ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΙΩΒ- ΚΕΦ. 1-3

 

 

ΟΙ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΚΑΙ Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΟΥ ΙΩΒ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1- Η ΕΥΣΕΒΕΙΑ ΚΑΙ Τ' ΑΓΑΘΑ ΤΟΥ ΙΩΒ  

Η ΠΡΩΤΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΥΣΕΒΕΙΑΣ ΤΟΥ ΙΩΒ

                                    Η ευσέβεια και τ' αγαθά του Ιώβ

Ιώβ. 1,1            Ἄνθρωπος τις ἦν ἐν χώρᾳ τῇ Αὐσίτιδι, ᾧ ὄνομα Ἰώβ, καὶ ἦν ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ἀληθινός, ἄμεμπτος, δίκαιος, θεοσεβής, ἀπεχόμενος ἀπὸ παντὸς πονηροῦ πράγματος.

Ιώβ. 1,1                      Εις την Αυσίτιδα χώραν εζούσεν ένας άνθρωπος ο οποίος ωνομάζετο Ιώβ. Ητο ευθύς και έντιμος, άμεμπτος, δίκαιος απέναντι όλων, ευσεβής προς τον Θεόν, απέφευγε κάθε πονηρόν πράγμα, κάθε αμαρτωλήν πράξιν.

Ιώβ. 1,2            ἐγένοντο δὲ αὐτῷ υἱοὶ ἑπτὰ καὶ θυγατέρες τρεῖς.

Ιώβ. 1,2                     Αυτός είχεν αποκτήσει επτά υιούς και τρεις θυγατέρας.

Ιώβ. 1,3            καὶ ἦν τὰ κτήνη αὐτοῦ πρόβατα ἑπτακισχίλια, κάμηλοι τρισχίλιαι, ζεύγη βοῶν πεντακόσια, θήλειαι ὄνοι νομάδες πεντακόσιαι, καὶ ὑπηρεσία πολλὴ σφόδρα καὶ ἔργα μεγάλα ἦν αὐτῷ ἐπὶ τῆς γῆς· καὶ ἦν ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος εὐγενὴς τῶν ἀφ᾿ ἡλίου ἀνατολῶν.

Ιώβ. 1,3                     Είχε δε πλήθος ζώα εις την ιδιοκτησίαν του· επτά χιλιάδας πρόβατα, τρεις χιλιάδας καμήλους, πεντακόσια ζεύγη βοών, αγέλην από πεντακοσίας θηλείας όνους. Δια την επιστασίαν και βοσκήν όλων αυτών είχε μεγάλον αριθμόν υπηρετών. Καλός δε και πλούσιος καθώς ήτο, είχε κάμει μεγάλα έργα εις την χώραν του. Και έτσι ο άνθρωπος εκείνος ήτο ενας από τους πολύ διακεκριμένους ανθρώπους των ανατολικών εκείνων χωρών.

Ιώβ. 1,4            συμπορευόμενοι δὲ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ πρὸς ἀλλήλους ἐποιοῦσαν πότον καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν, συμπαραλαμβάνοντες ἅμα καὶ τὰς τρεῖς ἀδελφὰς αὐτῶν ἐσθίειν καὶ πίνειν μετ᾿ αὐτῶν.

Ιώβ. 1,4                     Τα παιδιά του εσυνήθιζαν να μεταβαίνουν με την σειράν των στο σπίτι του καθ' ενός από αυτά και παρέθεταν συμπόσιον κάθε ημέραν. Παρελάμβαναν δε μαζή των και τας τρεις αδελφάς των να τρώγουν και να πίνουν μαζή των.

Ιώβ. 1,5            καὶ ὡς ἂν συνετελέσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ πότου, ἀπέστελλεν Ἰὼβ καὶ ἐκαθάριζεν αὐτοὺς ἀνιστάμενος τὸ πρωΐ καὶ προσέφερε περὶ αὐτῶν θυσίας κατὰ τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν καὶ μόσχον ἕνα περὶ ἁμαρτίας περὶ τῶν ψυχῶν αὐτῶν· ἔλεγε γὰρ Ἰώβ· μή ποτε οἱ υἱοί μου ἐν τῇ διανοίᾳ αὐτῶν κακὰ ἐνενόησαν πρὸς Θεόν. οὕτως οὖν ἐποίει Ἰὼβ πάσας τὰς ἡμέρας.

Ιώβ. 1,5                     Οταν δε ετελείωναν αι ημέραι των συμποσίων, έστελλεν ο Ιώβ άνθρωπον, και εκαλούσε όλα τα τέκνα του και τα εκαθάριζε δια θυσιών προς τον Θεόν. Εσηκώνετο, δηλαδή, ενωρίς το πρωϊ και προσέφερε δι' αυτά θυσίας, αναλόγους με τον αριθμόν των. Προσέφερε και ένα μόσχον ως θυσίαν προς εξιλέωσιν των αμαρτιών των δια τας ψυχάς των. Εκανε δε τούτο ο Ιώβ, διότι εσκέπτετο και έλεγε· “μήπως τυχόν τα παιδιά μου εσκέφθησαν κατά την ώραν των συμποσίων σκέψεις αμαρτωλάς και ημάρτησαν έτσι απέναντι του Θεού;” Ετσι εφέρετο και επορεύετο ο Ιώβ όλας τας ημέρας της ζωής του.

 

                                    Η πρώτη δοκιμασία της πίστης και της ευσέβειας του Ιώβ

Ιώβ. 1,6            Καὶ ἐγένετο ὡς ἡ ἡμέρα αὕτη, καὶ ἰδοὺ ἦλθον οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ παραστῆναι ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, καὶ ὁ διάβολος ἦλθε μετ᾿ αὐτῶν.

Ιώβ. 1,6                     Καποιαν όμως ημέραν οι άγγελοι του Θεού παρουσιάσθησαν ενώπιον του Κυρίου. Μαζή δέ με αυτούς ήλθεν και ο διάβολος.

Ιώβ. 1,7            καὶ εἶπεν ὁ Κύριος τῷ διαβόλῳ· πόθεν παραγέγονας; καὶ ἀποκριθεὶς ὁ διάβολος τῷ Κυρίῳ εἶπε· περιελθὼν τὴν γῆν καὶ ἐμπεριπατήσας τὴν ὑπ᾿ οὐρανὸν πάρειμι.

Ιώβ. 1,7                     Ο Κυριος είπεν στον διάβολον· “από που έχεις έλθει;” Ο διάβολος απεκρίθη και είπεν· “αφού περιήλθαν όλην την γην και περιεπάτησα εις ολόκληρον την υπό τον ουρανόν, ήλθα εδώ”.

Ιώβ. 1,8            καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Κύριος· προσέσχες τῇ διανοίᾳ σου κατὰ τοῦ παιδός μου Ἰώβ, ὅτι οὐκ ἔστι κατ᾿ αὐτὸν ἐπὶ τῆς γῆς, ἄνθρωπος ἄμεμπτος, ἀληθινός, θεοσεβής, ἀπεχόμενος ἀπὸ παντὸς πονηροῦ πράγματος;

Ιώβ. 1,8                     Ο Κυριος τον ηρώτησεν· “έστρεψες τον νουν σου και έδωσες προσοχήν στον δούλον μου τον Ιώβ, δια να ίδης ότι δεν υπάρχει άλλος άνθρωπος αρετής όμοιος προς αυτόν επάνω εις την γην, άμεμπτος, ακέραιος, ευσεβής, ξένος και αμέτοχος προς κάθε πονηρόν και αμαρτωλόν έργον;”

Ιώβ. 1,9            ἀπεκρίθη δὲ ὁ διάβολος καὶ εἶπεν ἐναντίον τοῦ Κυρίου· μὴ δωρεὰν Ἰὼβ σέβεται τὸν Κύριον;

Ιώβ. 1,9                     Ο διάβολος απήντησε και ειπέ προς τον Κυριον· “μήπως δωρεάν και χωρίς αμοιβάς αυτός σέβεται σε τον Κυριον;

Ιώβ. 1,10           οὐ σὺ περιέφραξας τὰ ἔξω αὐτοῦ καὶ τὰ ἔσω τῆς οἰκίας αὐτοῦ καὶ τὰ ἔξω πάντων τῶν ὄντων αὐτοῦ κύκλῳ; τὰ δὲ ἔργα τῶν χειρῶν αὐτοῦ εὐλόγησας καὶ τὰ κτήνη αὐτοῦ πολλὰ ἐποίησας ἐπὶ τῆς γῆς.

Ιώβ. 1,10                   Οχι βέβαια. Συ, με την παντοδύναμον προστασίαν σου, ως με ασφαλή και απαραβίαστον φραγμόν, δεν περιεφρούρησες και περιφρουρείς τα περί αυτόν και όσα υπάρχουν εις την οικίαν του και όλα τα εξωτερικά του πράγματα ολόγυρα; Και επί πλέον όλα τα έργα των χειρών του τα έχεις ευλογήσει και εις μεγάλον αριθμόν έχεις πληθύνει τα ζώα του εις την χώραν του.

Ιώβ. 1,11           ἀλλὰ ἀπόστειλον τὴν χεῖρά σου καὶ ἅψαι πάντων, ὧν ἔχει· ἦ μὴν εἰς πρόσωπόν σε εὐλογήσει.

Ιώβ. 1,11                    Αλλα άπλωσε το χέρι σου, έγγισε και αφαίρεσε όλα αυτά, που έχει, και τότε ασφαλώς θα δυσφορήση και θα σε βλασφημήση κατά πρόσωπον”.

Ιώβ. 1,12           τότε εἶπεν ὁ Κύριος τῷ διαβόλῳ· ἰδοὺ πάντα, ὅσα ἐστὶν αὐτῷ, δίδωμι ἐν τῇ χειρί σου, ἀλλ᾿ αὐτοῦ μὴ ἅψῃ. καὶ ἐξῆλθεν ὁ διάβολος ἀπὸ προσώπου Κυρίου. -

Ιώβ. 1,12                   Τοτε ο Κυριος είπεν στον διάβολον· “ιδού, όλα όσα έχει, τα παραδίδω εις την εξουσίαν σου. Αυτόν όμώς τον ίδιον δεν θα τον εγγίσης καθόλου”. Ο διάβολος έφυγεν από έμπροσθεν του Κυρίου.

Ιώβ. 1,13           Καὶ ἦν ὡς ἡ ἡμέρα αὕτη, οἱ υἱοὶ Ἰὼβ καὶ αἱ θυγατέρες αὐτοῦ ἔπινον οἶνον ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῶν τοῦ πρεσβυτέρου.

Ιώβ. 1,13                   Μιαν, λοιπόν, ημέραν τα παιδιά και αι θυγατέρες του Ιώβ έτρωγαν εις κοινόν συμπόσιον εν τη οικία του μεγαλυτέρου αδελφού των.

Ιώβ. 1,14           καὶ ἰδοὺ ἄγγελος ἦλθε πρὸς Ἰὼβ καὶ εἶπεν αὐτῷ· τὰ ζεύγη τῶν βοῶν ἠροτρία, καὶ αἱ θήλειαι ὄνοι ἐβόσκοντο ἐχόμεναι αὐτῶν,

Ιώβ. 1,14                   Τοτε ένας αγγελιαφόρος ήλθεν στον Ιώβ και του είπε· “τα ζευγάρια των βοϊδιών σου αροτριούσαν και αι θήλειαι όνοι έβοσκαν αμέρινοι εκεί πλησίον των.

Ιώβ. 1,15           καὶ ἐλθόντες οἱ αἰχμαλωτεύοντες ᾐχμαλώτευσαν αὐτὰς καὶ τοὺς παῖδας ἀπέκτειναν ἐν μαχαίραις· σωθεὶς δὲ ἐγὼ μόνος ἦλθον τοῦ ἀπαγγεῖλαί σοι.

Ιώβ. 1,15                   Αίφνης επήλθον εναντίον αυτών λησταί και ήρπασαν τα βόϊδια και τας θηλυκάς όνους, αφού προηγουμένως έσφαξαν με τας μαχαίρας των τους δούλους σου. Εγώ μόνος διέφυγα την σφαγήν και σωθείς ήλθον εδώ, δια να σου αναγγείλω το θλιβερόν γεγονός”.

Ιώβ. 1,16           ἔτι τούτου λαλοῦντος, ἦλθεν ἕτερος ἄγγελος καὶ εἶπε πρὸς Ἰώβ· πῦρ ἔπεσεν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ κατέκαυσε τὰ πρόβατα καὶ τοὺς ποιμένας κατέφαγεν ὁμοίως· σωθεὶς δὲ ἐγὼ μόνος ἦλθον τοῦ ἀπαγγεῖλαί σοι.

Ιώβ. 1,16                   Ενώ ακόμη αυτός ωμιλούσε, ήλθεν άλλος αγγελιαφόρος και είπε προς τον Ιώβ· “φωτιά έπεσεν από τον ουρανόν και έκαυσεν εξ ολοκλήρου τα πρόβατα, κατέφαγε δε και τους βοσκούς η φωτιά αυτή. Εγώ μόνος διεσώθην από την καταστροφήν και ήλθα να σου αναγγείλω το θλιβερόν γεγονός”.

Ιώβ. 1,17           ἔτι τούτου λαλοῦντος ἦλθεν ἕτερος ἄγγελος καὶ εἶπε πρὸς Ἰώβ· οἱ ἱππεῖς ἐποίησαν ἡμῖν κεφαλὰς τρεῖς καὶ ἐκύκλωσαν τὰς καμήλους καὶ ᾐχμαλώτευσαν αὐτὰς καὶ τοὺς παῖδας ἀπέκτειναν ἐν μαχαίραις· ἐσώθην δὲ ἐγὼ μόνος καὶ ἦλθον τοῦ ἀπαγγεῖλαί σοι.

Ιώβ. 1,17                   Εν ακόμη αυτός ωμιλούσε, και παρείχε τας θλιβεράς πληροφορίας, ήλθεν άλλος αγγελιοφόρος και είπε προς τον Ιώβ· “έφιπποι λησταί χωρισμένοι εις τρία τμήματα, ήλθαν εναντίον μας και περικύκλωσαν τας καμήλους και τας ήρπασαν. Τους δούλους σου, που εφύλασσαν αυτάς, εφόνευσάν με τας μαχαίρας των. Εγώ μόνος διέφυγα την σφαγήν και σωθείς ήλθα να σου αναγγείλω το θλιβερόν γεγονός”.

Ιώβ. 1,18           ἔτι τούτου λαλοῦντος ἄλλος ἄγγελος ἔρχεται λέγων τῷ Ἰώβ· τῶν υἱῶν σου καὶ τῶν θυγατέρων σου ἐσθιόντων καὶ πινόντων παρὰ τῷ ἀδελφῷ αὐτῶν τῷ πρεσβυτέρῳ,

Ιώβ. 1,18                   Εν και αυτός ακόμη ωμιλούσε, έρχεται άλλος αγγελιαφόρος αναγγέλλων προς τον Ιώβ· “καθ' ον χρόνον οι υιοί σου και αι θυγατέρες σου έτρωγαν και έπιναν εις την οικίαν του μεγαλυτέρου αυτών αδελφού,

Ιώβ. 1,19           ἐξαίφνης πνεῦμα μέγα ἐπῆλθεν ἐκ τῆς ἐρήμου καὶ ἥψατο τῶν τεσσάρων γωνιῶν τῆς οἰκίας, καὶ ἔπεσεν ἡ οἰκία ἐπὶ τὰ παιδία σου, καὶ ἐτελεύτησαν· ἐσώθην δὲ ἐγὼ μόνος καὶ ἦλθον τοῦ ἀπαγγεῖλαί σοι.

Ιώβ. 1,19                   αιφνιδίως ήλθε μέγας βίαιος άνεμος από την έρημον επέπεσεν ορμητικός εις τας τέσσαρας γωνίας της οικίας, η δε οικία εκρημνίσθη επάνω εις τα παιδιά σου και εκείνα ετάφησαν κάτω από τα ερείπια. Εγώ δε μόνος από τους υπηρέτας εσώθην και ήλθα να σου αναγγείλω το θλιβερόν γεγονός”.

Ιώβ. 1,20           Οὕτως ἀναστὰς Ἰὼβ ἔῤῥηξε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ ἐκείρατο τὴν κώμην τῆς κεφαλῆς καὶ πεσὼν χαμαὶ προσεκύνησε τῷ Κυρίῳ καὶ εἶπεν·

Ιώβ. 1,20                  Τοτε ηγέρθη ο Ιώβ, έσχισε τα ενδύματα του, εκούρεψε τα μαλλιά της κεφαλής του, έπεσε κάτω στο έδαφος, προσεκύνησε τον Κυριον και είπε·

Ιώβ. 1,21           αὐτὸς γυμνὸς ἐξῆλθον ἐκ κοιλίας μητρός μου, γυμνὸς καὶ ἀπελεύσομαι ἐκεῖ· ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος ἀφείλατο· ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδοξεν, οὕτω καὶ ἐγένετο· εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον εἰς τοὺς αἰῶνας.

Ιώβ. 1,21                   “Εγώ γυμνός εβγήκα από την κοιλίαν της μητρός μου, γυμνός θα απέλθω από τον κόσμον αυτόν στον τάφον. Ο Κυριος έδωκε τα δώρα του, ο Κυριος τα αφήήρεσεν. Οπως στον Κυριον εφάνη αρεστόν, έτσι και έγινεν. Ας είναι δοξασμένον το όνομα του Κυρίου στους αιώνας των αιώνων”.

Ιώβ. 1,22           Ἐν τούτοις πᾶσι τοῖς συμβεβηκόσιν αὐτῷ οὐδὲν ἥμαρτεν Ἰὼβ ἐναντίον τοῦ Κυρίου καὶ οὐκ ἔδωκεν ἀφροσύνην τῷ Θεῷ.

Ιώβ. 1,22                  Εις όλας αυτάς τας συμφοράς, που επήλθον εναντίον του Ιώβ, αυτός καθόλου δεν ημάρτησεν ενώπιον του Κυρίου. Δεν περιέπεσεν εις καμμίαν απερισκεψίαν εναντίον του Θεού.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2- Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΥΣΕΒΕΙΑΣ ΤΟΥ ΙΩΒ  

ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ ΤΟΥ ΙΩΒ

                                    Η δεύτερη δοκιμασία της πίστης και της ευσέβειας του Ιώβ

Ιώβ. 2,1            Ἐγένετο δὲ ὡς ἡ ἡμέρα αὕτη καὶ ἦλθον οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ παραστῆναι ἔναντι Κυρίου, καὶ ὁ διάβολος ἦλθεν ἐν μέσῳ αὐτῶν παραστῆναι ἐναντίον τοῦ Κυρίου.

Ιώβ. 2,1                     Καποιαν άλλην ημέραν, όπως η προηγηθείσα, ήλθον οι άγγελοι του Θεού, να παρουσιασθούν ενώπιον του Κυρίου. Και ο διάβολος ήλθεν εν μέσω αυτών, να παρουσιασθή πάλιν ενώπιον του Κυρίου.

Ιώβ. 2,2            καὶ εἶπεν ὁ Κύριος τῷ διαβόλῳ· πόθεν σὺ ἔρχῃ; τότε εἶπεν ὁ διάβολος ἐνώπιον τοῦ Κυρίου· διαπορευθεὶς τὴν ὑπ᾿ οὐρανὸν καὶ ἐμπεριπατήσας τὴν σύμπασαν πάρειμι.

Ιώβ. 2,2                    Ο Κυριος ηρώτησε τον διάβολον· “από που, συ ερχεσαι;” Τοτε ο διάβολος απήντησε προς τον Κυριον· “περιήλθα την υπό τον ουρανόν γην, περιεπάτησα μέσα εις ολόκληρον την οικουμένην και ιδού είμαι παρών έδώ”.

Ιώβ. 2,3            εἶπε δὲ ὁ Κύριος πρὸς τὸν διάβολον· προσέσχες οὖν τῷ θέραποντί μου Ἰώβ, ὅτι οὐκ ἔστι κατ᾿ αὐτὸν τῶν ἐπὶ τῆς γῆς ἄνθρωπος ὅμοιος αὐτῷ, ἄκακος, ἀληθινός, ἄμεμπτος, θεοσεβής, ἀπεχόμενος ἀπὸ παντὸς κακοῦ; ἔτι δὲ ἔχετε ἀκακίας· σὺ δὲ εἶπας τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ διακενῆς ἀπολέσαι.

Ιώβ. 2,3                    Ο δε Κυριος είπε τότε προς τον διάβολον· “εδωσες λοιπόν προσοχήν στον δούλον μου τον Ιώβ και επείσθης εκ των πραγμάτων, ότι δεν υπάρχει μεταξύ των ανθρώπων της γης άλλος όμοιος προς αυτόν, άκακος, ακέραιος, άμεμπτος, θεοσεβής, ο οποίος απέχει από κάθε κακόν; Ακόμη δε και εν μέσω αυτών των μεγάλων συμφορών κρατεί την αθωότητά και αγαθότητά του. Συ όμως είχες είπει ότι θα με εβλασφήμει, αν σε άφηνα να του κατάστρεψης όλα τα υπάρχοντά του”.

Ιώβ. 2,4            ὑπολαβὼν δὲ ὁ διάβολος εἶπε τῷ Κυρίῳ· δέρμα ὑπὲρ δέρματος· καὶ πάντα, ὅσα ὑπάρχει ἀνθρώπῳ, ὑπὲρ τῆς ψυχῆς αὐτοῦ ἐκτίσει·

Ιώβ. 2,4                    Ο διάβολος λαβών τον λόγον είπε προς τον Κυριον· “δια να σώση κανείς το δέρμα του ευχαρίστως δίνει άλλο δέρμα. Ολα όσα έχει ο άνθρωπος ημπορεί να τα θυσιάση, αρκεί να διατηρήση έτσι την ζωήν του.

Ιώβ. 2,5            οὐ μὴν δὲ ἀλλὰ ἀποστείλας τὴν χεῖρά σου ἅψαι τῶν ὀστῶν αὐτοῦ καὶ σαρκῶν αὐτοῦ· ἦ μὴν εἰς πρόσωπόν σε εὐλογήσει.

Ιώβ. 2,5                    Απλωσε όμως το χέρι σου, κτύπησέ τον εις τα κόκκαλά του και εις τας σάρκας του· τότε υπό το κράτος του ατομικού του πόνου, θα βλασφημήση αναισχύντως το πρόσωπόν σου”.

Ιώβ. 2,6            εἶπε δὲ ὁ Κύριος τῷ διαβόλῳ· ἰδοὺ παραδίδωμί σοι αὐτόν, μόνον τὴν ψυχὴν αὐτοῦ διαφύλαξον.

Ιώβ. 2,6                    Ο Κυριος είπε τότε στον διάβολον· “ιδού· παραδίδω αυτόν εις την εξουσίαν σου, να του επιφέρης τα δείνα, που είπες. Πρόσεξε όμως να διαφυλάξης την ζωήν του”.

Ιώβ. 2,7            Ἐξῆλθε δὲ ὁ διάβολος ἀπὸ προσώπου Κυρίου καὶ ἔπαισε τὸν Ἰὼβ ἕλκει πονηρῷ ἀπὸ ποδῶν ἕως κεφαλῆς.

Ιώβ. 2,7                    Ο διάβολος εβγήκεν από την παρουσίαν του Κυρίου και εκτύπησε τον Ιώβ με τρομεράς πληγάς, από κεφαλής μέχρι ποδών.

Ιώβ. 2,8            καὶ ἔλαβεν ὄστρακον, ἵνα τὸν ἰχῶρα ξύῃ, καὶ ἐκάθητο ἐπὶ τῆς κοπρίας ἔξω τῆς πόλεως.

Ιώβ. 2,8                    Ο Ιώβ επήρε τότε ένα σύντριμμα από πήλινον αγγείον και έξυε τας πυορροούσας πληγάς του. Εκάθητο δε επάνω εις ένα σωρόν απεξηραμμένης κοπριάς έξω από την πόλιν μόνος.

Ιώβ. 2,9            Χρόνου δὲ πολλοῦ προβεβηκότος εἶπεν αὐτῷ ἡ γυνὴ αὐτοῦ· μέχρι τίνος καρτερήσεις λέγων·

Ιώβ. 2,9                    Αφού επέρασε πολύς χρόνος εις την κατάστασιν αυτήν, του είπε τότε η γυναίκα του· “Εως πότε θα δείχνης αυτήν την καρτερίαν λέγων·

Ιώβ. 2,9α           ἰδοὺ ἀναμένω χρόνον ἔτι μικρὸν προσδεχόμενος τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας μου;

Ιώβ. 2,9α                  Θα περιμένω ολίγον ακόμη χρόνον και έχω την ελπίδα, ότι θα εύρω την θεραπείαν μου και θα απαλλαγώ από την όδυνηράν αυτήν κατάστασιν;

Ιώβ. 2,9β           ἰδοὺ γὰρ ἠφάνισταί σου τὸ μνημόσυνον ἀπὸ τῆς γῆς, υἱοὶ καὶ θυγατέρες, ἐμῆς κοιλίας ὠδῖνες καὶ πόνοι, οὓς εἰς τὸ κενὸν ἐκοπίασα μετὰ μόχθων·

Ιώβ. 2,9β                  Ιδού όμως ότι η ανάμνησίς σου έσβησεν από την γην, διότι τα παιδιά και τα κορίτσια σου, πόνοι της κοιλίας μου, και κόποι της ζωής μου, εξηφανίσθησαν. Ματαίως, λοιπόν, εκοπίασα και υπεβλήθην εις τόσους κόπους δια να τα μεγαλώσω.

Ιώβ. 2,9γ           σύ τε αὐτὸς ἐν σαπρίᾳ σκωλήκων κάθησαι διανυκτερεύων αἴθριος,

Ιώβ. 2,9γ                  Συ δε ο ίδιος κάθεσαι επάνω εις την σαπίλαν των σκωλήκων και διανυκτερεύεις με πολλούς πόνους στο υπαιθρον.

Ιώβ. 2,9δ           κἀγὼ πλανῆτις καὶ λάτρις, τόπον ἐκ τόπου περιερχομένη καὶ οἰκίαν ἐξ οἰκίας, προσδεχομένη τὸν ἥλιον πότε δύσεται, ἵνα ἀναπαύσωμαι τῶν μόχθων μου καὶ τῶν ὀδυνῶν, αἵ με νῦν συνέχουσιν· ἀλλὰ εἰπόν τι ῥῆμα πρὸς Κύριον καὶ τελεύτα.

Ιώβ. 2,9δ                  Εγώ δε περιπλανώμαι, σαν καμμία υπηρέτρια και ζητιάνα, μεταβαίνουσα από τον ένα τόπον στον άλλον, από την μίαν οικίαν εις την άλλην και περιμένω πότε να δύση ο ήλιος, δια να αναπαυθώ από τους σωματικούς κόπους και τας ψυχικάς οδύνας, αι οποίαι τώρα με πιέζουν και με περισφίγγουν. Είπέ, λοιπόν, ένα λόγον εναντίον του Κυρίου και δώσε ένα τέλος εις την βασανισμένην σου ζωήν”.

Ιώβ. 2,10           ὁ δὲ ἐμβλέψας εἶπεν αὐτῇ· ἵνα τί ὥσπερ μία τῶν ἀφρόνων γυναικῶν ἐλάλησας οὕτως; εἰ τὰ ἀγαθὰ ἐδεξάμεθα ἐκ χειρὸς Κυρίου, τὰ κακὰ οὐχ ὑποίσομεν; ἐν πᾶσι τούτοις τοῖς συμβεβηκόσιν αὐτῷ οὐδὲν ἥμαρτεν Ἰὼβ τοῖς χείλεσιν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ.

Ιώβ. 2,10                  Ο Ιώβ παρετήρησεν αυτήν κατάματα και είπε· “διατί ωμίλησες κατ' αυτόν τον τρόπον, ως εάν είσαι μία από τας απερισκέπτους και ανοήτους γυναίκας; Εάν τα αγαθά ευχαρίστως εδέχθημεν από τα χέρια του Κυρίου, τας θλίψεις και τας συμφοράς δεν θα τας υπομείνωμεν;” Εις όλας αυτάς τας συμφοράς, που επέπεσαν εναντίον του, ο Ιώβ δεν ημάρτησε καθόλου και δεν εβγήκε λόγος παραπόνου από τα χείλη του εναντίον του Θεού.

 

                                    Επίσκεψη των φίλων του Ιώβ

Ιώβ. 2,11           ἀκούσαντες δὲ οἱ τρεῖς φίλοι αὐτοῦ τὰ κακὰ πάντα τὰ ἐπελθόντα αὐτῷ, παρεγένοντο ἕκαστος ἐκ τῆς ἰδίας χώρας πρὸς αὐτόν· Ἐλιφὰζ ὁ Θαιμανῶν βασιλεύς, Βαλδὰδ ὁ Σαυχαίων τύραννος, Σωφὰρ ὁ Μιναίων βασιλεύς, καὶ παρεγένοντο πρὸς αὐτὸν ὁμοθυμαδόν, τοῦ παρακαλέσαι καὶ ἐπισκέψασθαι αὐτόν.

Ιώβ. 2,11                   Οι τρεις φίλοι του Ιώβ όταν επληροφορήθησαν όλας αυτάς τας συμφοράς, αι οποίαι επέπεσαν εναντίον του, εξεκίνησεν ο καθένας από την ίδικήν του χώραν και ήλθον προς αυτόν. Ο Ελιφάζ ο βασιλεύς Θαιμανών, ο Βαλδάδ ο άρχων των Σαυχαίων και ο Σωφάρ ο βασιλεύς των Μιναίων. Αυτοί λοιπόν ήλθον προς τον Ιώβ με μιαν ψυχήν και κατόπιν κοινής συμφωνίας, δια να τον επισκεφθούν και τον παρηγορήσουν.

Ιώβ. 2,12           ἰδόντες δὲ αὐτὸν πόῤῥωθεν οὐκ ἐπέγνωσαν· καὶ βοήσαντες φωνῇ μεγάλῃ ἔκλαυσαν ῥήξαντες ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ στολήν. καὶ καταπασάμενοι γῆν

Ιώβ. 2,12                  Οταν δε από μακράν τον είδαν, δεν τον ανεγνώρισαν. Εβγαλαν μεγάλην οδυνηράν κραυγήν, έκλαυσαν και διέρρηξαν ο καθένας την στολήν του. Αφού δε έρριψαν χώμα εις τας κεφαλάς των, εις έκφρασιν της οδύνης των,

Ιώβ. 2,13           παρεκάθισαν αὐτῷ ἑπτὰ ἡμέρας καὶ ἑπτὰ νύκτας, καὶ οὐδεὶς αὐτῶν ἐλάλησεν· ἑώρων γὰρ τὴν πληγὴν δεινὴν οὖσαν καὶ μεγάλην σφόδρα.

Ιώβ. 2,13                   εκάθησαν πλησίον του Ιώβ επί επτά ημέρας και επτά νύκτας, και κανείς από αυτούς δεν ήνοιξε το στόμα του να ομιλήση, διότι έβλεπαν κατάπληκτοι, ότι το κτύπημα ήτο πάρα πολύ οδυνηρόν και μεγάλο.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3- Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΟΥ ΙΩΒ

                                    Ο θρήνος του Ιώβ

Ιώβ. 3,1            Μετὰ τοῦτο ἤνοιξεν Ἰὼβ τὸ στόμα αὐτοῦ καὶ κατηράσατο τὴν ἡμέραν αὐτοῦ

Ιώβ. 3,1                     Επειτα από την επταήμερον αυτήν σιωπήν, ήνοιξεν ο Ιώβ το στόμα του και κατηράσθη την ημέραν, κατά την οποίαν εγεννήθη

Ιώβ. 3,2            λέγων·

Ιώβ. 3,2                    λέγων·

Ιώβ. 3,3            ἀπόλοιτο ἡ ἡμέρα, ἐν ᾗ ἐγεννήθην, καὶ ἡ νὺξ ἐκείνη ᾗ εἶπαν· ἰδοὺ ἄρσεν.

Ιώβ. 3,3                     “είθε να εχάνετο και να μη υπήρχεν η ημέρα εκείνη, κατά την οποίαν εγεννήθηκα· και η νύκτα εκείνη, κατά την οποίαν είπαν με χαράν· Ιδού, αρσενικό παιδί εγεννήθη.

Ιώβ. 3,4            ἡ νὺξ ἐκείνη εἴη σκότος, καὶ μὴ ἀναζητήσαι αὐτὴν ὁ Κύριος ἄνωθεν, μηδὲ ἔλθοι εἰς αὐτὴν φέγγος·

Ιώβ. 3,4                    Σκοτάδι ας ήτο η νύκτα εκείνη της γεννήσεώς μου και ας μη την αναζητούσε ο Κυριος από τον ουρανόν. Φως νυκτός και ημέρας ποτέ να μη την εφώτιζεν.

Ιώβ. 3,5            ἐκλάβοι δὲ αὐτὴν σκότος καὶ σκιὰ θανάτου, ἐπέλθοι ἐπ᾿ αὐτὴν γνόφος. καταραθείη ἡ ἡμέρα

Ιώβ. 3,5                     Ας απλωθή εις αυτήν και ας την καταλάβη σκοτάδι και σκια θανάτου. Βαθύ και αδιάλυτον σκότος ας επιπέση εις αυτήν. Κατηραμένη ας είναι η ημέρα και η νύκτα της γεννήσεώς μου.

Ιώβ. 3,6            καὶ ἡ νὺξ ἐκείνη, ἀπενέγκαιτο αὐτὴν σκότος· μὴ εἴη εἰς ἡμέρας ἐνιαυτοῦ, μηδὲ ἀριθμηθείη εἰς ἡμέρας μηνῶν·

Ιώβ. 3,6                    Είθε να την πάρη και να την κυριεύση το σκοτάδι. Ας μη υπάρξη και ας μη λογισθή μεταξύ των ημέρων του έτους, και ας μη αριθμηθή εις τας ημέρας των μηνών.

Ιώβ. 3,7            ἀλλὰ ἡ νὺξ ἐκείνη εἴη ὀδύνη, καὶ μὴ ἔλθοι ἐπ᾿ αὐτὴν εὐφροσύνη μηδὲ χαρμονή·

Ιώβ. 3,7                     Αλλά η νύκτα εκείνη ας είναι γεμάτη από οδύνην, και καμμία χαρά και αγαλλίασις ας μη έλθη εις αυτήν.

Ιώβ. 3,8            ἀλλὰ καταράσαιτο αὐτὴν ὁ καταρώμενος τὴν ἡμέραν ἐκείνην, ὁ μέλλων τὸ μέγα κῆτος χειρώσασθαι.

Ιώβ. 3,8                    Ανθρωπος, που είναι ειδικός εις κατάρας, ας καταρασθή αυτήν την ημέραν· αυτός που με τας κατάρας του έχει την δύναμιν και την εξουσίαν να καθυποτάξη ακόμη και αυτό το μεγάλο κήτος της θαλάσσης.

Ιώβ. 3,9            σκοτωθείη τὰ ἄστρα τῆς νυκτὸς ἐκείνης, ὑπομείναι καὶ εἰς φωτισμὸν μὴ ἔλθοι καὶ μὴ ἴδοι ἑωσφόρον ἀνατέλλοντα,

Ιώβ. 3,9                    Ας βυθισθούν στο σκοτάδι τα αστέρια της νυκτός εκείνης, ας απομείνουν, ας μη έλθουν στο φως και ας μη ίδουν την ανατολήν του πρωϊνού αστέρος, του εωσφόρου.

Ιώβ. 3,10           ὅτι οὐ συνέκλεισε πύλας γαστρὸς μητρός μου· ἀπήλλαξε γὰρ ἂν πόνον ἀπὸ ὀφθαλμῶν μου.

Ιώβ. 3,10                   Καταρώμαι την νύκτα εκείνην, διότι δεν έκλεισε τας πύλας της κοιλίας της μητρός μου, ώστε να μη γεννηθώ. Εάν αυτό εγίνετο, θα με είχε απαλλάξει από κάθε πόνον, που αισθάνομαι τώρα και βλέπω με τα μάτια μου.

Ιώβ. 3,11           διατί γὰρ ἐν κοιλίᾳ οὐκ ἐτελεύτησα, ἐκ γαστρὸς δὲ ἐξῆλθον καὶ οὐκ εὐθὺς ἀπωλόμην;

Ιώβ. 3,11                   Διατί δεν απέθανα, ενώ ακόμη ευρισκόμην εις την κοιλίαν της μητρός μου; Αλλά και διατί, όταν εβγήκα από την μητρικήν γαστέρα, δεν έπεσα αμέσως νεκρός, ώστε να χαθώ;

Ιώβ. 3,12           ἱνατί δὲ συνήντησάν μοι γόνατα; ἱνατί δὲ μαστοὺς ἐθήλασα;

Ιώβ. 3,12                   Διατί δέ με συνήντησαν στοργικά τα γόνατα της μητρός μου; Διατί εθήλασα τους μητρικούς μαστούς;

Ιώβ. 3,13           νῦν ἂν κοιμηθεὶς ἡσύχασα, ὑπνώσας δὲ ἀνεπαυσάμην

Ιώβ. 3,13                   Εάν αυτό εγίνετο, θα είχα ησυχάσει κοιμηθείς τον γλυκύν ύπνον του θανάτου. Θα είχα αναπαυθή από τα σημερινά δεινά παραδεδομένος εις ύπνον.

Ιώβ. 3,14           μετὰ βασιλέων βουλευτῶν γῆς, οἳ ἐγαυριῶντο ἐπὶ ξίφεσιν,

Ιώβ. 3,14                   Ετσι θα ανεπαυόμην με βασιλείς, κυβερνήτας και κριτάς των ανθρώπων της γης, οι οποίοι και υπερηφανεύοντο δια τα νικηφόρα ξίφη των.

Ιώβ. 3,15           ἢ μετὰ ἀρχόντων, ὧν πολὺς ὁ χρυσός, οἳ ἔπλησαν τοὺς οἴκους αὐτῶν ἀργυρίου,

Ιώβ. 3,15                   Η μαζή με άρχοντας, οι οποίοι είχαν πολύν χρυσόν και είχαν γεμίσει τα σπίτια των από άργυρον.

Ιώβ. 3,16           ἢ ὥσπερ ἔκτρωμα ἐκπορευόμενον ἐκ μήτρας μητρός, ἢ ὥσπερ νήπιοι, οἳ οὐκ εἶδον φῶς.

Ιώβ. 3,16                   Επί τέλους θα είχα την τύχην εκτρώματος, που βγαίνει πρόωρα από την μητρικήν κοιλίαν, η θα ήμουνα σαν ένα από τα έμβρυα, τα οποία γεννώνται νεκρά και δεν βλέπουν καθόλου το φως.

Ιώβ. 3,17           ἐκεῖ ἀσεβεῖς ἐξέκαυσαν θυμὸν ὀργῆς, ἐκεῖ ἀνεπαύσαντο κατάκοποι τῷ σώματι·

Ιώβ. 3,17                   Εκεί, μέσα στον τάφον, οι ασεβείς έχασαν πλέον όλην την φωτιάν του θυμού των. Εκεί ανεπαύθησαν οι κατάκοποι σωματικώς και πνευματικώς.

Ιώβ. 3,18           ὁμοθυμαδὸν δὲ οἱ αἰώνιοι οὐκ ἤκουσαν φωνὴν φορολόγου.

Ιώβ. 3,18                   Εκεί, τέως ευκατάστατοι και μη, όλοι ανεξαιρέτως δεν ακούουν την σκληράν και απειλητικήν φωνήν του σκληρού εισπράκτορος των φορών.

Ιώβ. 3,19           μικρὸς καὶ μέγας ἐκεῖ ἐστι, καὶ θεράπων δεδοικὼς τὸν κύριον αὐτοῦ·

Ιώβ. 3,19                   Μικροί και μεγάλοι όλοι είναι ίσοι εκεί, και ο υπηρέτης ο οποίος εν τη ζωή εφοβείτο τον κύριόν του, είναι εκεί ίσος με αυτόν.

Ιώβ. 3,20           ἱνατί γὰρ δέδοται τοῖς ἐν πικρίᾳ φῶς, ζωὴ δὲ ταῖς ἐν ὀδύναις ψυχαῖς;

Ιώβ. 3,20                  Προς τι όμως έχει δοθή η ζωή και το φως εις εκείνους, οι οποίοι επρόκειτο να διέλθουν με πικρίαν την ζωήν των; Και δεν εγκατελείποντο στο σκότος της ανυπαρξίας αυτοί, των οποίων η ζωή θα επερνούσεν εις οδύνας και θλίψεις;

Ιώβ. 3,21           οἳ ἱμείρονται τοῦ θανάτου καὶ οὐ τυγχάνουσιν ἀνορύσσοντες ὥσπερ θησαυρούς,

Ιώβ. 3,21                   Αυτοί ποθούν σφοδρώς τον θάνατον και δεν τον ευρίσκουν. Οπως οι χρυσοθήραι ανασκάπτουν με λαχτάραν, δια να εύρουν χρυσόν, ετσι και αυτοί επιζητούν τον θάνατον.

Ιώβ. 3,22           περιχαρεῖς δὲ ἐγένοντο ἐὰν κατατύχωσι.

Ιώβ. 3,22                  Σκιρτούν δε από χαράν, εάν επιτύχουν τον θάνατον και κατέλθουν στον τάφον.

Ιώβ. 3,23           θάνατος ἀνδρὶ ἀνάπαυμα, συνέκλεισε γὰρ ὁ Θεὸς κατ᾿ αὐτοῦ·

Ιώβ. 3,23                  Ο θάνατος είναι ανάπαυσις δια τον άνθρωπον, διότι ο Κυριος δια του θανάτου θέτει τέρμα εις τας θλίψεις και περιπετείας αυτού.

Ιώβ. 3,24           πρὸ γὰρ τῶν σίτων μου στεναγμός μοι ἥκει, δακρύω δὲ ἐγὼ συνεχόμενος φόβῳ·

Ιώβ. 3,24                  Πριν φάγω τροφήν, με καταλαμβάνει και με πνίγει ο στεναγμός. Χανεται η όρεξίς μου. Αναλύομαι εις δάκρυα, κυριεύομαι από φόβον νέων δεινών.

Ιώβ. 3,25           φόβος γάρ, ὅν ἐφρόντισα, ἦλθέ μοι, καὶ ὃν ἐδεδοίκειν, συνήντησέ μοι,

Ιώβ. 3,25                  Διότι ο φόβος, τον οποίον εφρόντισα με κάθε τρόπον να αποφύγω, με κατέλαβε. Οσα είχα φοβηθή με συνήντησαν εις την ζωήν μου.

Ιώβ. 3,26           οὔτε εἰρήνευσα οὔτε ἡσύχασα οὔτε ἀνεπαυσάμην, ἦλθε δέ μοι ὀργή.

Ιώβ. 3,26                  Ούτε ειρήνην, ούτε ησυχίαν, ούτε ανάπαυσιν έχω πλέον, διότι επήλθεν εναντίον μου η οργή του Κυρίου”.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10

11

12

13

14

15

16

17

18

19

20

21

22

23

24

25

26

27

28

29

30

31

32

33

34

35

36

37

38

39

40

41

42