Γογγυσμός των Ισραηλιτών
Εξ. 16,1 Ἀπῇραν
δὲ ἐξ Αἰλεὶμ καὶ ἤλθοσαν πᾶσα
συναγωγὴ υἱῶν Ἰσραὴλ εἰς τὴν
ἔρημον Σίν, ὅ ἐστιν ἀνὰ μέσον Αἰλεὶμ
καὶ ἀνὰ μέσον Σινά. τῇ δὲ πεντεκαιδεκάτῃ
ἡμέρᾳ τῷ μηνὶ τῷ δευτέρῳ
ἐξεληλυθότων αὐτῶν ἐκ γῆς Αἰγύπτου,
Εξ. 16,1 Ολος ο λαός των Ισραηλιτών ανεχώρησαν από την
Αιλείμ και ήλθον εις την έρημον Σιν, η οποία ευρίσκεται μεταξύ της Αιλείμ και
του όρους Σινά. Εκεί, κατά την δεκάτην πέμπτην του δευτέρου μηνός από της
αναχωρήσεώς των εκ της Αιγύπτου,
Εξ. 16,2 διεγόγγυζε πᾶσα
συναγωγὴ υἱῶν Ἰσραὴλ ἐπὶ
Μωυσῆν καὶ Ἀαρών,
Εξ. 16,2 εγόγγυζεν όλον το πλήθος των Ισραηλιτών κατά
του Μωϋσέως και του Ααρών και είπαν εις αυτούς· “καλύτερα να είχαμε πεθάνει
εις την Αίγυπτον κτυπημένοι με μίαν από τας πληγάς, που είχε στείλει εκεί ο
Κυριος εις την Αίγυπτον, όπου επί τέλους εκαθήμεθα πλησίον εις τα καζάνια τα
γεμάτα κρέας και εχορταίναμεν ψωμί και φαγητόν,
Εξ. 16,3 καὶ
εἶπαν πρὸς αὐτοὺς οἱ υἱοὶ
Ἰσραήλ· ὄφελον ἀπεθάνομεν πληγέντες ὑπὸ
Κυρίου ἐν γῇ Αἰγύπτῳ, ὅταν ἐκαθίσαμεν
ἐπὶ τῶν λεβήτων τῶν κρεῶν καὶ
ἠσθίομεν ἄρτους εἰς πλησμονήν· ὅτι
ἐξηγάγετε ἡμᾶς εἰς τὴν ἔρημον ταύτην
ἀποκτεῖναι πᾶσαν τὴν συναγωγὴν ταύτην ἐν
λιμῷ.
Εξ. 16,3 παρά που μας εβγάλατε εις την έρημον αυτήν να
μας θανατώσετε όλους με την πείναν”.
Ο Θεός δίνει το μάννα και τα ορτύκια
Εξ. 16,4 εἶπε δὲ
Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ἰδοὺ ἐγὼ
ὕω ὑμῖν ἄρτους ἐκ τοῦ
οὐρανοῦ, καὶ ἐξελεύσεται ὁ λαὸς καὶ
συλλέξουσι τὸ τῆς ἡμέρας εἰς ἡμέραν, ὅπως
πειράσω αὐτούς, εἰ πορεύσονται τῷ νόμῳ μου ἢ
οὔ·
Εξ. 16,4 Είπεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “ιδού εγώ θα
βρέξω δια σας άρτους από τον ουρανόν. Και ο ισραηλιτικός λαός θα εξέλθη και
θα συλλέγουν όλοι κάθε ημέραν όσον τους είναι αρκετόν δια την ημέραν. Η
εντολή μου αυτή είναι και δοκιμασία δι' αυτούς, δια να ίδω, εάν θα
συμμορφωθούν με αυτήν η, όχι.
Εξ. 16,5 καὶ
ἔσται ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἕκτῃ
καὶ ἑτοιμάσουσιν ὃ ἂν εἰσενέγκωσι, καὶ
ἔσται διπλοῦν ὃ ἐὰν συναγάγωσι τὸ καθ᾿
ἡμέραν εἰς ἡμέραν.
Εξ. 16,5 Κατά την έκτην όμως ημέραν, την παραμονήν
δηλαδή του Σαβάτου, θα προμηθευθούν και θα φέρουν στο σπίτι των μεγαλυτέραν
ποσότητα· διπλήν από εκείνην την οποίαν συλλέγουν κατά τας άλλας ημέρας”.
Εξ. 16,6 καὶ
εἶπε Μωυσῆς καὶ Ἀαρὼν πρὸς πᾶσαν
συναγωγὴν υἱῶν Ἰσραήλ· ἑσπέρας γνώσεσθε
ὅτι Κύριος ἐξήγαγεν ὑμᾶς ἐκ γῆς
Αἰγύπτου,
Εξ. 16,6 Ο Μωϋσής και ο Ααρών είπαν προς όλον το πλήθος
των Ισραηλιτών· “αυτήν την εσπέραν θα μάθετε, ότι ο Κυριος σας έβγαλεν από
την Αίγυπτον, όχι δια να σας θανατώση με την πείναν.
Εξ. 16,7 καὶ πρωΐ
ὄψεσθε τὴν δόξαν Κυρίου ἐν τῷ εἰσακοῦσαι
τὸν γογγυσμὸν ὑμῶν ἐπὶ τῷ
Θεῷ· ἡμεῖς δὲ τί ἐσμεν ὅτι
διαγογγύζετε καθ᾿ ἡμῶν;
Εξ. 16,7 Αύριον το πρωϊ θα ιδήτε την δόξαν του Κυρίου,
ο οποίος ήκουσε τον εναντίον του γογγυσμόν σας, διότι οι γογγυσμοί σας
εναντίον αυτού στρέφονται. Ημείς τι είμεθα, ώστε να γογγύζετε εναντίον μας;”
Εξ. 16,8 καὶ
εἶπε Μωυσῆς· ἐν τῷ διδόναι Κύριον
ὑμῖν ἑσπέρας κρέα φαγεῖν καὶ ἄρτους
τὸ πρωΐ εἰς πλησμονὴν διὰ τὸ
εἰσακοῦσαι Κύριον τὸν γογγυσμὸν ὑμῶν,
ὃν ὑμεῖς διαγογγύζετε καθ᾿ ἡμῶν·
ἡμεῖς δὲ τί ἐσμεν; οὐ γὰρ καθ᾿
ἡμῶν ἐστιν ὁ γογγυσμὸς ὑμῶν·
ἀλλ᾿ ἢ κατὰ τοῦ Θεοῦ.
Εξ. 16,8 Και προσέθεσεν ακόμη ο Μωϋσής· “θα ιδήτε την
πανάγαθον πρρστασίαν του Κυρίου, όταν την μεν εσπέραν θα σας δώση κρέατα να
φάγετε, το δε πρωϊ άφθονο ψωμί, ώστε να χορτάσετε, διότι ήκουσε τους
γογγυσμούς σας εναντίον ημών. Τι είμεθα ημείς και γογγύζετε εναντίον μας;
Είμεθα απλοί υπηρέται του Θεού. Επομένως ο γογγυαμός σας δεν στρέφεται
εναντίον μας, αλλά εναντίον του Θεού”.
Εξ. 16,9 εἶπε δὲ
Μωυσῆς πρὸς Ἀαρών· εἰπὸν πάσῃ
συναγωγῇ υἱῶν Ἰσραήλ· προσέλθετε ἐναντίον
τοῦ Θεοῦ· εἰσακήκοε γὰρ τὸν
γογγυσμὸν ὑμῶν.
Εξ. 16,9 Ο Μωϋσής είπεν στον Ααρών· “ειπέ εις όλους
τους Ισραηλίτας· Προσέλθετε ενώπιον του Κυρίου, παβρουσιασθήτε εις αυτόν με ευλάβειαν,
διότι ήκουσε τους γογγυσμούς σας”.
Εξ. 16,10 ἡνίκα δὲ
ἐλάλει Ἀαρὼν πάσῃ συναγωγῇ υἱῶν
Ἰσραήλ, καὶ ἐπεστράφησαν εἰς τὴν ἔρημον,
καὶ ἡ δόξα Κυρίου ὤφθη ἐν νεφέλῃ.
Εξ. 16,10 Την ώραν, που ο Ααρών ωμιλούσεν στο πλήθος των
Ισραηλιτών, έστρεψαν εκείνοι τα βλέμματά των εις την έρημον και ιδού, εφάνηκε
η δόξα του Κυρίου υπό μορφήν νεφέλης.
Εξ. 16,11 καὶ
ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων·
Εξ. 16,11 Ωμίλησεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν και είπεν·
Εξ. 16,12 εἰσακήκοα
τὸν γογγυσμὸν τῶν υἱῶν Ἰσραήλ·
λάλησον πρὸς αὐτοὺς λέγων· τὸ πρὸς
ἑσπέραν ἔδεσθε κρέα καὶ τὸ πρωΐ πλησθήσεσθε
ἄρτων· καὶ γνώσεσθε ὅτι ἐγὼ Κύριος ὁ
Θεὸς ὑμῶν.
Εξ. 16,12 “ήκουσα τον γογγυσμόν των Ισραηλιτών. Ειπέ εις
αυτούς· Την εσπέραν θα φάγετε κρέατα και το πρωϊ θα χορτάσετε από άρτους·
έτσι θα μάθετε ότι εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σας.
Εξ. 16,13 ἐγένετο
δὲ ἑσπέρα, καὶ ἀνέβη ὀρτυγομήτρα καὶ
ἐκάλυψε τὴν παρεμβολήν· τὸ πρωΐ ἐγένετο
καταπαυομένης τῆς δρόσου κύκλῳ τῆς παρεμβολῆς
Εξ. 16,13 Οταν ήλθεν η εσπέρα, έπεσαν πλήθος ορτύκια εις
την περιοχήν, τόσα πολλά ώστε εσκέπασαν την κατασκήνωσιν των Εβραίων. Την δε
πρωΐαν, καθώς έπαυεν η πτώσις της δρόσου γύρω από την κατασκήνωσιν,
Εξ. 16,14 καὶ
ἰδοὺ ἐπὶ πρόσωπον τῆς ἐρήμου λεπτὸν
ὡσεὶ κόριον λευκόν, ὡσεὶ πάγος ἐπὶ
τῆς γῆς.
Εξ. 16,14 εφάνη αίφνης απλωμένον εις την έρημον κάτι
λεπτόν, όπως είναι οι σπόροι από το κεχρί, και λευκόν όπως ο πάγος επάνω εις
την γην.
Εξ. 16,15 ἰδόντες
δὲ αὐτὸ οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ
εἶπαν ἕτερος τῷ ἑτέρῳ· τί ἐστι
τοῦτο; οὐ γὰρ ᾔδεισαν, τί ἦν. εἶπε
δὲ Μωυσῆς αὐτοῖς· οὗτος ὁ
ἄρτος, ὃν ἔδωκε Κύριος ὑμῖν φαγεῖν·
Εξ. 16,15 Οταν το είδον οι Ισραηλίται, ερωτούσαν ο ένας
τον άλλον· “τι είναι τούτο;” Διότι δεν εγνώριζαν τι πράγματι ήτο εκείνο. Ο
Μωϋσής όμως τους είπεν· “αυτός είναι ο άρτος, τον οποίον ο Κυριος σας έδωκε
να φάγετε.
Εξ. 16,16 τοῦτο τὸ
ῥῆμα ὃ συνέταξε Κύριος· συναγάγετε ἀπ᾿
αὐτοῦ ἕκαστος εἰς τοὺς καθήκοντας, γομὸρ
κατὰ κεφαλὴν κατὰ ἀριθμὸν ψυχῶν
ὑμῶν, ἕκαστος σὺν τοῖς συσκηνίοις
ὑμῶν συλλέξατε.
Εξ. 16,16 Αυτή δε είναι η εντολή, που σας έδωσεν ο Κυριος·
Συλλέξατε από αυτό ο καθένας τόσον, όσον είναι αρκετόν δια τα μέλη της
οικογενείας σας. Ενα γομόρ θα συλλέγετε δια το κάθε μέλος της οικογενείας
σας, δια τον κάθε ομόσκηνόν σας”.
Εξ. 16,17 ἐποίησαν
δὲ οὕτως οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ καὶ
συνέλεξαν ὁ τὸ πολὺ καὶ ὁ τὸ
ἔλαττον.
Εξ. 16,17 Ετσι έκαμαν οι Ισραηλίται και εμάζεψαν άλλος
πολύ και άλλος ολίγον
Εξ. 16,18 καὶ
μετρήσαντες γομόρ, οὐκ ἐπλεόνασεν ὁ τὸ πολύ,
καὶ ὁ τὸ ἔλαττον οὐκ ἠλαττόνησεν·
ἕκαστος εἰς τοὺς καθήκοντας παρ᾿ ἑαυτῷ
συνέλεξαν.
Εξ. 16,18 Οταν όμως εμέτρησαν το συλλεγέν ποσόν δια του
δοχείου, που εχωρούσεν ένα γομόρ, είδαν ότι όποιος είχε συλλέξει πολύ δεν
εξεπέρασε το ένα γομόρ, και όποιος εμάζεψεν ολίγον δεν είχεν ολιγώτερον από
ένα γομόρ. Ο καθένας δηλαδή είχεν εις την διάθεσίν του ένα γομόρ δια το κάθε
άτομον της οικογενείας του
Εξ. 16,19 εἶπε δὲ
Μωυσῆς πρὸς αὐτούς· μηδεὶς καταλειπέτω
ἀπ᾿ αὐτοῦ εἰς τὸ πρωΐ.
Εξ. 16,19 Είπε δε προς αυτούς ο Μωϋσής· “κανείς δεν θα
αφήση περίσσευμα από αυτό δια την επομένην ημέραν”.
Εξ. 16,20 καὶ οὐκ
εἰσήκουσαν Μωυσῇ, ἀλλὰ κατέλιπόν τινες
ἀπ᾿ αὐτοῦ εἰς τὸ πρωΐ· καὶ
ἐξέζεσε σκώληκας καὶ ἐπώζεσε· καὶ
ἐπικράνθη ἐπ᾿ αὐτοῖς Μωυσῆς.
Εξ. 16,20 Μερικοί όμως δεν υπήκουσαν στον Μωυσήν και
αφήκαν περίσσευμα δια το άλλο πρωϊ. Αυτό όμως έβγαλε σκουλήκια και εβρώμησε.
Επικράνθη ο Μωϋσής από την παρακοήν των αυτήν.
Εξ. 16,21 καὶ συνέλεξαν
αὐτὸ πρωΐ πρωΐ, ἕκαστος τὸ καθῆκον
αὐτῷ· ἡνίκα δὲ διεθέρμαινεν ὁ ἥλιος,
ἐτήκετο.
Εξ. 16,21 Καθε πρωϊ οι Ιοραηλίται συνέλεγαν αυτό. Καθένας
το καθωρισμένον δια την οικογένειάν του ποσόν. Οταν δε ανέτελλεν ο ήλιος και
ηύξανεν η θερμότης, αυτό έλυωνε.
Εξ. 16,22 ἐγένετο
δὲ τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἕκτῃ, συνέλεξαν
τὰ δέοντα διπλᾶ, δύο γομὸρ τῷ ἑνί·
εἰσήλθοσαν δὲ πάντες οἱ ἄρχοντες τῆς
συναγωγῆς καὶ ἀνήγγειλαν Μωυσῇ·
Εξ. 16,22 Κατά την έκτην ημέραν συνέλεξαν διπλήν ποσότητα,
δύο γομόρ περί τα εξ κιλά) δια κάθε άτομον. Οι άρχοντες των Ισραηλιτών
επληροφόρησαν τον Μωϋσέα σχετικώς.
Η αργία του Σαββάτου
Εξ. 16,23 εἶπε δὲ
Μωυσῆς πρὸς αὐτούς· οὐ τοῦτο τὸ
ῥῆμά ἐστιν, ὃ ἐλάλησε Κύριος; σάββατα
ἀνάπαυσις ἁγία τῷ Κυρίῳ αὔριον· ὅσα
ἐὰν πέσσητε, πέσσετε, καὶ ὅσα ἐὰν
ἕψητε, ἕψετε· καὶ πᾶν τὸ πλεονάζον
καταλείπετε αὐτὸ εἰς ἀποθήκην εἰς τὸ πρωΐ.
Εξ. 16,23 Ο δε Μωϋσής τους είπεν· “αυτή δεν είναι η
εντολή, που σας έδωσεν ο Κυριος; Αύριον είναι Σαββατον, ημέρα αναπαύσεως,
αφιερωμένη στον Κυριον. Οσος άρτος σας χρειάζεται να ζυμώσετε δια τας δύο
ημέρας, ζυμώσατέ τους σήμερον· και όσα έχετε να ψήσετε, ψήσατέ τα σήμερον.
Οσα δε από αυτά, αφού φάγετε σήμερον, σας περισσεύσουν, φυλάξατέ τα ως
απόθεμα δια την αυριανήν ημέραν”.
Εξ. 16,24 καὶ
κατελίποσαν ἀπ᾿ αὐτοῦ εἰς τὸ πρωΐ,
καθὼς συνέταξεν αὐτοῖς Μωυσῆς· καὶ
οὐκ ἐπώζεσεν, οὐδὲ σκώληξ ἐγένετο ἐν
αὐτῷ.
Εξ. 16,24 Αφήκαν το περισσεύσαν από αυτό μέχρι την άλλην
ημέραν, όπως τους είχε διατάξει ο Μωϋσής. Είδαν δε ότι ούτε εβρώμησεν ούτε
έβγαλε σκώληκας.
Εξ. 16,25 εἶπε δὲ
Μωυσῆς· φάγετε σήμερον, ἔστι γὰρ σάββατα σήμερον
τῷ Κυρίῳ· οὐχ εὑρεθήσεται ἐν τῷ
πεδίῳ.
Εξ. 16,25 Τους είπεν ο Μωϋσής· “φάγετε σήμερον από το
χθεσινόν περίσσευμα, διότι σήμερον είναι Σαββατον, αφιερωμένον στον Κυριον
και δεν θα υπάρξη μάνα εις την πεδιάδα.
Εξ. 16,26 ἓξ
ἡμέρας συλλέξετε· τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ
ἑβδόμῃ σάββατα, ὅτι οὐκ ἔσται ἐν
αὐτῇ.
Εξ. 16,26 Εξ ημέρας θα συλλέγετε, την εβδόμην την ημέραν
είναι Σαββατον, ανάπαυσις· δεν θα υπάρχη εις την πεδιάδα ο άρτος αυτός”.
Εξ. 16,27 ἐγένετο
δὲ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ
ἐξήλθοσάν τινες ἐκ τοῦ λαοῦ συλλέξαι καὶ
οὐχ εὗρον.
Εξ. 16,27 Εν τούτοις κατά την εβδόμην ημέραν εξήλθον
μερικοί από την κατασκήνωσιν του λαού, δια να συλλέξουν από αυτόν τον άρτον,
αλλά δεν ευρήκαν.
Εξ. 16,28 εἶπε δὲ
Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ἕως τίνος οὐ βούλεσθε
εἰσακούειν τὰς ἐντολάς μου καὶ τὸν νόμον μου;
Εξ. 16,28 Ο Κυριος είπε προς τον Μωϋσήν· “έως πότε δεν
θέλετε να υπακούετε εις τας έντρλάς μου και στον νόμον μου;
Εξ. 16,29 ἴδετε, ὁ
γὰρ Κύριος ἔδωκεν ὑμῖν σάββατα τὴν ἡμέραν
ταύτην· διὰ τοῦτο αὐτὸς ἔδωκεν
ὑμῖν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἕκτῃ
ἄρτους δύο ἡμερῶν· καθήσεσθε ἕκαστος εἰς
τοὺς οἴκους ὑμῶν, μηδεὶς ἐκπορευέσθω
ἐκ τοῦ τόπου αὐτοῦ τῇ ἡμέρᾳ
τῇ ἑβδόμῃ.
Εξ. 16,29 Ιδέτε, ο Κυριος σας διέταξε να τηρήτε αργίαν
κατά την ημέραν αυτήν του Σαββάτου. Δια τούτο και την έκτην ημέραν, την
Παρασκευήν, σας έδωκεν άρτους δια δύο ημέρας. Καθήσατε λοιπόν όλοι μέσα εις
τας κατοικίας σας. Κανείς δεν θα εξέλθη από τον τόπον του κατά την εβδόμην
ημέραν”.
Εξ. 16,30 καὶ
ἐσαββάτισεν ὁ λαὸς τῇ ἡμέρᾳ τῇ
ἑβδόμῃ.
Εξ. 16,30 Υπήκουσεν ο λαός και ετήρησεν αργίαν, κατά την
εβδόμην ημέραν.
Εξ. 16,31 καὶ
ἐπωνόμασαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ τὸ
ὄνομα αὐτοῦ, μάν· ἦν δὲ ὡσεὶ
σπέρμα κορίου λευκόν, τὸ δὲ γεῦμα αὐτοῦ
ὡς ἐγκρὶς ἐν μέλιτι.
Εξ. 16,31 Οι Ισραηλίται ωνόμασαν αυτόν τον άρτον “μανά”.
Ητο δε λευκόν σαν σπόροι κορίου, η δε γεύσις του σαν τηγανίτα με μέλι.
Εξ. 16,32 εἶπε δὲ
Μωυσῆς· τοῦτο τὸ ῥῆμα, ὃ συνέταξε
Κύριος· πλήσατε τὸ γομὸρ τοῦ μὰν εἰς
ἀποθήκην εἰς τὰς γενεὰς ὑμῶν, ἵνα
ἴδωσι τὸν ἄρτον, ὃν ἐφάγετε ὑμεῖς
ἐν τῇ ἐρήμῳ, ὡς ἐξήγαγεν ὑμᾶς
Κύριος ἐκ γῆς Αἰγύπτου.
Εξ. 16,32 Ο Μωϋσής είπεν· “ακούστε την εντολήν, που έδωσεν
ο Κυριος· γεμίσατε ένα γομόρ από το μάνα και φυλάξατέ το δια τας γενεάς, που
θα έλθουν ύστερον από σας, να ίδουν τον άρτον τον οποίον εφάγατε σεις εις την
έρημον, όταν σας έβγαλεν ελευθέρους ο Κυριος από την χώραν της Αιγύπτου”.
Εξ. 16,33 καὶ εἶπε
Μωυσῆς πρὸς Ἀαρών· λάβε στάμνον χρυσοῦν
ἕνα καὶ ἔμβαλε εἰς αὐτὸν πλῆρες
τὸ γομὸρ τοῦ μὰν καὶ ἀποθήσεις
αὐτὸ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ εἰς διατήρησιν
εἰς τὰς γενεὰς ὑμῶν.
Εξ. 16,33 Εις δε τον Ααρών είπεν ο Μωϋσής· “πάρε μίαν
χρυσήν στάμναν και βάλε εις αυτήν ένα γομόρ από το μάνα. Τοποθέτησε αυτήν εις
την σκηνήν του Μαρτυρίου ενώπιον του Κυρίου, δια να διατηρηθή εις τας
επερχομένας γενεάς σας”.
Εξ. 16,34 ὃν τρόπον
συνέταξε Κύριος τῷ Μωυσῇ, καὶ ἀπέθηκεν
Ἀαρὼν ἐναντίον τοῦ μαρτυρίου εἰς διατήρησιν.
Εξ. 16,34 Οπως διέταξεν ο Θεός τον Μωϋσήν, έτσι και έκαμεν
ο Ααρών· επήρε την χρυσήν στάμναν με το μάνα και έθεσεν αυτήν εις την σκηνήν
του Μαρτυρίου προς διαφύλαξιν.
Εξ. 16,35 οἱ δὲ
υἱοὶ Ἰσραὴλ ἔφαγον τὸ μὰν ἔτη
τεσσαράκοντα, ἕως ἦλθον εἰς γῆν
οἰκουμένην· ἐφάγοσαν τὸ μάν, ἕως παρεγένοντο
εἰς μέρος τῆς Φοινίκης.
Εξ. 16,35 Οι Ισραηλίται έτρωγον κατά συνέχειαν το μάνα επί
σαράντα έτη εις την έρημον έως ότου ήλθον εις χώραν κατοικουμένην· έφαγον το
μάνα, έως ότου ήλθαν εις περιοχήν της Φοινίκης.
Εξ. 16,36 τὸ δὲ
γομὸρ τὸ δέκατον τῶν τριῶν μέτρων ἦν.
Εξ. 16,36 Το γομόρ είναι, το εν δέκατον των τριών μέτρων.
|