ΑΠΟΚΡΥΦΑ ΒΙΒΛΙΑ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ

 

 

 ΤΑ ΑΠΟΚΡΥΦΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ

 

ΒΙΟΣ ΑΔΑΜ ΚΑΙ ΕΥΑΣ

ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΜΩΥΣΕΩΣ

 

Πρόκειται για συλλογή αφηγήσεων με θέμα τους πρωτοπλάστους. Το βιβλίο αποτελείται από 43 κεφάλαια και είναι σύνθεση δύο ανεξάρτητων έργων ιουδαϊκής προέλευσης με παράλληλο περιεχόμενο. Τα έργα αυτά είναι ο «Βίος Αδάμ και Εύας» που διασώθηκε σε λατινική μετάφραση προερχόμενη από ελληνικό κείμενο και η «Αποκάλυψις Μωυσέως» που είναι επίσης ελληνικό έργο. Η ιστορία του Αδάμ και της Εύας υπάρχει επίσης και σε σλαβονικό, γεωργιανό και αρμενικό χειρόγραφο, ενώ υπάρχουν και μερικά αποσπάσματα στα κοπτικά.

Το βιβλίο, έχει ασκητικές τάσεις και αφηγείται κατά χαγγαδικό τρόπο τα μετά την πτώση του Αδάμ και της Εύας μέχρι του θανάτου και της ταφής τους. Χρονολογείται τον 1ο μ.Χ. αιώνα.

 

ΒΙΟΣ ΑΔΑΜ ΚΑΙ ΕΥΑΣ

ΚΕΙΜΕΝΟ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

 

ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΜΩΥΣΕΩΣ

ΚΕΙΜΕΝΟ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

 

 

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΙΩΒΗΛΑΙΩΝ

 

Το βιβλίο των Ιωβηλαίων, το οποίο ονομάζεται και «Λεπτή (μικρά) Γένεσις» ή «Λεπτογένεσις», είναι ένα απόκρυφο αρχαίο εβραϊκό θρησκευτικό βιβλίο και ένα από τ' απόκρυφα (ψευδεπίγραφα) κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης, τόσο από την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία και Ρωμαιοκαθολική όσο και από την Προτεσταντική. Αντίθετα συμπεριλαμβάνεται στα κανονικά από την Εκκλησία της Αιθιοπίας (Κοπτική) και από τους Εβραίους στην Αιθιοπία.

Το βιβλίο των Ιωβηλαίων φέρονται να γράφτηκαν αρχικά στη εβραϊκή γλώσσα μεταξύ του τέλους του 2ου και τις αρχές του 1ου π.Χ. αιώνα.. Από το εβραϊκό κείμενο μεταφράστηκαν αργότερα στην ελληνική και από αυτήν στην αιθιοπική γλώσσα και ακολούθως στη λατινική. Το βιβλίο διατηρήθηκε ολόκληρο στην αιθιοπική γλώσσα (26 κείμενα), που ανάγονται όμως στον 15ο και 16ο αιώνα, στο ένα τρίτο του περίπου στην λατινική και στην ελληνική μόνο κάποια αποσπάσματα πατέρων της Εκκλησίας, καθώς και κάποιο τμήμα στη συριακή, που αναφέρεται στα ονόματα των συζύγων των πατριαρχών, που φυλάσσεται στο βρετανικό μουσείο.

Από τις αναφορές (αποσπάσματα) που περιλαμβάνουν στα κείμενά τους διάφοροι πατέρες της Εκκλησίας όπως οι: Ιουστίνος ο Μάρτυρας, ο Ωριγένης, ο Διόδωρος ο Ταρσεύς, ο Ισίδωρος ο Αλεξανδρινός, ο Ευτύχιος ο Αλεξανδρείας, ο Ιωάννης Μαλάλας, ο Γεώργιος Κεδρηνός κ.ά. διαφαίνεται ότι το βιβλίο ήταν πολύ γνωστό τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και ιδιαίτερα περί τον 4ο αιώνα όπου φέρονται να κυκλοφορούν όλες οι παραπάνω μεταφράσεις, όταν εκείνη την εποχή επί Αυτοκράτορα Μ. Κωνσταντίνου χαρακτηρίστηκε μεταξύ άλλων ως "μη κανονικό" βιβλίο.

Το βιβλίο αυτό από το περιεχόμενό του ονομάστηκε «Ιωβηλαία», γιατί περιγράφει τα γεγονότα κατά περιόδους σαράντα εννέα ετών (βλ. Ιωβηλαίο έτος) και «Λεπτή Γένεσις» για το περιεχόμενο του που αναφέρεται στη Γένεση και τα δώδεκα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου της Εξόδου. Ο συγγραφέας του αφηγείται τα βιβλικά δεδομένα με «χαγγαδικό» (εποικοδομητικό) και «χαλαχικό» (νομικό) τρόπο χρησιμοποιώντας πολλές φορές και μυθολογικό υλικό.

 

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΙΩΒΗΛΑΙΩΝ

ΚΕΙΜΕΝΟ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

 

 

Α' ΕΝΩΧ (Ο ΑΙΘΙΟΠΙΚΟΣ)

 

Ο αιθιοπικός Ενώχ προήλθε από ελληνική μετάφραση βασισμένη σε εβραϊκό ή αραμαϊκό πρωτότυπο και σήμερα σώζεται αποσπασματικά στην ελληνική και λατινική και πλήρως στην αιθιοπική γλώσσα. Αυτό δείχνει ότι ενώ αρχικά ο αιθιοπικός Ενώχ ήταν σε ευρύτατη χρήση μεταξύ των Χριστιανών (βλ. Ιούδα στχ. 14-15), ακολούθως παραμερίστηκε για να διατηρηθεί μόνο στον κανόνα της Αιθιοπικής Εκκλησίας.

Το έργο έχει ποικίλο αποκαλυπτικό υλικό με κεντρικό κατά το πλείστο πρόσωπο τον Ενώχ. Ειδικότερα, το βιβλίο μεταξύ άλλων περιλαμβάνει λόγους, έργα, παραβολές, οράματα, και παραινέσεις του Ενώχ, παραδόσεις περί του Νώε, καθώς επίσης και μυθολογικό υλικό. Οι διάφορες παραδόσεις του αιθιοπικού Ενώχ χρονολογούνται από το 200 π.Χ. και εξής.

 

 

 

B' ΕΝΩΧ (Ο ΣΛΑΒΟΝΙΚΟΣ)

 

Ο σλαβονικός Ενώχ είναι μετάφραση από ελληνικό (κατά το πλείστον) και από εβραϊκό (μερικώς) πρωτότυπο. Ονομάζεται και "βιβλίο των μυστικών του Ενώχ". Είναι ιουδαϊκό έργο με πλατωνικές επιδράσεις γραμμένο στην Αίγυπτο και πιθανώς στην Αλεξάνδρεια περί τα μέσα του 1ου μ.Χ. αιώνα. Το περιεχόμενο του έργου στο σύνολο του συμπίπτει μ' αυτό του αιθιοπικού Ενώχ, αλλά διαμορφώθηκε χωρίς εξάρτηση απ' εκείνο.

 

 

 

ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΛΑΜΕΧ Ή ΓΕΝΕΣΙΣ ΑΠΟΚΡΥΦΟΝ

 

Η Αποκάλυψη του Λάμεχ ή Γένεσις Απόκρυφον, είναι ένα από τ' απόκρυφα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης και είναι ένα από τα εφτά κείμενα της Νεκράς Θάλασσας που ανακαλύφθηκαν το 1946-47 στο σπήλαιο 1, κοντά στο Κουμράν. Το κείμενο γράφτηκε σε περγαμηνή, στην αραμαϊκή γλώσσα και είναι το λιγότερο καλά διατηρημένο έγγραφο από τα εφτά που βρέθηκαν στο σπήλαιο 1. Γράφτηκε μεταξύ του 3ου και 1ου αιώνα π.Χ.. Επειδή το κείμενο βρέθηκε κοντά στο Κουμράν, οι μελετητές πιστεύουν οι Εσσαίοι μπορεί να είναι οι συντάκτες αυτού του κειμένου.

 

ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΛΑΜΕΧ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

 

 

ΣΙΒΥΛΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ

 

Πρόκειται για συλλογή που αρχικά είχε είκοσι τέσσερα βιβλία από τα οποία όμως σήμερα σώζονται μόνο τα δώδεκα. Η Σίβυλλα των Ελλήνων, η οποία παριστάνεται εδώ σαν νύφη του Νώε, εγκωμιάζει τον ευσεβή Ιουδαίο, περιγελά τα είδωλα και προαναγγέλλει τη μεσσιανική σωτηρία.

Είναι έργο ιουδαϊκό γραμμένο στα ελληνικά και κατά καιρούς δέχτηκε προσθήκες χριστιανικών στοιχείων. Χρονολογείται από το 2ο π.Χ. αιώνα και εξής, την τελική του όμως μορφή πήρε κατά πάσα πιθανότητα τον 5ο μ.Χ. αιώνα.

 

 

 

ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΑΒΡΑΑΜ

 

Η Αποκάλυψη του Αβραάμ είναι ένα από τ' απόκρυφα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης. Γράφτηκε κατά πάσα πιθανότητα πρωτοτύπως στην εβραϊκή, αλλά σήμερα σώζεται μόνο σε σλαβονική μετάφραση. Περιέχει χαγγαδική περιγραφή των αγώνων του Αβραάμ κατά της ειδωλολατρίας της Μεσοποταμίας και της εγκατάστασης του Πατριάρχη στη Χαναάν, καθώς και αποκαλυπτικά περί αγγέλων μέρη. Χρονολογείται μεταξύ των 1ου και 2ου μ.Χ. αιώνων, πιθανόν περίπου το 70-150 μ.Χ.. Το βιβλίο αφηγείται την καταστροφή του ναού, οπότε συμπεραίνουμε ότι γράφτηκε μετά το 70 μ.Χ..

 

ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΑΒΡΑΑΜ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

 

 

Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ

 

Η Διαθήκη του Αβραάμ είναι ένα από τ' απόκρυφα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης. Είναι έργο αβέβαιης χρονολογίας. Για μερικούς ερευνητές είναι ιουδαϊκό με χριστιανικές συμπιλήσεις και ανήκει στον 1ο μ.Χ. αιώνα, ενώ για άλλους είναι χριστιανικό και κατάγεται από το 2ο μ.Χ. αιώνα. Η Διαθήκη του Αβραάμ ήταν πιθανότατα γραμμένη στα Ελληνικά, από κάποιον που ζούσε στην Αίγυπτο εκείνη την εποχή. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το λεξιλόγιο του κειμένου είναι αρκετά παρόμοιο με το λεξιλόγιο που χρησιμοποιείται στα μετέπειτα βιβλία των Εβδομήκοντα, τα οποία είχαν γραφτεί εκείνη την εποχή, εκτός από τα τρία βιβλία Μακκαβαίων, που γράφτηκαν εκείνη την εποχή στην Αίγυπτο. Επιπλέον, υπάρχουν πτυχές της ιστορίας που φαίνεται να αντανακλούν πτυχές της αιγυπτιακής ζωής. Το περιεχόμενο του αναφέρεται σε οράματα που είδε ο Αβραάμ λίγο πριν από το θάνατό του. Ανήκει στην ίδια κατηγορία ως προς το περιεχόμενο με τη Διαθήκη του Ισαάκ και την Διαθήκη του Ιακώβ.

 

Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

 

 

Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΙΣΑΑΚ

 

Η Διαθήκη του Αβραάμ είναι ένα από τ' απόκρυφα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης. Το βιβλίο ανήκει στην ίδια κατηγορία ως προς το περιεχόμενο με τη Διαθήκη του Αβραάμ και την Διαθήκη του Ιακώβ. Η Διαθήκη του Ισαάκ ήταν αρχικά ένα καθαρά εβραϊκό έργο και τα χριστιανικά στοιχεία του θεωρούνται ως μεταγενέστερες προσθήκες.

Η Διαθήκη αρχίζει με τον Ισαάκ να μαθαίνει τον επικείμενο θάνατό του από ένα άγγελο. Στη συνέχεια ακολουθούν οι τελευταίες του οδηγίες στο γιο του. Ο Ισαάκ προλέγει για τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ και τον ερχομό του Ιησού. Αυτό το τελευταίο αποτελεί μεταγενέστερη χριστιανική προσθήκη στο κείμενο. Ο άγγελος παίρνει τον Ισαάκ στον ουρανό, όπου βλέπει τον βασανισμό των αμαρτωλών, και στη συνέχεια συναντιέται με τον πατέρα του Αβραάμ, ο οποίος είχε ήδη πεθάνει. Σε αυτό το σημείο ο Ισαάκ επιστρέφει στη γη, γράφει τη Διαθήκη του και στη συνέχεια πεθαίνει και ανεβαίνει στον ουρανό πάνω σ' ένα ιπτάμενο άρμα, όπως και ο Αβραάμ στην Διαθήκη του.

 

 

 

Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒ

 

Η Διαθήκη του Αβραάμ είναι ένα από τ' απόκρυφα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης. Το βιβλίο ανήκει στην ίδια κατηγορία ως προς το περιεχόμενο με τη Διαθήκη του Αβραάμ και την Διαθήκη του Ισαάκ.

Με έναν τρόπο παρόμοιο με τις άλλες δύο Διαθήκες, η Διαθήκη του Ιακώβ αρχίζει με την επίσκεψη του αρχάγγελου Μιχαήλ στον Ιακώβ και του γνωστοποιεί τον επικείμενο θάνατό του. Ο Μιχαήλ παίρνει τον Ιακώβ στον ουρανό, όπου βλέπει για πρώτη φορά τον βασανισμό των αμαρτωλών, και στη συνέχεια συναντιέται με τον παππού του Αβραάμ, που είχε ήδη πεθάνει.

 

 

 

ΟΙ ΔΙΑΘΗΚΑΙ ΤΩΝ 12 ΠΑΤΡΙΑΡΧΩΝ

 

Οι Διαθήκες των Δώδεκα Πατριαρχών γράφτηκαν με βάση τα περί Πατριαρχών κηρύγματα στις συναγωγές και περιέχουν τους τελευταίους λόγους των δώδεκα γιων του Ιακώβ (βλ. Γεν. κεφ. 49 και Δευτ. κεφ. 33). Οι Διαθήκες των Δώδεκα Πατριαρχών γράφτηκαν περί το 150 με 100 π.Χ., δέχτηκαν όμως μεταγενέστερη επεξεργασία από χριστιανό συγγραφέα, μάλλον το β’ ήμισυ του Β’ αιώνα μ.Χ.. Σήμερα απαντούν σε τρεις μορφές· την ελληνική, την αρμενική και τη σλαβονική. Πρωτότυπη γλώσσα του έργου είναι η εβραϊκή ή η αραμαϊκή.

 

Περιλαμβάνει τις διαθήκες δηλαδή τις τελευταίες επιθυμίες και νουθεσίες των δώδεκα γιων του Ιακώβ προς τους απογόνους τους. Κάθε διαθήκη διακρίνεται σε τρία μέρη: α) στη διήγηση της ζωής του κάθε πατριάρχη β) στις ηθικές νουθεσίες και γ) στις προφητείες σχετικά με το μέλλον της φυλής καθενός απογόνου των πατριαρχών.

Η ηθική αποτελεί θεμελιώδη σημασία στο κείμενο. Ένα από τα κυριότερα μηνύματα που περνάει το κείμενο είναι η τήρηση και η προσκόλληση στις εντολές του Θεού. Ο Ιωσήφ αποτελεί το παράδειγμα της ηθικής του ανθρώπου και οι πράξεις των άλλων πατριαρχών συχνά σταθμίζονται έναντι εκείνων του Ιωσήφ.

Οι Διαθήκες των Δώδεκα Πατριαρχών περιέχουν προφητείες σχετικά με τον ερχομό του Μεσσία. Το έργο εκφράζει τις Ιουδαϊκές αντιλήψεις περί του μέλλοντος του Ισραήλ και του Μεσσία και φανερώνει τη βαθειά επίδραση της ελληνικής λαϊκής σκέψεως στον ιουδαϊσμό. Ακόμη τονίζεται η ενότητα των απογόνων των Πατριαρχών και διδάσκεται ότι τα έθνη θα σωθούν δια του Ισραήλ.

 

ΔΙΑΘΗΚΑΙ ΤΩΝ 12 ΠΑΤΡΙΑΡΧΩΝ

ΚΕΙΜΕΝΟ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

 

 

Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΙΩΒ

 

Η Διαθήκη του Ιώβ είναι ένα από τ' απόκρυφα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης. Το βιβλίο γράφτηκε τον 1ο αιώνα π.Χ. ή τον 1ο αιώνα μ.Χ.. Το παλαιότερο χειρόγραφο είναι στην κοπτική, από την οποία προήλθε η ελληνική και η παλαιοσλαβονική μετάφραση. Στο τέλος του 5ου αιώνα, η Διαθήκη του Ιώβ συμπεριλήφθηκε στα απόκρυφα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης.

Το κείμενο αφηγείται τα βάσανα του Ιώβ και δίνει στους γιους και τις κόρες του τις τελικές οδηγίες και παραινέσεις του. Η Διαθήκη του Ιώβ περιέχει όλους τους χαρακτήρες που υπάρχουν και στο κανονικό βιβλίο του Ιώβ στην Παλαιά Διαθήκη και ονομάζει τη σύζυγο του Ιώβ Σίτιντος. Στο βιβλίο υπάρχουν χριστιανικές πεποιθήσεις, όπως η μεσιτεία στον Θεό και η συγχώρεση. Στο τέλος του κειμένου ο Ιώβ αντί να διαμαρτύρεται ή να αμφισβητεί τον Θεό, υποστηρίζει με συνέπεια την πίστη του, παρά τα βάσανά του. Τελικά ο Θεός παρεμβαίνει και λέει πως τα βάσανα του Ιώβ θα σταματήσουν.

 

 

 

ΑΝΑΛΗΨΙΣ ΜΩΥΣΕΩΣ

 

Η «Ανάληψις Μωυσέως» είναι ένα από τα εβραϊκά απόκρυφα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης. Το έργο αυτό αρχικά απαρτιζόταν από δύο μέρη, τη «Διαθήκη Μωυσέως» και την «Ανάληψιν Μωυσέως». Απ' αυτά διασώθηκε μόνο η «Ανάληψις Μωυσέως», στην οποία περιέχονται λόγοι του Μωυσή προς τον διάδοχο του Ιησού του Ναυή με στοιχεία από την ιουδαϊκή ιστορία, καθώς και προφητείες για τα έσχατα και την τελική αποκατάσταση της γνήσιας θεοκρατίας. Σε τμήμα που χάθηκε θα περιεχόταν και αφήγηση για το θάνατο και την τύχη του σώματος του Μωυσή (Επιστολή Ιούδα 1,9), γι' αυτό προφανώς πήρε και την ονομασία του το έργο.

Το βιβλίο ανάγεται στις αρχές του 1ου μ.Χ. αιώνα και γράφτηκε πρωτοτύπως στην εβραϊκή από την οποία μεταφράστηκε στην ελληνική και απ' αυτή στη λατινική γλώσσα. Το μισό περίπου βιβλίο σώζεται στη λατινική και στίχοι του μόνο στην ελληνική.

 

 

 

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΑΡΙΣΤΕΑ

 

Η επιστολή αυτή, που χρονολογείται περίπου το 200 π.Χ., αποτελεί μια αξιόλογη μαρτυρία για την ιστορία της Μετάφρασης των Ο' και στάλθηκε από τον Ιουδαίο Αριστέα προς τον αδελφό του Φιλοκράτη.

Στην επιστολή περιγράφεται το ιστορικό της μετάφρασης του Νόμου απ' την εβραϊκή στην ελληνική γλώσσα. Η μετάφραση σύμφωνα με την επιστολή έγινε από 72 ελληνιστές Ιουδαίους στο Φάρο της Αλεξάνδρειας. Η αφήγηση πλουτίζεται με την περιγραφή της Ιερουσαλήμ, με συζητήσεις μεταξύ του βασιλιά Πτολεμαίου Β' του Φιλαδέλφου και Ιουδαίων λογίων πάνω σε θρησκευτικά και ηθικά θέματα, καθώς και με συγκρίσεις της ελληνικής φιλοσοφίας προς την ιουδαϊκή.

 

 

 

ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ ΑΠΟΚΡΥΦΑ

 

Ψαλμοί Σολομώντος

Σε ελληνικά χειρόγραφα του κωδ. Α και σε εκδόσεις του κειμένου των Ο', όπως των Α. ΚβΗΙίδ- και Η.Β. δ^είε, μετά τα διδακτικά βιβλία παρατίθενται 18 ψαλμοί (ύμνοι, θρήνοι, ευχαριστήριοι και διδακτικοί ψαλμοί), οι οποίοι διακρίνονται για την ποιητική τους πνοή και τα υψηλά τους νοήματα. Οι ψαλμοί αυτοί, που έχουν πολλά κοινά με τους Ψαλμούς του Δαβίδ, αποτελούν αξιόλογα δείγματα του μεταγενέστερου ιουδαϊσμού. ' Ηταν γνωστοί ευρύτερα και περιέχονταν σε διάφορους καταλόγους, αλλά ποτέ δεν έγιναν δεκτοί στον Κανόνα. Οι λειτουργικές ενδείξεις και οι μουσικοί όροι, που υπάρχουν στις επιγραφές τους (εις νείκος, διάψαλμα), μαρτυρούν για τη χρήση τους στη δημόσια λατρεία.

Το βιβλίο επιγράφεται «Ψαλμοί Σολομώντος» ή «Ψαλτήριον Σολομών­τος», αλλά πουθενά στο κύριο σώμα του έργου ο συγγραφέας του δεν ονομάζει τον εαυτό του γιο του Δαβίδ. Οι επιγραφές εξάλλου, οι οποίες φέρουν αποκλειστικά την ένδειξη «τψ Σαλωμών», προστέθηκαν από μεταγενέστερο χέρι και συνεπώς δεν μπορούν να μας βοηθήσουν στην εξακρίβωση της πατρότητας του έργου. Η αρχαία παράδοση στηριζόμενη προφανώς στο Γ' Βασ. 5,12 (4,32 ΜΤ), όπου λέγεται «-και ελάλησεν Σαλωμών τρισχιλίους παράβολος και ήσαν ωδαΐ αύτοϋ πεντακισχίλιαι», απέδιδε το ψαλτήριο στο Σολομώντα.

Οι Ψαλμοί του Σολομώντα γράφτηκαν πρωτοτύπως στην εβραϊκή, διασώθηκαν όμως μόνο στην ελληνική τους μετάφραση και σε συριακή απόδοση που έγινε από το ελληνικό κείμενο.

Εσωτερικές μαρτυρίες δείχνουν ότι το έργο γράφτηκε στην Παλαιστίνη κατά τα μέσα του Ιου π.Χ. αιώνα. Η ταυτότητα των ιδεών και η ομοιογένεια

της γλώσσας και του ύφους μαρτυρούν ότι το έργο προήλθε μάλλον από ένα συγγραφέα.

Επειδή τους Ψαλμούς του Σολομώντα διακρίνει νομικό πνεύμα, τονίζεται σ' αυτούς η δαβιδική καταγωγή του Μεσσία (17,21), διατυπώνον­ται οι διδασκαλίες για την ανάσταση (3,12· πρβλ. 13,11.14,9εξ.), την ελευθερία της βούλησης (9,4) και την ανταπόδοση κατά τους χρόνους του Μεσσία σύμφωνα με τα έργα του καθένα (17,21 εξ.), εικάζεται ότι ο συγγραφέας του έργου ανήκε σε φαρισαϊκούς κύκλους.

 

Δ'  Μακκαβαίων

Το βιβλίο αυτό τιτλοφορείται «Δ' Μακκαβαίων», αλλά καμιά σχέση δεν έχει με το Γ' Μακκαβαίων και μερική μόνο με τα Α' και Β' Μακκαβαίων. Όμως υπάρχει σε μερικά παλαιά χειρόγραφα της Μετάφρασης των Ο' (κωδ. 5 και Α) και συνεκδίδεται μαζί με τα Α'-Γ' Μακκαβαίων.

Το έργο ως προς το χαρακτήρα δεν είναι ιστορικό, αλλά «διατριβή» ή «πραγματεία» με θέμα την κυριαρχία του «ευσεβούς λογισμού» πάνω στα ανθρώπινα πάθη. Το θέμα του αυτό αναπτύσσει ο συγγραφέας με στοιχεία παρμένα από την ιουδαϊκή ιστορία, όπως το μαρτύριο του ιερέα Ελεαζάρου και της ανώνυμης μητέρας με τα επτά παιδιά της που θανατώθηκαν για την άρνηση τους να υπακούσουν σε διαταγή του Αντιόχου Δ' του Επιφανούς (Β' Μακκ.κεφ. 6 και 7). Από την άποψη αυτή δικαιολογείται και ο τίτλος του βιβλίου. Ο συγγραφέας του, ελληνιστής Ιουδαίος, είναι γνώστης τόσο της Παλαιάς Διαθήκης όσο και της ελληνικής φιλοσοφίας. Ο σκοπός του είναι σαφής· προσπαθεί να δείξει ότι η υπακοή στον ιουδαϊκό νόμο δεν πετυχαίνεται με τις ελληνικές αρετές αλλά με την έμπρακτη πίστη στο Θεό. Ο συγγραφέας με παραδείγματα από την ιστορία αναγνωρίζει την αξία των αρετών (δικαιοσύνης, ανδρείας, σωφροσύνης και σοφίας), πιστεύει όμως κυρίως στη νικηφόρο δοκιμασία των μαρτύρων και η πίστη του στην αθανασία δεν απέχει ουσιαστικά από τις βασικές παραδοσιακές ιουδαϊκές αντιλήψεις.

Ομόφωνη γνώμη για την πατρίδα του έργου δεν υπάρχει. Προτείνεται η Αλεξάνδρεια, αλλά δεν αποκλείονται και άλλες πόλεις στο χώρο της Μ. Ασίας, όπου ανθηρές ιουδαϊκές κοινότητες καλλιεργούσαν τα ελληνικά γράμματα. Γενικά αναγνωρίζεται ότι το έργο γράφτηκε πρωτοτύπως στην ελληνική και, αν κρίνουμε απ' τη σχέση του με το Β' Μακκαβαίων απ' το οποίο αντλεί πολύτιμο υλικό, ο χρόνος συγγραφής του τοποθετείται στο τέλος του Ιου π.Χ. ή πιθανότερο στις αρχές του Ιου μ.Χ. αιώνα.

 

Αποκάλυψις Βαρούχ (συριακή)

Η συριακή Αποκάλυψη Βαρούχ έχει ως θέμα την καταστροφή των Ιεροσολύμων του 586 π.Χ., στην πραγματικότητα όμως περιγράφει την άλωση της πρωτεύουσας κατά το 70 μ.Χ. Συνεπώς γράφτηκε μετά το 70 μ.Χ. και πιθανώς περί το 100 μ.Χ.

Το έργο, που έχει πολλά κοινά σημεία με το Δ' Έσδρα, περιέχει αποκαλύψεις περί της Σιών και του μέλλοντος και γράφτηκε για να παρηγορήσει το δοκιμαζόμενο λαό απ' τη ρωμαϊκή τυραννία. Ο συγγραφέ­ας του οραματίζεται την ανοικοδόμηση της Σιών, μια νέα καταστροφή και την τελική αποκατάσταση της κατά τους μεσσιανικούς χρόνους.

Το βιβλίο γράφτηκε πρωτοτυπως στην εβραϊκή, μεταφράστηκε στην ελληνική και από την ελληνική στη συριακή. Διασώθηκε ολόκληρο στη συριακή και αποσπασματικά στην ελληνική μετάφραση του.

Η συριακή Αποκάλυψη Βαρούχ είναι έργο αξιόλογο (όπως και το Δ' ' Εσδρα) για τη μελέτη του Ιουδαϊσμού της εποχής της Κ. Διαθήκης. Περιέχει διδασκαλίες περί θεού, Νόμου, Μεσσία, προπατορικού αμαρτήματος, ελευθερίας της βούλησης, έργων και κρίσης, συγγνώμης και ανάστασης.

 

Άποκάλυψις Βαρούχ (ελληνική)

Αν εξαιρέσουμε το πρώτο κεφάλαιο, όπου ο συγγραφέας θρηνεί την τύχη της Ιερουσαλήμ, στην ελληνική Αποκάλυψη του Βαρούχ περιγράφεται η μετάβαση του Βαρούχ στους ουρανούς και η επιστροφή του. Το έργο είναι ιουδαϊκής πιθανώς προέλευσης, υπέστη όμως χριστιανική επίδραση και μάλιστα γνωστική. Επειδή η ελληνική Αποκάλυψη του Βαρούχ προϋποθέτει τη συριακή, θα πρέπει να γράφτηκε μετά απ' αυτή και μάλιστα μετά το 130 μ.Χ. Σήμερα σώζεται σε ελληνική και σλαβονική μετάφραση.

 

Αναβατικόν Ησαΐου

Το Αναβατικό του Ησαΐα, το οποίο αποτελεί σύνθεση επιμέρους αφηγήσεων που αναφέρονται στον προφήτη Ησαΐα, διασώθηκε ολόκληρο στην αιθιοπική και αποσπασματικά στην ελληνική, λατινική και παλαιοσλα-βονική. Το όλο έργο αποτελείται από δύο μέρη.

1.  Στα   κεφ.   1-5,   με   αφορμή  την  αφήγηση   για  τη   θανάτωση  των προφητών από τον ασεβή βασιλιά Μανασσή (Δ' Βασ. 21,1-18), περιγράφεται το δια πριονισμού «μαρτύριον του ' Ησαΐου» (πρβλ. υπαινιγμό της παρά­δοσης στο Εβρ. 11,37). Το μέρος αυτό γράφτηκε κατά τους χρόνους της μακκαβαϊκής επανάστασης και πιθανώς στην εβραϊκή. Το απόσπασμα 3,13-4,18 αποτελεί ξεχωριστή ενότητα, γνωστή ως «Διαθήκη Έζεκίου». Γράφτηκε περί το 100 μ.Χ., γιατί προϋποθέτει το κήρυγμα του Χριστού.

2.  Στα   κεφ.   6-11   αφηγείται  ο   συγγραφέας  τη   μέχρι   του  έβδομου ουρανού «άνάβασιν» του Ησάία. Το μέρος αυτό χρονολογείται το 2ο μ.Χ. αιώνα.

 

Δ' "Εσδρας

• Ο απόκρυφος Δ' ' Εσδρας συγκαταλέγεται μεταξύ των κανονικών βιβλίων της Βουλγάτας και στον Κανόνα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, βρίσκεται μετά το Β' Έσδρα (= Α' Εσδρας ο ιερεύς των Ο').

Ο Δ' Εσδρας είναι αποκαλυπτικό έργο. Σε επτά οράματα ερμηνεύον­ται χωρία από το 7ο κεφάλαιο του Δανιήλ και συζητείται το πρόβλημα της θεοδικίας με ευρύτερες όμως προοπτικές για το μέλλον απ' ότι στο βιβλίο του !ώβ. Ο άγνωστος συγγραφέας του εμφανίζεται ως ενοραματική ψυχή με μεγάλη ποιητική δύναμη, συναισθηματισμό και αγωνία για τη δοκιμασία του λαού του. Το 14ο κεφάλαιο έχει διαφορετικό χαρακτήρα και αναφέρεται σε θέματα θεοπνευστίας και κανονικότητας των βιβλίων της Π. Διαθήκης.

Το έργο γράφτηκε πρωτοτύπως στην εβραϊκή γλώσσα περί το 100 μ.Χ., μεταφράστηκε στην ελληνική (χάθηκε) και απ' αυτή στη λατινική, αιθιοπική, αραβική, αρμενική, σαϊδική και γεωργιανή. Οι τόσες πολλές μεταφράσεις και η συμπαράθεση του έργου στη Βουλγάτα μεταξύ των κανονικών βιβλίων δείχνουν την εκτίμηση των Χριστιανών στο βιβλίο.

 

Ώδαί Σολομώντος

Οι Ωδές του Σολομώντα μας είναι γνωστές από παλαιούς καταλόγους της κανονικής συλλογής, από χειρόγραφα και από κοπτικά αποσπάσματα του (γνωστικού) έργου «Πίστις - Σοφία». Διασώθηκαν πλήρεις στη συριακή γλώσσα και αποσπασματικά στην κοπτική και στην ελληνική (11η ωδή). Οι Ωδές του Σολομώντα είναι πιθανώς γνωστική συλλογή, καταγόμενη απ' το 2ο μ.Χ. αιώνα.

 

Ώδαί

Σε ορισμένα χειρόγραφα της Μετάφρασης των Ο' (Α) και σε εκδόσεις του ελληνικού κειμένου, όπως π.χ. Α. ΚδΗΙίβ και Η.Β. δννείε, παρατίθεται μετά τους Ψαλμούς μια συλλογή με δεκατέσσερις ωδές. Τα ποιητικά αυτά κείμενα αντλούν τα περισσότερα θέματα τους απ' την Π. Διαθήκη και είναι κατά σειρά4 δύο ωδές του Μωυσή (Εξ.15,1-19 και Δευτ. 32,1-43), η προσευχή της Άννας, μητέρας του Σαμουήλ (Α' Βασ.2,1-10), οι προσευχές του Αββακούμ (Αββ.3,2-19), του Ησαΐα (Ησ.26,9-20), του Τωνά (Των.2,3-10) και Αζαρία (Δαν.3,26-45), ο ύμνος των τριών παίδων (Δαν.3,52-88), οι προσευχές Μαρίας της Θεοτόκου και Ζαχαρία (Λκ.1,46-55,68-79), η ωδή του Ησαΐα (Ησ.5,1-9), οι προσευχές του Εζεκία (Ησ.38,10-20), του Συμεών (Λκ.2,29-32) και ένας εωθινός ύμνος.

Η συλλογή αυτή, όπως και οι Ψαλμοί του Δαβίδ, χρησιμοποιείται από την Εκκλησία για τις λατρευτικές της ανάγκες.

Εκτός από τα παραπάνω απόκρυφα έργα υπάρχουν και άλλα, όπως η «Διαθήκη Σολομώντος» του Ιου μ.Χ. αιώνα, τα «Παραλειπόμενα Ιερεμίου του προφήτου» του 2ου μ.Χ. αιώνα, η «Διαθήκη Μώβ», του 2ου μ.Χ. αιώνα, «Μωσήφ και 'Ασενέθ» και άλλα.