Το πρώτο Πάσχα των
Εβραίων
Εξ. 12,1 Εἶπε δὲ
Κύριος πρὸς Μωυσῆν καὶ Ἀαρὼν ἐν γῇ
Αἰγύπτου λέγων.
Εξ. 12,1 Είπεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν και τον Ααρών,
όταν ακόμη ήσαν εις την Αίγυπτον·
Εξ. 12,2 ὁ μὴν
οὗτος ὑμῖν ἀρχὴ μηνῶν, πρῶτός
ἐστιν ὑμῖν ἐν τοῖς μησὶ τοῦ
ἐνιαυτοῦ.
Εξ. 12,2 “ο μην αυτός θα είναι δια σας η αρχή των άλλων
μηνών, ο πρώτος μεταξύ των μηνών του έτους.
Εξ. 12,3 λάλησον πρὸς
πᾶσαν συναγωγὴν υἱῶν Ἰσραὴλ λέγων·
τῇ δεκάτῃ τοῦ μηνὸς τούτου λαβέτωσαν ἕκαστος
πρόβατον κατ᾿ οἴκους πατριῶν, ἕκαστος πρόβατον
κατ᾿ οἰκίαν.
Εξ. 12,3 Λαλησε προς όλον το πλήθος των Ισραηλιτών και
ειπέ εις αυτούς· Την δεκάτην αυτού του μηνός θα πάρη κάθε οικογενειάρχης ανά
εν πρόβατον δια την οικογένειάν του, δια την οικίαν του.
Εξ. 12,4 ἐὰν
δὲ ὀλιγοστοὶ ὦσιν ἐν τῇ
οἰκίᾳ, ὥστε μὴ εἶναι ἱκανοὺς
εἰς πρόβατον, συλλήψεται μεθ᾿ ἑαυτοῦ τὸν
γείτονα τὸν πλησίον αὐτοῦ κατὰ ἀριθμὸν
ψυχῶν· ἕκαστος τὸ ἀρκοῦν αὐτῷ
συναριθμήσεται εἰς πρόβατον.
Εξ. 12,4 Εάν δε τα μέλη της οικογενείας του είναι
ολίγα, ώστε να μη ημπορούν να φάγουν τα πρόβατον, ο οικογενειάρχης θα
προσκαλέση από την οικογένειαν του γείτονός του ανάλογον αριθμόν ανθρώπων,
εις έκαστον από των οποίων θα υπολογισθή η ανάλογος μερίς από το πρόβατον.
Εξ. 12,5 πρόβατον τέλειον, ἄρσεν,
ἐνιαύσιον ἔσται ὑμῖν· ἀπὸ τῶν
ἀρνῶν καὶ τῶν ἐρίφων λήψεσθε.
Εξ. 12,5 Το πρόβατον θα είναι αρτιμελές, χωρίς
σωματικήν τινα βλάβην, αρσενικόν ενός έτους. Ημπορείτε να πάρετε η αμνόν η
ερίφιον.
Εξ. 12,6 καὶ
ἔσται ὑμῖν διατετηρημένον ἕως τῆς
τεσσαρεσκαιδεκάτης τοῦ μηνὸς τούτου, καὶ σφάξουσιν αὐτὸ
πᾶν τὸ πλῆθος συναγωγῆς υἱῶν
Ἰσραὴλ πρὸς ἑσπέραν.
Εξ. 12,6 Τούτο θα διατηρηθή εν ζωή μέχρι της δεκάτης
τετάρτης του μηνός, οπότε όλοι οι Ισραηλίται θα σφάξουν αυτό κατά την εσπέραν
της ημέρας αυτής.
Εξ. 12,7 καὶ λήψονται
ἀπὸ τοῦ αἵματος καὶ θήσουσιν ἐπὶ
τῶν δύο σταθμῶν καὶ ἐπὶ τὴν φλιὰν
ἐν τοῖς οἴκοις, ἐν οἷς ἐὰν φάγωσιν
αὐτὰ ἐν αὐτοῖς,
Εξ. 12,7 Οι οικογενειάρχαι θα πάρουν από το αίμα του
σφαγίου αυτού και θα θέσουν στους δύο παραστάτας και στο ανώφλιον των θυρών
των οικιών των, εντός των οποίων αυτοί θα φάγουν τον αμνόν η το ερίφιον.
Εξ. 12,8 καὶ φάγονται
τὰ κρέα τῇ νυκτὶ ταύτῃ· ὀπτὰ
πυρὶ καὶ ἄζυμα ἐπὶ πικρίδων ἔδονται.
Εξ. 12,8 Θα φάγουν δε το κρέας κατά την νύκτα αυτήν,
ψημένον εις την φωτιά. Θα το φάγουν με άζυμον άρτον και πικρά χόρτα.
Εξ. 12,9 οὐκ
ἔδεσθε ἀπ᾿ αὐτῶν ὠμὸν
οὐδὲ ἡψημένον ἐν ὕδατι, ἀλλ᾿
ἢ ὀπτὰ πυρί, κεφαλὴν σὺν τοῖς ποσὶ
καὶ τοῖς ἐνδοσθίοις.
Εξ. 12,9 Δεν θα φάγετε το κρέας ωμόν η, βραστόν αλλά
ψημένον εις την φωτιάν. Και θα φάγετε όλον τον αμνόν και το κεφάλι και τα
πόδια και τα εντόσθια.
Εξ. 12,10 οὐκ
ἀπολείψετε ἀπ᾿ αὐτοῦ ἕως πρωΐ καὶ
ὀστοῦν οὐ συντρίψετε ἀπ᾿
αὐτοῦ· τὰ δὲ καταλειπόμενα ἀπ᾿
αὐτοῦ ἕως πρωΐ ἐν πυρὶ κατακαύσετε.
Εξ. 12,10 Εως το πρωϊ τίποτε δεν θα αφήσετε από αυτό και
οστούν δεν θα συντρίψετε από αυτό. Εάν όμως και μείνη κάτι μέχρι το πρωϊ, θα
το καύσετε εις την φωτιάν.
Εξ. 12,11 οὕτω δὲ
φάγεσθε αὐτό· αἱ ὀσφύες ὑμῶν
περιεζωσμέναι, καὶ τὰ ὑποδήματα ἐν τοῖς
ποσὶν ὑμῶν, καὶ αἱ βακτηρίαι ἐν
ταῖς χερσὶν ὑμῶν· καὶ ἔδεσθε
αὐτὸ μετὰ σπουδῆς· πάσχα ἐστὶ
Κυρίῳ.
Εξ. 12,11 Κατ' αυτόν τον τρόπον θα το φάγετε· η μέση σας
θα είναι ζωσμένη, τα υποδήματά σας φορεμένα εις τα πόδια σας και αι ράβδοι
εις τα χέρια σας. Θα φάτε αυτό βιαστικά. Αυτό είναι Πασχα (=Διάβασις) Κυρίου.
Εξ. 12,12 καί διελεύσομαι ἐν
γῇ Αἰγύπτῳ ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ
καὶ πατάξω πᾶν πρωτότοκον ἐν γῇ Αἰγύπτῳ
ἀπὸ ἀνθρώπου ἕως κτήνους καὶ ἐν
πᾶσι τοῖς θεοῖς τῶν Αἰγυπτίων ποιήσω τὴν
ἐκδίκησιν· ἐγὼ Κύριος.
Εξ. 12,12 Διότι κατά την νύκτα αυτήν θα περάσω την χώραν
της Αιγύπτου και θα θανατώσω κάθε πρωτότοκον της Αιγύπτου από ανθρώπου έως
ζώου και θα εκδικηθώ όλους τους ψευδείς θεούς των Αιγυπτίων. Εγώ είμαι ο
Κυριος και Θεός.
Εξ. 12,13 καὶ
ἔσται τὸ αἷμα ὑμῖν ἐν σημείῳ
ἐπὶ τῶν οἰκιῶν, ἐν αἷς
ὑμεῖς ἐστε ἐκεῖ, καὶ ὄψομαι
τὸ αἷμα καὶ σκεπάσω ὑμᾶς, καὶ οὐκ
ἔσται ἐν ὑμῖν πληγὴ τοῦ
ἐκτριβῆναι, ὅταν παίω ἐν γῇ
Αἰγύπτῳ.
Εξ. 12,13 Το αίμα τούτο του αμνού εις τας οικίας σας, εις
τας οποίας μένετε, θα είναι σημείον δι' εμέ. Θα ίδω το αίμα τούτο, θα σας
προφυλάξω από την τιμωρίαν και δεν θα σας κτυπήση η θανατική πληγή, όταν εγώ
θα κτυπώ την χώραν της Αιγύπτου.
Εξ. 12,14 καὶ
ἔσται ἡ ἡμέρα ὑμῖν αὕτη μνημόσυνον·
καὶ ἑορτάσετε αὐτὴν ἑορτὴν Κυρίῳ
εἰς πάσας τὰς γενεὰς ὑμῶν· νόμιμον
αἰώνιον ἑορτάσετε αὐτήν.
Εξ. 12,14 Την ημέραν αυτήν του Πασχα πρέπει να την
ενθυμήσθε πάντοτε. Θα την καθιερώσετε ως εορτήν προς τιμήν και δόξαν του
Κυρίου εις όλας τας δια μέσου των αιώνων γενεάς σας. Θα την ορίσετε και θα
την εορτάζετε ως αιώνιον απαράβατον νόμον.
Εξ. 12,15 ἑπτὰ
ἡμέρας ἄζυμα ἔδεσθε, ἀπὸ δὲ τῆς
ἡμέρας τῆς πρώτης ἀφανιεῖτε ζύμην ἐκ τῶν
οἰκιῶν ὑμῶν· πᾶς ὃς ἂν
φάγῃ ζύμην, ἐξολοθρευθήσεται ἡ ψυχὴ ἐκείνη
ἐξ Ἰσραὴλ ἀπὸ τῆς ἡμέρας τῆς
πρώτης ἕως τῆς ἡμέρας τῆς ἑβδόμης.
Εξ. 12,15 Επί επτά ημέρας θα τρώγετε άζυμα, ψωμί χωρίς
προζύμι. Από την πρώτην ημέραν θα εξαφανίζετε από το σπίτι σας κάθε ένζυμον
άρτον. Οποιος θα φάγη ένζυμον άρτον (ψωμί ζυμωμένο με προζύμι) από την πρώτην
μέχρι την εβδόμην ημέραν του Πασχα θα εξολοθρευθή ο άνθρωπος εκείνος εκ μέσου
των Ισραηλιτών.
Εξ. 12,16 καὶ ἡ
ἡμέρα ἡ πρώτη κληθήσεται ἁγία, καὶ ἡ
ἡμέρα ἡ ἑβδόμη κλητὴ ἁγία ἔσται ὑμῖν·
πᾶν ἔργον λατρευτὸν οὐ ποιήσετε ἐν
αὐταῖς, πλὴν ὅσα ποιηθήσεται πάσῃ ψυχῇ,
τοῦτο μόνον ποιηθήσεται ὑμῖν.
Εξ. 12,16 Η πρώτη ημέρα θα θεωρηθή και θα κληθή αγία και
επίσημος, όπως επίσης αγία και επίσημος θα είναι και η εβδόμη ημέρα. Κατά τας
ημέρας της εορτής του Πασχα δεν θα επιδοθήτε εις έργα, που απαιτούν ολόκληρον
την φροντίδα σας, πλην μόνον εις εκείνα που είναι απαραίτητα δια την
συντήρησίν σας. Αυτά μόνον τα έργα θα κάμνετε.
Εξ. 12,17 καὶ φυλάξετε
τὴν ἐντολὴν ταύτην· ἐν γὰρ τῇ
ἡμέρᾳ ταύτῃ ἐξάξω τὴν δύναμιν ὑμῶν
ἐκ γῆς Αἰγύπτου, καὶ ποιήσετε τὴν ἡμέραν
ταύτην εἰς γενεὰς ὑμῶν νόμιμον αἰώνιον.
Εξ. 12,17 Θα φυλάξετε αυτήν την εντολήν δια την εορτήν
του Πασχα, διότι κατά την ημέραν αυτήν θα απελευθερώσω την δύναμίν σας και θα
σας βγάλω από την Αίγυπτον, και θα καθιερώσετε την ημέραν αυτήν εις όλας τας
γενεάς σας ως παντοτεινήν εορτήν.
Εξ. 12,18 ἐναρχόμενοι
τῇ τεσσαρεσκαιδεκάτῃ ἡμέρᾳ τοῦ μηνὸς
τοῦ πρώτου ἀφ᾿ ἑσπέρας ἔδεσθε ἄζυμα
ἕως ἡμέρας μιᾶς καὶ εἰκάδος τοῦ μηνός,
ἕως ἑσπέρας.
Εξ. 12,18 Θα αρχίσετε να τρώγετε άζυμα από την εσπέραν που
αρχίζει η δεκάτη τετάρτη του πρώτου μηνός μέχρι της εσπέρας της εικοστής
πρώτης του αυτού μηνός.
Εξ. 12,19 ἑπτὰ
ἡμέρας ζύμη οὐχ εὑρεθήσεται ἐν ταῖς
οἰκίαις ὑμῶν· πᾶς ὃς ἂν φάγῃ
ζυμωτόν, ἐξολοθρευθήσεται ἡ ψυχὴ ἐκείνη ἐκ
συναγωγῆς Ἰσραήλ, ἔν τε τοῖς γειώραις καὶ
αὐτόχθοσι τῆς γῆς·
Εξ. 12,19 Επί επτά ημέρας δεν θα ευρεθή ένζυμος άρτος εις
τας οικίας σας. Οποιος δε φάγη ένζυμον άρτον, θα εξολοθρευθή ο άνθρωπος αυτός
εκ μέσου του ισραηλιτικού λαού, είτε ως ξένος παρεπιδημεί εις την χώραν σας
είτε ανήκει στους εντοπίους.
Εξ. 12,20 πᾶν
ζυμωτὸν οὐκ ἔδεσθε, ἐν παντὶ δὲ
κατοικητηρίῳ ὑμῶν ἔδεσθε ἄζυμα.
Εξ. 12,20 Τιποτε το ενζυμον δεν θα φάγετε. Εις όλας δε τας
κατοικίας σας θα τρώγετε άζυμον άρτον”.
Εξ. 12,21 Ἐκάλεσε
δὲ Μωυσῆς πᾶσαν γερουσίαν υἱῶν
Ἰσραὴλ καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς·
ἀπελθόντες λάβετε ὑμῖν αὐτοῖς πρόβατον
κατὰ συγγενείας ὑμῶν καὶ θύσατε τὸ πάσχα.
Εξ. 12,21 Προσεκάλεσεν ο Μωϋσής όλην την γερουσίαν των
Ισραηλιτών και τους είπε· “πηγαίνετε και πάρετε ο καθένας δια την οικογένειάν
του ανά εν πρόβατον και θυσιάσατε τον πασχάλιον αυτόν αμνόν.
Εξ. 12,22 λήψεσθε δὲ
δέσμην ὑσσώπου, καὶ βάψαντες ἀπὸ τοῦ
αἵματος τοῦ παρὰ τὴν θύραν καθίξετε τῆς
φλιᾶς καὶ ἐπ᾿ ἀμφοτέρων τῶν σταθμῶν
ἀπὸ τοῦ αἵματος, ὅ ἐστι παρὰ
τὴν θύραν· ὑμεῖς δὲ οὐκ ἐξελεύσεσθε
ἕκαστος τὴν θύραν τοῦ οἴκου αὐτοῦ
ἕως πρωΐ.
Εξ. 12,22 Θα λάβετε δέσμην από ύσσωπον θα βυθίσετε αυτήν
στο αίμα, που θα το έχετε εντός δοχείου πλησίον της θύρας. θα αλείψετε το
ανώφλιον της θύρας και τους δύο παραστάτας αυτής με το αίμα, που θα είναι
πλησίον εις την θύραν. Κανείς δε από σας δεν θα βγη από την θύραν του σπιτιού
του μέχρι της πρωΐας.
Εξ. 12,23 καὶ
παρελεύσεται Κύριος πατάξαι τοὺς Αἰγυπτίους καὶ
ὄψεται τὸ αἷμα ἐπὶ τῆς φλιᾶς
καὶ ἐπ᾿ ἀμφοτέρων τῶν σταθμῶν, καὶ
παρελεύσεται Κύριος τὴν θύραν καὶ οὐκ ἀφήσει
τὸν ὀλοθρεύοντα εἰσελθεῖν εἰς τὰς
οἰκίας ὑμῶν πατάξαι.
Εξ. 12,23 Διότι θα διέλθη ο Κυριος και θα θανατώση τα
πρωτότοκα των Αιγυπτίων. Θα ίδη δε το αίμα στο ανώφλιον και στους δύο
παραστάτας της θύρας και θα προσπεράση ο Κυριος την θύραν σας. Δεν θα αφήση
τον εξολοθρευτήν άγγελον να εισέλθη εις τας οικίας σας και να πλήξη δια
θανάτου.
Εξ. 12,24 καὶ φυλάξασθε
τὸ ῥῆμα τοῦτο νόμιμον σεαυτῷ, καὶ
τοῖς υἱοῖς σου ἕως αἰῶνος.
Εξ. 12,24 Θα φυλάξετε αυτήν την εντολήν ως νόμον
απαράβατον δια τον εαυτόν σας και τους απογόνους σας στους αιώνας.
Εξ. 12,25 ἐὰν
δὲ εἰσέλθητε εἰς τὴν γῆν, ἣν ἂν
δῷ Κύριος ὑμῖν, καθότι ἐλάλησε, φυλάξασθε τὴν
λατρείαν ταύτην.
Εξ. 12,25 Οταν δε εισέλθετε εις την γην, την οποίαν ο
Κυριος, καθώς έχει υποσχεθή, θα σας δώση, θα φυλάξετε την εορτήν αυτήν.
Εξ. 12,26 καὶ
ἔσται ἐὰν λέγωσι πρὸς ὑμᾶς οἱ
υἱοὶ ὑμῶν· τίς ἡ λατρεία αὕτη;
Εξ. 12,26 Οταν δε σας ερωτούν τα παιδιά σας, τι είναι και
τι σημαίνει αυτή η εορτή;
Εξ. 12,27 καὶ
ἐρεῖτε αὐτοῖς· θυσία τὸ πάσχα τοῦτο
Κυρίῳ, ὡς ἐσκέπασε τοὺς οἴκους τῶν
υἱῶν Ἰσραὴλ ἐν Αἰγύπτῳ, ἡνίκα
ἐπάταξε τοὺς Αἰγυπτίους, τοὺς δὲ οἴκους
ἡμῶν ἐῤῥύσατο. καὶ κύψας ὁ
λαὸς προσεκύνησε.
Εξ. 12,27 Θα απαντήσετε εις αυτά· το Πασχα τούτο είναι
θυσία προς τον Κυριον, ο οποίος επροστάτευσε τας οικογενείας των Ισραηλιτών
εις την Αίγυπτον, όταν εθανάτωσε τα πρωτότοκα των Αιγυπτίων, τας δε ιδικάς
μας οικογενείας επροφύλαξεν από τον όλεθρον”. Ηκουσεν αυτά ο λαός, έσκυψαν με
ευλάβειαν και με ευγνωμοσύνην προσεκύνησαν τον Κυριον.
Εξ. 12,28 καὶ
ἀπελθόντες ἐποίησαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ
καθὰ ἐνετείλατο Κύριος τῷ Μωυσῇ καὶ
Ἀαρών, οὕτως ἐποίησαν.
Εξ. 12,28 Απεχώρησαν οι Ισραηλίται και έκαμαν όσα είχε
διατάξει ο Κυριος στον Μωϋσήν και τον Ααρών. Ετσι ακριβώς έκαμαν.
10. Η τελευταία πληγή (ο θάνατος των πρωτότοκων)
Εξ. 12,29 Ἐγενήθη
δὲ μεσούσης τῆς νυκτὸς καὶ Κύριος ἐπάταξε
πᾶν πρωτότοκον ἐν γῇ Αἰγύπτῳ, ἀπὸ
πρωτοτόκου Φαραὼ τοῦ καθημένου ἐπὶ τοῦ θρόνου
ἕως πρωτοτόκου τῆς αἰχμαλωτίδος τῆς ἐν τῷ
λάκκῳ καὶ ἕως πρωτοτόκου παντὸς κτήνους.
Εξ. 12,29 Οταν δε ήλθε το μεσονύκτιον της νυκτός εκείνης,
εκτύπησεν ο Κυριος δια θανάτου κάθε πρωτότοκον εις την χώραν της Αιγύπτου,
από το πρωτότοκον του Φαραώ που κάθεται στον θρόνον, έως το πρωτότοκον της
αιχμαλώτου που είναι φυλακισμένη στον λάκκον, μέχρι και του πρωτοτόκου παντός
κτήνους.
Εξ. 12,30 καὶ
ἀναστὰς Φαραὼ νυκτὸς καὶ οἱ θεράποντες
αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ Αἰγύπτιοι καὶ
ἐγενήθη κραυγή μεγάλη ἐν πάσῃ γῇ
Αἰγύπτῳ· οὐ γὰρ ἦν οἰκία, ἐν
ᾗ οὐκ ἦν ἐν αὐτῇ τεθνηκώς.
Εξ. 12,30 Κατά την νύκτα εκείνην ηγέρθη ο Φαραώ και όλοι
οι αυλικοί αυτού και όλοι οι Αιγύπτιοι και έγινε μεγάλη γοερά κραυγή εις όλην
την χώραν της Αιγύπτου, διότι δεν υπήρχεν οικία, όπου δεν κατέκειτο και ένας
νεκρός.
Εξ. 12,31 καὶ
ἐκάλεσε Φαραὼ Μωυσῆν καὶ Ἀαρὼν
νυκτὸς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἀνάστητε καὶ
ἐξέλθετε ἐκ τοῦ λαοῦ μου καὶ ὑμεῖς
καὶ οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ· βαδίζετε καὶ
λατρεύσατε Κυρίῳ τῷ Θεῷ ὑμῶν, καθὰ
λέγετε·
Εξ. 12,31 Ο Φαραώ εκάλεσε κατά την νύκτα τον Μωϋσήν και
τον Ααρών και τους είπε· “σηκωθήτε και φύγετε εκ μέσου του λαού μου και σεις
και όλοι οι Ισραηλίται. Πηγαίνετε και λατρεύσατε Κυριον τον Θεόν σας, όπως
είπατε.
Εξ. 12,32 καὶ τὰ
πρόβατα καὶ τοὺς βόας ὑμῶν ἀναλαβόντες
πορεύεσθε, εὐλογήσατε δὲ κἀμέ.
Εξ. 12,32 Παρετε μαζή σας τα πρόβατα και τα βόδια σας και
πηγαίνετε· προσευχηθήτε δε και υπέρ εμού”.
Εξ. 12,33 καὶ
κατεβιάζοντο οἱ Αἰγύπτιοι τὸν λαὸν σπουδῇ
ἐκβαλεῖν αὐτοὺς ἐκ τῆς γῆς·
εἶπαν γάρ, ὅτι πάντες ἡμεῖς ἀποθνήσκομεν.
Εξ. 12,33 Και οι Αιγύπτιοι επιμόνως εβίαζον τους
Ισραηλίτας να φύγουν όσον το δυνατόν συντομώτερον από την χώραν των, διότι
έλεγον· “αν δεν φύγουν αυτοί από την Αίγυπτον, ημείς όλοι θα αποθάνωμεν”.
Εξ. 12,34 ἀνέλαβε
δὲ ὁ λαὸς τὸ σταῖς αὐτῶν πρὸ
τοῦ ζυμωθῆναι τὰ φυράματα αὐτῶν
ἐνδεδεμένα ἐν τοῖς ἱματίοις αὐτῶν
ἐπὶ τῶν ὤμων.
Εξ. 12,34 Ο ισραηλιτικός λαός χωρίς αργοπορίαν έσπευσε να
αναχωρήση. Και εν τη βία των ετύλιξαν εις τα ιμάτιά των το ζυμάρι πριν ακόμη
αυτό ζυμωθή με την ζύμην, το εφορτώθησαν στους ώμους των και εξεκίνησαν.
Εξ. 12,35 οἱ δὲ
υἱοὶ Ἰσραὴλ ἐποίησαν καθὰ συνέταξεν
αὐτοῖς Μωυσῆς, καὶ ᾔτησαν παρὰ τῶν
Αἰγυπτίων σκεύη ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ καὶ
ἱματισμόν·
Εξ. 12,35 Οι Ισραηλίται έκαμαν προηγουμένως όπως τους είχε
συμβουλεύσει ο Μωϋσής· εζήτησαν δηλαδή από τους Αιγυπτίους αργυρά και χρυσά
σκεύη, όπως επίσης και ιματισμόν.
Εξ. 12,36 καὶ
ἔδωκε Κύριος τὴν χάριν τῷ λαῷ αὐτοῦ
ἐναντίον τῶν Αἰγυπτίων, καὶ ἔχρησαν
αὐτοῖς· καὶ ἐσκύλευσαν τοὺς
Αἰγυπτίους.
Εξ. 12,36 Ο δε Κυριος έδωκε κάποιαν ιδιαιτέραν χάριν στον
λαόν του ενώπιον των Αιγυπτίων, και οι Αιγύπτιοι προθύμως έδωκαν εις αυτούς
ο,τι τους είχαν ζητήσει. Ετσι δε οι Ισραηλίται επήραν μαζή των, ωσάν λάφυρα,
πολλά αντικείμενα αξίας από τους Αιγυπτίους.
Οι
Ισραηλίτες φεύγουν από την Αίγυπτο
Εξ. 12,37 Ἀπάραντες
δὲ οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ ἐκ
Ῥαμεσσῆ εἰς Σοκχώθ εἰς ἑξακοσίας χιλιάδας
πεζῶν, οἱ ἄνδρες, πλὴν τῆς
ἀποσκευῆς,
Εξ. 12,37 Εξεκίνησαν λοιπόν οι Ισραηλίται από την περιοχήν
Ραμεσσή και ήλθον εις Σοκχώθ. Οι άνδρες, οι οποίοι απετέλουν τον πεζικόν
στρατόν, ήσαν εξακόσιαι χιλιάδες, πλην, φυσικά, των παιδιών και του αμάχου
πληθυσμού.
Εξ. 12,38 καὶ
ἐπίμικτος πολὺς συνανέβη αὐτοῖς καὶ πρόβατα
καὶ βόες καὶ κτήνη πολλὰ σφόδρα.
Εξ. 12,38 Μαζή με τους Ισραηλίτας έφυγε και άλλος
ανάμικτος λαός από Αιγυπτίους και ετέρους αλλοεθνείς. Παρέλαβον δε οι
Ισραηλίται μαζή των και τα πρόβατα και τα βόδια και τα
κτήνη των, κοπάδια πολλά.
Εξ. 12,39 καὶ
ἔπεψαν τὸ σταῖς, ὃ ἐξήνεγκαν ἐξ
Αἰγύπτου, ἐγκρυφίας ἀζύμους· οὐ γὰρ
ἐζυμώθη· ἐξέβαλον γὰρ αὐτοὺς οἱ
Αἰγύπτιοι, καὶ οὐκ ἠδυνήθησαν ἐπιμεῖναι
οὐδὲ ἐπισιτισμὸν ἐποίησαν ἑαυτοῖς
εἰς τὴν ὁδόν.
Εξ. 12,39 Εζύμωσαν δε εις Σοκχώθ τα προζύμια, που είχαν
πάρει μαζή των από την Αίγυπτον και έψησαν λαγάνες εις την φωτιάν. Το φύραμα
δεν είχε υποστή ζύμωσιν την ώραν, που οι Αιγύπτιοι τους εξηνάγκασαν να
φύγουν, αυτοί δε δεν ημπορούσαν να παραμείνουν ώστε να ζυμώσουν αυτό, ούτε δε
και επρόλαβαν να παραλάβουν τρόφιμα δια τον δρόμον των.
Εξ. 12,40 ἡ δὲ
κατοίκησις τῶν υἱῶν Ἰσραήλ, ἣν κατῴκησαν
ἐν γῇ Αἰγύπτῳ καὶ ἐν γῇ Χαναάν,
ἔτη τετρακόσια τριάκοντα.
Εξ. 12,40 Ο χρόνος της παραμονής των Ισραηλιτών εις την
Αίγυπτον, από τότε που έφυγαν από την Χαναάν, ήσαν τετρακόσια τριάκοντα έτη.
Εξ. 12,41 καὶ
ἐγένετο μετὰ τὰ τετρακόσια τριάκοντα ἔτη,
ἐξῆλθε πᾶσα ἡ δύναμις Κυρίου ἐκ γῆς
Αἰγύπτου νυκτός.
Εξ. 12,41 Επειτα δε από τα τετρακόσια τριάκοντα αυτά έτη
εξήλθεν όλος αυτός ο στρατός του Κυρίου από την Αίγυπτον εν καιρώ νυκτός.
Εξ. 12,42 προφυλακή ἐστι
τῷ Κυρίῳ, ὥστε ἐξαγαγεῖν αὐτοὺς
ἐκ γῆς Αἰγύπτου· ἐκείνη ἡ νὺξ
αὕτη προφυλακὴ Κυρίῳ, ὥστε πᾶσι τοῖς
υἱοῖς Ἰσραὴλ εἶναι εἰς γενεὰς
αὐτῶν.
Εξ. 12,42 Αγρυπνοι κατά διαταγήν του Κυρίου έμειναν οι Ισραηλίται
κατά την νύκτα εκείνην, κατά την οποίαν ο Θεός τους εξήγαγεν από την
Αίγυπτον. Νυξ αγρυπνίας θα είναι η ημερομηνία αυτή στο μέλλον χάριν του
Κυρίου, ώστε όλοι οι Ισραηλίται να την τιμούν ως εορτήν εις όλας αυτών τας
γενεάς.
Συμπληρωματικές
διατάξεις για το Πάσχα
Εξ. 12,43 Εἶπε δὲ
Κύριος πρὸς Μωυσῆν καὶ Ἀαρών· οὗτος
ὁ νόμος τοῦ πάσχα· πᾶς ἀλλογενὴς οὐκ
ἔδεται ἀπ᾿ αὐτοῦ·
Εξ. 12,43 Ο Κυριος είπε τότε στον Μωϋσήν και τον Ααρών·
“αυτός είναι ο νόμος του Πασχα· κανείς αλλοεθνής δεν θα τρώγη από αυτό.
Εξ. 12,44 καὶ πάντα
οἰκέτην ἢ ἀργυρώνητον περιτεμεῖς αὐτόν,
καὶ τότε φάγεται ἀπ᾿ αὐτοῦ·
Εξ. 12,44 Καθε δούλον η δια χρημάτων αγορασθέντα δούλον θα
τον περιτάμης και τότε θα έχη το δικαίωμα να φάγη από τον πασχάλιον αμνόν.
Εξ. 12,45 πάροικος ἢ
μισθωτὸς οὐκ ἔδεται ἀπ᾿ αὐτοῦ.
Εξ. 12,45 Ο ξένος, όπως και ο ημερομίσθιος εργάτης δεν θα
φάγουν από αυτό.
Εξ. 12,46 ἐν
οἰκίᾳ μιᾷ βρωθήσεται, καὶ οὐκ ἐξοίσετε
ἐκ τῆς οἰκίας τῶν κρεῶν ἔξω·
καὶ ὀστοῦν οὐ συντρίψετε ἀπ᾿
αὐτοῦ.
Εξ. 12,46 Μέσα εις την ιδίαν οικίαν θα φαγωθή και εκτός
της οικίας δεν θα εξέλθη κρέας. Δεν θα σπάσετε κανένα οστούν από τον
πασχάλιον αμνόν.
Εξ. 12,47 πᾶσα
συναγωγὴ υἱῶν Ἰσραὴλ ποιήσει αὐτό.
Εξ. 12,47 Αυτό θα κάμουν όλοι οι Ισραηλίται.
Εξ. 12,48 ἐὰν δέ
τις προσέλθῃ πρὸς ὑμᾶς προσήλυτος ποιῆσαι
τὸ πάσχα Κυρίῳ, περιτεμεῖς αὐτοῦ πᾶν
ἀρσενικόν, καὶ τότε προσελεύσεται ποιῆσαι αὐτὸ
καὶ ἔσται ὥσπερ καὶ ὁ αὐτόχθων τῆς
γῆς· πᾶς ἀπερίτμητος οὐκ ἔδεται
ἀπ᾿ αὐτοῦ.
Εξ. 12,48 Εάν δε από άλλην τινά χώραν έλθη προς σας ξένος
να κάμη το Πασχα Κυρίου, θα περιτάμη κάθε αρσενικόν αυτού και κατόπιν θα
προσέλθη να κάμη το Πασχα τούτο με τα ίδια δικαιώματα, που έχει και ο
Εβραίος. Αλλά κανείς απερίτμητος δεν θα φάγη από τον αμνόν του Πασχα.
Εξ. 12,49 νόμος εἷς
ἔσται τῷ ἐγχωρίῳ καὶ τῷ προσελθόντι
προσηλύτῳ ἐν ὑμῖν.
Εξ. 12,49 Ο ίδιος νόμος θα είναι δια τον εντόπιον Εβραίον
και δια τον προσελθόντα μεταξύ σας ξένον προς εορτασμόν του Πασχα”.
Εξ. 12,50 καὶ
ἐποίησαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ καθὰ
ἐνετείλατο Κύριος τῷ Μωυσῇ καὶ Ἀαρὼν
πρὸς αὐτούς, οὕτως ἐποίησαν.
Εξ. 12,50 Οι Ισραηλίται έκαμαν, όπως ο Θεός δια του
Μωϋσέως και του Ααρών τους είχε διατάξει. Ετσι ακριβώς έκαμαν.
Εξ. 12,51 καὶ
ἐγένετο ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ,
ἐξήγαγε Κύριος τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ ἐκ
γῆς Αἰγύπτου σὺν δυνάμει αὐτῶν.
Εξ. 12,51 Κατά την ημέραν εκείνην απηλευθέρωσεν ο Κυριος
τους Ισραηλίτας και τους έβγαλεν από την γην της Αιγύπτου με όλην αυτών την
δύναμιν.
|