ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΙΩΒ- ΚΕΦ. 38-42

 

 

 Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 38- Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ. Ο ΘΕΟΣ ΔΕΙΧΝΕΙ ΣΤΟΝ ΙΩΒ ΤΗΝ ΑΓΝΟΙΑ ΤΟΥ.

                                    Η παρέμβασή του Θεού. Ο Θεός δείχνει στον Ιώβ την άγνοιά του.

Ιώβ. 38,1           Μετὰ δὲ τὸ παύσασθαι Ἐλιοὺν τῆς λέξεως εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Ἰὼβ διὰ λαίλαπος καὶ νεφῶν·

Ιώβ. 38,1                   Οταν έπαυσεν ο Ελιούς να ομιλή, είπεν ο Κυριος δια μέσου της λαίλαπος και των νερών·

Ιώβ. 38,2           τίς οὗτος ὁ κρύπτων με βουλήν, συνέχων δὲ ῥήματα ἐν καρδίᾳ, ἐμὲ δὲ οἴεται κρύπτειν;

Ιώβ. 38,2                  “ποιός είναι αυτός, ο οποίος με τας εξηγήσεις που δίδει συσκοτίζει και αποκρύπτει τας ιδικάς μου βουλάς, κρατεί δε εις την καρδίαν του λόγους αστηρίκτους και νομίζει ότι εγώ είμαι εκείνος, που κρύπτω τας βουλάς μου;

Ιώβ. 38,3           ζῶσαι ὥσπερ ἀνὴρ τὴν ὀσφύν σου, ἐρωτήσω δέ σε, σὺ δέ μοι ἀποκρίθητι.

Ιώβ. 38,3                  Ζώσε, λοιπόν, την μέσην σου ως ανήρ πολεαιστής και πάρε θάρρος, διότι εγώ θα σε ερωτήσω, συ δε δος μου απόκρισιν.

Ιώβ. 38,4           ποῦ ἦς ἐν τῷ θεμελιοῦν με τὴν γῆν; ἀπάγγειλον δέ μοι εἰ ἐπίστῃ σύνεσιν.

Ιώβ. 38,4                  Που ήσουνα, όταν εγώ εθεμελίωνα την γην; Απάντησέ μου, εάν έχης σύνεσιν.

Ιώβ. 38,5           τίς ἔθετο τὰ μέτρα αὐτῆς, εἰ οἶδας; ἢ τίς ὁ ἐπαγαγὼν σπαρτίον ἐπ᾿ αὐτῆς;

Ιώβ. 38,5                  Ποιός έθεσε τα μέτρα αυτής; Πές μου, εάν το γνωρίζης. Ποιός, όταν αυτή οικοδομείτο, έβαλε νήμα στάθμης δια την ακρίβειαν της οικοδομής;

Ιώβ. 38,6           ἐπὶ τίνος οἱ κρίκοι αὐτῆς πεπήγασι; τίς δέ ἐστιν ὁ βαλὼν λίθον γωνιαῖον ἐπ᾿ αὐτῆς;

Ιώβ. 38,6                  Επάνω δε εις ποίαν βάσιν έχουν εμπηχθή στερεά οι κρίκοι αυτής; Ποιός είναι εκείνος, που έβαλε τον ακρογωνιαίον θεμέλιον λίθον, δια να την υποβαστάζη στερεάν και ακλόνητον;

Ιώβ. 38,7           ὅτε ἐγενήθησαν ἄστρα, ᾔνεσάν με φωνῇ μεγάλῃ πάντες ἄγγελοί μου.

Ιώβ. 38,7                  Οταν εδημιουργήθησαν τα άστρα, οι άγγελοί μου με εδοξολόγησαν με μεγάλην φωνήν.

Ιώβ. 38,8           ἔφραξα δὲ θάλασσαν πύλαις, ὅτε ἐμαιοῦτο ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτῆς ἐκπορευομένη.

Ιώβ. 38,8                  Εγώ έφραξα με πύλας τας ακτάς της θαλάσσης, όταν αυτή δημιουργουμένη και εξερχομένη από το χάος εφαίνετο, ως εάν εξήρχετο από την κοιλίαν της μητρός της με την βοήθειαν μαίας.

Ιώβ. 38,9           ἐθέμην δὲ αὐτῇ νέφος ἀμφίασιν, ὁμίχλῃ δὲ αὐτὴν ἐσπαργάνωσα.

Ιώβ. 38,9                  Τα νέφη του ουρανού τα έθεσα ως ενδυμασίαν της, με ομίχλην δέ, που μερικές φορές απλώνεται εις την επιφάνειάν της, την εσπαργάνωσα.

Ιώβ. 38,10         ἐθέμην δὲ αὐτῇ ὅρια, περιθεὶς κλεῖθρα καὶ πύλας.

Ιώβ. 38,10                Εθεσα εις αυτήν όρια, διότι ετοποθέτησα ολόγυρα κλειδιά και πύλας.

Ιώβ. 38,11         εἶπα δὲ αὐτῇ· μέχρι τούτου ἐλεύσῃ καὶ οὐχ ὑπερβήσῃ, ἀλλ᾿ ἐν σεαυτῇ συντριβήσεταί σου τὰ κύματα.

Ιώβ. 38,11                 Είπα δε εις αυτήν· Εως στο σημείον αυτό θα έλθης και δεν θα το υπερβής. Αλλά τα κύματά σου θα συντριβούν μέσα σου, μέσα εις τα όρια, που εγώ σου εχάραξα.

Ιώβ. 38,12         ἦ ἐπὶ σοῦ συντέταχα φέγγος πρωϊνόν; ἑωσφόρος δὲ εἶδε τὴν ἑαυτοῦ τάξιν

Ιώβ. 38,12                Η μήπως επί της ιδικής σου εποχής εγώ έχω τακτοποιήσει τον ήλιον, ο οποίος από της πρωΐας στέλλει το φως του; Επί των ημερών σου δε ο αυγερινός είδε την τακτικήν και κανονικήν πορείαν του,

Ιώβ. 38,13         ἐπιλαβέσθαι πτερύγων γῆς, ἐκτινάξαι ἀσεβεῖς ἐξ αὐτῆς;

Ιώβ. 38,13                ώστε να απλώνη το ορθρινόν φως έως εις τα άκρα της γης, να αποκαλύπτη δε και να διασκορπίζη από αυτήν τους ασχημονούντας ασεβείς, τους ανθρώπους του σκότους;

Ιώβ. 38,14         ἦ σὺ λαβὼν γῆν πηλὸν ἔπλασας ζῷον καὶ λαλητὸν αὐτὸν ἔθου ἐπί γῆς;

Ιώβ. 38,14                Η μήπως συ επήρες από την γην χώμα, έφτιασες πηλόν και έπλασες ον ζων, τον άνθρωπον, έδωσες εις αυτόν λογικόν και ομιλίαν και τον έθεσες κυρίαρχον επάνω εις την γην;

Ιώβ. 38,15         ἀφεῖλες δὲ ἀπὸ ἀσεβῶν τὸ φῶς, βραχίονα δὲ ὑπερηφάνων συνέτριψας;

Ιώβ. 38,15                Αφρεσες συ το φως από τους ασεβείς και συνέτριψες τον προς την αδικίαν εκτεινόμενον βραχίονα των υπερηφάνων;

Ιώβ. 38,16         ἦλθες δὲ ἐπὶ πηγὴν θαλάσσης, ἐν δὲ ἴχνεσιν ἀβύσσου περιεπάτησας;

Ιώβ. 38,16                Κατήλθες συ στον βυθόν της θαλάσσης, όπου υπάρχουν αι πηγαί της, εις δε τους πυθμένας των θαλασσών περιεπάτησες;

Ιώβ. 38,17         ἀνοίγονταί δέ σοι φόβῳ πύλαι θανάτου, πυλωροὶ δὲ ᾅδου ἰδόντες σε ἔπτηξαν;

Ιώβ. 38,17                Ανοίγονται ενώπιόν σου με φόβον αι κατάκλειστοι πύλαι της περιοχής, όπου κυριαρχεί ο θάνατος, οι δε θυρωροί του άδου, όταν σε είδαν, ετρόμαξαν και υπεστάλησαν;

Ιώβ. 38,18         νενουθέτησαι δὲ τὸ εὖρος τῆς ὑπ᾿ οὐρανόν; ἀνάγγειλον δή μοι, πόση τίς ἐστι;

Ιώβ. 38,18                Εχεις γνωρίσει, πόσον είναι το πλάτος της κάτω από τον ουρανόν εκτεινομένης γης; Είπέ μου, λοιπόν, πόση είναι η έκτασις της;

Ιώβ. 38,19         ἐν ποίᾳ δὲ γῇ αὐλίζεται τὸ φῶς; σκότους δὲ ποῖος ὁ τόπος;

Ιώβ. 38,19                Εις ποίον δε τόπον της γης κατοικεί το φως κατά το διάστημα της νυκτός; Ποίος δε είναι ο τόπος, όπου διαμένει το σκότος;

Ιώβ. 38,20         εἰ ἀγάγοις με εἰς ὅρια αὐτῶν; εἰ δὲ καὶ ἐπίστασαι τρίβους αὐτῶν;

Ιώβ. 38,20               Ημπορείς να με οδήγησης εις τα σύνορα των; Μηπως γνωρίζστους δρόμους των;

Ιώβ. 38,21         οἶδας ἄρα ὅτι τότε γεγέννησαι, ἀριθμὸς δὲ ἐτῶν σου πολύς;

Ιώβ. 38,21                Μηπως και γνωρίζστούτο, διότι τότε που εδημιουργείτο το φως και εξεχώριζα αυτό από το σκότος, είχες και συ γεννηθή, ο δε αριθμός των ετών σου είναι μεγάλος;

Ιώβ. 38,22         ἦλθες δὲ ἐπὶ θησαυροὺς χιόνος, θησαυροὺς δὲ χαλάζης ἑώρακας;

Ιώβ. 38,22               Εχεις έλθει συ εις τα μέρη, όπου είναι αποταμιευμένοι οι θησαυροί της χιόνος; Εχεις δε ίδει και τους θησαυρούς της χαλάζης;

Ιώβ. 38,23         ἀπόκειται δέ σοι εἰς ὥραν ἐχθρῶν εἰς ἡμέραν πολέμων καὶ μάχης;

Ιώβ. 38,23                Μηπως αυτά είναι εκεί φυλαγμένα, δια να τα χρησιμοποίησης συ εις ώραν μάχης, εις ημέραν πολέμων εναντίον των εχθρών σου;

Ιώβ. 38,24         πόθεν δὲ ἐκπορεύεται πάχνη ἢ διασκεδάννυται νότος εἰς τὴν ὑπ᾿ οὐρανόν;

Ιώβ. 38,24               Από που έρχεται η πάχνης; Η πως ο νότιος άνεμος σκορπίζεται εις την υπό τον ουρανόν γην;

Ιώβ. 38,25         τίς δὲ ἡτοίμασεν ὑετῷ λάβρῳ ῥύσιν, ὁδὸν δὲ κυδοιμῶν

Ιώβ. 38,25                Ποίος δε ητοίμασεν άφθονον ροήν των υδάτων με μεγάλην βροχήν, όπως επίσης και τον δρόμον εις τας βροντάς, που την συνοδεύουν,

Ιώβ. 38,26         τοῦ ὑετίσαι ἐπὶ γῆν, οὗ οὐκ ἀνήρ, ἔρημον, οὗ οὐχ ὑπάρχει ἄνθρωπος ἐν αὐτῇ,

Ιώβ. 38,26               δια να ποτίση με την βροχήν αυτήν την γην εκεί, που δεν υπάρχει άνθρωπος, να την καλλιεργήση εις ερήμους περιοχάς, όπου δεν κατοικεί κανείς,

Ιώβ. 38,27         τοῦ χορτάσαι ἄβατον καὶ ἀοίκητον καὶ τοῦ ἐκβλαστῆσαι ἔξοδον χλόης;

Ιώβ. 38,27                δια να χορτάση την διψασμένην απάτητον και ακατοίκητον περιοχήν, ώστε αυτή να βλαστήση πλουσίαν χλόην;

Ιώβ. 38,28         τίς ἐστιν ὑετοῦ πατήρ; τίς δέ ἐστιν ὁ τετοκὼς βώλους δρόσου,

Ιώβ. 38,28               Ποιός από τους ανθρώπους είναι ο πατήρ της βροχής; Ποιός δε είναι εκείνος, ο οποίος έχει γεννήσει τας χονδράς σταγόνας της δρόσου;

Ιώβ. 38,29         ἐκ γαστρὸς δέ τίνος ἐκπορεύεται ὁ κρύσταλλος; πάχνην δὲ ἐν οὐρανῷ τίς τέτοκεν,

Ιώβ. 38,29               Από την κοιλίαν δε ποίου βγαίνει και εκπορεύεται ο πάγος; Την πάχνην στον ουρανόν ποιός την έχει γεννήσει,

Ιώβ. 38,30         ἣ καταβαίνει ὥσπερ ὕδωρ ῥέον; πρόσωπον ἀσεβοῦς τίς ἔπτηξε;

Ιώβ. 38,30                η οποία πάχνη κατεβαίνει εις την γην ωσάν το νερό που τρέχει; Ποιός δε ετρομοκράτησε τον ασεβή και τον έκαμε να συσταλή καταπτοημένος;

Ιώβ. 38,31         συνῆκας δὲ δεσμὸν Πλειάδος καὶ φραγμὸν Ὠρίωνος ἤνοιξας;

Ιώβ. 38,31                Μηπως εξεύρεις με ποίον είδος δεσμού είναι δεμένα μεταξύ των τα άστρα της Πλειάδος η μήπως μπορείς να διάσπασης τον δεσμόν των αστέρων του Ωρίωνος;

Ιώβ. 38,32         ἦ διανοίξεις μαζουρὼθ ἐν καιρῷ αὐτοῦ καὶ Ἕσπερον ἐπὶ κόμης αὐτοῦ ἄξεις αὐτά;

Ιώβ. 38,32                Η μήπως συ θα διανοίξης και θα καθορίσης στο καθένα από τα ζώδια τον δρόμον, που πρέπει να ακολουθήση, δια να καταλάβη τον τόπον του εις την ωρισμένην εκάστοτε εποχήν; Μηπως και ημπορείς να αρπάξης, σαν από την κόμην του, τον Εσπερον, δια να τον μεταφέρης, όπου θέλεις;

Ιώβ. 38,33         ἐπίστασαι δὲ τροπὰς οὐρανοῦ ἢ τὰ ὑπ᾿ οὐρανὸν ὁμοθυμαδὸν γινόμενα;

Ιώβ. 38,33                Γνωρίζεις δε τους νόμους, σύμφωνα με τους οποίους γίνονται αι μετακινήσεις των αστέρων του ουρανού, η όλα ομού τα υπό τον ουρανόν γινόμενα φυσικά φαινόμενα;

Ιώβ. 38,34         καλέσεις δὲ νέφος φωνῇ, καὶ τρόμῳ ὕδατος λάβρου ὑπακούσεταί σου;

Ιώβ. 38,34                Ημπορείς να καλέσης και να διατάξης τα νέφη με την φωνήν σου και εκείνα με τρόμον να σε υπακούσουν και να μεταβληθούν εις ορμητικήν βροχήν;

Ιώβ. 38,35         ἀποστελεῖς δὲ κεραυνοὺς καὶ πορεύσονται; ἐροῦσι δέ σοι· τί ἐστι;

Ιώβ. 38,35                Ημπορείς να διατάξης και να στείλης τους κεραυνούς, όπου θέλεις, και εκείνοι σύμφωνα με την διαταγήν σου να πορευθούν; Θα πουν μήπως, ευπειθείς εις σέ· Τι συμβαίνει; Διάταξε και υπακούομεν.

Ιώβ. 38,36         τίς δὲ ἔδωκε γυναιξὶν ὑφάσματος σοφίαν ἢ ποικιλτικὴν ἐπιστήμην;

Ιώβ. 38,36                Ποίος έδωσεν εις τας γυναίκας σοφίαν και επιδεξιότητα, ώστε να κατασκευάζουν υφάσματα η καλαισθητικήν ικανότητα, ώστε να κεντούν θαυμαστά ποικίλματα;

Ιώβ. 38,37         τίς δὲ ὁ ἀριθμῶν νέφη σοφίᾳ, οὐρανὸν δὲ εἰς γῆν ἔκλινε;

Ιώβ. 38,37                Ποίος είναι εκείνος, που αριθμεί τα νέφη και κατέχει την ακριβή γνώσιν περί αυτών, κάμνει δε τον ουρανόν να κλίνη μέχρι της γης;

Ιώβ. 38,38         κέχυται δὲ ὥσπερ γῆ κονία, κεκόλληκα δὲ αὐτὸν ὥσπερ λίθῳ κύβον.

Ιώβ. 38,38                Ποτε γίνεται ωσάν κονιορτός η ομίχλη, απλώνεται και σκεπάζει την γην, και πότε την κάμνω να σκληρύνεται σαν λίθος μεταβαλλομένη εις πάγον και εις χάλαζάν με ακριβή γεωμετρικά σχήματα;

Ιώβ. 38,39         θηρεύσεις δὲ λέουσι βοράν, ψυχὰς δὲ δρακόντων ἐμπλήσεις;

Ιώβ. 38,39                Ημπορείς συ να θηρεύσης δια τους λέοντας τροφήν; Είσαι εις θέσιν να χορτάσης την πείναν των δρακόντων;

Ιώβ. 38,40         δεδοίκασι γὰρ ἐν κοίταις αὐτῶν, κάθηνται δὲ ἐν ὕλαις ἐνεδρεύοντες.

Ιώβ. 38,40               Διότι αυτοί φοβούνται και ανησυχούν δια την τροφήν των μέσα εις τας φωλεάς των, παραμονεύουν δε εις τας λόχμας, δια να συλλάβουν την λείαν των.

Ιώβ. 38,41         τίς δὲ ἡτοίμασε κόρακι βοράν; νεοσσοὶ γὰρ αὐτοῦ πρὸς Κύριον κεκράγασι πλανώμενοι, τὰ σῖτα ζητοῦντες.

Ιώβ. 38,41                Ποιός ητοίμασε τροφήν δια τον κόρακα; Διότι και αυτά τα μικρά πουλιά του κόρακος, καθώς πετούν από δω και από εκεί, φωνάζουν προς τον Κυριον και ζητούν την απαραίτητον δι' αυτά τροφήν.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 39- Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ. Ο ΘΕΟΣ ΔΕΙΧΝΕΙ ΣΤΟΝ ΙΩΒ ΤΗΝ ΑΓΝΟΙΑ ΤΟΥ.

                                     Η παρέμβασή του Θεού. Ο Θεός δείχνει στον Ιώβ την άγνοιά του.

Ιώβ. 39,1           Εἰ ἔγνως καιρὸν τοκετοῦ τραγελάφων πέτρας, ἐφύλαξας δὲ ὠδῖνας ἐλάφων;

Ιώβ. 39,1                   Μηπως συ εγνώρισες και ώρισες τον χρόνον του τοκετού των αγρίων αιγών, που ζουν στους αποκρήμνους βράχους; Μηπως συ φροντίζεις και παρακολουθείς το κοιλοπόνημα των ελάφων;

Ιώβ. 39,2           ἠρίθμησας δὲ μῆνας αὐτῶν πλήρεις τοκετοῦ αὐτῶν, ὠδῖνας δὲ αὐτῶν ἔλυσας;

Ιώβ. 39,2                  Μηπως εγνώρισες ακριβώς επί πόσους μήνας θα κυοφορήσουν; Κατεπράϋνες δε και έλυσες τους πόνους των κατά τους τοκετούς αυτών;

Ιώβ. 39,3           ἐξέθρεψας δὲ αὐτῶν τὰ παιδία ἔξω φόβου; ὠδῖνας δὲ αὐτῶν ἐξαποστελεῖς;

Ιώβ. 39,3                  Συ έθρεψες και ανέθρεψες τα νεογνά των, ασφαλή από κάθε φόβον και από κάθε κίνδυνον της ζωής των; Μηπως διέλυσες και έδιωξες μακράν από τας μητέρας των τους πόνους του τοκετου των;

Ιώβ. 39,4           ἀποῤῥήξουσι τὰ τέκνα αὐτῶν, πληθυνθήσονται ἐν γεννήματι· ἐξελεύσονται, καὶ οὐ μὴ ἀνακάμψουσιν αὐτοῖς.

Ιώβ. 39,4                  Θα αποδιώξουν δε αυταί στον κατάλληλον καιρόν τα τέκνα των, ώστε αυτά να μεγαλώσουν και να πληθυνθούν μέσα εις τα γεννήματα των αγρών. Θα βγουν έξω από τας φωλεάς των και δεν θα επιστρέψουν πλέον στους γονείς των.

Ιώβ. 39,5           τίς δέ ἐστιν ὁ ἀφεὶς ὄνον ἄγριον ἐλεύθερον, δεσμοὺς δὲ αὐτοῦ τίς ἔλυσεν;

Ιώβ. 39,5                  Ποίος είναι εκείνος που αφήκεν ελεύθερον τον άγριον όνον, ποιός κατήργησε τα σχοινιά, με τα οποία θα εδένετο;

Ιώβ. 39,6           ἐθέμην δὲ τὴν δίαιταν αὐτοῦ ἔρημον, καὶ τὰ σκηνώματα αὐτοῦ ἁλμυρίδα·

Ιώβ. 39,6                  Εγώ ώρισα ως κατοικίαν του την έρημον περιοχήν και τους αλμυρούς τόπους ως διαμονήν του.

Ιώβ. 39,7           καταγελῶν πολυοχλίας πόλεως, μέμψιν δὲ φορολόγου οὐκ ἀκούων,

Ιώβ. 39,7                  Εμπαίζων δε αυτός και καταφρονών τον θόρυβον της πολυανθρώπου πόλεως, μη ακούων την ωργισμένην φωνήν οδηγού,

Ιώβ. 39,8           κατασκέψεται ὄρη νομὴν αὐτοῦ καὶ ὀπίσω παντὸς χλωροῦ ζητεῖ.

Ιώβ. 39,8                  παρατηρεί με προσοχήν και ερευνά τα βουνά δια την ανεύρεσιν της τροφής του, και την αναζητεί εκεί, όπου υπάρχει τρυφερά χλόη.

Ιώβ. 39,9           βουλήσεται δέ σοι μονόκερως δουλεῦσαι ἢ κοιμηθῆναι ἐπὶ φάτνης σου;

Ιώβ. 39,9                  Μηπως θα θελήση ποτέ ο ρινόκερως, να σε υπηρετήση η να κοιμηθή στον σταύλον σου;

Ιώβ. 39,10         δήσεις δὲ ἐν ἱμᾶσι ζυγὸν αὐτοῦ ἢ ἑλκύσει σου αὔλακας ἐν πεδίῳ;

Ιώβ. 39,10                Θα ημπορέσης να τον δέσης με λουριά στον ζυγόν του, ώστε να σύρη το άροτρον, δια να ανοίξη αυλάκια στον αγρόν;

Ιώβ. 39,11         πέποιθας δὲ ἐπ᾿ αὐτῷ, ὅτι πολλὴ ἡ ἰσχὺς αὐτοῦ, ἐπαφήσεις δὲ αὐτῷ τὰ ἔργα σου;

Ιώβ. 39,11                 Εχεις, βέβαια, πεποίθησιν εις αυτόν, διότι μεγάλη είναι η δύναμίς του. Θα τον αφήσης όμως να εκτρελέση τα βαρειά έργα της καλλιεργειάς σου;

Ιώβ. 39,12         πιστεύσεις δὲ ὅτι ἀποδώσει σοι τὸν σπόρον, εἰσοίσει δέ σου τὸν ἅλωνα;

Ιώβ. 39,12                Θα εμπιστευθής δε εις αυτόν την κατευόδωσιν της σποράς και την καλλιέργειαν των αγρών σου, ώστε να σου αποδώση το εισόδημα, το οποίον θα συγκεντρώσης στο αλώνι σου;

Ιώβ. 39,13         πτέρυξ τερπομένων νεέλασα, ἐὰν συλλάβῃ ἀσίδα καὶ νέσσα·

Ιώβ. 39,13                Καμαρώνει και τέρπεται η στρουθοκάμηλος δια το ωραίον της πτέρωμα, το οποίον φυσικά είναι ωραιότερον από τα πτερά του πελαργού και του ιέρακος.

Ιώβ. 39,14         ὅτι ἀφήσει εἰς γῆν τὰ ὠὰ αὐτῆς καὶ ἐπὶ χοῦν θάλψει

Ιώβ. 39,14                Εν τούτοις στερείται αυτή της στοργής του πελαργού προς τα παιδιά της δι' αυτό και θα αφήση τα αυγά της εις την γην, εις την άμμον, δια να τα ζεστάνη και τα εκκολάψη αυτή.

Ιώβ. 39,15         καὶ ἐπελάθετο ὅτι ποὺς σκορπιεῖ καὶ θηρία ἀγροῦ καταπατήσει·

Ιώβ. 39,15                Δεν έλαβεν υπ' όψιν, ότι πόδια ανθρώπων, που βυθίζονται εις την άμμον, θα τα διασκορπίσουν και τα θηρία του αγρού θα τα καταπατήσουν.

Ιώβ. 39,16         ἀπεσκλήρυνε τὰ τέκνα ἑαυτῆς, ὥστε μὴ ἑαυτήν, εἰς κενὸν ἐκοπίασεν ἄνευ φόβου·

Ιώβ. 39,16                Φέρεται με σκληρότητα προς τα τέκνα της, ως εάν αυτά δεν ήσαν ιδικά της. Και ως εάν μάτην εκοπίασε, δεν φοβείται μήπως χαθούν τα τέκνα της.

Ιώβ. 39,17         ὅτι κατεσιώπησεν αὐτῇ ὁ Θεὸς σοφίαν καὶ οὐκ ἐπεμέρισεν αὐτῇ ἐν τῇ συνέσει.

Ιώβ. 39,17                Συμβαίνει δε αυτό, διότι ο Θεός απεσιώπησε και δεν την εδίδαξε την σοφίαν της στοργής, δεν κατεμέρισεν εις αυτήν σύνεσιν.

Ιώβ. 39,18         κατὰ καιρὸν ἐν ὕψει ὑψώσει, καταγελάσεται ἵππου καὶ τοῦ ἐπιβάτου αὐτοῦ.

Ιώβ. 39,18                Εις ώρας όμως κινδύνου θα υψώση τα ωραία πτερά της και θα τρέχη τόσον γρήγορα, ώστε θα κατανικήση και θα καταγελάση οιονδήποτε ίππον και τον ιππέα, που επιβαίνει εις αυτόν.

Ιώβ. 39,19         ἦ σὺ περιέθηκας ἵππῳ δύναμιν, ἐνέδυσας δὲ τραχήλῳ αὐτοῦ φόβον;

Ιώβ. 39,19                Μηπως συ περιέβαλες με δύναμιν τον ίππον και ενέδυσες τον τράχηλόν του με ευκινησίαν, που εμπνέει φόβον;

Ιώβ. 39,20         περιέθηκας δὲ αὐτῷ πανοπλίαν, δόξαν δὲ στηθέων αὐτοῦ τόλμῃ;

Ιώβ. 39,20               Συ τον περιέβαλες με τόλμην, ως με πανοπλίαν; Συ του ενέβαλες εις τα στήθη τόλμην και θάρρος;

Ιώβ. 39,21         ἀνορύσσων ἐν πεδίῳ γαυριᾷ, ἐκπορεύεται δὲ εἰς πεδίον ἐν ἰσχύϊ·

Ιώβ. 39,21                Ανυπόμονος σκάπτει με τα πόδια του το έδαφος, όπου στέκεται, επιπίπτει δέ με ασυγκράτητον ορμήν στο πεδίον της μάχης.

Ιώβ. 39,22         συναντῶν βασιλεῖ καταγελᾷ καὶ οὐ μὴ ἀποστραφῇ ἀπὸ σιδήρου·

Ιώβ. 39,22               Εάν συναντήση σιδηρόφρακτον και περιφρουρούμενον βασιλέα, τον καταφρονεί και τον εμπαίζει, και δεν πτοείται ούτε και γυρίζει πίσω ενώπιον σιδηρών όπλων, μαχαιρών και τόξων.

Ιώβ. 39,23         ἐπ᾿ αὐτῷ γαυριᾷ τόξον καὶ μάχαιρα,

Ιώβ. 39,23                Επάνω εις αυτόν κάθεται υπερήφανα ο ιππεύς και χρησιμοποιεί το τόξον και την μάχαιράν του.

Ιώβ. 39,24         καὶ ὀργῇ ἀφανιεῖ τὴν γῆν καὶ οὐ μὴ πιστεύσει, ἕως ἂν σημάνῃ σάλπιγξ·

Ιώβ. 39,24               Από τον θυμόν του, όταν τον υποχρεώνουν να περιμένη, κατασκάπτει και εξαφανίζει με τα πόδια του την γην· δεν θα μείνη ήσυχος, έως ότου η σάλπιγξ θα δώση το σύνθημα της επιθέσεως.

Ιώβ. 39,25         σάλπιγγος δὲ σημαινούσης λέγει· εὖγε. πόῤῥωθεν δὲ ὀσφραίνεται πολέμου σὺν ἅλματι καὶ κραυγῇ.

Ιώβ. 39,25                Οταν δε η σάλπιγξ σημάνη εξόρμησιν, ικανοποιείται και φαίνεται σαν να λέγη· Εύγε! Από μακρυά οσφραίνεται τον πόλεμον και τρέχει με μεγάλα άλματα εκεί, που ακούονται πολεμικαί κραυγαί.

Ιώβ. 39,26         ἐκ δὲ τῆς σῆς ἐπιστήμης ἕστηκεν ἱέραξ, ἀναπετάσας τὰς πτέρυγας, ἀκίνητος, καθορῶν τὰ πρὸς νότον;

Ιώβ. 39,26               Μηπως από την ιδικήν σου σοφίαν, έμαθε το γεράκι να στέκεται στον αέρα ακίνητον απλώνοντας τας πτέρυγας του, και στρέφει το βλέμμα του προς τον νότον, όπου πρόκειται να πετάξη;

Ιώβ. 39,27         ἐπὶ δὲ σῷ προστάγματι ὑψοῦται ἀετός, γὺψ δὲ ἐπὶ νοσσιᾶς αὐτοῦ καθεσθεὶς αὐλίζεται

Ιώβ. 39,27                Κατόπιν ιδικής σου διαταγής πετά προς μεγάλα ύψη ο αετός, ο δε γυψ διέρχεται την νύκτα επί της φωλεάς του, εις την οποίαν θα καθίση

Ιώβ. 39,28         ἐπ᾿ ἐξοχῇ πέτρας καὶ ἀποκρύφῳ;

Ιώβ. 39,28               και η οποία είναι κτισμένη εις απότομον και απόκρυφον προεξοχήν βράχου;

Ιώβ. 39,29         ἐκεῖσε ὢν ζητεῖ τὰ σῖτα, πόῤῥωθεν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ σκοπεύουσι·

Ιώβ. 39,29               Εν δε είναι εκεί, αναζητεί την τροφήν του, διότι βλέπουν από μακρυά τα μάτια του προς τα μέρη εκείνα όπου ευρίσκεται το θήραμά του.

Ιώβ. 39,30         νεοσσοὶ δὲ αὐτοῦ φύρονται ἐν αἵματι, οὗ δ᾿ ἂν ὦσι τεθνεῶτες, παραχρῆμα εὑρίσκονται.

Ιώβ. 39,30                Τα πουλιά του, από τας πρώτας ημέρας της ζωής των, ζυμώνονται με το αίμα των κατασπαρασσομένων ζώων· όπου δε και αν υπάρχουν θνησιμαία, εκεί αμέσως ευρίσκονται και αυτά”.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 40- Ο Ο ΙΩΒ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΝΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ.  

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΔΕΙΧΝΕΙ ΣΤΟΝ ΙΩΒ ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ ΚΑΙ ΤΗ ΣΟΦΙΑ ΤΟΥ.

                                    Ο Ιώβ αναγνωρίζει τη δύναμη και την πανσοφία του Θεού

Ιώβ. 40,1           Καὶ ἀπεκρίθη Κύριος ὁ Θεὸς τῷ Ἰὼβ καὶ εἶπε·

Ιώβ. 40,1                  Απηυθύνθη ακόμη ο Θεός από το νέφος προς τον σιωπώντα Ιώβ και είπε·

Ιώβ. 40,2           μὴ κρίσιν μετὰ ἱκανοῦ ἐκκλινεῖ, ἐλέγχων δὲ Θεὸν ἀποκριθήσεται αὐτήν;

Ιώβ. 40,2                  “μήπως και θα ημπορέση κανείς να αποφύγη να κριθή με εμέ τον παντοδύναμον; Οταν δε εκφράζη παράπονα και ελέγχους προς τον Θεόν, ημπορεί να αποκριθή δια την επίκρισίν του αυτήν;”.

Ιώβ. 40,3           ὑπολαβὼν δὲ Ἰὼβ λέγει τῷ Κυρίῳ·

Ιώβ. 40,3                  Απαντών ευλαβως ο Ιώβ είπε προς τον Κυριον·

Ιώβ. 40,4           τί ἔτι ἐγὼ κρίνομαι, νουθετούμενος καὶ ἐλέγχων Κύριον, ἀκούων τοιαῦτα οὐθὲν ὤν; ἐγὼ δὲ τίνα ἀπόκρισιν δῶ πρὸς ταῦτα; χεῖρα θήσω ἐπὶ στόματί μου·

Ιώβ. 40,4                  “προς τι εγώ και τώρα, που νουθετούμαι από τον Κυριον, να παραπονεθώ συμβουλεύων και ελέγχων τον Κυριον εγώ, ο οποίος δεν είμαι τίποτε; Ποίαν δε απάντησιν θα δώσω εγώ εις αυτά; Θα βάλω το χέρι μου στο στόμα μου, δια να το κλείσω και να σιωπήσω πλέον.

Ιώβ. 40,5           ἅπαξ λελάληκα, ἐπὶ δὲ τῷ δευτέρῳ οὐ προσθήσω.

Ιώβ. 40,5                  Μια φορά ωμίλησα κατά ανόητον τρόπον· δεν πρέπει και δευτέραν φοράν κατά τον αυτόν τρόπον να ομιλήσω”.

 

                                    Ο Κύριος δείχνει στον Ιώβ τη δύναμη και τη σοφία του

Ιώβ. 40,6           ἔτι δὲ ὑπολαβὼν ὁ Κύριος εἶπε τῷ Ἰὼβ ἐκ τοῦ νέφους·

Ιώβ. 40,6                  Λαβών πάλιν ο Κυριος τον λόγον είπε προς τον Ιώβ από το νέφος·

Ιώβ. 40,7           μή, ἀλλὰ ζῶσαι ὥσπερ ἀνὴρ τὴν ὀσφύν σου, ἐρωτήσω δέ σε, σὺ δέ μοι ἀπόκριναι·

Ιώβ. 40,7                  “μη σταματάς την συζήτησιν, αλλά ζώσε ως ανδρείος ανήρ την οσφύν σου, διότι εγώ θα σε ερωτήσω, συ δέ, εάν ημπορής απάντησέ μου.

Ιώβ. 40,8           μὴ ἀποποιοῦ μου τὸ κρίμα. οἴει δέ με ἄλλως σοι κεχρηματικέναι ἢ ἵνα ἀναφανῇς δίκαιος;

Ιώβ. 40,8                  Μη αρνείσαι και δεν ημπορείς να αρνηθής την δικαίαν απόφασίν μου και ενέργειαν σχετικώς πρυς σέ. Νομίζεις ότι δι' άλλον λόγον ενήργησα εγώ δια σέ, ει μη μόνον δια να αναδειχθής δίκαιος;

Ιώβ. 40,9           ἦ βραχίων σοί ἐστι κατὰ τοῦ Κυρίου, ἢ φωνῇ κατ᾿ αὐτὸν βροντᾷς;

Ιώβ. 40,9                  Μηπως ο ιδικός σου βραχίων είναι τόσον ισχυρός, ώστε να υψωθή και να συγκριθή με τον παντοδύναμον βραχίονα του Κυρίου; Η η φωνή σου ομοιάζει με την φωνήν του, η οποία είναι ως η βροντή;

Ιώβ. 40,10         ἀνάλαβε δὴ ὕψος καὶ δύναμιν, δόξαν δὲ καὶ τιμὴν ἀμφίασαι.

Ιώβ. 40,10                Σηκωσε, λοιπόν, το ανάστημά σου, πάρε επάνω σου την δύναμίν σου, ενδύσου δόξαν και τιμήν,

Ιώβ. 40,11         ἀπόστειλον δὲ ἀγγέλους ὀργῇ, πάντα δὲ ὑβριστὴν ταπείνωσον·

Ιώβ. 40,11                 στείλε, αν ημπορής, τους αγγέλους σου με εντολήν και οργήν, ταπείνωσε δε κάθε αλαζόνα και ασεβή.

Ιώβ. 40,12         ὑπερήφανον δὲ σβέσον, σῆψον δὲ ἀσεβεῖς παραχρῆμα,

Ιώβ. 40,12                Σβήσε και εξάλειψε από προσώπου της γης κάθε υπερήφανον. Φέρε αμέσως σήψιν και αποσύνθεσιν στους ασεβείς.

Ιώβ. 40,13         κρύψον δὲ εἰς γῆν ὁμοθυμαδόν, τὰ δὲ πρόσωπα αὐτῶν ἀτιμίας ἔμπλησον·

Ιώβ. 40,13                Θαψε τους και κρύψε τους όλους μαζή εις την γην, τα δε πρόσωπά των γέμισέ τα από καταισχύνην και εξευτελισμόν.

Ιώβ. 40,14         ὁμολογήσω ὅτι δύναται ἡ δεξιά σου σῶσαι.

Ιώβ. 40,14                Τοτε θα διακηρύξω και εγώ, ότι η δεξιά σου δύναται να σε σώση από κινδύνους.

Ιώβ. 40,15         ἀλλὰ δὴ ἰδοὺ θηρία παρά σοι, χόρτον ἴσα βουσὶν ἐσθίουσιν.

Ιώβ. 40,15                Ιδού όμως ότι θηρία μεγάλα πλησίον σου τρώγουν τον χόρτον ωσάν βόϊδια.

Ιώβ. 40,16         ἰδοὺ δὴ ἡ ἰσχὺς αὐτοῦ ἐπ᾿ ὀσφύϊ, ἡ δὲ δύναμις αὐτοῦ ἐπ᾿ ὀμφαλοῦ γαστρός·

Ιώβ. 40,16                Ιδού εις ένα από αυτά, στον ιπποπόταμον, η δύναμίς του ευρίσκεται εις την οσφύν του και την καθιστά ισχυράν και αλύγιστον. Μαλιστα δε η δύναμίς του είναι στον ομφαλόν της κοιλίας του.

Ιώβ. 40,17         ἔστησεν οὐρὰν ὡς κυπάρισσον, τὰ δὲ νεῦρα αὐτοῦ συμπέπλεκται·

Ιώβ. 40,17                Υψώνει την ουράν του, που είναι υψηλή και ευθεία όπως το κυπαρίσσι. Τα νεύρα του συμπλέκονται μεταξύ των.

Ιώβ. 40,18         αἱ πλευραὶ αὐτοῦ πλευραὶ χάλκειαι, ἡ δὲ ῥάχις αὐτοῦ σίδηρος χυτός.

Ιώβ. 40,18                Τα πλευρά του είναι ισχυρά ωσάν χαλκός και η ράχις του είναι ωσάν χυτός σίδηρος.

Ιώβ. 40,19         τοῦτ᾿ ἔστιν ἀρχὴ πλάσματος Κυρίου, πεποιημένον ἐγκαταπαίζεσθαι ὑπὸ τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ.

Ιώβ. 40,19                Το θηρίον δηλαδή αυτό, ο ιπποπόταμος, είναι θαυμαστόν πλάσμα του Κυρίου. Δημιούργημα τόσον ισχυρόν, ώστε μόνον υπό των αγγέλων του Θεού είναι δυνατόν να περιπαίζεται.

Ιώβ. 40,20         ἐπελθὼν δὲ ἐπ᾿ ὄρος ἀκρότομον ἐποίησε χαρμονὴν τετράποσιν ἐν τῷ ταρτάρῳ.

Ιώβ. 40,20               Οταν δια την ανεύρεσιν της τροφής του εξέρχεται από τον ποταμόν και ανέρχεται εις απόκρημνον λόφον, που έχει χλόην, προκαλεί χαράν εις τα τετράποδα, τα οποία ευρίσκονται κάτω εις την πεδιάδα.

Ιώβ. 40,21         ὑπὸ παντοδαπὰ δένδρα κοιμᾶται, παρὰ πάπυρον καὶ κάλαμον καὶ βούτομον.

Ιώβ. 40,21                Κοιμάται κάτω από διάφορα δένδρα, πλησίον στο παπύρι, εις τα καλάμια και εις τα ψαθιά.

Ιώβ. 40,22         σκιάζονται δὲ ἐν αὐτῷ δένδρα μεγάλα σὺν ῥαδάμνοις καὶ κλῶνες ἀγροῦ.

Ιώβ. 40,22               Ριπτούν επάνω εις αυτόν την σκιαν των δένδρα μεγάλα και τρυφερά βλαστάρια και κλώνοι, που υψώνονται στους αγρούς.

Ιώβ. 40,23         ἐὰν γένηται πλήμμυρα, οὐ μὴ αἰσθηθῇ· πέποιθεν ὅτι προσκρούσει ὁ Ἰορδάνης εἰς τὸ στόμα αὐτοῦ.

Ιώβ. 40,23               Εάν πλημμυρίση ο ποταμός, αυτός δεν θα αισθανθή τίποτε. Εχει πεποίθησιν εις την δύναμίν του και όταν ακόμα προσκρούση στο στόμα του ο Ιορδάνης ποταμός.

Ιώβ. 40,24         ἐν τῷ ὀφθαλμῷ αὐτοῦ δέξεται αὐτόν, ἐνσκολιευόμενος τρήσει ῥῖνα.

Ιώβ. 40,24               Εάν ημπορή κανείς, ας τον συλλάβη φανερά ενεργών. Η ας διατρυπήση, αν ημπορή, το ρύγχος του χρησιμοποιών προς τούτο παγιδευτικά μέσα.

Ιώβ. 40,25         ἄξεις δὲ δράκοντα ἐν ἀγκίστρῳ, περιθήσεις δὲ φορβαίαν περὶ ῥῖνα αὐτοῦ;

Ιώβ. 40,25               Ημπορείς συ να συλλάβης τον δράκοντα τον μεγάλον, τον κροκόδειλον, με άγκιστρον, να βάλης δε γύρω από το ρύγχος του χαλινάρι;

Ιώβ. 40,26         εἰ δήσεις κρίκον ἐν τῷ μυκτῆρι αὐτοῦ, ψελλίῳ δὲ τρυπήσεις τὸ χεῖλος αὐτοῦ;

Ιώβ. 40,26               Μηπως και ημπορείς να δέσης κρίκον στους ρώθωνάς του, να τρυπήσης δε το χείλος του και να του περάσής χαλκάν;

Ιώβ. 40,27         λαλήσει δέ σοι δεήσει, ἱκετηρίᾳ μαλακῶς;

Ιώβ. 40,27               Μηπως αυτός τρέμων την δύναμίν σου θα σου ομιλήση ικετευτικά, μαλακά και ήρεμα;

Ιώβ. 40,28         θήσεται δὲ μετὰ σοῦ διαθήκην; λήψῃ δὲ αὐτὸν δοῦλον αἰώνιον;

Ιώβ. 40,28               Μηπως και θα θελήση να συνάψη μαζή σου σύμφωνον φιλίας; Μηπως και έχεις την δύναμιν να τον πάρής και να τον κρατήσης παντοτεινόν δούλον σου;

Ιώβ. 40,29         παίξῃ δὲ ἐν αὐτῷ ὥσπερ ὀρνέῳ ἢ δήσεις αὐτὸν ὥσπερ στρουθίον παιδίῳ;

Ιώβ. 40,29               Θα παίξης, τάχα, μαζή του όπως παίζεις με ένα πουλί η ημπορείς να τον δέσης, όπως δένεις ένα σπουργίτην, που τον δίνεις στο παιδί για να παίζη;

Ιώβ. 40,30         ἐνσιτοῦνται δὲ ἐν αὐτῷ ἔθνη, μεριτεύονται δὲ αὐτὸν Φοινίκων ἔθνη;

Ιώβ. 40,30               Τρέφονται από τας σάρκας του έθνη, οι δε εμπορικοί λαοί των Φοινίκων κόπτουν αυτόν εις μεγάλα τεμάχια και τον εμπορεύονται.

Ιώβ. 40,31         πᾶν δὲ πλωτὸν συνελθὸν οὐ μὴ ἐνέγκωσι βύρσαν μίαν οὐρᾶς αὐτοῦ καὶ ἐν πλοίοις ἁλιέων κεφαλὴν αὐτοῦ.

Ιώβ. 40,31                Οποιοδήποτε πλοίον και αν έλθη, δεν θα ημπορέσή ούτε το δέρμα της ουράς του να σηκώση. Και εις τα πλοιάρια των αλιέων δεν θα καταστή δυνατόν να φέρουν ζωντανήν την κεφαλήν του.

Ιώβ. 40,32         ἐπιθήσεις δὲ αὐτῷ χεῖρα μνησθεὶς πόλεμον τὸν γινόμενον ἐν σώματι αὐτοῦ, καὶ μηκέτι γινέσθω.

Ιώβ. 40,32               Εάν δε τολμήσης και βάλης το χέρι σου επάνω εις αυτόν, θα ενθυμηθής τον αγώνα, που γίνεται στο σώμα του, και θα είπης· Ποτέ πλέον να μη γίνη τέτοιος αγών κατά του κροκοδείλου.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 41- Ο ΚΥΡΙΟΣ ΔΕΙΧΝΕΙ ΣΤΟΝ ΙΩΒ ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ ΚΑΙ ΤΗ ΣΟΦΙΑ ΤΟΥ.

                                    Ο Κύριος δείχνει στον Ιώβ τη δύναμη και τη σοφία του

Ιώβ. 41,1           Οὐχ ἑώρακας αὐτόν, οὐδὲ ἐπὶ τοῖς λεγομένοις τεθαύμακας;

Ιώβ. 41,1                   Δεν έχεις ίδει το μέγα αυτό θηρίον; Δεν έχεις δοκιμάσει δέος και θαυμασμόν, όταν ήκουσες να ομιλούν δι' αυτό;

Ιώβ. 41,2           οὐ δέδοικας ὅτι ἡτοίμασταί μοι; τίς γάρ ἐστιν ὁ ἐμοὶ ἀντιστάς;

Ιώβ. 41,2                  Δεν φοβείσαι λοιπόν και εμέ, ο οποίος έχω δημιουργήσει αυτό το θηρίον; Διότι ποιός είναι εκείνος, ο οποίος μου αντεστάθη ποτέ έως τώρα;

Ιώβ. 41,3           ἢ τίς ἀντιστήσεταί μοι καὶ ὑπομενεῖ, εἰ πᾶσα ἡ ὑπ᾿ οὐρανὸν ἐμή ἐστιν;

Ιώβ. 41,3                   Και ποιός είναι δυνατόν να μου αντισταθή στο μέλλον και να μείνη ακλόνητος αφού όλη η κάτω από τον ουρανόν γη και τα εν αυτή είναι ιδικά μου;

Ιώβ. 41,4           οὐ σιωπήσομαι δι᾿ αὐτόν, καὶ λόγον δυνάμεως ἐλεήσει τὸν ἴσον αὐτῷ.

Ιώβ. 41,4                  Δεν θα παύσω ακόμη να κάνω λόγον δια το μέγα αυτό θηρίον. Εξ αιτίας της τρομεράς δυνάμεώς του, καθένας θα λυπηθή εκείνον, που επιτίθεται εναντίον του, διότι θα τον βλέπη εκτιθέμενον εις μέγαν θανάσιμον κίνδυνον.

Ιώβ. 41,5           τίς ἀποκαλύψει πρόσωπον ἐνδύσεως αὐτοῦ, εἰς δὲ πτύξιν θώρακος αὐτοῦ τίς ἂν εἰσέλθοι;

Ιώβ. 41,5                   Ποιός ημπορεί να αφαίρεση και να ξεσκεπάση το κάλυμμα της επενδύσεως του; Ποιός δε ημπορεί να εισχωρήση εις τας πτυχάς του θώρακός του;

Ιώβ. 41,6           πύλας προσώπου αὐτοῦ τίς ἀνοίξει; κύκλῳ ὀδόντων αὐτοῦ φόβος.

Ιώβ. 41,6                  Ποιός ημπορεί να ανοίξη την πύλην του στόματός του, τας φοβεράς δηλαδή σιαγόνας του; Γυρω από τας σιαγόνας αυτάς είναι οι τρομεροί οδόντες του, οι οποίοι εμπνέουν φόβον.

Ιώβ. 41,7           τὰ ἔγκατα αὐτοῦ ἀσπίδες χάλκεαι, σύνδεσμος δὲ αὐτοῦ ὥσπερ σμυρίτης λίθος·

Ιώβ. 41,7                   Τα εσωτερικά του προφυλάσσονται σαν από χαλκίνας ασπίδας, αι δε ηνωμέναι μεταξύ των φολίδες του δέρματός του είναι σαν να έχουν κατασκευασθή από σμυρίτην λίθον.

Ιώβ. 41,8           εἷς τοῦ ἑνὸς κολλῶνται, πνεῦμα δὲ οὐ μὴ διέλθῃ αὐτόν·

Ιώβ. 41,8                  Η μία φολίς συνδέεται τόσον στενά με την άλλην, ώστε ούτε η πνοή ανέμου δεν ημπορεί να περάσή δια μέσου αυτών.

Ιώβ. 41,9           ἀνὴρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται, συνέχονται καὶ οὐ μὴ ἀποσπασθῶσιν.

Ιώβ. 41,9                  Σαν αδέλφια προσκολλάται η μία με την άλλην, συνδέονται στενότατα και δεν είναι δυνατόν να αποσπασθούν και να ξεχωρίσουν ούτε από μεταξύ των ούτε από το σώμα του κροκοδείλου.

Ιώβ. 41,10         ἐν πταρμῷ αὐτοῦ ἐπιφαύσκεται φέγγος, οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ εἶδος Ἑωσφόρου.

Ιώβ. 41,10                 Καθώς πταρνίζεται, τα σταγονίδια του πταρμού του ακτινοβολούν το φως, τα δε μάτια του ομοιάζουν με τον Αυγερινόν.

Ιώβ. 41,11         ἐκ στόματος αὐτοῦ ἐκπορεύονται ὡς λαμπάδες καιόμεναι καὶ διαῤῥιπτοῦνται ὡς ἐσχάραι πυρός.

Ιώβ. 41,11                 Από το στόμα του εξέρχονται σαν αναμμένες λαμπάδες και εξαφανίζονται ολόγυρά του ωσάν εστίαι φωτιάς.

Ιώβ. 41,12         ἐκ μυκτήρων αὐτοῦ ἐκπορεύεται καπνὸς καμίνου καιομένης πυρὶ ἀνθράκων.

Ιώβ. 41,12                 Τα σταγονίδια που εκτοξεύονται από τους ρώθωνάς του ομοιάζουν με εξερχόμενον καπνόν καμίνου, η οποία καίεται με αναμμένα κάρβουνα.

Ιώβ. 41,13         ἡ ψυχὴ αὐτοῦ ἄνθρακες, φλὸξ δὲ ἐκ στόματος αὐτοῦ ἐκπορεύεται.

Ιώβ. 41,13                 Η εκπνοή αυτού είναι σαν αναμμένα κάρβουνα, φλόγα δε εκπορεύεται από το στόμα του.

Ιώβ. 41,14         ἐν δὲ τραχήλῳ αὐτοῦ αὐλίζεται δύναμις, ἔμπροσθεν αὐτοῦ τρέχει ἀπώλεια.

Ιώβ. 41,14                 Εις τον τράχηλόν του εδράζεται η δύναμίς του και έμπροσθέν του απλώνεται όλεθρος και καταστροφή.

Ιώβ. 41,15         σάρκες δὲ σώματος αὐτοῦ κεκόλληνται· καταχέει ἐπ᾿ αὐτόν, οὐ σαλευθήσεται.

Ιώβ. 41,15                 Αι σάρκες του σώματός του είναι στενά κολλημέναι μεταξύ των και σκληραί, ώστε εάν κανείς ρίψη εναντίον του βέλη ούτε που θα τα αισθανθή και ούτε θα σαλευθή.

Ιώβ. 41,16         ἡ καρδία αὐτοῦ πέπηγεν ὡς λίθος, ἕστηκε δὲ ὥσπερ ἄκμων ἀνήλατος.

Ιώβ. 41,16                 Η καρδία του είναι σκληρή όπως το λιθάρι· στέκεται άκαμπτη και αλύγιστη σαν το αμόνι.

Ιώβ. 41,17         στραφέντος δὲ αὐτοῦ, φόβος θηρίοις τετράποσιν ἐπὶ γῆς ἁλλομένοις.

Ιώβ. 41,17                 Εάν βγη από το νερό και στραφή προς την ξηράν, φόβος και τρόμος θα πέση εις τα θηρία της υπαίθρου, τα οποία φεύγουν ενώπιόν του με πηδήματα.

Ιώβ. 41,18         ἐὰν συναντήσωσιν αὐτῷ λόγχαι, οὐδὲν μὴ ποιήσωσι δόρυ καὶ θώρακα·

Ιώβ. 41,18                 Λογχαι εάν πέσουν με ορμήν επάνω του, δεν τον θίγουν καθόλου. Ούτε το δόρυ και οι θωρακισμένοι πολεμισταί ημπορούν να του κάμουν τίποτε.

Ιώβ. 41,19         ἥγηται μὲν γὰρ σίδηρον ἄχυρα, χαλκὸν δὲ ὥσπερ ξύλον σαθρόν.

Ιώβ. 41,19                 Αυτός θεωρεί τα σιδερένια όπλα σαν άχυρα, τα δε χάλκινα σαν σάπιο ξύλο.

Ιώβ. 41,20         οὐ μὴ τρώσῃ αὐτὸν τόξον χάλκεον, ἥγηται μὲν πετροβόλον χόρτον·

Ιώβ. 41,20                Το χάλκινον τόξον δεν ημπορεί να του επιφέρη καμμίαν πληγήν, την δε σφενδόνην που εκσφενδονίζει λίθους, την θεωρεί σαν το χορτάρι.

Ιώβ. 41,21         ὡς καλάμη ἐλογίσθησαν σφῦραι, καταγελᾷ δὲ σεισμοῦ πυρφόρου.

Ιώβ. 41,21                 Τα σιδερένια σφυριά τα θεωρεί σαν την ανάλαφρη καλαμιά. Καταφρονεί δε τα πυρφόρα βέλη, που εκσφενδονίζονται εναντίον του.

Ιώβ. 41,22         ἡ στρωμνὴ αὐτοῦ ὀβελίσκοι ὀξεῖς, πᾶς δὲ χρυσὸς θαλάσσης ὑπ᾿ αὐτὸν ὥσπερ πηλὸς ἀμύθητος.

Ιώβ. 41,22                Κοιμάται με άνεσιν επάνω σε μυτερά καρφιά, όλος δε ο κάτω από αυτόν χρυσός της θαλάσσης θεωρείται σαν λάσπη άνευ αξίας.

Ιώβ. 41,23         ἀναζεῖ τὴν ἄβυσσον ὥσπερ χαλκεῖον, ἥγηται δὲ τὴν θάλασσαν ὥσπερ ἐξάλειπτρον,

Ιώβ. 41,23                Αναταράσσει και κάμνει σαν να βράζουν τα ύδατα, όπως το φυσερό του σιδηρουργείου. Ευχαριστείται δε εις την θάλασσαν, ως εάν αυτή είναι λεκάνη λουτρού καθαριότητος.

Ιώβ. 41,24         τὸν δὲ τάρταρον τῆς ἀβύσσου ὥσπερ αἰχμάλωτον· ἐλογίσατο ἄβυσσον εἰς περίπατον.

Ιώβ. 41,24                Τα βάθη των θαλασσών είναι υπό την εξουσίαν του ως αιχμάλωτα. Περίπατον δε ευχάριστον θεωρεί τον ωκεανον.

Ιώβ. 41,25         οὐκ ἔστιν οὐδὲν ἐπὶ τῆς γῆς ὅμοιον αὐτῷ πεποιημένον ἐγκαταπαίζεσθαι ὑπὸ τῶν ἀγγέλων μου·

Ιώβ. 41,25                Δεν υπάρχει άλλο θηρίον επάνω εις την γην όμοιον με τον κροκόδειλον, ο οποίος είναι έτσι φτιασμένος, ώστε μόνον από τους αγγέλους μου είναι δυνατόν να εμπαίζεται.

Ιώβ. 41,26         πᾶν ὑψηλὸν ὁρᾷ, αὐτὸς δὲ βασιλεὺς πάντων τῶν ἐν τοῖς ὕδασιν.

Ιώβ. 41,26                Βλέπει απτόητος όλα τα υψηλά, βασιλεύει δε εις όλα τα ζώα, που υπάρχουν μέσα εις τα ύδατα”.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 42- Ο ΙΩΒ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ΤΗΝ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ  

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΠΙΚΡΙΝΕΙ ΤΟΥΣ 3 ΦΙΛΟΥΣ ΤΟΥ ΙΩΒ - Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΙΩΒ

                                    Ο Ιώβ αναγνωρίζει την παντοδυναμία του Θεού

Ιώβ. 42,1           Ὑπολαβὼν δὲ Ἰὼβ λέγει τῷ Κυρίῳ·

Ιώβ. 42,1                  Ελαβε τον λόγον τότε ο Ιώβ και είπε προς τον Κυριον·

Ιώβ. 42,2           οἶδα ὅτι πάντα δύνασαι, ἀδυνατεῖ δέ σοι οὐδέν.

Ιώβ. 42,2                  “γνωρίζω πλέον πολύ καλά, Κυριε, ότι συ δύνασαι τα πάντα, τίποτε δε δεν είναι αδύνατον εις σέ.

Ιώβ. 42,3           τίς γάρ ἐστιν ὁ κρύπτων σε βουλήν; φειδόμενος δὲ ῥημάτων, καὶ σὲ οἴεται κρύπτειν; τίς δὲ ἀναγγελεῖ μοι ἃ οὐκ ᾔδειν, μεγάλα καὶ θαυμαστά, ἃ οὐκ ἐπιστάμην;

Ιώβ. 42,3                  Ποίος δε είναι δυνατόν να κρύψη από σε τας σκέψεις και αποφάσστου; Ποιός δε είναι εκείνος, που τσιγκουνευόμενος και συγκρατών μέσα τα λόγια του νομίζει ότι δύναται να τα αποκρύψη από σέ; Ποίος όμως άλλος, εκτός από σέ, θα μου ανήγγελλεν αυτά, που δεν εγνώριζα, τα μεγάλα και αξιοθαύμαστα, που δεν ήξευρα;

Ιώβ. 42,4           ἄκουσον δέ μου, Κύριε, ἵνα κἀγὼ λαλήσω· ἐρωτήσω δέ σε, σὺ δέ με δίδαξον.

Ιώβ. 42,4                  Ακουσε δε εμέ, Κυριε, δια να τολμήσω να ομιλήσω και εγώ προς σέ. Θα σε ερωτήσω, συ δε δίδαξέ με.

Ιώβ. 42,5           ἀκοὴν μὲν ὠτὸς ἤκουόν σου τὸ πρότερον, νυνὶ δὲ ὁ ὀφθαλμός μου ἑώρακέ σε·

Ιώβ. 42,5                  Μέχρι τώρα με τα αυτιά μου μόνον ήκουα περί σου και των μεγαλείων σου. Τωρα όμως σε είδα με τα ίδια μου τα μάτια.

Ιώβ. 42,6           διὸ ἐφαύλισα ἐμαυτὸν καὶ ἐτάκην, ἥγημαι δὲ ἐμαυτὸν γῆν καὶ σποδόν.

Ιώβ. 42,6                  Δια τούτο ελεεινολόγησα και εξουθένωσα τον εαυτόν μου, έλυωσα από ψυχικήν συντριβήν, αισθάνομαι ότι είμαι πράγματι χώμα και στάκτη”.

 

                                   Ο Κύριος επικρίνει του τρεις φίλους του Ιώβ

Ιώβ. 42,7           ἐγένετο δὲ μετὰ τὸ λαλῆσαι τὸν Κύριον πάντα τὰ ῥήματα ταῦτα τῷ Ἰώβ, εἶπεν ὁ Κύριος Ἐλιφὰζ τῷ Θαιμανίτῃ· ἥμαρτες σὺ καὶ οἱ δύο φίλοι σου· οὐ γὰρ ἐλαλήσατε ἐνώπιόν μου ἀληθὲς οὐδὲν ὥσπερ ὁ θεράπων μου Ἰώβ.

Ιώβ. 42,7                  Οταν ο Κυριος είπεν όλους αυτούς τους λόγους προς τον Ιώβ, απευθυνόμενος προς Ελιφάζ τον Θαιμανίτην είπεν· “ημάρτησες συ και οι δύο φίλοι σου, διότι δεν ωμιλήσατε ενώπιόν μου τίποτε το αληθές και σύμφωνον προς την βουλήν μου, όπως ο δούλος μου ο Ιώβ.

Ιώβ. 42,8           νῦν δὲ λάβετε ἑπτὰ μόσχους καὶ ἑπτὰ κριοὺς καὶ πορεύθητε πρὸς τὸν θεράποντά μου Ἰώβ, καὶ ποιήσει κάρπωσιν ὑπὲρ ὑμῶν. Ἰὼβ δὲ ὁ θεράπων μου εὔξεται περὶ ὑμῶν, ὅτι εἰ μὴ πρόσωπον αὐτοῦ λήψομαι· εἰ μὴ γὰρ δι᾿ αὐτόν, ἀπώλεσα ἂν ὑμᾶς· οὐ γὰρ ἐλαλήσατε ἀληθὲς κατὰ τοῦ θεράποντός μου Ἰώβ.

Ιώβ. 42,8                  Λαβετε λοιπόν τώρα επτά μόσχους και επτά κριους και πηγαίνετε προς τον δούλον μου τον Ιώβ και θα προσφέρη αυτός αυτά ολοκαύτωμα δια σας. Ο δούλος μου ο Ιώβ θα προσευχηθή δια σας και εγώ αυτόν και την δέησίν του θα λάβω υπ' όψιν μου και θα συγχωρήσω το αμάρτημά σας. Εάν δεν ήτο προς χάριν αυτού, θα σας κατέστρεφα. Διότι ομιλούντες, όπως ωμιλήσατε, εναντίον του δούλου μου του Ιώβ, δεν είπατε το αληθές”.

Ιώβ. 42,9           ἐπορεύθη δὲ Ἐλιφὰζ ὁ Θαιμανίτης καὶ Βαλδὰδ ὁ Σαυχίτης καὶ Σωφὰρ ὁ Μιναῖος καὶ ἐποίησαν καθὼς συνέταξεν αὐτοῖς ὁ Κύριος, καὶ ἔλυσε τὴν ἁμαρτίαν αὐτοῖς διὰ Ἰώβ.

Ιώβ. 42,9                  Επήγαν πράγματι ο Ελιφάζ ο Θαιμανίτης, Βαλδάδ ο Σιαυχίτης και Σωφάρ ο Μιναίος και έπραξαν, όπως τους είχε διατάξει ο Κυριος. Ο δε Κυριος συνεχώρησε και διέλυσε την αμαρτίαν των προς χάριν του Ιώβ.

 

                                    Η αποκατάσταση του Ιώβ

Ιώβ. 42,10         ὁ δὲ Κύριος ηὔξησε τὸν Ἰώβ· εὐξαμένου δὲ αὐτοῦ καὶ περὶ τῶν φίλων αὐτοῦ, ἀφῆκεν αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν. ἔδωκε δὲ ὁ Κύριος διπλᾶ ὅσα ἦν ἔμπροσθεν Ἰὼβ εἰς διπλασιασμόν.

Ιώβ. 42,10                Ο Κυριος εδόξασε και επί του σημείου αυτού τον Ιώβ. Οταν αυτός προσηυχήθη δια τους φίλους του, ο Κυριος συνεχώρησε την αμαρτίαν εκείνων. Εις δε τον Ιώβ έδωσε τα διπλάσια, από όσα προηγουμένως είχεν.

Ιώβ. 42,11         ἤκουσαν δὲ πάντες οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ αἱ ἀδελφαὶ αὐτοῦ πάντα τὰ συμβεβηκότα αὐτῷ καὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν καὶ πάντες ὅσοι ἤδεισαν αὐτὸν ἐκ πρώτου· φαγόντες δὲ καὶ πιόντες παρ᾿ αὐτῷ παρεκάλεσαν αὐτόν, καὶ ἐθαύμασαν ἐπὶ πᾶσιν, οἷς ἐπήγαγεν ἐπ᾿ αὐτῷ ὁ Κύριος. ἔδωκε δὲ αὐτῷ ἕκαστος ἀμνάδα μίαν καὶ τετράδραχμον χρυσοῦ καὶ ἀσήμου.

Ιώβ. 42,11                 Επληροφορήθησαν δε όλοι οι αδελφοί του και αι αδελφαί του όλα όσα είχαν συμβή εις αυτόν και ήλθαν πάντες προς αυτόν, όσοι τον είχαν γνωρίσει και προηγουμένως. Αφού δε έφαγαν και έπιαν στο σπίτι μαζή του, τον παρηγόρησαν αλλά και τον εθαύμασαν δι' όλα όσα επέφερεν εις αυτόν ο Κυριος. Εκαστος δε από αυτούς έδωκεν στον Ιώβ ως δώρον μίαν αρνάδα, ένα χρυσούν τετράδραχμον και ακατέργαστον άργυρον.

Ιώβ. 42,12         ὁ δὲ Κύριος εὐλόγησε τὰ ἔσχατα Ἰὼβ ἢ τὰ ἔμπροσθεν· ἦν δὲ τὰ κτήνη αὐτοῦ πρόβατα μύρια τετρακισχίλια, κάμηλοι ἑξακισχίλιαι, ζεύγη βοῶν χίλια, ὄνοι θήλειαι νομάδες χίλιαι.

Ιώβ. 42,12                Ο δε Κυριος ευλόγησε τα μετά ταύτα έτη του Ιώβ πλουσιώτερον και περισσότερον από τα προηγηθέντα χρόνια του. Ανήλθον δε τα κτήνη του, τα πρόβατά του εις δεκατέσσαρες χιλιάδες, αι κάμηλοί του εις εξ χιλιάδες, τα ζεύγη των βοϊδιών του εις χίλια, αι θηλυκαί όνοι, που έβοσκαν εις κοπάδια, ανήλθον εις χιλίας.

Ιώβ. 42,13         γεννῶνται δὲ αὐτῷ υἱοὶ ἑπτὰ καὶ θυγατέρες τρεῖς·

Ιώβ. 42,13                Απέκτησε δε αυτός επτά υιούς και τρεις θυγατέρας.

Ιώβ. 42,14         καὶ ἐκάλεσε τὴν μὲν πρώτην Ἡμέραν, τὴν δὲ δευτέραν Κασίαν, τὴν δὲ τρίτην Ἀμαλθαίας κέρας.

Ιώβ. 42,14                Και εκάλεσε την μεν πρώτην Ημέραν, εις συμβολισμόν της νέας χαρμοσύνου περιόδου που ανέτειλε δια τον Ιώβ. Την δευτέραν Κασίαν, ευάρεστον ως το αρωματώδες φυτόν, την τρίτην εκάλεσεν Αμαλθαίας κέρας, εις δήλωσιν της νέας υπεραφθονίας των αγαθών του.

Ιώβ. 42,15         καὶ οὐχ εὑρέθησαν κατὰ τὰς θυγατέρας Ἰὼβ βελτίους αὐτῶν ἐν τῇ ὑπ᾿ οὐρανόν· ἔδωκε δὲ αὐταῖς ὁ πατὴρ κληρονομίαν ἐν τοῖς ἀδελφοῖς.

Ιώβ. 42,15                Καθ' όλην δε την υπό τον ουρανόν οικουμένην δεν ευρέθησαν ωσάν τας θυγατέρας του Ιώβ καλύτεραι και ωραιότεροι. Απέκτησε δε τόσα πολλά ο Ιώβ, ώστε έδωκε και εις τας τρεις αυτάς θυγατέρας του κληρονομίαν μεγάλην μεταξύ των αδελφών των.

Ιώβ. 42,16         ἔζησε δὲ Ἰὼβ μετὰ τὴν πληγὴν ἔτη ἑκατὸν ἑβδομήκοντα, τὰ δὲ πάντα ἔτη ἔζησε διακόσια τεσσαράκοντα· καὶ εἶδεν Ἰὼβ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ καὶ τοὺς υἱοὺς τῶν υἱῶν αὐτοῦ, τετάρτην γενεάν.

Ιώβ. 42,16                Εζησε δε ο Ιώβ μετά την θλίψιν της ασθενείας του εκατόν εδδομήκοντα έτη. Ολα δε τα έτη της ζωής του Ιώβ ανήλθον εις διακόσια τεσσαράκοντα. Και είδεν ο Ιώβ τα παιδιά του και τα παιδιά των παιδιών του μέχρι τετάρτης γενεάς.

Ιώβ. 42,17         καὶ ἐτελεύτησεν Ἰὼβ πρεσβύτερος καὶ πλήρης ἡμερῶν.

Ιώβ. 42,17                Εξεδήμησε δε ο Ιώβ γέρων και πλήρης ημερών.

Ιώβ. 42,17α       γέγραπται δὲ αὐτὸν πάλιν ἀναστήσεσθαι μεθ᾿ ὧν ὁ Κύριος ἀνίστησιν.

Ιώβ. 42,17α              Εχει δε γραφή ότι θα αναστήση πάλιν αυτόν ο Κυριος μαζή με όλους εκείνους, τους οποίους θα αναστήση κατά την μέλλουσαν ζωήν.

Ιώβ. 42,17β       Οὗτος ἑρμηνεύεται ἐκ τῆς Συριακῆς βίβλου ἐν μὲν γῇ κατοικῶν τῇ Αὐσίτιδι, ἐπὶ τοῖς ὁρίοις τῆς Ἰδουμαίας καὶ Ἀραβίας, προϋπῆρχε δὲ αὐτῷ ὄνομα Ἰωβάβ.

Ιώβ. 42,17β              Δια τον Ιώβ πληροφορούμεθα από την εις την Συριακήν γλώσσαν μετάφρασιν της Βιβλου, ότι κατοικούσε εις την χώραν Αυσίτιδα, η οποία ευρίσκετο εις τα σύνορα Ιδουμαίας και Αραβίας. Το δε προηγούμενον όνομα του ήτο Ιώβαδ.

Ιώβ. 42,17γ        λαβὼν δὲ γυναῖκα Ἀράβισσαν γεννᾷ υἱόν, ᾧ ὄνομα Ἐννών· ἦν δὲ αὐτὸς πατρὸς μὲν Ζαρὲ ἐκ τῶν Ἡσαῦ υἱῶν υἱός, μητρός δὲ Βοσόῤῥας, ὥστε εἶναι αὐτὸν πέμπτον ἀπὸ Ἁβραάμ.

Ιώβ. 42,17γ              Επρε δε και μίαν γυναίκα εξ Αραβίας, από την οποίαν απέκτησεν υιόν, ονομασθέντα Εννών. Ο πατήρ του Ιώβ ήτο ο Ζαρέ, απόγονος της πατριαρχικής οικογενείας του Ησαύ. Η μητέρα του ωνομάζετο Βοσόρρα, ώστε αυτός ως εγγονός του Ησαύ ήτο πέμπτος απόγονος από τον Αβραάμ.

Ιώβ. 42,17δ       καὶ οὗτοι οἱ βασιλεῖς οἱ βασιλεύσαντες ἐν Ἐδώμ, ἧς καὶ αὐτὸς ἦρξε χώρας· πρῶτος Βαλὰκ ὁ τοῦ Βεώρ, καὶ ὄνομα τῇ πόλει αὐτοῦ Δενναβά· μετὰ δὲ Βαλὰκ Ἰωβὰβ ὁ καλούμενος Ἰώβ· μετὰ δὲ τοῦτον Ἀσὼμ ὁ ὑπάρχων ἡγεμὼν ἐκ τῆς Θαιμανίτιδος χώρας· μετὰ δὲ τοῦτον Ἀδὰδ υἱὸς Βαράδ, ὁ ἐκκόψας Μαδιὰμ ἐν τῷ πεδίῳ Μωάβ, καὶ ὄνομα τῇ πόλει αὐτοῦ Γεθθαίμ.

Ιώβ. 42,17δ              Οι βασιλείς, οι οποίοι εβασίλευσαν εις την χώραν της Ιδουμαίας, της οποίας άρχων και βασιλεύς υπήρξεν και ο Ιώβ, ήσαν οι εξής· Πρώτος ο Βαλάκ υιός του Βεώρ. Το δε όνομα της πόλεώς του ήτο Δενναβά. Μετά τον Βαλάκ εβασίλευσεν ο Ιώβάβ, δηλαδή ο Ιώβ. Επειτα από αυτόν ο Ασώμ, ο ηγεμών που κατήγετο από την Θαιμανίτιδα χώραν. Επειτα από αυτόν εβασίλευσεν ο Αδάδ, ο υιός του Βαράδ, ο οποίος εξωλόθρευσε τους Μαδιανίτας εις την πεδιάδα της Μωάβ. Η δε πόλις του ωνομάζετο Γεθθαίμ.

Ιώβ. 42,17ε        οἱ δὲ ἐλθόντες πρὸς αὐτὸν φίλοι, Ἐλιφὰζ τῶν Ἡσαῦ υἱῶν, Θαιμανῶν βασιλεύς, Βαλδὰδ ὁ Σαυχαίων τύραννος, Σωφὰρ ὁ Μιναίων βασιλεύς.

Ιώβ. 42,17ε               Οι φίλοι του Ιώβ, που είχαν ελθει εις επίσκεψίν του ήσαν· Ελιφάζ από τους απογόνους του Ησαύ, βασιλεύς των Θαιμανών, ο Βαλδάδ αρχών των Σαυχαίων και ο Σωφάρ ο βασιλεύς των Μιναίων.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10

11

12

13

14

15

16

17

18

19

20

21

22

23

24

25

26

27

28

29

30

31

32

33

34

35

36

37

38

39

40

41

42