Η παρέμβασή του
Θεού. Ο Θεός δείχνει στον Ιώβ την άγνοιά του.
Ιώβ. 38,1 Μετὰ
δὲ τὸ παύσασθαι Ἐλιοὺν τῆς λέξεως εἶπεν
ὁ Κύριος τῷ Ἰὼβ διὰ λαίλαπος καὶ
νεφῶν·
Ιώβ. 38,1 Οταν έπαυσεν ο Ελιούς να ομιλή, είπεν ο Κυριος
δια μέσου της λαίλαπος και των νερών·
Ιώβ. 38,2 τίς οὗτος
ὁ κρύπτων με βουλήν, συνέχων δὲ ῥήματα ἐν
καρδίᾳ, ἐμὲ δὲ οἴεται κρύπτειν;
Ιώβ. 38,2 “ποιός είναι αυτός, ο οποίος με τας εξηγήσεις που
δίδει συσκοτίζει και αποκρύπτει τας ιδικάς μου βουλάς, κρατεί δε εις την
καρδίαν του λόγους αστηρίκτους και νομίζει ότι εγώ είμαι εκείνος, που κρύπτω
τας βουλάς μου;
Ιώβ. 38,3 ζῶσαι
ὥσπερ ἀνὴρ τὴν ὀσφύν σου, ἐρωτήσω δέ σε,
σὺ δέ μοι ἀποκρίθητι.
Ιώβ. 38,3 Ζώσε, λοιπόν, την μέσην σου ως ανήρ πολεαιστής
και πάρε θάρρος, διότι εγώ θα σε ερωτήσω, συ δε δος μου απόκρισιν.
Ιώβ. 38,4 ποῦ
ἦς ἐν τῷ θεμελιοῦν με τὴν γῆν;
ἀπάγγειλον δέ μοι εἰ ἐπίστῃ σύνεσιν.
Ιώβ. 38,4 Που ήσουνα, όταν εγώ εθεμελίωνα την γην; Απάντησέ
μου, εάν έχης σύνεσιν.
Ιώβ. 38,5 τίς ἔθετο
τὰ μέτρα αὐτῆς, εἰ οἶδας; ἢ τίς ὁ
ἐπαγαγὼν σπαρτίον ἐπ᾿ αὐτῆς;
Ιώβ. 38,5 Ποιός έθεσε τα μέτρα αυτής; Πές μου, εάν το
γνωρίζης. Ποιός, όταν αυτή οικοδομείτο, έβαλε νήμα στάθμης δια την ακρίβειαν
της οικοδομής;
Ιώβ. 38,6 ἐπὶ
τίνος οἱ κρίκοι αὐτῆς πεπήγασι; τίς δέ ἐστιν ὁ
βαλὼν λίθον γωνιαῖον ἐπ᾿ αὐτῆς;
Ιώβ. 38,6 Επάνω δε εις ποίαν βάσιν έχουν εμπηχθή στερεά οι
κρίκοι αυτής; Ποιός είναι εκείνος, που έβαλε τον ακρογωνιαίον θεμέλιον λίθον,
δια να την υποβαστάζη στερεάν και ακλόνητον;
Ιώβ. 38,7 ὅτε
ἐγενήθησαν ἄστρα, ᾔνεσάν με φωνῇ μεγάλῃ πάντες
ἄγγελοί μου.
Ιώβ. 38,7 Οταν εδημιουργήθησαν τα άστρα, οι άγγελοί μου με
εδοξολόγησαν με μεγάλην φωνήν.
Ιώβ. 38,8 ἔφραξα
δὲ θάλασσαν πύλαις, ὅτε ἐμαιοῦτο ἐκ κοιλίας
μητρὸς αὐτῆς ἐκπορευομένη.
Ιώβ. 38,8 Εγώ έφραξα με πύλας τας ακτάς της θαλάσσης, όταν
αυτή δημιουργουμένη και εξερχομένη από το χάος εφαίνετο, ως εάν εξήρχετο από
την κοιλίαν της μητρός της με την βοήθειαν μαίας.
Ιώβ. 38,9 ἐθέμην
δὲ αὐτῇ νέφος ἀμφίασιν, ὁμίχλῃ δὲ
αὐτὴν ἐσπαργάνωσα.
Ιώβ. 38,9 Τα νέφη του ουρανού τα έθεσα ως ενδυμασίαν της,
με ομίχλην δέ, που μερικές φορές απλώνεται εις την επιφάνειάν της, την
εσπαργάνωσα.
Ιώβ. 38,10 ἐθέμην
δὲ αὐτῇ ὅρια, περιθεὶς κλεῖθρα καὶ
πύλας.
Ιώβ. 38,10 Εθεσα εις αυτήν όρια, διότι ετοποθέτησα ολόγυρα
κλειδιά και πύλας.
Ιώβ. 38,11 εἶπα
δὲ αὐτῇ· μέχρι τούτου ἐλεύσῃ καὶ
οὐχ ὑπερβήσῃ, ἀλλ᾿ ἐν σεαυτῇ
συντριβήσεταί σου τὰ κύματα.
Ιώβ. 38,11 Είπα δε εις αυτήν· Εως στο σημείον αυτό θα έλθης
και δεν θα το υπερβής. Αλλά τα κύματά σου θα συντριβούν μέσα σου, μέσα εις τα
όρια, που εγώ σου εχάραξα.
Ιώβ. 38,12 ἦ
ἐπὶ σοῦ συντέταχα φέγγος πρωϊνόν; ἑωσφόρος δὲ
εἶδε τὴν ἑαυτοῦ τάξιν
Ιώβ. 38,12 Η μήπως επί της ιδικής σου εποχής εγώ έχω
τακτοποιήσει τον ήλιον, ο οποίος από της πρωΐας στέλλει το φως του; Επί των
ημερών σου δε ο αυγερινός είδε την τακτικήν και κανονικήν πορείαν του,
Ιώβ. 38,13 ἐπιλαβέσθαι
πτερύγων γῆς, ἐκτινάξαι ἀσεβεῖς ἐξ
αὐτῆς;
Ιώβ. 38,13 ώστε να απλώνη το ορθρινόν φως έως εις τα άκρα της
γης, να αποκαλύπτη δε και να διασκορπίζη από αυτήν τους ασχημονούντας
ασεβείς, τους ανθρώπους του σκότους;
Ιώβ. 38,14 ἦ
σὺ λαβὼν γῆν πηλὸν ἔπλασας ζῷον καὶ
λαλητὸν αὐτὸν ἔθου ἐπί γῆς;
Ιώβ. 38,14 Η μήπως συ επήρες από την γην χώμα, έφτιασες πηλόν
και έπλασες ον ζων, τον άνθρωπον, έδωσες εις αυτόν λογικόν και ομιλίαν και
τον έθεσες κυρίαρχον επάνω εις την γην;
Ιώβ. 38,15 ἀφεῖλες
δὲ ἀπὸ ἀσεβῶν τὸ φῶς, βραχίονα
δὲ ὑπερηφάνων συνέτριψας;
Ιώβ. 38,15 Αφῄρεσες συ το φως από τους ασεβείς
και συνέτριψες τον προς την αδικίαν εκτεινόμενον βραχίονα των υπερηφάνων;
Ιώβ. 38,16 ἦλθες
δὲ ἐπὶ πηγὴν θαλάσσης, ἐν δὲ
ἴχνεσιν ἀβύσσου περιεπάτησας;
Ιώβ. 38,16 Κατήλθες συ στον βυθόν της θαλάσσης, όπου υπάρχουν
αι πηγαί της, εις δε τους πυθμένας των θαλασσών περιεπάτησες;
Ιώβ. 38,17 ἀνοίγονταί
δέ σοι φόβῳ πύλαι θανάτου, πυλωροὶ δὲ ᾅδου
ἰδόντες σε ἔπτηξαν;
Ιώβ. 38,17 Ανοίγονται ενώπιόν σου με φόβον αι κατάκλειστοι
πύλαι της περιοχής, όπου κυριαρχεί ο θάνατος, οι δε θυρωροί του άδου, όταν σε
είδαν, ετρόμαξαν και υπεστάλησαν;
Ιώβ. 38,18 νενουθέτησαι δὲ
τὸ εὖρος τῆς ὑπ᾿ οὐρανόν;
ἀνάγγειλον δή μοι, πόση τίς ἐστι;
Ιώβ. 38,18 Εχεις γνωρίσει, πόσον είναι το πλάτος της κάτω από
τον ουρανόν εκτεινομένης γης; Είπέ μου, λοιπόν, πόση είναι η έκτασις της;
Ιώβ. 38,19 ἐν
ποίᾳ δὲ γῇ αὐλίζεται τὸ φῶς; σκότους
δὲ ποῖος ὁ τόπος;
Ιώβ. 38,19 Εις ποίον δε τόπον της γης κατοικεί το φως κατά το
διάστημα της νυκτός; Ποίος δε είναι ο τόπος, όπου διαμένει το σκότος;
Ιώβ. 38,20 εἰ
ἀγάγοις με εἰς ὅρια αὐτῶν; εἰ δὲ
καὶ ἐπίστασαι τρίβους αὐτῶν;
Ιώβ. 38,20 Ημπορείς να με οδήγησης εις τα σύνορα των; Μηπως
γνωρίζστους δρόμους των;
Ιώβ. 38,21 οἶδας
ἄρα ὅτι τότε γεγέννησαι, ἀριθμὸς δὲ
ἐτῶν σου πολύς;
Ιώβ. 38,21 Μηπως και γνωρίζστούτο, διότι τότε που
εδημιουργείτο το φως και εξεχώριζα αυτό από το σκότος, είχες και συ γεννηθή,
ο δε αριθμός των ετών σου είναι μεγάλος;
Ιώβ. 38,22 ἦλθες
δὲ ἐπὶ θησαυροὺς χιόνος, θησαυροὺς δὲ
χαλάζης ἑώρακας;
Ιώβ. 38,22 Εχεις έλθει συ εις τα μέρη, όπου είναι
αποταμιευμένοι οι θησαυροί της χιόνος; Εχεις δε ίδει και τους θησαυρούς της
χαλάζης;
Ιώβ. 38,23 ἀπόκειται
δέ σοι εἰς ὥραν ἐχθρῶν εἰς ἡμέραν πολέμων
καὶ μάχης;
Ιώβ. 38,23 Μηπως αυτά είναι εκεί φυλαγμένα, δια να τα
χρησιμοποίησης συ εις ώραν μάχης, εις ημέραν πολέμων εναντίον των εχθρών σου;
Ιώβ. 38,24 πόθεν δὲ
ἐκπορεύεται πάχνη ἢ διασκεδάννυται νότος εἰς τὴν
ὑπ᾿ οὐρανόν;
Ιώβ. 38,24 Από που έρχεται η πάχνης; Η πως ο νότιος άνεμος
σκορπίζεται εις την υπό τον ουρανόν γην;
Ιώβ. 38,25 τίς δὲ
ἡτοίμασεν ὑετῷ λάβρῳ ῥύσιν, ὁδὸν
δὲ κυδοιμῶν
Ιώβ. 38,25 Ποίος δε ητοίμασεν άφθονον ροήν των υδάτων με
μεγάλην βροχήν, όπως επίσης και τον δρόμον εις τας βροντάς, που την συνοδεύουν,
Ιώβ. 38,26 τοῦ
ὑετίσαι ἐπὶ γῆν, οὗ οὐκ ἀνήρ,
ἔρημον, οὗ οὐχ ὑπάρχει ἄνθρωπος ἐν
αὐτῇ,
Ιώβ. 38,26 δια να ποτίση με την βροχήν αυτήν την γην εκεί, που
δεν υπάρχει άνθρωπος, να την καλλιεργήση εις ερήμους περιοχάς, όπου δεν
κατοικεί κανείς,
Ιώβ. 38,27 τοῦ
χορτάσαι ἄβατον καὶ ἀοίκητον καὶ τοῦ
ἐκβλαστῆσαι ἔξοδον χλόης;
Ιώβ. 38,27 δια να χορτάση την διψασμένην απάτητον και
ακατοίκητον περιοχήν, ώστε αυτή να βλαστήση πλουσίαν χλόην;
Ιώβ. 38,28 τίς ἐστιν
ὑετοῦ πατήρ; τίς δέ ἐστιν ὁ τετοκὼς βώλους
δρόσου,
Ιώβ. 38,28 Ποιός από τους ανθρώπους είναι ο πατήρ της βροχής;
Ποιός δε είναι εκείνος, ο οποίος έχει γεννήσει τας χονδράς σταγόνας της
δρόσου;
Ιώβ. 38,29 ἐκ
γαστρὸς δέ τίνος ἐκπορεύεται ὁ κρύσταλλος; πάχνην δὲ
ἐν οὐρανῷ τίς τέτοκεν,
Ιώβ. 38,29 Από την κοιλίαν δε ποίου βγαίνει και εκπορεύεται ο
πάγος; Την πάχνην στον ουρανόν ποιός την έχει γεννήσει,
Ιώβ. 38,30 ἣ
καταβαίνει ὥσπερ ὕδωρ ῥέον; πρόσωπον ἀσεβοῦς
τίς ἔπτηξε;
Ιώβ. 38,30 η οποία πάχνη κατεβαίνει εις την γην ωσάν το νερό
που τρέχει; Ποιός δε ετρομοκράτησε τον ασεβή και τον έκαμε να συσταλή
καταπτοημένος;
Ιώβ. 38,31 συνῆκας
δὲ δεσμὸν Πλειάδος καὶ φραγμὸν Ὠρίωνος
ἤνοιξας;
Ιώβ. 38,31 Μηπως εξεύρεις με ποίον είδος δεσμού είναι δεμένα
μεταξύ των τα άστρα της Πλειάδος η μήπως μπορείς να διάσπασης τον δεσμόν των
αστέρων του Ωρίωνος;
Ιώβ. 38,32 ἦ
διανοίξεις μαζουρὼθ ἐν καιρῷ αὐτοῦ καὶ
Ἕσπερον ἐπὶ κόμης αὐτοῦ ἄξεις αὐτά;
Ιώβ. 38,32 Η μήπως συ θα διανοίξης και θα καθορίσης στο καθένα
από τα ζώδια τον δρόμον, που πρέπει να ακολουθήση, δια να καταλάβη τον τόπον
του εις την ωρισμένην εκάστοτε εποχήν; Μηπως και ημπορείς να αρπάξης, σαν από
την κόμην του, τον Εσπερον, δια να τον μεταφέρης, όπου θέλεις;
Ιώβ. 38,33 ἐπίστασαι
δὲ τροπὰς οὐρανοῦ ἢ τὰ ὑπ᾿
οὐρανὸν ὁμοθυμαδὸν γινόμενα;
Ιώβ. 38,33 Γνωρίζεις δε τους νόμους, σύμφωνα με τους οποίους
γίνονται αι μετακινήσεις των αστέρων του ουρανού, η όλα ομού τα υπό τον
ουρανόν γινόμενα φυσικά φαινόμενα;
Ιώβ. 38,34 καλέσεις δὲ
νέφος φωνῇ, καὶ τρόμῳ ὕδατος λάβρου ὑπακούσεταί
σου;
Ιώβ. 38,34 Ημπορείς να καλέσης και να διατάξης τα νέφη με την
φωνήν σου και εκείνα με τρόμον να σε υπακούσουν και να μεταβληθούν εις
ορμητικήν βροχήν;
Ιώβ. 38,35 ἀποστελεῖς
δὲ κεραυνοὺς καὶ πορεύσονται; ἐροῦσι δέ
σοι· τί ἐστι;
Ιώβ. 38,35 Ημπορείς να διατάξης και να στείλης τους κεραυνούς,
όπου θέλεις, και εκείνοι σύμφωνα με την διαταγήν σου να πορευθούν; Θα πουν
μήπως, ευπειθείς εις σέ· Τι συμβαίνει; Διάταξε και υπακούομεν.
Ιώβ. 38,36 τίς δὲ
ἔδωκε γυναιξὶν ὑφάσματος σοφίαν ἢ ποικιλτικὴν
ἐπιστήμην;
Ιώβ. 38,36 Ποίος έδωσεν εις τας γυναίκας σοφίαν και
επιδεξιότητα, ώστε να κατασκευάζουν υφάσματα η καλαισθητικήν ικανότητα, ώστε
να κεντούν θαυμαστά ποικίλματα;
Ιώβ. 38,37 τίς δὲ
ὁ ἀριθμῶν νέφη σοφίᾳ, οὐρανὸν δὲ
εἰς γῆν ἔκλινε;
Ιώβ. 38,37 Ποίος είναι εκείνος, που αριθμεί τα νέφη και
κατέχει την ακριβή γνώσιν περί αυτών, κάμνει δε τον ουρανόν να κλίνη μέχρι
της γης;
Ιώβ. 38,38 κέχυται δὲ
ὥσπερ γῆ κονία, κεκόλληκα δὲ αὐτὸν ὥσπερ
λίθῳ κύβον.
Ιώβ. 38,38 Ποτε γίνεται ωσάν κονιορτός η ομίχλη, απλώνεται και
σκεπάζει την γην, και πότε την κάμνω να σκληρύνεται σαν λίθος μεταβαλλομένη
εις πάγον και εις χάλαζάν με ακριβή γεωμετρικά σχήματα;
Ιώβ. 38,39 θηρεύσεις δὲ
λέουσι βοράν, ψυχὰς δὲ δρακόντων ἐμπλήσεις;
Ιώβ. 38,39 Ημπορείς συ να θηρεύσης δια τους λέοντας τροφήν;
Είσαι εις θέσιν να χορτάσης την πείναν των δρακόντων;
Ιώβ. 38,40 δεδοίκασι γὰρ
ἐν κοίταις αὐτῶν, κάθηνται δὲ ἐν ὕλαις
ἐνεδρεύοντες.
Ιώβ. 38,40 Διότι αυτοί φοβούνται και ανησυχούν δια την τροφήν
των μέσα εις τας φωλεάς των, παραμονεύουν δε εις τας λόχμας, δια να συλλάβουν
την λείαν των.
Ιώβ. 38,41 τίς δὲ
ἡτοίμασε κόρακι βοράν; νεοσσοὶ γὰρ αὐτοῦ
πρὸς Κύριον κεκράγασι πλανώμενοι, τὰ σῖτα ζητοῦντες.
Ιώβ. 38,41 Ποιός ητοίμασε τροφήν δια τον κόρακα; Διότι και
αυτά τα μικρά πουλιά του κόρακος, καθώς πετούν από δω και από εκεί, φωνάζουν
προς τον Κυριον και ζητούν την απαραίτητον δι' αυτά τροφήν.
|