ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΕΞΟΔΟΣ- ΚΕΦ. 31-34

 

 

Η ΣΚΗΝΗ ΤΟΥ ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ ΚΑΙ Η ΚΙΒΩΤΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ

Η ΑΠΙΣΤΙΑ ΤΩΝ ΙΣΡΑΗΛΙΤΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 31- ΟΙ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΕΣ ΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ ΤΟΥ ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ

ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΙΒΩΤΟΥ

                                     Οι αρχιτεχνίτες της Σκηνής

Εξ. 31,1             Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων·

Εξ. 31,1                      Ωμίλησεν ακόμη ο Κυριος προς τον Μωϋσήν και είπεν·

Εξ. 31,2             ἰδοὺ ἀνακέκλημαι ἐξ ὀνόματος τὸν Βεσελεὴλ τὸν τοῦ Οὐρείου τὸν Ὤρ, ἐκ τῆς φυλῆς Ἰούδα,

Εξ. 31,2                     “ιδού ονομαστικώς έχω προσκαλέσει τον Βεσελεήλ, υιόν του Ουρείου, υιού του Ωρ από την φυλήν Ιούδα.

Εξ. 31,3             καὶ ἐνέπλησα αὐτὸν πνεῦμα θεῖον σοφίας καὶ συνέσεως καὶ ἐπιστήμης ἐν παντὶ ἔργῳ διανοεῖσθαι

Εξ. 31,3                      Αυτόν ενέπλησα με θείον Πνεύμα σοφίας και συνέσεως και επιστήμης, ώστε να σκέπτεται ορθώς δια κάθε ιερόν έργον που θα αναλάβη.

Εξ. 31,4             καὶ ἀρχιτεκτονῆσαι, ἐργάζεσθαι τὸ χρυσίον καὶ τὸ ἀργύριον καὶ τὸν χαλκὸν καὶ τὴν ὑάκινθον καὶ τὴν πορφύραν καὶ τὸ κόκκινον τὸ νηστὸν

Εξ. 31,4                     Του έχω δώσει θείον Πνεύμα, ώστε να είναι ικανός αρχιτέκτων και να κατεργάζεται τον χρυσόν, τον άργυρον, τον χαλκόν, τα διάφορα είδη χρωμάτων, το κυανούν, το βαθέως ερυθρόν, το κόκκινον και το γνεσμένον ύφασμα·

Εξ. 31,5             καὶ τὰ λιθουργικὰ καὶ εἰς τὰ ἔργα τὰ τεκτονικὰ τῶν ξύλων, ἐργάζεσθαι κατὰ πάντα τὰ ἔργα.

Εξ. 31,5                      να είναι ικανός εις την λιθουρνικήν, την ξυλουργικήν και να εκτελή με επιτυχίαν όλα τα έργα.

Εξ. 31,6             καὶ ἐγὼ ἔδωκα αὐτὸν καὶ τὸν Ἐλιὰβ τὸν τοῦ Ἀχισαμὰχ ἐκ φυλῆς Δὰν καὶ παντὶ συνετῷ καρδίᾳ δέδωκα σύνεσιν, καὶ ποιήσουσι πάντα ὅσα συνέταξά σοι,

Εξ. 31,6                     Εγώ έδωκα εις αυτόν ως βοηθόν του τον Ελιάβ, υιόν του Αχισαμάχ από την φυλήν του Δαν, και εις πολλούς άλλους βοηθούς του συνετούς κατά την διάνοιαν έδωσα φωτισμόν και ικανότητα, δια να κάμουν όσα σε έχω διατάξει.

Εξ. 31,7             τὴν σκηνὴν τοῦ μαρτυρίου καὶ τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης καὶ τὸ ἱλαστήριον τὸ ἐπ᾿ αὐτῆς καὶ τὴν διασκευὴν τῆς σκηνῆς

Εξ. 31,7                      Αυτοί θα κατασκευάσουν την Σκηνήν του Μαρτυρίου, την Κιβωτόν της Διαθήκης και το ιλαστήριον το επάνω αυτής και όσα άλλα χρειάζονται εις απαρτισμόν και εξυπηρέτησιν της Σκηνής, στύλους, καλυμιματα, καταπετάσματα·

Εξ. 31,8             καὶ τὰ θυσιαστήρια καὶ τὴν τράπεζαν καὶ πάντα τὰ σκεύη αὐτῆς καὶ τὴν λυχνίαν τὴν καθαρὰν καὶ πάντα τὰ σκεύη αὐτῆς

Εξ. 31,8                     τα δύο θυσιαστήρια (των ολοκαυτωμάτων και του θυμιάματος), την τράπεζαν και όλα τα σκεύη αυτής, την καθαράν εκ χρυσού επτάφωτον λυχνίαν και όλα τα εξαρτήματά της,

Εξ. 31,9             καὶ τὸν λουτῆρα καὶ τὴν βάσιν αὐτοῦ

Εξ. 31,9                     τον χάλκινον λουτήρα και την βάσιν του,

Εξ. 31,10           καὶ τὰς στολάς τὰς λειτουργικὰς Ἀαρὼν καὶ τὰς στολὰς τῶν υἱῶν αὐτοῦ ἱερατεύειν μοι

Εξ. 31,10                    τας ιερατικάς στολάς του Ααρών και των υιών του, δια να τας φορούν όταν θα λειτουργούν εις εμέ·

Εξ. 31,11           καὶ τὸ ἔλαιον τῆς χρίσεως καὶ τὸ θυμίαμα τῆς συνθέσεως τοῦ ἁγίου· κατὰ πάντα, ὅσα ἐγὼ ἐνετειλάμην σοι, ποιήσουσι.

Εξ. 31,11                    το δια την χρίσιν έλαιον, το εκ πολλών αρωματικών ειδών σύνθετον θυμίαμα προς αγίαν χρήσιν και γενικώς αυτοί θα κάμουν όλα όσα εγώ σε διέταξα”.

 

                                      Η σαββατική ανάπαυση

Εξ. 31,12           Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων·

Εξ. 31,12                    Ωμίλησεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν και είπε·

Εξ. 31,13           καὶ σὺ σύνταξον τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ λέγων· ὁρᾶτε, καὶ τὰ σάββατά μου φυλάξεσθε· σημεῖόν ἐστι παρ᾿ ἐμοὶ καὶ ἐν ἐμοὶ εἰς τὰς γενεὰς ὑμῶν, ἵνα γνῶτε ὅτι ἐγὼ Κύριος ὁ ἁγιάζων ὑμᾶς.

Εξ. 31,13                    “συ να διατάξης τους Ισραηλίτας και να τους είπης· Προσέχετε ! Φυλάξατε την ιερότητα και την αργίαν του Σαββάτου. Αυτή η τήρησις της αργίας του Σαββάτου θα είναι σημείον ιδικόν μου προς σας, τεθέν από εμέ δι' όλας τας γενεάς σας, δια να μάθετε και κατανοήσετε ότι εγώ είμαι ο Κυριος, ο οποίος σας αγιάζω.

Εξ. 31,14           καὶ φυλάξεσθε τὰ σάββατα, ὅτι ἅγιον τοῦτό ἐστι Κυρίῳ ὑμῖν· ὁ βεβηλῶν αὐτὸ θανάτῳ θανατωθήσεται· πᾶς ὃς ποιήσει ἐν αὐτῷ ἔργον, ἐξολοθρευθήσεται ἡ ψυχὴ ἐκείνη ἐκ μέσου τοῦ λαοῦ αὐτοῦ.

Εξ. 31,14                    Θα τηρήσετε την αργίαν και ιερότητα του Σαββάτου, διότι αυτό πρέπει να είναι από σας αφιερωμένον στον Κυριον. Εκείνος, που θα το βεβηλώση, θα θανατωθή. Εκείνος ο οποίος θα εργασθή κατά την ημέραν αυτήν, θα εξολοθρευθή εκ μέσου του λαού του.

Εξ. 31,15           ἓξ ἡμέρας ποιήσεις ἔργα, τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα, ἀνάπαυσις ἁγία τῷ Κυρίῳ· πᾶς ὃς ποιήσει ἔργον τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ, θανατωθήσεται.

Εξ. 31,15                    Εξ ημέρας θα εργάζεσαι, κατά δε την εβδόμην ημέραν θα είναι Σαββατον, δηλαδή ημέρα αναπαύσεως, ημέρα αφιερωμένη στον Κυριον. Εκείνος ο οποίος θα εργασθή κατά την εβδόμην ημέραν, θα τιμωρηθή δια θανάτου.

Εξ. 31,16           καὶ φυλάξουσιν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ τὰ σάββατα ποιεῖν αὐτὰ εἰς τὰς γενεὰς αὐτῶν· διαθήκη αἰώνιος.

Εξ. 31,16                    Οι Ισραηλίται πρέπει να φυλάξουν την αργίαν του Σαββάτου, όσα εγώ έχω νομοθετήσει δι' αυτό, εις όλας τας γενεάς των. Αυτή είναι αιωνία και ακατάλυτος διαθήκη μου.

Εξ. 31,17           ἐν ἐμοὶ καὶ τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ σημεῖόν ἐστιν ἐν ἐμοὶ αἰώνιον· ὅτι ἓξ ἡμέραις ἐποίησε Κύριος τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ ἐπαύσατο καὶ κατέπαυσε.

Εξ. 31,17                    Μεταξύ εμού και των Ισραηλιτών θα είναι σημείον η αργία και ο αγιασμός του Σαββάτου, διότι εις εξ ημέρας ο Κυριος εδημιούργησε τον ουρανόν και την γην, κατά δε την εβδόμην ημέραν έπαυσε την δημιουργίαν και ανεπαύθη”.

Εξ. 31,18           Καὶ ἔδωκε Μωυσῇ, ἡνίκα κατέπαυσε λαλῶν αὐτῷ ἐν τῷ ὄρει τῷ Σινά, τὰς δύο πλάκας τοῦ μαρτυρίου, πλάκας λιθίνας γεγραμμένας τῷ δακτύλῳ τοῦ Θεοῦ.

Εξ. 31,18                    Οταν έπαυσε να ομιλή προς τον Μωϋσήν ο Κυριος επάνω στο όρος Σινά, του έδωκε τας δύο πλάκας του μαρτυρίου, πλάκας λιθίνας, αι οποίαι είχαν γραφή θαυματουργικώς με το χέρι του Θεού.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 32- Η ΑΠΙΣΤΙΑ ΤΩΝ ΙΣΡΑΗΛΙΤΩΝ - ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΜΟΣΧΑΡΙ

Η ΤΙΜΩΡΙΑ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΑΤΩΝ

                                    Το χρυσό μοσχάρι

Εξ. 32,1             Καὶ ἰδὼν ὁ λαὸς ὅτι κεχρόνικε Μωυσῆς καταβῆναι ἐκ τοῦ ὄρους, συνέστη ὁ λαὸς ἐπὶ Ἀαρὼν καὶ λέγουσιν αὐτῷ· ἀνάστηθι καὶ ποίησον ἡμῖν θεούς, οἳ προπορεύσονται ἡμῶν· ὁ γὰρ Μωυσῆς οὗτος ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐξήγαγεν ἡμᾶς ἐκ γῆς Αἰγύπτου, οὐκ οἴδαμεν τί γέγονεν αὐτῷ.

Εξ. 32,1                     Ο ισραηλιτικός λαός ιδών ότι ο Μωϋσής εβράδυνε να κατεβή από το όρος Σινά, συνηθροίσθη αναστατωμένος γύρω από τον Ααρών και έλεγον προς αυτόν· “σήκω και κατασκεύασέ μας θεούς, οι οποίοι θα προπορεύονται και θα μας οδηγούν. Διότι δεν γνωρίζομεν τι έχει συμβή στον άνθρωπον αυτόν, τον Μωϋσέα, ο οποίος μας έβγαλε από την χώραν της Αιγύπτου”.

Εξ. 32,2             καὶ λέγει αὐτοῖς Ἀαρών· περιέλεσθε τὰ ἐνώτια τὰ χρυσὰ τὰ ἐκ τοῖς ὠσὶ τῶν γυναικῶν ὑμῶν καὶ θυγατέρων καὶ ἐνέγκατε πρός με.

Εξ. 32,2                     Ο Ααρών απήντησεν εις αυτούς· “αφαιρέσατε από τα αυτιά των συζύγων σας και τον θυγατέρων σας τα χρυσά σκουλαρίκια και φέρετέ τα εις εμέ”.

Εξ. 32,3             καὶ περιείλαντο πᾶς ὁ λαὸς τὰ ἐνώτια τὰ χρυσᾶ τὰ ἐν τοῖς ὠσὶν αὐτῶν καὶ ἤνεγκαν πρὸς Ἀαρών.

Εξ. 32,3                     Ολος ο λαός αφήρεσε προθύμως τα χρυσά σκουλαρίκια από τα αυτιά των γυναικών και τα έφεραν προς τον Ααρών.

Εξ. 32,4             καὶ ἐδέξατο ἐκ τῶν χειρῶν αὐτῶν καὶ ἔπλασεν αὐτὰ ἐν τῇ γραφίδι καὶ ἐποίησεν αὐτὰ μόσχον χωνευτὸν καὶ εἶπεν· οὗτοι οἱ θεοί σου, Ἰσραήλ, οἵτινες ἀνεβίβασάν σε ἐκ γῆς Αἰγύπτου.

Εξ. 32,4                     Εκείνος τα επήρε από τα χέρια των, τα επεξειργάσθη και τα εκαθάρισε με την σμίλην, τα έρριψε στο χυτήριον και έκαμε μόσχον χυτόν. Και είπεν στον λαόν· “Ισραηλίται, αυτοί είναι οι θεοί σου, οι οποίοι σε επήραν από την γην της Αιγύπτου και σε ανεβίβασαν εδώ”.

Εξ. 32,5             καὶ ἰδὼν Ἀαρὼν ᾠκοδόμησε θυσιαστήριον κατέναντι αὐτοῦ, καὶ ἐκήρυξεν Ἀαρὼν λέγων· ἑορτὴν τοῦ Κυρίου αὔριον.

Εξ. 32,5                     Ιδών δε δ Ααρών ότι αυτό ηυχαρίστησε τους Ισραηλίτας έκτισε θυσιαστήριον απέναντι του χρυσού μόσχου και δια κήρυκος εφώναξε προς τον λαόν· “αύριον είναι εορτή προς τιμήν του Κυρίου” !

Εξ. 32,6             καὶ ὀρθρίσας τῇ ἐπαύριον ἀνεβίβασεν ὁλοκαυτώματα καὶ προσήνεγκε θυσίαν σωτηρίου, καὶ ἐκάθισεν ὁ λαὸς φαγεῖν καὶ πιεῖν καὶ ἀνέστησαν παίζειν.

Εξ. 32,6                     Εγερθείς δε λίαν πρωί την επομένην ημέραν ανεβίβασεν στο θυσιαστήριον ολοκαυτώματα και προσέφερεν ευχαριστήριον θυσίαν δια την σωτηρίαν του λαού από την δουλείαν των Αιγυπτίων. Ο λαός μετά την προσφοράν των θυσιών εκάθισεν, έφαγε και έπιε και μετά το φαγοπότι εσηκώθησαν δια να παίξουν και να χορεύσουν.

 

                                    Η οργή του Κυρίου

Εξ. 32,7             Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων· βάδιζε τὸ τάχος, κατάβηθι ἐντεῦθεν· ἠνόμησε γὰρ ὁ λαός σου, ὃν ἐξήγαγες ἐκ γῆς Αἰγύπτου·

Εξ. 32,7                     Ελάλησε τότε ο Κυριος προς τον Μωϋσήν και του είπε· “κατέβα από εδώ και πήγαινε ταχέως κάτω, διότι ο λαός σου, τον οποίον έβγαλες συ από την Αίγυπτον, κατεπάτησε τον νόμον και ημάρτησε.

Εξ. 32,8             παρέβησαν ταχὺ ἐκ τῆς ὁδοῦ, ἧς ἐνετείλω αὐτοῖς· ἐποίησαν ἑαυτοῖς μόσχον καὶ προσκεκυνήκασιν αὐτῷ καὶ τεθύκασιν αὐτῷ καὶ εἶπαν· οὗτοι οἱ θεοί σου, Ἰσραήλ, οἵτινες ἀνεβίβασάν σε ἐκ γῆς Αἰγύπτου.

Εξ. 32,8                     Πολύ σύντομα έφυγαν από τον δρόμον, τον οποίον εγώ διέταξα εις αυτούς. Κατεσκεύασαν δια τον εαυτόν των μόσχον, προσεκύνησαν αυτόν, του προσέφεραν θυσίας και είπαν· Ισραηλίται, αυτοί είναι οι θεοί σου, οι οποίοι σε ανεβίβασαν εδώ από την γην της Αιγύπτου.

Εξ. 32,9             καὶ νῦν ἔασόν με καὶ θυμωθεὶς ὀργῇ εἰς αὐτούς ἐκτρίψω αὐτοὺς

Εξ. 32,9                     Και τώρα άφησέ με να καταστρέψω αυτούς επάνω εις την δικαίαν μου οργήν,

Εξ. 32,10           καὶ ποιήσω σε εἰς ἔθνος μέγα.

Εξ. 32,10                   και να κάμω σε και τους απογόνους σου έθνος μέγα”.

Εξ. 32,11           καὶ ἐδεήθη Μωυσῆς ἔναντι Κυρίου τοῦ Θεοῦ καὶ εἶπεν· ἱνατί, Κύριε, θυμοῖ ὀργῇ εἰς τὸν λαόν σου, οὓς ἐξήγαγες ἐκ γῆς Αἰγύπτου ἐν ἰσχύϊ μεγάλῃ καὶ ἐν τῷ βραχίονί σου τῷ ὑψηλῷ;

Εξ. 32,11                    Ο Μωυσής παρεκάλεσε θερμώς τον Κυριον και Θεόν και του είπε· “διατί, Κυριε, θυμώνεις και οργίζεσαι εναντίον του λαού σου, τον οποίον συ ηλευθέρωσες και έβγαλες από την χώραν της Αιγύπτου με ακατανίκητον δύναμιν και με την παντοδύναμον δεξιάν σου;

Εξ. 32,12           μή ποτε εἴπωσιν οἱ Αἰγύπτιοι λέγοντες· μετὰ πονηρίας ἐξήγαγεν αὐτοὺς ἀποκτεῖναι ἐν τοῖς ὄρεσι καὶ ἐξαναλῶσαι αὐτοὺς ἀπὸ τῆς γῆς. παῦσαι τῆς ὀργῆς τοῦ θυμοῦ σου καὶ ἵλεως γενοῦ ἐπὶ τῇ κακίᾳ τοῦ λαοῦ σου,

Εξ. 32,12                   Δεν πρέπει να τους εξολοθρεύσης, δια να μη είπουν οι Αιγύπτιοι ότι με πονηρίαν τους έβγαλες από την χώραν των, δια να τους θανατώσης εις τα όρη και να τους ξεπαστρέψης από την γην. Παύσε την οργήν και τον θυμόν σου, γίνε ίλεως εις την κακίαν αυτήν του λαού σου.

Εξ. 32,13           μνησθεὶς Ἁβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ τῶν σῶν οἰκετῶν, οἷς ὤμοσας κατὰ σεαυτοῦ καὶ ἐλάλησας πρὸς αὐτοὺς λέγων· πολυπληθυνῶ τὸ σπέρμα ὑμῶν ὡσεὶ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ τῷ πλήθει, καὶ πᾶσαν τὴν γῆν ταύτην, ἣν εἶπας δοῦναι τῷ σπέρματι αὐτῶν, καὶ καθέξουσιν αὐτὴν εἰς τὸν αἰῶνα.

Εξ. 32,13                   Ενθυμήσου τους δούλους σου, τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ, στους οποίους ωρκίσθης επί του εαυτού σου και τους είπες· Θα αυξήσω και θα πολλαπλασιάσω εγώ τους απογόνους σας, θα τους αναδείξω αμέτρητον πλήθος, ωσάν το πλήθος των αστέρων του ουρανού, και υπεσχέθης ότι όλην αυτήν την χώραν θα την δώσης στους απογόνους των, δια να την έχουν πάντοτε υπό την κυριότητα και κατοχήν των”.

Εξ. 32,14           καὶ ἱλάσθη Κύριος περὶ τῆς κακίας, ἧς εἶπε ποιῆσαι τὸν λαὸν αὐτοῦ.

Εξ. 32,14                   Ο Κυριος ήκουσε την δέησιν του Μωϋσέως, εφάνη ίλεως εις την κακίαν αυτήν των Ισραηλιτών, δια την οποίαν και ηθέλησε να τους τιμωρήση.

 

                                    Ο Μωϋσής συντρίβει τις πλάκες του Νόμου

Εξ. 32,15           Καὶ ἀποστρέψας Μωυσῆς κατέβη ἀπὸ τοῦ ὄρους, καὶ αἱ δύο πλάκες τοῦ μαρτυρίου ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ, πλάκες λίθιναι καταγεγραμμέναι ἐξ ἀμφοτέρων τῶν μερῶν αὐτῶν, ἔνθεν καὶ ἔνθεν ἦσαν γεγραμμέναι·

Εξ. 32,15                   Ο Μωϋσής επέστρεψε και κατέβη από το όρος κρατών εις τας χείρας του τας δύο πλάκας του μαρτυρίου. Αυταί αι πλάκες ήσαν λίθιναι γραμμέναι και από τας δύο πλευράς, από εδώ και από εκεί.

Εξ. 32,16           καὶ αἱ πλάκες ἔργον Θεοῦ ἦσαν, καὶ ἡ γραφὴ γραφὴ Θεοῦ κεκολαμμένη ἐν ταῖς πλαξί.

Εξ. 32,16                   Ησαν δε έργον του Θεού, τα γεγραμμένα εις αυτάς ήσαν θεία γραφήη χαραγμένη επάνω εις τας πλάκας.

Εξ. 32,17           καὶ ἀκούσας Ἰησοῦς τῆς φωνῆς τοῦ λαοῦ κραζόντων λέγει πρὸς Μωυσῆν· φωνὴ πολέμου ἐν τῇ παρεμβολῇ.

Εξ. 32,17                   Καθώς κατέβαιναν και επλησίαζον, ήκουσεν ο Ιησούς του Ναυή φωνάς του λαού, ο οποίος εκραύγαζε, και λέγει προς τον Μωϋσήν· “πολεμικαί κραυγαί ακούονται στο στρατόπεδόν μας” !

Εξ. 32,18           καὶ λέγει· οὐκ ἔστι φωνὴ ἐξαρχόντων κατ᾿ ἰσχύν, οὐδὲ φωνὴ ἐξαρχόντων τροπῆς, ἀλλὰ φωνὴν ἐξαρχόντων οἴνου ἐγὼ ἀκούω.

Εξ. 32,18                   Ο Μωϋσής του απήντησε· “δεν είναι αυταί φωναί ανθρώπων, που αρχίζουν τον πόλεμον και αλαλάζουν δια την νίκην, ούτε κραυγαί ανθρώπων οι οποίοι ηττήθησαν και φεύγουν πανικόβλητοι, αλλ' εγώ ακούω φωνάς μεθυσμένων”.

Εξ. 32,19           καὶ ἡνίκα ἤγγιζε τῇ παρεμβολῇ, ὁρᾷ τὸν μόσχον καὶ τοὺς χορούς, καὶ ὀργισθεὶς θυμῷ Μωυσῆς ἔῤῥιψεν ἀπὸ τῶν χειρῶν αὐτοῦ τὰς δύο πλάκας, καὶ συνέτριψεν αὐτὰς ὑπὸ τὸ ὄρος.

Εξ. 32,19                   Οταν επλησίαζεν ο Μωϋσής στο στρατόπεδον, βλέπει τον μόσχον και τους χορούς και καταληφθείς από οργήν και θυμόν επέταξεν από τας χείρας του τας δύο πλάκας και τας συνέτριψεν στους πρόποδας του όρους.

Εξ. 32,20           καὶ λαβὼν τὸν μόσχον, ὃν ἐποίησαν, κατέκαυσεν αὐτὸν ἐν πυρὶ καὶ κατήλεσεν αὐτὸν λεπτὸν καὶ ἔσπειρεν αὐτὸν ἐπὶ τὸ ὕδωρ καὶ ἐπότισεν αὐτὸ τοὺς υἱοὺς Ἰσραήλ.

Εξ. 32,20                  Αμέσως λαβών τον μόσχον, που είχαν κατασκευάσει οι Ισραηλίται, έρριψε και κατέκαυσεν αυτόν στο πυρ, τον άλεσε εις λεπτήν σκόνιν και έρριψεν αυτήν στο ύδωρ και με αυτό επότισε τους Ισραηλίτας.

Εξ. 32,21           καὶ εἶπε Μωυσῆς τῷ Ἀαρών· τί ἐποίησέ σοι ὁ λαὸς οὗτος, ὅτι ἐπήγαγες ἐπ᾿ αὐτοὺς ἁμαρτίαν μεγάλην;

Εξ. 32,21                   Εκάλεσεν ο Μωϋσής τον Ααρών και του είπε· “τι σου έκαμε αυτός ο λαός και επέσυρες επάνω του τόσον μεγάλην αμαρτίαν και ενοχήν;”

Εξ. 32,22           καὶ εἶπεν Ἀαρὼν πρὸς Μωυσῆν· μὴ ὀργίζου, κύριε· σὺ γὰρ οἶδας τὸ ὅρμημα τοῦ λαοῦ τούτου.

Εξ. 32,22                  Ο Ααρών απήντησε προς τον Μωϋσήν· “μη οργίζεσαι, κύριε, εναντίον μου, διότι συ γνωρίζεις πολύ καλά την ορμητικότητα αυτού του λαού.

Εξ. 32,23           λέγουσι γάρ μοι· ποίησον ἡμῖν θεούς, οἳ προπορεύσονται ἡμῶν· ὁ γὰρ Μωυσῆς οὗτος ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐξήγαγεν ἡμᾶς ἐξ Αἰγύπτου, οὐκ οἴδαμεν τί γέγονεν αὐτῷ.

Εξ. 32,23                  Αυτοί μου είπαν· Κατασκεύασε δι' ημάς θεούς, οι οποίοι θα πραπορεύωνται και θα μας οδηγούν, διότι δεν γνωρίζομεν, τι συνέβη στον Μωϋσήν, στον άνθρωπον αυτόν, ο οποίος μας έβγαλε από την Αίγυπτον.

Εξ. 32,24           καὶ εἶπα αὐτοῖς· εἴ τινι ὑπάρχει χρυσία, περιέλεσθε. καὶ ἔδωκάν μοι· καὶ ἔῤῥιψα εἰς τὸ πῦρ, καὶ ἐξῆλθεν ὁ μόσχος οὗτος.

Εξ. 32,24                  Εγώ τότε τους είπα· Ο,τι χρυσάφι υπάρχει στον καθένα σας συγκεντρώσατέ το και δόστε το εις εμέ. Μου το έδωσαν, το έρριψα στο πυρ και από εκεί εβγήκε αυτός ο χρυσός μόσχος”.

 

                                    Τιμωρία των αποστατών

Εξ. 32,25           καὶ ἰδὼν Μωυσῆς τὸν λαὸν ὅτι διεσκέδασται, διεσκέδασε γὰρ αὐτοὺς Ἀαρὼν ἐπίχαρμα τοῖς ὑπεναντίοις αὐτῶν,

Εξ. 32,25                  Είδεν ο Μωϋσής ότι ο μεθυσμένος πλέον λαός είχε διασκορπισθή, διότι τους έφερε εις έξαλλον κατάστασιν και τους διεσκόρπισεν ο Ααρών προς μεγάλην χαράν των εχθρών των,

Εξ. 32,26           ἔστη δὲ Μωυσῆς ἐπὶ τῆς πύλης τῆς παρεμβολῆς καὶ εἶπε· τίς πρὸς Κύριον; ἴτω πρός με. συνῆλθον οὖν πρὸς αὐτὸν πάντες οἱ υἱοὶ Λευί.

Εξ. 32,26                  εστάθη όρθιος ο Μωϋσής εις την είσοδον του στρατοπέδου και είπεν· “όποιος είναι με τον Κυριον, ας έλθη προς εμέ”. Συνεκεντρώθησαν άμεσως γύρω από αυτόν όλοι οι της φυλής Λευϊ.

Εξ. 32,27           καὶ λέγει αὐτοῖς· τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ· θέσθε ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ ῥομφαίαν ἐπὶ τὸν μηρὸν καὶ διέλθατε καὶ ἀνακάμψατε ἀπὸ πύλης ἐπὶ πύλην διά τῆς παρεμβολῆς καὶ ἀποκτείνατε ἕκαστος τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ καὶ ἕκαστος τὸν πλησίον αὐτοῦ καὶ ἕκαστος τὸ ἔγγιστα αὐτοῦ.

Εξ. 32,27                  Είπε προς αυτούς Ο Μωϋσής· “τάδε λέγει Κυριος ο Θεός Ισραήλ· Ζωσθήτε ο καθένας σας και θέσατε την ρομφαίαν σας στον μηρόν, διέλθετε και επανέλθετε από την μίαν είσοδον του στρατοπέδου μέχρι της άλλης, περάσατε δια μέσου του στρατοπέδου και θανατώσατε καθένας τον ένοχον αδελφόν του, τον φίλον του, τον συγγενή του”.

Εξ. 32,28           καὶ ἐποίησαν οἱ υἱοὶ Λευὶ καθὰ ἐλάλησεν αὐτοῖς Μωυσῆς, καὶ ἔπεσαν ἐκ τοῦ λαοῦ ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ εἰς τρισχιλίους ἄνδρας.

Εξ. 32,28                  Οι Λευίται έκαμαν, όπως τους διέταξεν ο Μωϋσής, και εθανατώθησαν κατά την ημέραν εκείνην τρεις χιλιάδες άνδρες.

Εξ. 32,29           καὶ εἶπεν αὐτοῖς Μωυσῆς· ἐπληρώσατε τὰς χεῖρας ὑμῶν σήμερον Κυρίῳ, ἕκαστος ἐν τῷ υἱῷ ἢ ἐν τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ, δοθῆναι ἐφ᾿ ὑμᾶς εὐλογίαν.

Εξ. 32,29                  Είπε τότε στους λευΐτας ο Μωϋσής· “σήμερόν με τους φόνους αυτούς εξεπληρώσατε με τας χείρας σας υπηρεσίαν προς τον Κυριον, θανατώσαντες ο άλλος τον υιόν του και άλλος τον αδελφόν του. Δι' αυτήν σας την πράξιν θα δοθή εις σας ειδική ευλογία του Θεού”.

Εξ. 32,30           Καὶ ἐγένετο μετὰ τὴν αὔριον εἶπε Μωυσῆς πρὸς τὸν λαόν· ὑμεῖς ἡμαρτήκατε ἁμαρτίαν μεγάλην· καὶ νῦν ἀναβήσομαι πρὸς τὸν Θεόν, ἵνα ἐξιλάσωμαι περὶ τῆς ἁμαρτίας ὑμῶν.

Εξ. 32,30                  Την επομένην ημέραν είπεν ο Μωϋσής προς τον λαόν· “σεις διεπράξατε αμαρτίαν μεγάλην· και τώρα θα αναβώ στον Θεόν, να τον παρακαλέσω να φανή ίλεως δια την αμαρτίαν σας αυτήν”.

Εξ. 32,31           ὑπέστρεψε δὲ Μωυσῆς πρὸς Κύριον καὶ εἶπε· δέομαι, Κύριε· ἡμάρτηκεν ὁ λαὸς οὗτος ἁμαρτίαν μεγάλην καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς θεοὺς χρυσοῦς.

Εξ. 32,31                   Επέστρεψεν ο Μωϋσής προς τον Κυριον και είπε· “Κυριε, θερμώς σε παρακαλώ· ο λαός αυτός υπέπεσεν εις βαρείαν αμαρτίαν, διότι ελησμόνησε σε και κατεσκεύασε δια τον εαυτόν του χρυσούς θεούς.

Εξ. 32,32           καὶ νῦν εἰ μὲν ἀφεῖς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν αὐτῶν, ἄφες· εἰ δὲ μή, ἐξάλειψόν με ἐκ τῆς βίβλου σου, ἧς ἔγραψας.

Εξ. 32,32                  Και τώρα εάν φανής ίλεως και συγχωρήσης την αμαρτίαν των αυτήν, συγχώρεσέ τους. Εάν όμως δεν τους συγχωρήσης, εξάλειψε μαζή με αυτούς και εμέ από το βιβλίον σου, στο οποίον με έχεις γραμμένον”.

Εξ. 32,33           καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν· εἴ τις ἡμάρτηκεν ἐνώπιόν μου, ἐξαλείψω αὐτοὺς ἐκ τῆς βίβλου μου.

Εξ. 32,33                   Ο Κυριος απήντησε προς τον Μωϋσήν· “εκείνον, ο οποίος έχει αμαρτήσει ενώπιόν μου, αυτόν θα εξαλείψω από το βιβλίον μου.

Εξ. 32,34           νυνὶ δὲ βάδιζε, κατάβηθι καὶ ὁδήγησον τὸν λαὸν τοῦτον εἰς τὸν τόπον, ὃν εἶπά σοι· ἰδοὺ ὁ ἄγγελός μου προπορεύσεται πρὸ προσώπου σου· ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ ἐπισκέπτωμαι, ἐπάξω ἐπ᾿ αὐτοὺς τὴν ἁμαρτίαν αὐτῶν.

Εξ. 32,34                  Τωρα βάδιζε, κατέβα από το όρος και οδήγησε τον λαόν αυτόν στον τόπον, που σου είπα· ιδού ο άγγελός μου θα προπορεύεται ως οδηγός έμπροσθέν σου. Οταν δε αποφασίσω δια την ημέραν της τιμωρίας των, θα τους επισκεφθώ και θα επιφέρω επάνω των την τιμωρίαν δια την αμαρτίαν των αυτήν”.

Εξ. 32,35           καὶ ἐπάταξε Κύριος τὸν λαὸν περὶ τῆς ποιήσεως τοῦ μόσχου, οὗ ἐποίησεν Ἀαρών.

Εξ. 32,35                   Και πράγματι, όταν ο Κυριος έκρινε κατάλληλον τον καιρόν, ετιμώρησε τον λαόν δια τον μόσχον, τον οποίον κατ' απαίτησίν των κατεσκεύασεν ο Ααρών.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 33- ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ ΤΟΥ ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ

ΥΠΟΣΧΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

                                    Εντολή για αναχώρηση

Εξ. 33,1             Καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν· προπορεύου, ἀνάβηθι ἐντεῦθεν σὺ καὶ ὁ λαός σου, οὓς ἐξήγαγες ἐκ γῆς Αἰγύπτου, εἰς τὴν γῆν, ἣν ὤμοσα τῷ Ἁβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ λέγων· τῷ σπέρματι ὑμῶν δώσω αὐτήν.

Εξ. 33,1                      Είπεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “προχώρει, ανέβα από εδώ συ και ο λαός σου, τον οποίον έβγαλες από την γην της Αιγύπτου, και βάδιζε δια την χώραν, την οποίαν ωρκίσθην να δώσω στον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ λέγων· Εις τους απογόνους σας θα δώσω αυτήν την χώραν.

Εξ. 33,2             καὶ συναποστελῶ τὸν ἄγγελόν μου πρὸ προσώπου σου, καὶ ἐκβαλεῖ τὸν Ἀμοῤῥαῖον καὶ Χετταῖον καὶ Φερεζαῖον καὶ Γεργεσαῖον καὶ Εὐαῖον καὶ Ἰεβουσαῖον καὶ Χαναναῖον.

Εξ. 33,2                     Μαζή σου, ως οδηγόν σου, θα στείλω τον άγγελόν μου έμπροσθέν σου, ο οποίος θα εκδιώξη τον Αμορραίον, τον Χετταίον, τον Φερεζαίον, τον Γεργεσαίον, τον Ευαίον, τον Ιεβουσαίον και τον Χαναναίον.

Εξ. 33,3             καὶ εἰσάξω σε εἰς γῆν ῥέουσαν γάλα καὶ μέλι· οὐ γὰρ μὴ συναναβῶ μετὰ σοῦ, διὰ τὸ λαὸν σκληροτράχηλόν σε εἶναι, ἵνα μὴ ἐξαναλώσω σε ἐν τῇ ὁδῷ.

Εξ. 33,3                     Θα εισαγάγω και θα εγκαταστήσω σε εις την γην της επαγγελίας, εις χώραν ρέουσαν γάλα και μέλι. Αλλά εγώ δεν θα ανεβώ μαζή σου, ισραηλιτικέ λαέ, διότι είσαι σκληροκάρδιος και ανυπότακτος, δια να μη σε εξολοθρεύσω καθ' οδόν, αν τυχόν και αμαρτήσης απέναντί μου”.

Εξ. 33,4             καὶ ἀκούσας ὁ λαὸς τὸ ῥῆμα τὸ πονηρὸν τοῦτο, κατεπένθησεν ἐν πενθικοῖς.

Εξ. 33,4                     Ακούσας ο λαός την βαρείαν αυτήν απόφασιν του Θεού κατελήφθη από πένθος και εφόρεσε τα ενδύματα του πένθους.

Εξ. 33,5             καὶ εἶπε Κύριος τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ· ὑμεῖς λαὸς σκληροτράχηλος· ὁρᾶτε, μὴ πληγὴν ἄλλην ἐπάξω ἐγὼ ἐφ᾿ ὑμᾶς καὶ ἐξαναλώσω ὑμᾶς. νῦν οὖν ἀφέλεσθε τὰς στολὰς τῶν δοξῶν ὑμῶν καὶ τόν κόσμον, καὶ δείξω σοι ἃ ποιήσω σοι.

Εξ. 33,5                     Οταν επέρασε το πένθος των και εφόρεσαν πάλιν τας λαμπράς στολάς των λησμονήσαντες την αμαρτίαν των, είπεν ο Κυριος προς αυτούς· “σεις είσθε λαός σκληροτράχηλος, προσέχετε, μήπως και αμαρτήσετε πάλιν ενώπιόν μου και επιφέρω εναντίον σας άλλην τιμωρίαν και σας εξολοθρεύσω όλους. Τωρα, λοιπόν, βγάλετε από πάνω σας τας λαμπράς στολάς σας και τα κοσμήματα και θα σας δείξω όσα εγώ θα πράξω προς χάριν σας”.

Εξ. 33,6             καὶ περιείλαντο οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ τὸν κόσμον αὐτῶν καὶ τὴν περιστολὴν ἀπὸ τοῦ ὄρους τοῦ Χωρήβ.

Εξ. 33,6                     Οι Ισραηλίται πράγματι εκεί στο όρος Χωρήβ έβγαλαν τα κοσμήματα και τας λαμπράς στολάς των.

 

                                    Μεταφορά της  σκηνής του Μαρτυρίου

Εξ. 33,7             Καὶ λαβὼν Μωυσῆς τὴν σκηνὴν αὐτοῦ ἔπηξεν ἔξω τῆς παρεμβολῆς, μακρὰν ἀπὸ τῆς παρεμβολῆς, καὶ ἐκλήθη σκηνὴ μαρτυρίου· καὶ ἐγένετο, πᾶς ὁ ζητῶν Κύριον ἐξεπορεύετο εἰς τὴν σκηνὴν τὴν ἔξω τῆς παρεμβολῆς.

Εξ. 33,7                     Ο Μωϋσής επήρε την σκηνήν του και την έστησεν έως και μακράν από την κατασκήνωσιν των Εβραίων, και ωνομάσθη η σκηνή του, σκηνή μαρτυρίου. Καθένας δέ, ο οποίος εζήτει να προσέλθη στον Κυριον, έβγαινε έξω από την κατασκήνωσιν και επήγαινε εις την σκηνήν του Μωϋσέως.

Εξ. 33,8             ἡνίκα δ᾿ ἂν εἰσεπορεύετο Μωυσῆς εἰς τὴν σκηνὴν ἔξω τῆς παρεμβολῆς, εἱστήκει πᾶς ὁ λαὸς σκοπεύοντες ἕκαστος παρὰ τὰς θύρας τῆς σκηνῆς αὐτοῦ καὶ κατενοοῦσαν ἀπιόντος Μωυσῆ ἕως τοῦ εἰσελθεῖν αὐτὸν εἰς τὴν σκηνήν.

Εξ. 33,8                     Οταν ο Μωϋσής εισήρχετο εις την έξω από το στρατόπεδον των Εδραίων σκηνήν του, όλος ο ισραηλιτικός λαός, ο καθένας όρθιος κοντά εις την θύραν της σκηνής του, παρετήρει με σεβασμόν τον Μωϋσήν, καθώς αυτός αναχωρούσεν από το στρατόπεδον, έως ότου εισήρχετο εις την σκηνήν του.

Εξ. 33,9             ὡς δ᾿ ἂν εἰσῆλθε Μωυσῆς εἰς τὴν σκηνήν, κατέβαινεν ὁ στῦλος τῆς νεφέλης, καὶ ἵστατο ἐπὶ τὴν θύραν τῆς σκηνῆς, καὶ ἐλάλει Μωυσῇ·

Εξ. 33,9                     Οταν δε εισήρχετο ο Μωϋσής εις την σκηνήν, κατέβαινεν ο στύλος της νεφέλης και ίστατο εις την θύραν της σκηνής του, ο δε Θεός ωμίλει εκεί προς τον Μωϋσήν.

Εξ. 33,10           καὶ ἑώρα πᾶς ὁ λαὸς τὸν στῦλον τῆς νεφέλης ἑστῶτα ἐπὶ τῆς θύρας τῆς σκηνῆς, καὶ στάντες πᾶς ὁ λαὸς προσεκύνησαν ἕκαστος ἀπὸ τῆς θύρας τῆς σκηνῆς αὐτοῦ.

Εξ. 33,10                   Ολος δε ο ισραηλιτικός λαός έβλεπε τον στύλον της νεφέλης να ίσταται εις την θύραν της σκηνής του Μωϋσέως και γεμάτοι σεβασμόν όλοι προσεκύνουν ο καθένας από την θύραν της σκηνής του την νεφέλην αυτήν του Θεού.

Εξ. 33,11           καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν ἐνώπιος ἐνωπίῳ, ὡς εἴ τις λαλήσει πρὸς τὸν ἑαυτοῦ φίλον. καὶ ἀπελύετο εἰς τὴν παρεμβολήν, ὁ δὲ θεράπων Ἰησοῦς υἱὸς Ναυῆ νέος οὐκ ἐξεπορεύετο ἐκ τῆς σκηνῆς.

Εξ. 33,11                    Εκεί ωμίληοεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν κατά τρόπον προσωπικόν και οικείον, όπως ομιλεί κανείς προς τον φίλον του. Οταν ο Μωϋσής, αναχωρών από την σκηνήν του, επεσκέπτετο το στρατόπεδον, ο Ιησούς, ο υιός του Ναυή, νέος που τον υπηρέτει, δεν εξήρχετο από την σκηνήν, αλλά έμενε μέσα εις αυτήν.

 

                                    Η υπόσχεση του Κυρίου για την παρουσία του

Εξ. 33,12           Καὶ εἶπε Μωυσῆς πρὸς Κύριον· ἰδοὺ σύ μοι λέγεις· ἀνάγαγε τὸν λαὸν τοῦτον, σὺ δὲ οὐκ ἐδήλωσάς μοι, ὃν συναποστελεῖς μετ᾿ ἐμοῦ· σὺ δέ μοι εἶπας· οἶδά σε παρὰ πάντας, καὶ χάριν ἔχεις παρ᾿ ἐμοί.

Εξ. 33,12                   Είπε δε ο Μωϋσής προς τον Κυριον· “ιδού, συ μου λέγεις· Οδήγησε τον λαόν αυτόν. Αλλά συ δεν μου εφανέρωσες, ποίος είναι εκείνος, τον οποίον θα αποστείλης μαζή μου. Συ μου είπες· Γνωρίζω ότι συ είσαι από όλους τους ανθρώπους ο πλέον εκλεκτός και δι' αυτό έχεις την αγάπην μου και την εύνοιάν μου.

Εξ. 33,13           εἰ οὖν εὕρηκα χάριν ἐναντίον σου, ἐμφάνισόν μοι σεαυτὸν γνωστῶς, ἵνα ἴδω σε, ὅπως ἂν ὦ εὑρηκὼς χάριν ἐναντίον σου, καὶ ἵνα γνῶ ὅτι λαός σου τὸ ἔθνος τὸ μέγα τοῦτο.

Εξ. 33,13                   Εάν λοιπόν ευρήκα χάριν ενώπιόν σου, φανέρωσε εις εμέ τον εαυτόν σου κατά ένα τρόπον αισθητόν, δια να σε ίδω με τα ίδια μου τα μάτια και έτσι να πεισθώ ότι έχω εύρει χάριν ενώπιόν σου και ότι το μέγα τούτο έθνος είναι λαός ιδικός σου”.

Εξ. 33,14           καὶ λέγει· αὐτὸς προπορεύσομαί σου καὶ καταπαύσω σε.

Εξ. 33,14                   Ο Κυριος του απήντησεν· “εγώ θα προπορευθώ ως οδηγός, θα σε οδηγήσω και θα σε αναπαύσω εις την γην της επαγγελίας”.

Εξ. 33,15           καὶ λέγει πρὸς αὐτόν· εἰ μὴ αὐτὸς σὺ συμπορεύῃ, μή με ἀναγάγῃς ἐντεῦθεν·

Εξ. 33,15                   Είπεν ο Μωϋσής προς τον Θεόν· “εάν συ ο ίδιος δεν συμπορευθής μαζή μου, μη με μετακινήσης από εδώ.

Εξ. 33,16           καὶ πῶς γνωστὸν ἔσται ἀληθῶς, ὅτι εὕρηκα χάριν παρὰ σοί, ἐγώ τε καὶ ὁ λαός σου, ἀλλ᾿ ἢ συμπορευομένου σου μεθ᾿ ἡμῶν; καὶ ἐνδοξασθήσομαι ἐγώ τε καὶ ὁ λαός σου παρὰ πάντα τὰ ἔθνη, ὅσα ἐπὶ τῆς γῆς ἐστι.

Εξ. 33,16                   Πως δε θα μάθω και θα πεισθώ απολύτως ότι εγώ και ο λαός σου έχομεν εύρει χάριν ενώπιόν σου, παρά μόνον όταν συ συμπορεύεσαι μαζή μας; Τοτε θα δοξασθώ εγώ και ο λαός σου περισσότερον από όλα τα έθνη, που υπάρχουν επί της γης”.

Εξ. 33,17           καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν· καὶ τοῦτόν σοι τὸν λόγον, ὃν εἴρηκας, ποιήσω· εὕρηκας γὰρ χάριν ἐνώπιον ἐμοῦ, καὶ οἶδά σε παρὰ πάντας.

Εξ. 33,17                   Είπεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “και αυτό το αίτημά σου, το οποίον μου είπες, θα το πραγματοποιήσω. Θα συμπορευθώ μαζή σας, διότι έχεις εύρει χάριν ενώπιόν μου και σε γνωρίζω ως εκλεκτόν και άξιον της αγάπης μου περισσότερον από κάθε άλλον”.

Εξ. 33,18           καὶ λέγει· ἐμφάνισόν μοι σεαυτόν,

Εξ. 33,18                   Τοτε ο Μωϋσής του είπε· “δείξε εις εμέ τον εαυτόν σου”.

Εξ. 33,19           καὶ εἶπεν· ἐγὼ παρελεύσομαι πρότερός σου τῇ δόξῃ μου καὶ καλέσω τῷ ὀνόματί μου, Κύριος ἐναντίον σου· καὶ ἐλεήσω ὃν ἂν ἐλεῶ, καὶ οἰκτειρήσω ὃν ἂν οἰκτείρω.

Εξ. 33,19                   Ο Κυριος απήντησεν· “εγώ θα διέλθω και θα προχωρήσω εμπρός από σε με την θείαν δόξαν μου, θα αναγγείλω και θα ακούσης το όνομά μου “Κυριος είναι ενώπιόν σου”. Εγώ ελεώ εκείνον τον οποίον θέλω να ελεήσω, λυπούμαι και συμπαθώ εκείνον που θέλω να συμπαθήσω, χωρίς κανείς να με υποχρεώνη προς τούτο”.

Εξ. 33,20           καὶ εἶπεν· οὐ δυνήσῃ ἰδεῖν τὸ πρόσωπόν μου· οὐ γὰρ μὴ ἴδῃ ἄνθρωπος τὸ πρόσωπόν μου καὶ ζήσεται.

Εξ. 33,20                  Και ο Θεός εξηκολούθησε· “δεν θα ημπορέσης να ίδης το πρόσωπόν μου· διότι κανείς άνθρωπος δεν ημπορεί να με αντικρύση εις όλην μου την δόξαν και να ζήση”.

Εξ. 33,21           καὶ εἶπε Κύριος· ἰδοὺ τόπος παρ᾿ ἐμοί, στήσῃ ἐπὶ τῆς πέτρας·

Εξ. 33,21                   Και συνέχισεν ο Κυριος· “ιδού τόπος εδώ πλησίον. Στάσου όρθιος επάνω εις αυτόν τον βράχον.

Εξ. 33,22           ἡνίκα δ᾿ ἂν παρέλθῃ ἡ δόξα μου, καὶ θήσω σε εἰς ὀπὴν τῆς πέτρας καὶ σκεπάσω τῇ χειρί μου ἐπὶ σέ, ἕως ἂν παρέλθω·

Εξ. 33,22                  Οταν διέρχεται η θεία μου δόξα, θα σε θέσω εις την οπήν του βράχου, θα σκεπάσω με το χέρι μου το πρόσωπόν σου, έως ότου περάσω.

Εξ. 33,23           καὶ ἀφελῶ τὴν χεῖρα, καὶ τότε ὄψει τὰ ὀπίσω μου, τὸ δὲ πρόσωπόν μου οὐκ ὀφθήσεταί σοι.

Εξ. 33,23                   Θα αφαιρέσω το χέρι μου από το πρόσωπόν σου και θα με ίδης εκ των όπισθεν, αλλά το πρόσωπόν μου δεν θα το ίδης”.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 34- ΟΙ ΔΕΥΤΕΡΕΣ ΠΕΤΡΙΝΕΣ ΠΛΑΚΕΣ

Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ

                                    Οι δεύτερες πέτρινες πλάκες

Εξ. 34,1             Καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν· λάξευσον σεαυτῷ δύο πλάκας λιθίνας, καθὼς καὶ αἱ πρῶται καὶ ἀνάβηθι πρός με εἰς τὸ ὄρος, καὶ γράψω ἐπὶ τῶν πλακῶν τὰ ῥήματα, ἃ ἦν ἐν ταῖς πλαξὶ ταῖς πρώταις, αἷς συνέτριψας.

Εξ. 34,1                     Είπεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “κόψε συ ο ίδιος και πελέκησε δύο λιθίνας πλάκας, ομοίας προς τας προηγουμένας, άνεβα προς εμέ στο όρος Σινά και εγώ θα γράψω επάνω εις αυτάς τας πλάκας τας εντολάς, αι οποίαι ήσαν γραμμέναι εις τας πρώτας πλάκας, που συ συνέτριψες.

Εξ. 34,2             καὶ γίνου ἕτοιμος εἰς τὸ πρωΐ καὶ ἀναβήσῃ ἐπὶ τὸ ὄρος τὸ Σινὰ καὶ στήσει μοι ἐκεῖ ἐπ᾿ ἄκρου τοῦ ὄρους.

Εξ. 34,2                     Γινε έτοιμος το πρωϊ, διότι θα ανεβής στο όρος Σινά και εκεί εις την κορυφήν του όρους θα σταθής όρθιος κοντά μου.

Εξ. 34,3             καὶ μηδεὶς ἀναβήτω μετὰ σοῦ μηδὲ ὀφθήτω ἐν παντὶ τῷ ὄρει· καὶ τὰ πρόβατα καὶ βόες μὴ νεμέσθωσαν πλησίον τοῦ ὄρους ἐκείνου.

Εξ. 34,3                     Κανείς άλλος δεν θα ανεβή μαζή σου ούτε και θα κάμη την εμφάνισίν του εις κανένα σημείον του όρους. Και τα πρόβατα και τα βόδια να μη τα αφήσετε να βοσκήσουν πλησίον του όρους”.

Εξ. 34,4             καὶ ἐλάξευσε δύο πλάκας λιθίνας, καθάπερ καὶ αἱ πρῶται· καὶ ὀρθρίσας Μωυσῆς ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος τὸ Σινά, καθότι συνέταξεν αὐτῷ Κύριος· καὶ ἔλαβε Μωυσῆς τὰς δύο πλάκας τὰς λιθίνας.

Εξ. 34,4                     Ο Μωϋσής επελέκησε δύο λιθίνας πλάκας κατά τον τύπον των προηγουμένων και εγερθείς λίαν πρωϊ ανέβη στο όρος Σινά, όπως τον είχε διατάξει ο Κυριος. Επήρε δε μαζή του και τας δύο λιθίνας πλάκας

Εξ. 34,5             καὶ κατέβη Κύριος ἐν νεφέλῃ καὶ παρέστη αὐτῷ ἐκεῖ· καὶ ἐκάλεσε τῷ ὀνόματι Κυρίου.

Εξ. 34,5                     ο Κυριος κατέβη τότε δια νεφέλης στο όρος. Ο Μωϋσής εστάθη όρθιος πλησίον του και επεκαλέσθη το όνομα του Κυρίου.

Εξ. 34,6             καὶ παρῆλθε Κύριος πρὸ προσώπου αὐτοῦ καὶ ἐκάλεσε· Κύριος ὁ Θεὸς οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος καὶ ἀληθινός,

Εξ. 34,6                     Ο Κυριος επέρασεν εμπρός από τον Μωϋσέα και ηκούσθησαν τα λόγια· “Κυριος ο Θεός είναι οικτίρμων και ελεήμων, μακρόθυμος και πολυέλεος και αληθινός.

Εξ. 34,7             καὶ δικαιοσύνην διατηρῶν καὶ ἔλεος εἰς χιλιάδας, ἀφαιρῶν ἀνομίας καὶ ἀδικίας καὶ ἁμαρτίας, καὶ οὐ καθαριεῖ τὸν ἔνοχον, ἐπάγων ἀνομίας πατέρων ἐπὶ τέκνα καὶ ἐπὶ τέκνα τέκνων, ἐπὶ τρίτην καὶ τετάρτην γενεάν.

Εξ. 34,7                     Εφαρμόζει και εκδηλώνει πάντοτε όλας τας αρετάς του, μάλιστα δε την αγάπην και το έλεός του εις χιλιάδας ανθρώπων, συγχωρών ανομίας, αδικίας και αμαρτίας εις κάθε μετανοούντα. Αλλά δεν απαλλάσσει από την ενοχήν και από την τιμωρίαν τον αμετανόητον αμαρτωλόν, εξαποστέλλει την δικαίαν τιμωρίαν στους αμετανοήτους, τιμωρών τα τέκνα δια τας αμαρτίας των πατέρων μέχρις ακόμη τρίτης και τετάρτης γενεάς” !

Εξ. 34,8             καὶ σπεύσας Μωυσῆς, κύψας ἐπὶ τὴν γῆν προσεκύνησε

Εξ. 34,8                     Εσπευσεν ο Μωϋσής και κύψας προς την γην προσεκύνησε τον Θεόν,

Εξ. 34,9             καὶ εἶπεν· εἰ εὕρηκα χάριν ἐνώπιόν σου, συμπορευθήτω ὁ Κύριός μου μεθ᾿ ἡμῶν· ὁ λαὸς γὰρ σκληροτράχηλός ἐστι, καὶ ἀφελεῖς σὺ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν καὶ τὰς ἀνομίας ἡμῶν, καὶ ἐσόμεθα σοί.

Εξ. 34,9                     και είπεν· “εάν έχω εύρει χάριν ενώπιόν σου, ας πορευθής συ, ο Κυριος μου, μαζή μας έως την γην της επαγγελίας. Διότι ο ισραηλιτικος λαός είναι σκληροκάρδιος και ανυπότακτος εις τας εντολάς σου. Συ όμως ως ελεήμων και μακρύθυμος θα συγχωρήσης τας αμαρτίας μας και τας ανομίας μας, και έτσι θα είμεθα πάλιν ιδικοί σου”.

 

                                    Η διαθήκη επαναλαμβάνεται

Εξ. 34,10           καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ἰδοὺ ἐγὼ τίθημί σοι διαθήκην· ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ σου ποιήσω ἔνδοξα, ἃ οὐ γέγονεν ἐν πάσῃ τῇ γῇ καὶ ἐν παντὶ ἔθνει, καὶ ὄψεται πᾶς ὁ λαός, ἐν οἷς εἶ σύ, τὰ ἔργα Κυρίου, ὅτι θαυμαστά ἐστιν, ἃ ἐγὼ ποιήσω σοι.

Εξ. 34,10                   Ο Κυριος είπε προς τον Μωϋσήν· “ιδού εγώ σου δίδω μίαν επίσημον υπόσχεσιν ενώπιον όλου του λαού σου θα κάμω έργα θαυμαστά, τα οποία δεν έγιναν έως τώρα εις όλην την γην και εις κανένα άλλο έθνος. Ολος δε αυτός ο λαός, στον οποίον και συ ανήκεις, θα ίδη τα έργα του Κυρίου ότι είναι άξια παντός θαυμασμού, αυτά τα οποία θα κάμω εγώ προς χάριν σου.

Εξ. 34,11           πρόσεχε σὺ πάντα, ὅσα ἐγὼ ἐντέλλομαί σοι. ἰδοὺ ἐγὼ ἐκβάλλω πρὸ προσώπου ὑμῶν τὸν Ἀμοῤῥαῖον καὶ Χαναναῖον καὶ Φερεζαῖον καὶ Χετταῖον καὶ Εὐαῖον καὶ Γεργεσαῖον καὶ Ἰεβουσαῖον·

Εξ. 34,11                    Συ δε πρόσεξε όλα όσα εγώ σε διατάσσω. Ιδού εγώ θα εκδιώξω από εμπρός σας τον Αμορραίον, τον Χαναναίον, τον Φερεζαίον, τον Χετταίον, τον Ευαίον, τον Γεργεσαίον και τον Ιεβουσαίον.

Εξ. 34,12           πρόσεχε σεαυτῷ, μή ποτε θῇς διαθήκην τοῖς ἐγκαθημένοις ἐπὶ τῆς γῆς, εἰς ἣν εἰσπορεύῃ εἰς αὐτήν, μή σοι γένηται πρόσκομμα ἐν ὑμῖν.

Εξ. 34,12                   Προσέχετε τον εαυτόν σας, μη τυχόν παρασυρθήτε και συνάψετε συμφωνίαν τινα με τους κατοίκους της χώρας, εις την οποίον θα εισέλθετε, δια να μη γίνη η πράξις σας αυτή πρόσκομμα στον δρόμον σας και αιτία της καταστροφής σας.

Εξ. 34,13           τούς βωμοὺς αὐτῶν καθελεῖτε καὶ τάς στήλας αὐτῶν συντρίψετε καὶ τὰ ἄλση αὐτῶν ἐκκόψετε, καὶ τὰ γλυπτὰ τῶν θεῶν αὐτῶν κατακαύσετε ἐν πυρί·

Εξ. 34,13                   Αντιθέτως θα κρημνίσετε τους βωμούς των, θα συντρίψετε τας ειδωλολατρικάς στήλας των, θα κόψετε από την ρίζαν τα ιερά των δάση και θα κατακαύσετε στο πυρ τα ξυλόγλυπτα αγάλματα των θεών των.

Εξ. 34,14           οὐ γὰρ μὴ προσκυνήσητε θεοῖς ἑτέροις· ὁ γὰρ Κύριος ὁ Θεὸς ζηλωτὸν ὄνομα, Θεὸς ζηλωτής ἐστι.

Εξ. 34,14                   Δεν θα προσκυνήσετε άλλους θεούς, διότι Κυριος ο Θεός ονομάζεται ζηλωτής, είναι Θεός ζηλότυπος, θέλει δηλαδή δια τον εαυτόν του την αγάπην σας.

Εξ. 34,15           μή ποτε θῇς διαθήκην τοῖς ἐγκαθημένοις ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ἐκπορνεύσωσιν ὀπίσω τῶν θεῶν αὐτῶν καὶ θύσωσι τοῖς θεοῖς αὐτῶν, καὶ καλέσωσί σε, καὶ φάγῃς τῶν αἱμάτων αὐτῶν,

Εξ. 34,15                   Ουδέποτε θα συνάψης συμφωνίαν με τους κατοίκους της Χαναάν, δια να μη παρασυρθούν οι Ισραηλίται οπίσω από τους θεούς εκείνων και εκτραπούν εις διαφθοράν και προσφέρουν θυσίας στους θεούς των και σας καλέσωσιν εκείνοι εις τα θρησκευτικά των συμπόσια και φάγετε από τα αίματα των θυσιών των.

Εξ. 34,16           καὶ λάβῃς τῶν θυγατέρων αὐτῶν τοῖς υἱοῖς σου καὶ τῶν θυγατέρων σου δῷς τοῖς υἱοῖς αὐτῶν, καὶ ἐκπορνεύσωσιν αἱ θυγατέρες σου ὀπίσω τῶν θεῶν αὐτῶν, καὶ ἐκπορνεύσωσιν οἱ υἱοί σου ὀπίσω τῶν θεῶν αὐτῶν.

Εξ. 34,16                   Δεν θα πάρετε δια τους υιούς σας συζύγους από τας θυγατέρας των και τας θυγατέρας σου δεν θα τας δώσης συζύγους εις τα τέκνα εκείνων, δια να μη παρασυρθούν αι θυγατέρες σου και εκτραπούν εις ανομήματα οπίσω των θεών εκείνων, δια να μη παρασυρθούν οι υιοί σου οπίσω των θεών εκείνων και εκτραπούν εις ανομήματα.

Εξ. 34,17           καὶ θεοὺς χωνευτοὺς οὐ ποιήσεις σεαυτῷ.

Εξ. 34,17                   Δεν θα κατασκευάσης θεούς χωνευτούς εις χυτήρια, δια να μη παρασυρθής εις την ειδωλολατρείαν.

Εξ. 34,18           καὶ τὴν ἑορτὴν τῶν ἀζύμων φυλάξῃ· ἑπτὰ ἡμέρας φαγῇ ἄζυμα, καθάπερ ἐντέταλμαί σοι, εἰς τὸν καιρὸν ἐν μηνὶ τῶν νέων· ἐν γὰρ μηνὶ τῶν νέων ἐξῆλθες ἐξ Αἰγύπτου.

Εξ. 34,18                   Θα τηρήσης την εορτήν των αζύμων, την εορτήν του Πασχα. Επτά ημέρας θα τρώγης άζυμα, όπως εγώ σε διέταξα, κατά τον μήνα που συμπίπτει με τα νέα σιτηρά. Διότι κατά τον μήνα των νέων σιτηρών εξήλθατε από την Αίγυπτον.

Εξ. 34,19           πᾶν διανοῖγον μήτραν ἐμοί, τὰ ἀρσενικά, πᾶν πρωτότοκον μόσχου καὶ πρωτότοκον προβάτου.

Εξ. 34,19                   Καθε πρωτογέννητον αρσενικό παιδί ανήκει εις εμέ, όπως και κάθε πρωτογέννητον προβάτου και μόσχου.

Εξ. 34,20           καὶ πρωτότοκον ὑποζυγίου λυτρώσῃ προβάτῳ· ἐὰν δὲ μὴ λυτρώσῃ αὐτό, τιμὴν δώσεις. πᾶν πρωτότοκον τῶν υἱῶν σου λυτρώσῃ· οὐκ ὀφθήση ἐνώπιόν μου κενός.

Εξ. 34,20                  Καθε πρωτότοκον όνου θα το ανταλλάξης με πρόβατον. Εάν δε δεν το ανταλλάξης θα καταβάλης εις χρήμα την αξίαν του. Δια κάθε όμως πρωτότοκον εκ των υιών σας θα καταβάλλετε ωρισμένον χρηματικόν ποσόν στον ναόν. Δεν θα εμφανίζεσαι στον ναόν με αδειανά τα χέρια. Κατι θα πρέπει να προσφέρης.

Εξ. 34,21           ἓξ ἡμέρας ἐργᾷ, τῇ δὲ ἑβδόμῃ καταπαύσεις· τῷ σπόρῳ καὶ τῷ ἀμήτῳ κατάπαυσις.

Εξ. 34,21                   Εξ ημέρας θα εργάζεσαι, την δε εβδόμην ημέραν θα παύσης από τα έργα σου και θα αναπαυθής. Κατά την ημέραν αυτήν θα γίνεται επίσης ανάπαυσις από την σποράν και τον θερισμόν.

Εξ. 34,22           καὶ ἑορτὴν ἑβδομάδων ποιήσεις μοι, ἀρχὴν θερισμοῦ πυροῦ, καὶ ἑορτὴν συναγωγῆς μεσοῦντος τοῦ ἐνιαυτοῦ.

Εξ. 34,22                  Θα τελής επίσης δι' εμέ την εορτήν των εβδομάδων, την Πεντηκοστήν, κατά την οποίαν αρχίζει ο θερισμός των σιτηρών, όπως επίσης και την εορτήν της συγκομιδής των καρπών κατά το μέσον του έτους (δηλαδή κατά Οκτώβριον). Εξ.

Εξ. 34,23           τρεῖς καιροὺς τοῦ ἐνιαυτοῦ ὀφθήσεται πᾶν ἀρσενικόν σου ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ Ἰσραήλ·

34,23                         Τρεις εποχάς κατά το διάστημα του έτους θα εμφανίζεται κάθε ανήρ Ισραηλίτης ενώπιον Κυρίου του Θεού του Ισραήλ.

Εξ. 34,24           ὅταν γὰρ ἐκβάλω τὰ ἔθνη πρὸ προσώπου σου καὶ πλατύνω τὰ ὅριά σου, οὐκ ἐπιθυμήσει οὐδεὶς τῆς γῆς σου, ἡνίκα ἂν ἀναβαίνῃς ὀφθῆναι ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου τρεῖς καιροὺς τοῦ ἐνιαυτοῦ.

Εξ. 34,24                  Διότι, όταν εκδιώξω από εμπρός σου τα ειδωλολατρικά έθνη και μεγαλώσω τα όρια του κράτους σου, κανείς δεν θα επιθυμίση καν την κατάκτησιν της χώρας σου, εφ' όσον συ αναβαίνεις κατά τας τρεις αυτάς εορτάς του έτους, δια να παρουσιασθής ενώπιον του Θεού σου.

Εξ. 34,25           οὐ σφάξεις ἐπὶ ζύμῃ αἷμα θυσιασμάτων μου, καὶ οὐ κοιμηθήσεται εἰς τὸ πρωΐ θύματα ἑορτῆς τοῦ πάσχα.

Εξ. 34,25                  Δεν θα προσφέρης εις εμέ το αίμα των θυσιών σου μετά ενζύμου άρτου και δεν θα μείνουν μέχρι της πρωΐας υπολείμματα από τας θυσίας της εορτής του Πασχα. Θα τρώγωνται κατά την εσπέραν.

Εξ. 34,26           τὰ πρωτογεννήματα τῆς γῆς σου θήσεις εἰς τὸν οἶκον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου. οὐχ ἑψήσεις ἄρνα ἐν γάλακτι μητρὸς αὐτοῦ.

Εξ. 34,26                  Τα πρωτογεννήματα των αγρών σου θα τα προσφέρης στον οίκον Κυρίου του Θεού σου. Δεν θα μαγειρεύσης αρνί με το γάλα της μητρός του”.

Εξ. 34,27           Καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν· γράψον σεαυτῷ τὰ ῥήματα ταῦτα· ἐπὶ γὰρ τῶν λόγων τούτων τέθειμαί σοι διαθήκην καὶ τῷ Ἰσραήλ.

Εξ. 34,27                  Ο Κυριος είπε στον Μωϋσήν· “γράψε συ ο ίδιος τα λόγια μου αυτά. Διότι επί των λόγων μου αυτών συνάπτω συμψωνίαν με σε και με τον ισραηλιτικόν λαόν”.

Εξ. 34,28           καὶ ἦν ἐκεῖ Μωυσῆς ἐναντίον Κυρίου τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα νύκτας· ἄρτον οὐκ ἔφαγε καὶ ὕδωρ οὐκ ἔπιε· καὶ ἔγραψεν ἐπὶ τῶν πλακῶν τὰ ῥήματα ταῦτα τῆς διαθήκης, τοὺς δέκα λόγους.

Εξ. 34,28                  Ο Μωϋσής έμενεν εκεί εις την κορυφήν του όρους Σινά τεσσαράκοντα ημερονύκτια. Ούτε άρτον έφαγεν ούτε ύδωρ έπιεν. Εγραψεν επάνω εις τας πλάκας τους λόγους αυτούς της συμφωνίας του Θεού και του Ισραήλ, τον Δεκάλογον.

 

                                    Η κάθοδος του Μωυσή από το βουνό

Εξ. 34,29           ὡς δὲ κατέβαινε Μωυσῆς ἐκ τοῦ ὄρους, καὶ αἱ δύο πλάκες ἐπὶ τῶν χειρῶν Μωυσῆ· καταβαίνοντος δὲ αὐτοῦ ἐκ τοῦ ὄρους, Μωυσῆς οὐκ ᾔδει ὅτι δεδόξασται ἡ ὄψις τοῦ χρώματος τοῦ προσώπου αὐτοῦ ἐν τῷ λαλεῖν αὐτὸν αὐτῷ.

Εξ. 34,29                  Οταν δε κατέβη ο Μωϋσής από το όρος εκρατούσε εις τα χέρια του τας δύο πλάκας. Καταβαίνων δε από το όρος δεν εγνώριζεν ότι το πρόσωπόν του είχεν αποκτήσει κάποιαν θείαν λάμψιν, την οποίαν έλαβε καθώς ωμιλούσε προς αυτόν ο Θεός.

Εξ. 34,30           καὶ εἶδεν Ἀαρὼν καὶ πάντες οἱ πρεσβύτεροι Ἰσραὴλ τὸν Μωυσῆν καὶ ἦν δεδοξασμένη ἡ ὄψις τοῦ χρώματος τοῦ προσώπου αὐτοῦ, καὶ ἐφοβήθησαν ἐγγίσαι αὐτῷ.

Εξ. 34,30                  Ο Ααρών όμως και όλοι οι πρεσβύτεροι του ισραηλιτικού λαού είδον ότι η όψις του προσώπου του Μωϋσέως ήτο λαμπρά και ακτινοβόλος και εφοβήθησαν να τον πλησιάσουν.

Εξ. 34,31           καὶ ἐκάλεσεν αὐτοὺς Μωυσῆς, καὶ ἐπεστράφησαν πρὸς αὐτὸν Ἀαρὼν καὶ πάντες οἱ ἄρχοντες τῆς συναγωγῆς, καὶ ἐλάλησεν αὐτοῖς Μωυσῆς.

Εξ. 34,31                   Ο Μωϋσής τους εκάλεσε και επλησίασαν προς αυτόν ο Ααρών και όλοι οι άρχοντες του λαού, προς τους οποίους και ωμίλησεν ο Μωϋσής.

Εξ. 34,32           καὶ μετὰ ταῦτα προσῆλθον πρὸς αὐτὸν πάντες οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ, καὶ ἐνετείλατο αὐτοῖς πάντα, ὅσα ἐνετείλατο Κύριος πρὸς αὐτὸν ἐν τῷ ὄρει Σινά.

Εξ. 34,32                  Κατόπιν δε ήλθον προς τον Μωϋσήν όλοι οι Ισραηλίται και ανεκοίνωσεν εις αυτούς όλα όσα είχε διατάξει ο Κυριος προς αυτόν στο όρος Σινά.

Εξ. 34,33           καὶ ἐπειδὴ κατέπαυσε λαλῶν πρὸς αὐτούς, ἐπέθηκεν ἐπὶ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ κάλυμμα.

Εξ. 34,33                   Οταν έπαυσε να ομιλή προς αυτούς, έθεσε κάλυμμα στο πρόσωπόν του.

Εξ. 34,34           ἡνίκα δ᾿ ἂν εἰσεπορεύετο Μωυσῆς ἔναντι Κυρίου λαλεῖν αὐτῷ, περιῃρεῖτο τὸ κάλυμμα ἕως τοῦ ἐκπορεύεσθαι. καὶ ἐξελθὼν ἐλάλει πᾶσι τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ ὅσα ἐνετείλατο αὐτῷ Κύριος,

Εξ. 34,34                  Οσες όμως φορές ο Μωϋσής προσήρχετο ενώπιον του Κυρίου, δια να ομιλήση προς αυτόν, αφαιρούσε το κάλυμμα του προσώπου μέχρι της στιγμής, που εξήρχετο από τον Κυριον. Εξερχόμενος δε ανεκοίνωνε εις όλους τους Ισραηλίτας, όσας εντολάς έδιδεν εις αυτόν ο Θεός.

Εξ. 34,35           καὶ εἶδον οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ τὸ πρόσωπον Μωυσέως ὅτι δεδόξασται, καὶ περιέθηκε Μωυσῆς κάλυμμα ἐπὶ τὸ πρόσωπον ἑαυτοῦ, ἕως ἂν εἰσέλθῃ συλλαλεῖν αὐτῷ.

Εξ. 34,35                   Εβλεπαν οι Ισραηλίται ότι το πρόσωπον του Μωϋσέως ακτινοβολούσε. Ο δε Μωϋσής περιέβαλλε με κάλυμμα το πρόσωπόν του, μέχρις ότου επέστρεφε προς τον Κυριον, δια να συνομιλή με αυτόν.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10

11

12

13

14

15

16

17

18

19

20

21

22

23

24

25

26

27

28

29

30

31

32

33

34

35

36

37

38

39

40