ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΙΩΒ- ΚΕΦ. 15-21

 

 

Ο ΙΩΒ ΚΑΙ ΟΙ 3 ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ- Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΤΗΣ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15- Ο ΕΛΙΦΑΖ ΕΛΕΓΧΕΙ ΤΟΝ ΙΩΒ ΓΙΑ ΥΨΗΛΟΦΡΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΑΝΕΥΛΑΒΕΙΑ

                                     Ο Ελιφάζ ελέγχει τον Ιώβ για υψηλοφροσύνη και ανευλάβεια

Ιώβ. 15,1           Ὑπολαβὼν δὲ Ἐλιφὰζ ὁ Θαιμανίτης λέγει·

Ιώβ. 15,1                   Ελαβε τον λόγον ο Ελιφάζ ο θαιμανίτης και είπε·

Ιώβ. 15,2           πότερον σοφὸς ἀπόκρισιν δώσει συνέσεως πνεῦμα καὶ ἐνέπλησε πόνον γαστρὸς

Ιώβ. 15,2                   “λοιπόν, και ο σοφός άνθρωπος θα δώση κενήν και αερώδη απάντησιν, διότι έχει γεμίσει την καρδίαν του με παράπονα,

Ιώβ. 15,3           ἐλέγχων ἐν ῥήμασιν, οἷς οὐ δεῖ, καὶ ἐν λόγοις, οἷς οὐδὲν ὄφελος;

Ιώβ. 15,3                   ώστε να εκφράζεται με λόγια, τα οποία δεν έπρεπε ποτέ να χρησιμοποιή και εις τα οποία καμμία δεν υπάρχει ωφέλεια;

Ιώβ. 15,4           οὐ καὶ σὺ ἀπεποιήσω φόβον, συνετελέσω δὲ ῥήματα τοιαῦτα ἔναντι τοῦ Κυρίου;

Ιώβ. 15,4                   Και συ, λοιπόν, απεμάκρυνες από την καρδίαν σου τον φόβον του Θεού και εξεστόμισες αυτά τα λόγια ενώπιον του Κυρίου;

Ιώβ. 15,5           ἔνοχος εἶ ῥήμασι στόματός σου, οὐδὲ διέκρινας ῥήματα δυναστῶν.

Ιώβ. 15,5                   Είσαι ένοχος ενώπιον του Κυρίου δια τα λόγια, που διέφυγον από το στόμα σου, και δεν κατώρθωσες να διακρίνης, ότι τα λόγια αυτά είναι αλαζονικών και επηρμένων ανθρώπων, οι οποίοι ούτε τον Θεόν φοβούνται ούτε τους ανθρώπους εντρέπονται.

Ιώβ. 15,6           ἐλέγξαι σε τὸ σὸν στόμα καὶ μὴ ἐγώ, τὰ δὲ χείλη σου καταμαρτυρήσουσί σου·

Ιώβ. 15,6                   Τα ίδιά σου τα λόγια θα σε καταδικάσουν και όχι εγώ. Τα χείλη σου είναι μάρτυρες κατηγορίας εναντίον σου.

Ιώβ. 15,7           τί γάρ; μὴ πρῶτος ἀνθρώπων ἐγεννήθης; ἢ πρὸ θινῶν ἐπάγης;

Ιώβ. 15,7                   Τι λοιπόν; Μηπως συ εγεννήθης πρώτος από όλους τους ανθρώπους και τα γνωρίζεις όλα; Η μήπως, τυχόν, και έχεις δημιουργηθή, πριν ακόμη γίνουν τα όρη και οι λόφοι επί της γης, αρχαιότερος και από αυτόν τον Αδάμ;

Ιώβ. 15,8           ἦ σύνταγμα Κυρίου ἀκήκοας, ἢ συμβούλῳ σοι ἐχρήσατο ὁ Θεός, εἰς δὲ σὲ ἀφίκετο σοφία;

Ιώβ. 15,8                   Η μήπως έχης ακούσει το άρρητον υπό του Θεού συντεταγμένον σχέδιον; Μηπως σε μετεχειρίσθη ο Θεός ως σύμδουλόν του; Εις σε δε επήλθε και επλημμύρισεν η σοφία, ώστε να θεωρής τον εαυτόν σου σοφώτερον από όλους τους άλλους;

Ιώβ. 15,9           τί γὰρ οἶδας, ὃ οὐκ οἴδαμεν; ἢ τί συνίεις σύ, ὃ οὐ καὶ ἡμεῖς;

Ιώβ. 15,9                   Οχι βέβαια. Διότι τι περισσότερον γνωρίζεις συ, το οποίον ημείς δεν γνωρίζομεν; Η τι καταλαβαίνεις συ, το οποίον δεν ημπορούμεν και ημείς να εννοήσωμεν;

Ιώβ. 15,10         καί γε πρεσβύτης καί γε παλαιὸς ἐν ἡμῖν, βαρύτερος τοῦ πατρός σου ἡμέραις.

Ιώβ. 15,10                 Ακόμη δε υπάρχει μεταξύ μας γέρων, παλαιός εις τα έτη και τας ημέρας, με βαρύτερον φορτίον ετών επί της ράχεώς του και από αυτόν τον πατέρα σου.

Ιώβ. 15,11         ὀλίγα ὧν ἡμάρτηκας μεμαστίγωσαι, μεγάλως ὑπερβαλλόντως λελάληκας.

Ιώβ. 15,11                  Εχεις μαστιγωθή και τιμωρηθή από τον Θεόν ολιγώτερον, από όσον έχεις αμαρτήσει ενώπιόν του. Μεγάλα και αυθάδη λόγια είπες και δεν συναισθάνεσαι το πλήθος των αμαρτιών σου.

Ιώβ. 15,12         τί ἐτόλμησεν ἡ καρδία σου, ἢ τί ὑπήνεγκαν οἱ ὀφθαλμοί σου;

Ιώβ. 15,12                 Τι ετόλμησεν η καρδία σου να εκστομιση ενώπιον του Θεού; Πως ετόλμησες και ύψωσες εγωιστϊκούς και αυθάδστους οφθαλμούς σου προς τον Θεόν;

Ιώβ. 15,13         ὅτι θυμὸν ἔῤῥηξας ἔναντι Κυρίου, ἐξήγαγες δὲ ἐκ στόματος ῥήματα τοιαῦτα.

Ιώβ. 15,13                 Διατί εξερράγης εις θυμόν ενώπιον του Κυρίου, έβγαλες δε από το στόμα σου λόγους τέτοιους απρεπείς κατά της δικαιοσύνης και αγαθότητος του Θεού;

Ιώβ. 15,14         τίς γὰρ ὢν βροτός, ὅτι ἔσται ἄμεμπτος, ἢ ὡς ἐσόμενος δίκαιος γεννητὸς γυναικός;

Ιώβ. 15,14                 Ημάρτησες βαρέως ενώπιον του Θεού, διότι ποιός άνθρωπος, ενώ είναι θνητός, ημπορεί να καυχηθή ότι θα είναι άμεμπτος και καθαρός; Ποιός που εγεννήθη από γυναίκα, ημπορεί να ισχυρισθή ότι είναι δίκαιος;

Ιώβ. 15,15         εἰ κατὰ ἁγίων οὐ πιστεύει, οὐρανὸς δὲ οὐ καθαρὸς ἐναντίον αὐτοῦ;

Ιώβ. 15,15                 Εάν ο Θεός δεν μένει απόλυτα ικανοποιημένος από την αρετήν αγίων αγγέλων και δεν τους εμπιστεύεται πλήρως, εάν ο ουρανός, όπου κατοικούν οι άγγελοι, δεν είναι πλήρως καθαρός εν συγκρίσει προς την άπειρον αγιότητα του Θεού,

Ιώβ. 15,16         ἔα δὲ ἐβδελυγμένος καὶ ἀκάθαρτος ἀνήρ, πίνων ἀδικίας ἴσα ποτῷ·

Ιώβ. 15,16                 πόσω μάλλον σιχαμερός και ακάθαρτος είναι ο άνθρωπος, ο οποίος ρουφά καθημερινώς την αμαρτίαν σαν το νερό;

Ιώβ. 15,17         ἀναγγελῶ δέ σοι, ἄκουέ μου· ἃ δὴ ἑώρακα, ἀναγγελῶ σοι,

Ιώβ. 15,17                 Θα σου διηγηθώ κάτι και άκουσέ με. Θα σου διηγηθώ εκείνα, τα οποία ήκουσα και είδα·

Ιώβ. 15,18         ἃ σοφοὶ ἐροῦσι καὶ οὐκ ἔκρυψαν πατέρες αὐτῶν·

Ιώβ. 15,18                 αυτά, τα οποία είπαν άνδρες σοφοί και τα οποία οι πατέρες των δεν τα απέκρυψαν από αυτούς, αλλά τους τα μετέδωσαν.

Ιώβ. 15,19         αὐτοῖς μόνοις ἐδόθη ἡ γῆ, καὶ οὐκ ἐπῆλθεν ἀλλογενὴς ἐπ᾿ αὐτούς.

Ιώβ. 15,19                 Είναι καθαροί και αμιγείς από ξένας επιδράσεις, διότι εις την χώραν, που εδόθη εις αυτούς προς κατοικίαν των, δεν εγκατεστάθη κανένας ξένος μεταξύ των.

Ιώβ. 15,20         πᾶς ὁ βίος ἀσεβοῦς ἐν φροντίδι, ἔτη δὲ ἀριθμητὰ δεδομένα δυνάστῃ,

Ιώβ. 15,20                Ολόκληρος η ζωή του ασεβούς εκδαπανάται και ευρίσκεται συνεχώς υπό το κράτος της αγωνίας και της φροντίδος. Και αυτού ακόμη του ισχυρού κατά το σώμα και κατά την θέσιν αριθμημένα είναι τα έτη.

Ιώβ. 15,21         ὁ δὲ φόβος αὐτοῦ ἐν ὠσὶν αὐτοῦ· ὅταν δοκῇ ἤδη εἰρηνεύειν, ἥξει αὐτοῦ ἡ καταστροφή.

Ιώβ. 15,21                 Ο φόβος, που τον συνέχει και τον κάμνει να αγωνιά, ευρίσκεται πάντοτε εις τα αυτιά του. Και όταν φαίνεται ότι έχεί πλέον ειρηνεύσει και ασφαλισθή, αιφνιδία θα εκσπάση εναντίον του η καταστροφή.

Ιώβ. 15,22         μὴ πιστευέτω ἀποστραφῆναι ἀπὸ σκότους· ἐντέταλται γὰρ ἤδη εἰς χεῖρας σιδήρου,

Ιώβ. 15,22                Ας μη απατά τον εαυτόν του πιστεύων ότι θα γυρίση κάποτε πίσω και θα αποφύγη το σκοτάδι της συμφοράς και οδύνης. Εχει εκδοθή εντολή και διαταγή από τον Θεόν να περιπέση εις την εξουσίαν σιδηράς μαχαίρας.

Ιώβ. 15,23         κατατέτακται δὲ εἰς σῖτα γυψίν· οἶδε δὲ ἐν ἑαυτῷ ὅτι μένει εἰς πτῶμα. ἡμέρα δὲ σκοτεινὴ αὐτὸν στροβήσει,

Ιώβ. 15,23                Εχει πλέον καταταχθή μεταξύ εκείνων, που έχουν ορισθή ως τροφή στους γύπας. Και ο ίδιος το γνωρίζει πλέον καλά και το φρονεί, ότι η κατάληξίς του θα είναι να γίνη πτώμα. Ημέρ μαύρη και σκοτεινή θα τον συνταράξη και θα τον στροβιλίση.

Ιώβ. 15,24         ἀνάγκη δὲ καὶ θλῖψις αὐτὸν καθέξει ὥσπερ στρατηγὸς πρωτοστάτης πίπτων.

Ιώβ. 15,24                Ανάγκη και θλίψις θα τον κυριεύση και θα πέση έξαφνα, όπως πίπτει ένας στρατηγός που πρωτοστατεί εις την μάχην και δεν ευρίσκει τρύπον διαφυγής.

Ιώβ. 15,25         ὅτι ἦρκε χεῖρας ἐναντίον τοῦ Κυρίου, ἔναντι δὲ Κυρίου παντοκράτορος ἐτραχηλίασεν,

Ιώβ. 15,25                Τούτο δέ, διότι εσήκωσε τα χέρια του εναντίον του Θεού, ύψωσε αυθάδη και αλαζονικόν τον τράχηλόν του εναντίον Κυρίου του παντοκράτορας.

Ιώβ. 15,26         ἔδραμε δὲ ἐναντίον αὐτοῦ ὕβρει ἐν πάχει νώτου ἀσπίδος αὐτοῦ,

Ιώβ. 15,26                Ετρεξεν ορμητικώς εναντίον του με υπερηφάνειαν και αλαζονείαν πιστεύων, ότι προφυλάσσεται και σκεπάζεται κάτω από την παχείαν και αδιαπέραστον ράχιν της ασπίδος του.

Ιώβ. 15,27         ὅτι ἐκάλυψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἐν στέατι αὐτοῦ καὶ ἐποίησε περιστόμιον ἐπὶ τῶν μηρίων.

Ιώβ. 15,27                Διότι ήλειψε και εσκέπασε το πρόσωπόν του από λίπος και έκαμε ασφαλιστικούς περιδέσμους γύρω από τους παχυνθέντας μηρούς του.

Ιώβ. 15,28         αὐλισθείη δὲ πόλεις ἐρήμους, εἰσέλθοι δὲ εἰς οἴκους ἀοικήτους· ἃ δὲ ἐκεῖνοι ἡτοίμασαν, ἄλλοι ἀποίσονται.

Ιώβ. 15,28                Θα καταντήση να έχη ως κατοικίαν του πόλεις ερειπωμένος και ερημωμένας. Θα εισελθη εις ακατοίκητα σπίτια. Οσα εκείνοι οι ασεβείς ητοίμασαν, άλλοι θα τα λεηλατήσουν και θα τα μετακομίσουν.

Ιώβ. 15,29         οὔτε μὴ πλουτισθῇ, οὔτε μὴ μείνῃ αὐτοῦ τὰ ὑπάρχοντα, οὐ μὴ βάλῃ ἐπὶ τὴν γῆν σκιὰν

Ιώβ. 15,29                Ούτε και θα αποκτήση πλούτη ο ασεβής. Εάν δε και αποκτήση πολλά αγαθά, δεν θα μείνουν μόνιμον κτήμα του, αλλά θα διασκορπισθούν. Θα είναι όμοιος με δένδρον, το οποίον πριν προλάβη να μεγαλώση και ρίψη σκιαν εις την γην, ξηραίνεται.

Ιώβ. 15,30         οὐδὲ μὴ ἐκφύγῃ τὸ σκότος. τὸν βλαστὸν αὐτοῦ μαράναι ἄνεμος, ἐκπέσοι δὲ αὐτοῦ τὸ ἄνθος.

Ιώβ. 15,30                Δεν θα διαφύγη τα σκοτάδια της δυστυχίας του· τον βλαστόν του θα τον μαράνη ο καυστικός άνεμος. Θα πέση το άνθος και δεν θα προφθάση να δέση εις καρπόν.

Ιώβ. 15,31         μὴ πιστευέτω ὅτι ὑπομενεῖ, κενὰ γὰρ ἀποβήσεται αὐτῷ·

Ιώβ. 15,31                 Ας μη έχη πεποίθησιν ο ασεβής ότι θα παραμείνη και θα υπερνικήση την δυστυχίαν. Διότι κάθε προσπάθειά του θα αποβή ματαία.

Ιώβ. 15,32         ἡ τομὴ αὐτοῦ πρὸ ὥρας φθαρήσεται, καὶ ὁ ῥάδαμνος αὐτοῦ οὐ μὴ πυκάσῃ·

Ιώβ. 15,32                Θα τον κόψη και θα τον αρπάση προ της ώρας ο θάνατος, θα καταστροφή και δεν θα επιζήση. Ο βλαστός του δεν θα προλάβη να κάμη πυκνά φύλλα και διακλαδώσεις.

Ιώβ. 15,33         τρυγηθείη δὲ ὡς ὄμφαξ πρὸ ὥρας, ἐκπέσοι δὲ ὡς ἄνθος ἐλαίας.

Ιώβ. 15,33                 Σαν το άγουρο σταφύλι θα τρυγηθή προ της ώρας του. Θα πέση, όπως πίπτει το άνθος της εληάς.

Ιώβ. 15,34         μαρτύριον γὰρ ἀσεβοῦς θάνατος, πῦρ δὲ καύσει οἴκους δωροδεκτῶν.

Ιώβ. 15,34                Ενας τέτοιος δε πρόωρος και οδυνηρός θάνατος θα είναι τρανή μαρτυρία, ότι αυτός υπήρξεν ασεβής. Φωτιά θα κάψη τα σπίτια εκείνων, που δέχονται δώρα, δια να αθωώσουν τον ένοχον και δικάσουν τον αθώον.

Ιώβ. 15,35         ἐν γαστρὶ δὲ λήψεται ὀδύνας, ἀποβήσεται δὲ ἑαυτῷ κενά, ἡ δὲ κοιλία αὐτοῦ ὑποίσει δόλον.

Ιώβ. 15,35                 Ενας τέτοιος ασεβής συλλαμβάνει εις την καρδίαν του οδυνηρά σχέδια εις βάρος των άλλων. Ολα όμως αυτά θα αποδειχθούν ανωφελή και μάταια δια τον εαυτόν του, η δε καρδία του θα βαστάζη δολιότητας και απάτας.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16- Ο ΙΩΒ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ ΤΙΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΤΟΥ ΜΕ ΤΑ ΠΙΟ ΜΕΛΑΝΑ ΧΡΩΜΑΤΑ

                                     Ο Ιώβ περιγράφει τις δοκιμασίες του με τα πιο μελανά χρώματα

Ιώβ. 16,1           Ὑπολαβὼν δὲ Ἰὼβ λέγει·

Ιώβ. 16,1                   Ελαβε τον λόγον ο Ιώβ και είπε·

Ιώβ. 16,2           ἀκήκοα τοιαῦτα πολλά, παρακλήτορες κακῶν πάντες.

Ιώβ. 16,2                  “πολλά σαν αυτά, που λέτε, έχω ακούσει έως τώρα. Ολοι σας είσθε κακοί παρηγορηταί.

Ιώβ. 16,3           τί γάρ; μὴ τάξις ἐστὶ ῥήμασι πνεύματος; ἢ τί παρενοχλήσει σοι, ὅτι ἀποκρίνῃ;

Ιώβ. 16,3                   Σας ερωτώ, μήπως υπάρχει καμμία τάξις η κανένας συνειρμός εις τα λόγια του αέρος; Η τι θα σε στενοχωρήση να αποκρίνεσαι έτσι, όπως τώρα ομιλείς;

Ιώβ. 16,4           κἀγὼ καθ᾿ ὑμᾶς λαλήσω, εἰ ὑπέκειτό γε ἡ ψυχὴ ὑμῶν ἀντὶ τῆς ἐμῆς· εἶτ᾿ ἐναλοῦμαι ὑμῖν ῥήμασι, κινήσω δὲ καθ᾿ ὑμῶν κεφαλήν·

Ιώβ. 16,4                  Και εγώ θα ημπορούσα να ομιλώ προς σας, εάν σεις ευρίσκεσθε εις την θέσιν μου και εγώ ευρισκόμην εις την θέσιν σας. Επειτα θα εφορμούσα εναντίον σας με τα λόγια και θα εκινούσα εμπαικτικώς την κεφαλήν μου εναντίον σας.

Ιώβ. 16,5           εἴη δὲ ἰσχὺς ἐν τῷ στόματί μου, κίνησιν δὲ χειλέων οὐ φείσομαι.

Ιώβ. 16,5                   Τοτε θα είχα μεγάλην δύναμιν στο στόμα μου, δεν θα ελυπόμουνα δε ούτε και θα περιώριζα τα λόγια των χειλέων μου.

Ιώβ. 16,6           ἐὰν γὰρ λαλήσω, οὐκ ἀλγήσω τὸ τραῦμα· ἐὰν δὲ καὶ σιωπήσω, τί ἔλαττον τρωθήσομαι;

Ιώβ. 16,6                  Διότι όταν ωμιλούσα, δεν θα επονούσαν αι πληγαί μου, τας οποίας δεν θα είχα. Εάν δε εσιωπούσα, από τι είχα να πληγωθώ και βλαβώ;

Ιώβ. 16,7           νῦν δὲ κατάκοπόν με πεποίηκε, μωρόν, σεσηπότα,

Ιώβ. 16,7                   Τωρα όμως ο Θεός με τας θλίψεις και τας δοκιμασίας του αυτάς με έχει κάμει καταβεβλημένον και αποκαρδιωμένον· μωρόν και με εξησθενημένας τας διανοητικάς μου δυνάμεις, άρρωστον και σάπιον.

Ιώβ. 16,8           καὶ ἐπελάβου μου, εἰς μαρτύριον ἐγενήθη· καὶ ἀνέστη ἐν ἐμοὶ τὸ ψεῦδός μου, κατὰ πρόσωπόν μου ἀνταπεκρίθη.

Ιώβ. 16,8                  Με επιασε εις τα χέρια του ο Θεός και τα παθήματά μου έγιναν καταδικαστική μαρτυρία εις βάρος μου. Εσηκώθη εναντίον μου με ψευδολογίας ο φίλος μου, με κατηγόρησε κατά πρόσωπον εντόνως.

Ιώβ. 16,9           ὀργῇ χρησάμενος κατέβαλέ με, ἔβρυξεν ἐπ᾿ ἐμὲ τοὺς ὀδόντας, βέλη πειρατῶν αὐτοῦ ἐπ᾿ ἐμοὶ ἔπεσεν.

Ιώβ. 16,9                  Οργήν εχρησιμοποίησεν εναντίον μου ο Κυριος. Με έρριξε κάτω, έτριξε τα δόντια του εναντίον μου. Τα λόγια του σαν βέλη πειρατών έπεσαν εναντίον μου και με κατετρύπησαν.

Ιώβ. 16,10         ἀκίσιν ὀφθαλμῶν ἐνήλατο, ὀξεῖ ἔπαισέ με εἰς τὰ γόνατα, ὁμοθυμαδὸν δὲ κατέδραμον ἐπ᾿ ἐμοί·

Ιώβ. 16,10                 Επήδησεν ορμητικός εναντίον μου ενώ τα μάτια του, σαν να εξηκόντιζαν καρφιά εναντίον μου. Με οξείς και δριμείς πόνους εκτύπησε τα γόνατά μου. Ολοι οι εχθροί μου από κοινού και εκ συμφώνου επέπεσαν εναντίον μου.

Ιώβ. 16,11         παρέδωκε γάρ με ὁ Κύριος εἰς χεῖρας ἀδίκων, ἐπὶ δὲ ἀσεβέσιν ἔῤῥιψέ με.

Ιώβ. 16,11                 Διότι ο Κυριος με παρέδωκεν εις τα χέρια των αδίκων. Με έρριψεν ανίκανον και ανυπεράσπιστον εν μέσω ασεβών.

Ιώβ. 16,12         εἰρηνεύοντα διεσκέδασέ με, λαβών με τῆς κόμης διέτιλε, κατέστησέ με ὥσπερ σκοπόν.

Ιώβ. 16,12                 Εν εζούσα ειρηνικός και ασφαλής, ο Κυριος με άρπαξε ατό τα μαλλιά της κεφαλής, με κατεμάδησε, με έβαλε στόχον των κτυπημάτων του.

Ιώβ. 16,13         ἐκύκλωσάν με λόγχαις βάλλοντες εἰς νεφρούς μου, οὐ φειδόμενοι ἐξέχεαν εἰς τὴν γῆν τὴν χολήν μου·

Ιώβ. 16,13                 Οι εχθροί μου με περιεκύκλωσαν, με εκτυπούσαν με τας λόγχας, διετρυπούσαν τους νεφρούς μου, χωρίς να αισθάνωνται κανένα οίκτον έχυναν εις την γην την χολήν μου.

Ιώβ. 16,14         κατέβαλόν με πτῶμα ἐπὶ πτώματι, ἔδραμον πρός με δυνάμενοι.

Ιώβ. 16,14                 Με κτυπήματα επάνω εις τα κτυπήματα με έρριψαν κάτω, έτρεξαν εναντίον μου οι δυνατοί και οι ισχυροί, ενώ εγώ ήμουν αδύνατος.

Ιώβ. 16,15         σάκκον ἔῤῥαψαν ἐπὶ βύρσης μου, τὸ δὲ σθένος μου ἐν γῇ ἐσβέσθη.

Ιώβ. 16,15                 Μου ερραψαν τρίχινον σάκκον, δια να φορέσω στο πληγιασμένο σώμα μου. Η δύναμίς μου έσβησε και έπεσε κατά γης.

Ιώβ. 16,16         ἡ γαστήρ μου συγκέκαυται ἀπὸ κλαυθμοῦ, ἐπὶ δὲ βλεφάροις μου σκιά.

Ιώβ. 16,16                 Η καρδία μου και τα στήθη μου εφλογίζοντο από τους κλαυθμούς, εις δε τα βλέφαρά μου έχει πέσει πλέον η σκια του θανάτου.

Ιώβ. 16,17         ἄδικον δὲ οὐδὲν ἦν ἐν χερσί μου, εὐχὴ δέ μου καθαρά.

Ιώβ. 16,17                 Και όμως καμμίαν αδικίαν δεν είχαν διαπράξει τα χέρια μου. Η δε προσευχή μου ήτο πολύ καθαρά και άδολος.

Ιώβ. 16,18         γῆ, μὴ ἐπικαλύψῃ ἐφ᾿ αἵματι τῆς σαρκός μου, μηδὲ εἴη τόπος τῇ κραυγῇ μου.

Ιώβ. 16,18                 Ω γη, ας μη σκεπάσης με χώματα το αίμα, που εχύθη από το νεκρούμενον σώμα μου! Εις κανένα τόπον ας μη υπάρξη σημείον να σταματήση η κραυγή μου, αλλά ας αντηχή πανταχού.

Ιώβ. 16,19         καὶ νῦν ἰδοὺ ἐν οὐρανοῖς ὁ μάρτυς μου, ὁ δὲ συνίστωρ μου ἐν ὑψίστοις.

Ιώβ. 16,19                 Ιδού, μάρτυς της αθωοτητός μου και της αδικίας, που έχει γίνει εις βάρος μου, είναι ο Θεός ο κατοικών στους ουρανούς. Αυτός, που γνωρίζει μαζή με εμέ την ζωήν και τας πράξεις μου, υπάρχει εν υψίστοις.

Ιώβ. 16,20         ἀφίκοιτό μου ἡ δέησις πρὸς Κύριον, ἔναντι δὲ αὐτοῦ στάζοι μου ὁ ὀφθαλμός.

Ιώβ. 16,20                Είθε να φθάση η δέησίς μου στον Κυριον. Είθε ενώπιον του και επί παρουσίά του να στάζουν τα δάκρυα, που χύνονται από τα μάτια μου.

Ιώβ. 16,21         εἴη δὲ ἔλεγχος ἀνδρὶ ἔναντι Κυρίου καὶ υἱῷ ἀνθρώπου τῷ πλησίον αὐτοῦ.

Ιώβ. 16,21                 Είθε να κριθή και δικασθή κανείς ενώπιον του Κυρίου, όπως κρίνεται ενώπιον του ανθρώπου, που είναι κοντά του.

Ιώβ. 16,22         ἔτη δὲ ἀριθμητὰ ἥκασιν, ὁδῷ δέ, ᾖ οὐκ ἐπαναστραφήσομαι, πορεύσομαι.

Ιώβ. 16,22                Τα καθωρισμένα από τον Θεόν έτη της ζωής μου συνεπληρώθησαν. Θα βαδίσω λοιπόν την οδόν, από την οποίαν και δεν θα επιστρέψω πλέον εις την γην.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17- Ο ΙΩΒ ΥΠΟΜΕΝΕΙ ΤΑ ΒΑΣΑΝΑ ΤΟΥ

ΚΑΙ ΖΗΤΑΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΘΕΟ ΝΑ ΤΟΝ ΑΠΑΛΛΑΞΕΙ

                                     Ο Ιώβ υπομένει τα βάσανά του και ζητάει από το Θεό να τον απαλλάξει

Ιώβ. 17,1           Ὀλέκομαι πνεύματι φερόμενος, δέομαι δὲ ταφῆς καὶ οὐ τυγχάνω.

Ιώβ. 17,1                   Χανομαι σαν το ελαφρόν αντικείμενον, που φέρεται από τον άνεμον. Θέλω να αποθάνω και να κατεβώ στον τάφον, αλλά δεν το επιτυγχάνω.

Ιώβ. 17,2           λίσσομαι κάμνων, καὶ τί ποιήσας;

Ιώβ. 17,2                   Βασανιζόμενος και ταλαιπωρούμενος θερμώς παρακαλώ να απαλλαγώ από τα δεινά μου. Τι κακόν έχω πράξει, ώστε να βασανίζωμαι, δεν γνωρίζω.

Ιώβ. 17,3           ἔκλεψαν δέ μου τὰ ὑπάρχοντα ἀλλότριοι. τίς ἐστιν οὗτος; τῇ χειρί μου συνδεθήτω.

Ιώβ. 17,3                   Με ελήστευσαν και έκλεψαν ξένοι τα υπάρχοντά μου. Ποιός είναι εκείνος, που θα με προστατευση; Ας απλώση λοιπόν χείρα βοηθείας εις εμέ, ας κρατήση εμέ τον εξησθενημένον και ταλαίπωρον.

Ιώβ. 17,4           ὅτι καρδίαν αὐτῶν ἔκρυψας ἀπὸ φρονήσεως, διὰ τοῦτο οὐ μὴ ὑψώσῃς αὐτούς.

Ιώβ. 17,4                   Κυριε, από την καρδίαν των ασεβών ανθρώπων, που πολεμούν, απέκρυψες σύνεσιν και σοφίαν. Δια τούτο δε δεν θα τους υψώσης, αλλά θα τους καταισχύνης.

Ιώβ. 17,5           τῇ μερίδι ἀναγγελεῖ κακίας, ὀφθαλμοὶ δὲ ἐφ᾿ υἱοῖς ἐτάκησαν.

Ιώβ. 17,5                   Ομοιαζουν προς εκείνον, ο οποίος καλεί άλλους εις διανομήν των κακών λαφύρων του, ενώ τα μάτια των παιδιών του έχουν λυώσει από την πείναν και την στέρησιν.

Ιώβ. 17,6           ἔθου δέ με θρύλημα ἐν ἔθνεσι, γέλως δὲ αὐτοῖς ἀπέβην·

Ιώβ. 17,6                   Μολόγησαν δια τας συμφοράς μου με κατέστησε μεταξύ των εθνών ο Θεός. Εγινα περίγελως και εμπαιγμός εις αυτά.

Ιώβ. 17,7           πεπώρωνται γὰρ ἀπὸ ὀργῆς οἱ ὀφθαλμοί μου, πεπολιόρκημαι μεγάλως ὑπὸ πάντων.

Ιώβ. 17,7                   Εσκληρύνθησαν και επετρώθησαν από την αγανάκτησιν τα μάτια μου εξ αιτίας των αδίκων εμπαιγμών. Εχω στενώς και αγρίως πολιορκηθή και πολεμηθή από όλους.

Ιώβ. 17,8           θαῦμα ἔσχεν ἀληθινοὺς ἐπὶ τούτῳ, δίκαιος δὲ ἐπὶ παρανόμῳ ἐπανασταίη·

Ιώβ. 17,8                   Ηπόρησαν και κατεπλάγησαν οι ενάρετοι άνθρωποι βλέποντες το κατάντημά μου. Οι δε δίκαιοι δυσφορούν και εξεγείρονται, όταν βλέπουν τον παράνομον να ευημερή.

Ιώβ. 17,9           σχοίη δὲ πιστὸς τὴν ἑαυτοῦ ὁδόν, καθαρὸς δὲ χεῖρας ἀναλάβοι θάρσος.

Ιώβ. 17,9                   Ο πιστός όμως ασκάνδαλιστος θα βαδίζη, ήρεμος τον δρόμον του. Ο δε καθαρός εις τα έργα των χειρών του, και από αυτάς ακόμη τας περιπετείας θα λαμβάνη θάρρος.

Ιώβ. 17,10         οὐ μὴν δὲ ἀλλὰ πάντες ἐρείδετε, καὶ δεῦτε δή, οὐ γὰρ εὑρίσκω ἐν ὑμῖν ἀληθές.

Ιώβ. 17,10                 Οχι μόνον αυτοί, αλλά και σεις επιμένετε εις τας ιδέας σας. Εμπρός, λοιπόν, εγώ δεν ευρίσκω αληθινάς τας σκέψεις σας.

Ιώβ. 17,11         αἱ ἡμέραι μου παρῆλθον ἐν βρόμῳ, ἐράγη δὲ τὰ ἄρθρα τῆς καρδίας μου.

Ιώβ. 17,11                  Αι ημέραι μου έχουν περάσει με μεγάλην ταραχήν και θλίψιν. Εσπασαν αι αρθρώσεις της καρδίας μου, του σώματός μου.

Ιώβ. 17,12         νύκτα εἰς ἡμέραν ἔθηκα, φῶς ἐγγὺς ἀπὸ προσώπου σκότους·

Ιώβ. 17,12                 Από τους πόνους δεν ημπορώ να κοιμηθώ και μετέβαλα την νύκτα εις ημέραν οδύνης. Και το φως της ημέρας μου φαίνεται, ότι ολίγον διαρκεί έως την αρχήν του σκότους.

Ιώβ. 17,13         ἐὰν γὰρ ὑπομείνω, ᾅδης μου ὁ οἶκος, ἐν δὲ γνόφῳ ἔστρωταί μου ἡ στρωμνή.

Ιώβ. 17,13                 Οσην υπομονήν και αν δείξω εις την ζωήν μου, ο άδης θα είναι κατοικία μου. Εις το σκοτάδι δε του άδου έχει στρωθή το στρώμα μου, δια να αναπαυθώ.

Ιώβ. 17,14         θάνατον ἐπεκαλεσάμην πατέρα μου εἶναι, μητέρα δέ μου καὶ ἀδελφὴν σαπρίαν.

Ιώβ. 17,14                 Τον θάνατον έχω επικαλεσθή ως πατέρα μου. Την αποσύνθεσιν δε και την σαπίλαν του τάφου επεκαλέσθην ως μητέρα μου και αδελφήν μου.

Ιώβ. 17,15         ποῦ οὖν μου ἔτι ἐστὶν ἡ ἐλπίς; ἦ τὰ ἀγαθά μου ὄψομαι;

Ιώβ. 17,15                 Που λοιπόν υπάρχει ακόμη η ελπίς της σωτηρίας μου, και που ημπορώ να την στηρίξω; Μηπως πρόκειται, τάχα, να ζήσω, δια να ίδω και πάλιν τα αγαθά μου;

Ιώβ. 17,16         ἦ μετ᾿ ἐμοῦ εἰς ᾅδην καταβήσομαι, ἢ ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ χώματος καταβησόμεθα;

Ιώβ. 17,16                 Μηπως αυτά θα κατεβούν μαζή μου στον άδην η θα κατεβούμε μαζή στον τάφον εντός του χώματος; Μονος μου προχωρώ προς τον τάφον και τον άδην.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18- Ο ΒΑΛΔΑΔ ΕΠΙΚΡΙΝΕΙ ΤΟΝ ΙΩΒ ΚΑΙ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ ΤΗΝ ΤΥΧΗ ΤΟΥ ΑΣΕΒΗ

                                     Ο Βαλδάδ επικρίνει τον Ιώβ και περιγράφει την τύχη του ασεβή

Ιώβ. 18,1           Ὑπολαβὼν δὲ Βαλδὰδ ὁ Σαυχίτης λέγει·

Ιώβ. 18,1                   Ελαβε τον λόγον ο Βαλδάδ ο Σαυχίτης και είπεν·

Ιώβ. 18,2           μέχρι τίνος οὐ παύσῃ; ἐπίσχες, ἵνα καὶ αὐτοὶ λαλήσωμεν.

Ιώβ. 18,2                  “έως πότε συ θα ομιλής και δεν θα σταματήσης; Παύσε επιτέλους, δια να ομιλήσωμεν και ημείς.

Ιώβ. 18,3           διατὶ δὲ ὥσπερ τετράποδα σεσιωπήκαμεν ἐναντίον σου;

Ιώβ. 18,3                   Διατί ωσάν να είμεθα ανόητα και άφωνα τετράποδα εκρατήσαμεν σιωπήν απέναντί σου;

Ιώβ. 18,4           κέχρηταί σοι ὀργή· τί γάρ; ἐὰν σὺ ἀποθάνῃς, ἀοίκητος ἡ ὑπ᾿ οὐρανόν; ἢ καταστραφήσεται ὄρη ἐκ θεμελίων;

Ιώβ. 18,4                  Ευρίσκεσαι υπό το κράτος μεγάλης ταραχής, παραφέρεσαι. Τι λοιπόν; Εάν συ αποθάνης, θα μείνη η οικουμένη ακατοίκητος; Θα καταστραφούν τα όρη εκ θεμελίων;

Ιώβ. 18,5           καὶ φῶς ἀσεβῶν σβεσθήσεται, καὶ οὐκ ἀποβήσεται αὐτῶν ἡ φλόξ·

Ιώβ. 18,5                   Το φως της ευτυχίας των ασεβών τελικώς θα σβήση και αυτή η φλόγα της ευημερίας των δεν πρόκειται να διατηρηθή επί πολύ.

Ιώβ. 18,6           τὸ φῶς αὐτοῦ σκότος ἐν διαίτῃ, ὁ δὲ λύχνος ἐπ᾿ αὐτῷ σβεσθήσεται.

Ιώβ. 18,6                  Το φως της ευημερίας και ευτυχίας του ασεβούς θα μεταβληθή εις σκοτάδι δυστυχίας μέσα στο σπίτι του, και ο λύχνος της ζωής του θα σβεσθή και δεν θα τον φωτίζη πλέον.

Ιώβ. 18,7           θηρεύσαισαν ἐλάχιστοι τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ, σφάλαι δὲ αὐτοῦ ἡ βουλή.

Ιώβ. 18,7                   Ολίγοι ασήμαντοι και ευτελείς θα ληστεύσουν και θα αρπάξουν την περιουσίαν του. Θα ναυαγήσουν δε και θα αποδειχθούν εσφαλμένα τα πονηρά του σχέδια.

Ιώβ. 18,8           ἐμβέβληται δὲ ὁ ποὺς αὐτοῦ ἐν παγίδι, ἐν δικτύῳ ἑλιχθείη.

Ιώβ. 18,8                  Θα πέσουν εις παγίδα τα πόδια του, θα περιτυλιχθούν εις δίκτυα, από τα οποία δεν θα ημπορέση να ελευθερωθή.

Ιώβ. 18,9           ἔλθοισαν δὲ ἐπ᾿ αὐτὸν παγίδες, κατισχύσει ἐπ᾿ αὐτὸν διψῶντας.

Ιώβ. 18,9                  Θα στηθούν και θα πέσουν επάνω του παγίδες· και άνθρωποι διψώντες την καταστροφήν του θα υπερισχύσουν εναντίον του.

Ιώβ. 18,10         κέκρυπται ἐν τῇ γῇ σχοινίον αὐτοῦ καὶ ἡ σύλληψις αὐτοῦ ἐπὶ τρίβων.

Ιώβ. 18,10                 Εχει κρυφθή εις την γην το σχοινί της παγίδος, που έστηθη δι' αυτόν. Θα συλληφθή, καθ' ον χρόνον αμέριμνος και ανύποπτος βαδίζει στον δρόμον.

Ιώβ. 18,11         κύκλῳ ὀλέσαισαν αὐτὸν ὀδύναι, πολλοὶ δὲ περὶ πόδα αὐτοῦ ἔλθοισαν

Ιώβ. 18,11                 Καταστρεπτικαί και θανάσιμοι οδύναι θα τον περικυκλώσουν από όλα τα σημεία. Επίβουλοι θα έλθουν και θα μπλεχθούν στα πόδια του και θα τον ρίψουν κάτω.

Ιώβ. 18,12         ἐν λιμῷ στενῷ. πτῶμα δὲ αὐτῷ ἡτοίμασται ἐξαίσιον.

Ιώβ. 18,12                 Θα περιέλθη εις μεγάλην πείναν. Εχει ετοιμασθή δι' αυτόν απαισία και τρομερά πτώσις και καταστροφή.

Ιώβ. 18,13         βρωθείησαν αὐτοῦ κλῶνες ποδῶν, κατέδεται δὲ αὐτοῦ τὰ ὡραῖα θάνατος.

Ιώβ. 18,13                 Θα καταφαγωθούν τα καλάμια των ποδιών του από φθοροποιόν νόσον. Ο θάνατος θα καταφάγη την ωραιότητα του.

Ιώβ. 18,14         ἐκραγείη δὲ ἐκ διαίτης αὐτοῦ ἴασις, σχοίη δὲ αὐτὸν ἀνάγκη αἰτίᾳ βασιλικῇ.

Ιώβ. 18,14                 Θα αποσπασθ·η και θα εκτιναχθή μακράν από το σπίτι του κάθε θεραπεία και άνεσις που είχε. Θα περιπέση δε εις αναπόφευκτον αθλιότητα κατόπιν κάποιας βασιλικής διαταγής.

Ιώβ. 18,15         κατασκηνώσει ἐν τῇ σκηνῇ αὐτοῦ ἐν νυκτὶ αὐτοῦ, κατασπαρήσονται τὰ εὐπρεπῆ αὐτοῦ θείῳ.

Ιώβ. 18,15                 Θα κατοικήση ο ασεβής στο σπίτι του μέσα στο σκοτάδι της δυστυχίας και της αθλιότητος. Και όσα ωραία και ελκυστικά έχει, θα σκεπασθούν με θειάφι, δια να κατακαούν και αφανισθούν εξ ολοκλήρου.

Ιώβ. 18,16         ὑποκάτωθεν αἱ ῥίζαι αὐτοῦ ξηρανθήσονται, καὶ ἐπάνωθεν ἐπιπεσεῖται θερισμὸς αὐτοῦ.

Ιώβ. 18,16                 Δεν θα αφήση απογόνους, διότι το δένδρον της ζωής του θα έχη καταστραφή έως εις τας ρίζας, αφού πρώτον πέση επάνω του η ολοκληρωτική κοπή των κλάδων του.

Ιώβ. 18,17         τὸ μνημόσυνον αὐτοῦ ἀπόλοιτο ἐκ γῆς, καὶ ὑπάρξει ὄνομα αὐτῷ ἐπὶ πρόσωπον ἐξωτέρω.

Ιώβ. 18,17                 Η ανάμνησίς του θα χαθή από το πρόσωπον της γης, και το όνομα του δεν θα ακούεται ούτε ολίγον έξω από το σπίτι του.

Ιώβ. 18,18         ἀπώσειεν αὐτὸν ἐκ φωτὸς εἰς σκότος.

Ιώβ. 18,18                 Θα τον εκδιώξουν και πετάξουν έξω από τυ φως της ευτυχίας στο σκοτάδι του πόνου και της θλίψεως.

Ιώβ. 18,19         οὐκ ἔσται ἐπίγνωστος ἐν λαῷ αὐτοῦ, οὐδὲ σεσωσμένος ἐν τῇ ὑπ᾿ οὐρανὸν ὁ οἶκος αὐτοῦ,

Ιώβ. 18,19                 Αγνωστος θα παραμείνη ανάμεσα και εις αυτούς ακόμη τους συμπολίτας και ομοεθνείς του. Ο δε οίκος του δεν θα διατηρηθή πουθενά κάτω από την υπ' ουρανόν.

Ιώβ. 18,20         ἀλλ᾿ ἐν τοῖς αὐτοῦ ζήσονται ἕτεροι. ἐπ᾿ αὐτῷ ἐστέναξαν ἔσχατοι, πρώτους δὲ ἔσχε θαῦμα.

Ιώβ. 18,20                Ούτε αυτός ούτε και οι απόγονοι του θα ζήσουν εις τα αγαθά, που αυτός απέκτησε, αλλά οι άλλοι. Εστέναξαν από φρίκην οι νεώτεροί του δια το οικτρόν κατάντημά του, οι δε μεγαλύτεροι και σύγχρονοί του έμειναν κατάπληκτοι.

Ιώβ. 18,21         οὗτοί εἰσιν οἱ οἶκοι ἀδίκων, οὗτος δὲ ὁ τόπος τῶν μὴ εἰδότων τὸν Κύριον.

Ιώβ. 18,21                 Αυτά είναι τα σπίτια των ασεβών και το κατάντημά των. Αυτός είναι ο τόπος των ανθρώπων, που δεν ηθέλησαν να γνωρίσουν τον Κυριον και να συμμορφωθούν με το θέλημά του.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19- Ο ΙΩΒ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΕΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΤΟΥ, ΔΙΟΤΙ ΑΔΥΝΑΤΟΥΝ

ΝΑ ΔΟΥΝ ΤΗΝ ΑΙΤΙΑ ΤΩΝ ΔΕΙΝΩΝ ΤΟΥ ΚΑΙ ΠΙΣΤΕΥΕΙ ΟΤΙ Ο ΘΕΟΣ ΘΑ ΤΟΝ ΔΙΚΑΙΩΣΕΙ

                                    Ο Ιώβ διαμαρτύρεται στους φίλους του, διότι αδυνατούν να δουν την αιτία των δεινών του και πιστεύει ότι ο Θεός θα τον δικαιώσει

Ιώβ. 19,1           Ὑπολαβὼν δὲ Ἰὼβ λέγει·

Ιώβ. 19,1                   Ελαβε τον λόγον ο Ιώβ και είπεν·

Ιώβ. 19,2           ἕως τίνος ἔγκοπον ποιήσετε ψυχήν μου καὶ καθαιρεῖτέ με λόγοις; γνῶτε μόνον ὅτι ὁ Κύριος ἐποίησέ με οὕτως·

Ιώβ. 19,2                  “έως πότε θα καταπονήτε την καρδίαν μου και θα με συντρίβετε με τα σκληρά σας λόγια; Μαθετε μόνον ότι ο Κυριος, και οχι αι πολλαί αμαρτίαι, με έφεραν εις αυτήν την κατάστασιν.

Ιώβ. 19,3           καταλαλεῖτέ μου, οὐκ αἰσχυνόμενοί με ἐπίκεισθέ μοι.

Ιώβ. 19,3                   Σεις με κατηγορείτε και καταφέρεσθε εναντίον μου, και χωρίς να εντρέπεσθε και να λυπήσθε δια την κατάστασίν μου, μου επιτίθεσθε.

Ιώβ. 19,4           ναὶ δὴ ἐπ᾿ ἀληθείας ἐγὼ ἐπλανήθην, παρ᾿ ἐμοὶ δὲ αὐλίζεται πλάνος λαλῆσαι ῥήματα, ἃ οὐκ ἔδει, τὰ δὲ ῥήματά μου πλανᾶται καὶ οὐκ ἐπὶ καιροῦ.

Ιώβ. 19,4                  Παραδέχομαι, έστω, και ομολογώ ότι εγώ επλανήθην. Κοντά μου μένει και συγκατοικεί αυτός, που με πλανά. Αυτός που με παρασύρει να λέγω λόγια, τα οποία δεν έπρεπε. Πλανημένα είναι τα λόγια μου, άκαιρα και απρεπή.

Ιώβ. 19,5           ἔα δὲ ὅτι ἐπ᾿ ἐμοὶ μεγαλύνεσθε, ἐνάλλεσθε δέ μοι ὀνείδει.

Ιώβ. 19,5                   Αλλά εδώ είναι και το ιδικόν σας σφάλμα. Διότι σεις υψώνεσθε και μεγαλύνετε τον εαυτόν σας εναντίον μου. Εφορμάτε κατ' εμού με τους ονειδισμούς σας.

Ιώβ. 19,6           γνῶτε οὖν ὅτι Κύριός ἐστιν ὁ ταράξας, ὀχύρωμα δὲ αὐτοῦ ἐπ᾿ ἐμὲ ὕψωσεν.

Ιώβ. 19,6                  Μαθετε, λοιπόν, ότι ο Κυριος είναι εκείνος, ο οποίος με συνετάραξε με αυτάς τας θλίψεις. Υψωσε ολόγυρά μου οχυρωματικόν έργον, ώστε να μη μπορώ να εξέλθω από αυτό.

Ιώβ. 19,7           ἰδοὺ γελῶ ὀνείδει καὶ οὐ λαλήσω· κεκράξομαι, καὶ οὐδαμοῦ κρίμα.

Ιώβ. 19,7                   Ιδού, λοιπόν, ότι και εγώ τώρα γελώ με τους ονειδισμούς σας και θα σιωπήσω. Δεν θα ομιλήσω. Αλλ και αν φωνάξω με όλην μου την δύναμιν, πουθενά δεν θα εύρω την δικαίωσίν μου.

Ιώβ. 19,8           κύκλῳ περιῳκοδόμημαι, καὶ οὐ μὴ διαβῶ, ἐπὶ πρόσωπόν μου σκότος ἔθετο.

Ιώβ. 19,8                  Ολόγυρά μου έχει υψωθή τείχος, το οποίον δεν ημπορύ να υπερβώ. Εμπρός εις τα μάτια μου έβαλεν ο Κυριος το σκοτάδι της δυστυχίας.

Ιώβ. 19,9           τὴν δὲ δόξαν ἀπ᾿ ἐμοῦ ἐξέδυσεν, ἀφεῖλε δὲ στέφανον ἀπὸ κεφαλῆς μου.

Ιώβ. 19,9                  Με απεγύμνωσεν από την δόξαν και το κύρος μου. Αφήρεσε από το κεφάλι μου τον στέφανον της υπολήψεώς μου.

Ιώβ. 19,10         διέσπασέ με κύκλῳ καὶ ᾠχόμην· ἐξέκοψε δὲ ὥσπερ δένδρον τὴν ἐλπίδα μου.

Ιώβ. 19,10                 Εκοψεν ολόγυρά μου από όλας τας πλευράς κάθε σύνδεσμόν μου με τους άλλους ανθρώπους και ηναγκάσθην να φύγω, από εκεί που έμένα. Εκοψε δε και έρριξε κάτω ωσάν δένδρον την ελπίδα μου, δηλαδή τα παιδιά μου.

Ιώβ. 19,11         δεινῶς δέ μοι ὀργῇ ἐχρήσατο, ἡγήσατο δέ με ὥσπερ ἐχθρόν.

Ιώβ. 19,11                 Επάνω εις την οργήν και τον θυμόν του με μετεχειρίσθη σκληρά. Με εθεώρησεν ως εχθρόν του.

Ιώβ. 19,12         ὁμοθυμαδὸν δὲ ἦλθον τὰ πειρατήρια αὐτοῦ ἐπ᾿ ἐμοί, ταῖς ὁδοῖς μου ἐκύκλωσαν ἐγκάθετοι.

Ιώβ. 19,12                 Ολαι μαζή αι δοκιμασίαι του έπεσαν επάνω μου. Οι επίβουλοι και οι εχθροί μου ευρήκαν ευκαιρίαν και περιεκύκλωσαν τους δρόμους της ζωής μου.

Ιώβ. 19,13         ἀπ᾿ ἐμοῦ ἀδελφοί μου ἀπέστησαν, ἔγνωσαν ἀλλοτρίους ἢ ἐμέ· φίλοι δέ μου ἀνελεήμονες γεγόνασιν.

Ιώβ. 19,13                 Οι αδελφοί μου και οι συγγενείς μου έφυγαν μακράν από εμέ. Εγνώρισαν και συνήψαν σχέσεις με ξένους και όχι με εμέ. Οι δε φίλοι μου έγιναν άσπλαγχνοι απέναντί μου.

Ιώβ. 19,14         οὐ προσεποιήσαντό με οἱ ἐγγύτατοί μου, καὶ οἱ εἰδότες μου τὸ ὄνομα ἐπελάθοντό μου.

Ιώβ. 19,14                 Ανθρωποι που ήσαν πολύ κοντά μου και με θεωρούσαν ιδικόν των, δεν με προσοικειώθησαν πλέον και δεν με επλησίασαν. Και εκείνοι, οποίοι εγνώριζαν πολύ καλά το όνομά μου, με ελησμόνησαν.

Ιώβ. 19,15         γείτονες οἰκίας θεράπαιναί τέ μου, ἀλλογενὴς ἤμην ἐναντίον αὐτῶν.

Ιώβ. 19,15                 Ξένος, αλλοεθνής έγινα στους γείτονάς μου και εις αυτάς ακόμη τας υπηρετρίας, που ειργάζοντο μέσα στο σπίτι μου.

Ιώβ. 19,16         θεράποντά μου ἐκάλεσα, καὶ οὐχ ὑπήκουσε· στόμα δέ μου ἐδέετο.

Ιώβ. 19,16                 Προσεκάλεσα τον άλλοτε υπηρέτην μου και δεν έδωσε σημασίαν εις την πρόσκλησίν μου. Δεν υπήκουσε. Ματαίως το στόμα μου τον παρακαλούσε προς κάποιαν βοήθειαν.

Ιώβ. 19,17         καὶ ἱκέτευον τὴν γυναῖκά μου, προσεκαλούμην δὲ κολακεύων υἱοὺς παλλακίδων μου·

Ιώβ. 19,17                 Ματαίως παρακαλούσα θερμώς τη γυναίκα μου. Προσκαλούσα με κολακευτικούς λόγους τα παιδιά των παλλακίδων μου και δεν μου έδιναν σημασίαν.

Ιώβ. 19,18         οἱ δὲ εἰς τὸν αἰῶνά με ἀπεποιήσαντο· ὅταν ἀναστῶ, κατ᾿ ἐμοῦ λαλοῦσιν.

Ιώβ. 19,18                 Ολοι αυτοί με απηρνήθησαν παντοτεινά. Οταν σηκωθώ δια να ζητήσω κάτι, η δια να τους ομιλήσω απλώς, αυτοί καταφέρονται εναντίον μου.

Ιώβ. 19,19         ἐβδελύξαντό με οἱ ἰδόντες με· οὓς δὴ ἠγαπήκειν, ἐπανέστησάν μοι.

Ιώβ. 19,19                 Με εσιχάθηκαν εξ αιτίας των δοκιμασιών μου και μάλιστα αυτής της ασθενείας μου, όλοι όσοι με είδαν. Εκείνοι δέ, τους οποίους είχα αγαπήσει, εξηγέρθησαν και εστράφησαν εναντίον μου.

Ιώβ. 19,20         ἐν δέρματί μου ἐσάπησαν αἱ σάρκες μου, τὰ δὲ ὀστᾶ μου ἐν ὀδοῦσιν ἔχεται.

Ιώβ. 19,20                Αι σάρκες μου στο δέρμα και κάτω από το δέρμα εσάπησαν. Τα ούλα μου διεβρώθησαν και τα δόντια μου συνδέονται αμέσως με τα κόκκαλά μου.

Ιώβ. 19,21         ἐλεήσατέ με, ἐλεήσατέ με, ὦ φίλοι, χεὶρ γὰρ Κυρίου ἡ ἁψαμένη μού ἐστι.

Ιώβ. 19,21                 Λυπηθήτε με, λυπηθήτε με και σπλαγχνισθήτε με σεις, οι φίλοι μου. Το χέρι του Κυρίου είναι αυτό, το οποίον έπεσε βαρύ επάνω μου και με εκτύπησε.

Ιώβ. 19,22         διατί με διώκετε ὥσπερ καὶ ὁ Κύριος; ἀπὸ δὲ σαρκῶν μου οὐκ ἐμπίπλασθε;

Ιώβ. 19,22                Διατί και σεις με καταδιώκετε, όπως και ο Κυριος; Δεν χορταίνετε από το θέαμα των σαπισμένων μου σαρκών;

Ιώβ. 19,23         τίς γὰρ ἂν δοίη γραφῆναι τὰ ῥήματά μου, τεθῆναι δὲ αὐτὰ ἐν βιβλίῳ εἰς τὸν αἰῶνα;

Ιώβ. 19,23                Ποιός, τάχα, θα ευρεθή να γράψη τα λόγια μου αυτά, να τα θέση μέσα στο βιβλίον και να διαφυλαχθούν εκεί αιωνίως;

Ιώβ. 19,24         ἐν γραφείῳ σιδηρῷ καὶ μολίβῳ ἢ ἐν πέτραις ἐγγλυφῆναι;

Ιώβ. 19,24                Να γραφούν με σιδερένια η μολύβδινη γραφίδα, να χαραχθούν επάνω εις τας πέτρας;

Ιώβ. 19,25         οἶδα γὰρ ὅτι ἀένναός ἐστιν ὁ ἐκλύειν με μέλλων ἐπὶ γῆς,

Ιώβ. 19,25                Θέλω να γραφούν και να μείνουν αυτά, διότι αιώνιος είναι εκείνος, ο οποίος μέλλει να με ελευθερώση από τα δείνα της επιγείου μου αυτής ζωής.

Ιώβ. 19,26         ἀναστήσει δὲ τὸ δέρμα μου τὸ ἀναντλοῦν ταῦτα· παρὰ γὰρ Κυρίου ταῦτά μοι συνετελέσθη,

Ιώβ. 19,26                Θα αναστήση το σώμα μου, το οποίον γεύεται εξαντλητικώς όλα αυτά τα δεινά. Διότι από τον Κυριον και παντοδύναμον Θεόν θα συντελεσθή αυτή η ανάστασις.

Ιώβ. 19,27         ἃ ἐγὼ ἐμαυτῷ συνεπίσταμαι, ἃ ὁ ὀφθαλμός μου ἑώρακε καὶ οὐκ ἄλλος, πάντα δέ μοι συντετέλεσθαι ἐν κόλπῳ.

Ιώβ. 19,27                Αυτά τα οποία εγώ μέσα μου γνωρίζω πολύ καλά, τα γνωρίζω με το μάτι της ψυχής. Τα βλέπει ο οφθαλμός της πίστεως και κανείς άλλος. Ολα δε αυτά τα θεωρώ ήδη πραγματοποιηθέντα με την ελπίδα, που μου δίδει η πίστις μου, η οποία αναπαύεται εις την καρδίαν μου.

Ιώβ. 19,28         εἰ δὲ καὶ ἐρεῖτε· τί ἐροῦμεν ἔναντι αὐτοῦ; καὶ ῥίζαν λόγου εὑρήσομεν ἐν αὐτῷ·

Ιώβ. 19,28                Εάν όμως και κατόπιν αυτών, που σας απεκάλυψα, μου πήτε· Τι θα είπωμεν τώρα εναντίον του και ποίαν αιτίαν κατηγορίας θα εύρωμεν εις αυτόν;

Ιώβ. 19,29         εὐλαβήθητε δὴ καὶ ὑμεῖς ἀπὸ ἐπικαλύμματος, θυμὸς γὰρ ἐπ᾿ ἀνόμους ἐπελεύσεται, καὶ τότε γνώσονται ποῦ ἐστιν αὐτῶν ἡ ὕλη.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20- Ο ΣΩΦΑΡ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ ΣΤΟΝ ΙΩΒ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΩΝ ΑΣΕΒΩΝ

ΚΑΙ ΤΟΝΙΖΕΙ ΟΤΙ ΘΑ ΤΙΜΩΡΗΘΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΙΑ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

                                    Ο Σωφάρ περιγράφει στον Ιώβ το μέλλον των ασεβών και τονίζει πως θα τιμωρηθούν από τη θεία δικαιοσύνη

Ιώβ. 20,1           Ὑπολαβὼν δὲ Σωφὰρ ὁ Μιναῖος λέγει·

Ιώβ. 20,1                  Ελαβε τον λόγον ο Σωφάρ ο Μιναίος και είπε·

Ιώβ. 20,2           οὐχ οὕτως ὑπελάμβανον ἀντερεῖν σε ταῦτα, καὶ οὐχὶ συνίετε μᾶλλον ἢ καὶ ἐγώ.

Ιώβ. 20,2                  “δεν επίστευα, ότι συ θα αντέλεγες έτσι και απαντών θα έλεγες αυτά τα λόγια. Δεν καταλαβαίνεις συ καλύτερον, παρ' όσον εγώ.

Ιώβ. 20,3           παιδείαν ἐντροπῆς μου ἀκούσομαι, καὶ πνεῦμα ἐκ τῆς συνέσεως ἀποκρίνεταί μοι.

Ιώβ. 20,3                  Τας κατηγορίας σου, με τας οποίας ηθέλησες να με κάμης να εντραπώ, τας ήκουσα. Υπάρχει όμως και μέσα εις εμέ πνεύμα συνέσεως, που δίδει αποκρίσεις, δια να απαντήσω προς σέ.

Ιώβ. 20,4           μὴ ταῦτα ἔγνως ἀπὸ τοῦ ἔτι, ἀφ᾿ οὗ ἐτέθη ἄνθρωπος ἐπὶ τῆς γῆς;

Ιώβ. 20,4                  Μηπως αυτά, που θα πω, τα έμαθες συ από τα παλαιότατα χρόνια, από την εποχήν, που επλάσθη και ετοποθετήθη ο άνθρωπος επάνω εις την γην;

Ιώβ. 20,5           εὐφροσύνη γὰρ ἀσεβῶν πτῶμα ἐξαίσιον, χαρμονὴ δὲ παρανόμων ἀπώλεια,

Ιώβ. 20,5                  Οτι δηλαδή η χαρά και η καλοζωΐα των ασεβών καταλήγει εις απαισίαν κατάπτωσιν. Η πολλή δε και θορυβώδης χαρά των παρανόμων θα είναι απώλειά των και καταστροφή·

Ιώβ. 20,6           ἐὰν ἀναβῇ εἰς οὐρανὸν αὐτοῦ τὰ δῶρα, ἡ δὲ θυσία αὐτοῦ νεφῶν ἅψηται·

Ιώβ. 20,6                  έστω και αν τα δώρα των ασεβών φθάσουν μέχρι του ουρανού ενώπιον του Θεού, ο δε καπνός της ανοίας των εγγίση τα σύννεφα. Η τιμωρία του Θεού θα εκσπάση κατά του ασεβούς.

Ιώβ. 20,7           ὅταν γὰρ δοκῇ ἤδη κατεστηρίχθαι, τότε εἰς τέλος ἀπολεῖται· οἱ δὲ εἰδότες αὐτὸν ἐροῦσι· ποῦ ἐστιν;

Ιώβ. 20,7                  Διότι, όταν ο ασεβής πιστεύση ότι είναι καλά στερεωμένος επί της γης, τότε θα εκσπάση εναντίον του η οριστική καταστροφή. 'Εκεινοι δε οι οποίοι τον εγνώριζαν, θα πουν· Που είναι τώρα ο ασεβής;

Ιώβ. 20,8           ὥσπερ ἐνύπνιον ἐκπετασθὲν οὐ μὴ εὑρεθῇ, ἔπτη δὲ ὥσπερ φάσμα νυκτερινόν.

Ιώβ. 20,8                  Ωσάν το όνειρον, που επέταξε και διελύθη, έτσι και αυτός δεν θα ευρεθή. Εφυγε και διελύθη σαν νυκτερινό φάντασμα.

Ιώβ. 20,9           ὀφθαλμὸς παρέβλεψε καὶ οὐ προσθήσει, καὶ οὐκέτι προσνοήσει αὐτὸν ὁ τόπος αὐτοῦ.

Ιώβ. 20,9                  Τα μάτια, τα οποία έως τώρα, ίσως και με κάποιον φθόνον, τον έβλεπαν, δεν πρόκειται να τον ιδούν και πάλιν. Η χώρα, μέσα εις την οποίαν υπερήφανος και ευτυχισμένος αυτός εζούσε, δεν θα τον ξαναϊδή πλέον.

Ιώβ. 20,10         τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ ὀλέσαισαν ἥττονες, αἱ δὲ χεῖρες αὐτοῦ πυρσεύσαισαν ὀδύνας.

Ιώβ. 20,10                Τα παιδιά του θα τα εξολοθρεύσουν κατώτεροί του και ασθενέστεροί του. Με τα ίδια του τα χέρια θα ανάψη την φωτιά των πόνων και των θλίψεών του.

Ιώβ. 20,11         ὀστᾶ αὐτοῦ ἐνεπλήσθησαν νεότητος αὐτοῦ, καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐπὶ χώματος κοιμηθήσεται.

Ιώβ. 20,11                 Τα οστά του διαποτισμένα από ασθενείας των ασωτιών της νεότητός του θα ταφούν και αυτά μαζή του στο χώμα του τάφου.

Ιώβ. 20,12         ἐὰν γλυκανθῇ ἐν στόματι αὐτοῦ κακία, κρύψει αὐτὴν ὑπὸ τὴν γλῶσσαν αὐτοῦ·

Ιώβ. 20,12                Οταν αισθανθή την ύπουλον γλυκύτητα της αμαρτίας στο στόμα του, θα την κρύψη κάτω από την γλώσσαν του δια να την απολαμβάνη, τάχα, όσον το δυνατόν μακρότερον.

Ιώβ. 20,13         οὐ φείσεται αὐτῆς καὶ οὐκ ἐγκαταλείψει αὐτὴν καὶ συνάξει αὐτὴν ἐν μέσῳ τοῦ λάρυγγος αὐτοῦ,

Ιώβ. 20,13                Με απληστίαν θα ρουφά την γλυκύτητα της αμαρτίας. Δεν θα την εγκαταλείψη. Θα την φέρη επιμελώς μέσα στον λάρυγγά του, δια να την απομυζά συνεχώς.

Ιώβ. 20,14         καὶ οὐ μὴ δυνηθῇ βοηθῆσαι ἑαυτῷ· χολὴ ἀσπίδος ἐν γαστρὶ αὐτοῦ.

Ιώβ. 20,14                Η δολία όμως αυτή γλυκύτης της αμαρτίας δεν θα ημπορέση να τον βοηθήση προς μίαν ευτυχισμένην ζωήν, αλλά θα γίνη μέσα εις την κοιλίαν του δηλητήριον οχιάς.

Ιώβ. 20,15         πλοῦτος ἀδίκως συναγόμενος ἐξεμεθήσεται, ἐξ οἰκίας αὐτοῦ ἐξελκύσει αὐτὸν ἄγγελος,

Ιώβ. 20,15                Πλούτος, ο οποίος συνήχθη και απεθησαυρίσθη με αδικίας, θα γίνη εμετός. Ο τιμωρός άγγελος θα τον σύρη και θα τον πετάξη έξω από το σπίτι του.

Ιώβ. 20,16         θυμὸν δὲ δρακόντων θηλάσειεν, ἀνέλοι δὲ αὐτὸν γλῶσσα ὄφεως.

Ιώβ. 20,16                Θα πίη το δηλητήριον φοβερών όφεων. Θα δηλητηρίαση και θα νεκρώση αυτόν γλώσσα φιδιού.

Ιώβ. 20,17         μὴ ἴδοι ἄμελξιν νομάδων, μηδὲ νομὰς μέλιτος καὶ βουτύρου.

Ιώβ. 20,17                Δεν θα ιδή το άρμεγμα εις τας αγέλας των ζώων του. Ούτε θα χαρή από την διανομήν μέλιτος και βουτύρου.

Ιώβ. 20,18         εἰς κενὰ καὶ μάταια ἐκοπίασε, πλοῦτον ἐξ οὗ οὐ γεύσεται, ὥσπερ στρίφνος ἀμάσητος, ἀκατάποτος·

Ιώβ. 20,18                Κούφια και μάταια εκοπίασε δι' όλα αυτά. Δεν θα απολαύση τα αδικοσυναγμένα πλούτη του. Τα πλούτη του θα ομοιάζουν σαν το σκληρόν και αμάσητον κρέας, που δεν καταπίνεται.

Ιώβ. 20,19         πολλῶν γὰρ δυνατῶν οἴκους ἔθλασε, δίαιταν δὲ ἥρπασε, καὶ οὐκ ἔστησεν.

Ιώβ. 20,19                Διότι αυτός πολλών πλουσίων και ισχυρών ανθρώπων έσπασε τα σπίτια. Αγαθά δια τα οποία δεν εκοπίασε, και σπίτι το οποίον ο ίδιος δεν οικοδόμησεν, ήρπασε, σαν να ήσαν ιδικά του.

Ιώβ. 20,20         οὐκ ἔστιν αὐτοῦ σωτηρία τοῖς ὑπάρχουσιν, ἐν ἐπιθυμίᾳ αὐτοῦ οὐ σωθήσεται.

Ιώβ. 20,20               Δεν θα υπάρξη δι' αυτόν ευτυχία και σωτηρία από τα πολλά υπάρχοντα του. Δεν θα εύρη χαράν και σωτηρίαν εις αυτά, τα οποία επεθύμησε και απέκτησε.

Ιώβ. 20,21         οὐκ ἔστιν ὑπόλειμμα τοῖς βρώμασιν αὐτοῦ, διὰ τοῦτο οὐκ ἀνθήσει αὐτοῦ τὰ ἀγαθά.

Ιώβ. 20,21                Δεν θα υπάρξη κάποιο υπόλειμμα από τα τρόφιμα του. Δια τούτο δεν θα ανθήσουν και δεν θα καρποφορήσουν τα αγαθά του.

Ιώβ. 20,22         ὅταν δὲ δοκῇ ἤδη πεπληρῶσθαι, θλιβήσεται, πᾶσα δὲ ἀνάγκη ἐπ᾿ αὐτὸν ἐπελεύσεται.

Ιώβ. 20,22               Οταν δε πιστεύση ότι είναι γεμάτος και χορτάτος από τα αγαθά, τότε θα εκσπάση εναντίον του η θλίψις. Καθε στέρησις και ταλαιπωρία θα τον καταλάβη.

Ιώβ. 20,23         εἴ πως πληρῶσαι γαστέρα αὐτοῦ, ἐπαποστεῖλαι ἐπ᾿ αὐτὸν θυμὸν ὀργῆς, νίψαι ἐπ᾿ αὐτὸν ὀδύνας·

Ιώβ. 20,23               Θα φθάση εις τέτοιαν στέρησιν και ανάγκην, ώστε να διερωτάται, πως θα μπορέση να γεμίση την αδειανήν κοιλίαν του. Ο Κυριος θα εξαποστείλη εναντίον του τον θυμόν της μεγάλης οργής του, θα τον περιλούση με πόνους και θλίψεις.

Ιώβ. 20,24         καὶ οὐ μὴ σωθῇ ἐκ χειρὸς σιδήρου, τρώσαι αὐτὸν τόξον χάλκειον·

Ιώβ. 20,24               Δεν θα ημπορέση να διασωθή από χέρι, που κρατεί σιδηράν μάχαιραν. Θα τον τραυματίση και θα τον διαπεράση βέλος, που ρίπτεται από χάλκινον τόξον.

Ιώβ. 20,25         διεξέλθοι δὲ διὰ σώματος αὐτοῦ βέλος, ἀστραπαὶ δὲ ἐν διαίταις αὐτοῦ· περιπατήσαισαν ἐπ᾿ αὐτῷ φόβοι,

Ιώβ. 20,25               Το βέλος θα διατρυπήση το σώμα του από το ένα άκρον έως το άλλο. Θα του επιφέρη τραύμα διαμπερές. Αστραπαί και κεραυνοί θα πέσουν εις την ιδιοκτησιάν του. Φοβοι αλλεπάλληλοι θα χορεύουν μέσα του και θα τον τυραννούν.

Ιώβ. 20,26         πᾶν δὲ σκότος αὐτῷ ὑπομείναι· κατέδεται αὐτὸν πῦρ ἄκαυστον, κακώσαι δὲ αὐτοῦ ἐπήλυτος τὸν οἶκον.

Ιώβ. 20,26               Ολο το σκοτάδι θα κατοικήση εντός αυτού. Μεγάλη παντοτεινή άσβεστη φωτιά θα τον κατακαίη. Θα καταστρέψη το σπίτι του επιδρομεύς, που θα έχη έλθει αυτό ξένην περιοχήν.

Ιώβ. 20,27         ἀνακαλύψαι δὲ αὐτοῦ ὁ οὐρανὸς τὰς ἀνομίας, γῆ δὲ ἐπανασταίη αὐτῷ.

Ιώβ. 20,27               Θα αποκαλύψη δε και θα κάμη ολοφάνερες ο ουρανός τας έως τώρα αποκρύφους μεγάλας ανομίας του. Η δε γη θα επαναστάτήση εναντίον του εξ αιτίας των ανομιών του.

Ιώβ. 20,28         ἑλκύσαι τὸν οἶκον αὐτοῦ ἀπώλεια εἰς τέλος, ἡμέρα ὀργῆς ἐπέλθοι αὐτῷ.

Ιώβ. 20,28               Η ολοκληρωτική καταστροφή, σαν άλλος μαγνήτης, θα τραβήξη και θα εξολοθρεύση τον οίκον του. Θα επέλθη εναντίον του η ημέρα της οργής του Κυρίου.

Ιώβ. 20,29         αὕτη ἡ μερὶς ἀνθρώπου ἀσεβοῦς παρὰ Κυρίου, καὶ κτῆμα ὑπαρχόντων αὐτῷ παρὰ τοῦ ἐπισκόπου.

Ιώβ. 20,29               Αυτό θα είναι το μερίδιον, που θα πάρη ο ασεβής από τον Κυριον. Αυτό θα είναι το κατάντημα των υπαρχόντων του από Εκείνον, ο οποίος επιβλέπει και παρακολουθεί τα πάντα, από τον Παντεπόπτην Θεόν.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21- Ο ΙΩΒ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ ΤΗΝ ΕΥΗΜΕΡΙΑ ΤΟΥ ΑΣΕΒΗ

ΚΑΙ ΤΟΝΙΖΕΙ ΤΗ ΘΕΙΑ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

                                     Ο Ιώβ περιγράφει την ευημερία του ασεβή και τονίζει τη θεία δικαιοσύνη

Ιώβ. 21,1           Ὑπολαβὼν δὲ Ἰὼβ λέγει·

Ιώβ. 21,1                   Ελαβε τον λόγον ο Ιώβ και είπεν·

Ιώβ. 21,2           ἀκούσατε ἀκούσατέ μου τῶν λόγων, ἵνα μὴ ᾖ μοι παρ᾿ ὑμῶν αὕτη ἡ παράκλησις.

Ιώβ. 21,2                  “ακούσατε, ακούσατε τα λόγια μου με προσοχήν, δια να μη είναι τέτοια, τόσον δηλαδή πικρά και καυστική η παρηγορία μου εκ μέρους σας.

Ιώβ. 21,3           ἄρατέ με, ἐγὼ δὲ λαλήσω, εἶτ᾿ οὐ καταγελάσετέ μου.

Ιώβ. 21,3                   Βαστάξατέ με, υπομείνατέ με και εγώ θα ομιλήσω. Κατόπιν δε είμαι βέβαιος, ότι δεν θα με περιγελάσετε πλέον.

Ιώβ. 21,4           τί γάρ; μὴ ἀνθρώπου μου ἡ ἔλεγξις; ἢ διατί οὐ θυμωθήσομαι;

Ιώβ. 21,4                  Μηπως, τάχα, από άνθρωπον υποφέρω και προς άνθρωπον απευθύνω τα παράπονά μου; Η αφού τόσον πολύ ταλαιπωρούμαι και πάσχω, διατί δεν θα δυσφορήσω και δεν θα αγανακτήσω;

Ιώβ. 21,5           εἰσβλέψαντες εἰς ἐμὲ θαυμάσετε χεῖρα θέντες ἐπὶ σιαγόνι·

Ιώβ. 21,5                   Εάν με παρατηρήσετε με προσοχήν και κατανόησιν, θα καταληφθήτε από τρομεράν κατάπληξιν, άναυδοι και αμίλητοι θα στηρίξετε την σιαγόνα σας επάνω στο χέρι σας.

Ιώβ. 21,6           ἐάν τε γὰρ μνησθῶ, ἐσπούδακα, ἔχουσι δέ μου τὰς σάρκας ὀδύναι.

Ιώβ. 21,6                  Διότι, εάν και εγώ ενθυμηθώ τι ήμουνα, και λάβω υπ' όψιν μου που κατήντησα, κυριεύομαι από τρόμον. Πονοι δε δυνατοί καταλαμβάνουν τας σάρκας μου και συγκλονίζουν το σώμα μου.

Ιώβ. 21,7           διατὶ ἀσεβεῖς ζῶσι, πεπαλαίωνται δὲ καὶ ἐν πλούτῳ;

Ιώβ. 21,7                   Μου έρχονται δε αι σκέψεις· Διατί οι ασεβείς, αντί να τιμωρηθούν από τον Θεόν δια τας ασεβείας των, τουναντίον ζουν κατά κανόνα μακράν ζωήν, φθάνουν εις βαθύ γήρας και απολαμβάνουν τα αγαθά του πλούτου των;

Ιώβ. 21,8           ὁ σπόρος αὐτῶν κατὰ ψυχήν, τὰ δὲ τέκνα αὐτῶν ἐν ὀφθαλμοῖς.

Ιώβ. 21,8                  Οι απόγονοί των προοδεύουν όπως θέλει η ψυχή των, βλέπουν δε τα τέκνα των ολόγυρά των και χαίρονται τα μάτια των.

Ιώβ. 21,9           οἱ οἶκοι αὐτῶν εὐθηνοῦσι, φόβος δὲ οὐδαμοῦ, μάστιξ δὲ παρὰ Κυρίου οὐκ ἔστιν ἐπ᾿ αὐτοῖς.

Ιώβ. 21,9                  Τα σπίτια των είναι γεμάτα από αγαθά. Δεν υπάρχει κανένας φόβος πουθενά δι' αυτούς. Ούτε και καμμία τιμωρία στέλλεται εκ μέρους του Κυρίου εναντίον των.

Ιώβ. 21,10         ἡ βοῦς αὐτῶν οὐκ ὠμοτόκησε, διεσώθη δὲ αὐτῶν ἐν γαστρὶ ἔχουσα καὶ οὐκ ἔσφαλε.

Ιώβ. 21,10                 Καμμία από τις αγελάδες των δεν αποβάλλει. Εγκυος διασώζεται κατά κανόνα από κάθε κίνδυνον, γεννά όμαλως και δεν αποτυγχάνει.

Ιώβ. 21,11         μένουσι δὲ ὡς πρόβατα αἰώνια, τὰ δὲ παιδία αὐτῶν προσπαίζουσιν

Ιώβ. 21,11                 Η οικογένειά των με τα παιδιά των, ωσάν πρόβατα, ζη και ανανεώνεται. Τα δε παιδιά των χαρούμενα παίζουν ολόγυρά των.

Ιώβ. 21,12         ἀναλαβόντες ψαλτήριον καὶ κιθάραν καὶ εὐφραίνονται φωνῇ ψαλμοῦ.

Ιώβ. 21,12                 Αυτοί δε αφού πάρουν μουσικά όργανα, ψαλτήριον και κιθάραν, διασκεδάζουν και γλεντούν με τα χαρούμενα τραγούδια των τη συνοδεία των μουσικών οργάνων.

Ιώβ. 21,13         συνετέλεσαν δὲ ἐν ἀγαθοῖς τὸν βίον αὐτῶν, ἐν δὲ ἀναπαύσει ᾅδου ἐκοιμήθησαν.

Ιώβ. 21,13                 Ετσι διέρχονται την ζωήν των, φθάνουν στο τέλος του βίου των βυθισμένοι μέσα εις τα αγαθά, και αναπαυμένοι κοιμώνται τον ύπνον του θανάτου και κατέρχονται στον άδην.

Ιώβ. 21,14         λέγει δὲ Κυρίῳ· ἀπόστα ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὁδούς σου εἰδέναι οὐ βούλομαι·

Ιώβ. 21,14                 Ασεβείς δε καθώς είναι, λέγει ο καθένας από αυτούς προς τον Θεόν· Φυγε μακράν από εμέ. Δεν θέλω να γνωρίσω τα θελήματά σου και τας εντολάς σου.

Ιώβ. 21,15         τί ἱκανός, ὅτι δουλεύσομεν αὐτῷ; καὶ τίς ὠφέλεια, ὅτι ἀπαντήσομεν αὐτῷ;

Ιώβ. 21,15                 Ποίαν ωφέλειαν είναι ικανός να μας δώση ο Θεός, ώστε να γίνωμεν δούλοι εις αυτόν; Ποίαν ωφέλειαν έχομεν να αποκομίσωμεν, εάν σπεύσωμεν εις απάντησιν και υποταγήν προς αυτόν;

Ιώβ. 21,16         ἐν χερσὶ γὰρ ἦν αὐτῶν τὰ ἀγαθά, ἔργα δὲ ἀσεβῶν οὐκ ἐφορᾷ.

Ιώβ. 21,16                 Αυτά σκέπτονται και λέγουν οι ασεβείς, διότι έχουν εις τα χέρια των άφθονα τα υλικά αγαθά και διότι φρονούν, ότι ο Θεός δεν επιβλέπει εις τα άνομα έργα των και δεν τιμωρεί τους ασεβείς δι' αυτά.

Ιώβ. 21,17         οὐ μὴν δὲ ἀλλὰ καὶ ἀσεβῶν λύχνος σβεσθήσεται, ἐπελεύσεται δὲ αὐτοῖς ἡ καταστροφή, ὠδῖνες δὲ αὐτοὺς ἕξουσιν ἀπὸ ὀργῆς.

Ιώβ. 21,17                 Δεν θα μείνουν όμως αιώνιοι και ατιμώρητοι. Ασφαλώς και ανυπερθέτως ο λύχνος της ζωής των, η ευτυχία και η χαρά των, θα σβήσουν και θα εκλείψουν. Θα επέλθη δε εναντίον αυτών η καταστροφή. Θα τους κυριεύσουν ισχυροί πόνοι και ωδίνες από την επερχομένην εναντίον των θείαν οργήν.

Ιώβ. 21,18         ἔσονται δὲ ὥσπερ ἄχυρα ὑπ᾿ ἀνέμου ἢ ὥσπερ κονιορτός, ὃν ὑφείλετο λαῖλαψ.

Ιώβ. 21,18                 Θα γίνουν ωσάν τα άχυρα, τα οποία αφαρπάζει και διασκορπίζει ο άνεμος, η ωσάν κονιορτός, που τον αφήρπασε και τον διεσκόρπισεν η καταιγίς.

Ιώβ. 21,19         ἐκλίποι υἱοὺς τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ, ἀνταποδώσει πρὸς αὐτὸν καὶ γνώσεται.

Ιώβ. 21,19                 Θα εξανεμισθούν και θα χαθούν τα υπάρχοντά των. Τιποτε δεν θα απολειφθή δια τα παιδιά των. Διότι ο Κυριος θα τιμωρήση τον ασεβή εις την παρούσαν και εις την μέλλουσαν ζωήν. Και θα γνωρίση αυτός την δριμύτητα της θείας οργής.

Ιώβ. 21,20         ἴδοισαν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ τὴν ἑαυτοῦ σφαγήν, ἀπὸ δὲ Κυρίου μὴ διασωθείη·

Ιώβ. 21,20                Τα μάτια του ιδίου του ασεβούς πρέπει να ιδούν και θα ιδούν την φοβεράν εκ μέρους του Κυρίου τιμωρίαν και δεν θα διασωθή αυτός από την μάστιγα της οργής του Κυρίου.

Ιώβ. 21,21         ὅτι τὸ θέλημα αὐτοῦ ἐν οἴκῳ αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἀριθμοὶ μηνῶν αὐτοῦ διῃρέθησαν.

Ιώβ. 21,21                 Αι συνέπειαι του παρανόμου θελήματός του και της ασεβούς ζωής του θα επιπέσουν επάνω εις αυτόν και στον οίκον του. Θα απολαύση αυτά, που ειργάσθη. Και οι αριθμοί των μηνών της ζωής του θα διχοτομηθούν· δεν θα ολοκληρωθή η ζωή του.

Ιώβ. 21,22         πότερον οὐχὶ ὁ Κύριός ἐστιν ὁ διδάσκων σύνεσιν καὶ ἐπιστήμην; αὐτὸς δὲ φόνους διακρινεῖ;

Ιώβ. 21,22                Λοιπόν ο Κυριος δεν είναι εκείνος ο οποίος μας διδάσκει σύνεσιν και επιστήμην και δικαιοσύνην; Αυτός, λοιπόν, δεν είναι Εκείνος, που κρίνει δικαίως τα εγκλήματα των ανθρώπων και τους φόνους, που διαπράττουν αυτοί;

Ιώβ. 21,23         οὗτος ἀποθανεῖται ἐν κράτει ἁπλοσύνης αὐτοῦ, ὅλος δὲ εὐπαθῶν καὶ εὐθηνῶν·

Ιώβ. 21,23                Και όμως αυτός ο ασεβής συμβαίνει να κρατή μέχρι τέλους την δύναμιν και τα πλούτη του, να αποθνήσκη δε εν μέσω απολαύσεων και της αφθονίας των αγαθών του.

Ιώβ. 21,24         τὰ δὲ ἔγκατα αὐτοῦ πλήρη στέατος, μυελὸς δὲ αὐτοῦ διαχεῖται.

Ιώβ. 21,24                Τα σπλάγχνα του είναι υγιή και γεμάτα από πάχος. Ο μυελός των οστέων του εκχειλίζει, χύνεται προς τα έξω και λιπαίνει το εσωτερικον του.

Ιώβ. 21,25         ὁ δὲ τελευτᾷ ὑπὸ πικρίας ψυχῆς, οὐ φαγὼν οὐδὲν ἀγαθόν.

Ιώβ. 21,25                Ο άλλος όμως, ο ευσεβής, συμβαίνει να αποθνήσκη με την πικρίαν εις την ψυχήν, χωρίς να έχη απολαύση τίποτε καλόν, κανένα αγαθόν της ζωής.

Ιώβ. 21 ,26        ὁμοθυμαδὸν δὲ ἐπὶ γῆς κοιμῶνται, σαπρία δὲ αὐτοὺς ἐκάλυψεν.

Ιώβ. 21,26                Αλλά, μαζή κοιμώνται και οι δύο τον ύπνον του θανάτου, η αποσύνθεσις δε και η σαπίλα του τάφου εκάλυψε και τους δύο.

Ιώβ. 21,27         ὥστε οἶδα ὑμᾶς ὅτι τόλμῃ ἐπίκεισθέ μοι·

Ιώβ. 21,27                Το συμπέρασμα είναι, ότι γνωρίζω καλά σας και τας ιδέας σας και ότι επιτίθεσθε εναντίον μου με θρασύτητα

Ιώβ. 21,28         ὥστε ἐρεῖτε· ποῦ ἐστιν οἶκος ἄρχοντος; καὶ ποῦ ἐστιν ἡ σκέπη τῶν σκηνωμάτων τῶν ἀσεβῶν;

Ιώβ. 21,28                και λέγετε· Που είναι ο οίκος του ασεβούς άρχοντος; Που είναι αι στέγαι των πολυαρίθμων κατοικιών, που είχαν οι ασεβείς;

Ιώβ. 21,29         ἐρωτήσατε παραπορευομένους ὁδόν, καὶ τὰ σημεῖα αὐτῶν οὐκ ἀπαλλοτριώσετε·

Ιώβ. 21,29                Ερωτήσατε σχετικώς τους ταξιδιώτας, αυτούς που διέρχονται διαφόρους δρόμους πόλεων και χωρίων, και τας αξιοσημείωτους πληροφορίας που θα σας δώσουν μη τας απορρίπτετε.

Ιώβ. 21,30         ὅτι εἰς ἡμέραν ἀπωλείας κουφίζεται ὁ πονηρός, εἰς ἡμέραν ὀργῆς αὐτοῦ ἀπαχθήσονται.

Ιώβ. 21,30                Αυτοί θα σας πουν, ότι ο πονηρός μένει ανάλαφρος και αναπαυμένος μέχρι της ημέρας, κατά την οποίαν θα εκσπάση εναντίον του η καταστροφή. Θα έλθη η ημέρα της οργής του Κυρίου, κατά την οποίαν θα απαχθούν εις καταστροφήν οι ασεβείς.

Ιώβ. 21,31         τίς ἀπαγγελεῖ ἐπὶ προσώπου αὐτοῦ τὴν ὁδὸν αὐτοῦ; καὶ αὐτὸς ἐποίησε, τίς ἀνταποδώσει αὐτῷ;

Ιώβ. 21,31                 Εφ' όσον όμως ζη ο ασεβής και κρατεί την δύναμίν του, ποιός θα τολμήση να τον ελέγξη κατά πρόσωπον και να του αναφέρη τα κακά, τα οποία αυτός επραγματοποίησεν εις την ζωήν του; Ποιός είναι ικανός να ανταποδώση εις αυτόν την δικαίαν τιμωρίαν δι' αυτά;

Ιώβ. 21,32         καὶ αὐτὸς εἰς τάφους ἀπηνέχθη καὶ ἐπὶ σωρῶν ἠγρύπνησεν.

Ιώβ. 21,32                Και όταν αποθάνη, θα οδηγηθή στον τάφον με πομπήν και δόξαν και από το άγαλμα, το οποίον θα του στήσουν, θα φαίνεται, ως εάν αγρυπνή και επιβλέπη εις πλήθος σκηνωμάτων νεκρών.

Ιώβ. 21,33         ἐγλυκάνθησαν αὐτῷ χάλικες χειμάῤῥου, καὶ ὀπίσω αὐτοῦ πᾶς ἄνθρωπος ἀπελεύσεται, καὶ ἔμπροσθεν αὐτοῦ ἀναρίθμητοι.

Ιώβ. 21,33                Και εις αυτόν ακόμη τον άδην θα φαίνεται, ότι και τα χαλίκια του χειμάρρου του χαμογελούν. Υστερα βέβαια από αυτόν και κάθε άνθρωπος θα κατεβή εκεί στον άδην, όπως και προ αυτού έχουν κατεβή πολυάριθμοι.

Ιώβ. 21,34         πῶς δὲ παρακαλεῖτέ με κενά; τὸ δὲ ἐμὲ καταπαύσασθαι ἀφ᾿ ὑμῶν οὐδέν.

Ιώβ. 21,34                Πως λοιπόν σεις με παρηγορείτε με κούφια λόγια; Καμμίαν παρηγορίαν, καμμίαν ανάπαυσιν δεν μου φέρουν τα λόγια σας”.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10

11

12

13

14

15

16

17

18

19

20

21

22

23

24

25

26

27

28

29

30

31

32

33

34

35

36

37

38

39

40

41

42