεί.

Εξ. 6,22             καὶ υἱοὶ Ὀζειήλ· Μισαὴλ καὶ Ἐλισαφὰν καὶ Σεγρεί.

Εξ. 6,22                    Υιοί του Οζειήλ ήσαν· ο Μισαήλ, ο Ελισαφάν και ο Σεγρεί.

Εξ. 6,23             ἔλαβε δὲ Ἀαρὼν τὴν Ἐλισαβὲθ θυγατέρα Ἀμειναδὰβ ἀδελφὴν Ναασσὼν αὐτῷ γυναῖκα, καὶ ἔτεκεν αὐτῷ τόν τε Ναδὰβ καὶ Ἀβιοὺδ καὶ τὸν Ἐλεάζαρ καὶ Ἰθάμαρ.

Εξ. 6,23                     Ο Ααρών έλαβεν ως σύζυγον την Ελισαβέθ, θυγατέρα του Αμειναδάβ και αδελφήν του Ναασσών. Απέκτησε δε από αυτήν υιούς τον Ναδάδ, τον Αβιούδ, τον Ελεάζαρ και τον Ιθάμαρ.

Εξ. 6,24             υἱοὶ δὲ Κορέ· Ἀσεὶρ καὶ Ἑλκανὰ καὶ Ἀβιάσαφ· αὗται αἱ γενέσεις Κορέ.

Εξ. 6,24                    Υιοί του Κορέ ήσαν· ο Ασείρ, ο Ελκανά και ο Αβιάσαφ. Αυτοί ήσαν οι απόγονοι του Κορέ.

Εξ. 6,25             καὶ Ἐλεάζαρ ὁ τοῦ Ἀαρὼν ἔλαβε τῶν θυγατέρων Φουτιὴλ αὐτῷ γυναῖκα, καὶ ἔτεκεν αὐτῷ τὸν Φινεές. αὗται αἱ ἀρχαὶ πατριᾶς Λευιτῶν κατὰ γενέσεις αὐτῶν.

Εξ. 6,25                     Ο Ελεάζαρ, ο υιός του Ααρών επήρεν ως σύζυγον μίαν από τας θυγατέρας του Φουτιήλ και απέκτησεν από αυτήν υιόν, τον Φινεές. Αυταί είναι αι αρχαί των μεγάλων λευϊτικών οικογενειών κατά τας γενέσεις αυτών.

Εξ. 6,26             οὗτος Ἀαρὼν καὶ Μωυσῆς, οἷς εἶπεν αὐτοῖς ὁ Θεὸς ἐξαγαγεῖν τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ ἐκ γῆς Αἰγύπτου σὺν δυνάμει αὐτῶν·

Εξ. 6,26                    Αυτός είναι ο Ααρών και ο Μωυσής, στους οποίους είπεν ο Θεός να βγάλουν τον ισραηλιτικόν λαόν, με τον στρατόν αυτού, από την χώραν της Αιγύπτου.

Εξ. 6,27             οὗτοί εἰσιν οἱ διαλεγόμενοι πρὸς Φαραὼ βασιλέα Αἰγύπτου καὶ ἐξήγαγον τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ ἐκ γῆς Αἰγύπτου· αὐτὸς Ἀαρὼν καὶ Μωυσῆς.

Εξ. 6,27                     Αυτοί ήσαν εκείνοι, οι οποίοι ωμίλησαν προς τον Φαραώ βασιλέα της Αιγύπτου και έβγαλαν τον ισραηλιτικόν λαόν από την Αίγυπτον. Αυτός ήτο ο Ααρών και ο Μωυσής.

 

                                   Οδηγίες του Κυρίου στο Μωυσή και στον Ααρών

Εξ. 6,28             ᾟ ἡμέρᾳ ἐλάλησε Κύριος Μωυσῇ ἐν γῇ Αἰγύπτῳ,

Εξ. 6,28                    Κατά την ημέραν, κατά την οποίαν ο Κυριος ωμίλησεν στον Μωυσήν εις την Αίγυπτον,

Εξ. 6,29             καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων· ἐγὼ Κύριος· λάλησον πρὸς Φαραὼ βασιλέα Αἰγύπτου ὅσα ἐγὼ λέγω πρὸς σέ.

Εξ. 6,29                    του είπεν· “εγώ είμαι ο Κυριος. Εγώ σου δίδω εντολήν· ανακοίνωσε στον Φαραώ βασιλέα της Αιγύπτου, όσα εγώ θα σου λέγω”.

Εξ. 6,30             καὶ εἶπε Μωυσῆς ἐναντίον Κυρίου· ἰδοὺ ἐγὼ ἰσχνόφωνός εἰμι, καὶ πῶς εἰσακούσεταί μου Φαραώ;

Εξ. 6,30                     Ο Μωυσής είπεν ενώπιον του Κυρίου· “ιδού εγώ έχω αδύνατον την φωνήν και πως θα δώση προσοχήν εις εμέ και θα με ακούση ο Φαραώ;”

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7- ΟΔΗΓΙΕΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΣΤΟ ΜΩΥΣΗ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΑΑΡΩΝ

ΤΟ ΡΑΒΔΙ ΤΟΥ ΑΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΜΑΓΟΙ ΤΟΥ ΦΑΡΑΩ

ΟΙ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΕΣ ΠΟΥ ΕΠΛΗΞΑΝ ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ (ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΟΥ ΝΕΙΛΟΥ, ΟΙ ΒΑΤΡΑΧΟΙ) 

                                    Οδηγίες του Κυρίου στο Μωυσή και στον Ααρών

Εξ. 7,1               Καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων· ἰδοὺ δέδωκά σε θεὸν Φαραώ, καὶ Ἀαρὼν ὁ ἀδελφός σου ἔσται σου προφήτης·

Εξ. 7,1                        Ο Κυριος είπεν στον Μωυσήν· “ιδού σε καθιστώ είδος θεού, κύριον και κριτήν του Φαραώ, ο δε αδελφός σου ο Ααρών θα είναι αυτός που θα ομιλή αντί σου.

Εξ. 7,2               σὺ δὲ λαλήσεις αὐτῷ πάντα, ὅσα σοι ἐντέλλομαι, ὁ δὲ Ἀαρὼν ὁ ἀδελφός σου λαλήσει πρὸς Φαραώ, ὥστε ἐξαποστεῖλαι τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ ἐκ τῆς γῆς αὐτοῦ.

Εξ. 7,2                       Συ θα ανακοινώνης στον Ααρών όσα εγώ θα διατάσσω, ο δε Ααρών ο αδελφός σου θα λέγη αυτά προς τον Φαραώ, δια να αφήση ελευθέρους τους Ισραηλίτας και αναχωρήσουν από την χώραν του.

Εξ. 7,3               ἐγὼ δὲ σκληρυνῶ τὴν καρδίαν Φαραὼ καὶ πληθυνῶ τὰ σημεῖά μου καὶ τὰ τέρατα ἐν γῇ Αἰγύπτῳ.

Εξ. 7,3                       Σου προαναγγέλλω όμως ότι εγώ θα αφήσω να σκληρυνθή δια τας κακίας του η καρδία του Φαραώ, θα κάμω δε πάρα πολλά σημεία και θαύματα προς τιμωρίαν του εις την χώραν της Αιγύπτου.

Εξ. 7,4               καὶ οὐκ εἰσακούσεται ὑμῶν Φαραώ· καὶ ἐπιβαλῶ τὴν χεῖρά μου ἐπ᾿ Αἴγυπτον καὶ ἐξάξω σὺν δυνάμει μου τὸν λαόν μου τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ ἐκ γῆς Αἰγύπτου σὺν ἐκδικήσει μεγάλῃ.

Εξ. 7,4                       Παρ' όλα αυτά δεν θα υπακούση εις σας ο Φαραώ. Τοτε θα απλώσω την παντοδύναμον χείρα μου και θα επιφέρω μεγάλην τιμωρίαν εις την Αίγυπτον και θα βγάλω από εκεί τον στρατόν μου και τον λαόν μου, όλους τους Ισραηλίτας.

Εξ. 7,5               καὶ γνώσονται πάντες οἱ Αἰγύπτιοι, ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριος ἐκτείνων τὴν χεῖρά μου ἐπ᾿ Αἴγυπτον, καὶ ἐξάξω τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ ἐκ μέσου αὐτῶν.

Εξ. 7,5                       Και θα μάθουν όλοι οι Αιγύπτιοι ότι εγώ είμαι ο παντοδύναμος Κυριος, ο οποίος εξέτεινα την ακατανίκητον δεξιάν μου εναντίον των και έβγαλα τους Ισραηλίτας εκ μέσου αυτών”.

Εξ. 7,6               ἐποίησε δὲ Μωυσῆς καὶ Ἀαρὼν καθάπερ ἐνετείλατο αὐτοῖς Κύριος, οὕτως ἐποίησαν.

Εξ. 7,6                       Ο Μωυσής και ο Ααρών έκαμαν, όπως τους είχε διατάξει ο Θεός. Ετσι ακριβώς έκαμαν.

Εξ. 7,7               Μωυσῆς δὲ ἦν ἐτῶν ὀγδοήκοντα, Ἀαρὼν δὲ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ἐτῶν ὀγδοηκοντατριῶν, ἡνίκα ἐλάλησε πρὸς Φαραώ.

Εξ. 7,7                       Ητο δε τότε ο Μωυσής ογδοήκοντα ετών, ο δε αδελφός του Ααρών ογδοήκοντα τριών, όταν ο Θεός τους έδωσε την εντολήν να ομιλήσουν προς τον Φαραώ.

                                   

                                    Το ραβδί του Ααρών και οι μάγοι του Φαραώ

Εξ. 7,8               Καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν καὶ Ἀαρὼν λέγων·

Εξ. 7,8                       Είπε δε ο Κυριος προς τον Μωυσήν και τον Ααρών·

Εξ. 7,9               καὶ ἐὰν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾶς Φαραὼ λέγων· δότε ἡμῖν σημεῖον ἢ τέρας, καὶ ἐρεῖς Ἀαρὼν τῷ ἀδελφῷ σου· λάβε τὴν ῥάβδον καὶ ῥίψον ἐπὶ τὴν γῆν ἐναντίον Φαραὼ καὶ ἐναντίον τῶν θεραπόντων αὐτοῦ, καὶ ἔσται δράκων.

Εξ. 7,9                       “εάν ο Φαραώ σας είπη, δόστε μου ένα σημείον η κάμετε ένα θαύμα, δια να πιστεύσω ότι σας στέλλει ο Θεός, θα είπης στον Ααρών τον αδελφόν σου· πάρε την ράδδον μου και ρίψε αυτήν κατά γης ενώπιον του Φαραώ και ενώπιον των αυλικών αυτού και θα γίνη μέγας όφις”.

Εξ. 7,10             εἰσῆλθε δὲ Μωυσῆς καὶ Ἀαρὼν ἐναντίον Φαραὼ καὶ τῶν θεραπόντων αὐτοῦ καὶ ἐποίησαν οὕτως, καθάπερ ἐνετείλατο αὐτοῖς Κύριος· καὶ ἔῤῥιψεν Ἀαρὼν τὴν ῥάβδον ἐναντίον Φαραώ, καὶ ἐναντίον τῶν θεραπόντων αὐτοῦ, καὶ ἐγένετο δράκων.

Εξ. 7,10                     Ο Μωυσής και ο Ααρών παρουσιάσθησαν ενώπιον του Φαραώ και των αυλικών αυτού και έκαμαν, όπως τους είχε δώσει εντολήν ο Κυριος. Ερριψεν ο Ααρών την ράβδον ενώπιον του Φαραώ και των αυλικών του και αυτή έγινε μεγάλος όφις.

Εξ. 7,11             συνεκάλεσε δὲ Φαραὼ τοὺς σοφιστὰς Αἰγύπτου καὶ τοὺς φαρμακούς, καὶ ἐποίησαν καὶ οἱ ἐπαοιδοὶ τῶν Αἰγυπτίων ταῖς φαρμακείαις αὐτῶν ὡσαύτως.

Εξ. 7,11                      Δυσπιστος ο Φαραώ δια την θείαν αποστολήν του Μωυσή και Ααρών προσεκάλεσε τους μάντεις και τους μάγους της Αιγύπτου. Αυτοί, μάγοι και εξορκισταί των Αιγυπτίων, έκαμαν το ίδιο με τας μαγείας των.

Εξ. 7,12             καὶ ἔῤῥιψαν ἕκαστος τὴν ῥάβδον αὐτῶν, καὶ ἐγένοντο δράκοντες· καὶ κατέπιεν ἡ ῥάβδος ἡ Ἀαρὼν τὰς ἐκείνων ῥάβδους.

Εξ. 7,12                     Ερριψαν δηλαδή ο καθένας την ράβδον του και έγιναν όλαι μεγάλοι όφεις. Αλλά η ράβδος του Ααρών, που είχε γίνει όφις, κατέπιε τας ράβδους των μάγων, αι οποίαι επίσης είχον γίνει όφεις.

Εξ. 7,13             καὶ κατίσχυσεν ἡ καρδία Φαραώ, καὶ οὐκ εἰσήκουσεν αὐτῶν, καθάπερ ἐνετείλατο αὐτοῖς Κύριος.

Εξ. 7,13                      Εσκληρύνθη η καρδία του Φαραώ και δεν υπήκουσεν στον Μωυσήν και Ααρών, δια να κάμη όσα δια μέσου αυτών διέταξεν ο Θεός.

 

                                    Οι  καταστροφές που έπληξαν την Αίγυπτο
1. το αίμα του Νείλου

Εξ. 7,14             Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· βεβάρηται ἡ καρδία Φαραὼ τοῦ μὴ ἐξαποστεῖλαι τὸν λαόν.

Εξ. 7,14                     Ο Κυριος είπε προς τον Μωϋσήν· “η καρδία του Φαραώ έχει σκληρυνθή και δεν θέλει να αφήση ελεύθερον τον λαόν.

Εξ. 7,15             βάδισον πρὸς Φαραὼ τὸ πρωΐ· ἰδοὺ αὐτὸς ἐκπορεύεται ἐπὶ τὸ ὕδωρ, καὶ ἔσῃ συναντῶν αὐτῷ ἐπὶ τὸ χεῖλος τοῦ ποταμοῦ καὶ τὴν ῥάβδον τὴν στραφεῖσαν εἰς ὄφιν λήψῃ ἐν τῇ χειρί σου.

Εξ. 7,15                      Πηγαινε στον Φαραώ το πρωϊ. Είναι η στιγμή κατά την οποίαν εκείνος εξέρχεται, δια να μεταβή προς το ύδωρ του Νείλου, θα τον συναντήσης εις την όχθην του ποταμού, θα πάρης στο χέρι σου την ράβδον, η οποία είχε γίνει όφις,

Εξ. 7,16             καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτόν· Κύριος ὁ Θεὸς τῶν Ἑβραίων ἀπέσταλκέ με πρὸς σὲ λέγων· ἐξαπόστειλον τὸν λαόν μου, ἵνα μοι λατρεύσῃ ἐν τῇ ἐρήμῳ· καὶ ἰδοὺ οὐκ εἰσήκουσας ἕως τούτου.

Εξ. 7,16                     και θα είπης προς αυτόν· Κυριος ο Θεός των Εβραίων με απέστειλε προς σε δια να σου είπω εκ μέρους του· άφησε τον λαόν μου ελεύθερον, δια να με λατρεύση εις την έρημον. Και ιδού ότι συ μέχρι της ώρας αυτής δεν υπήκουσες.

Εξ. 7,17             τάδε λέγει Κύριος· ἐν τούτῳ γνώσῃ ὅτι ἐγὼ Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ τύπτω τῇ ῥάβδῳ τῇ ἐν χειρί μου ἐπὶ τὸ ὕδωρ τὸ ἐν τῷ ποταμῷ, καὶ μεταβαλεῖ εἰς αἷμα·

Εξ. 7,17                      Δια τούτο τάδε λέγει Κυριος· Με το σημείον, που θα επακολουθήση, θα μάθης ότι εγώ είμαι ο Κυριος. Ιδού εγώ κτυπώ με την ράβδον, που κρατώ στο χέρι μου, το ύδωρ του ποταμού, και αυτό θα μεταβληθή εις αίμα.

Εξ. 7,18             καὶ οἱ ἰχθύες οἱ ἐν τῷ ποταμῷ τελευτήσουσι, καὶ ἐποζέσει ὁ ποταμός, καὶ οὐ δυνήσονται οἱ Αἰγύπτιοι πιεῖν ὕδωρ ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ.

Εξ. 7,18                     Οι ιχθύες του ποταμού θα ψοφήσουν, ο ποταμός θα βρωμήση και δεν θα ημπορούν οι Αιγύπτιοι να πίνουν νερό από τον ποταμόν”.

Εξ. 7,19             εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· εἰπὸν Ἀαρὼν τῷ ἀδελφῷ σου· λάβε τὴν ῥάβδον σου ἐν τῇ χειρί σου καὶ ἔκτεινον τὴν χεῖρά σου ἐπὶ τὰ ὕδατα Αἰγύπτου καὶ ἐπὶ τοὺς ποταμοὺς αὐτῶν καὶ ἐπὶ τὰς διώρυγας αὐτῶν καὶ ἐπὶ τὰ ἕλη αὐτῶν καὶ ἐπὶ πᾶν συνεστηκὸς ὕδωρ αὐτῶν, καὶ ἔσται αἷμα, καὶ ἐγένετο αἷμα ἐν πάσῃ γῇ Αἰγύπτου ἔν τε τοῖς ξύλοις καὶ ἐν τοῖς λίθοις.

Εξ. 7,19                     Είπεν ακόμη ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “ειπέ στον αδελφόν σου, τον Ααρών· Παρε στο χέρι σου την ράβδον σου, άπλωσε το χέρι σου προς όλα τα ύδατα της Αιγύπτου, στους ποταμούς της, εις τας διώρυγας και τα έλη της και γενικώς εις κάθε σημείον, όπου υπάρχει συγκεντρωμένον νερό, και θα μεταβληθούν τα ύδατα αυτά εις αίμα. Θα γίνη αίμα εις όλην την Αίγυπτον και αυτό ακόμη το ύδωρ, που υπάρχει μέσα εις τα ξύλινα και τα λίθινα δοχεία”.

Εξ. 7,20             καὶ ἐποίησαν οὕτως Μωυσῆς καὶ Ἀαρών, καθάπερ ἐνετείλατο αὐτοῖς Κύριος· καὶ ἐπάρας τῇ ῥάβδῳ αὐτοῦ ἐπάταξε τὸ ὕδωρ τὸ ἐν τῷ ποταμῷ ἐναντίον Φαραὼ καὶ ἐναντίον τῶν θεραπόντων αὐτοῦ καὶ μετέβαλε πᾶν τὸ ὕδωρ τὸ ἐν τῷ ποταμῷ εἰς αἷμα.

Εξ. 7,20                     Ο Μωϋσής και ο Ααρών έκαμαν, όπως ακριβώς τους είχε διατάξει ο Κυριος· ύψωσε δηλαδή την ράβδον του ο Ααρών, εκτύπησε το ύδωρ του ποταμού ενώπιον του Φαραώ και ενώπιον των αυλικών του και μετέβαλεν όλον το ύδωρ του ποταμού εις αίμα.

Εξ. 7,21             καὶ οἱ ἰχθύες οἱ ἐν τῷ ποταμῷ ἐτελεύτησαν, καὶ ἐπώζεσεν ὁ ποταμός, καὶ οὐκ ἠδύναντο οἱ Αἰγύπτιοι πιεῖν ὕδωρ ἐκ τοῦ ποταμοῦ, καὶ ἦν τὸ αἷμα ἐν πάσῃ γῇ Αἰγύπτου.

Εξ. 7,21                     Οι ιχθύες του ποταμού εψόφησαν, εβρώμησεν όλος ο ποταμός και οι Αιγύπτιοι δεν ημπορούσαν να πίουν νερό εκ του ποταμού. Το αίμα ήτο εις όλα τα νερά της Αιγύπτου.

Εξ. 7,22             ἐποίησαν δὲ ὡσαύτως καὶ οἱ ἐπαοιδοὶ τῶν Αἰγυπτίων ταῖς φαρμακείαις αὐτῶν· καὶ ἐσκληρύνθη ἡ καρδία Φαραώ, καὶ οὐκ εἰσήκουσεν αὐτῶν, καθάπερ εἶπε Κύριος.

Εξ. 7,22                     Αλλά και οι μάγοι των Αιγυπτίων έκαμαν το ίδιο με τας μαγείας των. Η καρδία του Φαραώ εσκληρύνθη και δεν υπήκουσεν στον Μωϋσήν και Ααρών, εις όσα δηλαδή είχε διατάξει ο Κυριος.

Εξ. 7,23             ἐπιστραφεὶς δὲ Φαραὼ εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ καὶ οὐκ ἐπέστησε τὸν νοῦν αὐτοῦ οὐδὲ ἐπὶ τούτῳ.

Εξ. 7,23                     Ο Φαραώ επέστρεψεν εσκληρυμμένος εις τα ανάκτορά του και δεν εσκέπτετο πλέον το ζήτημα αυτό, το να αφήση δηλαδή ελευθέρους τους Ισραηλίτας, ούτε και κοτόπιν από αυτό το θαύμα.

Εξ. 7,24             ὤρυξαν δὲ πάντες οἱ Αἰγύπτιοι κύκλῳ τοῦ ποταμοῦ ὥστε πιεῖν ὕδωρ, καὶ οὐκ ἠδύναντο πιεῖν ὕδωρ ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ.

Εξ. 7,24                     Ολοι οι Αιγύπτιοι εν τω μεταξύ έσκαψαν λάκκους και ήνοιξαν φρέατα γύρω από τον Νείλον ποταμόν, δια να εύρουν πόσιμον ύδωρ, επειδή δεν ημπορούσαν να πίουν ύδωρ από τον ποταμόν.

 

                                     2. οι βάτραχοι

Εξ. 7,25             καὶ ἀνεπληρώθησαν ἑπτὰ ἡμέραι μετὰ τὸ πατάξαι Κύριον τὸν ποταμόν.

Εξ. 7,25                     Επέρασαν επτά ημέραι από την ημέραν που εκτύπησεν ο Κυριος τον ποταμόν και μετέβαλε τα ύδατά του εις αίμα.

Εξ. 7,26             Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· εἴσελθε πρὸς Φαραὼ καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτόν· τάδε λέγει Κύριος· ἐξαπόστειλον τὸν λαόν μου, ἵνα μοι λατρεύσωσιν·

Εξ. 7,26                     Είπε δε ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “πήγαινε στον Φαραώ και ειπέ του· Αυτά διατάσσει ο Κυριος. Αφησε ελεύθερον τον λαόν μου δια να με λατρεύση εις την έρημον.

Εξ. 7,27             εἰ δὲ μὴ βούλει σὺ ἐξαποστεῖλαι, ἰδοὺ ἐγὼ τύπτω πάντα τὰ ὅριά σου τοῖς βατράχοις.

Εξ. 7,27                     Εάν δε και δεν θελήσης να τον αφήσης ελεύθερον, ιδού εγώ πλήττω όλην την χώραν σου από τα όριά της και εντεύθεν δια βατράχων.

Εξ. 7,28             καὶ ἐξερεύξεται ὁ ποταμὸς βατράχους, καὶ ἀναβάντες εἰσελεύσονται εἰς τοὺς οἴκους σου καὶ εἰς τὰ ταμιεῖα τῶν κοιτώνων σου καὶ ἐπὶ τῶν κλινῶν σου καὶ ἐπὶ τοὺς οἴκους τῶν θεραπόντων σου καὶ τοῦ λαοῦ σου καὶ ἐν τοῖς φυράμασί σου καὶ ἐν τοῖς κλιβάνοις σου·

Εξ. 7,28                     Ο Νείλος ποταμός θα βγάλη βατράχους, οι οποίοι, ατελείωτα πλήθη, θα ανεβούν από αυτόν, θα εισέλθουν εις τα ανάκτορά σου, εις τα δωμάτια του ύπνου σου, επάνω εις τα κρεββάτια σου, εις τα σπίτια των αυλικών σου και του λαού σου, εις τα ζυμάρια του αλεύρου και στους φούρνους σου.

Εξ. 7,29             καὶ ἐπὶ σὲ καὶ ἐπὶ τοὺς θεράποντάς σου καὶ ἐπὶ τὸν λαόν σου ἀναβήσονται οἱ βάτραχοι.

Εξ. 7,29                     Θα ανεβούν επάνω σου, επάνω στους αυλικούς σου, θα ανεβούν επάνω στους κατοίκους της Αιγύπτου.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8- ΟΙ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΕΣ ΠΟΥ ΕΠΛΗΞΑΝ ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ

(ΟΙ ΒΑΤΡΑΧΟΙ, ΟΙ ΣΚΝΙΠΕΣ, ΟΙ ΣΚΥΛΟΜΥΓΕΣ)    

                                    2. οι βάτραχοι

Εξ. 8,1               Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· εἰπὸν Ἀαρὼν τῷ ἀδελφῷ σου· ἔκτεινον τῇ χειρὶ τὴν ῥάβδον σου ἐπὶ τοὺς ποταμοὺς καὶ ἐπὶ τὰς διώρυγας καὶ ἐπὶ τὰ ἕλη καὶ ἀνάγαγε τοὺς βατράχους·

Εξ. 8,1                        Είπεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “ειπέ στον αδελφόν σου τον Ααρών· Απλωσε με το χέρι την ράβδον σου στους ποταμούς και εις τας διώρυγας και εις τα έλη και βγάλε από εκεί βατράχους”.

Εξ. 8,2               καὶ ἐξέτεινεν Ἀαρὼν τὴν χεῖρα ἐπὶ τὰ ὕδατα Αἰγύπτου καὶ ἀνήγαγε τοὺς βατράχους· καὶ ἀνεβιβάσθη ὁ βάτραχος καὶ ἐκάλυψε τὴν γῆν Αἰγύπτου.

Εξ. 8,2                       Ο Ααρών εξέτεινε την χείρα του με την ράβδον εις τα ύδατα της Αιγύπτου και έβγαλε βατράχους. Ανέβησαν οι βάτραχοι από τα ύδατα και εσκέπασαν όλην την χώραν της Αιγύπτου.

Εξ. 8,3               ἐποίησαν δὲ ὡσαύτως καὶ οἱ ἐπαοιδοὶ τῶν Αἰγυπτίων ταῖς φαρμακείαις αὐτῶν καὶ ἀνήγαγον τοὺς βατράχους ἐπὶ γῆν Αἰγύπτου.

Εξ. 8,3                       Αλλά και οι μάγοι των Αιγυπτίων έκαμαν τα ίδια με τας μαγείας των και έφεραν βατράχους εις την γην της Αιγύπτου.

Εξ. 8,4               καὶ ἐκάλεσε Φαραὼ Μωυσῆν καὶ Ἀαρὼν καὶ εἶπεν· εὔξασθε περὶ ἐμοῦ πρὸς Κύριον, καὶ περιελέτω τοὺς βατράχους ἀπ᾿ ἐμοῦ καὶ ἀπὸ τοῦ ἐμοῦ λαοῦ, καὶ ἐξαποστελῶ αὐτούς, καὶ θύσωσι τῷ Κυρίῳ.

Εξ. 8,4                       Καταπτοημένος ο Φαραώ από την πληγήν αυτήν εκάλεσε τον Μωϋσήν και τον Ααρών και τους είπε· “προσευχηθήτε δι' εμέ στον Θεόν, δια να αποσύρη και απομακρύνη τους βατράχους από εμέ και από τον λαόν μου, και εγώ θα αφήσω ελευθέρους τους Ισραηλίτας να προσφέρουν τας θυσίας των προς τον Κυριον”.

Εξ. 8,5               εἶπε δὲ Μωυσῆς πρὸς Φαραώ· τάξαι πρός με πότε εὔξομαι περὶ σοῦ καὶ περὶ τῶν θεραπόντων σου καὶ τοῦ λαοῦ σου ἀφανίσαι τοὺς βατράχους ἀπὸ σοῦ καὶ ἀπὸ τοῦ λαοῦ σου καὶ ἐκ τῶν οἰκιῶν ὑμῶν, πλὴν ἐν τῷ ποταμῷ ὑπολειφθήσονται.

Εξ. 8,5                       Είπε δε ο Μωϋσής, προς τον Φαραώ· “όρισέ μου, πότε θέλεις να προσευχηθώ δια σέ, δια τους αυλικούς και τον λαόν σου, δια να εξαφανίση ο Θεός τους βατράχους από σένα, από τον λαόν σου και από τας οικίας σας. Δεν θα μείνουν παρά μόνον στον Νείλον ποταμόν”.

Εξ. 8,6               ὁ δὲ εἶπεν· εἰς αὔριον. εἶπεν οὖν· ὡς εἴρηκας, ἵνα εἰδῇς ὅτι οὐκ ἔστι ἄλλος πλὴν Κυρίου·

Εξ. 8,6                       “Αύριον”, απήντησεν ο Φαραώ. Ο Μωϋσής είπε· “θα κάμω, όπως μου είπες, δια να μάθης καλά ότι δεν υπάρχει άλλος Θεός πλην του Κυρίου ημών.

Εξ. 8,7               καὶ περιαιρεθήσονται οἱ βάτραχοι ἀπὸ σοῦ καὶ ἀπὸ τῶν οἰκιῶν ὑμῶν καὶ ἀπὸ τῶν ἐπαύλεων καὶ ἀπὸ τῶν θεραπόντων σου καὶ ἀπὸ τοῦ λαοῦ σου, πλὴν ἐν τῷ ποταμῷ ὑπολειφθήσονται.

Εξ. 8,7                       Οι βάτραχοι θα περιμαζευθούν και θα απομακρυνθούν από σε, από τα σπίτια σας, από τα εξοχικά σας σπίτια, από τους αυλικούς σου και από τον λαόν σου. Δεν θα μείνουν παρά μόνον στον Νείλον ποταμόν”.

Εξ. 8,8               ἐξῆλθε δὲ Μωυσῆς καὶ Ἀαρὼν ἀπὸ Φαραώ· καὶ ἐβόησε Μωυσῆς πρὸς Κύριον περὶ τοῦ ὁρισμοῦ τῶν βατράχων, ὡς ἐτάξατο Φαραώ.

Εξ. 8,8                       Εξήλθον ο Μωϋσής και ο Ααρών από τα ανάκτορα του Φαραώ. Ο Μωϋσής προσηυχήθη θερμώς προς τον Κυριον δια την εκδίωξιν των βατράχων, όπως είχεν υποσχεθή στον Φαραώ.

Εξ. 8,9               ἐποίησε δὲ Κύριος καθάπερ εἶπε Μωυσῆς καὶ ἐτελεύτησαν οἱ βάτραχοι ἐκ τῶν οἰκιῶν καὶ ἐκ τῶν ἐπαύλεων καὶ ἐκ τῶν ἀγρῶν·

Εξ. 8,9                       Ο Κυριος έκαμεν όπως τον είχε παρακαλέσει ο Μωϋσής και εψόφησαν οι βάτραχοι, που υπήρχον εις τας οικίας, εις τα αγροτικά σπίτια και εις την ύπαιθρον.

Εξ. 8,10             καὶ συνήγαγον αὐτοὺς θημωνίας θημωνίας, καὶ ὤζεσεν ἡ γῆ.

Εξ. 8,10                     Τους εμαζεψαν εις σωρούς-σωρούς οι Αιγύπτιοι και εγέμισεν η χώρα από την κακοσμίαν των αποσυντεθειμένων βατράχων.

Εξ. 8,11             ἰδὼν δὲ Φαραὼ ὅτι γέγονεν ἀνάψυξις, ἐβαρύνθη ἡ καρδία αὐτοῦ, καὶ οὐκ εἰσήκουσεν αὐτῶν, καθάπερ ἐλάλησε Κύριος.

Εξ. 8,11                      Ο Φαραώ όμως, όταν είδε ότι ήλθεν αναψυχή εις αυτόν και τον λαόν του από την εξαφάνισιν των βατράχων, εσικληρήνθη πάλιν και δεν υπήκουσεν εις όσα ο Κυριος είχε διατάξει δια του Μωϋσέως και του Ααρών.

 

                                    3. οι σκνίπες

Εξ. 8,12             Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· εἰπὸν Ἀαρών, ἔκτεινον τῇ χειρὶ τὴν ῥάβδον σου καὶ πάταξον τὸ χῶμα τῆς γῆς, καὶ ἔσονται σκνῖφες ἔν τε τοῖς ἀνθρώποις καὶ ἐν τοῖς τετράποσι καὶ ἐν πάσῃ γῇ Αἰγύπτου.

Εξ. 8,12                     Είπε τότε ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “ειπέ στον Ααρών· Απλωσε με το χέρι την ράβδον σου και κτύπησε το χώμα της γης, και θα γίνουν σκνίπες, αι οποίαι θα επιπέσουν στους ανθρώπους και εις τα τετράποδα καθ' όλην την χώραν της Αιγύπτου”.

Εξ. 8,13             ἐξέτεινεν οὖν Ἀαρὼν τῇ χειρὶ τὴν ῥάβδον καὶ ἐπάταξε τὸ χῶμα τῆς γῆς, καὶ ἐγένοντο οἱ σκνῖφες ἐν τοῖς ἀνθρώποις καὶ ἐν τοῖς τετράποσι, καὶ ἐν παντὶ χώματι τῆς γῆς ἐγένοντο οἱ σκνῖφες.

Εξ. 8,13                     Ηπλωσεν ο Ααρών δια της χειρός του την ράβδον, εκτύπησε το χώμα της γης και έγιναν σκνίπες. Εις τους ανθρώπους, εις τα τετράποδα, εις όλον το χώμα της γης έγιναν σκνίπες.

Εξ. 8,14             ἐποίησαν δὲ ὡσαύτως καὶ οἱ ἐπαοιδοὶ ταῖς φαρμακείαις αὐτῶν ἐξαγαγεῖν τὸν σκνῖφα καὶ οὐκ ἠδύναντο. καὶ ἐγένοντο οἱ σκνῖφες ἔν τε τοῖς ἀνθρώποις καὶ ἐν τοῖς τετράποσιν.

Εξ. 8,14                     Προσπάθησαν και οι μάγοι της Αιγύπτου με τας μαγείας των να βγάλουν σκνίπες από την γην, αλλά δεν το κατώρθωσαν. Αι σκνίπες όμως, που με το χέρι του Ααρών ανεπήδησαν εις ατελείωτα σμήνη από την γην, επέπεσαν στους ανθρώπους και εις τα ζώα.

Εξ. 8,15             εἶπαν οὖν οἱ ἐπαοιδοὶ τῷ Φαραώ· δάκτυλος Θεοῦ ἐστι τοῦτο. καὶ ἐσκληρύνθη ἡ καρδία Φαραώ, καὶ οὐκ εἰσήκουσεν αὐτῶν, καθάπερ ἐλάλησε Κύριος.

Εξ. 8,15                     Είπαν τότε οι μάγοι προς τον Φαραώ· “δάκτυλος Θεού είναι τούτο”. Αλλά η καρδία του Φαραώ εοκληρύνθη περισσότερον και δεν υπήκουσεν εις όσα δια του Μωϋσέως και Ααρών διέταξεν ο Κυριος.

 

                                    4. οι σκυλόμυγες

Εξ. 8,16             Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ὄρθρισον τὸ πρωΐ καὶ στῆθι ἐναντίον Φαραώ· καὶ ἰδοὺ αὐτὸς ἐξελεύσεται ἐπὶ τὸ ὕδωρ, καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτόν· τάδε λέγει Κύριος· ἐξαπόστειλον τὸν λαόν μου, ἵνα μοι λατρεύσωσιν ἐν τῇ ἐρήμῳ·

Εξ. 8,16                     Είπε πάλιν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “Σηκω πολύ πρωί και στάσου ενώπιον του Φαραώ. Κατά την ώραν εκείνην αυτός θα εξέλθη προς το ύδωρ του Νείλου και είπε προς αυτόν· Αυτά διατάσσει ο Κυριος· άφησε ελεύθερον τον λαόν μου να με λατρεύση εις την έρημον.

Εξ. 8,17             ἐὰν δὲ μὴ βούλῃ ἐξαποστεῖλαι τὸν λαόν μου, ἰδοὺ ἐγὼ ἐξαποστέλλω ἐπὶ σὲ καὶ ἐπὶ τοὺς θεράποντάς σου καὶ ἐπὶ τὸν λαόν σου καὶ ἐπὶ τοὺς οἴκους ὑμῶν κυνόμυιαν, καὶ πλησθήσονται αἱ οἰκίαι τῶν Αἰγυπτίων τῆς κυνομυίης καὶ εἰς τὴν γῆν, ἐφ᾿ ἧς εἰσιν ἐπ᾿ αὐτῆς.

Εξ. 8,17                     Εάν δεν θελήσης να αφήσης ελεύθερον τον λαόν μου, εγώ θα εξαποστείλω εναντίον σου και εναντίον των αυλικών σου και εναντίον του λαού σου και εις τα σπίτια σας σκυλόμυιγα, που κεντά οδυνηρώς ανθρώπους και ζώα. Τα σπίτια των Αιγυπτίων θα γεμίσουν από αυτήν την σκυλόμυιγαν εις κάθε μέρος της χώρας, όπου υπάρχουν Αιγύπτιοι·

Εξ. 8,18             καὶ παραδοξάσω ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τὴν γῆν Γεσέμ, ἐφ᾿ ἧς ὁ λαός μου ἔπεστιν ἐπ᾿ αὐτῆς, ἐφ᾿ ἧς οὐκ ἔσται ἐκεῖ ἡ κυνόμυια, ἵνα εἰδῇς ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεὸς πάσης τῆς γῆς.

Εξ. 8,18                     την ημέραν εκείνην θα δοξάσω πολύ εγώ την χώραν Γεσέμ, όπου κατοικεί ο λαός μου. Εις αυτήν μόνον δεν θα υπάρξη σκυλόμυιγα. Και τούτο, δια να μάθης ότι εγώ είμαι Κυριος ο Θεός όλης της γης.

Εξ. 8,19             καὶ δώσω διαστολὴν ἀνὰ μέσον τοῦ ἐμοῦ λαοῦ καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σοῦ λαοῦ· ἐν δὲ τῇ αὔριον ἔσται τὸ σημεῖον τοῦτο ἐπὶ τῆς γῆς.

Εξ. 8,19                     Και θα διαχωρίσω τον λαόν μου από τον λαόν σου αύριον θα γίνη το σημείον τούτο εις την χώραν σου, δια του οποίου οι Αιγύπτιοι μόνον, και όχι οι Εβραίοι, θα τιμωρηθούν”.

Εξ. 8,20             ἐποίησε δὲ Κύριος οὕτως, καὶ παρεγένετο ἡ κυνόμυια πλῆθος εἰς τοὺς οἴκους Φαραὼ καὶ εἰς τοὺς οἴκους τῶν θεραπόντων αὐτοῦ καὶ εἰς πᾶσαν τὴν γῆν Αἰγύπτου, καὶ ἐξωλοθρεύθη ἡ γῆ ἀπὸ τῆς κυνομυίης.

Εξ. 8,20                    Εκαμεν ο Κυριος όπως προείπε. Και ήλθαν σμήνη από σκυλόμυιγαν μέσα εις τα ανάκτορα του Φαραώ, εις τα σπίτια των αυλικών του, ηπλώθησαν εις όλην την γην της Αιγύπτου. Και κατεστράφη η χώρα της Αιγύπτου από την σκυλόμυιγαν.

Εξ. 8,21             ἐκάλεσε δὲ Φαραὼ Μωυσῆν καὶ Ἀαρὼν λέγων· ἐλθόντες θύσατε Κυρίῳ τῷ Θεῷ ὑμῶν ἐν τῇ γῇ.

Εξ. 8,21                     Εκάλεσεν ο Φαραώ τον Μωϋσήν και τον Ααρών και τους είπε· “πηγαίνετε και θυσιάσετε στον Κυριον και Θεόν σας, όχι όμως εις την έρημον αλλά εντός της χώρας της Αιγύπτου”.

Εξ. 8,22             καὶ εἶπε Μωυσῆς· οὐ δυνατὸν γενέσθαι οὕτως· τὰ γὰρ βδελύγματα τῶν Αἰγυπτίων θύσομεν Κυρίῳ τῷ Θεῷ ἡμῶν· ἐὰν γὰρ θύσωμεν τὰ βδελύγματα τῶν Αἰγυπτίων ἐναντίον αὐτῶν, λιθοβοληθησόμεθα.

Εξ. 8,22                    Ο Μωϋσής απήντησε· “δεν είναι δυνατόν να γίνη όπως λέγεις. Διότι ημείς θα θυσιάσωμεν στον Κυριον και Θεόν μας ζώα, των οποίων η σφαγή θα θεωρηθή αποκρουστικόν και μισητόν γεγονός ενώπιον των Αιγυπτίων και θα τους εξερεθίση, ώστε να μας λιθοβολήσουν.

Εξ. 8,23             ὁδὸν τριῶν ἡμερῶν πορευσόμεθα εἰς τὴν ἔρημον καὶ θύσομεν τῷ Θεῷ ἡμῶν, καθάπερ εἶπε Κύριος ἡμῖν.

Εξ. 8,23                     Θα δαδίσωμεν τρεις ημέρας προς την έρημον εκτός της Αιγύπτου και εκεί θα θυσιάσωμεν, όπως μας έχει διατάξει ο Κυριος”.

Εξ. 8,24             καὶ εἶπε Φαραώ· ἐγὼ ἀποστέλλω ὑμᾶς, καὶ θύσατε τῷ Θεῷ ὑμῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἀλλ᾿ οὐ μακρὰν ἀποτενεῖτε πορευθῆναι· εὔξασθε οὖν περὶ ἐμοῦ πρὸς Κύριον.

Εξ. 8,24                    Είπε τότε ο Φαραώ· “συγκατατίθεμαι. Εγώ σας αφήνω ελευθέρους να αναχωρήσετε. Θυσιάσατε εις την έρημον προς τον Θεόν σας, αλλά μη συνεχίσετε την πορείαν σας και πέραν της ερήμου. Προσευχηθήτε λοιπόν και περί εμού στον Κυριον”.

Εξ. 8,25             εἶπε δὲ Μωυσῆς· Ὅδε ἐγὼ ἐξελεύσομαι ἀπὸ σοῦ καὶ εὔξομαι πρὸς τὸν Θεόν, καὶ ἀπελεύσεται ἡ κυνόμυια καὶ ἀπὸ τῶν θεραπόντων σου καὶ ἀπὸ τοῦ λαοῦ σου αὔριον· μὴ προσθῇς ἔτι, Φαραώ, ἐξαπατῆσαι τοῦ μὴ ἐξαποστεῖλαι τὸν λαὸν θῦσαι Κυρίῳ.

Εξ. 8,25                     Είπεν ο Μωυσής· “μάλιστα· ιδού εγώ θα εξέλθω από τα ανάκτορά σου, θα προσευχηθώ προς τον Θεόν και θα εξαφανισθή αύριον η σκυλόμυιγα από τους αυλικούς σου και από τον λαόν σου. Αλλά μη θελήσης και πάλιν, Φαραώ, να μας εξαπατήσης και να μη αφήσης ελεύθερον τον λαόν να θυσιάση προς τον Κυριον”.

Εξ. 8,26             ἐξῆλθε δὲ Μωυσῆς ἀπὸ Φαραὼ καὶ ηὔξατο πρὸς τὸν Θεόν·

Εξ. 8,26                    Εξήλθεν ο Μωϋσής από τα ανάκτορα του Φαραώ και προσηυχήθη προς τον Θεόν.

Εξ. 8,27             ἐποίησε δὲ Κύριος καθάπερ εἶπε Μωυσῆς, καὶ περιεῖλε τὴν κυνόμυιαν ἀπὸ Φαραὼ καὶ τῶν θεραπόντων αὐτοῦ καὶ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ, καὶ οὐ κατελείφθη οὐδεμία.

Εξ. 8,27                     Ο δε Κυριος εξεπλήρωσε την προσευχήν του Μωϋσέως και απεμάκρυνε την σκυλόμυιγαν από τον Φαραώ, από τους αυλικούς του, από τον λαόν του, ώστε ούτε μία πλέον να μη υπολειφθή.

Εξ. 8,28             καὶ ἐβάρυνε Φαραὼ τὴν καρδίαν αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τοῦ καιροῦ τούτου, καὶ οὐκ ἠθέλησεν ἐξαποστεῖλαι τὸν λαόν.

Εξ. 8,28                    Η καρδία όμως του Φαραώ και κατά την περίστασιν αυτήν εσκληρύνθη πάλιν και δεν ηθέλησε να αποστείλη ελεύθερον τον ισραηλιτικόν λαόν.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9- ΟΙ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΕΣ ΠΟΥ ΕΠΛΗΞΑΝ ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ

(ΤΟ ΘΑΝΑΤΙΚΟ ΣΤΑ ΖΩΑ, ΤΑ ΕΛΚΗ, ΤΟ ΧΑΛΑΖΙ)    

                                    5. το θανατικό στα ζώα

Εξ. 9,1               Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· εἴσελθε πρὸς Φαραὼ καὶ ἐρεῖς αὐτῷ· τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς τῶν Ἑβραίων· ἐξαπόστειλον τὸν λαόν μου, ἵνα μοι λατρεύσωσιν·

Εξ. 9,1                        Είπε τότε ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “πήγαινε πάλιν προς τον Φαραώ και είπέ του· Αυτά λέγει Κυριος ο Θεός των Εβραίων· άφησε ελεύθερον τον λαόν μου, δια να με λατρεύση.

Εξ. 9,2               εἰ μὲν οὖν μή βούλει ἐξαποστεῖλαι τὸν λαόν μου, ἀλλὰ ἔτι ἐγκρατεῖς αὐτοῦ,

Εξ. 9,2                       Εάν όμως δεν θελήσης να αποστείλης ελεύθερον τον λαόν μου, αλλά επιχειρήσης και πάλιν να τον κατακρατήσης,

Εξ. 9,3               ἰδοὺ χεὶρ Κυρίου ἐπέσται ἐν τοῖς κτήνεσί σου τοῖς ἐν τοῖς πεδίοις, ἔν τε τοῖς ἵπποις καὶ ἐν τοῖς ὑποζυγίοις καὶ ταῖς καμήλοις καὶ βουσὶ καὶ προβάτοις, θάνατος μέγας σφόδρα.

Εξ. 9,3                       ιδού η τιμωρός χειρ του Κυρίου θα επέλθη εις τα ζώα σου που βόσκουν εις τας πεδιάδας, στους ίππους, εις τα υποζύγια, εις τας καμήλους, εις τα βόδια και εις τα πρόβατα, και θα επιπέση εις αυτά θανατικό, πολύ μεγάλη καταστροφή.

Εξ. 9,4               καὶ παραδοξάσω ἐγὼ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἀνὰ μέσον τῶν κτηνῶν τῶν Αἰγυπτίων καὶ ἀνὰ μέσον τῶν κτηνῶν τῶν υἱῶν Ἰσραήλ· οὐ τελευτήσει ἀπὸ πάντων τῶν τοῦ Ἰσραὴλ υἱῶν ῥητόν.

Εξ. 9,4                       Παλιν όμως εγώ και εις την περίστασιν αυτήν κατά τρόπον θαυματουργικόν και εις δόξαν του λαού μου, θα χωρίσω τα κτήνη των Αιγυπτίων από τα κτήνη του ισραηλιτικού λαού, ώστε κανένα από τα ζώα των υιών του Ισραήλ να μη αποθάνη”.

Εξ. 9,5               καὶ ἔδωκεν ὁ Θεὸς ὅρον λέγων· ἐν τῇ αὔριον ποιήσει Κύριος τὸ ῥῆμα τοῦτο ἐπὶ τῆς γῆς.

Εξ. 9,5                       Ωρισε δε ο Θεός και τον χρόνον του θαύματος και είπε· “κατά την αυριανήν ημέραν θα πραγματοποιήση ο Κυριος τον λόγον του αυτόν εις την χώραν της Αιγύπτου”.

Εξ. 9,6               καὶ ἐποίησε Κύριος τὸ ῥῆμα τοῦτο τῇ ἐπαύριον, καὶ ἐτελεύτησε πάντα τὰ κτήνη τῶν Αἰγυπτίων, ἀπὸ δὲ τῶν κτηνῶν τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ οὐκ ἐτελεύτησεν οὐδέν.

Εξ. 9,6                       Επραγματοποίησεν όντως ο Κυριος την απειλήν του αυτήν κατά την επομένην ημέραν και εψόφησαν όλα τα ζώα των Αιγυπτίων, ενώ από τα ζώα των Ισραηλιτών δεν απέθανεν ούτε ένα.

Εξ. 9,7               ἰδὼν δὲ Φαραὼ ὅτι οὐκ ἐτελεύτησεν ἀπὸ πάντων τῶν κτηνῶν τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ οὐδέν, ἐβαρύνθη ἡ καρδία Φαραώ, καὶ οὐκ ἐξαπέστειλε τὸν λαόν.

Εξ. 9,7                       Οταν επληροφορήθη ο Φαραώ ότι κανένα από τα ζώα των Ισραηλιτών δεν απέθανε, σκεφθείς ίσως ότι αρκούν αυτά δια τους Αιγυπτίους, εσκλήρυνε την καρδίαν του και δεν αφήκε ελεύθερον τον ισραηλιτικόν λαόν να αναχωρήση.

 

                                    6. τα έλκη

Εξ. 9,8               Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν καὶ Ἀαρὼν λέγων· λάβετε ὑμεῖς πλήρεις τὰς χεῖρας αἰθάλης καμιναίας, καὶ πασάτω Μωυσῆς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐναντίον Φαραὼ καὶ ἐναντίον τῶν θεραπόντων αὐτοῦ,

Εξ. 9,8                       Ο Κυριος είπε τότε προς τον Μωϋσήν και τον Ααρών· “πάρετε και γεμίστε τα χέρια σας από καπνιά καμίνου και ας σκορπίση αυτήν ο Μωϋσής στον ουρανόν ενώπιον του Φαραώ και ενώπιον των αυλικών αυτού.

Εξ. 9,9               καὶ γενηθήτω κονιορτὸς ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν Αἰγύπτου, καὶ ἔσται ἐπὶ τούς ἀνθρώπους καὶ ἐπὶ τὰ τετράποδα ἕλκη, φλυκτίδες ἀναζέουσαι, ἔν τε τοῖς ἀνθρώποις καὶ ἐν τοῖς τετράποσι καὶ ἐν πάσῃ γῇ Αἰγύπτου.

Εξ. 9,9                       Και θα γίνη κονιορτός εις όλην την χώραν της Αιγύπτου. Αυτός ο κονιορτός, καθώς θα πέφτη επάνω στους ανθρώπους και εις τα τετράποδα, θα προκαλέση έλκη και καυτερές φουσκάλες εις ανθρώπους και εις ζώα καθ' όλην την χώραν της Αιγύπτου”.

Εξ. 9,10             καὶ ἔλαβε τὴν αἰθάλην τῆς καμιναίας ἐναντίον Φαραώ, καὶ ἔπασεν αὐτὴν Μωυσῆς εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ ἐγένετο ἕλκη, φλυκτίδες ἀναζέουσαι, ἔν τε τοῖς ἀνθρώποις καὶ ἐν τοῖς τετράποσι.

Εξ. 9,10                     Ο Μωϋσής επήρε την καπνιάν από την κάμινον και ενώπιον του Φαραώ εσκόρπισεν αυτήν στον ουρανόν. Αμέσως δε παρουσιάσθησαν πληγαί και καυτερές φουσκάλες στους ανθρώπους και εις τα τετράποδα.

Εξ. 9,11             καὶ οὐκ ἠδύναντο οἱ φαρμακοὶ στῆναι ἐναντίον Μωυσῆ διὰ τὰ ἕλκη· ἐγένετο γὰρ τὰ ἕλκη ἐν τοῖς φαρμακοῖς καὶ ἐν πάσῃ γῇ Αἰγύπτῳ.

Εξ. 9,11                      Και οι ίδιοι οι μάγοι δεν ημπορούσαν να σταθούν ενώπιον του Μωϋσέως εξ αιτίας των πληγών των. Διότι αι πληγαί αυταί επροξενήθησαν στους μάγους και εις ολόκληρον την Αίγυπτον.

Εξ. 9,12             ἐσκλήρυνε δὲ Κύριος τὴν καρδίαν Φαραώ, καὶ οὐκ εἰσήκουσεν αὐτῶν, καθὰ συνέταξε Κύριος.

Εξ. 9,12                     Ο Κυριος επέτρεψε να σκληρυνθή και πάλιν η καρδία του αμετανοήτου Φαραώ και έτσι εκείνος δεν υπήκουσεν στον Μωϋσέα και στον Ααρών, που του διεβίβασαν την εντολήν του Κυρίου.

 

                                    7. το χαλάζι

Εξ. 9,13             Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ὄρθρισον τὸ πρωΐ καὶ στῆθι ἐναντίον Φαραὼ καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτόν· τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς τῶν Ἑβραίων· ἐξαπόστειλον τὸν λαόν μου, ἵνα λατρεύσωσί μοι·

Εξ. 9,13                     Είπεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “σήκω πολύ πρωϊ, στάσου ενώπιον του Φαραώ και είπε προς αυτόν· Ταδε λέγει Κυριος ο Θεός των Εβραίων· απόστειλε ελεύθερον τον λαόν μου, δια να με λατρεύσουν.

Εξ. 9,14             ἐν τῷ γὰρ νῦν καιρῷ ἐγὼ ἐξαποστέλλω πάντα τὰ συναντήματά μου εἰς τὴν καρδίαν σου καὶ τῶν θεραπόντων σου καὶ τοῦ λαοῦ σου, ἵνα εἰδῇς ὅτι οὐκ ἔστιν ὡς ἐγὼ ἄλλος ἐν πάσῃ τῇ γῇ·

Εξ. 9,14                     Εάν όμως και πάλιν παρακούσης, θα αποστείλω κατά τον καιρόν αυτόν όλας τας τιμωρίας μου εις την καρδίαν σου, εις την καρδίαν των αυλικών σου και του λαού σου, δια να μάθης ότι δεν υπάρχει εις όλην την γην άλλος Θεός, όπως εγώ.

Εξ. 9,15             νῦν γὰρ ἀποστείλας τὴν χεῖρα πατάξω σε, καὶ τὸν λαόν σου θανατώσω, καὶ ἐκτριβήσῃ ἀπὸ τῆς γῆς·

Εξ. 9,15                     Διότι τώρα θα απλώσω το παντοδύναμο χέρι μου, θα κτυπήσω σέ, θα θανατώσω τον λαόν σου, και θα ξεπαστρευθής από την γην.

Εξ. 9,16             καὶ ἕνεκεν τούτου διετηρήθης, ἵνα ἐνδείξωμαι ἐν σοὶ τὴν ἰσχύν μου, καὶ ὅπως διαγγελῇ τὸ ὄνομά μου ἐν πάσῃ τῇ γῇ.

Εξ. 9,16                     Μέχρι τώρα διετηρήθης εις την ζωήν, δια να σου δείξω την άπειρον δύναμίν μου και να δοξασθή το όνομά μου εις όλην την οικουμένην.

Εξ. 9,17             ἔτι οὖν σὺ ἐμποιῇ τοῦ λαοῦ μου τοῦ μὴ ἐξαποστεῖλαι αὐτούς;

Εξ. 9,17                     Ακόμη λοιπόν συ θα πράξης τα ίδια εναντίον του λαού μου και δεν θα τον αποστείλης ελεύθερον;

Εξ. 9,18             ἰδοὺ ἐγὼ ὕω ταύτην τὴν ὥραν αὔριον χάλαζαν πολλὴν σφόδρα, ἥτις τοιαύτη οὐ γέγονεν ἐν Αἰγύπτῳ, ἀφ᾿ ἧς ἡμέρας ἔκτισται ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης.

Εξ. 9,18                     Ιδού εγώ ρίπτω αυτήν την ώραν αύριον πυκνήν και μεγάλην χάλαζαν, τόσην πολλήν όση ποτέ δεν έχει πέσει επί της Αιγύπτου, από την ημέραν που εκτίσθη μέχρι σήμερον.

Εξ. 9,19             νῦν οὖν κατάσπευσον συναγαγεῖν τὰ κτήνη σου καὶ ὅσα σοί ἐστιν ἐν τῷ πεδίῳ· πάντες γὰρ οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ κτήνη, ὅσα ἐὰν εὑρεθῇ ἐν τοῖς πεδίοις καὶ μὴ εἰσέλθῃ εἰς οἰκίαν, πέσῃ δὲ ἐπ᾿ αὐτὰ ἡ χάλαζα, τελευτήσει.

Εξ. 9,19                     Τωρα λοιπόν σπεύσε χωρίς αργοπορίαν να μαζέψης τα κατοικίδια ζώα σου και όσα άλλα ακόμη ευρίσκονται εις τας πεδιάδας, διότι όλοι, άνθρωποι και ζώα, που θα ευρεθούν εις τας πεδιάδας και δεν θα εισέλθουν εις τας οικίας, θα πέση δε χάλαζα επάνω των, θα θανατωθούν”.

Εξ. 9,20             ὁ φοβούμενος τὸ ῥῆμα Κυρίου τῶν θεραπόντων Φαραὼ συνήγαγε τὰ κτήνη αὐτοῦ εἰς τοὺς οἴκους·

Εξ. 9,20                    Καθένας από τους αυλικούς του Φαραώ, που ευλαβείτο τα λόγια του Κυρίου εμάζευσε τα ζώα του στους σταύλους των.

Εξ. 9,21             ὃς δὲ μὴ προσέσχε τῇ διανοίᾳ εἰς τὸ ῥῆμα Κυρίου, ἀφῆκε τὰ κτήνη ἐν τοῖς πεδίοις.

Εξ. 9,21                     Οποιος όμως δεν έδωσε προσοχήν στον λόγον του Κυρίου, αφήκε τα ζώα του εις τας πεδιάδας.

Εξ. 9,22             εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ἔκτεινον τὴν χεῖρά σου εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ ἔσται χάλαζα ἐπὶ πᾶσαν γῆν Αἰγύπτου, ἐπί τε τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὰ κτήνη καὶ ἐπὶ πᾶσαν βοτάνην τὴν ἐπὶ τῆς γῆς.

Εξ. 9,22                    Την άλλην ημέραν είπεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “άπλωσε το χέρι σου στον ουρανόν και θα πέση χάλαζα εις όλην την Αίγυπτον εναντίον των ανθρώπων, και των ζώων και επάνω εις όλην την χλόην της γης”.

Εξ. 9,23             ἐξέτεινε δὲ Μωυσῆς τὴν χεῖρα εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ Κύριος ἔδωκε φωνὰς καὶ χάλαζαν, καὶ διέτρεχε τὸ πῦρ ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ἔβρεξε Κύριος χάλαζαν ἐπὶ πᾶσαν γῆν Αἰγύπτου.

Εξ. 9,23                     Ηπλωσεν ο Μωυσής το χέρι του στον ουρανόν, και ο Κυριος έδωσε βροντάς και έβρεξε χάλαζαν, ενώ το πυρ των αστραπών διέτρεχε την γην. Και έβρεξεν ο Κυριος φοβεράν χάλαζαν εις όλην την χώραν της Αιγύπτου.

Εξ. 9,24             ἦν δὲ ἡ χάλαζα καὶ τὸ πῦρ φλογίζον ἐν τῇ χαλάζῃ· ἡ δὲ χάλαζα πολλὴ σφόδρα, ἥτις τοιαύτη οὐ γέγονεν ἐν Αἰγύπτῳ, ἀφ᾿ ἧς ἡμέρας γεγένηται ἐπ᾿ αὐτῆς ἔθνος.

Εξ. 9,24                    Καθώς δε η χάλαζα έπιπτεν εις την γην φλόγες αστραπών ανεμιγνύοντο με αυτήν. Η χάλαζα ήτο πολλή πάρα πολλή, ομοία της οποίας ποτέ άλλοτε δεν είχε πέσει εις την Αίγυπτον από της εποχής, κατά την οποίαν ωργανώθη εις αυτήν το κράτος των Αιγυπτίων.

Εξ. 9,25             ἐπάταξε δὲ ἡ χάλαζα ἐν πάσῃ γῇ Αἰγύπτου ἀπὸ ἀνθρώπου ἕως κτήνους, καὶ πᾶσαν βοτάνην τὴν ἐν τῷ πεδίῳ ἐπάταξεν ἡ χάλαζα, καὶ πάντα τὰ ξύλα τὰ ἐν τοῖς πεδίοις συνέτριψεν ἡ χάλαζα·

Εξ. 9,25                     Εκτύπησεν η χάλαζα και εφόνευσεν εις όλην την Αίγυπτον ανθρώπους και ζώα. Εκτύπησε και κατέστρεψε όλην την χλόην των πεδιάδων και συνέτριψεν όλα τα δένδρα της χώρας.

Εξ. 9,26             πλὴν ἐν γῇ Γεσέμ, οὗ ἦσαν οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ, οὐκ ἐγένετο ἡ χάλαζα.

Εξ. 9,26                    Εις την Γεσέμ όμως, όπου ήσαν οι Ισραηλίται, δεν έπεσε χάλαζα.

Εξ. 9,27             ἀποστείλας δὲ Φαραώ ἐκάλεσε Μωυσῆν καὶ Ἀαρὼν καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἡμάρτηκα τὸ νῦν· ὁ Κύριος δίκαιος, ἐγὼ δὲ καὶ ὁ λαός μου ἀσεβεῖς.

Εξ. 9,27                     Καθ' ον χρόνον έπιπτεν η καταστρεπτική χάλαζα, έστειλεν ο Φαραώ ανθρώπους, εκάλεσε τον Μωϋσήν και τον Ααρών και καταφοβισμένος από την φοβεράν πληγήν τους είπεν· “ημάρτησα αυτήν την φοράν ενώπιον του Κυρίου. Ο Θεός είναι δίκαιος, εγώ δε και ο λαός μου είμεθα ασεβείς.

Εξ. 9,28             εὔξασθε οὖν περὶ ἐμοῦ πρὸς Κύριον, καὶ παυσάσθω τοῦ γενηθῆναι φωνὰς Θεοῦ καὶ χάλαζαν καὶ πῦρ· καὶ ἐξαποστελῶ ὑμᾶς, καὶ οὐκέτι προστεθήσεσθε μένειν.

Εξ. 9,28                    Προχευχηθήτε, λοιπόν, υπέρ εμού προς τον Θεόν δια να παύσουν αι βρονταί του Θεού, η χάλαζα και το πυρ και εγώ θα σας αφήσω ελευθέρους να αναχωρήσετε. Δεν θα μείνετε πλέον εδώ”.

Εξ. 9,29             εἶπε δὲ αὐτῷ Μωυσῆς· ὡς ἂν ἐξέλθω τὴν πόλιν, ἐκπετάσω τὰς χεῖράς μου πρὸς τὸν Κύριον, καὶ αἱ φωναὶ παύσονται, καὶ ἡ χάλαζα καὶ ὁ ὑετὸς οὐκ ἔσται ἔτι, ἵνα γνῷς ὅτι τοῦ Κυρίου ἡ γῆ.

Εξ. 9,29                    Ο Μωϋσής του απήντησεν· “αμέσως μόλις εξέλθω από την πόλιν θα υψώσω τα χέρια μου προς τον Κυριον και θα παύσουν αι βρονταί, θα σταματήση η χάλαζα και η βροχή, δια να μάθης ότι η γη όλη ανηκεί στον Κυριον.

Εξ. 9,30             καὶ σὺ καὶ οἱ θεράποντές σου, ἐπίσταμαι ὅτι οὐδέπω πεφόβησθε τὸν Κύριον.

Εξ. 9,30                     Αλλά γνωρίζω καλά ότι δεν έχετε άκομη φοβηθή τον Κυριον, ούτε συ, ούτε οι αυλικοί σου”.

Εξ. 9,31             τὸ δὲ λίνον καὶ ἡ κριθὴ ἐπλήγη· ἡ γὰρ κριθὴ παρεστηκυῖα, τὸ δὲ λίνον σπερματίζον.

Εξ. 9,31                     Από την χάλαζαν είχε καταστραφή και το λινάρι και η κριθή· διότι η μεν κριθή είχε πετάξει τότε μεγάλον βλαστόν, το δε λινάρι είχε δέσει τα σπέρματά του.

Εξ. 9,32             ὁ δὲ πυρὸς καὶ ἡ ὀλύρα οὐκ ἐπλήγησαν, ὄψιμα γὰρ ἦν.

Εξ. 9,32                     Ο σίτος όμως και η ολύρα (είδος λευκού σίτου) δεν κατεστράφησαν, διότι ήσαν όψιμα.

Εξ. 9,33             ἐξῆλθε δὲ Μωυσῆς ἀπὸ Φαραὼ ἐκτὸς τῆς πόλεως καὶ ἐξέτεινε τὰς χεῖρας πρὸς Κύριον, καὶ αἱ φωναὶ ἐπαύσαντο καὶ ἡ χάλαζα, καὶ ὁ ὑετὸς οὐκ ἔσταξεν ἔτι ἐπὶ τὴν γῆν.

Εξ. 9,33                     Εξήλθεν ο Μωϋσής από τα ανάκτορα του Φαραώ και, έξω από την πόλιν, ύψωσε τα χέρια του προς τον Θεόν. Αμέσως δε αι βρονταί και η χάλαζα εσταμάτησαν και ούτε σταγών βροχής δεν έσταξεν εις την γην.

Εξ. 9,34             ἰδὼν δὲ Φαραὼ ὅτι πέπαυται ὁ ὑετὸς καὶ ἡ χάλαζα καὶ αἱ φωναί, προσέθετο τοῦ ἁμαρτάνειν καὶ ἐβάρυνεν αὐτοῦ τὴν καρδίαν καὶ τῶν θεραπόντων αὐτοῦ.

Εξ. 9,34                     Ο Φαραώ ειδών ότι εσταμάτησαν η βροχή και η χάλαζα και οι κεραυνοί, ημάρτησε και πάλιν ενώπιον του Θεού, και εσκληρύνθη η καρδία αυτού και των αυλικών του.

Εξ. 9,35             καὶ ἐσκληρύνθη ἡ καρδία Φαραώ, καὶ οὐκ ἐξαπέστειλε τοὺς υἱοὺς Ἰσραήλ, καθάπερ ἐλάλησε Κύριος τῷ Μωυσῇ.

Εξ. 9,35                     Εσκληρύνθη η καρδία του Φαραώ και δεν αφήκεν ελευθέρους τους Ισραηλίτας να αναχωρήσουν, όπως τον είχε διατάξει δια του Μωϋσέως ο Θεός.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10- ΟΙ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΕΣ ΠΟΥ ΕΠΛΗΞΑΝ ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ

(ΟΙ ΑΚΡΙΔΕΣ, ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ)    

                                    8. οι ακρίδες

Εξ. 10,1             Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων· εἴσελθε πρὸς Φαραώ· ἐγὼ γὰρ ἐσκλήρυνα αὐτοῦ τὴν καρδίαν καὶ τῶν θεραπόντων αὐτοῦ, ἵνα ἑξῆς ἐπέλθῃ τὰ σημεῖα ταῦτα ἐπ᾿ αὐτούς·

Εξ. 10,1                      Είπεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “είσελθε εις τα ανάκτορα προς τον Φαραώ. Εγώ δια την κακότητά του παρεχώρησα να σκληρυνθή η καρδία αυτού και των αυλικών του δια να έλθουν εναντίον αυτών ως τιμωρία εν συνεχεία τα θαύματά μου.

Εξ. 10,2             ὅπως διηγήσησθε εἰς τὰ ὦτα τῶν τέκνων ὑμῶν καὶ τοῖς τέκνοις τῶν τέκνων ὑμῶν, ὅσα ἐμπέπαιχα τοῖς Αἰγυπτίοις, καὶ τὰ σημεῖά μου, ἃ ἐποίησα ἐν αὐτοῖς, καὶ γνώσεσθε ὅτι ἐγὼ Κύριος.

Εξ. 10,2                     Θα γίνουν αυτά, δια να διηγήσθε και σεις εις τα τέκνα σας και εις τα παιδιά των τέκνων σας, πως και με πόσας τιμωρίας επαίδευσα εγώ τους Αιγυπτίους, να αναφέρετε τα θαύματά μου, τα οποία έκαμα εις αυτούς, δια να μάθετε ότι εγώ είμαι ο παντοδύναμος Κυριος”.

Εξ. 10,3             εἰσῆλθε δὲ Μωυσῆς καὶ Ἀαρὼν ἐναντίον Φαραὼ καὶ εἶπαν αὐτῷ· τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς τῶν Ἑβραίων· ἕως τίνος οὐ βούλῃ ἐντραπῆναί με; ἐξαπόστειλον τὸν λαόν μου, ἵνα λατρεύσωσί μοι.

Εξ. 10,3                     Ανήλθεν ο Μωϋσής και ο Ααρών εις τα ανάκτορα του Φαραώ, παρουσιάσθησαν ενώπιον αυτού και του είπαν· “Αυτά λέγει Κυριος ο Θεός των Εβραίων· Εως πότε δεν θέλεις να υποχωρήσης εις εμέ; Αφησε ελεύθερον τον λαόν μου, δια να με λατρεύσουν.

Εξ. 10,4             ἐὰν δὲ μὴ θέλῃς σὺ ἐξαποστεῖλαι τὸν λαόν μου, ἰδοὺ ἐγὼ ἐπάγω ταύτην τὴν ὥραν αὔριον ἀκρίδα πολλὴν ἐπὶ πάντα τὰ ὅριά σου,

Εξ. 10,4                     Εάν όμως δεν θελήσης να αποστείλης ελεύθερον τον λαόν μου, ιδού εγώ επιφέρω αύριον αυτήν την ώραν πολλήν ακρίδα επάνω εις όλην την έκτασιν της χώρας σου.

Εξ. 10,5             καὶ καλύψει τὴν ὄψιν τῆς γῆς, καὶ οὐ δυνήσῃ κατιδεῖν τὴν γῆν, καὶ κατέδεται πᾶν τὸ περισσὸν τῆς γῆς τὸ καταλειφθέν, ὃ κατέλιπεν ὑμῖν ἡ χάλαζα, καὶ κατέδεται πᾶν ξύλον τὸ φυόμενον ὑμῖν ἐπὶ τῆς γῆς·

Εξ. 10,5                     Και θα σκεπάση αυτή την επιφάνειαν της γης και δεν θα ημπορής να ίδης το έδαφος. Αυτή θα καταφάγη ο,τι απέμεινεν εις την χώραν σου, ο,τι χλωρό σας αφήκε η χάλαζα. Θα καταφάγη και κάθε δένδρον, το οποίον φυτρώνει εις την χώραν σας.

Εξ. 10,6             καὶ πλησθήσονταί σου αἱ οἰκίαι καὶ αἱ οἰκίαι τῶν θεραπόντων σου καὶ πᾶσαι αἱ οἰκίαι ἐν πάσῃ γῇ τῶν Αἰγυπτίων, ἃ οὐδέποτε ἑωράκασιν οἱ πατέρες σου, οὐδ᾿ οἱ πρόπαπποι αὐτῶν, ἀφ᾿ ἧς ἡμέρας γεγόνασιν ἐπὶ τῆς γῆς ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης. καὶ ἐκκλίνας Μωυσῆς ἐξῆλθεν ἀπὸ Φαραώ.

Εξ. 10,6                     Από το πλήθος των ακρίδων θα γεμίσουν τα ανάκτορά σου, αι οικίαι των αυλικών σου και όλαι αι οικίαι εις όλην την χώραν της Αιγύπτου. Γεγονότα τα οποία ποτέ δεν είδαν οι πατέρες σου, ούτε οι προπάπποι αυτών από την ημέραν που εγεννήθησαν εις την χώραν αυτήν μέχρι σήμερον, θα πραγματοποιηθούν αύριον”. Είπεν ο Μωϋσής και στραφείς ανεχώρησεν από τα ανάκτορα του Φαραώ.

Εξ. 10,7             καὶ λέγουσιν οἱ θεράποντες Φαραὼ πρὸς αὐτόν· ἕως τίνος ἔσται τοῦτο ἡμῖν σκῶλον; ἐξαπόστειλον τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως λατρεύσωσι τῷ Θεῷ αὐτῶν· ἢ εἰδέναι βούλῃ ὅτι ἀπόλωλεν Αἴγυπτος;

Εξ. 10,7                     Οι αυλικοί του Φαραώ είπαν τότε προς αυτόν· “έως πότε θα έχωμεν αυτό το βάσανο με τους Ισραηλίτας; Στειλε τους ελευθέρους τους ανθρώπους αυτούς να λατρεύσουν τον Θεόν των· η θέλεις να μάθης ότι κατεστράφη η Αίγυπτος και έπειτα να τους αφήσης;”

Εξ. 10,8             καὶ ἀπέστρεψαν τόν τε Μωυσῆν καὶ Ἀαρὼν πρὸς Φαραώ, καὶ εἶπεν αὐτοῖς· πορεύεσθε καὶ λατρεύσατε Κυρίῳ τῷ Θεῷ ὑμῶν· τίνες δὲ καὶ τίνες εἰσὶν οἱ πορευόμενοι;

Εξ. 10,8                     Οι αυλικοί του Φαραώ τρομοκρατημένοι από τας μέχρι της ημέρας εκείνης πληγάς ωδήγησαν πάλιν τον Μωϋσήν και τον Ααρών προς τον Φαραώ. Ο οποίος και τους είπε· “πηγαίνετε να λατρεύσετε Κυριον τον Θεόν σας. Αλλά ποίοι και ποίοι είναι εκείνοι, οι οποίοι θα πορευθούν δια τον σκοπόν αυτόν;”

Εξ. 10,9             καὶ λέγει Μωυσῆς· σὺν τοῖς νεανίσκοις καὶ πρεσβυτέροις πορευσόμεθα, σὺν τοῖς υἱοῖς καὶ θυγατράσι καὶ προβάτοις καὶ βουσὶν ἡμῶν· ἔστι γὰρ ἑορτὴ Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.

Εξ. 10,9                     Ο Μωϋσής του απήντησε· “θα πορευθώμεν μαζή με τους νέους και τους γέροντας, με τους υιούς και τας θυγατέρας μας, με τα πρόβατα και τα βόδια μας και τούτο, διότι η ημέρα αυτή θα είναι εορτή Κυρίου του Θεού μας”.

Εξ. 10,10           καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· ἔστω οὕτω, Κύριος μεθ᾿ ὑμῶν· καθότι ἀποστέλλω ὑμᾶς, μὴ καὶ τὴν ἀποσκευὴν ὑμῶν; ἴδετε ὅτι πονηρία πρόσκειται ὑμῖν.

Εξ. 10,10                   Ο Φαραώ είπε προς αυτούς· “ας γίνη όπως είπατε, ο Κυριος ας είναι μαζή σας· επειδή αφήνω σας ελευθέρους να αναχωρήσετε, μήπως σκέπτεσθε να πάρετε μαζή σας και τα παιδιά σας; Προσέξατε, διότι πιθανόν να κρύπτη κάποιαν πονηρίαν η πάνδημος αυτή αναχώρησίς σας. Ισως σκέπτεσθε να δραπετεύσετε.

Εξ. 10,11           μὴ οὕτως· πορευέσθωσαν δὲ οἱ ἄνδρες, καὶ λατρευσάτωσαν τῷ Θεῷ· τοῦτο γὰρ αὐτοὶ ἐκζητεῖτε. ἐξέβαλον δὲ αὐτοὺς ἀπὸ προσώπου Φαραώ.

Εξ. 10,11                    Αλλά δεν θα γίνη έτσι η αναχώρησίς σας. Ας πορευθούν μόνον οι άνδρες, και αυτοί ας λατρεύσουν τον Θεόν. Αλλωστε σεις οι ίδιοι αυτό ζητείτε”. Επειδή όμως ο Μωϋσής και ο Ααρών επέμενον εις την πρότασίν των, τους εξεδίωξαν από τα ανάκτορα του Φαραώ.

Εξ. 10,12           εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ἔκτεινον τὴν χεῖρα ἐπὶ γῆν Αἰγύπτου, καὶ ἀναβήτω ἀκρὶς ἐπὶ τὴν γῆν καὶ κατέδεται πᾶσαν βοτάνην τῆς γῆς καὶ πάντα τὸν καρπὸν τῶν ξύλων, ὃν ὑπελίπετο ἡ χάλαζα.

Εξ. 10,12                   Είπε τότε ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “άπλωσε το χέρι σου προς όλην την γην της Αιγύπτου· θα αναβούν και θα επιπέσουν ακρίδες καθ' όλην την έκτασιν της χώρας, αι οποίαι θα καταφάγουν κάθε χλόην της γης και κάθε καρπόν δένδρου, που αφήκεν η χάλαζα”.

Εξ. 10,13           καὶ ἐπῇρε Μωυσῆς τὴν ῥάβδον εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ Κύριος ἐπήγαγεν ἄνεμον νότον ἐπὶ τὴν γῆν, ὅλην τὴν ἡμέραν ἐκείνην καὶ ὅλην τὴν νύκτα· τὸ πρωΐ ἐγενήθη, καὶ ὁ ἄνεμος ὁ νότος ἀνέλαβε τὴν ἀκρίδα

Εξ. 10,13                    Υψωσεν ο Μωϋσής την ράβδον του στον ουρανόν, και ο Κυριος ήγειρε νότιον άνεμον εις την γην της Αιγύπτου όλην την ημέραν εκείνην και όλην την νύκτα· έγινε πρωϊ και ο νότιος άνεμος παρέσυρε τας ακρίδας,

Εξ. 10,14           καὶ ἀνήγαγεν αὐτὴν ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν Αἰγύπτου, καὶ κατέπαυσεν ἐπὶ πάντα τὰ ὅρια Αἰγύπτου πολλὴ σφόδρα· προτέρα αὐτῆς οὐ γέγονε τοιαύτη ἀκρὶς καὶ μετὰ ταῦτα οὐκ ἔσται οὕτως.

Εξ. 10,14                   και τας έφερεν εις όλην την Αίγυπτον. Αυταί δε επέπεσαν και εκάλυψαν όλην την περιοχήν της Αιγύπτου εις σμήνη απειροπληθή. Ουδέποτε προηγουμένως παρουσιάσθη τόση πολλή ακρίς και ούτε μετά ταύτα θα παρουσιασθή τόσον πλήθος.

Εξ. 10,15           καὶ ἐκάλυψε τὴν ὄψιν τῆς γῆς, καὶ ἐφθάρη ἡ γῆ· καὶ κατέφαγε πᾶσαν βοτάνην τῆς γῆς καὶ πάντα τὸν καρπὸν τῶν ξύλων, ὃς ὑπελείφθη ἀπὸ τῆς χαλάζης· οὐχ ὑπελείφθη χλωρὸν οὐδὲν ἐν τοῖς ξύλοις καὶ ἐν πάσῃ βοτάνῃ τοῦ πεδίου, ἐν πάσῃ γῇ Αἰγύπτου.

Εξ. 10,15                    Τα σμήνη των ακρίδων εσκέπασαν την όψιν της Αιγύπτου και κατεστράφη η χώρα εκείνη, διότι αι ακρίδες κατέφαγον όλον το χόρτον της γης και όλους τους καρπούς των δένδρων, όσα είχον απομείνει από την χάλαζαν. Και δεν έμεινε πλέον τίποτε το χλωρόν ούτε εις τα δένδρα ούτε εις τα χόρτα των πεδιάδων καθ' όλην την έκτασιν της Αιγύπτου.

Εξ. 10,16           κατέσπευδε δὲ Φαραὼ καλέσαι Μωυσῆν καὶ Ἀαρὼν λέγων· ἡμάρτηκα ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ ὑμῶν καὶ εἰς ὑμᾶς·

Εξ. 10,16                   Εστειλε τότε εσπευσμένως ο Φαραώ, εκάλεσε τον Μωϋσήν και τον Ααρών και τους είπε· “ημάρτησα ενώπιον Κυρίου του Θεού σας και ενώπιόν σας.

Εξ. 10,17           προσδέξασθε οὖν μου τὴν ἁμαρτίαν ἔτι νῦν καὶ προσεύξασθε πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν ὑμῶν, καὶ περιελέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸν θάνατον τοῦτον.

Εξ. 10,17                    Δεχθήτε την μετάνοιάν μου και συγχωρήσατέ μου πάλιν την παρούσαν αμαρτίαν. Προσευχηθήτε προς τον Κυριον τον Θεόν σας, δια να ευδοκήση και απομακρύνη από εμέ αυτήν την θανάσιμον καταστροφήν”.

Εξ. 10,18           ἐξῆλθε δὲ Μωυσῆς ἀπὸ Φαραὼ καὶ ηὔξατο πρὸς τὸν Θεόν.

Εξ. 10,18                   Εφυγεν ο Μωϋσής από τα ανάκτορα το Φαραώ και προσηυχήθη προς τον Θεόν.

Εξ. 10,19           καὶ μετέβαλε Κύριος ἄνεμον ἀπὸ θαλάσσης σφοδρόν, καὶ ἀνέλαβε τὸν ἀκρίδα καὶ ἔβαλεν αὐτὴν εἰς τὴν ἐρυθρὰν θάλασσαν, καὶ οὐχ ὑπελείφθη ἀκρὶς μία ἐν πάσῃ γῇ Αἰγύπτου.

Εξ. 10,19                   Και ο Κυριος ήγειρεν άνεμον σφοδρόν από την Μεσόγειον θάλασσαν, ο οποίος παρέσυρε την ακρίδα και την έρριψεν εις την Ερυθράν θάλασσαν, ώστε καιμμία ακρίς δεν απέμεινεν εις όλην την γην της Αιγύπτου.

Εξ. 10,20           καὶ ἐσκλήρυνε Κύριος τὴν καρδίαν Φαραώ. καὶ οὐκ ἐξαπέστειλε τοὺς υἱοὺς Ἰσραήλ.

Εξ. 10,20                   Ο Κυριος παρεχώρησε και εσκληρύνθη πάλιν η καρδία του Φαραώ και δεν αφήκεν ελευθέρους τους υιούς Ισραήλ να αναχωρήσουν.

 

                                    9. το σκοτάδι

Εξ. 10,21           Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ἔκτεινον τὴν χεῖρά σου εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ γενηθήτω σκότος ἐπὶ γῆς Αἰγύπτου, ψηλαφητὸν σκότος.

Εξ. 10,21                   Ο Κυριος είπεν στον Μωϋσήν· “άπλωσε το χέρι σου στον ουρανόν και ας απλωθή σκότος εις όλην την χώραν της Αιγύπτου· πυκνό, ψηλαφητό σκοτάδι”.

Εξ. 10,22           ἐξέτεινε δὲ Μωυσῆς τὴν χεῖρα εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ ἐγένετο σκότος γνόφος, θύελλα ἐπὶ πᾶσαν γῆν Αἰγύπτου τρεῖς ἡμέρας,

Εξ. 10,22                   Ηπλωσεν ο Μωϋσής την χείρα του στον ουρανόν και έγινε κατ' αρχάς ελαφρό σκοτάδι, έπειτα βαθύ σκοτάδι και θύελλα εις όλην την γην της Αιγύπτου επί τρεις ημέρας.

Εξ. 10,23           καὶ οὐκ εἶδεν οὐδεὶς τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ τρεῖς ἡμέρας, καὶ οὐκ ἐξανέστη οὐδεὶς ἐκ τῆς κοίτης αὐτοῦ τρεῖς ἡμέρας· πᾶσι δὲ τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ φῶς ἦν ἐν πᾶσιν, οἷς κατεγίνοντο.

Εξ. 10,23                   Εξ αιτίας του πυκνοτάτου αυτού σκότους κανείς δεν είδεν ούτε τον πλησίον αδελφόν του και κανείς δεν εσηκώθη από την κλίνην του κατά τας τρεις αυτάς ημέρας. Μονον δε εις την περιοχήν, εις την οποίαν κατοικούσαν οι Ισραηλίται, ήτο φως και εις όλα τα έργα, με τα οποία ησχολούντο.

Εξ. 10,24           καὶ ἐκάλεσε Φαραὼ Μωυσῆν καὶ Ἀαρὼν λέγων· βαδίζετε, λατρεύσατε Κυρίῳ τῷ Θεῷ ὑμῶν, πλὴν τῶν προβάτων καὶ τῶν βοῶν ὑπολείπεσθε· καὶ ἡ ἀποσκευὴ ὑμῶν ἀποτρεχέτω μεθ᾿ ὑμῶν,

Εξ. 10,24                   Εκάλεσε πάλιν ο Φαραώ τον Μωϋσήν και τον Ααρών και τους είπε· “πηγαίνετε όπου θέλετε, λατρεύσατε Κυριον τον Θεόν σας, πάρετε μαζή σας και τα παιδιά σας, αλλά τα πρόβατα και τα βόδια σας θα τα αφήσετε εδώ”.

Εξ. 10,25           καὶ εἶπε Μωυσῆς· ἀλλὰ καὶ σὺ δώσεις ἡμῖν ὁλοκαυτώματα καὶ θυσίας, ἃ ποιήσομεν Κυρίῳ τῷ Θεῷ ἡμῶν·

Εξ. 10,25                   Του είπε τότε ο Μωϋσής· “όχι μόνον θα πάρωμε μαζή μας τα πρόβατα και τα βόδια μας, αλλά και συ ο ίδιος θα μας δώσης ζώα δια τα ολοκαυτώματά μας και δια τας άλλας θυσίας, τας οποίας θα προσφέρωμεν στον Κυριον και Θεόν μας.

Εξ. 10,26           καὶ τὰ κτήνη ἡμῶν πορεύσεται μεθ᾿ ἡμῶν, καὶ οὐχ ὑπολειψόμεθα ὁπλήν· ἀπ᾿ αὐτῶν γὰρ ληψόμεθα λατρεῦσαι Κυρίῳ τῷ Θεῷ ἡμῶν, ἡμεῖς δὲ οὐκ οἴδαμεν τί λατρεύσομεν Κυρίῳ τῷ Θεῷ ἡμῶν, ἕως τοῦ ἐλθεῖν ἡμᾶς ἐκεῖ.

Εξ. 10,26                   Λοιπόν και τα ζώα μας θα έλθουν μαζή μας, και δεν θα αφήσωμεν ούτε ένα νύχι των. Διότι από αυτά τα ζώα θα πάρωμεν, δια να προσφέρωμεν θυσίαν εις Κυριον τον Θεόν μας. Ημείς, άλλωστε, δεν γνωρίζομεν ποία ζώα θα προσφέρωμεν θυσίαν εις Κυριον τον Θεόν μας, έως ότου φθάσωμεν εκεί, όπου θα πρασφερθή η θυσία”.

Εξ. 10,27           ἐσκλήρυνε δὲ Κύριος τὴν καρδίαν Φαραὼ καὶ οὐκ ἐβουλήθη ἐξαποστεῖλαι αὐτούς.

Εξ. 10,27                   Ο Κυριος παρεχώρησε και πάλιν να σκληρυνθή δια την κακότητά της η καρδιά του Φαραώ, ο οποίος και δεν ηθέλησε να αφήση ελευθέρους τους Ισραηλίτας.

Εξ. 10,28           καὶ λέγει Φαραώ· ἄπελθε ἀπ᾿ ἐμοῦ· πρόσεχε σεαυτῷ ἔτι προσθεῖναι ἰδεῖν μου τὸ πρόσωπον· ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ ὀφθῇς μοι, ἀποθανῇ.

Εξ. 10,28                   Γεμάτος δε οργήν εφώναξε προς τον Μωϋσήν “φύγε από εμπρός μου. Πρόσεχε, μήπως τυχόν και θελήσης να ξαναδής το πρόσωπόν μου. Την ημέραν που θα τολμήσης να παρουσιασθής εμπρός μου,θα θανατωθής”.

Εξ. 10,29           λέγει δὲ Μωυσῆς· εἴρηκας· οὐκ ἔτι ὀφθήσομαί σοι εἰς πρόσωπον.

Εξ. 10,29                   Ο Μωϋσής με δικαίαν αγανάκτησιν του απήντησε· “το είπες ! Δεν θα παρουσιασθώ πλέον ενώπιόν σου”.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10

11

12

13

14

15

16

17

18

19

20

21

22

23

24

25

26

27

28

29

30

31

32

33

34

35

36

37

38

39

40