ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΙΩΒ- ΚΕΦ. 4-14

 

 

Ο ΙΩΒ ΚΑΙ ΟΙ 3 ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ- Ο ΠΡΩΤΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΤΗΣ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4- Ο ΕΛΙΦΑΖ ΕΠΙΠΛΗΤΤΕΙ ΤΟΝ ΙΩΒ

                                    Ο Ελιφάζ επιπλήττει τον Ιώβ

Ιώβ. 4,1            Ὑπολαβὼν δὲ Ἐλιφὰζ ὁ Θαιμανίτης λέγει·

Ιώβ. 4,1                     Ελαβε τότε τον λόγον ο Ελιφάζ, ο θαιμανίτης, και είπε·

Ιώβ. 4,2            μὴ πολλάκις σοι λελάληται ἐν κόπῳ; ἰσχὺν δὲ ῥημάτων σου τίς ὑποίσει;

Ιώβ. 4,2                    “μήπως πολλές φορές άλλοτε σου έχουν λεχθή σκληροί και οδυνηροί λόγοι; Τωρα όμως ποιός ημπορεί να ανεχθή τους βαρείς λόγους σου και να μη δώση απάντησιν;

Ιώβ. 4,3            εἰ γὰρ σὺ ἐνουθέτησας πολλοὺς καὶ χεῖρας ἀσθενοῦς παρεκάλεσας,

Ιώβ. 4,3                    Διότι εάν συ άλλοτε πολλούς είχες νουθετήσει με τους λόγους σου και χέρια αδυνάτων και αποκαρδιωμένων ενίσχυσες,

Ιώβ. 4,4            ἀσθενοῦντάς τε ἐξανέστησας ῥήμασι, γόνασί τε ἀδυνατοῦσι θάρσος περιέθηκας,

Ιώβ. 4,4                    τους αποκαμωμένους δε και αποκαρδιωμένους εσήκωσες επάνω θαρραλέως με τα λόγιά σου, και γόνατα παράλυτα από την απελπισίαν τα περιέβαλλες με θάρρος και δύναμιν,

Ιώβ. 4,5            νῦν δὲ ἥκει ἐπὶ σὲ πόνος καὶ ἥψατό σου, σὺ ἐσπούδασας.

Ιώβ. 4,5                    τώρα, που έχει έλθει επάνω σου ο πόνος και η οδύνη και σε έπληξαν αι συμφοραί, συ εταράχθης και έσπευσες να εκφρασθής οχι ορθώς.

Ιώβ. 4,6            πότερον οὐχ ὁ φόβος σού ἐστιν ἐν ἀφροσύνῃ καὶ ἡ ἐλπίς σου καὶ ἡ κακία τῆς ὁδοῦ σου;

Ιώβ. 4,6                    Τι τάχα συμβαίνει; Μηπως η παλαιά σου ευλάβεια και ο φόβος σου προς τον Θεόν παρεχώρησαν σήμερον την θέσιν των εις απερισκεψίαν; Και η ελπίς, που είχες προς τον Θεόν, δεν ήτο γνησία, όπως αποδεικνύεται από την σημερινήν ταλαιπωρίαν της ζωής σου; Η αμαρτία είναι αιτία των ταλαιπωριών μας.

Ιώβ. 4,7            μνήσθητι οὖν, τίς καθαρὸς ὢν ἀπώλετο ἢ πότε ἀληθινοὶ ὁλόῤῥιζοι ἀπώλοντο;

Ιώβ. 4,7                    Ενθυμήσου, άλλωστε, ποίος άνθρωπος καθαρός από αμαρτίαν εχαθη η πότε πραγματικώς οι αληθινά ενάρετοι άνθρωποι εξερριζώθησαν και εχάθησαν;

Ιώβ. 4,8            καθ᾿ ὃν τρόπον εἶδον τοὺς ἀροτριῶντας τὰ ἄτοπα, οἱ δὲ σπείροντες αὐτὰ ὀδύνας θεριοῦσιν ἑαυτοῖς.

Ιώβ. 4,8                    Μηπως ποτέ εχάθησαν οι ενάρετοι, όπως εγώ τουλάχιστον είδα να καταστρέφωνται μόνον εκείνοι, οι οποίοι σπείρουν ανομήματα και οι οποίοι θερίζουν καρπούς οδυνηρούς δια τον εαυτόν των.

Ιώβ. 4,9            ἀπὸ προστάγματος Κυρίου ἀπολοῦνται, ἀπὸ δὲ πνεύματος ὀργῆς αὐτοῦ ἀφανισθήσονται.

Ιώβ. 4,9                    Αυτοί, με το πρόσταγμα του Κυρίου θα απολεσθούν, από το φύσημα της δικαίας οργής του θα εξαφανισθούν.

Ιώβ. 4,10           σθένος λέοντος, φωνὴ δὲ λεαίνης, γαυρίαμα δὲ δρακόντων ἐσβέσθη·

Ιώβ. 4,10                  Και αν ακόμη έχουν την δύναμιν του λέοντος, θα καταστραφούν, διότι ο βρυχηθμός του λέοντος και η φωνή της λεαίνης και το τρομερόν ανατριχιαστικόν σφύριγμα των δρακόντων εσβέσθησαν και δεν τρομάζουν πλέον κανένα.

Ιώβ. 4,11           μυρμηκολέων ὤλετο παρὰ τὸ μὴ ἔχειν βοράν, σκύμνοι δὲ λεόντων ἔλιπον ἀλλήλους.

Ιώβ. 4,11                   Ο άγριος και ύπουλος μυρμηκολέων εχάθη, διότι δεν είχε τροφήν, τα δε μικρά των λεόντων, επειδή έπαυσαν οι γονείς των να τους φέρουν λείαν, διεσκορπίσθησαν.

Ιώβ. 4,12           εἰ δέ τι ῥῆμα ἀληθινὸν ἐγεγόνει ἐν λόγοις σου, οὐθὲν ἄν σοι τούτων κακὸν ἀπήντησε. πότερον οὐ δέξεταί μου τὸ οὖς ἐξαίσια παρ᾿ αὐτοῦ;

Ιώβ. 4,12                  Εάν, έστω, και ένας μόνον λόγος σου από όσους είπες ήτο αληθινός, καμμία συμφορά από αυτάς, που σε ευρήκαν, δεν θα σε προσέβαλε. Τι λοιπόν; Επρεπε η δεν έπρεπε να δεχθή το αυτί μου τα παράδοξα αυτά, που μου απεκαλύφθησαν από τον Κυριον;

Ιώβ. 4,13           φόβοι δὲ καὶ ἠχὼ νυκτερινή, ἐπιπίπτων φόβος ἐπ᾿ ἀνθρώπους,

Ιώβ. 4,13                   Φοβοι και κάποιος ήχος κατά το διάστημα της νυκτός μου συνέβησαν. Φοβος, ο οποίος επιπίπτει και τρομάζει συνήθως τους ανθρώπους.

Ιώβ. 4,14           φρίκη δέ μοι συνήντησε καὶ τρόμος καὶ μεγάλως μου τὰ ὀστᾶ διέσεισε,

Ιώβ. 4,14                  Φρίκη με κατέλαβε και τρόμος συνέσεισε και συνεκλόνισε πάρα πολύ τα κόκκαλά μου.

Ιώβ. 4,15           καὶ πνεῦμα ἐπὶ πρόσωπόν μου ἐπῆλθεν, ἔφριξαν δέ μου τρίχες καὶ σάρκες.

Ιώβ. 4,15                   Καποιο πνεύμα επέρασεν από εμπρός μου, αι τρίχες μου ανωρθώθησαν, έφριξεν σαρξ μου.

Ιώβ. 4,16           ἀνέστην, καὶ οὐκ ἐπέγνων· εἶδον, καὶ οὐκ ἦν μορφὴ πρὸ ὀφθαλμῶν μου, ἀλλ᾿ ἢ αὔραν καὶ φωνὴν ἤκουον·

Ιώβ. 4,16                  Εσηκώθην από τον ύπνον και δεν είδα τίποτε. Ηνοιξα διάπλατα τα μάτια μου, δια να ίδω, και δεν υπήρχε καμμία μορφή ενώπιόν μου. Ησθάνθην μόνον κάποιαν αύραν και ήκουσα κάποιαν φωνήν.

Ιώβ. 4,17           τί γάρ; μὴ καθαρὸς ἔσται βροτὸς ἐναντίον τοῦ Κυρίου ἢ ἀπὸ τῶν ἔργων αὐτοῦ ἄμεμπτος ἀνήρ;

Ιώβ. 4,17                   Και τι έλεγε; Μηπως υπάρχει άνθρωπος καθαρός από αμαρτίαν, ενώπιον του Κυρίου, η κανένας τελείως άμεμπτος εις όλα του τα έργα;

Ιώβ. 4,18           εἰ κατὰ παίδων αὐτοῦ οὐ πιστεύει, κατὰ δὲ ἀγγέλων αὐτοῦ σκολιόν τι ἐπενόησε,

Ιώβ. 4,18                  Εφ' όσον εις την αρετήν και αυτών ακόμη των υπηρετών του, των αγγέλων του, δεν έχει εμπιστοσύνην ο Θεός ότι, δηλαδή, θα του παραμείνουν αιωνίως σταθεροί εις την προς αυτόν υπακοήν, εις βάρος δε των αγγέλων του ευρήκε κάτι το αμαρτωλόν, εξ αιτίας του οποίου εκείνοι εξέπεσαν,

Ιώβ. 4,19           τοὺς δὲ κατοικοῦντας οἰκίας πηλίνας, ἐξ ὧν καὶ αὐτοὶ ἐκ τοῦ αὐτοῦ πηλοῦ ἐσμεν, ἔπαισεν αὐτοὺς σητὸς τρόπον·

Ιώβ. 4,19                  πόσω μάλλον στους ανθρώπους, οι οποίοι κατοικούν μέσα σε σπίτια κτισμένα από λάσπη και οι ίδιοι είναι πλασμένοι από λάσπη και φθείρονται, όπως τα ενδύματα, τα οποία κατατρώγει ο σκόρος;

Ιώβ. 4,20           καὶ ἀπὸ πρωΐθεν μέχρις ἑσπέρας οὐκέτι εἰσί, παρὰ τὸ μὴ δύνασθαι αὐτοὺς ἑαυτοῖς βοηθῆσαι ἀπώλοντο.

Ιώβ. 4,20                  Παντοτε επικρέμαται επάνω από αυτούς ο θάνατος. Δεν ημπορούν δε με την ιδικήν των δύναμιν, να διατηρηθούν εις την ζωήν ούτε μίαν ημέραν, από πρωΐας μέχρις εσπέρας, διότι είναι αδύνατοι και ανίκανοι να βοηθήσουν τον εαυτόν των και ετσι βαδίζουν προς την καταστροφήν.

Ιώβ. 4,21           ἐνεφύσησε γὰρ αὐτοῖς καὶ ἐξηράνθησαν, ἀπώλοντο παρὰ τὸ μὴ ἔχειν αὐτοὺς σοφίαν.

Ιώβ. 4,21                  Ο Κυριος έστειλεν εναντίον αυτών την ωργισμένην του πνοήν και εξηράνθησαν, όπως τα φυτά από τον καυστικόν λίβαν, εχάθησαν, διότι δεν είχον την κατά Θεόν σοφίαν”.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5- Ο ΕΛΙΦΑΖ ΕΠΙΠΛΗΤΤΕΙ ΤΟΝ ΙΩΒ

                                     Ο Ελιφάζ επιπλήττει τον Ιώβ

Ιώβ. 5,1            Ἐπικάλεσαι δέ, εἴ τίς σοι ὑπακούσεται, ἢ εἴ τινα ἀγγέλων ἁγίων ὄψῃ·

Ιώβ. 5,1                     Καλεσε εις βοήθειάν σου, εάν υπάρχη κάποιος, ο οποίος θα σε ακούση και θα σπεύση να σε βοηθήση, η εάν θα σο εμφανισθή κανένας από τους αγίους αγγέλους. Κανείς δεν θα έλθη, διότι ευρίσκεσαι εν τω αδίκω.

Ιώβ. 5,2            καὶ γὰρ ἄφρονα ἀναιρεῖ ὀργή, πεπλανημένον δὲ θανατοῖ ζῆλος,

Ιώβ. 5,2                    Τον ασύνετον και ασεβή τον φονεύει η ασυγκράτητος αγανάκτησίς του. Τον δε από την αμαρτίαν πλανώμενον τον θανατώνει ο φθόνος και το πάθος του.

Ιώβ. 5,3            ἐγὼ δὲ ἑώρακα ἄφρονας ῥίζαν βάλλοντας, ἀλλ᾿ εὐθέως ἐβρώθη αὐτῶν ἡ δίαιτα.

Ιώβ. 5,3                     Εγώ, βέβαια, έχω ίδει ανθρώπους, που ζουν εις αφροσύνην και αμαρτίαν, να ριζοβολούν και να ευδοκιμούν. Αλλά πολύ γρήγορα διεβρώθη και κατεστράφη η κατοικία των και η ζωη των.

Ιώβ. 5,4            πόῤῥω γένοιντο οἱ υἱοὶ αὐτῶν ἀπὸ σωτηρίας, κολαβρισθείησαν δὲ ἐπὶ θύραις ἡσσόνων, καὶ οὐκ ἔσται ὁ ἐξαιρούμενος·

Ιώβ. 5,4                    Δεν θα υπάρξη σωτηρία δια τα παιδιά των. Θα ποδοπατηθούν δε εμπρός εις τας πύλας ανθρώπων κατωτέρων και ασθενέστερων από αυτούς. Και δεν θα υπάρχη κανείς να τους γλυτώση από την συμφοράν και τον όλεθρον.

Ιώβ. 5,5            ἃ γὰρ ἐκεῖνοι συνήγαγον, δίκαιοι ἔδονται, αὐτοὶ δὲ ἐκ κακῶν οὐκ ἐξαίρετοι ἔσονται. ἐκσιφωνισθείη αὐτῶν ἡ ἰσχύς·

Ιώβ. 5,5                     Θα φύγουν από τα χέρια των, όσα οι ασεβείς συνεκέντρωσαν. Οι δίκαιοι θα τα φάγουν και θα τα απολαύσουν. Αυτοί δε οι ίδιοι οι ασεβείς δεν θα διαφύγουν τας συμφοράς. Η δύναμίς των και η δόξα των θα αναρροφηθή σαν από σίφωνα και θα εξαφανισθή

Ιώβ. 5,6            οὐ γὰρ μὴ ἐξέλθῃ ἐκ τῆς γῆς κόπος, οὐδὲ ἐξ ὀρέων ἀναβλαστήσει πόνος·

Ιώβ. 5,6                    Ο Θεός είναι, που αποστέλλει τας θλίψεις, διότι ποτέ δεν φυτρώνει μόνος του από την γην ο κόπος, ούτε από τα βουνά αυτομάτως βλαστάνει ο πόνος ωσάν το χορτάρι.

Ιώβ. 5,7            ἀλλὰ ἄνθρωπος γεννᾶται κόπῳ, νεοσσοὶ δὲ γυπὸς τὰ ὑψηλὰ πέτονται.

Ιώβ. 5,7                     Αλλά ο άνθρωπος εξ αιτίας της αμαρτωλότητος, που τον έχει δηλητηριάσει, γεννάται, δια να κοπιάζη και πονή, και μόνον οι νεοσσοί του γυπός πετούν υψηλά.

Ιώβ. 5,8            οὐ μὴν δὲ ἀλλὰ ἐγὼ δεηθήσομαι Κυρίου, Κύριον δὲ τῶν πάντων δεσπότην ἐπικαλέσομαι,

Ιώβ. 5,8                    Παρ' όλον όμως τούτο, εγώ αν περιπέσω εις θλίψιν, θα παρακαλέσω θερμώς τον Κυριον, ναι τον Κυριον και κυρίαρχον των πάντων θα επικαλεσθώ με θερμήν προσευχήν·

Ιώβ. 5,9            τὸν ποιοῦντα μεγάλα καὶ ἀνεξιχνίαστα, ἔνδοξά τε καὶ ἐξαίσια, ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός·

Ιώβ. 5,9                    αυτόν, ο οποίος πράττει μεγάλα, ανεξιχνίαστα και ανεξερεύνητα από την ανθρωπίνην διάνοιαν, ένδοξα και έκτακτα, των οποίων δεν υπάρχει αριθμός.

Ιώβ. 5,10           τὸν διδόντα ὑετὸν ἐπὶ τὴν γῆν, ἀποστέλλοντα ὕδωρ ἐπὶ τὴν ὑπ᾿ οὐρανόν·

Ιώβ. 5,10                   Αυτόν, ο οποίος χορηγεί την ευεργετικήν βροχήν εις την γην και αποστέλλει το ύδωρ εις όλην την υπ' ουρανόν.

Ιώβ. 5,11           τὸν ποιοῦντα ταπεινοὺς εἰς ὕψος, καὶ ἀπολωλότας ἐξεγείροντα·

Ιώβ. 5,11                   Ανορθώνει και τοποθετεί εις μέγα ύψος δόξης τους ταπεινούς ανθρώπους. Ανεγείρει και ενδυναμώνει αυτούς, που φαίνονται ότι είναι χαμένοι.

Ιώβ. 5,12           διαλλάσσοντα βουλὰς πανούργων, καὶ οὐ μὴ ποιήσουσιν αἱ χεῖρες αὐτῶν ἀληθές.

Ιώβ. 5,12                   Αυτόν, ο οποίος ματαιώνει και διαλύει τα πονηρά σχέδια των πανούργων ανθρώπων και των οποίων τα χέρια ποτέ δεν εκτείνονται, δια να πράξουν το αληθές, το σύμφωνον προς το θέλημα του Κυρίου.

Ιώβ. 5,13           ὁ καταλαμβάνων σοφοὺς ἐν τῇ φρονήσει, βουλὴν δὲ πολυπλόκων ἐξέστησεν·

Ιώβ. 5,13                   Αυτόν, που συλλαμβάνει τους καυχωμένους δια την σοφίαν των, ματαιώνει δε τα σχέδια και τας αποφάσεις των πονηρών ανθρώπων.

Ιώβ. 5,14           ἡμέρας συναντήσεται αὐτοῖς σκότος, τὸ δὲ μεσημβρινὸν ψηλαφήσαισαν ἴσα νυκτί.

Ιώβ. 5,14                   Και έτσι αυτοί ομοιάζουν προς εκείνους, που κατά την διάρκειαν της ημέρας καταλαμβάνονται από το σκότος, κατά δε την μεσημβρίαν ψηλαφούν, όπως κατά την νεφελώδη σκοτεινήν νύκτα.

Ιώβ. 5,15           ἀπόλοιντο δὲ ἐν πολέμῳ, ἀδύνατος δὲ ἐξέλθοι ἐκ χειρὸς δυνάστου·

Ιώβ. 5,15                   Θα νικηθούν και θα εξολοθρευθούν στον πόλεμόν των. Ο δε ασθενής και αδύνατος θα εξέλθη σώος και ελεύθερος από τα χέρια του τυράννου του.

Ιώβ. 5,16           εἴη δὲ ἀδυνάτῳ ἐλπίς, ἀδίκου δὲ στόμα ἐμφραχθείη.

Ιώβ. 5,16                   Ελπίς δι' αυτόν τον αδύνατον θα είναι ο Θεός, το δε συκοφαντικόν στόμα του αδίκου θα φραχθή και θα κλείση.

Ιώβ. 5,17           μακάριος δὲ ἄνθρωπος, ὃν ἤλεγξεν ὁ Κύριος, νουθέτημα δὲ Παντοκράτορος μὴ ἀπαναίνου·

Ιώβ. 5,17                   Τρισευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος, τον οποίον παιδαγωγικώς ετιμώρησεν ο Κυριος. Αυτήν δε την παιδαγωγίαν του Παντοκράτορος Κυρίου συ, ω άνθρωπε, μη την αποστραφής ποτέ.

Ιώβ. 5,18           αὐτὸς γὰρ ἀλγεῖν ποιεῖ καὶ πάλιν ἀποκαθίστησιν· ἔπαισε, καὶ αἱ χεῖρες αὐτοῦ ἰάσαντο.

Ιώβ. 5,18                   Ο Θεός, δια την πνευματικήν μας ωφέλειαν, μας κάμνει να πονούμεν, αλλά και πάλιν μας επαναφέρει εις την προτέραν ειρηνικήν κατάστασιν. Μας εκτύπησε με τας θλίψεις, αλλά με τα ίδια του τα χέρια μας εθεράπευσε.

Ιώβ. 5,19           ἑξάκις ἐξ ἀναγκῶν σε ἐξελεῖται, ἐν δὲ τῷ ἑβδόμῳ οὐ μὴ ἅψηταί σου κακόν.

Ιώβ. 5,19                   Πολλές φορές θα σε γλυτώση από τας ανάγκας και θλίψεις· και αν ακόμη επακολουθήσουν άλλαι, δεν θα σε εγγίση και δεν θα σε καταβάλη κάτι κακόν.

Ιώβ. 5,20           ἐν λιμῷ ῥύσεταί σε ἐκ θανάτου, ἐν πολέμῳ δὲ ἐκ χειρὸς σιδήρου λύσει σε.

Ιώβ. 5,20                  Εις καιρόν λιμού θα σε γλυτώση από τον εκ πείνης θάνατον και εις καιρόν πολέμου θα λύση τα σιδηρά δεσμά της αιχμαλωσίας από τα χέρια σου.

Ιώβ. 5,21           ἀπὸ μάστιγος γλώσσης σε κρύψει, καὶ οὐ μὴ φοβηθῇς ἀπὸ κακῶν ἐρχομένων.

Ιώβ. 5,21                   Θα σε προφυλάξη και θα σε σκεπάση από το μαστίγιον συκοφαντικής και αδίκου γλώσσης και δεν θα φοβηθής από οιονδήποτε επερχόμενον κακόν.

Ιώβ. 5,22           ἀδίκων καὶ ἀνόμων καταγελάσῃ, ἀπὸ δὲ θηρίων ἀγρίων οὐ μὴ φοβηθῇς·

Ιώβ. 5,22                  Θα γελάς με τας απειλάς και τα πονηρά σχέδια των αδίκων και των παρανόμων, διότι θα βλέπης πόσον αδύνατοι είναι αυτοί εμπρός στον παντοδύναμον Θεόν. Και από αυτά ακόμη τα άγρια θηρία δεν έχεις να φοβηθής τίποτε,

Ιώβ. 5,23           θῆρες γὰρ ἄγριοι εἰρηνεύσουσί σοι.

Ιώβ. 5,23                  διότι και τα αγρία θηρία θα είναι ειρηνικά μαζή σου.

Ιώβ. 5,24           εἶτα γνώσῃ ὅτι εἰρηνεύσει σου ὁ οἶκος, ἡ δὲ δίαιτα τῆς σκηνῆς σου οὐ μὴ ἁμάρτῃ.

Ιώβ. 5,24                  Επειτα δέ, εφ' όσον θα είσαι άνθρωπος του Θεού, θα μάθης εξ αυτών τούτων των πραγμάτων, ότι το σπίτι σου θα ζη εν ειρήνη, διότι θα έχη την ευλογίαν του Θεού. Και από το σπίτι σου δεν θα λείψη τίποτε από εκείνα, που χρειάζονται προς διατροφήν σου.

Ιώβ. 5,25           γνώσῃ δὲ ὅτι πολὺ τὸ σπέρμα σου, τὰ δὲ τέκνα σου ἔσται ὥσπερ τὸ παμβότανον τοῦ ἀγροῦ.

Ιώβ. 5,25                  Θα ίδης πολλούς απογόνους, τα δε παιδιά σου θα μεγαλώνουν, θα πληθύνονται, θα είναι θαλλερά ωσάν την πολυποίκιλον χλόην που φυτρώνει πολυπληθής στους αγρούς

Ιώβ. 5,26           ἐλεύσῃ δὲ ἐν τάφῳ ὥσπερ σῖτος ὥριμος κατὰ καιρὸν θεριζόμενος ἢ ὥσπερ θιμωνία ἅλωνος καθ᾿ ὥραν συγκομισθεῖσα.

Ιώβ. 5,26                  Θα έλθης δε στον τάφον όχι προώρα, αλλά εις γήρας βαθύ, ωσάν τον μεστωμένον σίτον, που θερίζεται στον καιρόν του, ωσάν την θημωνιάν του αλωνιού. Που συγκομίζεται εις την ώραν της.

Ιώβ. 5,27           ἰδοὺ ταῦτα οὕτως ἐξιχνιάσαμεν, ταῦτά ἐστιν ἃ ἀκηκόαμεν· σὺ δὲ γνῶθι σεαυτῶ εἴ τι ἔπραξας.

Ιώβ. 5,27                  Ιδού, αυτά έτσι τα ερευνήσαμεν και τα εμάθαμεν. Τα ιδια έχομεν ακούσει από τους προγόνους μας, από την παράδοσίν μας. Συ δε τώρα σκέψου τον εαυτόν σου και ερεύνησε, μήπως κάτι κακόν έπραξες.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6- Ο ΙΩΒ ΑΠΟΛΟΓΕΙΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΤΟΥ

                                     Ο Ιώβ απολογείται στους φίλους του

Ιώβ. 6,1            Ὑπολαβὼν δὲ Ἰὼβ λέγει·

Ιώβ. 6,1                     Επρεν ακολούθως τον λόγον ο Ιώβ και είπεν·

Ιώβ. 6,2            εἰ γάρ τις ἱστῶν στήσαι μου τὴν ὀργήν, τὰς δὲ ὀδύνας μου ἄραι ἐν ζυγῷ ὁμοθυμαδόν,

Ιώβ. 6,2                    “εάν κανείς θελήση να ζυγίση την θείαν εναντίον μου οργήν και μαζή με όλας τας οδύνας μου την τοποθετήση στον ένα δίσκον του ζυγού,

Ιώβ. 6,3            καὶ δὴ ἄμμου παραλίας βαρυτέρα ἔσται. ἀλλ᾿ ὡς ἔοικε τὰ ῥήματά μού ἐστι φαῦλα·

Ιώβ. 6,3                    εις δε τον άλλον την άμμον της θαλάσσής, θα έβλεπεν ότι η θεία οργή και αι θλίψεις μου είναι βαρύτεροι από την άμμον, που υπάρχει εις την παραλίαν της θαλάσσης. Φαίνεται όμως ότι τα λόγια των παραπόνων μου είναι απρεπή και άσεμνά.

Ιώβ. 6,4            βέλη γὰρ Κυρίου ἐν τῷ σώματί μού ἐστιν, ὧν ὁ θυμὸς αὐτῶν ἐκπίνει μου τὸ αἷμα· ὅταν ἄρξωμαι λαλεῖν, κεντοῦσί με.

Ιώβ. 6,4                    Τα βέλη όμώς του Κυρίου έχουν εμπηχθή στο σώμα μου και η δριμύτης των μου πίνει το αίμα. Οταν δε αρχίζω να ομιλώ, εκείνα με κεντούν οδινηρώς.

Ιώβ. 6,5            τί γάρ; μὴ διακενῆς κεκράξεται ὄνος ἄγριος, ἀλλ᾿ ἢ τὰ σῖτα ζητῶν; εἰ δὲ καὶ ῥήξει φωνὴν βοῦς ἐπὶ φάτνης ἔχων τὰ βρώματα;

Ιώβ. 6,5                    Τι λοιπόν; Μηπως, τάχα, ο άγριος όνος φωνάζει αναιτίως, πάρα μόνο εάν πεινά και ζητή την τροφήν του; Μηπως το βόϊδι αφήνει την ισχυράν κραυγή του, όταν υπάρχη η τροφή του εις την φάτνην του; Οχι.

Ιώβ. 6,6            εἰ βρωθήσεται ἄρτος ἄνευ ἁλός; εἰ δὲ καὶ ἔστι γεῦμα ἐν ῥήμασι κενοῖς;

Ιώβ. 6,6                    Μηπως τρώγετε ευχαρίστως ψωμί χωρίς άλατι; Οχι. Μηπως ημπορεί ποτέ να παρατεθή γεύμα με άδεια λόγια και χωρίς τρόφιμα;

Ιώβ. 6,7            οὐ δύναται γὰρ παύσασθαί μου ἡ ὀργή· βρόμον γὰρ ὁρῶ τὰ σῖτά μου ὥσπερ ὀσμὴν λέοντος·

Ιώβ. 6,7                    Λέγω αυτά, διότι δεν ημπορεί να εξαλειφθή η αηδία και η δυσφορία, που μου προκαλούν τα φαγητά. Σαν βρώμην, με την οποίαν τρέφονται τα ζώα και οχι άνθρωποι βλέπω τας τροφάς μου και η μυρωδιά των μου προκαλεί αηδίαν, όπως η δυσώδης αποφορά του λέοντος.

Ιώβ. 6,8            εἰ γὰρ δώῃ καὶ ἔλθοι μου ἡ αἴτησις, καὶ τὴν ἐλπίδα μου δώῃ ὁ Κύριος.

Ιώβ. 6,8                    Είθε να ευδοκήση ο Κυριος και εκπληρωθή το προ αυτόν αίτημά μου. Είθε να μου δώση ο Κυριος αυτό, που ποθώ και ελπίζω.

Ιώβ. 6,9            ἀρξάμενος ὁ Κύριος τρωσάτω με, εἰς τέλος δὲ μή με ἀνελέτω.

Ιώβ. 6,9                    Ο Κυριος, ο οποίος ήρχισε να με κτυπά με τας θλίψεις, ας με κτυπήση ακόμη εφ' όσόν το θέλει. Αλλάα ας μη μου στείλη εν τέλει τον θάνατον.

Ιώβ. 6,10           εἴη δέ μου πόλις τάφος, ἐφ᾿ ἧς ἐπὶ τειχέων ἡλλόμην ἐπ᾿ αὐτῆς, οὐ φείσομαι· οὐ γὰρ ἐψευσάμην ῥήματα ἅγια Θεοῦ μου.

Ιώβ. 6,10                  Είθε ο τάφος μου να είναι εντός της πόλεως, εις τα τείχη της οποίας ως παιδίον επηδούσα και έπαιζα. Δεν θα λυπηθώ τότε. Ζητώ τούτο, διότι δεν εφέρθην με δολιότητα απέναντι του Θεού, ούτε διέψευσα με παραβάσεις της ζωής μου τα άγια λόγια του.

Ιώβ. 6,11           τίς γάρ μου ἡ ἰσχύς, ὅτι ὑπομένω; ἢ τίς μου ὁ χρόνος, ὅτι ἀνέχεταί μου ἡ ψυχή;

Ιώβ. 6,11                   Επικαλούμαι τον θάνατον, διότι πόση και ποία είναι η δύναμις και η αντοχή μου, δια να υπομένω τόσα βάσανα; Επί πόσον χρόνον ακόμη η ψυχή μου θα ανέχεται την ταλαιπωρίαν αυτήν;

Ιώβ. 6,12           μὴ ἰσχὺς λίθων ἡ ἰσχύς μου; ἢ αἱ σάρκες μού εἰσι χάλκεαι;

Ιώβ. 6,12                  Μηπως, τάχα, ο δύναμίς μου έχει την αντοχήν των λίθων η αι σάρκες μου είναι καμωμένες από χαλκόν, ώστε να είναι αναίσθητοι στον πόνον;

Ιώβ. 6,13           ἢ οὐκ ἐπ᾿ αὐτῷ ἐπεποίθειν; βοήθεια δὲ ἀπ᾿ ἐμοῦ ἄπεστιν.

Ιώβ. 6,13                   Εις τον Κυριον δεν είχα έως τώρα στηρίξει την πεποίθησιν και την ελπίδα μου; Και όμως κάθε βοήθεια απεμακρύνθη από εμέ.

Ιώβ. 6,14           ἀπείπατό με ἔλεος, ἐπισκοπὴ δὲ Κυρίου ὑπερεῖδέ με.

Ιώβ. 6,14                  Ευσπλαγχνία εκ μέρους Θεού και ανθρώπων με απηρνήθη. Η δε στοργική επίσκεψις του Κυρίου με παρέβλεψε.

Ιώβ. 6,15           οὐ προσεῖδόν με οἱ ἐγγύτατοί μου· ὥσπερ χειμάῤῥους ἐκλείπων ἢ ὥσπερ κῦμα παρῆλθόν με.

Ιώβ. 6,15                   Και οι πλέον στενοί συγγενείς μου δεν έρριψαν ούτε ένα βλέμμα συμπαθείας εις εμέ. Επέρασαν από εμπρός μου σαν τον χείμαρρον, που φεύγει γρήγορα και εγκαταλείπει την κοίτην του. Ωσάν το κύμα με αντιπαρήλθον.

Ιώβ. 6,16           οἵτινές με διευλαβοῦντο, νῦν ἐπιπεπτώκασί μοι ὥσπερ χιὼν ἢ κρύσταλλος πεπηγώς·

Ιώβ. 6,16                  Εκείνοι που άλλοτε είχαν μεγάλον σεβασμόν και εκτίμησιν προς εμέ, με συνήντησαν τόσον κρύοι και παγωμένοι, όσον κρύο είναι το χιόνι και ο παγωμένος κρύσταλλος.

Ιώβ. 6,17           καθὼς τακεῖσα θέρμης γενομένης οὐκ ἐπεγνώσθη ὅπερ ἦν,

Ιώβ. 6,17                   Οπως όταν από την θερμότητα του ηλίου λυώνη το χιόνι και δεν φαίνεται τι ήτο αυτό προηγουμένως,

Ιώβ. 6,18           οὕτω κἀγὼ καταλείφθην ὑπὸ πάντων. ἀπωλόμην δὲ καὶ ἔξοικος ἐγενόμην.

Ιώβ. 6,18                  έτσι και εγώ εγκατελείφθην από όλους. Εχω χαθή πλέον δι' αυτούς και ευρίσκομαι μακράν από το σπίτι μου.

Ιώβ. 6,19           ἴδετε ὁδοὺς Θαιμανῶν, ἀτραποὺς Σαβῶν, οἱ διορῶντες·

Ιώβ. 6,19                  Ιδέτε τας πορείας των Θαιμανών, ιδέτε τας δυσβάτους ατραπούς των Σαβαίων, πως πορευόμενοι δια μέσου καυστικών ερήμων τόπων ποθούν δροσερόν ύδωρ. Ετσι και εγώ επόθησα ως δροσερόν ύδωρ την παρηγορίαν.

Ιώβ. 6,20           καὶ αἰσχύνην ὀφειλήσουσιν οἱ ἐπὶ πόλεσι καὶ χρήμασι πεποιθότες.

Ιώβ. 6,20                  Εκείνοι που στηρίζουν την πεποίθησίν των εις τας οχυράς πόλεις των και εις τα πλούτη των, θα πληρώσουν την πεποίθησιν των αυτήν με καταισχύνην.

Ιώβ. 6,21           ἀτὰρ δὲ καὶ ὑμεῖς ἐπέβητέ μοι ἀνελεημόνως, ὥστε ἰδόντες τὸ ἐμὸν τραῦμα φοβήθητε·

Ιώβ. 6,21                  Τωρα δε και σεις οι φίλοι μου έχετε επιτεθή εναντίον μου χωρίς οίκτον, χωρίς ευσπλαγχνίαν, ώστε όταν είδατε την συμφοράν μου, κατελήφθητε από φόβον και τρόμον.

Ιώβ. 6,22           τί γάρ; μή τι ἡμᾶς ᾔτησα ἢ τῆς παρ᾿ ὑμῶν ἰσχύος ἐπιδέομαι,

Ιώβ. 6,22                  Διατί αυτή η συμπεριφορά σας; Μηπως εγώ εζήτησα κάτι το υλικόν από σας, η ευρέθηκα εις ανάγκην και επεκαλέσθην την δύναμίν σας,

Ιώβ. 6,23           ὥστε σῶσαί με ἐξ ἐχθρῶν ἢ ἐκ χειρὸς δυναστῶν ῥύσασθαί με;

Ιώβ. 6,23                  ώστε να με σώσετε από τους εχθρούς μου η να με γλυτώσετε από τας χείρας των τυράννων;

Ιώβ. 6,24           διδάξατέ με, ἐγὼ δὲ κωφεύσω· εἴ τι πεπλάνημαι, φράσατέ μοι.

Ιώβ. 6,24                  Διδάξατέ με και πληροφορήσατέ με. Εγώ δε ωσάν κωφός δεν θα ανοίξω το στόμα μου. Εάν εις κάτι έχω πλανηθή, είπατέ το ελευθέρως.

Ιώβ. 6,25           ἀλλ᾿ ὡς ἔοικε, φαῦλα ἀληθινοῦ ῥήματα, οὐ γὰρ παρ᾿ ὑμῶν ἰσχὺν αἰτοῦμαι·

Ιώβ. 6,25                  'Αλλα, όπως φαίνεται, είναι απρεπή και άσχημα τα λόγια εκείνου, ο οποίος λέγει την αλήθειαν. Την αλήθειαν είπατε, διότι εγώ δεν ζήτω να με ενισχύσετε με την ιδικήν σας δύναμιν,

Ιώβ. 6,26           οὐδὲ ἔλεγχος ὑμῶν ῥήμασί με παύσει, οὐδὲ γὰρ ὑμῶν φθέγμα ῥήματος ἀνέξομαι.

Ιώβ. 6,26                  ούτε όμως και ο έλεγχος τον οποίον ενδεχομένως απευθύνετε προς εμέ θα σταματήση τα λόγια των παραπόνων μου. Ούτε ένα λόγον ελεγκτικόν θα ανεχθώ, εφ' όσον δεν επιμαρτυρείται από τα πράγματα.

Ιώβ. 6,27           πλὴν ὅτι ἐπ᾿ ὀρφανῷ ἐπιπίπτετε, ἐνάλλεσθε δὲ ἐπὶ φίλῳ ὑμῶν.

Ιώβ. 6,27                  Ετσι φερόμενοι επιτίθεσθε εναντίον μου, όπως εις ένα ανυπεράσπιστον ορφανόν παιδί. Με ορμήν πηδάτε εναντίον εμού του φίλου σας.

Ιώβ. 6,28           νυνὶ δὲ εἰσβλέψας εἰς πρόσωπα ὑμῶν οὐ ψεύσομαι.

Ιώβ. 6,28                  Τωρα δε ατενίζων σας κατά πρόσωπον, δεν θα είπω ψέματα, αλλά την αλήθειαν.

Ιώβ. 6,29           καθίσατε δὴ καὶ μὴ εἴη ἄδικον, καὶ πάλιν τῷ δικαίῳ συνέρχεσθε.

Ιώβ. 6,29                  Καθίσατε, λοιπόν, και μη εκτρέπεσθε εις αδίκους κρίσεις εναντίον μου,

Ιώβ. 6,30           οὐ γάρ ἐστιν ἐν γλώσσῃ μου ἄδικον· ἢ ὁ λάρυγξ μου οὐχὶ σύνεσιν μελετᾷ;

Ιώβ. 6,30                  διότι εις την γλώσσαν μου δεν υπάρχει τίποτε το άδικον. Μηπως, τάχα, ο λάρυγξ μου δεν λέγει, όσα ο νους μου με σύνεσιν μελετά και αποδέχεται;

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7- Ο ΙΩΒ ΠΑΡΑΚΑΛΑΕΙ ΤΟ ΘΕΟ ΝΑ ΔΩΣΕΙ ΤΕΛΟΣ ΣΤΑ ΒΑΣΑΝΑ ΤΟΥ

                                    Ο Ιώβ παρακαλάει το Θεό να δώσει τέλος στα βάσανά του

Ιώβ. 7,1            Πότερον οὐχὶ πειρατήριόν ἐστιν ὁ βίος ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ὥσπερ μισθίου αὐθημερινοῦ ἡ ζωὴ αὐτοῦ;

Ιώβ. 7,1                     Τι λοιπόν; Τοπος δοκιμασιών και θλίψεων δεν είναι ο βίος του ανθρώπου εδώ εις την γην, και η ζωή του δεν ομοιάζει με την κοπιώδη και ταλαιπωρημένην ζωήν ενός ημερομισθίου εργάτου;

Ιώβ. 7,2            ἢ ὥσπερ θεράπων δεδοικὼς τὸν Κύριον αὐτοῦ καὶ τετευχὼς σκιᾶς; ἢ ὥσπερ μισθωτὸς ἀναμένων τὸν μισθὸν αὐτοῦ;

Ιώβ. 7,2                    Η δεν είναι ο άνθρωπος σαν δούλος, που φοβείται τον Κυριον του και ο οποίος κάποιαν στιγμήν ευρήκε μίαν σκιάν, δια να αναπαυθή επ' ολίγον κάτω από αυτήν; Η δεν ομοιάζει με τον ημερομίσθιον εργάτην, ο οποίος περιμένει πότε να περάση η ημέρα της εργασίας του, δια να πάρη τον μισθόν του;

Ιώβ. 7,3            οὕτως κἀγὼ ὑπέμεινα μῆνας κενούς, νύκτες δὲ ὀδυνῶν δεδομέναι μοί εἰσιν.

Ιώβ. 7,3                     Ετσι και εγώ επέρασα μήνας πολλούς εις θλίψιν και οδύνην ματαίως αναμένων λύτρωσιν. Νυκτες δε γεμάτες από πόνους μου έχουν δοθή, αντί άλλης παρηγορίας.

Ιώβ. 7,4            ἐὰν κοιμηθῶ, λέγω· πότε ἡμέρα; ὡς δ᾿ ἂν ἀναστῶ, πάλιν· πότε ἑσπέρα; πλήρης δὲ γίνομαι ὀδυνῶν ἀπὸ ἑσπέρας ἕως πρωΐ.

Ιώβ. 7,4                    Οταν πίπτω να κοιμηθώ, λέγω πότε θα έλθη η ημέρα; Οταν δε εγείρωμαι από τον ύπνον, λέγω πάλιν, πότε θα έλθη η εσπέρα; Είμαι γεμάτος από οδύνας από το βράδυ έως το πρωϊ.

Ιώβ. 7,5            φύρεται δέ μου τὸ σῶμα ἐν σαπρίᾳ σκωλήκων, τήκω δὲ βώλακας γῆς ἀπὸ ἰχῶρος ξύων.

Ιώβ. 7,5                     Συμφύρεται και ζυμώνεται το σώμα μου με την σαπίλαν των σκωλήκων. Λυώνω δε σβώλους χώματα από τα αηδή υγρά, που ρέουν εκ των πληγών μου.

Ιώβ. 7,6            ὁ δὲ βίος μού ἐστιν ἐλαφρότερος λαλιᾶς, ἀπόλωλε δὲ ἐν κενῇ ἐλπίδι.

Ιώβ. 7,6                    Η ζωη μου φεύγει πολύ γρήγορα και χάνεται, σαν να ήταν ελαφρότερα από την ομιλίαν του ανθρώπου. Εχάθη μέσα εις ματαίας και απραγματοποίητους ελπίδας.

Ιώβ. 7,7            μνήσθητι οὖν ὅτι πνεῦμά μου ἡ ζωὴ καὶ οὐκέτι ἐπανελεύσεται ὀφθαλμός μου ἰδεῖν ἀγαθόν.

Ιώβ. 7,7                     Ενθυμήσου, λοιπόν, ότι η ζωη μου είναι σαν μία πνοή του ανέμου, που φεύγει γρήγορα. Οταν αποθάνω, δεν πρόκειται πλέον να επανέλθω έδω και να ίδη ο οφθαλμός μου τα αγαθά της γης.

Ιώβ. 7,8            οὐ περιβλέψεταί με ὀφθαλμὸς ὁρῶντός με· οἱ ὀφθαλμοί σου ἐν ἐμοί, καὶ οὐκέτι εἰμὶ

Ιώβ. 7,8                    Οταν αποθάνω, δεν θα με ίδη και δεν θα με περιεργασθή πλέον οφθαλμός ανθρώπου. Και οι ιδικοί σου οφθαλμοί, Κυριε, όταν με αναζητήσουν, δεν θα με εύρουν εδώ εις την γην. Διότι δεν θα υπάρχω πλέον εις αυτήν.

Ιώβ. 7,9            ὥσπερ νέφος ἀποκαθαρθὲν ἀπ᾿ οὐρανοῦ. ἐὰν γὰρ ἄνθρωπος καταβῇ εἰς ᾅδην, οὐκέτι μὴ ἀναβῇ,

Ιώβ. 7,9                    Θα ομοιάσω και θα έχω την τύχην του νέφους, το οποίον διαλύεται και εξαφανίζεται τελείως από τον ουρανόν. Διότι, όταν ο άνθρωπος αποθάνη και καταβή στον σκοτεινόν άδην, δεν θα αναβή ποτέ από εκεί.

Ιώβ. 7,10           οὐδ᾿ οὐ μὴ ἐπιστρέψῃ ἔτι εἰς τὸν ἴδιον οἶκον, οὐδ᾿ οὐ μὴ ἐπιγνῷ αὐτὸν ἔτι ὁ τόπος αὐτοῦ.

Ιώβ. 7,10                   Ούτε και θα επιστρέψη πλέον στο σπίτι του, ούτε δε θα τον ίδη ο τόπος, στον οποίον είχε ζήσει και κατοικήσει.

Ιώβ. 7,11           ἀτὰρ οὖν οὐδὲ ἐγὼ φείσομαι τῷ στόματί μου, λαλήσω ἐν ἀνάγκῃ ὤν, ἀνοίξω πικρίαν ψυχῆς μου συνεχόμενος.

Ιώβ. 7,11                   Τωρα, λοιπόν, και εγώ δεν θα λυπηθώ τα λόγια μου. Δεν θα περιφράξω το στόμα μου. Θα ομιλήσω, εις αυτήν την αγωνίαν της ψυχής ευρισκόμενος. Θα ανοίξω το στόμα μου και θα εκφράσω την πικρίαν της ψυχής μου, από την οποίαν κατέχομαι.

Ιώβ. 7,12           πότερον θάλασσά εἰμι ἢ δράκων, ὅτι κατέταξας ἐπ᾿ ἐμὲ φυλακήν;

Ιώβ. 7,12                   Μηπως, τάχα, είμαι θάλασσα, της οποίας τα κύματα απειλούν να κατακλύσουν την γην, η είμαι θαλάσσιος δράκων, που απειλεί με καταστροφήν τα ψάρια της θαλάσσης; Ερωτώ, διότι έβαλες επάνω μου σκληράν φρουράν, δια να αγρυπνή εις την συνέχισιν του πόνου και της οδύνης μου.

Ιώβ. 7,13           εἶπα ὅτι παρακαλέσει με ἡ κλίνη μου, ἀνοίσω δὲ πρὸς ἐμαυτὸν ἰδίᾳ λόγον τῇ κοίτῃ μου.

Ιώβ. 7,13                   Ενόμισα ότι η κλίνη μου θα κατεπράϋνε και θα παρηγορούσε τους πόνους μου, διότι εκεί στον εαυτόν μου επανερχόμενος και συγκεντρούμενος θα εύρισκα την παρηγορίαν μου.

Ιώβ. 7,14           ἐκφοβεῖς με ἐνυπνίοις καὶ ὁράμασί με καταπλήσσεις.

Ιώβ. 7,14                   Εάν όμως επ' ολίγον κοιμηθώ, με φοβίζεις με τρομακτικά ενύπνια. Με συγκλονίζεις και με συντρίβεις με φοβερούς εφιάλτας.

Ιώβ. 7,15           ἀπαλλάξεις ἀπὸ πνεύματός μου τὴν ψυχήν μου, ἀπὸ δὲ θανάτου τὰ ὀστᾶ μου·

Ιώβ. 7,15                   Αφαίρεσέ μου την αναπνοήν και απάλλαξέ με από αυτήν την ζωήν μου. Απάλλαξε δε από αυτόν τον καθημερινόν οδυνηρόν θάνατον τα κύκκαλά μου.

Ιώβ. 7,16           οὐ γὰρ εἰς τὸν αἰῶνα ζήσομαι, ἵνα μακροθυμήσω· ἀπόστα ἀπ᾿ ἐμοῦ, κενὸς γάρ μου ὁ βίος.

Ιώβ. 7,16                   Διότι δεν πρόκειται να ζήσω αιωνίως εδώ εις την γην, ώστε να υπομείνω την σημερινήν θλίψιν με την ελπίδα της λυτρώσεώς μου. Αφησέ με να αποθάνω τώρα. Η ζωη μου είναι άδεια και ανωφελής.

Ιώβ. 7,17           τί γάρ ἐστιν ἄνθρωπος ὅτι ἐμεγάλυνας αὐτὸν ἢ ὅτι προσέχεις τὸν νοῦν εἰς αὐτὸν

Ιώβ. 7,17                   Διότι τι είναι και τι αξίζει ο άνθρωπος, τον οποίον συ εδόξασες και στον οποίον με τόσην προσοχήν προσηλώνστον νουν;

Ιώβ. 7,18           ἢ ἐπισκοπὴν αὐτοῦ ποιήσῃ ἕως τὸ πρωΐ καὶ εἰς ἀνάπαυσιν αὐτὸν κρινεῖς;

Ιώβ. 7,18                   Προνοείς δι' αυτόν καθ' εκάστην από το βράδυ έως το πρωϊ και κρίνεις αυτόν άξιον αναπαύσεως;

Ιώβ. 7,19           ἕως τίνος οὐκ ἐᾷς με οὐδὲ προΐῃ με, ἕως ἂν καταπίω τὸν πτύελόν μου ἐν ὀδύνῃ;

Ιώβ. 7,19                   Εμέ όμως έως πότε δεν με αφήνεις να αποθάνω και δεν με απορρίπτεις στον άδην, αλλά με διατηρείς εις την ζωήν, μέχρις ότου στεγνώση και αυτό το στόμα μου από τον πόνον;

Ιώβ. 7,20           εἰ ἐγὼ ἥμαρτον, τί δυνήσομαι πρᾶξαι, ὁ ἐπιστάμενος τὸν νοῦν τῶν ἀνθρώπων; διατί ἔθου με κατεντευκτήν σου, εἰμὶ δὲ ἐπὶ σοὶ φορτίον;

Ιώβ. 7,20                  Εάν εγώ, Κυριε, ημάρτησα πές μου, τι πρέπει να κάμω, συ ο οποίος γνωρίζεις τας καρδίας των ανθρώπων; Διατί με τα κτυπήματά σου με κάμνεις να δυσφορώ και να παίρνω θέσιν σαν κατηγόρου εναντίον σου, να γίνωμαι δε εις σε καθημερινό φορτίον;

Ιώβ. 7,21           καὶ διατί οὐκ ἐποιήσω τῆς ἀνομίας μου λήθην καὶ καθαρισμὸν τῆς ἁμαρτίας μου; νυνὶ δὲ εἰς γῆν ἀπελεύσομαι, ὀρθρίζων δὲ οὐκέτι εἰμί.

Ιώβ. 7,21                   Διατί δεν ελησμόνησες και δεν διέγραψες τας ανομίας μου και δεν με εκαθάρισες από τας αμαρτίας μου; Εγώ τώρα θα επιστρέψω εις την γην, ει τον άδην και δεν θα σηκώνομαι πλέον πρωϊ, δια να προσεύχωμαι εις σε και να σε δοξολογώ”.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8- Ο ΒΑΛΔΑΔ ΕΠΙΠΛΗΤΤΕΙ ΤΟΝ ΙΩΒ ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΩΝΕΙ ΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

                                     Ο Βαλδάδ επιπλήττει τον Ιώβ και βεβαιώνει τη δικαιοσύνη του Θεού

Ιώβ. 8,1            Ὑπολαβὼν δὲ Βαλδὰδ ὁ Σαυχίτης λέγει·

Ιώβ. 8,1                     Ελαβε τον λόγον ο Βαλδάδ ο Σαυχίτης και απαντών στον Ιώβ είπεν·

Ιώβ. 8,2            μέχρι τίνος λαλήσεις ταῦτα, πνεῦμα πολυῤῥῆμον τοῦ στόματός σου;

Ιώβ. 8,2                    “έως πότε θα ομιλής κατ' αυτόν τον τρόπον και σαν ορμητικός άνεμος θα ξεχύνωνται τα λόγιά σου από το φλύαρον στόμα σου;

Ιώβ. 8,3            μὴ ὁ Κύριος ἀδικήσει κρίνων ἢ ὁ τὰ πάντα ποιήσας ταράξει τὸ δίκαιον;

Ιώβ. 8,3                    Μηπως ο Κυριος θα δειχθή άδικος εις τας κρίσστου η αυτός που εδημιούργησε τα πάντα, θα διαταράξη την ηθικήν τάξιν και το δίκαιον;

Ιώβ. 8,4            εἰ οἱ υἱοί σου ἥμαρτον ἐναντίον αὐτοῦ, ἀπέστειλεν ἐν χειρὶ ἀνομίας αὐτῶν.

Ιώβ. 8,4                    Εάν τα παιδιά σου ημάρτησαν ενώπιον του Κυρίου, διατί παραπονείσαι; Ο Θεός τους έστειλε την τιμωρίαν σύμφωνα με τας ανομίας, που διέπραξαν.

Ιώβ. 8,5            σὺ δὲ ὄρθριζε πρὸς Κύριον παντοκράτορα δεόμενος.

Ιώβ. 8,5                    Συ όμως πρέπει να σηκώνεσαι κάθε πρωϊ λίαν ενωρίς και να προσεύχεσαι προς Κυριον τον παντοκράτορα.

Ιώβ. 8,6            εἰ καθαρὸς εἶ καὶ ἀληθινός, δεήσεως ἐπακούσεταί σου, ἀποκαταστήσει δέ σοι δίαιταν δικαιοσύνης·

Ιώβ. 8,6                    Εάν είσαι καθαρός και απηλλαγμένος από τας αμαρτίας πραγματικά ευσεβής άνθρωπος, ο Θεός εν τη δικαιοσύνη του θα σε αποκαταστήση και θα σου αποδώση τα αγαθά σου.

Ιώβ. 8,7            ἔσται οὖν τὰ μὲν πρῶτά σου ὀλίγα, τὰ δὲ ἔσχατά σου ἀμύθητα.

Ιώβ. 8,7                    Ετσι δε η προηγουμένη ζωη σου και τα προηγούμενα αγαθά σου θα είναι ολίγα εν συγκρίσει προς εκείνα τα οποία θα σου δώση κατόπιν ο Θεός και τα οποία θα είναι αδιήγητα.

Ιώβ. 8,8            ἐπερώτησον γὰρ γενεὰν πρώτην, ἐξιχνίασον δὲ κατὰ γένος πατέρων·

Ιώβ. 8,8                    Ρωτησε περί αυτών, που σου λέγω, την προγενεστέραν γενέαν μας. Εξέτασε και εξιχνίασε με προσοχήν μίαν εκάστην των γενεών των πιο απομεμακρυσμένων προγόνων μας,

Ιώβ. 8,9            χθιζοὶ γάρ ἐσμεν καὶ οὐκ οἴδαμεν, σκιὰ γάρ ἐστιν ἡμῶν ἐπὶ τῆς γῆς ὁ βίος.

Ιώβ. 8,9                    διότι ημείς είμεθα χθεσινοί άνθρωποι και επομένως δεν γνωρίζομεν πολλά. Σκια είναι η ζωή μας εδώ εις την γην και παρέρχεται ταχέως.

Ιώβ. 8,10           ἦ οὐχ οὗτοί σε διδάξουσι καὶ ἀναγγελοῦσι καὶ ἐκ καρδίας ἐξάξουσι ῥήματα;

Ιώβ. 8,10                  Οι πρόγονοί μας αυτοί δεν είναι εκείνοι, που θα σε διδάξουν τη αλήθειαν και θα σου αναγγείλουν συνετά πράγματα, βγαλμένα από τας καρδίαι των;

Ιώβ. 8,11           μὴ θάλλει πάπυρος ἄνευ ὕδατος ἢ ὑψωθήσεται βούτομον ἄνευ πότου;

Ιώβ. 8,11                   Μηπως το παπύρι βάλλει και αναπτύσσεται χωρίς νερό η μήπως το ψαθί αυξάνει χωρίς να πίνη νερό;

Ιώβ. 8,12           ἔτι ὂν ἐπὶ ῥίζης καὶ οὐ μὴ θερισθῇ, πρὸ τοῦ πιεῖν πᾶσα βοτάνη οὐχὶ ξηραίνεται;

Ιώβ. 8,12                  Ασφαλώς θα ξηρανθή, ενώ ακόμη ευρίσκεται εις την ρίζαν του, πριν θερισθή εφ' όσον δεν ποτίζεται. Το ίδιο και κάθε φυτόν δεν ξηραίνεται χωρίς το νερό;

Ιώβ. 8,13           οὕτως τοίνυν ἔσται τὰ ἔσχατα πάντων τῶν ἐπιλανθανομένων τοῦ Κυρίου· ἐλπὶς γὰρ ἀσεβοῦς ἀπολεῖται.

Ιώβ. 8,13                   Αυτή θα είναι η τύχη και αυτά θα είναι τα τελευταία όλων των ανθρώπων, οι οποίοι λησμονούν τον Κυριον. Διότι η ελπίς του ασεβούς επάνω εις τα υλικά αγαθά και εις την δύναμίν του χάνεται.

Ιώβ. 8,14           ἀοίκητος γὰρ αὐτοῦ ἔσται ὁ οἶκος, ἀράχνη δὲ αὐτοῦ ἀποβήσεται ἡ σκηνή.

Ιώβ. 8,14                  Ακατοίκητον θα μείνη το σπίτι του, σαν την αράχνην θα καταντήση η σκηνή και η κατοικία του.

Ιώβ. 8,15           ἐὰν ὑπερείσῃ τὴν οἰκίαν αὐτοῦ, οὐ μὴ στῇ· ἐπιλαβομένου δὲ αὐτοῦ, οὐ μὴ ὑπομείνῃ·

Ιώβ. 8,15                   Εάν θελήση να βάλη αντερείσματα, δια να στηρίξη την οικίαν του, δεν θα σταθή. Εάν απλώση τα χέρια του και θελήση να την βαστάξη, δεν θα μπορέση να την κρατήση· θα πέση.

Ιώβ. 8,16           ὑγρὸς γάρ ἐστιν ὑπὸ ἡλίου, καὶ ἐκ σαπρίας αὐτοῦ ὁ ῥάδαμνος αὐτοῦ ἐξελεύσεται.

Ιώβ. 8,16                  Ο τρυφερός βλαστός, ο οποίος ευρίσκεται υπό την ευεργετικήν επίδρασιν του ηλίου, φυτρώνει τρεφόμενος από την αποσύνθεσιν του παλαιού φυτού.

Ιώβ. 8,17           ἐπὶ συναγωγὴν λίθων κοιμᾶται, ἐν δὲ μέσῳ χαλίκων ζήσεται.

Ιώβ. 8,17                   Εχει ζωτικότητα, ώστε αναπτύσσεται εν μέσω λίθων και ανάμεσα από χαλίκια θα ζήση.

Ιώβ. 8,18           ἐὰν καταπίῃ, ὁ τόπος ψεύσεται αὐτόν· οὐχ ἑώρακας τοιαῦτα,

Ιώβ. 8,18                  Εάν όμως κάποια άλλη δύναμις καταστρέψη τον βλαστόν, ο τόπος του δεν θα τον αναγνώριση ούτε θα τον ενθυμηθή πλέον. Δεν τα είδες και δεν τα έμαθες αυτά;

Ιώβ. 8,19           ὅτι καταστροφὴ ἀσεβοῦς τοιαύτη, ἐκ δὲ γῆς ἄλλον ἀναβλαστήσει.

Ιώβ. 8,19                  Οτι, δηλαδή, τέτοια θα είναι και η καταστροφή του ασεβούς ανθρώπου και άλλος θα αναβλαστήση και θα έλθη κατόπιν στον τόπον του;

Ιώβ. 8,20           ὁ γὰρ Κύριος οὐ μὴ ἀποποιήσεται τὸν ἄκακον, πᾶν δὲ δῶρον ἀσεβοῦς οὐ δέξεται.

Ιώβ. 8,21                  Το στόμα των ευσεβών ανθρώπων, των ακεραίων και ενάρετων, θα γέμιση από γέλια και χαρές, τα δε χείλη των από δοξολογίας και ευχαριστίας προς τον Κυριον.

Ιώβ. 8,21           ἀληθινῶν δὲ στόμα ἐμπλήσει γέλωτος, τὰ δὲ χείλη αὐτῶν ἐξομολογήσεως·

Ιώβ. 8,20                  Ο Κυριος όμως δεν θα αρνηθή και δεν θα αποκηρύξη ποτέ τον αθώον. Εξ αντιθέτου κανένα δώρον ασεβούς δεν θα δεχθή.

Ιώβ. 8,22           οἱ δὲ ἐχθροὶ αὐτῶν ἐνδύσονται αἰσχύνην, δίαιτα δὲ ἀσεβοῦς οὐκ ἔσται.

Ιώβ. 8,22                  Οι εχθροί των θα φορέσουν σαν ένδυμα καταισχύνην και εξευτελισμόν, κατοικία δεν θα υπάρχη δια τους ασεβείς.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9- Ο ΙΩΒ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ, ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ

ΚΑΙ ΤΗ ΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

                                     Ο Ιώβ αναγνωρίζει τη δικαιοσύνη, τη δύναμη και τη σοφία του Θεού

Ιώβ. 9,1            Ὑπολαβὼν δὲ Ἰὼβ λέγει·

Ιώβ. 9,1                     Ελαβε τον λόγον ο Ιώβ και είπεν·

Ιώβ. 9,2            ἐπ᾿ ἀληθείας οἶδα, ὅτι οὕτως ἐστί· πῶς γὰρ ἔσται δίκαιος βροτὸς παρὰ Κυρίῳ;

Ιώβ. 9,2                    “αναγνωρίζω πολύ καλά και ομολογώ ότι έτσι έχουν τα πράγματα. Διότι πως είναι δυνατόν ένας θνητός άνθρωπος να είναι αναμάρτητος και δίκαιος ενώπιον του Κυρίου;

Ιώβ. 9,3            ἐὰν γὰρ βούληται κριθῆναι αὐτῷ, οὐ μὴ ὑπακούσῃ αὐτῷ, ἵνα μὴ ἀντείπῃ πρὸς ἕνα λόγον αὐτοῦ ἐκ χιλίων·

Ιώβ. 9,3                    Εάν δε κανείς αρνηθή αυτήν την πραγματικότητα και θελήση να έλθη εις αντιδικιάν με τον Κυριον, δεν θα είναι εις θέσιν να αποκριθή και να φέρη αντίρρησιν ούτε εις ένα από τους χιλίους λόγους, που θα είπη εις κατηγορίαν του ο Κυριος.

Ιώβ. 9,4            σοφὸς γάρ ἐστι διανοίᾳ, κραταιός τε καὶ μέγας. τίς σκληρὸς γενόμενος ἐναντίον αὐτοῦ ὑπέμεινεν;

Ιώβ. 9,4                    Αναυδος θα μείνη ο άνθρωπος, διότι ο Κυριος είναι ο πάνσοφος κατά τον νουν, παντοδύναμος και μέγας. Ποιός ποτέ, σκληρύνας τον εαυτόν του και αντιταχθείς προς τον Θεόν, ημπόρεσε να βαστάση την οργιών του;

Ιώβ. 9,5            ὁ παλαιῶν ὄρη καὶ οὐκ οἴδασιν, ὁ καταστρέφων αὐτὰ ὀργῇ·

Ιώβ. 9,5                    Αυτός είναι που παλαιώνει και αχρηστεύει τα όρη, χωρίς εκείνα να αντιληφθούν τίποτε. Αυτός τα καταστρέφει επάνω εις την οργήν του.

Ιώβ. 9,6            ὁ σείων τὴν ὑπ᾿ οὐρανὸν ἐκ θεμελίων, οἱ δὲ στῦλοι αὐτῆς σαλεύονται·

Ιώβ. 9,6                    Αυτός είναι που σείει εκ θεμελίων και συγκλονίζει την υπό τον ουρανόν γην και διαταράσσει τους στύλους, επί των οποίων αυτή έχει θεμελιωθή.

Ιώβ. 9,7            ὁ λέγων τῷ ἡλίῳ καὶ οὐκ ἀνατέλλει, κατὰ δὲ ἄστρων κατασφραγίζει·

Ιώβ. 9,7                    Ο Κυριος είναι που, όταν θέλη, διατάσσει τον ήλιον και δεν ανατέλλει. Προς τα άστρα δε έχει τόσην δύναμιν, ώστε να μπορή να κρατή αυτά κλεισμένα και σφραγισμένα.

Ιώβ. 9,8            ὁ τανύσας τὸν οὐρανὸν μόνος, καὶ περιπατῶν ὡς ἐπ᾿ ἐδάφους ἐπὶ θαλάσσης·

Ιώβ. 9,8                    Αυτός είναι που με αποκλειστικά και μόνην την ιδικήν του δύναμιν απλώνει τον ουρανόν και βαδίζει επάνω εις την θάλασσαν, ως επάνω εις την ξηράν,

Ιώβ. 9,9            ὁ ποιῶν Πλειάδα καὶ Ἕσπερον καὶ Ἀρκτοῦρον, καὶ ταμιεῖα νότου·

Ιώβ. 9,9                    Αυτός είναι που εδημιούργησε και διατηρεί εις την ύπαρξιν τους αστερισμούς της Πλειάδος, τον Εσπερον και τον Αρκτούρον του νοτίου ημισφαιρίου ως εάν είναι κλεισμένοι εις δωμάτια.

Ιώβ. 9,10           ὁ ποιῶν μεγάλα καὶ ἀνεξιχνίαστα, ἔνδοξά τε καὶ ἐξαίσια, ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός.

Ιώβ. 9,10                  Αυτός είναι που κάμνει αναρίθμητα μεγάλα και ανεξερεύνητα έργα, ένδοξα και καταπληκτικά.

Ιώβ. 9,11           ἐὰν ὑπερβῇ με, οὐ μὴ ἴδω· ἐὰν παρέλθῃ με, οὐδ᾿ ὧς ἔγνων.

Ιώβ. 9,11                   Εάν περάση ο Θεός εμπρός μου, δεν τον βλέπω καθόλου. Εάν διέλθη κοντά μου, ούτε καν και θα τον αντιληφθώ.

Ιώβ. 9,12           ἐὰν ἀπαλλάξῃ, τίς ἀποστρέψει ἢ τίς ἐρεῖ αὐτῷ· τί ἐποίησας;

Ιώβ. 9,12                  Εάν θελήση να αφαιρέση κάτι, ποιός ημπορεί να τον εμποδίση; Η ποιός είναι εις θέσιν να είπη εις αυτόν· Διατί το έκαμες;

Ιώβ. 9,13           αὐτὸς γὰρ ἀπέστραπται ὀργήν, ὑπ᾿ αὐτοῦ ἐκάμφθησαν κήτη τὰ ὑπ᾿ οὐρανόν.

Ιώβ. 9,13                   Διότι αυτός μόνος ημπορεί να αποτρέψη και ν' απομακρύνη την οργήν του. Κατω από την παντοδυναμίαν του κάμπτονται και αυτά τα κήτη, που υπάρχουν εις την θάλασσαν την υπό τον ουρανόν.

Ιώβ. 9,14           ἐὰν δέ μου ὑπακούσηται, ἦ διακρινεῖ τὰ ῥήματά μου·

Ιώβ. 9,14                  Εάν θέλη, κάμνει δεκτήν την παράκλησίν μου. Εις την κρίσιν του επαφίενται τα παράπονά μου.

Ιώβ. 9,15           ἐάν τε γὰρ ὦ δίκαιος, οὐκ εἰσακούσεταί μου, τοῦ κρίματος αὐτοῦ δεηθήομαι·

Ιώβ. 9,15                   Οσον και αν υποτεθή δτι είμαι δίκαιος, δεν σημαίνει ότι ο Θεός υποχρεούται να ακούση την προσευχήν μου. Εγώ όμως έχω την ανάγκην να τον ικετεύω ζητών το έλεός του.

Ιώβ. 9,16           ἐάν τε καλέσω καὶ μὴ ὑπακούσῃ, οὐ πιστεύω ὅτι εἰσακήκοέ μου τῆς φωνῆς.

Ιώβ. 9,16                  Οταν όμως τον παρακαλώ και δεν κάνη δεκτήν την δέησίν μου, αμφιβάλλω αν έχη κάμει δεκτήν την φωνήν της προσευχής μου.

Ιώβ. 9,17           μὴ γνόφῳ με ἐκτρίψῃ; πολλὰ δέ μου τὰ συντρίμματα πεποίηκε διακενῆς·

Ιώβ. 9,17                   Εάν παρουσιασθώ ενώπιόν του με αλαζονικήν πεποίθησιν εις την δικαιοσύνην μου, φοβούμαι, μήπως τελικώς με συντρίψη μέσα εις την καταιγίδα και το σκότος του θανάτου. Αλλωστε πολλά είναι τα συντρίμματα, που μου έχει επιφέρει, μολονότι εγώ νομίζω ότι χωρίς λόγον.

Ιώβ. 9,18           οὐκ ἐᾷ γάρ με ἀναπνεῦσαι, ἐνέπλησε δέ με πικρίας.

Ιώβ. 9,18                  Είναι πολλά και δεν με αφήνει ούτε να αναπνεύσω και να ζωογονηθώ· με εγέμισε πικρίαν.

Ιώβ. 9,19           ὅτι μὲν γὰρ ἰσχύι κρατεῖ· τίς οὖν κρίματι αὐτοῦ ἀντιστήσεται;

Ιώβ. 9,19                  Δια της παντοδυναμίας του κυριαρχεί στο σύμπαν και στους πάντας. Ποιός, λοιπόν, είναι δυνατόν να αντισταθή εις τας δικαίας κρίσεις και αποφάσστου;

Ιώβ. 9,20           ἐὰν γὰρ ὦ δίκαιος, τὸ στόμα μου ἀσεβήσει· ἐάν τε ὦ ἄμεμπτος, σκολιὸς ἀποβήσομαι.

Ιώβ. 9,20                  Εάν τολμήσω να είπω, ότι είμαι αναμάρτητος και δίκαιος, το στόμα μου θα εκστομίση ασέβειαν. Εάν ισχυρισθώ ότι είμαι ακέραιος και άμεμπτος, θα φανώ σοφιστευόμενος και παραλογιζόμενος.

Ιώβ. 9,21           εἴτε γὰρ ἠσέβησα, οὐκ οἶδα τῇ ψυχῇ, πλὴν ὅτι ἀφαιρεῖταί μου ἡ ζωή.

Ιώβ. 9,21                  'Εαν υπέπεσα εις βαρύ τι αμάρτημα ενώπιον του Θεού, δεν το γνωρίζω. Ενα μόνον γνωρίζω, ότι σβήνει η ζωη μου.

Ιώβ. 9,22           διὸ εἶπον· μέγα καὶ δυνάστην ἀπολλύει ὀργή,

Ιώβ. 9,22                  Δια τούτο και εγώ είπα· Τον μεγάλον και τον ισχυρόν εξ ίσου τους καταστρέφει η θεία οργή.

Ιώβ. 9,23           ὅτι φαῦλοι ἐν θανάτῳ ἐξαισίῳ, ἀλλὰ δίκαιοι καταγελῶνται·

Ιώβ. 9,23                  Διότι οι φαύλοι υπόκεινται εις αποτροπιαστικόν θάνατον. Αλλά και οι δίκαιοι εμπαίζονται δια τα παθήματά των.

Ιώβ. 9,24           παραδέδονται γὰρ εἰς χεῖρας ἀσεβοῦς. πρόσωπα κριτῶν αὐτῆς συγκαλύπτει· εἰ δὲ μὴ αὐτός ἐστι, τίς ἐστιν;

Ιώβ. 9,24                  Διότι και οι δίκαιοι παραδίδονται πολλές φορές εις τα χέρια των ασεβών. Ο δε Κυριος σκεπάζει και συγκαλύπτει τα πρόσωπα των αδίκων κριτών της γης. Εάν δε δεν τα σκεπάζη ο Κυριος, ποίος είναι εκείνος που τα σκεπάζει και τα αποκρύπτει;

Ιώβ. 9,25           ὁ δὲ βίος μού ἐστιν ἐλαφρότερος δρομέως· ἀπέδρασαν καὶ οὐκ εἴδοσαν.

Ιώβ. 9,25                  Ο χρόνος της ζωής μου είναι ελαφρότερος και ταχύτερος από τον δρομέα, που τρέχει γρήγορα. Επέρασαν, χωρίς να το καταλάβω, αι ημέραι της ζωής μου.

Ιώβ. 9,26           ἢ καί ἐστι ναυσὶν ἴχνος ὁδοῦ ἢ ἀετοῦ πετομένου ζητοῦντος βοράν;

Ιώβ. 9,26                  Μηπως τα πλοία, καθώς διασχίζουν την θάλασσαν, αφήνουν οπίσω των ίχνος της διαβάσεώς των η ο αετός, που πετά στον αέρα και ζητεί την τροφήν του;

Ιώβ. 9,27           ἐάν τε γὰρ εἴπω, ἐπιλήσομαι λαλῶν, συγκύψας τῷ προσώπῳ στενάξω.

Ιώβ. 9,27                  Εάν είπω· Θα λησμονήσω τα παθήματά μου, θα παύσω να ομιλώ τελείως δι' αυτά· τότε, αφού σκύψω με το πρόσωπόν μου προς τα κάτω, θα αναστενάξω.

Ιώβ. 9,28           σείομαι πᾶσι τοῖς μέλεσιν, οἶδα γάρ ὅτι οὐκ ἀθῶόν με ἐάσεις.

Ιώβ. 9,28                  Συγκλονίζομαι εις όλα τα μέλη του σώματός μου. Διότι γνωρίζω, ότι δεν θα με καταστήσης αθώον και ανένοχον, και δεν θα με αφήσης δια τούτο ατιμώρητον.

Ιώβ. 9,29           ἐπειδὴ δέ εἰμι ἀσεβής, διατί οὐκ ἀπέθανον;

Ιώβ. 9,29                  Αλλά αφού είμαι ασεβής, διατί να μη έχω αποθάνει έως τώρα;

Ιώβ. 9,30           ἐὰν γὰρ ἀπολούσωμαι χιόνι καὶ ἀποκαθάρωμαι χερσὶ καθαραῖς,

Ιώβ. 9,30                  Εάν λουσθώ πνευματικώς και γίνω λευκότερος από το χιόνι και αν καθαρισθώ με χέρια ολοκάθαρα,

Ιώβ. 9,31           ἱκανῶς ἐν ῥύπῳ με ἔβαψας, ἐβδελύξατο δέ με ἡ στολή·

Ιώβ. 9,31                   είμαι και πάλιν αρκετά ρυπαρός ενώπιόν σου, ώστε και αυτή η ενδυμασία μου να με συχαίνεται.

Ιώβ. 9,32           οὐ γὰρ εἶ ἄνθρωπος κατ᾿ ἐμέ, ᾧ ἀντικρινοῦμαι, ἵνα ἔλθωμεν ὁμοθυμαδὸν εἰς κρίσιν.

Ιώβ. 9,32                  Διότι συ, Κυριε, δεν είσαι άνθρωπος, όπως εγώ, προς τον οποίον εγώ να αντιδικήσω και να ζητήσω να έλθωμεν μαζή εις αντιδικίαν.

Ιώβ. 9,33           εἴθε ἦν ὁ μεσίτης ἡμῶν καὶ ἐλέγχων καὶ διακούων ἀνὰ μέσον ἀμφοτέρων·

Ιώβ. 9,33                  Είθε να υπήρχε κάποιο μεσάζον πρόσωπον μεταξύ μας, το οποίον να ημπορούσε να δικάση μεταξύ ημών, αφού ακούση και τους δύο.

Ιώβ. 9,34           ἀπαλλαξάτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τὴν ῥάβδον, ὁ δὲ φόβος αὐτοῦ μή με στροβείτω,

Ιώβ. 9,34                  Ας με απαλλάξη ο Κυριος από την ράβδον των συμφορών μου και ας μη με συγκλονίζη και ας μη με στροβιλίζη ο φόβος του.

Ιώβ. 9,35           καὶ οὐ μὴ φοβηθῷ, ἀλλὰ λαλήσω· οὐ γὰρ οὕτω συνεπίσταμαι.

Ιώβ. 9,35                  Αφοβος δε τότε, θα ημπορώ να ομιλώ ελευθέρως, διότι εις την κατάστασιν, που ευρίσκομαι, δεν γνωρίζω τι να είπω.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10- Ο ΙΩΒ ΑΝΑΡΩΤΙΕΤΑΙ ΓΙΑ ΠΟΙΑ ΑΙΤΙΑ ΤΟΥ ΣΤΕΛΝΕΙ Ο ΘΕΟΣ ΤΙΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ

ΚΑΙ ΖΗΤΑΕΙ ΤΗ ΛΥΤΡΩΣΗ

                                    Ο Ιώβ αναρωτιέται για ποια αιτία του στέλνει ο Θεός τις δοκιμασίες και ζητάει τη λύτρωση

Ιώβ. 10,1           Κάμνων τῇ ψυχῇ μου, στένων ἐπαφήσω ἐπ᾿ αὐτὸν τὰ ῥήματά μου· λαλήσω πικρίᾳ ψυχῆς μου συνεχόμενος

Ιώβ. 10,1                   Πασχων ψυχικώς, αποκαμωμένος και στενάζων συνεχώς θα αφήσω να πέσουν επάνω εις αυτόν τα λόγια μου. Θα ομιλήσω κατεχόμενος και πιεζόμενος από την πικρίαν της ψυχής μου·

Ιώβ. 10,2           καὶ ἐρῶ πρὸς Κύριον· μή με ἀσεβεῖν δίδασκε· καὶ διατί με οὕτως ἔκρινας;

Ιώβ. 10,2                  και θα είπω προς τον Κυριον· Μη με διδάσκεις, Κυριε, εξ αιτίας των τιμωριών σου να παραπονούμαι και να φαίνωμαι ασεβής ενώπιόν σου. Διατί με έκρινες και με κατεδίκασες τόσον πολύ;

Ιώβ. 10,3           ἦ καλόν σοι, ἐὰν ἀδικήσω, ὅτι ἀπείπω ἔργα χειρῶν σου, βουλῇ δὲ ἀσεβῶν προσέσχες;

Ιώβ. 10,3                   Είναι, τάχα, καλόν δια σέ, εάν υπό το βάρος των δοκιμασιών εκτραπώ εις άδικα παράπονα; Διότι συ έχεις απαρνηθή τους ευσεβείς, αυτά τα έργα των χειρών σου, έδωσες δε προσοχήν εις τας σκέψεις και τας αποφάσεις των ασεβών;

Ιώβ. 10,4           ἦ ὥσπερ βροτὸς ὁρᾷ καθορᾷς ἢ καθὼς ὁρᾷ ἄνθρωπος βλέψῃ;

Ιώβ. 10,4                  Η βλέπεις και συ από του ύψους σου, όπως ο κάθε θνητός; Η καθώς βλέπει ο άνθρωπος, θα ίδης και συ;

Ιώβ. 10,5           ἦ ὁ βίος σου ἀνθρώπινός ἐστιν ἢ τὰ ἔτη σου ἀνδρός;

Ιώβ. 10,5                   Μηπως ο βίος σου είναι σαν των ανθρώπων βραχύς η τα έτη σου είναι ολίγα, όσα είναι τα έτη ενός ανδρός;

Ιώβ. 10,6           ὅτι ἀνεζήτησας τὴν ἀνομίαν μου καὶ τὰς ἁμαρτίας μου ἐξιχνίασας;

Ιώβ. 10,6                  Και δια την βραχύτητα αυτήν του βίου μου ανεζήτησες την ανομίαν μου και εφρόντισες επιμελώς να εύρης τας αμαρτίας μου και να με τιμωρήσης δι' αυτάς;

Ιώβ. 10,7           οἶδας γὰρ ὅτι οὐκ ἠσέβησα· ἀλλὰ τίς ἐστιν ὁ ἐκ τῶν χειρῶν σου ἐξαιρούμενος;

Ιώβ. 10,7                   Διότι γνωρίζεις ότι δεν υπήρξα ασεβής απεναντί σου. Αλλά ποιός είναι εκείνος, ο οποίος θα ημπορέση να με απαλλάξη από τας τιμωρίας των χειρών σου;

Ιώβ. 10,8           αἱ χεῖρές σου ἔπλασάν με καὶ ἐποίησάν με, μετὰ ταῦτα μεταβαλών με ἔπαισας.

Ιώβ. 10,8                  Αυτά τα χέρια σου με έπλασαν. Με έφεραν εκ της ανυπαρξίας εις την ύπαρξιν. Κατόπιν όμως, σαν να μετέβαλες γνώμην και στάσιν, και με εκτύπησες.

Ιώβ. 10,9           μνήσθητι ὅτι πηλόν με ἔπλασας, εἰς δὲ γῆν με πάλιν ἀποστρέφεις.

Ιώβ. 10,9                  Ενθυμήσου ότι από πηλόν μέ έπλασες και ώρισες να επιστρέφω πάλιν εις την γην.

Ιώβ. 10,10         ἦ οὐχ ὥσπερ γάλα με ἤμελξας, ἐτύρωσας δέ με ἴσα τυρῷ;

Ιώβ. 10,10                 Μηπως η αρχή της υπάρξεώς μου δεν ήτο ρευστή, ωσάν το γάλα που αρμέγεται, και, όπως αυτό γίνεται έπειτα τυρός, έτσι και εις εμέ έδωκες κατόπιν στερεάν σύστασιν;

Ιώβ. 10,11         δέρμα δὲ καὶ κρέας με ἐνέδυσας, ὀστέοις δὲ καὶ νεύροις με ἐνεῖρας.

Ιώβ. 10,11                 Με ενέδυσες με δέρμα και με κρέας. Εθεσες μέσα εις αυτά οστά και νεύρα.

Ιώβ. 10,12         ζωὴν δὲ καὶ ἔλεος ἔθου παρ᾿ ἐμοί, ἡ δὲ ἐπισκοπή σου ἐφύλαξέ μου τὸ πνεῦμα.

Ιώβ. 10,12                 Μαζή με την ζωήν μου έδωκες συγχρόνως και το έλεός σου. Η δε άγρυπνος επίβλεψίς σου και πρόνοια μου εφύλαξαν την ζωήν από εκείνους, που την επεβουλεύοντο.

Ιώβ. 10,13         ταῦτα ἔχων ἐν σεαυτῷ οἶδα ὅτι πάντα δύνασαι, ἀδυνατεῖ δέ σοι οὐθέν.

Ιώβ. 10,13                 Επειδή αυτά είχες μέσα εις την άπειρον τελειότητά σου, γνωρίζω ότι δύνασαι τα πάντα και τίποτε δεν είναι εις σε αδύνατον.

Ιώβ. 10,14         ἐάν τε γὰρ ἁμάρτω, φυλάσσεις με, ἀπὸ δὲ ἀνομίας οὐκ ἀθῷόν με πεποίηκας.

Ιώβ. 10,14                 Εάν αμαρτήσω με βλέπεις, και από την αμαρτίαν μου δεν με αθωώνεις.

Ιώβ. 10,15         ἐάν τε γὰρ ἀσεβήσω, οἴμοι· ἐὰν δὲ ὦ δίκαιος, οὐ δύναμαι ἀνακύψαι, πλήρης γὰρ ἀτιμίας εἰμί.

Ιώβ. 10,15                 Εάν διαπράξω ασεβείας, αλλοιμονόν μου! Εάν πάλιν γίνω και μείνω δίκαιος, δεν ημπορώ να σηκώσω το κεφάλι μου ενώπιόν σου, διότι και τότε θα είμαι γεμάτος από εξευτελισμόν και αθλιότητα.

Ιώβ. 10,16         ἀγρεύομαι γὰρ ὥσπερ λέων εἰς σφαγήν, πάλιν γὰρ μεταβαλὼν δεινῶς με ὀλέκεις

Ιώβ. 10,16                 Συλλαμβάνομαι εις την παγίδα σαν τον υπερήφανον λέοντα, τον οποίον θέλουν να εξοντώσουν. Οταν ετσι με συλλάβης και αλλάξης την φιλάνθρωπόν σου διάθεσιν, με καταστρέφεις κατά ένα φοβερόν τρόπον.

Ιώβ. 10,17         ἐπανακαινίζων ἐπ᾿ ἐμὲ τὴν ἔτασίν μου· ὀργῇ δὲ μεγάλῃ μοι ἐχρήσω, ἐπήγαγες δὲ ἐπ᾿ ἐμὲ πειρατήρια.

Ιώβ. 10,17                 Με υποβάλλεις εις νέαν εξέτασιν και έρευναν σχετικώς με τας πράξεις μου. Συνέπεια δε αυτής της εξετάσεως ακολουθεί, ότι με μεταχειρίζεσαι με μεγάλην οργήν και μου αποστέλλεις θλίψεις και δοκιμασίας.

Ιώβ. 10,18         ἱνατί οὖν ἐκ κοιλίας με ἐξήγαγες, καὶ οὐκ ἀπέθανον, ὀφθαλμὸς δέ με οὐκ εἶδε,

Ιώβ. 10,18                 Διατί, λοιπόν, με έβγαλες από την κοιλίαν της μητρός μου, και δεν απέθανα πριν γεννηθώ, ώστε να μη με ίδη μάτι ανθρώπου;

Ιώβ. 10,19         καὶ ὥσπερ οὐκ ὢν ἐγενόμην; διατί γὰρ ἐκ γαστρὸς εἰς μνῆμα οὐκ ἀπηλλάγην;

Ιώβ. 10,19                 Και διατί δεν έγινα, ως εάν δεν υπήρξα ποτε; Διατί επί τέλους δεν εγεννήθην νεκρός, ώστε να μεταβώ κατ' ευθείαν από την κοιλίαν της μητρός μου στο μνήμα;

Ιώβ. 10,20         ἦ οὐκ ὀλίγος ἐστὶν ὁ χρόνος τοῦ βίου μου; ἔασόν με ἀναπαύσασθαι μικρὸν

Ιώβ. 10,20                Βραχύς και ολίγος δεν είναι ο χρόνος της ζωής μου; Αφησέ με να αναπαυθώ ολίγον,

Ιώβ. 10,21         πρὸ τοῦ με πορευθῆναι ὅθεν οὐκ ἀναστρέψω, εἰς γῆν σκοτεινὴν καὶ γνοφεράν,

Ιώβ. 10,21                 πριν μεταβώ εκεί, από όπου δεν θα επιστρέψω πλέον, εις τόπον, δηλαδή, σκοτεινόν και ζοφερόν·

Ιώβ. 10,22         εἰς γῆν σκότους αἰωνίου, οὗ οὐκ ἔστι φέγγος, οὐδὲ ὁρᾶν ζωὴν βροτῶν.

Ιώβ. 10,22                εις περιοχήν, που βασιλεύει αιώνιον σκοτάδι, όπου δεν υπάρχει ουδέ το ελάχιστον φέγγος και από όπου δεν ημπορεί κανείς να ίδη την ζωήν των θνητών ανθρώπων της γης.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11- Ο ΣΩΦΑΡ ΕΛΕΓΧΕΙ ΤΟΝ ΙΩΒ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΕΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΚΑΘΑΡΟΤΗΤΑΣ

                                      Ο Σωφάρ ελέγχει τον Ιώβ για τις δικαιολογίες του περί καθαρότητας

Ιώβ. 11,1           Ὑπολαβὼν δὲ Σωφὰρ ὁ Μιναῖος λέγει·

Ιώβ. 11,1                    Ελαβε τότε τον λόγον ο Σωφάρ ο Μιναίος και είπεν·

Ιώβ. 11,2           ὁ τὰ πολλὰ λέγων, καὶ ἀντακούσεται· ἢ καὶ ὁ εὔλαλος οἴεται εἶναι δίκαιος; εὐλογημένος γεννητὸς γυναικὸς ὀλιγόβιος.

Ιώβ. 11,2                   “εκείνος, που λέγει πολλά και θα ακούση εις απάντησιν να του λέγωνται επίσης πολλά. Η μήπως αυτός, που ομιλεί με ευκολίαν και με ρητορείαν πολλά, νομίζει ότι είναι δίκαιος; Ευλογημένος είναι ο υιός της γυναικός, ο οποίος έζησεν ολίγα χρόνια εδώ εις την γην.

Ιώβ. 11,3           μὴ πολὺς ἐν ῥήμασι γίνου, οὐ γάρ ἐστιν ὁ ἀντικρινόμενός σοι·

Ιώβ. 11,3                   Μη λέγης πολλά λόγια και βαρετά, διότι τάχα δεν θα υπάρξη κανείς, που θα θελήση να σου απαντήση.

Ιώβ. 11,4           μὴ γὰρ λέγε ὅτι καθαρός εἰμι τοῖς ἔργοις καὶ ἄμεμπτος ἐναντίον αὐτοῦ.

Ιώβ. 11,4                   Μη λέγης, ότι είμαι καθαρός εις τα έργα μου και άμεμπτος ενώπιον του Κυρίου.

Ιώβ. 11,5           ἀλλὰ πῶς ἂν ὁ Κύριος λαλήσαι πρός σε, καὶ ἀνοίξει χείλη αὐτοῦ μετὰ σοῦ;

Ιώβ. 11,5                   Είσαι και συ ένοχος και σκέψου, πως ο Κυριος θα ωμιλούσε προς σε και πως θα ανοίξουν τα χείλη του, ώστε να συνδιαλεχθή μαζή σου;

Ιώβ. 11,6           εἶτα ἀναγγελεῖ σοι δύναμιν σοφίας, ὅτι διπλοῦς ἔσται τῶν κατά σέ· καὶ τότε γνώσῃ ὅτι ἄξιά σοι ἀπέβη ἀπὸ Κυρίου ὧν ἡμάρτηκας.

Ιώβ. 11,6                   Επειτα, όταν ο Θεός ομιλήση με σέ, θα σου αναγγείλη την δύναμιν της σοφίας του και θα πεισθής ότι είναι απείρως ανώτερος από σε και τα ζητήματά σου. Τοτε δε θα γνωρίσης καλά, ότι τα παθήματά σου εκ μέρους του Κυρίου είναι ανάλογα προς εκείνα, τα οποία συ ημάρτησες.

Ιώβ. 11,7           ἦ ἴχνος Κυρίου εὑρήσεις ἢ εἰς τὰ ἔσχατα ἀφίκου, ἃ ἐποίησεν ὁ Παντοκράτωρ;

Ιώβ. 11,7                   Μηπως και ημπορείς να εύρης τα ίχνη από τους πόδας του Κυρίου η να φθάσης έως εις τα πέρατα των έργων, τα οποία έκαμεν ο Παντοκράτωρ;

Ιώβ. 11,8           ὑψηλὸς ὁ οὐρανός, καὶ τί ποιήσεις; βαθύτερα δὲ τῶν ἐν ᾅδου τί οἶδας;

Ιώβ. 11,8                   Εργον του είναι ο υψηλός ουρανός. Συ δε μέχρι που ημπορείς να φθάσης, η τι ημπορείς να κάμης; Τα ακρότατα των έργων του είναι βαθύτερα από των του άδου· τι γνωρίζεις συ από αυτά;

Ιώβ. 11,9           ἢ μακρότερα μέτρου γῆς ἢ εὔρους θαλάσσης;

Ιώβ. 11,9                   Εκτείνονται πολύ πέραν από τα μέτρα της γης και από τα ευρύτερα όρια της θαλάσσης.

Ιώβ. 11,10         ἐὰν δὲ καταστρέψῃ τὰ πάντα, τίς ἐρεῖ αὐτῷ· τί ἐποίησας;

Ιώβ. 11,10                 Εάν ο Κυριος θελήση και καταστρέψη τα πάντα, ποιός θα είπη εις αυτόν· Τι έκαμες;

Ιώβ. 11,11         αὐτὸς γὰρ οἶδεν ἔργα ἀνόμων, ἰδὼν δὲ ἄτοπα οὐ παρόψεται.

Ιώβ. 11,11                  Διότι αυτός γνωρίζει πολύ καλά τα έργα των παρανόμων. Βλέπει τα άτοπα· δεν θα τα αντιπαρέλθη, ούτε θα τα αφήση ατιμώρητα.

Ιώβ. 11,12         ἄνθρωπος δὲ ἄλλως νήχεται λόγοις, βροτὸς δὲ γεννητὸς γυναικὸς ἴσα ὄνῳ ἐρημίτῃ.

Ιώβ. 11,12                 Καθε άνθρωπος κολυμβά εις τα μάταια λόγια του. Καθε θνητός, που γεννάται από γυναίκα, ομοιάζει με όνον άγριον, ο οποίος μένει μόνος εις την έρημον.

Ιώβ. 11,13         εἰ γὰρ σὺ καθαρὰν ἔθου τὴν καρδίαν σου, ὑπτιάζεις δὲ χεῖρας πρὸς αὐτόν,

Ιώβ. 11,13                  Διότι, εάν συ θεωρής ότι έχεις καθαράν την καρδίαν, ύψωσε τας χείρας σου προς τον Θεόν.

Ιώβ. 11,14         εἰ ἄνομόν τί ἐστιν ἐν χερσί σου, πόῤῥω ποίησον αὐτὸ ἀπὸ σοῦ, ἀδικία δὲ ἐν διαίτῃ σου μὴ αὐλισθήτω.

Ιώβ. 11,14                 Εάν όμως υπάρχη κάποιο παράνομον έργον εις τα χέρια σου, απομάκρυνε το από σέ. Αδικία δε ας μη υπάρχη και ας μη παραμένη εις σε και εις την κατοικίαν σου.

Ιώβ. 11,15         οὕτως γὰρ ἀναλάμψει σου τὸ πρόσωπον ὥσπερ ὕδωρ καθαρόν, ἐκδύσῃ δὲ ῥύπον, καὶ οὐ μὴ φοβηθῇς·

Ιώβ. 11,15                  Ετσι δε το πρόσωπόν σου θα αναλάμψη καθαρόν, ωσάν το υλοκάθαρον ύδωρ· θα αποβάλης δε κάθε ρύπον από την ψυχήν σου και δεν θα έχης να φοβηθής τίποτε.

Ιώβ. 11,16         καὶ τὸν κόπον ἐπιλήσῃ ὥσπερ κῦμα παρελθὸν καὶ οὐ πτοηθήσῃ.

Ιώβ. 11,16                 Τοτε τας ταλαιπωρίας και τας θλίψεις σου θα λησμονήσης, όπως λησμονείται το κύμα που διέρχεται, και δεν θα έχης να πτοηθής από τίποτε.

Ιώβ. 11,17         ἡ δὲ εὐχή σου ὥσπερ ἑωσφόρος, ἐκ δὲ μεσημβρίας ἀνατελεῖ σοι ζωή·

Ιώβ. 11,17                  Οι πόθοι και η ευχή σου θα είναι λαμπροί ωσάν το πρωϊνόν αστέρι, τον αυγερινόν. Η ζωη σου θα ανατείλη και θα λάμψη σαν το φως της μεσημβρίας.

Ιώβ. 11,18         πεποιθώς τε ἔσῃ ὅτι ἔστι σοι ἐλπίς, ἐκ δὲ μερίμνης καὶ φροντίδος ἀναφανεῖταί σοι εἰρήνη.

Ιώβ. 11,18                 Θα ζης και θα βαδίζης με πεποίθησιν εις την ασφάλειάν σου, διότι θα ελπίζης στον Θεόν. Παρ' όλας δε τας μερίμνας και φροντίδας της ζωής σου, θα λάμπη και θα παραμένη εις σε η ειρήνη.

Ιώβ. 11,19         ἡσυχάσεις γάρ, καὶ οὐ ἔσται ὁ πολεμῶν σε· μεταβαλόμενοι δὲ πολλοί σου δεηθήσονται.

Ιώβ. 11,19                 Θα απολαμβανηις ησυχίαν και ειρήνην, διότι κανείς δεν θα υπάρξη, που να σε επιβουλεύεται και να σε πολεμή. Πολλοί δε από αυτούς, οι ύποιοι σήμερον σε καταφρονούν, θα μεταβάλλουν στάσιν απέναντί σου και θα σε παρακαλούν ζητούντες την βοήθειάν σου.

Ιώβ. 11,20         σωτηρία δὲ αὐτοὺς ἀπολείψει· ἡ γὰρ ἐλπὶς αὐτῶν ἀπώλεια, ὀφθαλμοὶ δὲ ἀσεβῶν τακήσονται.

Ιώβ. 11,20                 Δια τους ασεβείς όμως δεν θα υπάρχη σωτηρία, διότι η ελπίς αυτών στηρίζεται εις τα μάταια και αμαρτωλά και οχι στον Θεόν. Τα μάτια των ασεβών θα λυώσουν από την ματαίαν ελπίδα και προσμονήν”.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12- Ο ΙΩΒ ΔΙΑΚΗΡΥΣΣΕΙ ΤΗΝ ΑΠΕΙΡΟ ΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

                                     Ο Ιώβ διακηρύσσει την άπειρο σοφία και δύναμη του Θεού

Ιώβ. 12,1           Ὑπολαβὼν δὲ Ἰὼβ λέγει·

Ιώβ. 12,1                   Απαντών δε ο Ιώβ στον Σωφάρ και τους δύο άλλους είπεν·

Ιώβ. 12,2           εἶτα ὑμεῖς ἐστε ἄνθρωποι· ἦ μεθ᾿ ὑμῶν τελευτήσει σοφία.

Ιώβ. 12,2                  “έπειτα από όλα αυτά, σεις λοιπόν, μόνον είσθε άνθρωποι σκεπτόμενοι και κανείς άλλος δεν υπάρχει έκτος από σας; Η όταν θα αποθάνετε, θα αποθάνη και θα λείψη μαζί σας και η σοφία;

Ιώβ. 12,3           κἀμοὶ μὲν καρδία καθ᾿ ὑμᾶς ἐστι·

Ιώβ. 12,3                   Και εις εμέ υπάρχει διάνοια και κρίσις, ωσάν την ιδικήν σας.

Ιώβ. 12,4           δίκαιος γὰρ ἀνὴρ καὶ ἄμεμπτος ἐγεννήθη εἰς χλεύασμα·

Ιώβ. 12,4                  Ενας δίκαιος και άμεμπτος άνθρωπος, όπως μου μαρτυρεί η συνείδησις ότι είμαι εγώ, εγεννήθηκε δια να χλευάζεται και να εμπαίζεται.

Ιώβ. 12,5           εἰς χρόνον γὰρ τακτὸν ἡτοίμαστο πεσεῖν ὑπὸ ἄλλων, οἴκους τε αὐτοῦ ἐκπορθεῖσθαι ὑπὸ ἀνόμων. οὐ μὴν δὲ ἀλλὰ μηδεὶς πεποιθέτω πονηρὸς ὢν ἀθῷος ἔσεσθαι,

Ιώβ. 12,5                   Και επί πλέον εις ωρισμένον και συμφωνημένον από άλλους διώκτας του χρόνον, έχει ετοιμασθή δια να πέση, να κυριευθούν δε και ληστευθούν οι οίκοι του και η περιουσία του από τους παρανόμους. Αλλά κανείς, εφ' όσον είναι πονηρός, ας μη τρέφη την πεπλανημένην πεποίθησιν, ότι θα παραμείνη ατιμώρητος, ως εάν ήτο αθώος.

Ιώβ. 12,6           ὅσοι παροργίζουσι τὸν Κύριον, ὡς οὐχὶ καὶ ἔτασις αὐτῶν ἔσται.

Ιώβ. 12,6                  Οσοι παροργίζουν μέ τας αμαρτίας των τον Κυριον και πιστεύουν ότι δεν θα γίνη δι' αυτούς ανάκρισις και δεν θα επιβληθή τιμωρία, πλανώνται.

Ιώβ. 12,7           ἀλλὰ δὴ ἐρώτησον τετράποδα ἐάν σοι εἴπωσι, πετεινὰ δὲ οὐρανοῦ ἐάν σοι ἀπαγγείλωσιν·

Ιώβ. 12,7                   Σχετικώς όμως με την πανσοφίαν και παντοδυναμίαν του Θεού, ερώτησε λοιπόν, ω Σωφάρ, τα τετράποδα και ασφαλώς θα σου είπουν. Ερώτησε τα πτηνά του ουρανού και εκείνα θα σου απαντήσουν.

Ιώβ. 12,8           ἐκδιήγησαι γῇ, ἐάν σοι φράσῃ, καὶ ἐξηγήσονταί σοι οἱ ἰχθύες τῆς θαλάσσης.

Ιώβ. 12,8                  Ερώτησε και αυτήν την αναίσθητον γην, θα σου απαντήση, όπως και οι ιχθύες της θαλάσσης θα σου διηγηθούν τα μεγαλεία του Θεού.

Ιώβ. 12,9           τίς οὖν οὐκ ἔγνω ἐν πᾶσι τούτοις ὅτι χεὶρ Κυρίου ἐποίησε ταῦτα;

Ιώβ. 12,9                  Ποιός λοιπόν άνθρωπος δεν γνωρίζει περί όλων αυτών, ότι η παντοδύναμος δεξιά του Κυρίου εδημιούργησεν όλα αυτά;

Ιώβ. 12,10         εἰ μὴ ἐν χειρὶ αὐτοῦ ψυχὴ πάντων ζώντων καὶ πνεῦμα παντὸς ἀνθρώπου;

Ιώβ. 12,10                 Ερωτήσατε, δια να μάθετε, εάν δεν είναι εις την παντοδύναμον δεξιάν του Θεού η ζωή και η ύπαρξις όλων αυτών και η πνοή του κάθε ανθρώπου;

Ιώβ. 12,11         οὖς μὲν γὰρ ῥήματα διακρίνει, λάρυγξ δὲ σῖτα γεύεται.

Ιώβ. 12,11                 Το μεν αυτί μόνον ακούει και ξεχωρίζει τους λόγους των άλλων, ο λάρυγξ μόνον δοκιμάζει την γεύσιν των φαγητών.

Ιώβ. 12,12         ἐν πολλῷ χρόνῳ σοφία, ἐν δὲ πολλῷ βίῳ ἐπιστήμη.

Ιώβ. 12,12                 Η σοφία όμως δια μακρού χρόνου αποκτάται και η επιστήμη με την πείραν πολλών ετών ζωής γίνεται κτήμα.

Ιώβ. 12,13         παρ᾿ αὐτῷ σοφία καὶ δύναμις, αὐτῷ βουλὴ καὶ σύνεσις.

Ιώβ. 12,13                 Εις τον Θεόν όμως υπάρχει η απόλυτος σοφία και δύναμις. Εις αυτόν υπάρχει η πλήρης και τελεία σύνεσις.

Ιώβ. 12,14         ἐὰν καταβάλῃ, τίς οἰκοδομήσει; ἐὰν κλείσῃ κατ᾿ ἀνθρώπων, τίς ἀνοίξει;

Ιώβ. 12,14                 Εάν ο Κυριος κατακρημνίση εις ερείπια, ποιός θα ημπορέση ανθιστάμενος εις την δύναμίν του να ανοικοδομήσ; Εάν κλείση την θύραν εναντίον των ανθρώπων, ποίος θα έχη την δύναμιν να την ανοίξη;

Ιώβ. 12,15         ἐὰν κωλύσῃ τὸ ὕδωρ, ξηρανεῖ τὴν γῆν· ἐὰν δὲ ἐπαφῇ, ἀπώλεσεν αὐτὴν καταστρέψας.

Ιώβ. 12,15                 Εάν εμποδίση το νερό και την βροχήν να πέσουν από τον ουρανόν, θα αποξηράνη την γην. Εάν δε αφήση ελεύθερα και αδέσμευτα τα ύδατα του ουρανού να πέσουν εις την γην, θα την καταστρέψη και θα την καταποντίση.

Ιώβ. 12,16         παρ᾿ αὐτῷ κράτος καὶ ἰσχύς, αὐτῷ ἐπιστήμη καὶ σύνεσις.

Ιώβ. 12,16                 Πλησίον του, αχώριστα από αυτόν και ιδικά του, είναι η απόλυτος εξουσία και δύναμις. Εις αυτόν υπάρχει η τελεία γνώσις και η πλήρης σύνεσις και σοφία.

Ιώβ. 12,17         διάγων βουλευτὰς αἰχμαλώτους, κριτὰς δὲ γῆς ἐξέστησε.

Ιώβ. 12,17                 Αυτός παίρνει ως αιχμαλώτους τους κυβερνήτας και τους συμβούλους των λαών και τους απομακρύνει εξευτελισμένους. Αυτός τους δικαστάς και κυβερνήτας της γης συγχύζει και μωραίνει.

Ιώβ. 12,18         καθιζάνων βασιλεῖς ἐπὶ θρόνους καὶ περιέδησε ζώνῃ ὀσφύας αὐτῶν.

Ιώβ. 12,18                 Αυτός καθίζει επί θρόνου βασιλείς και αυτός δένει την μέσην των με δεσμά δουλείας.

Ιώβ. 12,19         ἐξαποστέλλων ἱερεῖς αἰχμαλώτους, δυνάστας δὲ γῆς κατέστρεψε.

Ιώβ. 12,19                 Αυτός εξαποστέλλει ιερείς αιχμαλώτους, εκμηδενίζει δε και καταστρέφει τους ισχυρούς της γης.

Ιώβ. 12,20         διαλλάσσων χείλη πιστῶν, σύνεσιν δὲ πρεσβυτέρων ἔγνω.

Ιώβ. 12,20                Αυτός μεταβάλλει προς το καλύτερον τα χείλη και την ρητορείαν των ανθρώπων, που πιστεύουν εις την δύναμίν του. Αυτός έδωκε σύνεσιν στους πρεσβυτέρους.

Ιώβ. 12,21         ἐκχέων ἀτιμίαν ἐπ᾿ ἄρχοντας, ταπεινοὺς δὲ ἰάσατο.

Ιώβ. 12,21                 Αυτός χύνει καταισχύνην και εξευτελισμόν εις τας κεφαλάς των αναξίων αρχόντων, τους δε ταπεινούς θεραπεύει από τα παθήματά των.

Ιώβ. 12,22         ἀνακαλύπτων βαθέα ἐκ σκότους, ἐξήγαγε δὲ εἰς φῶς σκιὰν θανάτου.

Ιώβ. 12,22                Αυτός αποκαλύπτει και φέρει στο φως τα κρυμμένα βαθειά στο σκοτάδι. Βγάζει δε εις φως και κάνει φανερά αυτά, που σκεπάζονται στο σκότος του θανάτου.

Ιώβ. 12,23         πλανῶν ἔθνη καὶ ἀπολλύων αὐτά, καταστρωνύων ἔθνη καὶ καθοδηγῶν αὐτά.

Ιώβ. 12,23                Παραχωρεί να πλανώνται αμαρτωλά έθνη και να καταστρέφωνται. Καταστρώνει δέ, αναδεικνύει και οδηγεί εις ακμήν και δόξαν άλλα έθνη.

Ιώβ. 12,24         διαλλάσσων καρδίας ἀρχόντων γῆς, ἐπλάνησε δὲ αὐτοὺς ἐν ὁδῷ, ᾗ οὐκ ᾔδεισαν.

Ιώβ. 12,24                Παραχωρεί να μεταβάλλωνται αι καρδίαι και αι διάνοιαι των αρχόντων της γης, επιτρέπει δε να παραπλανηθούν εις δρόμον, τον οποίον δεν έχουν γνωρίσει.

Ιώβ. 12,25         ψηλαφήσαισαν σκότος καὶ μὴ φῶς, πλανηθείησαν δὲ ὥσπερ ὁ μεθύων.

Ιώβ. 12,25                Θα προχωρούν ψηλαφητά στο σκοτάδι και οχι στο φως. Θα περιπλανώνται και θα παραπατούν, όπως ο μεθυσμένος.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13- Ο ΙΩΒ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΕΙ ΤΗΝ ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ

                                     Ο Ιώβ υποστηρίζει την ακεραιότητά του

Ιώβ. 13,1           Ἰδοὺ ταῦτα ἑώρακέ μου ὁ ὀφθαλμὸς καὶ ἀκήκοέ μου τὸ οὖς·

Ιώβ. 13,1                   Αυτά, δια τα οποία εκ'Αματε λόγον τα είδαν και τα ιδικά μου μάτια. Τα έχουν ακούσει και τα ιδικά μου αυτιά.

Ιώβ. 13,2           καὶ οἶδα ὅσα καὶ ὑμεῖς ἐπίστασθε, καὶ οὐκ ἀσυνετώτερός εἰμι ὑμῶν.

Ιώβ. 13,2                   Γνωρίζω και εγώ όσα και σεις γνωρίζετε, και δεν είμαι κατώτερος από σας ως προς την σύνεσιν και την γνώσιν.

Ιώβ. 13,3           οὐ μὴν δὲ ἀλλ᾿ ἐγὼ πρὸς Κύριον λαλήσω, ἐλέγξω δὲ ἐναντίον αὐτοῦ ἐὰν βούληται.

Ιώβ. 13,3                   Εγώ όμως θέλω να ομιλήσω προς τον Κυριον, να εξετάσω και να συζητήσω ενώπιον του, εάν θέλη, δι' αυτά τα οποία είπατε.

Ιώβ. 13,4           ὑμεῖς δέ ἐστε ἰατροὶ ἄδικοι καὶ ἰαταὶ κακῶν πάντες.

Ιώβ. 13,4                   Σεις είσθε ιατροί ακατάρτιστοι και άδικοι και η προσφερομένη από όλους σας θεραπεία των κακών είναι ματαία και ατυχής.

Ιώβ. 13,5           εἴη δὲ ὑμῖν κωφεῦσαι, καὶ ἀποβήσεται ὑμῖν εἰς σοφίαν.

Ιώβ. 13,5                   Είθε να εκρατούσατε το στόμα σας κλειστόν, ωσάν τον άνθρωπόν που δεν ακούει. Αυτή η σιωπή σας θα απέβαινε και θα εθεωρείτο σοφία προς τιμήν σας.

Ιώβ. 13,6           ἀκούσατε ἔλεγχον τοῦ στόματός μου, κρίσιν δὲ χειλέων μου προσέχετε.

Ιώβ. 13,6                   Ακούσατε, λοιπόν, από το στόμα μου έλεγχον και επιτίμησιν. Προσέχετε εις την κρίσιν, η οποία εξέρχεται από τα χείλη μου.

Ιώβ. 13,7           πότερον οὐκ ἔναντι Κυρίου λαλεῖτε, ἔναντι δὲ αὐτοῦ φθέγγεσθε δόλον;

Ιώβ. 13,7                   Τι λοιπόν; Εμπρός στον Θεόν δεν ομιλείτε; Εμπρός στον Κυριον τολμάτε να εκφράζετε δολιότητας και υποκρισίας;

Ιώβ. 13,8           ἦ ὑποστελεῖσθε; ὑμεῖς δὲ αὐτοὶ κριταὶ γίνεσθε.

Ιώβ. 13,8                   Αλήθεια, δεν συστέλλεσθε; Δεν φοβείσθε; Τι λέγω; Γινεσθε σεις οι ίδιοι κριταί και παραμερίζετε τον Θεόν;

Ιώβ. 13,9           καλόν γε, ἐὰν ἐξιχνιάσῃ ὑμᾶς· εἰ γὰρ τὰ πάντα ποιοῦντες προστεθήσεσθε αὐτῷ,

Ιώβ. 13,9                   Καλόν βέβαια και συμφέρον θα είναι δια σας, εάν ο Θεός σας εξετάση και εξερευνήση. Και αν ακόμη σεις πράττετε τα πάντα, δια να τεθήτε κοντά εις αυτόν,

Ιώβ. 13,10         οὐθὲν ἧττον ἐλέγξει ὑμᾶς· εἰ δὲ καὶ κρυφῇ πρόσωπα θαυμάσεσθε,

Ιώβ. 13,10                 ουχ ήττον ο Θεός θα σας ελέγξη και θα σας τιμωρήση, εάν από απόκρυφα και μυστικά ελατήρια προσωποληπτήτε υπέρ προσώπων.

Ιώβ. 13,11         πότερον οὐχὶ δεινὰ αὐτοῦ στροβήσει ὑμᾶς, φόβος δὲ παρ᾿ αὐτοῦ ἐπιπεσεῖται ὑμῖν;

Ιώβ. 13,11                  Λοιπόν, αι δίκαιαι τιμωρίαι πάρα του Θεού δεν θα σας περιτυλίξουν και στριφογυρίσουν και ο φόβος και τρόμος από αυτόν δεν θα επιπέση βαρύς επάνω σας;

Ιώβ. 13,12         ἀποβήσεται δὲ ὑμῶν τὸ γαυρίαμα ἴσα σποδῷ, τὸ δὲ σῶμα πήλινον.

Ιώβ. 13,12                 Η αλαζονεία και η δόξα σας θα καταντήσουν ωσάν την στάκτην. Γνωρίζετε δε ότι το σώμα σας είναι από πηλόν, όπως και του κάθε ανθρώπου.

Ιώβ. 13,13         κωφεύσατε, ἵνα λαλήσω καὶ ἀναπαύσωμαι θυμοῦ

Ιώβ. 13,13                 Τωρα, λοιπόν, σιωπήσατε. Μείνατε ωσάν κωφοί, δια να ομιλήσω εγώ προς σας και να ανακουφισθώ από τον θυμόν, ο οποίας με κατέχει.

Ιώβ. 13,14         ἀναλαβὼν τὰς σάρκας μου τοῖς ὀδοῦσι, ψυχὴν δέ μου θήσω ἐν χειρί.

Ιώβ. 13,14                 Θα σφίξω με τα δόντια μου το σώμα μου, την δε ζωήν μου θα την θέσω και θα την κρατήσω στο χέρι μου.

Ιώβ. 13,15         ἐάν με χειρώσηται ὁ δυνάστης, ἐπεὶ καὶ ἦρκται, ἦ μὴν λαλήσω καὶ ἐλέγξω ἐναντίον αὐτοῦ·

Ιώβ. 13,15                 Εάν πρόκειται να με συλλάβη και να με θανατώση ο παντοδύναμος Κυριος, διότι ήδη έχει αρχίσει να με ταλαιπωρή με τας θλίψεις, σας βεβαιώ ότι εγώ θα όμιλήσω. Θα υπερασπισώ την αθωότητά μου ενώπιον αυτού.

Ιώβ. 13,16         καὶ τοῦτό μοι ἀποβήσεται εἰς σωτηρίαν, οὐ γὰρ ἐναντίον αὐτοῦ δόλος εἰσελεύσεται.

Ιώβ. 13,16                 Η παρρησία μου αυτή θα αποβή εις ωφέλειαν και σωτηρίαν μου, διότι ενώπιον του Κυρίου δεν ημπορεί να εισχωρήση και να σταθή η δολιότης.

Ιώβ. 13,17         ἀκούσατε ἀκούσατε τὰ ῥήματά μου, ἀναγγελῶ γὰρ ὑμῶν ἀκουόντων.

Ιώβ. 13,17                 Ακούσατε, ακούσατε τα λόγια μου, διότι θα ομιλήσω και θα τα αναγγείλω προς σας, εφ' όσον φυσικά σεις θα θελήσετε να με ακούσετε.

Ιώβ. 13,18         ἰδοὺ ἐγὼ ἐγγύς εἰμι τοῦ κρίματός μου, οἶδα ἐγὼ ὅτι δίκαιος ἀναφανοῦμαι·

Ιώβ. 13,18                 Ιδού εγώ ευρίσκομαι πλησίον της δικαίας κρίσεως και αποφάσεως, που θα εκδοθή δι' εμέ. Γνωρίζω δε καλά και έχω την πεποίθησιν, ότι θα φανώ και θα αποδειχθώ δίκαιος.

Ιώβ. 13,19         τίς γάρ ἐστιν ὁ κριθησόμενός μοι, ὅτι νῦν κωφεύσω καὶ ἐκλείψω;

Ιώβ. 13,19                 Διότι ποιός είναι εκείνος, ο οποίος θα με κρίνη και θα με κατακρίνη; Εάν παρουσιάση βασίμους κατηγορίας, εγώ θα μείνω ωσάν κωφός και θα δεχθώ ως τιμωρίαν τον εξαφανισμόν.

Ιώβ. 13,20         δυοῖν δέ μοι χρήσῃ· τότε ἀπὸ τοῦ προσώπου σου οὐ κρυβήσομαι.

Ιώβ. 13,20                Δυο όμως πράγματα παρακαλώ να μου παραχωρήσης, Κυριε, και τότε εγώ δεν θα αποκρυβώ από το πρόσωπόν σου, αλλά θα ομιλήσω άφοβα.

Ιώβ. 13,21         τὴν χεῖρα ἀπ᾿ ἐμοῦ ἀπέχου, καὶ ὁ φόβος σου μή με καταπλησσέτω.

Ιώβ. 13,21                 Απομάκρυνε από εμέ την τιμωρόν χείρα σου και ας μη με κατατρομάζη ο φόβος, τον οποίον εμπνέει η παρουσία σου.

Ιώβ. 13,22         εἶτα καλέσεις, ἐγὼ δέ σοι ὑπακούσομαι· ἢ λαλήσεις, ἐγὼ δέ σοι δώσω ἀνταπόκρισιν.

Ιώβ. 13,22                Επειτα θα με καλέσης, εγώ δε θα σε ακούσω με ευλάβειαν, η θα μου ομιλήσης, εγώ δε θα σου δώσω απάντησιν εις ο,τι θα με ερωτήσης.

Ιώβ. 13,23         πόσαι εἰσὶν αἱ ἁμαρτίαι μου καὶ ἀνομίαι μου; δίδαξόν με τίνες εἰσί.

Ιώβ. 13,23                Και πρώτα από όλα ερωτώ, Κυριε· πόσαι και ποίαι είναι αι αμαρτίαι μου και αι παραβάσστου νόμου σου, εις τας οποίας έχω υποπέσει; Διδαξέ με ποιές είναι αυτές.

Ιώβ. 13,24         διατί ἀπ᾿ ἐμοῦ κρύπτῃ, ἥγησαι δέ με ὑπεναντίον σοι;

Ιώβ. 13,24                Διατί, Κυριε, κρύβεσαι από εμέ; Μηπως νομίζεις ότι είμαι εχθρός σου;

Ιώβ. 13,25         ἦ ὡς φύλλον κινούμενον ὑπὸ ἀνέμου εὐλαβηθήσῃ ἢ ὡς χόρτῳ φερομένῳ ὑπὸ πνεύματος ἀντίκεισαί μοι;

Ιώβ. 13,25                Η δεν θα θελήσης να προφύλαξης εμέ, που ομοιάζω προς φύλλον, το οποίον κινείται εδώ και εκεί από τον άνεμον; Η είσαι δυσμενώς διατεθειμένος απέναντι εμού, ο οποίος ομοιάζω με ξηρό χορτάρι, που το σηκώνει και το παρασύρει ο άνεμος;

Ιώβ. 13,26         ὅτι κατέγραψας κατ᾿ ἐμοῦ κακά, περιέθηκας δέ μοι νεότητος ἁμαρτίας,

Ιώβ. 13,26                Εγραψες και εξέδωσες εναντίον μου βαρείας και οδυνηράς δι' εμέ αποφάσεις. Διότι μου κατελόγισες αμαρτίας νεότητός μου.

Ιώβ. 13,27         ἔθου δέ μου τὸν πόδα ἐν κωλύματι, ἐφύλαξας δέ μου πάντα τὰ ἔργα, εἰς δὲ ῥίζας τῶν ποδῶν μου ἀφίκου·

Ιώβ. 13,27                Εθεσες ακίνητα τα πόδια μου εις βασανιστικά δεσμά. Κατέγραψες δε λεπτομερώς όλα μου τα έργα, δια να μου ζητήσης λόγον. Εφθασες έως και εις αυτά τα πρώτα βήματα της ζωής και συμπεριφοράς μου.

Ιώβ. 13,28         ὃ παλαιοῦται ἴσα ἀσκῷ ἢ ὥσπερ ἱμάτιον σητόβρωτον.

Ιώβ. 13,28                Το σώμα μου έχει στεγνώσει και παληώσει, όπως το ασκί. Εχει καταστραφή σαν το ένδυμα, που το κατέφαγεν ο σκόρος.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14- Ο ΙΩΒ ΣΤΟΧΑΖΕΤΑΙ ΤΗ ΣΥΝΤΟΜΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

                                     Ο Ιώβ στοχάζεται τη συντομία της ζωής

Ιώβ. 14,1           Βροτὸς γὰρ γεννητὸς γυναικὸς ὀλιγόβιος καὶ πλήρης ὀργῆς

Ιώβ. 14,1                   Καθε θνητός, που γεννάται από γυναίκα, ζη ολίγα χρόνια γεμάτα από ταραχήν και βάσανον.

Ιώβ. 14,2           ἢ ὥσπερ ἄνθος ἀνθῆσαν ἐξέπεσεν, ἀπέδρα δὲ ὥσπερ σκιὰ καὶ οὐ μὴ στῇ.

Ιώβ. 14,2                  Ομοιάζει με φυτόν, το οποίον ήνθησε και έπεσε κατόπιν μαραμμένον. Φεύγει γρήγορα, χωρίς να το καταλάβη, ωσάν σκια που χάνεται και δεν θα ημπορέση να σταθή.

Ιώβ. 14,3           οὐχὶ καὶ τούτου λόγον ἐποιήσω καὶ τοῦτον ἐποίησας εἰσελθεῖν ἐν κρίματι ἐνώπιόν σου;

Ιώβ. 14,3                   Και συ, Κυριε, ο απειροτέλειος Θεός, ασχολείσαι με το μηδαμινόν αυτό ον, και μάλιστα συγκαταβαίνεις να έλθη εις αντιδικίαν μαζή σου και να δικασθή ενώπιόν σου;

Ιώβ. 14,4           τίς γὰρ καθαρὸς ἔσται ἀπὸ ῥύπου; ἀλλ᾿ οὐθείς,

Ιώβ. 14,4                  Αλλά ποίος είναι καθαρός από ηθικούς ρύπους; Κανείς,

Ιώβ. 14,5           ἐὰν καὶ μία ἡμέρα ὁ βίος αὐτοῦ ἐπὶ τῆς γῆς, ἀριθμητοὶ δὲ μῆνες αὐτοῦ παρ᾿ αὐτοῦ· εἰς χρόνον ἔθου, καὶ οὐ μὴ ὑπερβῇ.

Ιώβ. 14,5                   έστω και αν μία ημέρα είναι η διάρκεια της ζωής του επί της γης. Μετρημένοι είναι οι μήνες της ζωής του πάρα Κυρίου. Τον έθεσες να ζήση ωρισμένον χρόνον και δεν θα ημπορέση να τον υπερβή.

Ιώβ. 14,6           ἀπόστα ἀπ᾿ αὐτοῦ, ἵνα ἡσυχάσῃ καὶ εὐδοκήσῃ τὸν βίον ὥσπερ ὁ μισθωτός.

Ιώβ. 14,6                  Απομάκρυνε από αυτόν την οργήν σου, Κυριε, δια να ζήση ήσυχος και να απολαύσ την ζωήν το, όπως ο μισθωτός εργάτης, ο οποίος μετά τον κόπον της ημέρας αναπαύεται στο σπίτι του.

Ιώβ. 14,7           ἔστι γὰρ δένδρῳ ἐλπίς· ἐὰν γὰρ ἐκκοπῇ, ἔτι ἐπανθήσει, καὶ ὁ ῥάδαμνος αὐτοῦ οὐ μὴ ἐκλίπῃ·

Ιώβ. 14,7                   Εις κάθε δένδρον υπάρχει η ελπίς και η δυνατότης να αναβλαστήση, διότι εάν κοπή δύναται και πάλιν να βλαστήση και ο βλαστός του να μη λείψη εντελώς.

Ιώβ. 14,8           ἐὰν γὰρ γηράσῃ ἐν γῇ ἡ ῥίζα αὐτοῦ, ἐν δὲ πέτρᾳ τελευτήσῃ τὸ στέλεχος αὐτοῦ,

Ιώβ. 14,8                  Διότι, εάν γηράση η ρίζα του μέσα εις την γην, και φανή ξηρός ο κορμός του στο βραχώδες έδαφός του,

Ιώβ. 14,9           ἀπὸ ὀσμῆς ὕδατος ἀνθήσει, ποιήσει δὲ θερισμὸν ὥσπερ νεόφυτον.

Ιώβ. 14,9                  πάλιν στο κάτω μέρος του γηρασμένου στελέχους του ολίγη υγρασία ημπορεί να το κάμη να αναβλαστήση, να ανθίση, να δώση καρπόν προς συγκομιδήν ωσάν νεαρόν φυτόν.

Ιώβ. 14,10         ἀνὴρ δὲ τελευτήσας ᾤχετο, πεσὼν δὲ βροτὸς οὐκέτι ἐστί·

Ιώβ. 14,10                 Ο άνθρωπος όμως, που απέθανεν, έφυγε πλέον οριστικώς και δεν γυρίζει πάλιν. Οταν ο θνητός πέση νεκρός, εκλίπει οριστικώς ανάμεσα από τους ζωντανούς.

Ιώβ. 14,11         χρόνῳ γὰρ σπανίζεται θάλασσα, ποταμὸς δὲ ἐρημωθεὶς ἐξηράνθη·

Ιώβ. 14,11                 Με την πάροδον του χρόνου ολόκληρος λίμνη εξατμίζεται και εξαφανίζεται. Και ποταμός, του οποίου εστείρευσαν τα νερά, ξηραίνεται, γίνεται έρημος.

Ιώβ. 14,12         ἄνθρωπος δὲ κοιμηθεὶς οὐ μὴ ἀναστῇ, ἕως ἂν ὁ οὐρανὸς οὐ μὴ συῤῥαφῇ· καὶ οὐκ ἐξυπνισθήσονται ἐξ ὕπνου αὐτῶν.

Ιώβ. 14,12                 Ετσι και ο άνθρωπος, που κοιμάται τον ύπνον του θανάτου, δεν θα εξυπνήση. Εως ότου θα υπάρχη ο ουρανός, δεν θα συναρμολογηθούν και πάλιν τα μέλη του. Δεν θα εξυπνήσουν οι νεκροί από τον ύπνον του θανάτου των.

Ιώβ. 14,13         εἰ γὰρ ὄφελον ἐν ᾅδῃ με ἐφύλαξας, ἔκρυψας δέ με ἕως ἂν παύσηταί σου ἡ ὀργὴ καὶ τάξῃ μοι χρόνον, ἐν ᾧ μνείαν μου ποιήσῃ·

Ιώβ. 14,13                 Είθε να με εκρατούσες φυλακισμένον στον άδην, να με έκρυπτες εκεί, έως ότου κατευνασθή η οργή σου· και να μου ορίσης χρόνον, κατά τον οποίον θα ευδοκήσης να με ενθυμηθής.

Ιώβ. 14,14         ἐὰν γὰρ ἀποθάνῃ ἄνθρωπος, ζήσεται συντελέσας ἡμέρας τοῦ βίου αὐτοῦ· ὑπομενῶ ἕως ἂν πάλιν γένωμαι.

Ιώβ. 14,14                 Διότι, όταν ο άνθρωπος αποθάνη, θα έχει πλέον συμπληρώσει τας ημέρας της ζωής του. Θα περιμένω, λοιπόν, εγώ με υπομονήν να ζήσω και πάλιν, αφού θα έχω αποθάνει.

Ιώβ. 14,15         εἶτα καλέσεις, ἐγὼ δέ σοι ὑπακούσομαι, τὰ δὲ ἔργα τῶν χειρῶν σου μὴ ἀποποιοῦ.

Ιώβ. 14,15                 Εάν συ με καλέσης εις την ζωήν, εγώ μετά χαράς θα σε υπακούσω. Τα έργα των χειρών σου, τα πλάσματά σου μη τα απαρνήσαι, Κυριε.

Ιώβ. 14,16         ἠρίθμησας δέ μου τὰ ἐπιτηδεύματα, καὶ οὐ μὴ παρέλθῃ σε οὐδὲν τῶν ἁμαρτιῶν μου·

Ιώβ. 14,16                 Ηρίθμησες και ελεπτολόγησες όλα τα έργα της ζωής μου, Κυριε, και κανένα από τα αμαρτήματά μου δεν παρέβλεψες.

Ιώβ. 14,17         ἐσφράγισας δέ μου τὰς ἀνομίας ἐν βαλλαντίῳ, ἐπεσημήνω δέ, εἴ τι ἄκρων παρέβην.

Ιώβ. 14,17                 Εκλεισες και εσφράγισες τας αμαρτίας μου, όπως ασφαλίζουν τα χρήματά των στο βαλάντιον οι πλούσιοι. Επεσήμανες ακόμη, ώστε να διακρίνεται καλά, εάν και κάτι, χωρίς να το θέλω, έχω παραβή.

Ιώβ. 14,18         καὶ πλὴν ὄρος πῖπτον διαπεσεῖται, καὶ πέτρα παλαιωθήσεται ἐκ τοῦ τόπου αὐτῆς.

Ιώβ. 14,18                 Και το όρος ακόμη κάποτε οπωσδήποτε θα πέση και ο βράχος θα γηράση και θα παραμερίση από την θέσιν του.

Ιώβ. 14,19         λίθους ἐλέαναν ὕδατα, καὶ κατέκλυσεν ὕδατα ὕπτια τοῦ χώματος τῆς γῆς· καὶ ὑπομονὴν ἀνθρώπου ἀπώλεσας.

Ιώβ. 14,19                 Εκαμαν λείους τους σκληρούς λίθους τα ύδατα, τα οποία περνούν επάνω των. Και τα νερά παρασύρουν τα υψώματα των χωμάτων καθώς απλώνονται επάνω και κατακλύζουν την πεδιάδα. Ετσι και συ, εν τη παντοδυναμία σου, εξαντλείς και αφανίζεις την υπομονήν του ανθρώπου.

Ιώβ. 14,20         ὦσας αὐτὸν εἰς τέλος, καὶ ᾤχετο· ἐπέστησας αὐτῷ τὸ πρόσωπον, καὶ ἐξαπέστειλας·

Ιώβ. 14,20                Τον έσπρωξες, δια να καταστραφή εντελώς. Απέθανε και έφυγε. Εστρεψες και εστήριξες απειλητικόν επάνω του το πρόσωπόν σου και τον έστειλες μακράν από την παρούσαν ζωήν.

Ιώβ. 14,21         πολλῶν δὲ γενομένων τῶν υἱῶν αὐτοῦ, οὐκ οἶδεν, ἐὰν δὲ ὀλίγοι γένωνται, οὐκ ἐπίσταται·

Ιώβ. 14,21                 Εάν οι απόγονοί του πληθυνθούν, δεν το μανθάνει· και εάν πάλιν μείνουν ολίγοι, δεν το γνωρίζει, αφού θα έχη αποθάνει.

Ιώβ. 14,22         ἀλλ᾿ ἢ αἱ σάρκες αὐτοῦ ἤλγησαν, ἡ δὲ ψυχὴ αὐτοῦ ἐπένθησεν.

Ιώβ. 14,22                Το μόνον, που αισθάνεται και γνωρίζει, είναι ότι αι σάρκες του πονούν κατά τας τελευταίας εκείνας ώρας. Η δε ψυχή του πλημμυρίζει από πένθος.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10

11

12

13

14

15

16

17

18

19

20

21

22

23

24

25

26

27

28

29

30

31

32

33

34

35

36

37

38

39

40

41

42