ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΙΩΒ- ΚΕΦ. 22-31

 

 

Ο ΙΩΒ ΚΑΙ ΟΙ 3 ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ- Ο ΤΡΙΤΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΤΗΣ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22- Ο ΕΛΙΦΑΖ ΕΛΕΓΧΕΙ ΤΟΝ ΙΩΒ ΓΙΑ ΑΣΕΒΕΙΑ

ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΝΙΣΤΑ ΕΙΛΙΚΡΙΝΗ ΜΕΤΑΝΟΙΑ

                                    Ο Ελιφάζ ελέγχει τον Ιώβ για ασέβεια και του συνιστά ειλικρινή μετάνοια

Ιώβ. 22,1           Ὑπολαβὼν δὲ Ἐλιφὰζ ὁ Θαιμανίτης λέγει·

Ιώβ. 22,1                  Ελαβε τον λόγον τότε ο Ελιφάζ ο Θαιμανίτης και είπε·

Ιώβ. 22,2           πότερον οὐχὶ ὁ Κύριός ἐστιν ὁ διδάσκων σύνεσιν καὶ ἐπιστήμην;

Ιώβ. 22,2                  “λοιπόν, ο Κυριος δεν είναι αυτός, που μας διδάσκει την σύνεσιν, την σοφίαν και την δικαιοσύνην;

Ιώβ. 22,3           τί γὰρ μέλει τῷ Κυρίῳ, ἐὰν σὺ ἦσθα τοῖς ἔργοις ἄμεμπτος; ἢ ὠφέλεια, ὅτι ἁπλώσεις τὴν ὁδόν σου;

Ιώβ. 22,3                  Διότι επιτέλους τι ενδιαφέρον και τι συμφέρον έχει ο Κυριος, εάν συ υπήρξες άμεμπτος εις τα έργα σου; Η ποίαν ωφέλειαν έχει αυτός να αποκομίση, εάν συ έζησες με απλότητα και ακεραιότητα την ζωήν σου; Καμμίαν.

Ιώβ. 22,4           ἦ λόγον σου ποιούμενος ἐλέγξει σε, καὶ συνεισελεύσεταί σοι εἰς κρίσιν;

Ιώβ. 22,4                  Η μήπως, διότι σε υπολογίζει, θα σε ελέγξη και θα σε τιμωρήση, και θα έλθη τρόπον τινά εις κρίσιν και αντιδικίαν μαζή σου;

Ιώβ. 22,5           πότερον οὐχ ἡ κακία σού ἐστι πολλή, ἀναρίθμητοι δὲ σού εἰσιν αἱ ἁμαρτίαι;

Ιώβ. 22,5                  Σκέψου δεν είναι μεγάλη η κακία σου και ανυπολόγιστοι αι αμαρτίαι σου;

Ιώβ. 22,6           ἠνεχύραζες δὲ τοὺς ἀδελφούς σου διακενῆς, ἀμφίασιν δὲ γυμνῶν ἀφείλου·

Ιώβ. 22,6                  Συ, δια το τίποτε, εζητούσες και έπαιρνες ενέχυρα από τους αδελφούς σου. Επαιρνες δε το μοναδικόν ένδυμα ανθρώπων, οι οποίοι δεν είχον άλλο να καλύψουν την γύμνωσίν των.

Ιώβ. 22,7           οὐδὲ ὕδωρ διψῶντας ἐπότισας, ἀλλὰ πεινώντων ἐστέρησας ψωμόν·

Ιώβ. 22,7                  Δεν έδωκες ποτέ νερό στους διψώντας, και από αυτούς ακόμη τους πεινώντας αφαιρούσες το ψωμί.

Ιώβ. 22,8           ἐθαύμασας δέ τινων πρόσωπον, ᾤκισας δὲ τοὺς ἐπὶ τῆς γῆς.

Ιώβ. 22,8                  Εθαύμασες δε και ετίμησες μερικούς ανθρώπους, που κατείχαν αξιώματα και θέσεις, μολονότι ήσαν ασεβείς, και παρεχώρησες εις αυτούς τόπον να κατοικήσουν εις την χώραν σου. Εν τους πτωχούς εις ουδέν τους υπελόγιζες.

Ιώβ. 22,9           χήρας δὲ ἐξαπέστειλας κενάς, ὀρφανοὺς δὲ ἐκάκωσας.

Ιώβ. 22,9                  Εδιωξες τας χήρας με αδειανά τα χέρια, χωρίς να δώσης καμμίαν εις αυτάς βοήθειαν, και κατέθλιψες τα ορφανά.

Ιώβ. 22,10         τοιγαροῦν ἐκύκλωσάν σε παγίδες, καὶ ἐσπούδασέ σε πόλεμος ἐξαίσιος.

Ιώβ. 22,10                Εξ αιτίας, λοιπόν, αυτών, τα οποία έπραξες, σε περικύκλωσαν πολλαί παγίδες θλίψεων και καταστροφών, εξέσπασε δε εναντίον σου απροσδόκητος μεγάλος και φοβερός πόλεμος εκ μέρους των ανθρώπων.

Ιώβ. 22,11         τὸ φῶς σοι σκότος ἀπέβη, κοιμηθέντα δὲ ὕδωρ σε ἐκάλυψε.

Ιώβ. 22,11                 Το φως της χαρούμενης ζωής σου έγινε σκοτάδι δυστυχίας και θλίψεως, και σε εσκέπασε το νερό της πλημμύρας, ενώ εκοιμάσο ήσυχος και αμέριμνος.

Ιώβ. 22,12         μὴ οὐχὶ ὁ τὰ ὑψηλὰ ναίων ἐφορᾷ; τοὺς δὲ ὕβρει φερομένους ἐταπείνωσε;

Ιώβ. 22,12                Μηπως ο Θεός, που κατοικεί εις τα ύψη των ουρανών, δεν επιβλέπει τα όσα συμβαίνουν εις την γην; Μηπως αυτός δεν εταπείνωσεν εκείνους, που φέρονται με αλαζονείαν και θρασύτητα;

Ιώβ. 22,13         καὶ εἶπας· τί ἔγνω ὁ ἰσχυρός; ἦ κατὰ τοῦ γνόφου κρινεῖ;

Ιώβ. 22,13                Αλλά συ είπες· τι γνωρίζει ο παντοδύναμος; Μηπως είναι δυνατόν να διακρίνη δια μέσου των σκοτεινών νεφών όσα συμβαίνουν εις την γην και να αποδώση δικαιοσύνην;

Ιώβ. 22,14         νεφέλη ἀποκρυφὴ αὐτοῦ, καὶ οὐχ ὁραθήσεται καὶ γῦρον οὐρανοῦ διαπορεύεται.

Ιώβ. 22,14                Νεφέλη τον κρύπτει και έτσι ούτε κανείς θα τον ίδη ούτε αυτός βλέπει και ενδιαφέρεται δια κανένα. Αυτός απλώς και μόνον κάμνει τον περίπατόν του στον γύρον του ουρανού.

Ιώβ. 22,15         μὴ τρίβον αἰώνιον φυλάξεις, ἣν ἐπάτησαν ἄνδρες δίκαιοι,

Ιώβ. 22,15                Μηπως και συ θα βαδίσης τον παλαιόν δρόμον, τον οποίον επάτησαν και εβάδισαν άνθρωποι φαινομενικώς δίκαιοι, εις την πραγματικότητα δε αμαρτωλοί,

Ιώβ. 22,16         οἳ συνελήφθησαν ἄωροι; ποταμὸς ἐπιῤῥέων οἱ θεμέλιοι αὐτῶν,

Ιώβ. 22,16                οι οποίοι πρόωρα και εις νεαράν ηλικίαν περιέπεσαν εις όλεθρον και καταστροφήν; Τα θεμέλια της ζωής των και της νομιζομένης ευτυχίας των είναι ασταθή, ωσάν τα ρέοντα ύδατα του ποταμού.

Ιώβ. 22,17         οἱ λέγοντες· Κύριος τί ποιήσει ἡμῖν; ἢ τί ἐπάξεται ἡμῖν ὁ Παντοκράτωρ;

Ιώβ. 22,17                Αλαζονικώς δε αυτοί λέγουν· Τι θα μας κάμη ο Κυριος; Η ποίαν τιμωρίαν θα επιφέρη εναντίον μας ο Παντοκράτωρ;

Ιώβ. 22,18         ὃς δὲ ἐνέπλησε τοὺς οἴκους αὐτῶν ἀγαθῶν, βουλὴ δὲ ἀσεβῶν πόῤῥω ἀπ᾿ αὐτοῦ.

Ιώβ. 22,18                Εν τούτοις αυτός ο καταφρονούμενος Θεός εγέμισε τα σπίτια των με αγαθά. Αλλ' αι σκέψεις και αι αποφάσεις των ασεβών είναι μακράν από αυτόν.

Ιώβ. 22,19         ἰδόντες δίκαιοι ἐγέλασαν, ἄμεμπτος δὲ ἐμυκτήρισεν.

Ιώβ. 22,19                Οι δίκαιοι όμως, όταν είδαν την επερχομένην καταστροφήν των ασεβών, ευχαριστήθησαν. Και ο άμεμπτος και ακέραιος εις την ζωήν και τα έργα του τους ελεεινολόγησε.

Ιώβ. 22,20         εἰ μὴ ἠφανίσθη ἡ ὑπόστασις αὐτῶν, καὶ τὸ κατάλειμμα αὐτῶν καταφάγεται πῦρ.

Ιώβ. 22,20               Διότι πράγματι εξηφανίσθησαν όλα τα υπάρχοντα των ασεβών και ο,τι από αυτά απέμεινε θα τα φάγη η φωτιά.

Ιώβ. 22,21         γενοῦ δὴ σκληρός, ἐὰν ὑπομείνῃς· εἶτα ὁ καρπός σου ἔσται ἐν ἀγαθοῖς.

Ιώβ. 22,21                Σφίξε, λοιπόν, με σκληρότητα τον εαυτόν σου. Δείξε ακλόνητον καρτερίαν και υπομονήν. Καρπός δε αυτών των προσπαθειών σου και της ακεραίας ζωής σου θα είναι τα πολυάριθμα αγαθά.

Ιώβ. 22,22         ἔκλαβε δὲ ἐκ στόματος αὐτοῦ ἐξηγορίαν καὶ ἀνάλαβε τὰ ῥήματα αὐτοῦ ἐν καρδίᾳ σου.

Ιώβ. 22,22               Δέξου, λοιπόν, και βάλε μέσα σου όλα όσα το στόμα του Θεού διακηρύττει. Βαλε τα λόγια του Κυρίου μέσα εις την καρδίαν σου.

Ιώβ. 22,23         ἐὰν δὲ ἐπιστραφῇς καὶ ταπεινώσῃς σεαυτὸν ἔναντι Κυρίου, πόῤῥω ἐποίησας ἀπὸ διαίτης σου ἄδικον.

Ιώβ. 22,23               Εάν δε επιστρέψης προς τον Κυριον με ειλικρινή μετάνοιαν και ταπεινώσης τον εαυτόν σου ενώπιον αυτού, τότε έδιωξες πλέον από την ζωήν σου κάθε αδικίαν και δυστυχίαν.

Ιώβ. 22,24         θήσῃ ἐπὶ χώματι ἐν πέτρᾳ καὶ ὡς πέτρα χειμάῤῥου Σωφίρ.

Ιώβ. 22,24               Τοτε θα στηρίξης την ζωήν και το σπίτι σου επάνω εις χώμα, που ευρίσκεται επί την πέτραν, και η πέτρα αυτή θα είναι χρυσή ωσάν τον χρυσόν, που κατεβάζει ο χείμαρρος της χώρας Σωφίρ.

Ιώβ. 22,25         ἔσται οὖν σου ὁ Παντοκράτωρ βοηθὸς ἀπὸ ἐχθρῶν, καθαρὸν δὲ ἀποδώσει σε ὥσπερ ἀργύριον πεπυρωμένον.

Ιώβ. 22,25               Τοτε ο Θεός ο Παντοκράτωρ θα είναι βοηθός σου εναντίον των εχθρών σου και θα σε καταστήση καθαρόν, όπως γίνεται ο άργυρος που καθαρίζεται δια του πυρός.

Ιώβ. 22,26         εἶτα παῤῥησιασθήσῃ ἐναντίον Κυρίου ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν ἱλαρῶς·

Ιώβ. 22,26               Επειτα θα έχης το θάρρος και την παρρησίαν ενώπιον του Κυρίου και θα σηκώνης τα βλέμματά σου στον ουρανόν, με ειρηνικόν και ιλαρόν το πρόσωπον.

Ιώβ. 22,27         εὐξαμένου δέ σου πρὸς αὐτὸν εἰσακούσεταί σου, δώσει δέ σοι ἀποδοῦναι τὰς εὐχάς·

Ιώβ. 22,27               Οταν δε προσεύχεσαι και κάνης τάματα εις αυτόν, θα ακούση την προσευχήν σου και θα σου δώση τα αγαθά, δια να εκπληρώσης το τάμα σου προς αυτόν.

Ιώβ. 22,28         ἀποκαταστήσει δέ σοι δίαιταν δικαιοσύνης, ἐπὶ δὲ ὁδοῖς σου ἔσται φέγγος.

Ιώβ. 22,28               Θα σε αποκαταστήση δε στερεόν και ακλόνητον ο Κυριος εις οικήμοτα δικαιοσύνης, εις ζωήν χαράς. Εις τους δρόμους δε της ζωής σου θα υπάρχη φως θείας καθοδηγήσεως και αγαλλιάσεως.

Ιώβ. 22,29         ὅτι ἐταπείνωσας σεαυτόν, καὶ ἐρεῖς· ὑπερηφανεύσατο, καὶ κύφοντα ὀφθαλμοῖς σώσει.

Ιώβ. 22,29               Αυτά θα πραγματοποιηθούν, διότι συ εταπείνωσες τον εαυτόν σου ενώπιον του Θεού και θα είπης· ότι όπως εκείνον που υπερηφανεύθη τον ετιμώρησεν ο Θεός, έτσι και εκείνον, που με ταπείνωσιν κύπτει τους οφθαλμούς και κεφαλήν κάτω, θα τον σώση και τον ανύψώση.

Ιώβ. 22,30         ῥύσεται ἀθῷον, καὶ διασώθητι ἐν καθαραῖς χερσί σου.

Ιώβ. 22,30               Θα προφυλάξη ο Θεός τον αθώον από κινδύνους και θλίψεις. Και συ θα διασωθής, εάν έχης καθαρά τα χέρια σου από κάθε αδικίαν.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23- Ο ΙΩΒ ΘΑ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΓΙΑ Ν' ΑΠΟΔΕΙΞΕΙ ΤΗΝ ΑΘΩΟΤΗΤΑ ΤΟΥ

ΚΑΙ ΔΙΑΚΗΡΥΣΣΕΙ ΤΗΝ ΠΙΣΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΣΤΟ ΘΕΟ

                                    Ο Ιώβ θα ήθελε να συναντήσει τον Κύριο για ν' αποδείξει την αθωότητά του και διακηρύσσει την πιστότητά του στο Θεό

Ιώβ. 23,1           Ὑπολαβὼν δὲ Ἰὼβ λέγει·

Ιώβ. 23,1                   Ο Ιώβ έλαβε τον λόγον και είπε·

Ιώβ. 23,2           καὶ δὴ οἶδα ὅτι ἐκ χειρός μου ἡ ἔλεγξίς ἐστι, καὶ ἡ χεὶρ αὐτοῦ βαρεῖα γέγονεν ἐπ᾿ ἐμῷ στεναγμῷ.

Ιώβ. 23,2                  “λοιπόν γνωρίζω καλά το φρόνημά σας επί του προκειμένου. Νομίζετε, δηλαδή, ότι ασεβώς κατά του Θεού απευθύνω ελέγχον με υψωμένον το χέρι μου εις ένδειξιν διαμαρτυρίας και δι' αυτό βαρεία η χειρ του Θεού έχει πέσει επάνω μου ένεκα του στεναγμού και των παραπόνων μου.

Ιώβ. 23,3           τίς δ᾿ ἄρα γνοίη ὅτι εὕροιμι αὐτὸν καὶ ἔλθοιμι εἰς τέλος;

Ιώβ. 23,3                  Ποιός όμως γνωρίζει, αν θα μπορέσω να συναντήσω τον Κυριον και αν η πορεία μου προς αυτόν θα κατευοδωθή στο τέλος.

Ιώβ. 23,4           εἴποιμι δὲ ἐμαυτοῦ κρίμα, τὸ δὲ στόμα μου ἐμπλήσαι ἐλέγχων·

Ιώβ. 23,4                  Εάν τον εύρισκα, θα εξέθετα προς αυτόν την υπόθεσίν μου. Το δε στόμα μου θα εγεμιζεν από λόγους, που θα απεδείκνυαν την αθωότητά μου.

Ιώβ. 23,5           γνοίην δὲ ἰάματα, ἅ μοι ἐρεῖ, αἰσθοίμην δέ τίνα μοι ἀπαγγελεῖ.

Ιώβ. 23,5                  Θα εγνώριζα δε και θα εδεχόμην την θεραπείαν, την οποίαν εκείνος θα μου έλεγε. Θα αισθανόμουν δε και θα εννοούσα καλώς εκείνα, που θα μου έλεγεν ο Κυριος.

Ιώβ. 23,6           καὶ ἐν πολλῇ ἰσχύϊ ἐπελεύσεταί μοι, εἶτα ἐν ἀπειλῇ μοι οὐ χρήσεται·

Ιώβ. 23,6                  Θα εμφανισθή εις εμέ ως Θεός με άπειρον δύναμιν. Δεν θα κάμη όμως χρήσιν της απειλής εναντίον μου, δια να με αφήση έτσι να ομιλήσω ελεύθερα.

Ιώβ. 23,7           ἀλήθεια γὰρ καὶ ἔλεγχος παρ᾿ αὐτοῦ, ἐξαγάγοι δὲ εἰς τέλος τὸ κρίμα μου·

Ιώβ. 23,7                  Διότι από αυτόν πηγάζει και προέρχεται η αλήθεια και ο δίκαιος έλεγχος. Είθε δε αυτός εν τη δικαιοσύνη και αλήθεια του να φέρη εις πέρας το δίκαιόν μου.

Ιώβ. 23,8           εἰς γὰρ πρῶτα πορεύσομαι καὶ οὐκέτι εἰμί· τὰ δὲ ἐπ᾿ ἐσχάτοις τί οἶδα;

Ιώβ. 23,8                  Που, λοιπόν, θα τον συναντήσω; Θα πορευθώ κατ' ευθείαν εμπρός, αλλ' όσον και αν προχωρήσω, δεν θα ευρεθώ πλησίον του. Εάν πάλιν βαδίσω προς τα οπίσω, τι θα γνωρίζω δι' αυτόν;

Ιώβ. 23,9           ἀριστερὰ ποιήσαντος αὐτοῦ καὶ οὐ κατέσχον· περιβαλεῖ δεξιά, καὶ οὐκ ὄψεται.

Ιώβ. 23,9                  Οταν αυτός έκαμε κάτι προς τα αριστερά, εγώ δεν το επρόλαβα. Θα γυρίση προς τα δεξιά, και πάλιν δεν θα τον ίδω. Οπου και αν στραφώ, όπου και αν βαδίσω, δεν θα ίδω τον Θεόν.

Ιώβ. 23,10         εἶδε γὰρ ἤδη ὁδόν μου, διέκρινε δέ με ὥσπερ τὸ χρυσίον.

Ιώβ. 23,10                Εκείνος όμως είδε και γνωρίζει την πορείαν της ζωής μου και με εκαθάρισεν, όπως τον χρυσόν καθαρίζει το πυρ της καμίνου.

Ιώβ. 23,11         ἐξελεύσομαι δὲ ἐν ἐντάλμασιν αὐτοῦ, ὁδοὺς γὰρ αὐτοῦ ἐφύλαξα καὶ οὐ μὴ ἐκκλίνω

Ιώβ. 23,11                 Θα εξέλθω προς αυτόν βαδίζων και συμπεριφερόμενος σύμφωνα με τας εντολάς και τα προστάγματά του. Διότι εγώ και στο παρελθόν εφύλαξα τον δρόμον των εντολών του. Αλλά και στο μέλλον δεν θα παρεκκλίνω από αυτόν.

Ιώβ. 23,12         ἀπὸ ἐνταλμάτων αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ παρέλθω, ἐν δὲ κόλπῳ μου ἔκρυψα ῥήματα αὐτοῦ.

Ιώβ. 23,12                Δεν θα αντιπαρέλθω με αδιαφορίαν τα προστάγματά του. Εις το βάθος δε του εσωτερικού μου έκρυψα ως πολύτιμον θησαυρόν τους λόγους του.

Ιώβ. 23,13         εἰ δὲ καὶ αὐτὸς ἔκρινεν οὕτως, τίς ἐστιν ὁ ἀντειπὼν αὐτῷ; ὃ γὰρ αὐτὸς ἠθέλησε, καὶ ἐποίησε.

Ιώβ. 23,13                Εφ' όσον όμως αυτός έκρινε καλόν να ενεργήση έτσι προς εμέ, ποιός ημπορεί να του αντείπη; Διότι εκείνο που αυτός ηθέλησε, αυτό και έπραξε.

Ιώβ. 23,14         διὰ τοῦτο ἐπ᾿ αὐτῷ ἐσπούδακα, νουθετούμενος δὲ ἐφρόντισα αὐτοῦ.

Ιώβ. 23,14                Δια τούτο και εγώ με πολλήν σπουδήν και ενδιαφέρον ήκουσα αυτόν. Οταν δέ με το θέλημά του η με την παιδαγωγίαν του με ενουθετούσε, εφρόντιζα να πορεύωμαι σύμφωνα με το θέλημά του.

Ιώβ. 23,15         ἐπὶ τούτῳ ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ κατασπουδασθῶ· κατανοήσω καὶ πτοηθήσομαι ἐξ αὐτοῦ.

Ιώβ. 23,15                Δια τούτο και θα τρέμω ενώπιον της παρουσίας του. Και εάν τον ίδω και τον κατανοήσω, θα καταληφθώ και θα συγκλονισθώ από φόβον μεγάλον εξ αιτίας του.

Ιώβ. 23,16         Κύριος δὲ ἐμαλάκυνε τὴν καρδίαν μου, ὁ δὲ Παντοκράτωρ ἐσπούδασέ με·

Ιώβ. 23,16                Ο Κυριος παρέλυσε την καρδίαν μου με την παρουσίαν του. Ο Παντοκράτωρ με κατετρόμαξε με τον αιφνιδιασμόν του.

Ιώβ. 23,17         οὐ γὰρ ᾔδειν ὅτι ἐπελεύσεταί μοι σκότος, πρὸ προσώπου δέ μου ἐκάλυψε γνόφος.

Ιώβ. 23,17                Διότι δεν εγνώριζα, ούτε μου επερασεν από τον νουν, ότι θα επέλθη εναντίον μου τόσον σκοτάδι οδύνης και πόνου. Τωρα όμως με έχει σκεπάσει πυκνό και αδιαπέραστο σκοτάδι.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 24- Ο ΙΩΒ ΑΝΑΡΩΤΙΕΤΑΙ ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΑΣΕΒΕΙΣ ΘΡΙΑΜΒΕΥΟΥΝ

ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΤΟΥΣ ΑΦΗΝΕΙ ΑΤΙΜΩΡΗΤΟΥΣ;

                                    Ο Ιώβ αναρωτιέται γιατί οι ασεβείς θριαμβεύουν και ο Θεός τους αφήνει ατιμώρητους;

Ιώβ. 24,1           Διατί δὲ Κύριον ἔλαθον ὧραι,

Ιώβ. 24,1                  Διατί φαίνεται σαν να εξέφυγαν από την προσοχήν του Κυρίου αι ημέραι δικαιοσύνης και ανταποδόσεως;

Ιώβ. 24,2           ἀσεβεῖς δὲ ὅριον ὑπερέβησαν ποίμνιον σὺν ποιμένι ἁρπάσαντες;

Ιώβ. 24,2                  Δια τούτο και οι ασεβείς κατεπάτησαν τα όρια της ποίμνης και απεθρασύνθησαν, ώστε να αρπάσουν ποίμνιον ολόκληρον μαζή με τον ποιμένα;

Ιώβ. 24,3           ὑποζύγιον ὀρφανῶν ἀπήγαγον καὶ βοῦν χήρας ἠνεχύρασαν.

Ιώβ. 24,3                  Ελήστευσαν και επήραν τα υποζύγια των ορφανών τέκνων. Και άλλοι επήραν το βόϊδι της χήρας ως ενέχυρον δια το χρέος της.

Ιώβ. 24,4           ἐξέκλιναν ἀδυνάτους ἐξ ὁδοῦ δικαίας, ὁμοθυμαδὸν δὲ ἐκρύβησαν πρᾳεῖς γῆς.

Ιώβ. 24,4                  Εξηνάγκασαν με τας πιέσεις και τας απειλάς των πολλούς αδυνάτους να απομακρυνθούν από τον δρόμον του καθήκοντος και της δικαιοσύνης. Αλλοι δε φιλήσυχοι και πράοι ένεκα του τρόμου, που αυτοί τους ενεπνεαν, εκρύβησαν όλοι μαζή.

Ιώβ. 24,5           ἀπέβησαν δὲ ὥσπερ ὄνοι ἐν ἀγρῷ ὑπὲρ ἐμοῦ ἐξελθόντες τὴν ἑαυτῶν τάξιν· ἡδύνθη αὐτῷ ἄρτος εἰς νεωτέρους.

Ιώβ. 24,5                  Ωσάν άγριοι ατίθασοι όνοι εισώρμησαν στους αγρούς μου αντί εμού, δια να επιδοθούν στο ληστρικόν και καταστρεπτικόν έργον των. Δοκιμάζουν ηδονήν και ικανοποίησιν από τον άρτον και τα αγαθά, που αποκτούν και τα οποία δίδουν και εις τα τέκνα των.

Ιώβ. 24,6           ἀγρὸν πρὸ ὥρας οὐκ αὐτῶν ὄντα ἐθέρισαν· ἀδύνατοι ἀμπελῶνας ἀσεβῶν ἀμισθὶ καὶ ἀσιτὶ εἰργάσαντο.

Ιώβ. 24,6                  Αγρόν, που δεν ήτο ιδικός των εθέρισαν προ της ώρας, δια να αρπάσουν τον σίτον. Αδύνατοι και απροστάτευτοι άνθρωποι, κάτω από την απειλήν και την βίαν, ειργάσθησαν χωρίς μισθόν και χωρίς φαγητόν στους αμπελώνας των ασεβών.

Ιώβ. 24,7           γυμνοὺς πολλοὺς ἐκοίμησαν ἄνευ ἱματίων, ἀμφίασιν δὲ ψυχῆς αὐτῶν ἀφείλαντο.

Ιώβ. 24,7                  Απληστοι και άρπαγες ηνάγκασαν πολλούς να κοιμηθούν γυμνοί, χωρίς ενδύματα, διότι αφήρεσαν από αυτούς και το μοναδικόν των ένδυμα, με το οποίον επροστάτευαν την ζωήν των.

Ιώβ. 24,8           ἀπὸ ψεκάδων ὀρέων ὑγραίνονται, παρὰ τὰ μὴ ἔχειν ἑαυτοὺς σκέπην, πέτραν περιεβάλοντο.

Ιώβ. 24,8                  Από τα παγωμένα σταλάγματα των βουνών και από την συνεχή βροχήν μουσκεύουν αυτοί, διότι δεν έχουν πλέον ρούχο να σκεπασθούν. Και αντί ενδυμάτων χρησιμοποιούν τα σπήλαια των βράχων.

Ιώβ. 24,9           ἥρπασαν ὀρφανὸν ἀπὸ μαστοῦ, ἐκπεπτωκότα δὲ ἐταπείνωσαν.

Ιώβ. 24,9                  Παιδί ορφανόν από πατέρα το ήρπασαν από τον μητρικόν μαστόν, ξεπεσμένον δε και πτωχόν τον εξηυτέλισαν ακόμη περισσότερον.

Ιώβ. 24,10         γυμνοὺς δὲ ἐκοίμησαν ἀδίκως, πεινώντων δὲ τὸν ψωμὸν ἀφείλαντο.

Ιώβ. 24,10                Αδίστακτοι εις τας αδικίας των, ηνάγκασαν πολλούς να κοιμηθούν γυμνοί. Ηρπασαν το ψωμί από τους πεινασμένους.

Ιώβ. 24,11         ἐν στενοῖς ἀδίκως ἐνήδρευσαν, ὁδὸν δὲ δικαίαν οὐκ ᾔδεισαν.

Ιώβ. 24,11                 Εστησαν ενέδρας εις στενάς διαβάσεις, δια να επιτεθούν αδίκως εναντίον των άλλων. Δεν εγνώρισαν και δεν ηθέλησαν να γνωρίσουν τον δίκαιον δρόμον.

Ιώβ. 24,12         οἳ ἐκ πόλεως καὶ οἴκων ἰδίων ἐξεβάλοντο, ψυχὴ δὲ νηπίων ἐστέναξε μέγα.

Ιώβ. 24,12                Οι πτωχοί και αδύνατοι εξεδιώκοντο από τας πόλεις και τα σπίτια των. Ενεκα δε τούτου και αυτά ακόμη τα νήπια, τέκνα των θυμάτων, ανελύοντο εις θρήνους και εξέβαλλαν μεγάλους στεναγμούς.

Ιώβ. 24,13         αὐτὸς δὲ διατί τούτων ἐπισκοπὴν οὐ πεποίηται; ἐπὶ γῆς ὄντων αὐτῶν καὶ οὐκ ἐπέγνωσαν, ὁδὸν δὲ δικαιοσύνης οὐκ ᾔδεισαν, οὐδὲ ἀτραποὺς αὐτῶν ἐπορεύθησαν.

Ιώβ. 24,13                Αυτός δε ο Κυριος, διατί δεν επρόσεξε τα εγκλήματα αυτά των ασεβών και δεν ανταπέδωσε κατά τα έργα των εις αυτούς; Ζουν εδώ εις την γην και δεν έρχονται εις καμμίαν επίγνωσιν και συναίσθησιν των εγκλημάτων των. Ποτέ δεν εγνώρισαν τους δρόμους της αρετής και της δικαιοσύνης. Ούτε δε εις τα στενά και δύσκολα δι' αυτούς μονοπάτια της δικαιοσύνης εβάδισαν.

Ιώβ. 24,14         γνοὺς δὲ αὐτῶν τὰ ἔργα παρέδωκεν αὐτοὺς εἰς σκότος, καὶ νυκτὸς ἔσται ὡς κλέπτης.

Ιώβ. 24,14                Εγνώρισεν όμως ο Κυριος τας διαθέσεις και την ποιότητα αυτών και παρεχώρησεν, ώστε να εργάζωνται στο σκότος, όπως κάθε κλέπτης εργάζεται εις καιρόν νυκτός.

Ιώβ. 24,15         καὶ ὀφθαλμὸς μοιχοῦ ἐφύλαξε σκότος λέγων· οὐ προνοήσει με ὀφθαλμός, καὶ ἀποκρυβὴν προσώπου ἔθετο.

Ιώβ. 24,15                Ο πονηρός οφθαλμός του μοιχού περιμένει και παραφυλάττει να έλθη το σκοτάδι και λέγει· Δεν θα με ιδή, ούτε θα με παρακολουθήση κανένα μάτι. Υπό το προσωπείον της υποκρισίας και αθωότητος κρύπτει τον πραγματικόν εαυτόν του.

Ιώβ. 24,16         διώρυξεν ἐν σκότει οἰκίας· ἡμέρας ἐσφράγισαν ἑαυτούς, οὐκ ἐπέγνωσαν φῶς.

Ιώβ. 24,16                Οι άπληστοι και άρπαγες, όταν το σκότος είχε πέσει, ετρύπησαν και διέρρηξαν οικίας, δια να τας λεηλατήσουν. Κατά δε την ημέραν εκρύβησαν, εκλείσθησαν κάπου και δεν εγνώρισαν το φως.

Ιώβ. 24,17         ὅτι ὁμοθυμαδὸν αὐτοῖς τὸ πρωΐ σκιὰ θανάτου, ὅτι ἐπιγνώσεται τάραχος σκιᾶς θανάτου.

Ιώβ. 24,17                Διότι από όλους αυτούς το πρωϊνόν φως θεορείται σκια θανατηφόρος. Διότι τους εργάτας αυτούς του σκότους τους καταλαμβάνει μεγάλη ταραχή, ως τρομερά σκια θανάτου, το φως της ημέρας.

Ιώβ. 24,18         ἐλαφρός ἐστιν ἐπὶ πρόσωπον ὕδατος, καταραθείη ἡ μερὶς αὐτῶν ἐπὶ γῆς, ἀναφανείη δὲ τὰ φυτὰ αὐτῶν

Ιώβ. 24,18                Κατορθώνει βέβαια ο ασεβής να επιπλέη, σαν φελλός επάνω εις την επιφάνειαν του ύδατος. Είθε να είναι κατηραμένον το μερίδιόν του στους αγρούς. Αγρια δε φυτά και άκαρπα να βλαστάνουν

Ιώβ. 24,19         ἐπὶ γῆς ξηρά· ἀγκαλίδα γὰρ ὀρφανῶν ἥρπασαν.

Ιώβ. 24,19                και να ξηραίνωνται εις τα χωράφια των. Διότι ήρπασαν δεμάτια σίτου και κριθής από τα χέρια των ορφανών.

Ιώβ. 24,20         εἶτ᾿ ἀνεμνήσθη αὐτοῦ ἡ ἁμαρτία, ὥσπερ δὲ ὁμίχλη δρόσου ἀφανὴς ἐγένετο· ἀποδοθείη δὲ αὐτῷ ἃ ἔπραξε, συντριβείη δὲ πᾶς ἄδικος ἴσα ξύλῳ ἀνιάτῳ.

Ιώβ. 24,20               Επειτα όμως από τα εγκλήματα και τας αρπαγάς αυτών, η αμαρτία των ήλθεν ενώπιον του Θεού. Και ο αμαρτωλός εξηφανίσθη σαν την ομίχλην, η οποία υπό τας ακτίνας του ηλίου διαλύεται εις δρόσον. Θα ανταποδοθούν εις αυτόν τα κακά, τα οποία διέπραξε, και κάθε άδικος θα καταστραφή, σαν ένα δένδρον άκαρπον και σάπιον.

Ιώβ. 24,21         στεῖραν δὲ οὐκ εὖ ἐποίησε καὶ γύναιον οὐκ ἠλέησε,

Ιώβ. 24,21                Αυτός ούτε εις στείραν και απροστάτευτον γυναίκα δεν έκαμε ποτέ καλόν και κάθε άλλην γυναίκα εγκαταλελειμμένην και πτωχήν δεν εσπλαγχνίσθη.

Ιώβ. 24,22         θυμῷ δὲ κατέστρεψεν ἀδυνάτους. ἀναστὰς τοιγαροῦν οὐ μὴ πιστεύσῃ κατὰ τῆς ἑαυτοῦ ζωῆς.

Ιώβ. 24,22               Επάνω στον σκληρόν και αδίστακτον θυμόν του κατέστρεψεν αδυνάτους. Λοιπόν, και όταν ακόμη είναι όρθιος και υγιής και θριαμβευτής, ας μη έχη πεποίθησιν δια την ασφάλειαν της ζωής του.

Ιώβ. 24,23         μαλακισθεὶς μὴ ἐλπιζέτω ὑγιασθῆναι, ἀλλὰ πεσεῖται νόσῳ·

Ιώβ. 24,23               Οταν δε ασθενήση, ας μη ελπίζη ότι θα θεραπευθή και θα αποκτήση πάλιν την υγείαν του. Διότι η ασθένειά του θα τον ρίψη κάτω και θα τον οδηγήση στον θάνατον.

Ιώβ. 24,24         πολλοὺς γὰρ ἐκάκωσε τὸ ὕψωμα αὐτοῦ, ἐμαράνθη δὲ ὥσπερ μολόχη ἐν καύματι ἢ ὥσπερ στάχυς ἀπὸ καλάμης αὐτόματος ἀποπεσών.

Ιώβ. 24,24               Επειδή πολλούς κατέθλιψε και εβασάνισέ με την σκληρότητα και αλαζονείαν του, θα μαρανθή, όπως μαραίνεται η μολόχα από την πολλήν θερμότητα, και θα πέση, όπως μερικές φορές πέφτει μόνον του το αποξηραμμένο στάχυ.

Ιώβ. 24,25         εἰ δὲ μή, τίς ἐστιν ὁ φάμενος ψευδῆ με λέγειν καὶ θήσει εἰς οὐδὲν τὰ ῥήματά μου;

Ιώβ. 24,25               Εάν αυτά δεν είναι έτσι, όπως τα λέγω, ποιός είναι αυτός, που θα ισχυρισθή ότι λέγω ψεύματα και εις ουδέν θα υπολογιση τα λόγια μου αυτά;

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 25- Ο ΒΑΛΔΑΔ ΤΟΝΙΖΕΙ ΤΗΝ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

                                     Ο Βαλδάδ τονίζει την παντοδυναμία του Θεού

Ιώβ. 25,1           Ὑπολαβὼν δὲ Βαλδὰδ ὁ Σαυχίτης λέγει·

Ιώβ. 25,1                   Ελαβε τον λόγον ο Βαλδάδ ο Σαυχίτης και είπε·

Ιώβ. 25,2           τί γὰρ προοίμιον ἢ φόβος παρ᾿ αὐτοῦ ὁ ποιῶν τὴν σύμπασαν ἐν ὑψίστῳ;

Ιώβ. 25,2                  “ποίον άλλο προοίμιον της απαντήσεώς μου ταιριάζει ειμή μόνον ο φόβος τον οποίον εμπνέει Εκείνος, ο οποίος εδημιούργησεν, εξακολουθεί δε να κυβερνά και να συγκρατή την εν τοις υψίστοις δημιουργίαν;

Ιώβ. 25,3           μὴ γάρ τις ὑπολάβοι ὅτι ἐστὶ παρέκλυσις πειραταῖς, ἐπὶ τίνας δὲ οὐκ ἐπελεύσεται ἔνεδρα παρ᾿ αὐτοῦ;

Ιώβ. 25,3                  Μηπως, τάχα, και νομίζει κανείς ότι θα βραδύνη και θα ματαιωθή η τιμωρός ενέργεια του Θεού και εναντίον αυτών ακόμη των αγρίων πειρατών, που λυμαίνονται τας θαλάσσας; Εναντίον δε ποίων, οσονδήποτε ισχυροί και αν είναι, δεν θα επέλθουν ολέθριοι ενέδραι από αυτόν τον Θεόν;

Ιώβ. 25,4           πῶς γὰρ ἔσται δίκαιος βροτὸς ἔναντι Κυρίου; ἢ τίς ἂν ἀποκαθαρίσαι αὐτὸν γεννητὸς γυναικός;

Ιώβ. 25,4                  Ολοι είναι υπεύθυνοι απέναντι αυτού, διότι πως είναι δυνατόν να δικαιωθή θνητός άνθρωπος ενώπιον του Κυρίου; Η ποιός, γεννηθείς από γυναίκα και το βάρος του προπατορικού αμαρτήματος έχων, είναι δυνατόν να καθαρίση τον εαυτόν του;

Ιώβ. 25,5           εἰ σελήνῃ συντάσσει, καὶ οὐκ ἐπιφαύσκει, ἄστρα δὲ οὐ καθαρὰ ἐναντίον αὐτοῦ.

Ιώβ. 25,5                  Εάν ο Θεός αντιπαραθέση τον εαυτόν του με την πανσέληνον, παύει αυτή να φωτίζη. Τα δε ολόλαμπρα άστρα δεν είναι καθαρά και φωτεινά ενώπιον του.

Ιώβ. 25,6           ἔα δέ, ἄνθρωπος σαπρία καὶ υἱὸς ἀνθρώπου σκώληξ.

Ιώβ. 25,6                  Ποσω μάλλον ο άνθρωπος, ο οποίος είναι σαπίλα και αποσύνθεσις, και ο απόγονος ανθρώπου, που είναι ένας σκώληξ;

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 26- Ο ΙΩΒ ΔΙΑΚΗΡΥΣΣΕΙ ΤΗΝ ΑΠΕΙΡΟ ΔΥΝΑΜΗ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

                                    Ο Ιώβ διακηρύσσει την άπειρο δύναμη και εξουσία του Θεού

Ιώβ. 26,1           Ὑπολαβὼν δὲ Ἰὼβ λέγει·

Ιώβ. 26,1                  Απαντών κατόπιν ο Ιώβ είπε·

Ιώβ. 26,2           τίνι πρόσκεισαι ἢ τίνι μέλλεις βοηθεῖν; πότερον, οὐχ ᾧ πολλὴ ἰσχὺς καὶ ᾧ βραχίων κραταιός ἐστι;

Ιώβ. 26,2                  “τίνος παίρνεις το μέρος; Η ποιόν θέλεις να βοηθήσης; Μηπως τον Θεόν, ο οποίος έχει απεριόριστον την δύναμιν και του οποίου ο βραχίων είναι δυνατός και ακατανίκητος;

Ιώβ. 26,3           τίνι συμβεβούλευσαι; οὐχ ᾧ πᾶσα σοφία; τίνι ἐπακολουθήσεις; οὐχ ᾧ μεγίστη δύναμις;

Ιώβ. 26,3                  Τινος θέλεις συ να γίνης σύμβουλος; Μηπως εις αυτόν, εν τω οποίω υπάρχει η άπασα σοφία; Με το μέρος τίνος συντάσσεσαι και ποίον ακολουθείς, δια να τον βοηθήσης; Ουχί Εκείνον, ο οποίος έχει την μεγίστην δύναμιν;

Ιώβ. 26,4           τίνι ἀνήγγειλας ῥήματα; πνοὴ δὲ τίνος ἐστὶν ἡ ἐξελθοῦσα ἐκ σοῦ;

Ιώβ. 26,4                  Εις ποίον απηύθυνες τους λόγους αυτούς; Αυτή δε η πνοη, που εβγήκε από το στόμα σου και εγινε λόγος, εις ποίον ανήκει;

Ιώβ. 26,5           μὴ γίγαντες μαιωθήσονται ὑποκάτωθεν ὕδατος καὶ τῶν γειτόνων αὐτοῦ;

Ιώβ. 26,5                  Μηπως γιγάντια θηρία γεννώνται με περιποίησιν από τας μαίας εις τα βάθη των ωκεανών, και των γειτονικών προς αυτά περιοχών του άδου;

Ιώβ. 26,6           γυμνὸς ὁ ᾅδης ἐνώπιον αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἔστι περιβόλαιον τῇ ἀπωλείᾳ.

Ιώβ. 26,6                  Γυμνός είναι ο άδης ενώπιόν του και εις την άβυσσον της απωλείας δεν υπάρχει κάλυμμα. Παντα είναι ολοφάνερα στο θείον του βλέμμα.

Ιώβ. 26,7           ἐκτείνων βορέαν ἐπ᾿ οὐδέν, κρεμάζων γῆν ἐπὶ οὐδενός·

Ιώβ. 26,7                  Αυτός απλώνει το βόρειον ημισφαίριον του ουρανού με τα αμέτρητα πλήθη των αστέρων του και τα στηρίζει στο κενόν. Αυτός κρεμά την γην αιωρουμένην στο κενόν, χωρίς να την στηρίζη εις τίποτε.

Ιώβ. 26,8           δεσμεύων ὕδωρ ἐν νεφέλαις αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἐῤῥάγη νέφος ὑποκάτω αὐτοῦ·

Ιώβ. 26,8                  Αυτός συγκρατεί το νερο επάνω εις τα νέφη του και κανένα υδροφόρον νέφος δεν σπάζει κάτω από τον ουρανον και δεν εκχύνει τα ύδατα του, χωρίς την θέλησίν του.

Ιώβ. 26,9           ὁ κρατῶν πρόσωπον θρόνου, ἐκπετάζων ἐπ᾿ αὐτὸν νέφος αὐτοῦ.

Ιώβ. 26,9                  Ο Κυριος σκεπάζει και κρατεί αόρατον τον ένδοξον θρόνον του, απλώνων επάνω από αυτόν τα νέφη του.

Ιώβ. 26,10         πρόσταγμα ἐγύρωσεν ἐπὶ πρόσωπον ὕδατος μέχρι συντελείας φωτὸς μετὰ σκότους.

Ιώβ. 26,10                Αυτός δια του προστάγματύς του έθεσεν όριον γύρω από την επιφάνειάν του ύδατος των θαλασσών, μέχρις ότου καταπαύση εναλλαγή φωτός και σκότους, μέχρι της συντελείας του κόσμου.

Ιώβ. 26,11         στῦλοι οὐρανοῦ ἐπετάσθησαν καὶ ἐξέστησαν ἀπὸ τῆς ἐπιτιμήσεως αὐτοῦ.

Ιώβ. 26,11                 Τα υψηλά όρη, που φαίνονται σαν στύλοι υποβαστάζοντες τον ουρανόν, από την οργήν και την επιτίμησιν αυτού ανεπήδησαν και μετεκινήθησαν.

Ιώβ. 26,12         ἰσχύϊ κατέπαυσε τὴν θάλασσαν, ἐπιστήμῃ δὲ ἔστρωσε τὸ κῆτος·

Ιώβ. 26,12                Με την παντοδυναμίαν του κατέπαυσε την τρικυμίαν της θαλάσσης, κατεπράϋνε δε και έστρωσε κάτω καταπτοημένον το κήτος, που κατατρομάζει τους πάντας.

Ιώβ. 26,13         κλεῖθρα δὲ οὐρανοῦ δεδοίκασιν αὐτόν, προστάγματι δὲ ἐθανάτωσε δράκοντα ἀποστάτην.

Ιώβ. 26,13                Οι ασφαλισμένοι με απαραβίαστα κλείθρα ουρανοί τον φοβούνται. Με ένα δε απλούν πρόσταγμά του εθανάτωσε τον φοβερόν και τρομοκρατούντα τους πάντας δράκοντα.

Ιώβ. 26,14         ἰδοὺ ταῦτα μέρη ὁδοῦ αὐτοῦ, καὶ ἐπὶ ἰκμάδα λόγου ἀκουσόμεθα ἐν αὐτῷ· σθένος δὲ βροντῆς αὐτοῦ τίς οἶδεν ὁπότε ποιήσει;

Ιώβ. 26,14                Αυτά δε όλα είναι ένα ελάχιστον μέρος των ενεργειών και των έργων του Θεού· και κάτι το ελάχιστον ημείς οι ασθενείς άνθρωποι ηκούσαμεν από την φωνήν του. Την παντοδύναμον όμως βροντήν της θείας του φωνής, ποιός θα ημπορέση ποτέ να την ακούση, όταν την κάμη να αντηχήση;».

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 27- Ο ΙΩΒ ΔΙΑΚΗΡΥΣΣΕΙ ΤΗΝ ΠΙΣΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΣΤΟ ΘΕΟ

ΚΑΙ ΕΥΧΗΘΗΚΕ ΟΙ ΑΣΕΒΕΙΣ ΝΑ ΤΙΜΩΡΗΘΟΥΝ

                                    Ο Ιώβ διακηρύσσει την πιστότητά του στο Θεό και ευχήθηκε οι ασεβείς να τιμωρηθούν

Ιώβ. 27,1           Ἔτι δὲ προσθεὶς Ἰὼβ εἶπε τῷ προοιμίῳ·

Ιώβ. 27,1                   Ο Ιώβ προσέθεσεν ακόμη εις τα προηγουμένως λεχθέντα και τα εξής·

Ιώβ. 27,2           ζῇ ὁ Θεός, ὃς οὕτω με κέκρικε, καὶ ὁ Παντοκράτωρ ὁ πικράνας μου τὴν ψυχήν.

Ιώβ. 27,2                  “Ορκίζομαι στον ζώντα θεόν, ο οποίος έκρινε καλόν έτσι να με θλίψη και να με παιδαγωγήση, στον Παντοκράτορα ο οποίος τόσον πολύ επίκρανε την ζωήν μου,

Ιώβ. 27,3           ἦ μὴν ἔτι τῆς πνοῆς μου ἐνούσης, πνεῦμα δὲ θεῖον τὸ περιόν μοι ἐν ῥινί,

Ιώβ. 27,3                  ότι εφ' όσον υπάρχει μέσα μου αναπνοή, εφ' όσον το θείον αυτό εμφύσημα, η αναπνοή μου, εισέρχεται και εξέρχεται από τους ρώθωνάς μου,

Ιώβ. 27,4           μὴ λαλήσειν τὰ χείλη μου ἄνομα, οὐδὲ ἡ ψυχή μου μελετήσει ἄδικα

Ιώβ. 27,4                  δεν πρόκειται τα χείλη μου να λαλήσουν παράνομα πράγματα, ούτε η ψυχή μου να μελετήση και αποδεχθή σκέψεις και αποφάσεις αδίκους.

Ιώβ. 27,5           μή μοι εἴη δικαίους ὑμᾶς ἀποφῆναι, ἕως ἂν ἀποθάνω, οὐ γὰρ ἀπαλλάξω μου τὴν ἀκακίαν μου.

Ιώβ. 27,5                  Μη γένοιτο δε να παραδεχθώ και να είπω, ότι σεις δικαίως με κατηγορείτε ότι τάχα υποφέρω ως εξ αμαρτιών μου. Αυτό δεν θα το δεχθώ, έως ότου αποθάνω. Μέχρι της τελευταίας μου αναπνοής θα κρατώ και δεν θα αποβάλω την ακακίαν και αθωότητά μου.

Ιώβ. 27,6           δικαιοσύνῃ δὲ προσέχων οὐ μὴν προῶμαι, οὐ γὰρ σύνοιδα ἐμαυτῷ ἄτοπα πράξας.

Ιώβ. 27,6                  Δεν θα εγκαταλείψω ούτε θα απαρνηθώ ποτέ την δικαιοσύνην μου, αλλά θα την κρατώ στερεά κοντά μου. Και ούτε θα παύσω να διακηρύττω την αθωότητά μου, διότι έχω την συνείδησιν ότι τίποτε το άτοπον δεν έπραξα.

Ιώβ. 27,7           οὐ μὴν δὲ ἀλλὰ εἴησαν οἱ ἐχθροί μου ὥσπερ ἡ καταστροφὴ τῶν ἀσεβῶν, καὶ οἱ ἐπ᾿ ἐμὲ ἐπανιστάμενοι, ὥσπερ ἡ ἀπώλεια τῶν παρανόμων.

Ιώβ. 27,7                  Οχι δε μόνον τούτο αλλά και εύχομαι, όπως οι αμαρτωλοί εχθροί μου, που με κατακρίνουν αδίκως, καταστραφούν. Και εκείνοι οι οποίοι εξανίστανται εναντίον μου, να απολεσθούν, όπως οι παράνομοι.

Ιώβ. 27,8           καὶ τίς γάρ ἐστιν ἐλπὶς ἀσεβεῖ ὅτι ἐπέχει; πεποιθὼς ἐπὶ Κύριον ἄρα σωθήσεται;

Ιώβ. 27,8                  Διότι, ποία άλλη ελπίς υπάρχει στον ασεβή έκτος από τα πλούτη, τα οποία παρανόμως απέκτησε και κατακρατεί; Εάν επικαλεσθή με κάποιαν πίστιν και ελπίδα τον Κυριον, τάχα θα σωθή;

Ιώβ. 27,9           ἦ τὴν δέησιν αὐτοῦ εἰσακούσεται ὁ Θεός; ἢ ἐπελθούσης αὐτῷ ἀνάγκης

Ιώβ. 27,9                  Η μήπως ο Θεός θα ακούση και θα κάμη δεκτήν την δέησίν του; Η όταν επέλθη εναντίον του θλίψις και περιπέτεια,

Ιώβ. 27,10         μὴ ἔχει τινὰ παῤῥησίαν ἔναντι αὐτοῦ; ἢ ὡς ἐπικαλεσαμένου αὐτοῦ εἰσακούσεται αὐτοῦ,

Ιώβ. 27,10                μήπως θα έχη αυτός παρρησίαν ενώπιον του Θεού; Η μήπως ο Θεός θα ακούση και θα κάμη δεκτήν την προσευχήν του, όταν τον επικαλεσθή;

Ιώβ. 27,11         ἀλλὰ δὴ ἀναγγελῶ ὑμῖν τί ἐστιν ἐν χειρὶ Κυρίου, ἅ ἐστι παρὰ Παντοκράτορι, οὐ ψεύσομαι.

Ιώβ. 27,11                 Αλλά θα αναγγείλω και θα καταστήσω γνωστόν εις σας, τι υπάρχει στο παντοδύναμον χέρι του Κυρίου· όσα είναι εις την πανσθενή εξουσίάν του Παντοκράτορας. Οχι ψεύδη, αλλά την καθαράν αλήθειαν θα είπω. Εγώ θα σας ομιλήσω την αλήθειαν του Θεού,

Ιώβ. 27,12         ἰδοὺ πάντες οἴδατε ὅτι κενὰ κενοῖς ἐπιβάλλετε.

Ιώβ. 27,12                διότι ιδού, σεις με όσα λέγετε, προσθέτετε αδειανά και κούφια λόγια επάνω εις τα κούφια.

Ιώβ. 27,13         αὕτη ἡ μερὶς ἀνθρώπου ἀσεβοῦς παρὰ Κυρίου, κτῆμα δὲ δυναστῶν ἐλεύσεται παρὰ Παντοκράτορος ἐπ᾿ αὐτούς.

Ιώβ. 27,13                Ιδού ποίον είναι το μερίδιον και το κατάντημα του ασεβούς ανθρώπου εκ μέρους του Κυρίου. Αυτό είναι το απόκτημα, που από τον Παντοκράτορα θα έλθη στους εκβιαστάς και τυράννους.

Ιώβ. 27,14         ἐὰν δὲ πολλοὶ γένωνται οἱ υἱοὶ αὐτοῦ, εἰς σφαγὴν ἔσονται· ἐὰν δὲ καὶ ἀνδρωθῶσι, προσαιτήσουσιν·

Ιώβ. 27,14                Εάν γίνουν πολλά και πληθυνθούν τα τέκνα των ασεβών, θα είναι προορισμένα δια την σφαγήν. Εάν δε και γίνουν άνδρες, θα καταντήσουν εις πτωχείαν, ώστε να επαιτούν δια να ζήσουν.

Ιώβ. 27,15         οἱ δὲ περιόντες αὐτοῦ ἐν θανάτῳ τελευτήσουσι, χήρας δὲ αὐτῶν οὐδεὶς ἐλεήσει.

Ιώβ. 27,15                Οσοι δε διαφύγουν τον βίαιον θάνατον του ασεβούς πατρός των, θα αποθάνουν από σκληράν και οδυνηράν ασθένειαν. Τας χήρας των δε κανείς δεν θα τας ευσπλαγχνισθή.

Ιώβ. 27,16         ἐὰν συναγάγῃ ὥσπερ γῆν ἀργύριον, ἴσα δὲ πηλῷ ἑτοιμάσῃ χρυσίον,

Ιώβ. 27,16                Εάν κανείς από αυτούς συγκεντρώση πολύ αργύριον ωσάν το χώμα της γης και συσσωρεύση χρυσόν ωσάν την λάσπην,

Ιώβ. 27,17         ταῦτα πάντα δίκαιοι περιποιήσονται, τὰ δὲ χρήματα αὐτοῦ ἀληθινοὶ καθέξουσιν.

Ιώβ. 27,17                όλα αυτά θα περιέλθουν εις την κυριότητα των δικαίων. Τα χρήματά του θα γίνουν κτήμα των ειλικρινών και εντίμων ανθρώπων.

Ιώβ. 27,18         ἀπέβη δὲ οἱ οἶκος αὐτοῦ ὥσπερ σῆτες καὶ ὥσπερ ἀράχνη.

Ιώβ. 27,18                Θα καταντήση δε το σπίτι του ασεβούς σαν τον σκόρον και σαν τον ιστόν της αράχνης.

Ιώβ. 27,19         πλούσιος κοιμηθήσεται καὶ οὐ προσθήσει, ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ διήνοιξε, καὶ οὐκ ἔστι.

Ιώβ. 27,19                Ο ασεβής θα πέση να κοιμηθή πλούσιος την εσπέραν, και το πρωϊ θα εξυπνήση πτωχός. Δεν θα επανίδη τα πλούτη του. Καθώς θα ανοίξη το πρωϊ τα μάτια του, θα τα αναζήτηση και δεν θα υπάρχουν πλέον.

Ιώβ. 27,20         συνήντησαν αὐτῷ ὥσπερ ὕδωρ αἱ ὀδύναι, νυκτὶ δὲ ὑφείλετο αὐτὸν γνόφος·

Ιώβ. 27,20               Τον συνήντησαν και τον περιέβαλαν θλίψεις και πόνοι σαν πλημμύρα ύδατος. Κατά το διάστημα δε της νυκτός έξαφνα τον κατέλαβε και τον αφήρπασε σύννεφον σκοτεινόν.

Ιώβ. 27,21         ἀναλήψεται δὲ αὐτὸν καύσων καὶ ἀπελεύσεται, καὶ λικμήσει αὐτὸν ἐκ τοῦ τόπου αὐτοῦ.

Ιώβ. 27,21                Θα τον πάρη και θα τον σηκώση καυστικός άνεμος, θα φύγη από τον τόπον, θα τον σηκώση και θα τον λυχνίση σαν άχυρον μακράν από την κατοικίαν του.

Ιώβ. 27,22         καὶ ἐπιῤῥίψει ἐπ᾿ αὐτὸν καὶ οὐ φείσεται, ἐκ χειρὸς αὐτοῦ φυγῇ φεύξεται.

Ιώβ. 27,22               Ο Θεός θα ρίψη επάνω στον ασεβή τιμωρίας και πόνους, δεν θα τον λυπηθή. Αυτός δε θα καταβάλη κάθε προσπάθειαν να διαφύγη από την τιμωρόν χείρα του Θεού, αλλά ματαίως.

Ιώβ. 27,23         κροτήσει ἐπ᾿ αὐτοὺς χεῖρας αὐτοῦ καὶ συριεῖ αὐτὸν ἐκ τοῦ τόπου αὐτοῦ.

Ιώβ. 27,23                Θα επιδοκιμάση και θα χειροκρότηση ο Κυριος την τιμωρίαν των ασεβών. Με συριγμούς χλευασμού θα εκδιώξη τον ασεβή από τον τόπον στον οποίον εζούσεν ασφαλής.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 28- Ο ΙΩΒ ΔΙΑΚΗΡΥΣΣΕΙ ΤΗΝ ΠΑΝΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

                                    Ο Ιώβ διακηρύσσει την πανσοφία και την παντοδυναμία του Θεού

Ιώβ. 28,1           Ἔστι γὰρ ἀργυρίῳ τόπος, ὅθεν γίνεται, τόπος δὲ χρυσίου, ὅθεν διηθεῖται.

Ιώβ. 28,1                  Υπάρχει ο τόπος, από όπου εξάγεται ο άργυρος, όπως επίσης και ο τόπος, από όπου εξάγεται και καθαρίζεται ο χρυσός.

Ιώβ. 28,2           σίδηρος μὲν γὰρ ἐκ γῆς γίνεται, χαλκὸς δὲ ἴσα λίθῳ λατομεῖται.

Ιώβ. 28,2                  Επίσης είναι γνωστόν ότι ο σίδηρος εξάγεται από ωρισμένας περιοχάς της γης, ο δε χαλκός εξάγεται από τα λατομεία, όπως ο λίθος.

Ιώβ. 28,3           τάξιν ἔθετο σκότει, καὶ πᾶν πέρας αὐτὸς ἐξακριβάζεται, λίθος σκοτία καὶ σκιὰ θανάτου.

Ιώβ. 28,3                  Με το φως της λυχνίας έθεσεν ο άνθρωπος τάξιν στο σκοτάδι των μεταλλωρυχείων και κάθε μέρος το διερευνά και εξακριβώνει, που εις τα σκότη κρύπτεται ο πολύτιμος λίθος και που η θανατηφόρος σκια.

Ιώβ. 28,4           διακοπὴ χειμάῤῥου ἀπὸ κονίας, οἱ δὲ ἐπιλανθανόμενοι ὁδὸν δικαίαν ἠσθένησαν, ἐκ βροτῶν ἐσαλεύθησαν.

Ιώβ. 28,4                  Εις τα μέρη της γης τα διανοιχθέντα από τα ύδατα των χειμάρρων και εις την άμμον ερευνούν οι χρυσοθήραι. Λησμονούν και αντιπαρέρχονται με αοιαφορίαν τους συνηθισμένους δρόμους των ανθρώπων. Εκεί εις τα βάθη των μεταλλείων ταλαιπωρούνται και κατεξαντλούνται. Μετακινούνται και χωρίζονται από τους άλλους ανθρώπους.

Ιώβ. 28,5           γῆ, ἐξ αὐτῆς ἐξελεύσεται ἄρτος, ὑποκάτω αὐτῆς ἐστράφη ὡσεὶ πῦρ.

Ιώβ. 28,5                  Η γη, από την καλλιεργουμένην επιφάνειαν της οποίας παίρνομεν τον άρτον, ανασκάπτεται από ημάς στο βάθος της σαν να καίεται από πυρ ηφαιστείου.

Ιώβ. 28,6           τόπος σαπφείρου οἱ λίθοι αὐτῆς, καὶ χῶμα χρυσίον αὐτῷ.

Ιώβ. 28,6                  Τα λιθάρια της είναι τόπος, όπου ευρίσκονται οι πολύτιμοι λίθοι του σαπφείρου και το χώμα της, όπου υπάρχει ο χρυσός.

Ιώβ. 28,7           τρίβος, οὐκ ἔγνω αὐτὴν πετεινόν, καὶ οὐ παρέβλεψεν αὐτὴν ὀφθαλμὸς γυπός·

Ιώβ. 28,7                  Τους δρόμους τους υπογείους, που υπάρχουν εις τα μεταλλεία, δεν τους εγνώρισε κανένα πτηνόν και το οξυδερκές μάτι του γυπός δεν τους είδε.

Ιώβ. 28,8           καὶ οὐκ ἐπάτησαν αὐτὸν υἱοὶ ἀλαζόνων, οὐ παρῆλθεν ἐπ᾿ αὐτῆς λέων.

Ιώβ. 28,8                  Τολμηρά τέκνα ατιθάσων και αγρίων θηρίων δεν επάτησαν τους τόπους αυτούς, ούτε ο λέων ο βασιλεύς των ημπόρεσε να περάση από εκεί.

Ιώβ. 28,9           ἐν ἀκροτόμῳ ἐξέτεινε χεῖρα αὐτοῦ, κατέστρεψε δὲ ἐκ ῥιζῶν ὄρη·

Ιώβ. 28,9                  Ο άνθρωπος όμως απλώνει τα χέρια του εις αποκρήμνους βράχους και τους κόπτει, ανασκάπτει δε και ανατρέπει εκ θεμελίων όρη.

Ιώβ. 28,10         δίνας δὲ ποταμῶν διέῤῥηξε, πᾶν δὲ ἔντιμον εἶδέ μου ὁ ὀφθαλμός.

Ιώβ. 28,10                Διετρύπησε βράχους, δια να αφήση δίοδον εις συστροφάς ποταμών. Πολλά δε πολύτιμα πράγματα ανευρεθέντα από τους ανθρώπους είδε το μάτι μου.

Ιώβ. 28,11         βάθη δὲ ποταμῶν ἀνεκάλυψεν, ἔδειξε δὲ αὐτοῦ δύναμιν εἰς φῶς.

Ιώβ. 28,11                 Απεκάλυψε και ηρεύνησε τους βαθείς πυθμένας των ποταμών και γενικά έφερεν εις φως και κατέστησεν αισθητήν την δύναμίν του.

Ιώβ. 28,12         ἡ δὲ σοφία πόθεν εὑρέθη; ποῖος δὲ τόπος ἐστὶ τῆς ἐπιστήμης;

Ιώβ. 28,12                Η πραγματική όμως και αληθινή σοφία από ποίον μέρος της γης ευρέθη; Ποίος δε είναι ο τόπος, όπου πηγάζει και εδράζεται η αληθινή επιστήμη;

Ιώβ. 28,13         οὐκ οἶδε βροτὸς ὁδὸν αὐτῆς, οὐδὲ μὴ εὑρεθῇ ἐν ἀνθρώποις.

Ιώβ. 28,13                Κανείς από τους θνητούς δεν γνωρίζει τον δρόμον, που οδηγεί εις αυτήν, ούτε και αυτή ευρέθη μεταξύ των ανθρώπων, που κατοικούν την γην.

Ιώβ. 28,14         ἄβυσσος εἶπεν· οὐκ ἔνεστιν ἐν ἐμοί· καὶ ἡ θάλασσα εἶπεν· οὐκ ἔνεστι μετ᾿ ἐμοῦ.

Ιώβ. 28,14                Αι άβυσσοι των ωκεανών λέγουν· Δεν είναι μέσα εις ημάς η σοφία. Η θάλασσα λέγει· Δεν είναι μαζή μου η σοφία.

Ιώβ. 28,15         οὐ δώσει συγκλεισμὸν ἀντ᾿ αὐτῆς, καὶ οὐ σταθήσεται ἀργύριον ἀντάλλαγμα αὐτῆς·

Ιώβ. 28,15                Τιποτε δεν είναι δυνατόν να δοθή εις αντιστάθμισμα αυτής. Ούτε είναι δυνατόν να ζυγισθή και δοθή χρυσός και άργυρος εις αντάλλαγμα και πληρωμήν αυτής.

Ιώβ. 28,16         καὶ οὐ συμβασταχθήσεται χρυσίῳ Ὠφίρ, ἐν ὄνυχι τιμίῳ καὶ σαπφείρῳ·

Ιώβ. 28,16                Δεν είναι δυνατόν να συγκριθή προς το χρυσίον Ωφίρ, προς τους πολυτίμους λίθους όνυχος και σαπφείρου.

Ιώβ. 28,17         οὐκ ἰσωθήσεται αὐτῇ χρυσίον καὶ ὕαλος καὶ τὸ ἄλλαγμα αὐτῆς σκεύη χρυσᾶ·

Ιώβ. 28,17                Η αληθινή σοφία δεν εξισώνεται κατά την αξίαν προς τον χρυσόν, προς το διαμάντι. Και τα πολύτιμα εκ χρυσού σκεύη δεν είναι δυνατόν να δοθούν ως αντάλλαγμα δι' αυτήν.

Ιώβ. 28,18         μετέωρα καὶ γαβὶς οὐ μνησθήσεται, καὶ ἕλκυσον σοφίαν ὑπὲρ τὰ ἐσώτατα·

Ιώβ. 28,18                Τα εκτιμώμενα από τους ανθρώπους πολύτιμα μέταλλα και τα κρύσταλλα ούτε καν και ημπορούν να μνημονευθούν ενώπιον αυτής. Την σοφίαν έλκυσέ την από τας πλέον βαθείας πηγάς.

Ιώβ. 28,19         οὐκ ἰσωθήσεται αὐτῇ τοπάζιον Αἰθιοπίας, χρυσίῳ καθαρῷ οὐ συμβασταχθήσεται.

Ιώβ. 28,19                Προς αυτήν δεν είναι δυνατόν να εξισωθή ούτε ο πολύτιμος λίθος της Αιθιοπίας, το τοπάζιον. Δεν ισοσταθμίζεται αυτή και δεν συγκρίνεται με τον καθαρόν χρυσόν.

Ιώβ. 28,20         ἡ δὲ σοφία πόθεν εὑρέθη; ποῖος δὲ τόπος ἐστὶ τῆς συνέσεως;

Ιώβ. 28,20               Που λοιπόν ευρίσκεται η σοφία; Ποίος δε είναι ο τόπος της συνέσεως και της αληθούς γνώσεως;

Ιώβ. 28,21         λέληθε πάντα ἄνθρωπον καὶ ἀπὸ πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ ἐκρύβη·

Ιώβ. 28,21                Αυτό διαφεύγει την γνώσιν παντός ανθρώπου. Εχει αποκρυβή και από αυτά τα πετεινά, που διασχίζουν τους ουρανούς.

Ιώβ. 28,22         ἡ ἀπώλεια καὶ ὁ θάνατος εἶπαν· ἀκηκόαμεν δὲ αὐτῆς τὸ κλέος.

Ιώβ. 28,22               Η απώλεια και ο θάνατος, αυτός ούτος ο άδης, είπαν· Ηκούσαμεν μόνον την δόξαν της σοφίας, αλλά δεν γνωρίζομεν, που υπάρχει.

Ιώβ. 28,23         ὁ Θεὸς εὖ συνέστησεν αὐτῆς τὴν ὁδόν, αὐτὸς δὲ οἶδε τὸν τόπον αὐτῆς·

Ιώβ. 28,23               Ο Θεός είναι η πηγή πάσης σοφίας. Αυτός κατεσκεύασε καλώς τον δρόμον, δια του οποίου αυτή ξεχύνεται προς τα δημιουργήματά του. Αυτός γνωρίζει τον τόπον και την πηγήν της.

Ιώβ. 28,24         αὐτὸς γὰρ τὴν ὑπ᾿ οὐρανὸν πᾶσαν ἐφορᾷ εἰδὼς τὰ ἐν τῇ γῇ πάντα, ἃ ἐποίησεν,

Ιώβ. 28,24               Διότι αυτός επιβλέπει και κυβερνά ολόκληρον την οικουμένην την υπό τον ουρανον, και γνωρίζει άριστα και κάλλιστα όλα όσα υπάρχουν εις την γην, τα οποία αυτός εδημιούργησεν.

Ιώβ. 28,25         ἀνέμων σταθμὸν ὕδατος μέτρα·

Ιώβ. 28,25               Αυτός ζυγίζει τους ανέμους και μέτρά τα ύδατα.

Ιώβ. 28,26         ὅτι ἐποίησεν οὕτως, ἰδὼν ἠρίθμησε καὶ ὁδὸν ἐν τινάγματι φωνάς·

Ιώβ. 28,26               Οταν ο Κυριος εδημιούργησεν έτσι αυτά, τα είδε και ερρύθμισε τα μέτρα της πτώσεως των βροχών, της κατευθύνσεως των ανέμων και έθεσεν στον δρόμον, που πρέπει, τας εκτινασσομένας αστραπάς με τας βροντάς.

Ιώβ. 28,27         τότε εἶδεν αὐτὴν καὶ ἐξηγήσατο αὐτήν, ἑτοιμάσας ἐξιχνίασεν.

Ιώβ. 28,27               Τοτε ο Θεός είδε την δημιουργίαν του και προέβαλεν εις ημάς φανεράν την σοφίαν του, ενώ πρότερον ήτο αποκεκρυμμένη.

Ιώβ. 28,28         εἶπε δὲ ἀνθρώπῳ· ἰδοὺ ἡ θεοσέβειά ἐστι σοφία, τὸ δὲ ἀπέχεσθαι ἀπὸ κακῶν ἐστιν ἐπιστήμη.

Ιώβ. 28,28               Είπε δε ο Κυριος στον άνθρωπον· Ιδού πραγματική σοφία είναι το να σέβεται ο άνθρωπος τον Θεόν. Και επιστήμη είναι το να απέχη κανείς από τας κακάς πράξεις”.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 29- Ο ΙΩΒ ΑΝΑΘΥΜΑΤΑΙ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΤΟΥ ΕΥΤΥΧΙΑ

                                    Ο Ιώβ αναθυμάται την παλιά του ευτυχία

Ιώβ. 29,1           Ἔτι δὲ προσθεὶς Ἰὼβ εἶπε τῷ προοιμίῳ·

Ιώβ. 29,1                  Είπεν ακόμη ο Ιώβ, προσθέτων εις όσα προηγουμένως είχεν είπει·

Ιώβ. 29,2           τίς ἄν με θείη κατὰ μῆνα ἔμπροσθεν ἡμερῶν, ὧν με ὁ Θεὸς ἐφύλαξεν;

Ιώβ. 29,2                  “ποιός ημπορεί να με φέρη εις τας περασμένας ευτυχισμένας ημέρας κάποιου μηνός, κατά τας οποίας ο Θεός με προεφύλαττεν από θλίβεις και συμφοράς;

Ιώβ. 29,3           ὡς ὅτε ηὔγει ὁ λύχνος αὐτοῦ ὑπὲρ κεφαλῆς μου, ὅτε τῷ φωτὶ αὐτοῦ ἐπορευόμην ἐν σκότει·

Ιώβ. 29,3                  Τοτε ο λύχνος του Θεού έλαμπεν επάνω από την κεφαλήν σου, οπότε με το φως του εβάδιζα και εις αυτά τα σκότη·

Ιώβ. 29,4           ὅτε ἤμην ἐπιβρίθων ὁδούς, ὅτε ὁ Θεὸς ἐπισκοπὴν ἐποιεῖτο τοῦ οἴκου μου·

Ιώβ. 29,4                  όταν έτρεχα στους δρόμους με νεανικήν δύναμιν και σφρίγος, ο δε Θεός με στοργήν επώπτευε και επρονοούσε τα του οίκου μου·

Ιώβ. 29,5           ὅτε ἤμην ὑλώδης λίαν, κύκλῳ δέ μου οἱ παῖδες·

Ιώβ. 29,5                  όταν ήμην γεμάτος από υλικά αγαθά και γύρω μου ευτυχισμένα ήσαν τα παιδιά μου.

Ιώβ. 29,6           ὅτε ἐχέοντο αἱ ὁδοί μου βουτύρῳ, τὰ δὲ ὄρη μου ἐχέοντο γάλακτι·

Ιώβ. 29,6                  Οταν το βούτυρον εχύνετο και έτρεχεν στους δρόμους, που επερνούσα, τα δε βουνά εβρέχοντο και ελούζοντο μέσα στο γάλα.

Ιώβ. 29,7           ὅτε ἐξεπορευόμην ὄρθριος ἐν πόλει, ἐν δὲ πλατείαις ἐτίθετό μου ὁ δίφρος.

Ιώβ. 29,7                  Οταν λίαν πρωϊ ηγειρόμην και μετέβαινα εις την πόλιν και εις τας πλατείας της πόλεως, εστήνετο η τιμητική δι' εμέ καθέδρα.

Ιώβ. 29,8           ἰδόντες με νεανίσκοι ἐκρύβησαν, πρεσβῦται δὲ πάντες ἔστησαν·

Ιώβ. 29,8                  Οταν με έβλεπαν οι νέοι από μακράν και δια λόγους συστολής εκρύπτοντο, οι δε πρεσβύτεροι κατά την ηλικίαν όλοι ίσταντο όρθιοι, μέχρις ότου καθήσω εγώ.

Ιώβ. 29,9           ἁδροὶ δὲ ἐπαύσαντο λαλοῦντες, δάκτυλον ἐπιθέντες ἐπὶ στόματι.

Ιώβ. 29,9                  Οι επίσημοι δε και πρόκριτοι της πόλεως, όταν εγώ εφαινόμην, έπαυαν να συνομιλούν, φέροντες τον δάκτυλόν των στο στόμα των και επιβάλλοντες σιγήν στον εαυτόν των.

Ιώβ. 29,10         οἱ δὲ ἀκούσαντες ἐμακάρισάν με, καὶ γλῶσσα αὐτῶν τῷ λάρυγγι αὐτῶν ἐκολλήθη·

Ιώβ. 29,10                Οσοι δέ με ήκουάν με επεδοκίμαζαν, με εμακάριζαν δια τας σοφάς συμβουλάς και γνώμας μου και εκολλούσε η γλώσσα των στον λάρυγγα των, ώστε να μη δύνανται, δια λόγους συστολής, να αρθρώσουν λέξιν.

Ιώβ. 29,11         ὅτι οὖς ἤκουσε καὶ ἐμακάρισέ με, ὀφθαλμὸς δὲ ἰδών με ἐξέκλινε·

Ιώβ. 29,11                 Καθένας που με ήκουε, με εμακάριζε, και καθένας που με έβλεπε παρεμέριζε.

Ιώβ. 29,12         διέσωσα γὰρ πτωχὸν ἐκ χειρὸς δυνάστου καὶ ὀρφανῷ, ᾧ οὐκ ἦν βοηθός, ἐβοήθησα.

Ιώβ. 29,12                Και τούτο, διότι εγώ έσωζα τον πτωχόν από τα χέρια του καταδυναστεύοντος αυτόν και εβοηθούσα κάθε ορφανόν, δια το οποίον κανείς άλλος δεν υπήρχε να το βοηθήση.

Ιώβ. 29,13         εὐλογία ἀπολλυμένου ἐπ᾿ ἐμὲ ἔλθοι, στόμα δὲ χήρας με εὐλόγησε.

Ιώβ. 29,13                Αι ευχαί του κινδυνεύοντος και τον οποίον εγώ περιέσωζα, ήρχοντο προς εμέ. Το δε στόμα της χήρας ηύχετο πολλάς ευχάς δι' εμέ.

Ιώβ. 29,14         δικαιοσύνην δὲ ἐνδεδύκειν, ἠμφιασάμην δὲ κρίμα ἴσα διπλοΐδι.

Ιώβ. 29,14                Είχα ενδυθή την δικαιοσύνην ωσάν ένδυμα και ωσάν μανδύαν διπλοτυλισσόμενον στο σώμα μου εφορούσα την δικαίαν κρίσιν και απονομήν της δικαιοσύνης.

Ιώβ. 29,15         ὀφθαλμὸς ἤμην τυφλῶν, ποὺς δὲ χωλῶν.

Ιώβ. 29,15                Ημουνα ο οφθαλμός των τυφλών και το πόδι των χωλών.

Ιώβ. 29,16         ἐγὼ ἤμην πατὴρ ἀδυνάτων, δίκην δὲ ἣν οὐκ ᾔδειν ἐξιχνίασα·

Ιώβ. 29,16                Εγώ ήμουν ο πατήρ των αδυνάτων ανθρώπων, αγνώστους δε υποθέσεις ξένων ανθρώπων εξήταζα με πολύ ενδιαφέρον, δια να αποδώσω δικαιοσύνην.

Ιώβ. 29,17         συνέτριψα δὲ μύλας ἀδίκων, ἐκ μέσου τῶν ὀδόντων αὐτῶν ἅρπαγμα ἐξήρπασα.

Ιώβ. 29,17                Συνέτριψα τας ισχυράς σιαγόνας των αδίκων και από τα δόντια των ήρπασα, όσα εκείνοι είχαν αρπάσει αδικούντες τους άλλους.

Ιώβ. 29,18         εἶπα δέ· ἡ ἡλικία μου γηράσει ὥσπερ στέλεχος φοίνικος, πολὺν χρόνον βιώσω·

Ιώβ. 29,18                Κατά τας ευτυχισμένας δε εκείνας ημέρας είπα· Η ηλικία μου θα προχωρήση εις γήρας ωσάν τον κορμόν της χουρμαδιάς, θα ζήσω επί πολύν χρόνον ήρεμος και ειρηνικός.

Ιώβ. 29,19         ἡ ῥίζα διήνοικται ἐπὶ ὕδατος, καὶ δρόσος αὐλισθήσεται ἐν τῷ θερισμῷ μου·

Ιώβ. 29,19                Η ρίζα του δένδρου της ζωής μου είναι υγιής, καλοθρεμμένη και ισχυρά μέσα στο ύδωρ, και δρόσος θα υπάρχη κατά τους θερμούς μήνας του θερισμού των σιτηρών.

Ιώβ. 29,20         ἡ δόξα μου κενὴ μετ᾿ ἐμοῦ, καὶ τὸ τόξον μου ἐν χειρὶ αὐτοῦ πορεύεται.

Ιώβ. 29,20               Η δόξα μου δεν θα μειώνεται, αλλά θα ανανεώνεται και θα αυξάνη πάντοτε. Και το τόξον μου δια της χειρός του προστατεύοντός με Θεού θα επιτυγχάνη πάντοτε τον στόχον του.

Ιώβ. 29,21         ἐμοῦ ἀκούσαντες προσέσχον, ἐσιώπησαν δὲ ἐπὶ τῇ ἐμῇ βουλῇ·

Ιώβ. 29,21                Οταν με ήκουαν να ομιλώ, επρόσεχαν τους λόγους μου. Εσιωπούσαν δέ, όταν εξέφερα τας σκέψεις μου και την απόφασίν μου.

Ιώβ. 29,22         ἐπὶ τῷ ἐμῷ ῥήματι οὐ προσέθεντο, περιχαρεῖς δὲ ἐγίνοντο ὁπόταν αὐτοῖς ἐλάλουν·

Ιώβ. 29,22               Εις όσα εγώ ελεγα, δεν είχαν τίποτε να προσθέσουν εκείνοι. Εγέμιζαν δε από χαράν, όταν ωμιλούσα προς αυτούς προσωπικώς.

Ιώβ. 29,23         ὥσπερ γῆ διψῶσα προσδεχομένη τὸν ὑετόν, οὕτως οὗτοι τὴν ἐμὴν λαλιάν.

Ιώβ. 29,23               Ωσάν την γην, η οποία λόγω ξηρασίας διψά και περιμένει την ζωογόνον βροχήν, ετσι και εκείνοι επερίμεναν και ήκουαν την ομιλίαν μου.

Ιώβ. 29,24         ἐὰν γελάσω πρὸς αὐτούς, οὐ μὴ πιστεύσωσι, καὶ φῶς τοῦ προσώπου μου οὐκ ἀπέπιπτεν·

Ιώβ. 29,24               Οταν εμειδιούσα προς αυτούς και εγελούσα, δεν το επίστευαν, διότι δεν εθεωρούσαν τους εαυτούς των αξίους τέτοιας τιμής. Η αγαθότης δε και η ευμενεία του προσώπου μου δεν έπιπτε ποτέ στο κενόν, αλλά τας εδέχοντό με μεγάλην ευχαρίστησιν.

Ιώβ. 29,25         ἐξελεξάμην ὁδὸν αὐτῶν καὶ ἐκάθισα ἄρχων καὶ κατεσκήνουν ὡσεὶ βασιλεὺς ἐν μονοζώνοις ὃν τρόπον παθεινοὺς παρακαλῶν.

Ιώβ. 29,25               Εξέλεξα και εταύτισα τον δρόμον της ζωής μου με την ζωήν των, εκάθισα μεταξύ των ωσάν άρχων. Κατεσκήνωσα και παρέμεινα ανάμεσα των βασιλεύς περιστοιχιζόμενος και φρουρούμενος από τους ελαφρώς ωπλισμένους στρατιώτας του. Εκάθησα, όπως κάθεται κανείς και παρηγορεί τους πάσχοντας και θλιβομένους.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 30- Ο ΙΩΒ ΘΡΗΝΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΩΡΙΝΗ ΤΟΥ ΑΘΛΙΟΤΗΤΑ

                                    Ο Ιώβ θρηνεί για την τωρινή του αθλιότητα

Ιώβ. 30,1           Νυνὶ δὲ κατεγέλασάν μου ἐλάχιστοι, νῦν νουθετοῦσί με ἐν μέρει ὧν ἐξουδένουν τοὺς πατέρας αὐτῶν, οὓς οὐχ ἡγησάμην ἀξίους κυνῶν τῶν ἐμῶν νομάδων.

Ιώβ. 30,1                   Τωρα όμως με περιγελούν και οι νέοι ακόμη, άνθρωποι χωρίς κοινωνικήν αξίαν. Με νουθετούν εν τινί μέτρω εκείνοι, τους πατέρας των οποίων εγώ καταφρονούσα και δεν τους εθεωρούσα αξίους να συγκρίνω ούτε με τους κύνας των ποιμνίων μου.

Ιώβ. 30,2           καί γε ἰσχὺς χειρῶν αὐτῶν ἱνατί μοι; ἐπ᾿ αὐτοὺς ἀπώλετο συντέλεια.

Ιώβ. 30,2                  Και πράγματι, εις τι θα μου ήτο χρήσιμος η δύναμις των χειρών των; Εις τίποτε. Διότι είχε χαθή και δεν υπήρχε πλέον εις αυτούς η σύνεσις και η δύναμις εις επιτέλεσιν και ολοκλήρωσιν καλού έργου.

Ιώβ. 30,3           ἐν ἐνδείᾳ καὶ λιμῷ ἄγονος· οἱ φεύγοντες ἄνυδρον ἐχθὲς συνοχὴν καὶ ταλαιπωρίαν,

Ιώβ. 30,3                  Ξηροί και άγονοι κατήντησαν, λόγω της πτωχείας και της πείνης των. Αυτοί έφυγαν προς χώραν προ πολλού καιρού άνυδρον και ξηράν και συνήντησαν εις αυτήν στενοχωρίαν και ταλαιπωρίαν·

Ιώβ. 30,4           οἱ περικυκλοῦντες ἅλιμα ἐπὶ ἠχοῦντι, οἵτινες ἅλιμα ἦν αὐτῶν τὰ σῖτα, ἄτιμοι δὲ καὶ πεφαυλισμένοι, ἐνδεεῖς παντὸς ἀγαθοῦ, οἳ καὶ ῥίζας ξύλων ἐμασσῶντο ὑπὸ λιμοῦ μεγάλου.

Ιώβ. 30,4                  οι περιπλανώμενοι εις αλμυρούς παραλίους τόπους, όπου βοΐζουν τα κύματα της θαλάσσης και οι οποίοι ως μόνην των τροφήν είχαν τα αλμυρά εκεί χόρτα. Ασημοι δε και εξευτελισμένοι και εις αγρίαν κατάστασιν, στερούμενοι κάθε αγαθόν, και οι οποίοι ένεκα της μεγάλης πείνης των εμασσούσαν και αυτάς ακόμη τας ρίζας των δένδρων·

Ιώβ. 30,5           ἐπανέστησάν μοι κλέπται,

Ιώβ. 30,5                  αυτοί επανεστάτησαν εναντίον μου, δια να με κλέπτουν.

Ιώβ. 30,6           ὧν οἱ οἶκοι αὐτῶν ἦσαν τρῶγλαι πετρῶν,

Ιώβ. 30,6                  Αυτοί των οποίων τα σπίτια ήσαν τρώγλαι εις τα σπήλαια των βράχων.

Ιώβ. 30,7           ἀνὰ μέσον εὐήχων βοήσονται· οἳ ὑπὸ φρύγανα ἄγρια διῃτῶντο,

Ιώβ. 30,7                  Ανάμεσα στους αντηχούντας βράχους εφώναζαν ο ένας τον άλλον. Κατω από ξηρούς αγρίους θάμνους χώνονται και κατοικούν.

Ιώβ. 30,8           ἀφρόνων υἱοὶ καὶ ἀτίμων, ὄνομα καὶ κλέος ἐσβεσμένον ἀπὸ γῆς.

Ιώβ. 30,8                  Είναι παιδιά ανθρώπων, που δεν έχουν φρόνησιν και δεν απολαμβάνουν τιμήν· με σβησμένον εντελώς το όνομα και την δόξαν των από την γην.

Ιώβ. 30,9           νυνὶ δὲ κιθάρα ἐγώ εἰμι αὐτῶν, καὶ ἐμὲ θρύλλημα ἔχουσιν·

Ιώβ. 30,9                  Τωρα όμως εγώ έγινα κιθάρα, με την οποίαν παίζουν και διασκεδάζουν. Με έχουν ως διασκεδαστικόν μολόγημα εις τας συζητήσεις των.

Ιώβ. 30,10         ἐβδελύξαντο δέ με ἀποστάντες μακρὰν ἀπὸ δὲ τοῦ προσώπου μου οὐκ ἐφείσαντο πτύελον.

Ιώβ. 30,10                Με εσιχάθησαν και απεμακρύνθησαν από εμένα. Δεν εδίστασαν δε να με πτύσουν κατά πρόσωπον με το σάλιο των εις έκφρασιν της καταφρονήσεώς των.

Ιώβ. 30,11         ἀνοίξας γὰρ φαρέτραν αὐτοῦ ἐκάκωσέ με, καὶ χαλινὸν τοῦ προσώπου μου ἐξαπέστειλαν.

Ιώβ. 30,11                 Ολα δε αυτά, διότι ο Θεός ήνοιξε την φαρέτραν του, που περιείχε ταλαιπωρίας και πόνους δι' εμέ, και με εβασάνισε. Αυτοί δε οι άνθρωποι απέβαλαν κάθε χαλινόν και έγιναν θρασείς εναντίον μου.

Ιώβ. 30,12         ἐπὶ δεξιῶν βλαστοῦ ἐξανέστησαν, πόδα αὐτῶν ἐξέτειναν καὶ ὡδοποίησαν ἐπ᾿ ἐμὲ τρίβους ἀπωλείας αὐτῶν.

Ιώβ. 30,12                Ιστανται αυτοί οι ευτελείς πλαγίως από εμέ εις τα δεξιά, απλώνουν τα πόδια των, δια να σκοντάψω, και με ωθούν προς δρόμους ολέθρου και καταστροφής.

Ιώβ. 30,13         ἐξετρίβησαν τρίβοι μου, ἐξέδυσαν γάρ μου τὴν στολήν· βέλεσιν αὐτοῦ κατηκόντισέ με,

Ιώβ. 30,13                Κατεστράφησαν οι δρόμοι μου, από τους οποίους θα ημπορούσα να διαφύγω τον όλεθρον. Διότι αυτοί με απεγύμνωσαν από τα αρχοντικά μου ενδύματα και από την δύναμίν μου. Ο δε Θεός με ηκόντισε και με επληγωσε με τα βέλη του.

Ιώβ. 30,14         κέχρηται δέ μοι ὡς βούλεται, ἐν ὀδύναις πέφυρμαι.

Ιώβ. 30,14                Με εχρησιμοποίησεν, όπως αυτός ηθέλησεν, ώστε να είμαι ζυμωμένος με τας οδύνας και τας ταλαιπωρίας.

Ιώβ. 30,15         ἐπιστρέφονταί μου αἱ ὀδύναι, ᾤχετό μου ἡ ἐλπὶς ὥσπερ πνεῦμα καὶ ὥσπερ νέφος ἡ σωτηρία μου.

Ιώβ. 30,15                Οι πόνοι μου διαρκώς επανέρχονται και εφορμούν εναντίον μου. Εχει χαθή κάθε ελπίς σωτηρίας, ωσάν τον άνεμον ο οποίος έρχεται και φεύγει. Η σωτηρία μου εχάθη ωσάν το παροδικόν νέφος.

Ιώβ. 30,16         καὶ νῦν ἐπ᾿ ἐμὲ ἐκχυθήσεται ἡ ψυχή μου, ἔχουσι δέ με ἡμέραι ὀδυνῶν·

Ιώβ. 30,16                Και τώρα έχει πλέον ατονήσει η ψυχή μου, ώστε υπάρχει φόβος να χυθή προς τα έξω και να σβήση. Ημέραι δε δυστυχίας και οδύνης με έχουν στενώς περικυκλώσει.

Ιώβ. 30,17         νυκτί δέ μου τὰ ὀστᾶ συγκέχυται, τὰ δὲ νεῦρά μου διαλέλυται.

Ιώβ. 30,17                Κατά την νύκτα τα κόκκαλά μου, εξ αιτίας των πόνων, φαίνονται ότι έχουν εξαρθρωθή και ανακατεύονται τα νευρά μου από την πολλήν εξάντλησιν, σαν να έχουν διαλυθή.

Ιώβ. 30,18         ἐν πολλῇ ἰσχύϊ ἐπελάβετό μου τῆς στολῆς, ὥσπερ τὸ περιστόμιον τοῦ χιτῶνός μου περιέσχε με.

Ιώβ. 30,18                Ενεκα της δριμύτητος και της εκτάσεως της ασθενείας μου, το ένδυμά μου με έχει ισχυρώς περισφίξει. Κολλά επάνω στο πληγωμένο σώμα μου και με σφίγγει, όπως το περιλαίμιον του χιτώνος μου.

Ιώβ. 30,19         ἥγησαι δέ με ἴσα πηλῷ, ἐν γῇ καὶ σποδῷ μου ἡ μερίς·

Ιώβ. 30,19                Ω Κυριε, με την ασθένειαν αυτήν με έφερες εις τέτοιαν θέσιν, ώστε να φαίνωμαι σαν λάσπη. Το χώμα και η στάχτη είναι ο τόπος μου.

Ιώβ. 30,20         κέκραγα δὲ πρός σε καὶ οὐκ ἀκούεις μου, ἔστησαν δὲ καὶ κατενόησάν με·

Ιώβ. 30,20               Εφώναξα και φωνάζω, Κυριε, προς σέ. Δεν με ήκουσες και ούτε με ακούεις. Οι εχθροί μου εστάθησαν και κατενόησαν την καταφρόνησίν σου προς εμέ.

Ιώβ. 30,21         ἐπέβης δέ μοι ἀνελεημόνως, χειρὶ κραταιᾷ με ἐμαστίγωσας·

Ιώβ. 30,21                Επέπεσες επάνω μου ασπλάγχνως, και με χείρα δυνατήν με εμαστίγωσας.

Ιώβ. 30,22         ἔταξας δέ με ἐν ὀδύναις, καὶ ἀπέῤῥιψάς με ἀπὸ σωτηρίας.

Ιώβ. 30,22               Με κατέταξες και με άφησες να ζω εν μέσω αδιηγήτων βασάνων. Με επεταξες μακρυά από την σωτηρίαν.

Ιώβ. 30,23         οἶδα γὰρ ὅτι θάνατός με ἐκτρίψει, οἰκία γὰρ παντὶ θνητῷ γῆ.

Ιώβ. 30,23                Γνωρίζω, βέβαια, ότι ο θάνατος θα με κατασυντρίψη και θα με αφανίση. Διότι οριστική κατοικία δια κάθε άνθρωπον είναι η γη με τους τάφους της.

Ιώβ. 30,24         εἰ γὰρ ὄφελον δυναίμην ἐμαυτὸν χειρώσασθαι, ἢ δεηθείς γε ἑτέρου, καὶ ποιήσει μοι τοῦτο.

Ιώβ. 30,24               Μηπως, τάχα, έτσι που κατήντησα, πρέπει με τα ίδια μου τα χέρια να θέσω τέρμα εις την ζωήν μου, η να παρακαλέσω κάποιον άλλον να με θανατώση;

Ιώβ. 30,25         ἐγὼ δὲ ἐπὶ παντὶ ἀδυνάτῳ ἔκλαυσα, ἐστέναξα ἰδὼν ἄνδρα ἐν ἀνάγκαις.

Ιώβ. 30,25                Εγώ δέ, ο οποίος ασπλάγχνως σήμερα έχω εγκαταλειφθή από όλους, όταν έβλεπα βασανιζόμενον αδύνατον άνθρωπον, έκλαια και εστέναζα δια την δυστυχίαν του.

Ιώβ. 30,26         ἐγὼ δὲ ἐπέχων ἀγαθοῖς, ἰδοὺ συνήντησάν μοι μᾶλλον ἡμέραι κακῶν.

Ιώβ. 30,26               Εν λοιπόν εγώ, ως εκ της αγαθότητάς μου και της συμπαραστάσεως προς τους άλλους, επερίμενα ως αμοιβήν μου αγαθά, απροσδοκήτως είδα να έρχωνται εναντίον μου ημέραι συμφορών.

Ιώβ. 30,27         ἡ κοιλία μου ἐξέζεσε καὶ οὐ σιωπήσεται, προέφθασάν με ἡμέραι πτωχείας.

Ιώβ. 30,27                Η κοιλία μου βράζει και δεν θα σταματήση τον βρασμόν και την φλεγμονήν της. Με κατέλαβαν ημέραι στερήσεως και δυστυχίας.

Ιώβ. 30,28         στένων πεπόρευμαι ἄνευ φιμοῦ, ἕστηκα δὲ ἐν ἐκκλησίᾳ κεκραγώς.

Ιώβ. 30,28               Στενάζω, περιπατώ, πηγαίνω έδω και εκεί χωρίς φίμωτρον στο στόμα μου, δια να εμποδίζη τους στεναγμούς μου. Πηγαίνω εις τας συνάξστου λαού, φωνάζω δυνατά και ζητώ βοήθειαν.

Ιώβ. 30,29         ἀδελφὸς γέγονα σειρήνων, ἑταῖρος δὲ στρουθῶν.

Ιώβ. 30,29               Εγινα αδελφός νυκτοβίων ωρυομένων ζώων. Συντροφος στρουθοκαμήλων, που εκβάλλουν αγρίας κραυγάς.

Ιώβ. 30,30         τὸ δὲ δέρμα μου ἐσκότωται μεγάλως, τὰ δὲ ὀστᾶ μου ἀπὸ καύματος.

Ιώβ. 30,30                Το δέρμα μου έχει μαυρίσει από τας πληγάς και τα αίματα. Τα δε κόκκαλά μου εκάησαν από τον πυρετόν της ασθενείας μου.

Ιώβ. 30,31         ἀπέβη δὲ εἰς πένθος μου ἡ κιθάρα, ὁ δὲ ψαλμός μου εἰς κλαυθμὸν ἐμοί.

Ιώβ. 30,31                Η κιθάρα έγινε δι' εμέ όργανον, που παίζονται πένθιμα μοιρολόγια. Το τραγούδι μου θρήνος και κλαυθμός μου.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 31- Ο ΙΩΒ ΔΙΑΚΗΡΥΣΣΕΙ ΤΗΝ ΑΘΩΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΑΠΑΡΙΘΜΕΙ ΤΑ ΚΑΛΑ ΤΟΥ ΕΡΓΑ

                                     Ο Ιώβ διακηρύσσει την αθωότητά του και απαριθμεί τα καλά του έργα

Ιώβ. 31,1           Διαθήκην ἐθέμην τοῖς ὀφθαλμοῖς μου καὶ οὐ συνήσω ἐπὶ παρθένον.

Ιώβ. 31,1                   Συμβόλαιον έκαμα και νόμον έθεσα εις τα μάτια μου, ώστε ποτέ να μη παρατηρώ με πονηράν επιθυμίαν τας παρθένους.

Ιώβ. 31,2           καὶ τί ἐμέρισεν ὁ Θεὸς ἄνωθεν καὶ κληρονομία ἱκανοῦ ἐξ ὑψίστων;

Ιώβ. 31,2                   Τι εξεχώρισεν ως μερίδιον ο Θεός από τον ουρανόν και ποία η κληροδοσία προς τους αμαρτωλούς εκ μέρους του δυνατού Κυρίου, που κατοικεί εν υψίστοις;

Ιώβ. 31,3           οὐχὶ ἀπώλεια τῷ ἀδίκῳ καὶ ἀπαλλοτρίωσις τοῖς ποιοῦσιν ἀνομίαν;

Ιώβ. 31,3                   Καταστροφή και όλεθρος δεν επιφυλάσσεται στους αμαρτωλούς αυτούς και αποξένωσις από τον Θεόν στους διαπράττοντας παρανόμους πράξεις;

Ιώβ. 31,4           οὐχὶ αὐτὸς ὄψεται ὁδόν μου καὶ πάντα τὰ διαβήματά μου ἐξαριθμήσεται;

Ιώβ. 31,4                   Αυτός όμως ο δίκαιος μισθαποδότης, ο Κυριος, δεν θα ίδη τους δρόμους της ζωής μου, την καλήν συμπεριφοράν μου, και δεν θα λογαριάση τα διαβήματά μου;

Ιώβ. 31,5           εἰ δὲ ἤμην πεπορευμένος μετὰ γελοιαστῶν, εἰ δὲ καὶ ἐσπούδασεν ὁ πούς μου εἰς δόλον·

Ιώβ. 31,5                   Εάν εγώ επορεύθην και συνεταυτίσθην με ασώτους και με αγύρτας, εάν τα βήματά μου επάτησαν ποτέ εις δολίους δρόμους

Ιώβ. 31,6           ἕσταμαι γὰρ ἐν ζυγῷ δικαίῳ, οἶδε δὲ ὁ Κύριος τὴν ἀκακίαν μου.

Ιώβ. 31,6                   -ο ζυγός μου ήτο πάντοτε δίκαιος και γνωρίζει ο Κυριος την αθωότητά μου.

Ιώβ. 31,7           εἰ ἐξέκλινεν ὁ πούς μου ἐκ τῆς ὁδοῦ, εἰ δὲ καὶ τῷ ὀφθαλμῷ ἐπηκολούθησεν ἡ καρδία μου, εἰ δὲ καὶ ταῖς χερσί μου ἡψάμην δώρων,

Ιώβ. 31,7                   Εάν οι πόδες μου παρεξέκλιναν από την θείαν οδόν, εάν η καρδία μου ηκολούθησε και έπραξε σύμφωνα με όσα πονηρά δύναται να ίδη ο οφθαλμός μου, εάν και με τα χέρια μου απλώς και μόνον έθιξα δώρα, δια να δείξω προσωποληψίαν κατά την απονομήν της δικαιοσύνης,

Ιώβ. 31,8           σπείραιμι ἄρα καὶ ἄλλοι φάγοισαν, ἄῤῥιζος δὲ γενοίμην ἐπὶ γῆς.

Ιώβ. 31,8                   είθε εγώ μεν να σπείρω πάντοτε, άλλοι δε να τρώγουν όσα εγώ έχω σπείρει. Είθε να μη ριζώσω ποτέ εις την γην.

Ιώβ. 31,9           εἰ ἐξηκολούθησεν ἡ καρδία μου γυναικὶ ἀνδρὸς ἑτέρου, εἰ καὶ ἐγκάθετος ἐγενόμην ἐπὶ θύραις αὐτῆς,

Ιώβ. 31,9                   Εάν εδελεάσθη και ειλκύσθη η καρδία μου από την γυναίκα ξένου ανδρός, εάν εις κατάλληλον θέσιν τοποθετημένος παρεμόνευσα εις τας θύρας της ζητών να εύρω ευκαιρίαν να εισέλθω στο σπίτι της,

Ιώβ. 31,10         ἀρέσαι ἄρα καὶ ἡ γυνή μου ἑτέρῳ, τὰ δὲ νήπιά μου ταπεινωθείη·

Ιώβ. 31,10                 τότε ας αρέση και ας ελκυσθή η γυναίκα μου εις άλλον άνδρα, ώστε να πάθω και εγώ τα ιδία και τα μικρά μου τα παιδιά να εξευτελισθούν με την διαγωγήν αυτήν της μητρός των.

Ιώβ. 31,11         θυμὸς γὰρ ὀργῆς ἀκατάσχετος τὸ μιᾶναι ἀνδρὸς γυναῖκα·

Ιώβ. 31,11                  Τα λέγω αυτά, διότι ασυγκράτητος επέρχεται από τον Θεόν η οργή, όταν κανείς μολύνη την γυναίκα ξένου ανδρός.

Ιώβ. 31,12         πῦρ γάρ ἐστι καιόμενον ἐπὶ πάντων τῶν μερῶν, οὗ δ᾿ ἂν ἐπέλθῃ ἐκ ῥιζῶν ἀπώλεσεν.

Ιώβ. 31,12                 Το αμαρτημα τούτο είναι άσβεστη φωτιά, που κατακαίει επάνω εις όλα τα μέρη· που δε θα επιπέση, εξολοθρεύει εκ θεμελίων.

Ιώβ. 31,13         εἰ δὲ καὶ ἐφαύλισα κρίμα θεράποντός μου ἢ θεραπαίνης, κρινομένων αὐτῶν πρός με,

Ιώβ. 31,13                 Εάν δε κατεφρόνησα και κατεπάτησα το δίκαιον των υπηρετών η υπηρετριών μου, όταν είχον διαφοράς μαζή μου,

Ιώβ. 31,14         τί γὰρ ποιήσω, ἐὰν ἔτασίν μου ποιῆται ὁ Κύριος; ἐὰν δὲ καὶ ἐπισκοπήν, τίνα ἀπόκρισιν ποιήσομαι;

Ιώβ. 31,14                 τότε τι θα κάμω εγώ, όταν ο Κυριος με δικάση; Οταν με επισκεφθή, δια να με κρίνη, ποίαν απόκρισιν και απολογίαν έχω να δώσω;

Ιώβ. 31,15         πότερον οὐχ ὡς καὶ ἐγὼ ἐγενόμην ἐν γαστρί, καὶ ἐκεῖνοι γεγόνασι; γεγόναμεν δὲ ἐν τῇ αὐτῇ κοιλίᾳ.

Ιώβ. 31,15                 Τι λοιπόν; Δεν έλαβα και εγώ ύπαρξιν εις την κοιλίαν της μητρός μου, όπως και εκείνοι; Εχομεν λάβει ύπαρξιν εις την αυτήν κοιλίαν και εγεννήθημεν κατά τον ίδιον τρόπον.

Ιώβ. 31,16         ἀδύνατοι δὲ χρείαν, ἥν ποτε εἶχον, οὐκ ἀπέτυχον, χήρας δὲ τὸν ὀφθαλμὸν οὐκ ἐξέτηξα.

Ιώβ. 31,16                 Αδύνατοι δε και πτωχοί άνθρωποι, όταν ευρέθησαν εις κάποιαν ανάγκην, δεν εστερήθησαν από την βοήθειάν μου. Τους οφθαλμούς της χήρας δεν τους αφήκα να μαραθούν και να λυώσουν, όταν ικετευτικοί απηυθύνοντο προς εμέ.

Ιώβ. 31,17         εἰ δὲ καὶ τὸν ψωμόν μου ἔφαγον μόνος καὶ οὐχὶ ὀρφανῷ μετέδωκα·

Ιώβ. 31,17                 Εάν έφαγα το ψωμί μόνος μου και δεν έδωκα από αυτό στο ορφανόν, ας με τιμωρήση ο Θεός.

Ιώβ. 31,18         ὅτι ἐκ νεότητός μου ἐξέτρεφον ὡς πατήρ, καὶ ἐκ γαστρὸς μητρός μου ὡδήγησα·

Ιώβ. 31,18                 Διότι από την νεαράν μου ακόμη ηλικίαν έτρεφα τον πεινώντα και το ορφανόν, ωσάν πατήρ. Και εκ γενετής έχων την αγαθήν διάθεσιν ωδηγούσα αυτούς.

Ιώβ. 31,19         εἰ δὲ καὶ ὑπερεῖδον γυμνὸν ἀπολλύμενον καὶ οὐκ ἠμφίασα αὐτόν,

Ιώβ. 31,19                 Εάν δε και εγύρισα αλλού τα μάτια μου, δια να μη ίδω κάποιον γυμνόν, ο οποίος λόγω της γυμνότητός του εκινδύνευε να αποθάνη, και δεν τον ενεδυσα,

Ιώβ. 31,20         ἀδύνατοι δὲ εἰ μὴ εὐλόγησάν με, ἀπὸ δὲ κουρᾶς ἀμνῶν μου ἐθερμάνθησαν οἱ ὦμοι αὐτῶν·

Ιώβ. 31,20                αδύνατοι δε και πτωχοί εάν δεν με ηυλόγησαν, διότι δεν τους εβοήθησα, και δεν εθερμάνθησαν οι ώμοι των από τα ενδύματα που υφάνθησαν από την κουράν των προβάτων μου,

Ιώβ. 31,21         εἰ ἐπῇρα ὀρφανῷ χεῖρα, πεποιθὼς ὅτι πολλή μοι βοήθεια περίεστιν,

Ιώβ. 31,21                 εάν εσήκωσα απειλητικήν και αρπακτικήν την χείρα μου εναντίον του ορφανού, διότι είχα την πεποίθησιν ότι πολλή προσωποληπτική βοήθεια εκ μέρους των κριτών θα μου παρείχετο, εάν εδικαζόμην, εάν εις όλα αυτά είμαι ένοχος,

Ιώβ. 31,22         ἀποσταίη ἄρα ὁ ὦμός μου ἀπὸ τῆς κλειδός, ὁ δὲ βραχίων μου ἀπὸ τοῦ ἀγκῶνος συντριβείη.

Ιώβ. 31,22                είθε να εξαρθρωθή ο ώμος μου από τα κόκκαλα της κλειδός, να συντριβή δε από τον αγκώνα ο βροχίων μου.

Ιώβ. 31,23         φόβος γὰρ Κυρίου συνέσχε με, ἀπὸ τοῦ λήμματος αὐτοῦ οὐχ ὑποίσω.

Ιώβ. 31,23                Δεν διέπραξα τοιαύτας παρανομίας, διότι ο φόβος του Κυρίου με συγκρατούσε πάντοτε και διότι δεν ημπορούσα να υποφέρω την καταδικαστικήν απόφασιν του Θεού.

Ιώβ. 31,24         εἰ ἔταξα χρυσίον εἰς χοῦν μου, εἰ δὲ καὶ λίθῳ πολυτελεῖ ἐπεποίθησα,

Ιώβ. 31,24                Ποτέ δεν έκρυψα εις αποθησαυρισμόν και ασφάλειαν έντος της γης το χρυσίον, ποτέ δεν εστήριξα την ελπίδα μου στους πολυτίμους λίθους.

Ιώβ. 31,25         εἰ δὲ καὶ εὐφράνθην πολλοῦ πλούτου μοι γενομένου, εἰ δὲ καὶ ἐπ᾿ ἀναριθμήτοις ἐθέμην χεῖρά μου·

Ιώβ. 31,25                Ποτέ δεν εδοκίμασα υλοφρονα χαράν και αγαλλίασιν δια τον πλούτον, τον οποίον απέκτησα, ποτέ δεν άπλωσα το χέρι μου εις απόκτησιν αναρίθμητου πλούτου.

Ιώβ. 31,26         ἦ οὐχ ὁρῶ μὲν ἥλιον τὸν ἐπιφαύσκοντα ἐκλείποντα, σελήνην δὲ φθίνουσαν; οὐ γὰρ ἐπ᾿ αὐτοῖς ἐστιν.

Ιώβ. 31,26                Η δεν βλέπω και εγώ τον ήλιον να ανατέλλη λαμπρώς και να δύη με τόσην μεγαλοπρέπειαν, την δε σελήνην όλονέν να φθίνη, μέχρις ότου παρουσιασθή νέα; Ούτε και εις αυτά τα ουράνια σώματα δεν αξίζει να στηρίζεται κανείς.

Ιώβ. 31,27         καὶ εἰ ἠπατήθη λάθρᾳ ἡ καρδία μου, εἰ δὲ χεῖρά μου ἐπιθεὶς ἐπὶ στόματί μου ἐφίλησα,

Ιώβ. 31,27                Δεν επλανήθη, έστω και χωρίς να το θέλω, ποτέ η καρδία μου, ώστε αφού φέρω το χέρι μου στο στόμα μου και το φιλήσω να αποστείλω έτσι προς αυτά λατρευτικόν φίλημα ως προς θεούς.

Ιώβ. 31,28         καὶ τοῦτό μοι ἄρα ἀνομία ἡ μεγίστη λογισθείη, ὅτι ἐψευσάμην ἐναντίον Κυρίου τοῦ Ὑψίστου.

Ιώβ. 31,28                Εάν κάτι τέτοιο ποε έπραξα, ας μου καταλογισθή ενώπιον του Κυρίου ως η πλέον μεγάλη παράβασις του θείου νόμου· διότι εψεύσθην ενώπιον Κυρίου του Υψίστου και ηρνήθην αυτόν λατρεύσας είδωλα.

Ιώβ. 31,29         εἰ δὲ καὶ ἐπιχαρὴς ἐγενόμην πτώματι ἐχθρῶν μου καὶ εἶπεν ἡ καρδία μου· εὖγε,

Ιώβ. 31,29                Ακόμη δε εάν εδοκίμασα χαιρεκακίαν δια την πτώσιν και συντριβήν των εχθρών μου και είπεν η καρδία μου, “εύγε, εύγε, καλά να πάθη”,

Ιώβ. 31,30         ἀκούσαι ἄρα τὸ οὖς μου τὴν κατάραν μου, θρυλληθείην δὲ ἄρα ὑπὸ λαοῦ μου κακούμενος.

Ιώβ. 31,30                ας ακούση το αυτί μου την ίδια κατάρα, που έκαμα δια τον εχθρόν μου, και ας με εύρουν τόσα κακά, ώστε η δυστυχία μου να γίνη θρύλος και μολόγημα μεταξύ του λαού μου.

Ιώβ. 31,31         εἰ δὲ καὶ πολλάκις εἶπον αἱ θεράπαιναί μου· τίς ἂν δῴη ἡμῖν τῶν σαρκῶν αὐτοῦ πλησθῆναι; λίαν μου χρηστοῦ ὄντος·

Ιώβ. 31,31                 Μηπως, τάχα, αι υπηρετριαί μου είπαν και επανέλαβαν, ποιός τάχα θα μας δώση να χορτάσωμεν από το πλούσιον τραπέζι, που παραθέτει αυτός δια τον εαυτόν του; Δεν το είπαν, διότι εγώ ήμουνα πολύ καλός και ευεργετικός απέναντί των.

Ιώβ. 31,32         ἔξω δὲ οὐκ ηὐλίζετο ξένος, ἡ δὲ θύρα μου παντὶ ἐλθόντι ἀνέῳκτο.

Ιώβ. 31,32                Ποτέ δεν αφήκα ξένον να κοιμηθή έξω στο ύπαιθρον. Η θύρα του σπιτιού μου ήτο ανοικτή εις κάθε ερχόμενον.

Ιώβ. 31,33         εἰ δὲ καὶ ἁμαρτῶν ἀκουσίως ἔκρυψα τὴν ἁμαρτίαν μου,

Ιώβ. 31,33                 Εάν δε και μου έτυχε να αμαρτήσω, χωρίς να το θέλω, και έκρυψα την αμαρτίαν μου, ας με τιμωρήση ο Θεός.

Ιώβ. 31,34         οὐ γὰρ διετράπην πολυοχλίαν πλήθους τοῦ μὴ ἐξαγορεῦσαι ἐνώπιον αὐτῶν· εἰ δὲ καὶ εἴασα ἀδύνατον ἐξελθεῖν θύραν μου κόλπῳ κενῷ,

Ιώβ. 31,34                Ποτέ όμως δεν υπεστάλην και δεν εντράπηκα τον πολύν λαόν, ώστε να μη ομολογήσω ενώπιον αυτών το πταίσμα μου. Ποτέ δεν αφήκα κανένα πτωχόν να βγη από το σπίτι μου με αδειανά τα χέρια.

Ιώβ. 31,35         τίς δῴη ἀκούοντά μου; χεῖρα δὲ Κυρίου εἰ μὴ ἐδεδοίκειν, συγγραφὴν δέ, ἣν εἶχον κατά τινος,

Ιώβ. 31,35                 Ποιός θα μου δώση, τάχα, άνθρωπον να ακούση αυτά, που λέγω; Θα παρεκάλουν τον Θεόν να με ακούση, εάν δεν εφοβούμην την παντοδύναμον δεξιάν του. Εάν είχα εις τα χέρια μου γραμμάτιον οφειλής κάποιου προς εμέ,

Ιώβ. 31,36         ἐπ᾿ ὤμοις ἂν περιθέμενος στέφανον ἀνεγίνωσκον,

Ιώβ. 31,36                το περιέφερα στον ώμόν μου, το έβαζα ως στέφανον στο κεφάλι μου και το ανεγίνωσκον,

Ιώβ. 31,37         καὶ εἰ μὴ ῥήξας αὐτὴν ἀπέδωκα, οὐθὲν λαβὼν παρὰ χρεωφειλέτου·

Ιώβ. 31,37                 κατόπιν δε το έσχιζα και το έδιδα εις αυτόν, χωρίς να πάρω τίποτε, από όσα μου ώφειλε.

Ιώβ. 31,38         εἰ ἐπ᾿ ἐμοί ποτε ἡ γῆ ἐστέναξεν, εἰ δὲ καὶ οἱ αὔλακες αὐτῆς ἔκλαυσαν ὁμοθυμαδόν,

Ιώβ. 31,38                Εάν η γη και οι καλλιεργούντες αυτήν εστέναξαν εξ αιτίας εμού και των αδικιών μου, εάν τα αυλάκια με τα οποία εποτίζετο και εκείνοι που τα ήνοιγαν έκλαυσαν από συμφώνου, διότι, τάχα, τους αδικούσα,

Ιώβ. 31,39         εἰ δὲ καὶ τὴν ἰσχὺν αὐτῆς ἔφαγον μόνος ἄνευ τιμῆς, εἰ δὲ καὶ ψυχὴν κυρίου τῆς γῆς ἐκβαλὼν ἐλύπησα,

Ιώβ. 31,39                εάν εκράτησα δια τον εαυτόν μου και έφαγα μόνος μου τα διάφορα εισοδήματα της γης, και μάλιστα χωρίς να καταβάλλω τα ημερομίσθια στους εργάτας, εάν δε και ελύπησα οποιονδήποτε κάτοχον της γης εκδιώξας αυτόν από αυτήν, δια να την καταλάβω εγώ,

Ιώβ. 31,40         ἀντὶ πυροῦ ἄρα ἐξέλθοι μοι κνίδη, ἀντὶ δὲ κριθῆς βάτος. καὶ ἐπαύσατο Ἰὼβ ῥήμασιν.

Ιώβ. 31,40                είθε αντί του σίτου, που έσπειρα, να φυτρώσουν τσουκνίδες, αντί του κριθαριού να φυτρώσουν βάτοι”. Αυτά είπεν ο Ιώβ και έπαυσε να ομιλή.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10

11

12

13

14

15

16

17

18

19

20

21

22

23

24

25

26

27

28

29

30

31

32

33

34

35

36

37

38

39

40

41

42