ΑΠΟΚΡΥΦΑ ΒΙΒΛΙΑ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ

 

 

 ΒΙΟΣ ΑΔΑΜ ΚΑΙ ΕΥΑΣ- ΚΕΙΜΕΝΟ

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

Το παρόν κείμενο αποτελεί μετάφραση στα Νέα Ελληνικά της λατινικής "Ζωής του Αδάμ και της Εύας" και βασίζεται κυρίως στην αγγλική μετάφραση του R.H. Charles.

Το κείμενο στις αγκύλες […] προέρχεται από άλλα χειρόγραφα πλην του βασικού. Προτάσεις σε αγκύλες χωρισμένες από κάθετο […/…/…] υποδηλώνουν εναλλακτικό κείμενο στο ίδιο σημείο. Το κείμενο στις παρενθέσεις (…) δεν υπάρχει στο πρωτότυπο, αλλά εμφανίζεται για να γίνει σαφέστερη η μετάφραση.

Επίσης σε τρία σημεία έχει ενσωματωθεί στο κείμενο η μεσαιωνική Ιστορία του Τιμίου Σταυρού.

 

 

[1]

 

1

Όταν εκδιώχθηκαν από τον Παράδεισο, έφτιαξαν μια σκηνή και πέρασαν επτά ημέρες θρηνώντας και κλαίγοντας με μεγάλη θλίψη.

 

[2]

1

Αλλά μετά από επτά ημέρες άρχισαν να πεινάνε και ξεκίνησαν να ψάχνουν για τροφή, αλλά δε βρήκανε.

2

Τότε η Εύα είπε στον Αδάμ: "Κύριέ μου, πεινώ. Πήγαινε να βρεις κάτι να φάμε. Ίσως ο Κύριος ο Θεός να μας κοιτάξει με έλεος και να καλέσει πάλι στο μέρος όπου βρισκόμασταν προηγουμένως".

 

[3]

1

Και ο Αδάμ σηκώθηκε και περπάτησε για επτά ημέρες σε όλη τη γη και δε βρήκε φαγητό σαν αυτό στο οποίο ήταν συνηθισμένοι στον Παράδεισο.

2

Και η Εύα είπε στον Αδάμ: "Θα με σκοτώσεις; Αν πεθάνω ίσως ο Θεός ο Κύριος σε ξαναβάλει στον Παράδεισο, επειδή σε έδιωξε εξ αιτίας μου".

3

Απάντησε ο Αδάμ: "Εύα, μη λες τέτοια λόγια, αλλιώς ο Θεός μπορεί να μας ρίξει και άλλη κατάρα. Πώς θα μπορούσα να απλώσω το χέρι μου κατά της ίδιας μου της σάρκας; Όχι, ας σηκωθούμε και ας ψάξουμε να βρούμε κάτι για να ζήσουμε και να μη χάσουμε τη δύναμή μας".

 

[4]

1

Και περπάτησαν και έψαξαν για εννέα ημέρες και δε βρήκανε τροφή όπως εκείνη που είχαν στον Παράδεισο, αλλά βρήκαν μόνο τροφή για ζώα.

2

Και ο Αδάμ είπε στην Εύα: "Ο Κύριος έφτιαξε αυτό το φαγητό για ζώα και κτήνη, αλλά το δικό μας ήταν τροφή αγγέλων.

3

Αλλά είναι δίκαιο και σωστό να θρηνήσουμε ενώπιον του Θεού που μας έπλασε. Ας κάνουμε μετάνοια μεγάλη. Ίσως ο Κύριος μας λυπηθεί και μας δώσει κάτι για να ζήσουμε".

 

[5]

1

Και είπε η Εύα στον Αδάμ: "Τι είναι η μετάνοια; Πες μου, τι είδους μετάνοια πρέπει να κάνω; Ας μη κουράσουμε τους εαυτούς μας περισσότερο από όσο μπορούμε να αντέξουμε και από όσο χρειάζεται για να εισακούσει ο Κύριος τις προσευχές μας.

2

Διαφορετικά μπορεί να αποστρέψει το πρόσωπό Του από εμάς, επειδή δεν πραγματοποιήσαμε ό,τι υποσχεθήκαμε.

3

Κύριέ μου, πόση μετάνοια έχεις σκεφτεί να κάνεις; Διότι σου έχω επιφέρει θλίψη και προβλήματα".

 

[6]

1

Και ο Αδάμ είπε στην Εύα: "Εσύ δεν μπορείς να κάνεις όση εγώ, αλλά κάνε μόνο όσο έχεις δύναμη. Γιατί εγώ θα περάσω 40 ημέρες νηστεύοντας. Αλλά εσύ σήκω και πήγανε στον ποταμό Τίγρη και σήκωσε μια πέτρα και στάσου επάνω της μέσα στο ποτάμι με το νερό μέχρι το λαιμό σου. Και μην αφήσεις ομιλία να βγει από το στόμα σου, αφού είμαστε ανάξιοι να απευθυνθούμε στον Κύριο, γιατί τα χείλη μας είναι ακάθαρτα από το άνομο και απαγορευμένο δέντρο.

2

Και μείνε στο ποτάμι για 37 ημέρες. Αλλά εγώ θα μείνω 40 ημέρες στο νερό του Ιορδάνη και ίσως ο Κύριος ο Θεός μας λυπηθεί".

 

[7]

1

Και η Εύα πήγε μέχρι τον Τίγρη και έκανε ό,τι της είχε πει ο Αδάμ.

2

Ομοίως ο Αδάμ πήγε μέχρι τον Ιορδάνη και στάθηκε πάνω σε μια πέτρα με το νερό μέχρι το λαιμό του.

 

[8]

1

Και είπε ο Αδάμ: "Σου λέω, νερό του Ιορδάνη, θρήνησε μαζί μου και συγκέντρωσε σε μένα όλα τα πλάσματα που κολυμπάνε που βρίσκονται μέσα σου και ας με περικυκλώσουν και ας θρηνήσουν κι αυτά μαζί μου.

2

Ας μη θρηνήσουν για τους εαυτούς τους, αλλά για μένα. Γιατί δεν αμαρτήσανε αυτά, αλλά εγώ".

2

Αμέσως όλα τα ζωντανά πλάσματα ήρθαν και τον περικύκλωσαν και από εκείνη τη στιγμή τα νερά του Ιορδάνη έμειναν ακίνητα και σταμάτησαν να ρέουν.

 

[9]

1

Και πέρασαν 18 ημερες. Τότε ο Σατανάς οργίστηκε και μεταμορφώθηκε στη λαμπρότητα των αγγέλων και πήγε στον ποταμό Τίγρη στην Εύα.

2

Τη βρήκε να κλαίει και ο Διάβολος προσποιήθηκε πως θρηνούσε κι αυτός μαζί της και είπε: "Βγες από το ποτάμι και μην κλαις άλλο. Σταμάτα τη θλίψη και τους λυγμούς σου. Γιατί είστε ταραγμένοι, εσύ και ο άνδρας σου ο Αδάμ;

3

Ο Κύριος ο Θεός άκουσε τους θρήνους σας και δέχθηκε την μετάνοιά σας και όλοι οι άγγελοι ικέτευσαν για χάρη σας και ζήτησαν από το Θεό

4

και Εκείνος με έστειλε να σε βγάλω από το νερό και να σου δώσω την τροφή που είχατε και στον Παράδεισο και για την οποία οδύρεσαι.

5

Βγες λοιπόν από το νερό και θα σε πάω στο μέρος όπου έχει προετοιμαστεί το φαγητό σας".

 

[10]

1

Αλλά η Εύα τον άκουσε και τον πίστεψε και βγήκε από το νερό του ποταμού και η σάρκα της ήταν σαν το χορτάρι (που τρέμει) από το κρύο του νερού.

2

Και όταν βγήκε, έπεσε στο έδαφος και ο Διάβολος της σήκωσε και την οδήγησε στον Αδάμ.

3

Και όταν ο Αδάμ την είδε μαζί με το Διάβολο, έκλαψε και κραύγασε: "Ω, Εύα, Εύα, πού είναι οι καρποί της μετανοίας σου;

4

Πώς μπόρεσες να παγιδευτείς από τον αντίπαλό μας, εξ αιτίας του οποίου αποξενωθήκαμε από την κατοικία μας στον Παράδεισο και την πνευματική μας χαρά;"

 

[11]

1

Και όταν το άκουσε αυτό, η Εύα κατάλαβε πως ήταν ο Διάβολος που την έπεισε να βγει από το ποτάμι. Και έπεσε με το πρόσωπο στη γη και ο πόνος της και ο θρήνος της και ο κλαυθμός της διπλασιάστηκαν.

2

Και κραύγασε και είπε: "Ανάθεμά σε, Διάβολε. Γιατί μας πολεμάς χωρίς λόγο; Τι πρόβλημα έχεις μαζί μας; Τι σου έχουμε κάνει και μας κυνηγάς τόσο δόλια; Γιατί εκτείνεται και σε μας η κακία σου;

3

Μήπως σου αφαιρέσαμε τη δόξα σου και σε κάναμε να είσαι χωρίς τιμή. Γιατί μας διώκεις, ω εχθρέ, στο θάνατο με κακία και φθόνο;"

 

[12]

1

Και με έναν βαρύ αναστεναγμό ο Διάβολος είπε: "Ω, Αδάμ! Όλη μου η έχθρα, ο φθόνος και η θλίψη είναι για σένα, αφού εσύ φταις που αποχωρίστηκα από τη δόξα μου που είχα στους ουρανούς μεταξύ των αγγέλων και εξ αιτίας σου ρίχτηκα στη γη".

2

Ο Αδάμ απάντησε: "Τι σου έκανα;

3

Ποιο ήταν το σφάλμα μου εναντίον σου; Αφού δεν βλάφτηκες ή πληγώθηκες από εμάς, γιατί μας καταδιώκεις;"

 

[13]

1

Ο Διάβολος απάντησε: "Αδάμ, τι μου λες; Εξ αιτίας σου εκδιώχθηκα από εκεί.

2

Όταν πλάστηκες, εκδιώχθηκα από την παρουσία του Θεού και εξορίστηκα από τη συντροφία των αγγέλων. Όταν ο Θεός φύσηξε μέσα σου πνοή ζωής και το πρόσωπό σου και η μορφή σου έγινε καθ’εικόνα Θεού, ο Μιχαήλ σε έφερε και μας έκανε να σε λατρέψουμε ενώπιον του Θεού. Και ο Θεός ο Κύριος είπε: ‘Ιδού Αδάμ. Σε έφτιαξα κατ’εικόνα και καθ’ομοίωσή μας.’

 

[14]

1

Και ο Μιχαήλ πήγε και κάλεσε όλους τους αγγέλους λέγοντας: ‘Λατρέψτε την εικόνα του Θεού, όπως ο Κύριος ο Θεός διέταξε.’

2

Και ο Μιχαήλ ο ίδιος λάτρεψε πρώτος. Έπειτα με κάλεσε και είπε: ‘Λάτρεψε την εικόνα του Θεού του Όντος’

3

Και εγώ απάντησα: ‘Εγώ δε χρειάζεται να λατρέψω τον Αδάμ’. Και επειδή ο Μιχαήλ με πίεζε να λατρέψω, του είπα: ‘Γιατί με πιέζεις; Δε θα λατρέψω κάποιον κατώτερο από εμένα και πλασμένο αργότερα από εμένα. Στην Πλάση ήμουν πριν από αυτόν. Πριν πλαστεί εκείνος, είχα ήδη πλαστεί εγώ. Είναι καθήκον του να με λατρέψει.’

 

[15]

1

Όταν οι άγγελοι που διοικούσα το άκουσαν αυτό, αρνήθηκαν να τον λατρέψουν.

2

Και ο Μιχαήλ είπε: ‘Λάτρεψε την εικόνα του Θεού. Αν δεν λατρέψεις, θα οργιστεί μαζί σου.’

3

Και είπα: ‘Αν οργιστεί μαζί μου, θα βάλω το κάθισμά μου πάνω από τα αστέρια του ουρανού και θα είμαι όπως ο Ύψιστος.’

 

[16]

1

Και ο Κύριος ο Θεός οργίστηκε μαζί μου και με εξόρισε κι εμένα και τους αγγέλους μας από τη δόξα μας· και εξ αιτίας σου εκδιωχθήκαμε από τις κατοικίες μας και ριχθήκαμε κάτω στη γη.

2

Και αμέσως μας κατέλαβε η λύπη, επειδή είχαμε χάσει τόσο μεγάλη δόξα.

3

Και θρηνήσαμε όταν σε είδαμε μέσα σε τόση χαρά και πολυτέλεια.

4

Και με κόλπο ξεγέλασα τη γυναίκα σου και σε έκανα να εκδιωχθείς εξ αιτίας της από τη χαρά και την πολυτέλεια, όπως είχα κι εγώ εκδιωχθεί από τη δική μου δόξα".

 

[17]

1

Όταν ο Αδάμ άκουσε το Διάβολο να τα λέει αυτά, αναφώνησε με μεγάλη φωνή και είπε: "Ω Κύριε και Θεέ μου, η ζωή μου είναι στα χέρια Σου. Εκδίωξε μακριά μου αυτόν τον αντίπαλο που προσπαθεί να καταστρέψει την ψυχή μου και δώσε μου τη δόξα του που εκείνος έχασε".

2

Και εκείνη τη στιγμή ο Διάβολος εξαφανίστηκε.

3

Αλλά ο Αδάμ τήρησε τη μετάνοιά του μένοντας 40 συναπτές ημέρες στα νερά του Ιορδάνη.

 

[18]

1

Και η Εύα είπε στον Αδάμ: "Εύγε, κύριέ μου. Δεν έκανες ούτε το πρώτο, ούτε το δεύτερο σφάλμα. Αλλά εγώ έσφαλα και παραστράτησα επειδή δεν τήρησα την εντολή του Θεού. Και τώρα εκδίωξέ με από το φως της ζωής σου και εγώ θα πάω προς το ηλιοβασίλεμα και θα μείνω εκεί μέχρι να πεθάνω".

2

Και άρχισε να περπατά προς τα δυτικά μέρη και να θρηνεί πικρά και να βογκά δυνατά.

3

Κι έφτιαξε εκεί μία σκηνή, ενώ ήταν ήδη τριών μηνών έγκυος.

 

[19]

1

Και όταν πλησίαζε ο καιρός για να γεννήσει, άρχισε να πονά και φώναξε προς τον Κύριο και είπε:

2

"Ω Κύριε, δείξε έλεος, βοήθησέ με". Και δεν εισακούστηκε και το έλεος του Κυρίου δεν την περικύκλωσε.

3

Και σκέφτηκε: "Ποιος θα το πει στον κύριό μου, τον Αδάμ; Σας εκλιπαρώ, φωστήρες του ουρανού, όταν γυρίσετε στην ανατολή, δώστε ένα μήνυμα στον κύριό μου, τον Αδάμ".

 

[20]

1

Αλλά εκείνη την ώρα ο Αδάμ είπε: "Το παράπονο της Εύας έφτασε σε μένα. Ίσως ο Όφις της επιτέθηκε και πάλι".

2

Και πήγε και τη βρήκε με μεγάλες δυσκολίες. Και η Εύα είπε: "Από τη στιγμή που σε είδα, κύριέ μου, η πονεμένη μου ψυχή γαλήνεψε. Και τώρα προσευχήσου στον Κύριο το Θεό από μέρους μου, ώστε να σε εισακούσει και να με κοιτάξει και να με ελευθερώσει από τους φριχτούς πόνους μου".

3

Και ο Αδάμ προσευχήθηκε στον Κύριο για την Εύα.

 

[21]

1

Και ιδού, ήρθαν δώδεκα άγγελοι και δύο αρετές και στάθηκαν στα δεξιά και στα αριστερά της Εύας.

2

Και ο Μιχαήλ στεκόταν στα δεξιά και ακούμπησε το πρόσωπό του στο στήθος της και είπε στην Εύα: "Ευλογημένη είσαι Εύα, για χάρη του Αδάμ. Αφού οι προσευχές και οι παρακλήσεις του είναι μεγάλες, στάλθηκα για να δεχθείς τη βοήθειά μας. Σήκω τώρα και ετοιμάσου να γεννήσεις".

3

Και γέννησε έναν γιο και έλαμπε. Και αμέσως το μωρό σηκώθηκε και έτρεξε και πήρε ένα χορτάρι στα χέρια του και το έδωσε στη μητέρα του και το όνομα που του δόθηκε ήταν Κάιν.

 

[22]

1

Και ο Αδάμ πήρε την Εύα και το αγόρι και τους οδήγησε στην Ανατολή.

2

Και ο Κύριος ο Θεός έστειλε τον Μιχαήλ τον αρχάγγελο με διάφορους σπόρους και τους έδωσε στον Αδάμ και του έδειξε πώς να δουλεύει και να καλλιεργεί τη γη, ώστε να έχουν καρπούς για να ζήσουν αυτοί και όλες οι γενεές τους.

3

Γιατί έπειτα η Εύα συνέλαβε και γέννησε ένα γιο του οποίου το όνομα ήταν Άβελ· και ο Κάιν και ο Άβελ ζούσανε μαζί.

4

Και η Εύα είπε στον Αδάμ: "Κύριέ μου, ενώ κοιμόμουν, είδα σε ένα όνειρο το αίμα του γιου μας του Άβελ στο χέρι του Κάιν, που το έπινε λαίμαργα. Για αυτό το λόγο είμαι ανήσυχη".

5

Και ο Αδάμ είπε: "Μήπως ο Κάιν σκοτώσει τον Άβελ;! Ας τους χωρίσουμε και ας τους φτιάξουμε χωριστές κατοικίες".

 

[23]

1

Και έκαναν τον Κάιν γεωργό και τον Άβελ τον έκαναν βοσκό, ώστε να μείνουν χωριστά ο ένας από τον άλλο.

2

Και έπειτα ο Κάιν σκότωσε τον Άβελ, και ο Αδάμ ήταν 130 ετών και ο Άβελ δολοφονήθηκε όταν ήταν 122 ετών.

3

Και έπειτα ο Αδάμ γνώρισε τη γυναίκα του και απέκτησε ένα γιο και τον ονόμασε Σηθ.

 

[24]

1

Και ο Αδάμ είπε στην Εύα: "Ιδού, απέκτησα ένα γιο στη θέση του Άβελ που δολοφόνησε ο Κάιν".

2

Και αφού ο Αδάμ απέκτησε τον Σηθ, έζησε 800 χρόνια και απέκτησε 30 γιους και 30 κόρες· συνολικά 63 παιδιά. Και αυξήθηκαν πάνω στο πρόσωπο της γης στα έθνη τους.

 

[25]

1

Και ο Αδάμ είπε στον Σηθ: "Άκουσέ με, γιε μου Σηθ, καθώς θα σου περιγράφω ό,τι άκουσα και είδα αφού εγώ και η μητέρα σου εκδιωχθήκαμε από τον Παράδεισο.

2

Ενώ προσευχόμασταν, ήρθε σε μένα ο Μιχαήλ ο αρχάγγελος, ένας αγγελιοφόρος του Θεού.

3

Και είδα ένα άρμα σαν τον άνεμο και οι τροχοί του ήταν φλόγινες και αρπάχθηκα στον Παράδεισο της δικαιοσύνης και είδα τον Κύριο να κάθεται και το πρόσωπό του έβγαζε φλόγες που δεν ήταν ανεκτές. Και πολλές χιλιάδες αγγέλων ήταν στα δεξιά και στα αριστερά του άρματος.

 

[26]

1

Όταν το είδα αυτό, μπερδεύτηκα και με κατέλαβε τρόμος και έπεσα μπροστά στο Θεό με το πρόσωπο στη γη.

2

Και ο Θεός μου είπε: "Ιδού θα πεθάνεις, επειδή δεν τήρησες την εντολή του Θεού και άκουσες τη φωνή της γυναίκας σου, την οποία παρέδωσα στην εξουσία σου για να ελέγχεις με τη θέλησή σου. Την άκουσες και παρέβης τα λόγια μου".

 

[27]

1

Και όταν άκουσα αυτά τα λόγια του Θεού, έπεσα στο έδαφος και λάτρεψα το Θεό και είπα: "Κύριέ μου, Παντοδύναμε και Ελεήμονα Θεέ, Άγιε και Δίκαιε, μην αφήσεις το όνομα της ανάμνησης της μεγαλοπρέπειάς Σου να σβηστούν, αλλά μετέστρεψε την ψυχή μου, γιατί θα πεθάνω και η ανάσα μου θα βγει από το στόμα μου.

2

Μη με εκδιώξεις από την παρουσία Σου, εμένα που με έφτιαξες από τον πηλό της γης. Μην εκδιώξεις από τη χάρη Σου εκείνον που Εσύ έθρεψες".

3

Και ιδού! Προέκυψε μια λέξη για σένα και ο Κύριος μου είπε: "Από τότε που φτιάχτηκαν οι ημέρες σου, πλάστηκες με μια αγάπη για γνώση· για αυτό το λόγο κανένας από το σπόρο σου ποτέ δε θα επιλεγεί για να Με υπηρετήσει".

 

[28]

1

Και όταν άκουσα αυτά τα λόγια, ρίχτηκα στο έδαφος και λάτρεψα τον Κύριο το Θεό και είπα: "Εσύ είσαι ο αιώνιος και υπέρτατος Θεός και όλα τα πλάσματα σου αποδίδουν τιμή και δόξα.

2

Εσύ είσαι το αληθινό Φως που λάμπει περισσότερο από όλα τα φώτα, η Ζώσα Ζωή, η άπειρη παντοδύναμη Δύναμη. Σε Εσένα αποδίδουν τιμές και δόξα όλες οι πνευματικές δυνάμεις. Πράττεις επί της φυλής των ανθρώπων τον πλούτο του ελέους Σου".

3

Αφού λάτρεψα τον Κύριο, αμέσως ο Μιχαήλ, ο αρχάγγελος του Θεού, με άρπαξε από το χέρι και με έβγαλε έξω από τον Παράδεισο της Εμφανίσεως και εντολής του Θεού.

4

Και ο Μιχαήλ κρατούσε μία ράβδο στο χέρι και ακούμπησε τα νερά που βρίσκονταν γύρω από τον Παράδεισο και εκείνα πάγωσαν.

 

[29]

1

Και τα διέσχισα και μαζί μου τα διέσχισε και ο Μιχαήλ ο αρχάγγελος και με οδήγησε πίσω στο μέρος από όπου είχα αρπαγεί.

2

Άκουσε, γιε μου Σηθ, και τα υπόλοιπα από τα μυστικά και τα μυστήρια που θα συμβούν, τα οποία μου αποκαλύφθηκαν όταν έφαγα από το δέντρο της γνώσης και έμαθα και κατανόησα τι θα συμβεί σε αυτή την εποχή·

3

Τι σκοπεύει να κάνει ο Θεός στην πλάση του, στη φυλή των ανθρώπων [κατά τον καιρό που θα έρθει].

4

Ο Κύριος θα εμφανιστεί ως πύρινη φλόγα. [Από το στόμα της μεγαλοπρεπείας Του θα δώσει εντολές και διατάγματα / Από το στόμα Του θα βγει ένα δίκοπο ξίφος]. Και θα Τον καθαγιάσουν στον οίκο της κατοικίας της μεγαλοπρέπειάς Του και θα τους δείξει το θαυμαστό μέρος της μεγαλοπρέπειάς Του.

5

Και έπειτα θα χτίσουν έναν οίκο για τον Κύριο το Θεό τους στη γη [την οποία θα προετοιμάσει για αυτούς] και εκεί θα παραβούν τα διατάγματά Του και το άσυλό τους θα καεί και η γη τους θα ερημώσει και οι ίδιοι θα διασκορπιστούν· επειδή προκάλεσαν την οργή του Θεού.

6

Και ξανά [την τρίτη ημέρα / την έβδομη ημέρα] θα τους κάνει να συγκεντρωθούν πάλι πίσω από τη διασπορά τους και θα χτίσουν πάλι τον οίκο του Θεού· και στο τέλος ο οίκος του Θεού θα δοξαστεί περισσότερο από παλιά.

7

Και ξανά η ανηθικότητα θα ξεπεράσει τη αγιοσύνη. Και από εκεί και πέρα ο Θεός θα κατοικεί με τους ανθρώπους στη γη [με ορατή μορφή] και τότε η αγιοσύνη θα αρχίσει να λάμπει. Και ο οίκος του Θεού θα τιμηθεί εκείνη την εποχή και οι εχθροί τους δε θα μπορούν πια να βλάψουν τους ανθρώπους που πιστεύουν στο Θεό. Και ο Θεός θα συγκεντρώσει για τον Εαυτό Του έναν πιστό λαό, τον οποίο θα σώσει για όλη την αιωνιότητα και οι ασεβείς θα τιμωρηθούν από το Θεό το βασιλιά τους, οι άνθρωποι που αρνήθηκαν να αγαπήσουν το νόμο Του.

8

Ο ουρανός και η γη, οι νύχτες και οι μέρες και όλα τα πλάσματα θα Τον υπακούν και δε θα παραβαίνουν την εντολή Του, ούτε θα αλλάζουν τα έργα Του. Οι άνθρωποι που εγκαταλείπουν το νόμο του Κυρίου όμως θα αλλαχθούν.

9

Έτσι ο Κύριος θα εκδιώξει από Αυτόν τους φαύλους και οι δίκαιοι θα λάμπουν σαν τον ήλιο ενώπιον του Κυρίου. Και εκείνον τον καιρό οι άνθρωποι θα καθαρίζονται με νερό από τις αμαρτίες τους.

10

Αλλά αυτοί που δεν είναι πρόθυμοι να καθαρθούν με νερό θα καταδικάζονται. Και ευτυχής ο άνθρωπος που έχει διορθώσει την ψυχή του όταν θα συμβεί η Κρίση και το μεγαλείο του Θεού θα εμφανιστεί μεταξύ των ανθρώπων και οι πράξεις τους θα ελεγχθούν από το Θεό, τον δίκαιο κριτή.

 

[30]

1

Αφού ο Αδάμ είχε γίνει 930 ετών, επειδή γνώριζε ότι οι μέρες του τελείωναν, είπε στην Εύα: "Ας μαζευτούν όλοι οι γιοι μου σε μένα για να τους ευλογήσω πριν πεθάνω και να μιλήσω μαζί τους".

2

Και συγκεντρώθηκαν σε τρία μέρη ενώπιόν του, στον οίκο της προσευχής, όπου λάτρευαν τον Κύριο το Θεό. [Και ήταν 25.000 άνδρες χωρίς να μετρώνται οι γυναίκες και τα παιδιά].

3

[Και αφού συγκεντρώθηκαν έτσι, είπανε όλοι με μια φωνή] και τον ρώτησαν: "Τι σε απασχολεί, Πατέρα, και μας κάλεσες και γιατί είσαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι σου;"

4

Τότε ο Αδάμ απάντησε και είπε: "Γιοι μου, είμαι άρρωστος και πονάω". Και όλοι του οι γιοι του είπανε: Then Adam answered and said: "Τι σημαίνει, πατέρα, να είσαι άρρωστος και να πονας;"

 

[31]

1

Είπε τότε ο Σηθ, ο γιος του: "Ω κύριε, ίσως επιθυμείς τον καρπό του Παραδείσου που έτρωγες παλιά και για αυτό το λόγο είσαι θλιμμένος;

2

Πες μου και θα πάω στις κοντυνότερες πύλες του Παραδείσου και θα ρίξω χώμα στο κεφάλι μου και θα ριχτώ στο έδαφος μπροστά στις πύλες του Παραδείσου και θα θρηνήσω και θα ικετεύσω το Θεό με δυνατούς θρήνους· ίσως με ακούσει και στείλει τον άγγελό του για να μου φέρει τον καρπό που επιθυμείς".

3

Ο Αδάμ απάντησε και είπε: "Όχι, γιε μου, δεν είναι αυτό που επιθυμώ, αλλά νιώθω αδυναμία και μεγάλο πόνο στο κορμί μου". Ο Σηθ απάντησε: "Τι είναι πόνος, κύριέ μου και πατέρα; Έχω άγνοια· μην μας το κρύβεις και πες μας [για αυτό που αγνοούμε εντελώς].

 

[32]

1

Και ο Αδάμ απάντησε και είπε: "Ακούστε με, γιοι μου. Όταν ο Θεός μας έπλασε, εμένα και τη μητέρα σας, και μας έβαλε στον Παράδεισο και μας έδωσε κάθε καρποφόρο δέντρο για να τρώμε, έβαλε μια απαγόρευση επάνω μας σχετικά με το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού, το οποίο είναι στη μέση του παραδείσου: ‘Να μην το καταναλώσετε αυτό’

2

Αλλά ο Θεός έδωσε ένα μέρος του Παραδείσου σε μένα και ένα μέρος στη μητέρα σας: τα δέντρα στο ανατολικό τμήμα και το βόρειο [μέρος] που είναι προς τον βόρειο άνεμο τα έδωσε σε μένα· και στη μητέρα σας έδωσε το νότιο και το δυτικό μέρος.

 

[33]

1

Ο Κύριος ο Θεός επίσης μας έδωσε και δύο αγγέλους για να μας φυλάνε.

2

Έφτασε η ώρα που οι άγγελοι είχαν ανέβει για να λατρέψουν ενώπιον του Θεού. Και αμέσως ο Διάβολος ο αντίπαλος βρήκε μια ευκαιρία ενώ έλειπαν οι άγγελοι και πλάνεψε τη μητέρα σας για να φάει από το άνομο και απαγορευμένο δέντρο.

3

Και έφαγε και μου έδωσε και εμένα.

 

[34]

1

Και αμέσως ο Κύριος ο Θεός οργίστηκε μαζί μας και ο Κύριος μου είπε: ‘Επειδή εγκατέλειψες την εντολή μου και δε φύλαξες τα λόγια μου τα οποία σου επιβεβαίωσα, ιδού, θα καταφέρω στο σώμα σου 70 πληγές. Με διάφορους πόνους θα ταλαιπωρηθείς, ξεκινώντας από το κεφάλι σου και τα μάτια σου και τα αυτιά σου μέχρι τα νύχια των ποδιών σου και σε κάθε μέλος’. Αυτό το θεώρησε ισάξια τιμωρία σε πόνο (σε σχέση με την παρακοή μας) για τα δέντρα.

2

Όλα αυτά έστειλε ο Θεός σε εμένα και σε όλες τις γενεές μας".

 

[35]

1

Αυτό είπε ο Αδάμ στους γιους του και τον έπιασαν έντονοι πόνοι και αναφώνησε: "Τι θα κάνω; Είμαι τόσο δύστυχος που πονάω τόσο πολύ".

2

Και όταν τον είδε η Εύα να θρηνεί, άρχισε κι εκείνη να κλαίει και είπε: "Ω Κύριε και Θεέ μου, δώσε σε μένα τον πόνο του, γιατί εγώ ήμουν που αμάρτησα".

3

Και είπε η Εύα στον Αδάμ: "Κύριέ μου, δώσε μου ένα μέρος από τους πόνους σου, γιατί αυτό σου συμβαίνει εξ αιτίας μου".

 

[36]

1

Και ο Αδάμ είπε στην Εύα: "Σήκω και πήγαινε με το γιο μου τον Σηθ κοντά [στις πύλες] στον Παράδεισο και ρίξτε χώμα στα κεφάλια σας και ριχτείτε στο έδαφος και θρηνήστε ενώπιον του Θεού.

2

Ίσως σας λυπηθεί και στείλει τον άγγελό Του στο δέντρο του ελέους Του, από όπου ρέει το έλαιο της ζωής, και σας δώσει μια σταγόνα για να με χρίσετε και να αναπαυθώ από αυτούς τους πόνους που με κατατρώνε.".

 

[37]

1

Τότε ο Σηθ και η μητέρα του πήγανε προς τις πύλες του Παραδείσου. Και ενώ περπατάγανε, ξαφνικά ήρθε ένας θηριώδης όφις και επιτέθηκε και δάγκωσε τον Σηθ.

2

Και μόλις το είδε η Εύα, έκλαψε και είπε: "Ωιμέ!Είμαι καταραμένη επειδή δεν τήρησα την εντολή του Θεού".

3

Και η Εύα είπε στον Όφι με δυνατή φωνή: "Καταραμένο κτήνος! Πώς γίνεται και δε φοβάσαι να ριχτείς στην εικόνα του Θεού και να της επιτεθείς; Πώς επικράτησαν τα δόντια σου;"

 

[38]

1

Το θηρίο απάντησε με ανθρώπινη φωνή: "Εναντίον σου, Εύα, δεν είναι που κατευθύνεται η κακία μας; Μήπως δεν είσαι το αντικείμενο της οργής μας;

2

Πες μου, εύα, πώς άνοιξε το στόμα σου να φάει τον καρπό, που ο Κύριος ο Θεός σε πρόσταξε να μη φας;

3

Αλλά αν αρχίσω τώρα να σε ελέγχω, δε θα μπορέσεις να το αντέξεις;"

 

[39]

1

Τότε είπε ο Σηθ στο θηρίο: "Ο Θεός ας σε τιμωρήσει. Σιώπα, μείνε άφωνος, κλείσε το στόμα σου, καταραμένε εχθρέ της Αληθείας, αταξία της καταστροφής. Φύγε μακριά από την εικόνα του Θεού μέχρι την ημέρα που ο Κύριος ο Θεός θα σε διατάξει να εμφανιστείς για να δικαστείς".

2

Και το θηρίο είπε στον Σηθ: "ιδού, φεύγω από ενώπιον της εικόνας του Θεού, όπως είπες" Αμέσως εξαφανίστηκε η πληγή των δοντιών του από τον Σηθ.

 

[40]

1

Αλλά ο Σηθ και η μητέρα του περπάτησαν στις περιοχές του Παραδείσου και πήραν χώμα από τη γη και το έβαλαν στα κεφάλια τους.

1

Και έκλειναν τα πρόσωπά τους προς τη γη και άρχισαν να θρηνούν και να οδύρονται, εκλιπαρώντας τον Κύριο το Θεό να λυπηθεί τον πονεμένο Αδάμ και να στείλει τον άγγελό Του να τους δώσει έλαιο από το δέντρο του ελέους Του.

 

Τα κεφάλαια 41 και 42 θεωρείται ότι είναι
χριστιανική προσθήκη από το Ευαγγέλιο του Νικοδήμου

 

[41]

1

Αλλά ενώ προσεύχονταν και ικέτευαν για πολλές ώρες, ιδού, εμφανίστηκε ο άγγελος Μιχαήλ και τους είπε:

2

"Στάλθηκα σε εσάς από τον Κύριο. Εγώ είμαι ορισμένος από τον Κύριο για σώματα των ανθρώπων.

3

Σου λέω, Σηθ, άνθρωπε του Θεού, να μην κλαις, ούτε να προσεύχεσαι και να ζητάς το έλαιο του δέντρου του ελέους για να χρίσεις τον πατέρα σου, τον Αδάμ, για τους πόνους του σώματός του.

 

[42]

1

Γιατί σου λέω πως με κανένα τρόπο δε θα μπορέσεις να το λάβεις, μέχρι τις έσχατες ημέρες, αφού έχουν περάσει 5.500 χρόνια.

2

Τότε θα έρθει στη γη ο πιο αγαπητός βασιλιάς για να αναστήσει το σώμα του Αδάμ και μαζί του να αναστήσει και τα σώματα των νεκρών.

3

Ο ίδιος, ο Υιός του Θεού, όταν έρθει θα βαπτιστεί στο Ιορδάνη ποταμό και όταν βγει από τα νερά του Ιορδάνη, τότε θα χρίσει με το έλαιο του ελέους όλους όσους πιστεύουν σ’Αυτόν.

4

Και το έλαιο του ελέους θα υπάρχει από γενιά σε γενιά για όλους όσους είναι έτοιμοι να αναγεννηθούν μέσω νερού και Αγίου Πνεύματος στην αιώνιο ζωή.

5

Τότε ο πιο αγαπητός Υιός του Θεού, ο Χριστός, κατεβαίνοντας στη γη, θα οδηγήσει τον πατέρα σου τον Αδάμ στον Παράδεισο στο δέντρο του ελέους.

 

Τέλος χριστιανικής προσθήκης

 

[43]

1

Αλλά εσύ Σηθ πήγαινε στον πατέρα σου, τον Αδάμ, γιατί ήρθε το πλήρωμα του χρόνου της ζωής του. Σε έξι μέρες από σήμερα η ψυχή του θα βγει από το σώμα του και όταν θα έχει βγει θα δεις μεγάλα θαύματα στον ουρανό και τη γη και τους φωστήρες του ουρανού".

2

Με αυτά τα λόγια ο Μιχαήλ αμέσως έφυγε από τον Σηθ. Και η Εύα και ο Σηθ επέστρεψαν φέρνοντας μαζί τους [ένα μικρό κλαρί και] μυρωδικά βότανα, τα οποία ήταν νάρδος και κρόκος και καλάμι και κανέλα.

 

Ο ακόλουθος στίχος είναι μέρος της Ιστορίας του Τιμίου Ξύλου

3

Αμέσως ο άγγελος τον άφησε και πήγε στον Παράδεισο και έφερε ένα κλαδί από το δέντρο της γνώσης, για το οποίο ο Αδάμ και η Εύα εκδιώχθηκαν από τον Παράδεισο, και επέστρεψε και το έδωσε στον Σηθ και είπε: "Πήγαινέ το αυτό στον πατέρα σου για παρηγοριά και αναψυχή του σώματός του. Βιαστείτε γιατί αλλιώς θα αργήσετε. Πηγαίνετε στον πατέρα σου, αφού ο χρόνος της ζωής του έχει τελειώσει και επιπλέον σε έξι ημέρες η ψυχή του θα βγει από το σώμα του" … Πήραν μαζί τους ένα κλαδί και μυρωδικά, τα οποία ήταν νάρδος και κρόκος και καλάμι και κανέλα. Και συνέβη πως ενώ η Εύα και ο Σηθ διασχίζανε τα νερά του Ιορδάνη, ιδού, το κλαδί που τους είχε δώσει ο άγγελος έπεσε στο μέσο του ποταμού. Τότε ο Σηθ και η μητέρα του επέστρεψαν στον Αδάμ και του είπαν όλα όσα συνέβησαν.

 

[44]

1

Και όταν έφτασαν στον Αδάμ ο Σηθ και η μητέρα του, του είπαν [όλα όσα συνέβησαν στο δρόμο και του είπαν] πώς το θηρίο δάγκωσε το Σηθ.

2

Και ο Αδάμ είπε στην Εύα: "Τι έκανες; Μεγάλη πληγή έφερες επάνω μας, παρανομία και αμαρτία για όλες τις γενεές μας. Και αυτό που έκανες να το πεις στα παιδιά σου μετά το θάνατό μου.

3

[Γιατί αυτοί που θα προκύψουν από εμάς θα πασχίζουν και θα αποτυγχάνουν, αλλά θα έχουν έλλειψη και θα μας καταριούνται και θα λένε:

4

‘Όλα τα κακά μας έφεραν οι γονείς μας, που ήταν στην αρχή’.] Όταν άκουσε η Εύα αυτά τα λόγια, άρχισε να κλαίει και να οδύρεται.

 

Ο ακόλουθος στίχος είναι μέρος της Ιστορίας του Τιμίου Ξύλου

5

Και ο Αδάμ είπε στο γιο του, Σηθ: "Δε μου έστειλε ο άγγελος κάτι;" Ο Σηθ ήταν πολύ προβληματισμένος και εντελώς τρομοκρατημένος, αλλά δεν βρήκε αυτό που του είχε δώσει ο άγγελος και είπε στον πατέρα του: "Ο άγγελος σου έστειλε ένα κλαδί από τον Παράδεισο, το οποίο έπεσε στη μέση του Ιορδάνη ποταμού". Και ο πατέρας του είπε: "Πήγαινε, γιε μου, στο μέρος όπου έπεσε και φέρε μου το, για να το δω πριν πεθάνω και να σε ευλογήσει η ψυχή μου". Και ο Σηθ επέστρεψε στον ποταμό και βρήκε το κλαδί στη μέση του ποταμού να μην έχει μετακινηθεί καθόλου από το σημείο και ο Σηθ χάρηκε και το πήγε στον πατέρα του. Και ο Αδάμ το δέχτηκε [και το κοίταξε προσεκτικά] και πήρε μεγάλη χαρά και είπε: "Ιδού ο θάνατος και η ανάστασή μου". Και ζήτησε από τα παιδιά του να φυτέψουν το κλαδί στην κεφαλή του τάφου του.

 

[45]

1

Και όπως είχε πει από πριν ο Μιχαήλ, μετά από έξι μέρες ήρθε ο θάνατος του Αδάμ.

2

‘Οταν ο Αδάμ κατάλαβε πως η ώρα του θανάτου του είχε φτάσει, είπε σε όλα τα παιδιά του: "Ιδού, είμαι 930 ετών και αν πεθάνω, θάψτε με προς τον μεγάλο κήπο του Θεού κοντά [στην κατοικία Του / στα μέρη όπου κατοικεί]".

3

Και συνέβη πως με το που τελείωσε το λόγο του, παρέδωσε το πνεύμα.

 

[46]

1

Τότε ο ήλιος σκοτείνιασε και το φεγγάρι και τα αστέρια για επτά ημέρες και ο Σηθ αγκάλιασε το σώμα του πατέρα του και θρήνησε από πάνω του και η Εύα κοίταζε στο χώμα με τα χέρια διπλωμένα πάνω από το κεφάλι της και όλα της τα παιδιά κλάψανε πικρά.

2

Και ιδού, εμφανίστηκε ο Μιχαήλ ο άγγελος και στάθηκε δίπλα στο κεφάλι του Αδάμ και είπε στον Σηθ: "Σήκω από το σώμα του πατέρα σου και έλα σε μένα και δες τι έχει προετοιμάσει ο Κύριος ο Θεός για αυτόν.

3

Επειδή είναι πλάσμα Του και ο Θεός τον λυπήθηκε".

 

[47]

1

Και όλοι οι άγγελοι φυσήξαν τις σάλπιγγές τους και φώναξαν: "Ευλογημένος είσαι, ω Κύριε, γιατί ελέησες το πλάσμα Σου".

 

[48]

1

Τότε ο Σηθ είδε το χέρι του θεού απλωμένο να κρατά τον Αδάμ και τον περέδωσε στον Μιχαήλ λέγοντας:

2

"Ας είναι υπό την επιτήρησή σου σε τιμωρία μέχρι την ημέρα της Κρίσεως, όταν θα μετατρέψω τη θλίψη του σε χαρά.

3

Τότε θα καθίσει στο θρόνο εκείνου που τον επιβουλεύτηκε".

4

Και είπε πάλι ο Κύριος στους αγγέλους Μιχαήλ και Ουριήλ: "Φέρτε μου τρία λινά βυσσινιά σεντόνια και απλώστε τα πάνω από τον Αδάμ και άλλα λινά σεντόνια πάνω από τον Άβελ, το γιο του, και θάψτε τον Αδάμ και τον Άβελ, το γιο του".

5

Και όλες οι Δυνάμεις των αγγέλων παρήλασαν μπροστά από τον Αδάμ και ο ύπνος των νεκρών καθαγιάστηκε.

6

Και οι άγγελοι Μιχαήλ και Ουριήλ έθαψαν τον Αδάμ και τον Άβελ στα μέρη του Παραδείσου, ενώπιον του Σηθ και της μητέρας του [και κανενός άλλου] και ο Μιχαήλ και ο Ουριήλ είπαν:

7

"Όπως είδατε, με αυτό τον τρόπο να θάβεται τους νεκρούς σας".

 

Ο ακόλουθος στίχος είναι μέρος της Ιστορίας του Τιμίου Ξύλου

8

Και μετά από όλα αυτά, οι άγγελοι έφυγαν από εκείνον. Και ο Σηθ, ο πραγματικός γιος του, φύτεψε το κλαδί του δέντρου, όπως του είχε ζητήσει ο πατέρας του, στην κεφαλή του τάφου του. Και μεγάλωσε και έγινε ένα μεγάλο δέντρο. Μετά από πολύ καιρό βρέθηκε από τους κυνηγούς του Σολομώντα και του το φέρανε και ο ίδιος του απέδωσε πολλές τιμές. Και μετά καταστράφηκε εξ αιτίας της Βασίλισσας του Νότου, που ήρθε από τα πέρατα της γης για να δει τον Σολομώντα και να ακούσει τη σοφία του. Και της έδειξε όλα τα μυστικά του και επίσης το υπέροχο δέντρο που τιμώνταν στο ναό του. Μόλις εκείνη το είδε, προφήτεψε πως εξ αιτίας αυτού του δέντρου όλα τα βασίλεια και τα κάστρα και οι νόμοι των Ιουδαίων θα καταστρέφονταν. Όταν το άκουσε αυτό ο βασιλιάς, διέταξε να στολιστεί το δέντρο και χρυσό και ασήμι και πολύτιμες πέτρες και μετά ρίχτηκε στην κολυμβήθρα της Βηθεσδά, όπου έπειτα [επέπλευσε και] ο άγγελος που κατέβαινε και τάραζε τα νερά κάθε μέρα μέχρι κάποιος να γιατρευτεί στελνόταν από τον Χριστό τον ίδιο. Και έπειτα σε αυτό το δέντρο, στο μέρος που λέγεται Γολγοθάς, κρεμάστηκε Εκείνος στον κορμό του δέντρου, ώστε το αίμα του Λυτρωτή να ρεύσει πάνω στο κεφάλι εκείνου που δημιουργήθηκε πρώτος.

 

[49]

1

Έξι ημέρες αφού πέθανε ο Αδάμ, η Εύα κατάλαβαε πως θα πέθαινε και συγκέντρωσε όλους τους γιους και τις κόρες της, τον Σηθ με 30 αδελφούς και 30 αδελφές, και η Εύα είπε σε όλους:

2

"Ακούστε με, παιδιά μου, και θα σας πω τι μας είπε ο αρχάγγελος Μιχαήλ όταν εγώ και ο πατέρας σας παραβήκαμε την εντολή του Θεού:

3

‘Λόγω της παρακοής σας, ο Κύριός μας θα καταφέρει επί του γένους σας την οργή της κρίσεώς του, πρώτα με νερό και τη δεύτερη φορά με φωτιά. Με αυτές τις δύο (κρίσεις) ο Κύριος θα κρίνει όλο το ανθρώπινο γένος’.

 

[50]

1

Αλλά ακούστε με, παιδιά μου! Φτιάξτε πλάκες από πέτρα και άλλες από πηλό και γράψτε πάνω τους όλη τη ζωή μου κι εκείνη του πατέρα σας και όλα όσα ακούσατε και είδατε από εμάς.

2

Αν ο Κύριος κρίνει το γένος μας με νερό, οι πλάκες από πηλό θα διαλυθούν και οι πλάκες από πέτρα θα παραμείνουν. Αν με φωτιά, οι πέτρινες πλάκες θα σπάσουν, αλλά οι πήλινες πλάκες θα ψηθούν (και θα γίνουν σκληρές)".

3

Όταν η Εύα τα είπε όλα αυτά στα παιδιά της, άπλωσε τα χέρια της προς τον ουρανό προσευχόμενη και γονάτισε στη γη και ενώ λάτρευε τον Κύριο και τον ευχαριστούσε, παρέδωσε το πνεύμα της.

 

[51]

1

Έπειτα όλα τα παιδιά της την έθαψαν με δυνατούς θρήνους. Όταν την είχαν θρηνήσει για τέσσερις ημέρες, ο Μιχαήλ ο αρχάγγελος εμφανίστηκε και είπε στον Σηθ:

2

"Άνθρωπε του Θεού, να μη θρηνείτε τους νεκρούς σας για πάνω από έξι ημέρες, γιατί την έβδομη ημέρα υπάρχει το σύμβολο της ανάστασης και των μετέπειρα αιώνων. Την έβδομη ημέρα ο Κύριος ξεκουράστηκε από τα έργα Του.

3

[Πράγματι, η όγδοη ημέρα είναι του μέλλοντος και της αιώνιας ευδαιμονίας, κατά την οποία όλοι οι άγιοι θα βασιλέψουν εις τους αιώνας των αιώνων μαζί με τον ίδιο το Δημιουργό και Σωτήρα, ψυχή τε και σώματι, χωρίς να πεθαίνουν ποτέ ξανά. Αμήν.] Τότε ο Σηθ έφτιαξε τις πλάκες.

 

 

 

Το υπόλοιπο κείμενο περιέχει επιπλέον υλικό για τις πλάκες του Σηθ
και τη δημιουργία του Αδάμ, που είναι άσχετα με την κυρίως διήγηση.

 

[52]

1

Τότε ο Σηθ έφτιαξε [δύο] πλάκες από πέτρα και [δύο] πλάκες από πηλό [και επινόησε τα κεφαλαία γράμματα] και έγραψε επάνω τους τη ζωή του πατέρα του Αδάμ και της μητέρας του Εύας, που είχε ακούσει από εκείνους και που είχε δει με τα ίδια του τα μάτια και έβαλε τις πλάκες στη μέση του σπιτιού του πατέρα του, στο προσευχητάρι όπου προσευχόταν στο Θεό. Και μετά τον κατακλυσμό αυτές τις πλάκες τις είδαν πολλοί άνθρωποι, αλλά κανείς δεν μπορούσε να τις διαβάσει. Ωστόσο ο Σολομών, όντας σοφός, είδε τη γραφή και προσευχήθηκε στον Κύριο και ένας άγγελος του Κυρίου εμφανίστηκε λέγοντας: "Είμαι εκείνος που κρατούσε το χέρι του Σηθ, ώστε να γράψει με το δάχτυλό του αυτές τις πέτρες. Θα μάθεις αυτή τη γραφή και θα μάθεις και θα καταλάβεις αυτά που περιέχουν οι πέτρες και πού ήταν το προσευχητάρι όπου ο Αδάμ και η Εύα λάτρευαν τον Κύριο το Θεό. Εκεί πρέπει να χτίσεις το ναό του Κυρίου, που είναι ο οίκος της προσευχής". Τότε ο Σολομών ολοκλήρωσε το ναό του Κυρίου του Θεού και ονόμασε τις πέτρες αυτές "αχειλιακές" [που σημαίνει "γραμμένο χωρίς τη διδασκαλία λέξεων / που στα λατινικά σημαίνει "διδασκαλία γραμμένη χωρίς χείλια" / που στα λατινικά σημαίνει "πάπυροι γραμμένοι χωρίς τη διδασκαλία βιβλίων"] με το δάχτυλο του Σηθ, ενώ ο άγγελος του Κυρίου του κρατούσε το χέρι.

 

[53]

1

Σε μία από αυτές τις πέτρες βρέθηκε τι είπε ο Ενώχ, ο έβδομος από τον Αδάμ, για τον ερχομό του Χριστού: "Ιδού ο Κύριος θα έρθει [στο ιερό του / με τους αγίους στρατιώτες του / με τους στρατιώτες του / με τα άγιά του σύννεφα] για να αποδώσει κρίση σε όλους και να κατηγορήσει τους ασεβείς για τα έργα με τα οποία μιλήσανε για Αυτόν και [να αποδώσει κρίση] στους αμαρτωλούς, τους ασεβείς που μουρμουρίζουν, τους άθρησκους που έζησαν σύμφωνα με τις επιθυμίες τους και των οποίων τα στόματα μίλησαν με υπερηφάνεια. [Εκείνοι που τα στόματά τους μίλησαν με υπερηφάνεια θα πάνε στον Άδη, αλλά οι δίκαιοι σίγουρα θα μπούνε με χαρά στο βασίλειο του ουρανού.]

 

[54]

1

Ο Αδάμ μπήκε στον Παράδεισο μετά από 40 ημέρες και η Εύα μετά από 80. Ο Αδάμ ήταν στον Παράδεισο για 7 χρόνια την ημέρα που μετακίνησαν όλα τα θηρία.

 

[55]

1

Πρέπει να γίνει γνωστό πως το σώμα του Αδάμ πλάστηκε σε οκτώ μέρη. Το πρώτο μέρος ήταν χώμα από τη γη, από το οποίο φτιάχτηκε η σάρκα του και για αυτό ήταν οκνηρός. Το επόμενο μέρος ήταν από τη θάλασσα από την οποία φτιάχτηκε το αίμα του και για αυτό δεν είχε στόχους και τρεπόταν σε φυγή. Το τρίτο μέρος ήταν από τις πέτρες της γης από τις οποίες φτιάχτηκαν τα κόκκαλά του και για αυτό ήταν σκληρός και άπληστος. Το τέταρτο μέρος ήταν από τα σύννεφα από τα οποία φτιάχτηκαν οι σκέψεις του και για αυτό ήταν εγωιστής. Το πέμπτο μέρος ήταν από τον άνεμο από τον οποίο φτιάχτηκε η ανάσα του και για αυτό ήταν άστατος. Το έκτο μέρος ήταν από τον ήλιο από τον οποίο φτιάχτηκαν τα μάτια του και για αυτό ήταν όμορφος και λαμπερός. Το έβδομο μέρος ήταν από το φως του κόσμου από το οποίο φτιάχτηκε να είναι ευχάριστος και για αυτό κατείχε γνώση. Το όγδοο μέρος ήταν από το Άγιο Πνεύμα από το οποίο φτιάχτηκε η ψυχή του και από εκεί προέκυψαν οι επίσκοποι και οι ιερείς και όλοι οι άγιοι και εκλεκτοί του Θεού.

 

[56]

1

Πρέπει επίσης να γίνει γνωστό πως ο Θεός δημιούργησε και έπλασε τον Αδάμ στο μέρος όπου γεννήθηκε ο Ιησούς, δηλαδή στην πόλη της Βηθλεέμ, η οποία είναι το κέντρο της γης. Εκεί ο Αδάμ πλάστηκε από τις τέσσερις γωνίες της γης, όταν άγγελοι έφεραν χώμα της γης από τα μέρη της, συγκεκριμένα ο Μιχαήλ, ο Γαβριήλ, ο Ραφαήλ και ο Ουριήλ. Το χώμα ήταν λευκό και αγνό σαν τον ήλιο και είχε συγκεντρωθεί από τους τέσσερις ποταμούς, οι οποίοι είναι ο Γεών, ο Φισών, ο Τίγρις και ο Ευφράτης. Ο άνθρωπος πλάστηκε κατ’εικόνα του Θεού και φύσηξε στο πρόσωπό του πνοή ζωής, η οποία είναι η ψυχή. Γιατί όπως συγκεντρώθηκε από τους τέσσερις ποταμούς, έτσι έλαβε πνοή από τους τέσσερις ανέμους.

 

[57]

1

Όταν πλάστηκε ο Αδάμ και ακόμα δεν του είχε δοθεί όνομα, ο Κύριος είπε στους τέσσερις αγγέλους να ψάξουνε ένα όνομα για εκείνον. Ο Μιχαήλ πήγε στην ανατολή και είδε το ανατολικό άστρο, ονόματι Ανκολίμ [=Ανατολή], και πήρε το πρώτο του γράμμα. Ο Γαβριήλ πήγε στο νότο και είδε το νότιο αστέρι, ονόματι Δύσις, και πήρε το πρώτο του γράμμα. Ο Ραφαήλ πήγε στο βορρά και είδε το βόρειο αστέρι, ονόματι Άρθος [=Άρκτος] και πήρε το πρώτο του γράμμα. Ο Ουριήλ πήγε στα δυτικά και είδε το δυτικό αστέρι, ονόματι Μενκέμβριον [=Μεσημβρία] και πήρε το πρώτο του γράμμα. Όταν τα γράμματα συγκεντρώθηκαν, ο Κύριος είπε στον Ουριήλ: "διάβασε τα γράμματα αυτά". Κι εκείνος τα διάβασε και είπε "Αδάμ". Ο Κύριος είπε: "Έτσι θα είναι το όνομά του". Εδώ τελειώνει η ζωή του πρωτοπλάστου μας, του Αδάμ, και της γυναίκας του, της Εύας.