ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ- ΚΕΦ. 7-12

 

 

ΛΟΓΟΙ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7- ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΗ Η ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΣΤΟ ΝΑΟ  

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ ΣΤΟΝ ΙΕΡΕΜΙΑ ΝΑ ΠΡΟΣΕΥΧΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΛΑΟ

ΑΠΟΚΡΟΥΣΤΙΚΗ Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΣΤΑ ΕΙΔΩΛΑ

                           Αδικαιολόγητη η εμπιστοσύνη στο ναό

Ιερ. 7,1             Ἀκούσατε λόγον Κυρίου πᾶσα Ἰουδαία.

Ιερ. 7,2                      Ολη η χώρα της Ιουδαίας, όλοι οι κατοικούντες εις αυτήν ακούσατε λόγον Κυρίου·

Ιερ. 7,3             τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ· διορθώσατε τὰς ὁδοὺς ὑμῶν καὶ τὰ ἐπιτηδεύματα ὑμῶν, καὶ κατοικιῶ ὑμᾶς ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ.

Ιερ. 7,3                      αυτά λέγει Κυριος ο Θεός του Ισραηλιτικού λαού· Διορθώσατε τους δρόμους της ζωής σας και τα έργα σας, και εγώ θα σας εγκαταστήσω ασφαλώς και μονίμως στον τόπον αυτόν.

Ιερ. 7,4             μὴ πεποίθατε ἐφ᾿ ἑαυτοῖς ἐπὶ λόγοις ψευδέσιν, ὅτι τὸ παράπαν οὐκ ὠφελήσουσιν ὑμᾶς λέγοντες· ναὸς Κυρίου, ναὸς Κυρίου ἐστίν.

Ιερ. 7,4                      Μη έχετε πεποίθησιν στον εαυτόν σας. Μη δίδετε εμπιστοσύνην εις τα ψευδή λόγια των ψευοοπροφητών, διότι τίποτε απολύτως δεν θα σας ωφελήσουν εκείνοι οι οποίοι λέγουν· Ο ναός του Κυρίου ευρίσκεται εις την χώραν μας, άρα ο Θεός είναι μαζή μας!

Ιερ. 7,5             ὅτι ἐὰν διορθοῦντες διορθώσητε τὰς ὁδοὺς ὑμῶν καὶ τὰ ἐπιτηδεύματα ὑμῶν καὶ ποιοῦντες ποιήσητε κρίσιν ἀνὰ μέσον ἀνδρὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ πλησίον αὐτοῦ

Ιερ. 7,5                      Μονον εάν με επιμέλειαν και αποφασιστικότητα διορθώσετε τους δρόμους της ζωής σας και τα έργα των χειρών σας, εάν εφαρμόσετε και αποδόσετε δικαιοσύνην μεταξύ του ενός ανθρώπου και του άλλου ανθρώπου,

Ιερ. 7,6             καὶ προσήλυτον καὶ ὀρφανὸν καὶ χήραν μὴ καταδυναστεύσητε καὶ αἷμα ἀθῷον μὴ ἐκχέητε ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ καὶ ὀπίσω θεῶν ἀλλοτρίων μὴ πορεύησθε εἰς κακὸν ὑμῖν,

Ιερ. 7,6                      εάν δεν καταδυναστεύετε τον ξένον, το ορφανόν και την χήραν, εάν δεν χύνετε αίμα αθώου στον τόπον αυτόν και δεν τρέχετε πίσω από ξένους ειδωλολατρικούς θεούς, προς καταστροφήν σας και όλεθρόν σας,

Ιερ. 7,7             καὶ κατοικιῶ ὑμᾶς ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ, ἐν γῇ, ᾗ ἔδωκα τοῖς πατράσιν ὑμῶν ἐξ αἰῶνος καὶ ἕως αἰῶνος.

Ιερ. 7,7                      εγώ θα σας εγκαταστήσω ως μονίμους κατοίκους εις την χώραν αυτήν, εις την γην της Επαγγελίας, την οποίαν έδωσα στους προγόνους σας από αρχαιοτάτων χρόνων, δια να γίνη και μείνη παντοτεινή σας κατοικία.

Ιερ. 7,8             εἰ δὲ ὑμεῖς πεποίθατε ἐπὶ λόγοις ψευδέσιν, ὅθεν οὐκ ὠφεληθήσεσθε,

Ιερ. 7,8                      Εάν όμως σεις στηρίξετε την πεποίθησιν σας στους ψευδείς λόγους των ψευδοπροφητών, από τους οποίους τίποτε δεν έχετε να ωφεληθήτε,

Ιερ. 7,9             καὶ φονεύετε καὶ μοιχᾶσθε καὶ κλέπτετε καὶ ὀμνύετε ἐπ᾿ ἀδίκῳ καὶ θυμιᾶτε τῇ Βάαλ καὶ ἐπορεύεσθε ὀπίσω θεῶν ἀλλοτρίων, ὧν οὐκ οἴδατε, τοῦ κακῶς εἶναι ὑμῖν

Ιερ. 7,9                      και διαπράττετε φόνους και μοιχείας και κλέπτετε και ορκιζεσθε ψευδείς και αδίκους όρκους και προσφέρετε θυμίαμα στο είδωλον του Βααλ, εάν γενικώς, προς ιδικήν σας συμφοράν και θλίψιν, ακολουθήτε οπίσω ξένων θεών, οπίσω των ειδώλων, τα οποία προηγουμένως δεν γνωρίζατε, εάν καθ' ον χρόνον διαπράττετε ακόμη τας παραβάσεις αυτάς

Ιερ. 7,10            καὶ ἤλθετε καὶ ἔστητε ἐνώπιον ἐμοῦ ἐν τῷ οἴκῳ, οὗ ἐπικέκληται τὸ ὄνομά μου ἐπ᾿ αὐτῷ, καὶ εἴπατε· ἀπεσχήμεθα τοῦ μὴ ποιεῖν πάντα τὰ βδελύγματα ταῦτα,

Ιερ. 7,10                    αμετανόητοι έλθετε και σταθήτε ενώπιόν μου στον οίκον μου, ο οποίος φέρει το Ονομά μου, και όρθιοι να μου ειπήτε, ότι ημείς έχομεν απομακρυνθή από όλα αυτά τα βδελυρά πράγματα,

Ιερ. 7,11            μὴ σπήλαιον λῃστῶν ὁ οἶκός μου, οὗ ἐπικέκληται τὸ ὄνομά μου ἐπ᾿ αὐτῷ ἐκεῖ, ἐνώπιον ὑμῶν; καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἑώρακα, λέγει Κύριος,

Ιερ. 7,11                     εγώ σας απαντώ· μήπως δια σας ο ναός μου, ο αφιερωμένος στο Ονομά μου, εγινε σπήλαιον ληστών; Ιδού εγώ βλέπω καλά, ποίοι είσθε και τι πράττετε, λέγει ο Κυριος.

Ιερ. 7,12            ὅτι πορεύθητε εἰς τὸν τόπον μου τὸν ἐν Σηλώ, οὗ κατεσκήνωσα τὸ ὄνομά μου ἐκεῖ ἔμπροσθεν, καὶ ἴδετε ἃ ἐποίησα αὐτῷ ἀπὸ προσώπου κακίας λαοῦ μου Ἰσραήλ.

Ιερ. 7,12                    Πηγαίνετε στον τόπον μου, εις Σηλώ, όπου εις παλαιοτέραν εποχήν εγώ είχα κατασκηνώσει και επεκαλείτο εκεί το Ονομά μου, ιδέτε εκείνα, τα οποία εγώ έκαμα εξ αιτίας της παρανομίας του ισραηλιτικού λαού.

Ιερ. 7,13            καὶ νῦν ἀνθ᾿ ὧν ἐποιήσατε πάντα τὰ ἔργα ταῦτα, καὶ ἐλάλησα πρὸς ὑμᾶς καὶ οὐκ ἠκούσατέ μου, καὶ ἐκάλεσα ὑμᾶς καὶ οὐκ ἀπεκρίθητε,

Ιερ. 7,13                    Και τώρα επειδή και σεις επράξατε όλα εκείνα τα πονηρά έργα των προγόνων σας και ωμίλησα προς σας και δεν ηθελήσατε να υπακούσετε, σας εκάλεσα και δεν απαντήσατε,

Ιερ. 7,14            τοίνυν κἀγὼ ποιήσω τῷ οἴκῳ τούτῳ, ᾧ ἐπικέκληται τὸ ὄνομά μου ἐπ᾿ αὐτῷ, ἐφ᾿ ᾧ ὑμεῖς πεποίθατε ἐπ᾿ αὐτῷ, καὶ τῷ τόπῳ, ᾧ ἔδωκα ὑμῖν καὶ τοῖς πατράσιν ὑμῶν, καθὼς ἐποίησα τῇ Σηλώ.

Ιερ. 7,14                    λοιπόν, και εγώ θα πράξω στον τόπον αυτόν, όπου επικαλείται το Ονομά μου και στον οποίον και σεις είχατε πίστιν και πεποίθησιν, στον τόπον αυτόν τον οποίον εδωσα εις σας και στους προγόνους σας, θα κάμω ο,τι έκαμα και εις την περιοχήν Σηλώ.

Ιερ. 7,15            καὶ ἀποῤῥίψω ὑμᾶς ἀπὸ προσώπου μου, καθὼς ἀπέῤῥιψα τοὺς ἀδελφοὺς ὑμῶν, πᾶν τὸ σπέρμα Ἐφραίμ.

Ιερ. 7,15                    Θα σας απορρίψω από ενώπιόν μου, όπως απέρριψα τους αδελφούς σας, όλην την φυλήν του Εφραίμ.

 

                             Ο Κύριος απαγορεύει στον Ιερεμία να προσεύχεται για το λαό

Ιερ. 7,16            καὶ σύ μὴ προσεύχου περὶ τοῦ λαοῦ τούτου καὶ μὴ ἀξιοῦ τοῦ ἐλεηθῆναι αὐτοὺς καὶ μὴ εὔχου καὶ μὴ προσέλθῃς μοι περὶ αὐτῶν, ὅτι οὐκ εἰσακούσομαι.

Ιερ. 7,16                    Και συ, προφήτα Ιερεμία, παύσε να προσεύχεσαι υπέρ του λαού αυτού και μη έχης την αξίωσιν να τους ελεήσω. Μη προσεύχεσαι υπέρ αυτών και μη προσέλθης ενώπιόν μου μεσιτεύων δι' αυτούς, διότι εγώ δεν θα σε ακούσω.

Ιερ. 7,17            ἦ οὐχ ὁρᾷς τί αὐτοὶ ποιοῦσιν ἐν ταῖς πόλεσιν Ἰούδα καὶ ἐν ταῖς ὁδοῖς Ἱερουσαλήμ;

Ιερ. 7,17                    Αλήθεια, δεν βλέπεις τι κάμνουν αυτοί εις τας διαφόρους πόλστου 'Ιουδα και στους δρόμους της Ιερουσαλήμ;

Ιερ. 7,18            οἱ υἱοὶ αὐτῶν συλλέγουσι ξύλα, καὶ οἱ πατέρες αὐτῶν καίουσι πῦρ, καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν τρίβουσι σταῖς τοῦ ποιῆσαι χαυῶνας τῇ στρατιᾷ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἔσπεισαν σπονδὰς θεοῖς ἀλλοτρίοις, ἵνα παροργίσωσί με.

Ιερ. 7,18                    Τα παιδιά των μαζεύουν ξύλα, οι γονείς των καίουν αυτά εις πυρ, αι δε γυναίκες ζυμώνουν φυράματα, δια να κατασκευάσουν άρτους, προσφοράς τιρός τιμήν της στρατιάς των αστέρων του ουρανού και να προσφέρουν σπονδάς εις ξένους θεούς, δια να με εξοργίζουν εναντίον των.

Ιερ. 7,19            μὴ ἐμὲ αὐτοὶ παροργίζουσι; λέγει Κύριος· οὐχὶ ἑαυτούς, ὅπως καταισχυνθῇ τὰ πρόσωπα αὐτῶν;

Ιερ. 7,19                    Μηπως με αυτά, που διαπράττουν και με εξοργίζουν, βλάπτουν εμέ; λέγει ο Κυριος. Δεν βλάπτουν τον εαυτόν των με αποτέλεσμα να καταισχυνθούν τα πρόσωπά των;

Ιερ. 7,20            διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ ὀργὴ καὶ θυμός μου χεῖται ἐπὶ τὸν τόπον τοῦτον καὶ ἐπὶ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἐπὶ τὰ κτήνη καὶ ἐπὶ πᾶν ξύλον τοῦ ἀγροῦ αὐτῶν καὶ ἐπὶ τὰ γεννήματα τῆς γῆς, καὶ καυθήσεται καὶ οὐ σβεσθήσεται.

Ιερ. 7,20                   Δια τούτο αυτά λέγει ο Κυριος· Ιδού, η οργή και ο θυμός μου θα εκσπάσουν και θα εκχυθούν εναντίον της χώρας αυτής, εναντίον των ανθρώπων, που κατοικούν αυτήν, και εναντίον των κτηνών, εναντίον όλων των δένδρων της υπαίθρου και των προϊόντων της χώρας των. Ο θυμός μου θα ανάψη και δεν θα σβήση.

 

                              Αποκρουστική η λατρεία του λαού στα είδωλα

Ιερ. 7,21            τάδε λέγει Κύριος· τὰ ὁλοκαυτώματα ὑμῶν συναγάγετε μετὰ τῶν θυσιῶν ὑμῶν καὶ φάγετε κρέα.

Ιερ. 7,21                    Αυτά λέγει ο Κυριος· Μαζέψτε και πάρτε από τα μάτιά μου τα ολοκαυτώματα σας, όπως και όλας τας άλλας θυσίας σας, και φάγετε μόνοι σας τα κρέατα. Τιποτε δεν έχετε να ωφεληθήτε από αυτά,

Ιερ. 7,22            ὅτι οὐκ ἐλάλησα πρὸς τοὺς πατέρας ὑμῶν καὶ οὐκ ἐνετειλάμην αὐτοῖς ἐν ἡμέρᾳ, ᾗ ἀνήγαγον αὐτοὺς ἐκ γῆς Αἰγύπτου, περὶ ὁλοκαυτωμάτων καὶ θυσίας·

Ιερ. 7,22                   διότι εγώ δεν ωμίλησα προς τους προγόνους σας, δεν έδωσα εις αυτούς εντολήν, κατά την έποχην εκείνην, που τους έβγαλα ελευθέρους από την χώραν της Αιγύπτου, περί ολοκαυτωμάτων και άλλων θυσιών.

Ιερ. 7,23            ἀλλ᾿ ἢ τὸ ῥῆμα τοῦτο ἐνετειλάμην αὐτοῖς, λέγων· ἀκούσατε τῆς φωνῆς μου, καὶ ἔσομαι ὑμῖν εἰς Θεόν, καὶ ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι εἰς λαόν· καὶ πορεύεσθε ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς μου, αἷς ἂν ἐντείλωμαι ὑμῖν, ὅπως ἂν εὖ ᾖ ὑμῖν.

Ιερ. 7,23                   Αλλά κυρίως τους έδωσα αυτήν την εντολήν λέγων· Ακούσατε τους λόγους μου, συμμορφωθήτε προς τας εντολάς μου και εγώ θα είμαι ο Θεός σας και σεις θα είσθε ο λαός μου. Βαδίζετε όλους τους δρόμους των εντολών μου, δια να κατευοδωθήτε και ευτυχήσετε.

Ιερ. 7,24            καὶ οὐκ ἤκουσάν μου, καὶ οὐ προσέσχε τὸ οὖς αὐτῶν, ἀλλ᾿ ἐπορεύθησαν ἐν τοῖς ἐνθυμήμασι τῆς καρδίας αὐτῶν τῆς κακῆς καὶ ἐγενήθησαν εἰς τὰ ὄπισθεν καὶ οὐκ εἰς τὰ ἔμπροσθεν.

Ιερ. 7,24                   Αλλα εκείνοι δεν με άκουσαν. Δεν ήνοιξαν τα αυτιά των να προσέξουν εις τα λόγια μου, άλλα επορεύθησαν σύμφωνα με τας πονηράς επιθυμίας των διεφθαρμένων καρδιών των και έτσι οπισθοδρόμησαν δεν προώδευσαν.

Ιερ. 7,25            ἀφ᾿ ἧς ἡμέρας ἐξήλθοσαν οἱ πατέρες αὐτῶν ἐκ γῆς Αἰγύπτου καὶ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης, καὶ ἐξαπέστειλα πρὸς ὑμᾶς πάντας τοὺς δούλους μου, τοὺς προφήτας, ἡμέρας καὶ ὄρθρου, καὶ ἀπέστειλα,

Ιερ. 7,25                   Από την εποχήν, κατά την οποίαν οι προπάτορές των εβγήκαν ελεύθεροι από την χώραν της Αιγύπτου, και μέχρι της ημέρας αυτής έστειλα προς σας όλους τους δούλους μου, τους προφήτας, τους έστειλα να ομιλούν προς αυτούς από πρωΐας μέχρις εσπέρας.

Ιερ. 7,26            καὶ οὐκ εἰσήκουσάν μου, καὶ οὐ προσέσχε τὸ οὖς αὐτῶν, καὶ ἐσκλήρυναν τὸν τράχηλον αὐτῶν ὑπὲρ τοὺς πατέρας αὐτῶν.

Ιερ. 7,26                   Εκείνοι όμώς δεν με ήκουσαν, δεν ηνοιξαν τα αυτιά των, να προσέξουν τα λόγιά μου και εσκλήρυναν τον τράχηλον αυτών περισσότερον από τους προγόνους των.

Ιερ. 7,28            καὶ ἐρεῖς αὐτοῖς τοῦτον τὸν λόγον· τοῦτο τὸ ἔθνος, ὃ οὐκ ἤκουσε τῆς φωνῆς Κυρίου οὐδὲ ἐδέξατο παιδείαν, ἐξέλιπεν ἡ πίστις ἐκ στόματος αὐτῶν. -

Ιερ. 7,28                   Θα είπης λοιπόν συ, προφήτα Ιερεμία, εις αυτούς τούτον τον λόγον· Αυτό είναι το έθνος, τα οποίον δεν ήκουσε την φωνήν του Κυρίου του, ούτε και εδέχθη την παιδαγωγίαν και μόρφωσιν παρά του Θεού. Εξηφανίσθη η φιλαλήθεια και η ειλικρίνεια από το στόμα αυτών.

Ιερ. 7,29            Κεῖραι τὴν κεφαλήν σου καὶ ἀπόῤῥιπτε καὶ ἀνάλαβε ἐπὶ χειλέων θρῆνον, ὅτι ἀπεδοκίμασε Κύριος καὶ ἀπώσατο τὴν γενεὰν τὴν ποιοῦσαν ταῦτα.

Ιερ. 7,29                   Εις ένδειξιν πένθους ξύρισε τας τρίχας της κεφαλής σου και απόρριψε τας. Ανάλαβε θρήνους και μοιρολόγια εις τα χείλη σου, διότι ο Κυριος απεδοκίμασε και απέκρουσε την γενεάν, η οποία διαπράττει αυτάς τας παρανομίας.

Ιερ. 7,30            ὅτι ἐποίησαν οἱ υἱοὶ Ἰούδα τὸ πονηρὸν ἐναντίον ἐμοῦ, λέγει Κύριος· ἔταξαν τὰ βδελύγματα αὐτῶν ἐν τῷ οἴκῳ, οὗ ἐπικέκληται τὸ ὄνομά μου ἐπ᾿ αὐτόν, τοῦ μιᾶναι αὐτόν·

Ιερ. 7,30                   Διότι οι Ιουδαίοι διέπραξαν πονηρίας ενώπιόν μου, λέγει ο Κυριος. Εφθασαν μέχρι του σημείου να εγκαταστήσουν τα βδελυρά των είδωλα στον ναόν μου, εκεί όπου επικαλείται το Ονομά μου, δια να τον μολύνουν.

Ιερ. 7,31            καὶ ᾠκοδόμησαν τὸν βωμὸν τοῦ Ταφέθ, ὅς ἐστιν ἐν φάραγγι υἱοῦ Ἐννόμ, τοῦ κατακαίειν τοὺς υἱοὺς αὐτῶν καὶ τὰς θυγατέρας αὐτῶν ἐν πυρί, ὃ οὐκ ἐνετειλάμην αὐτοῖς καὶ οὐ διενοήθην ἐν τῇ καρδίᾳ μου.

Ιερ. 7,31                    Εκτισαν βωμόν του Ταφέθ, που ευρίσκεται εις την φάραγγα του υιού Εννόμ, δια να κατακαίουν εκεί επάνω στο πυρ τους υιούς και τας θυγατέρας των, πράγμα το οποίον εγώ ποτέ δεν τους διέταξα να το κάμουν, ούτε καν και το εσκέφθην.

Ιερ. 7,32            διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἡμέραι ἔρχονται, λέγει Κύριος, καὶ οὐκ ἐροῦσιν ἔτι· Βωμὸς τοῦ Ταφὲθ καὶ φάραγξ υἱοῦ Ἐννόμ, ἀλλ᾿ ἢ Φάραγξ τῶν ἀνῃρημένων, καὶ θάψουσιν ἐν τῷ Ταφὲθ διὰ τὸ μὴ ὑπάρχειν τόπον.

Ιερ. 7,32                   Δια τούτο ιδού, έρχονται ημέραι, λέγει ο Κυριος και δεν θα ονομάζουν πλέον την περιοχήν “Βωμός του Ταφέθ” η “Φαραγξ υιού Εννόμ”, αλλά θα την ονομάζουν «“Φαραγξ των φονευομένων”, τους οποίους θα θάψουν εις Ταφέθ, διότι όλοι οι άλλοι τόποι θα έχουν γεμίσει και δεν θα υπάρχη άλλου χώρος εις ταφήν των φονευομένων.

Ιερ. 7,33            καὶ ἔσονται οἱ νεκροὶ τοῦ λαοῦ τούτου εἰς βρῶσιν τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τοῖς θηρίοις τῆς γῆς, καὶ οὐκ ἔσται ὁ ἀποσοβῶν.

Ιερ. 7,33                    Οι νεκροί του λαού αυτού θα είναι άταφοι, τροφή των ορνέων του ουρανού και των θηρίων της γης. Και δεν θα υπάρχη κανείς άνθρωπος να απομακρύνη τα όρνεα και τα θηρία από τα πτώματα.

Ιερ. 7,34            καὶ καταλύσω ἐκ πόλεων Ἰούδα καὶ ἐκ διόδων Ἱερουσαλὴμ φωνὴν εὐφραινομένων καὶ φωνὴν χαιρόντων, φωνὴν νυμφίου καὶ φωνὴν νύμφης, ὅτι εἰς ἐρήμωσιν ἔσται πᾶσα ἡ γῆ.

Ιερ. 7,34                   Θα καταργήσω και θα καταπαύσω εις τας πόλεις της χώρας Ιούδα και στους δρόμους της Ιερουσαλήμ γενικώς, φωνήν ανθρώπων που ευφραίνονται, φωνήν ανθρώπων που χαίρουν, φωνήν νυμφίου και φωνήν νύμφης, διότι η χώρα αυτή θα έχη πλέον παραδοθή εις καταστροφήν και ερήμωσιν.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8- Η ΕΜΜΟΝΗ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΣΤΟ ΚΑΚΟ ΚΑΙ Η ΔΙΚΑΙΗ ΤΙΜΩΡΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Η ΘΛΙΨΗ ΤΟΥ ΙΕΡΕΜΙΑ

                            Η εμμονή του λαού στο κακό και η δίκαιη τιμωρία του Θεού

Ιερ. 8,1             Ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, λέγει Κύριος, ἐξοίσουσι τὰ ὀστᾶ τῶν βασιλέων Ἰούδα καὶ τὰ ὀστᾶ τῶν ἀρχόντων αὐτοῦ καὶ τὰ ὀστᾶ τῶν ἱερέων καὶ τὰ ὀστᾶ προφητῶν καὶ τὰ ὀστᾶ τῶν κατοικούντων ἐν Ἱερουσαλὴμ ἐκ τῶν τάφων αὐτῶν

Ιερ. 8,1                      Κατά την εποχήν εκείνην των συμφορών και του ολέθρου, λέγει ο Κυριος, οι εχθροί θα τυμβωρυχήσουν, θα βγάλουν από τους τάφους τα οστά των βασιλέων και τα οστά των άλλων αρχόντων του βασιλείου αυτού, τα οστά των ιερέων και των ψευδοπροφητών και τα οστά όλων των κατοίκων της Ιερουσαλήμ.

Ιερ. 8,2             καὶ ψύξουσιν αὐτὰ πρὸς τὸν ἥλιον καὶ τὴν σελήνην καὶ πρὸς πάντας τοὺς ἀστέρας καὶ πρὸς πᾶσαν τὴν στρατιὰν τοῦ οὐρανοῦ, ἃ ἠγάπησαν, καὶ οἷς ἐδούλευσαν καὶ ὧν ἐπορεύθησαν ὀπίσω αὐτῶν καὶ ὧν ἀντείχοντο καὶ οἷς προσεκύνησαν αὐτοῖς· οὐ κοπήσονται καὶ οὐ ταφήσονται, καὶ ἔσονται εἰς παράδειγμα ἐπὶ προσώπου τῆς γῆς,

Ιερ. 8,2                     Θα τα ξηράνουν εκθέτοντες αυτά στον ήλιον και την σελήνην και εις όλους τους αστέρας και εις όλην την στρατιάν των αστέρων του ουρανού, τους οποίους ηγάπησαν και δουλικώς ελάτρευσαν και οπίσω των οποίων επορεύθησαν και επάνω στους οποίους εστήριξαν την πεποίθησιν των και τους προσεκύνησαν. Δεν θα ακουσθή δι' αυτούς επικήδειος θρήνος και κοπετός. Δεν θα ενταφιασθούν, θα μείνουν άταφοι, θα γίνουν έτσι παράδειγμα δι' όλους τους ανθρώπους της γης,

Ιερ. 8,3             ὅτι εἵλοντο τὸν θάνατον ἢ τὴν ζωήν, καὶ πᾶσι τοῖς καταλοίποις τοῖς καταλειφθεῖσιν ἀπὸ τῆς γενεᾶς ἐκείνης ἐν παντὶ τόπῳ, οὗ ἐὰν ἐξώσω αὐτοὺς ἐκεῖ. -

Ιερ. 8,3                      διότι επροτίμησαν τον θάνατον και οχι την ζωήν. Θα τιμωρήσω δε και όλους εκείνους, που θα απομείνουν από την γενεάν αυτήν εις κάθε τόπον, όπου θα τους έχω διασκορπίσει.

Ιερ. 8,4             Ὅτι τάδε λέγει Κύριος· μὴ ὁ πίπτων οὐκ ἀνίσταται; ἢ ὁ ἀποστρέφων οὐκ ἀναστρέφει;

Ιερ. 8,4                     Αυτά λέγει ακόμη ο Κυριος· Μηπως εκείνος που πίπτει, δεν σηκώνεται; Μηπως εκείνος ο οποίος χάνει τον δρόμον του και παραπλανάται, δεν προσπαθεί να επιστρέψη στον δρόμον του;

Ιερ. 8,5             διατί ἀπέστρεψεν ὁ λαός μου οὗτος ἀποστροφὴν ἀναιδῆ καὶ κατεκρατήθησαν ἐν τῇ προαιρέσει αὐτῶν καὶ οὐκ ἠθέλησαν τοῦ ἐπιστρέψαι;

Ιερ. 8,5                      Διατί όμως αυτός ο λαός μου παραπλανάται εις μίαν αναιδή απομάκρυνσιν από εμέ και επιμένουν πεισμόνως εις την κακήν των διάθεσιν και δεν ηθέλησαν να επανέλθουν προς εμέ;

Ιερ. 8,6             ἐνωτίσασθε δὴ καὶ ἀκούσατε· οὐχ οὕτω λαλήσουσιν· οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος μετανοῶν ἀπὸ τῆς κακίας αὐτοῦ, λέγων· τί ἐποίησα; διέλιπεν ὁ τρέχων ἀπὸ τοῦ δρόμου αὐτοῦ ὡς ἵππος κάθιδρος ἐν χρεμετισμῷ αὐτοῦ.

Ιερ. 8,6                     Ακούσατε, λοιπόν, και βάλετε μέσα εις τα αυτιά σας. Δεν ομιλούν οι Ιουδαίοι, όπως πρέπει. Δεν υπάρχει μεταξύ των άνθρωπος, ο οποίος να μετανοή δια την κακίαν του και να λέγη· Τι διέπραξα; Απεκαμεν ο Ισραηλιτικός λαός τρέχων στον δρόμον της ειδωλολατρείας, ωσάν κάθιδρος και χρεμετίζων ίππος.

Ιερ. 8,7             καὶ ἡ ἀσίδα ἐν τῷ οὐρανῷ ἔγνω τὸν καιρὸν αὐτῆς, τρυγὼν καὶ χελιδών, ἀγροῦ στρουθία ἐφύλαξαν καιροὺς εἰσόδων ἑαυτῶν, ὁ δὲ λαός μου οὗτος οὐκ ἔγνω τὰ κρίματα Κυρίου.

Ιερ. 8,7                      Ο πελαργός, το πτηνόν αυτό του ουρανού, γνωρίζει τους καιρούς της μεταναστεύσεώς του. Η τρυγόνα και το χελιδόνι, τα στρουθία του αγρού, γχωρίζουν τους καιρούς της επιστροφής των. Αυτός όμως ο λαός μου δεν έμαθε τους νόμους εμού του Κυρίου του.

Ιερ. 8,8             πῶς ἐρεῖτε· ὅτι σοφοί ἐσμεν ἡμεῖς, καὶ νόμος Κυρίου μεθ᾿ ἡμῶν ἐστιν; εἰς μάτην ἐγενήθη σχοῖνος ψευδὴς γραμματεῦσιν.

Ιερ. 8,8                     Πως, λοιπόν, θα πήτε· Ημείς είμεθα σοφοί και ο νόμος του Κυρίου είναι μαζή μας; Ματαιότητας και ψευδολογίας έγραψεν ο κάλαμος των γραμματέων σας.

Ιερ. 8,9             ᾐσχύνθησαν σοφοὶ καὶ ἐπτοήθησαν καὶ ἑάλωσαν, ὅτι τὸν λόγον Κυρίου ἀπεδοκίμασαν· σοφία τίς ἐστιν ἐν αὐτοῖς;

Ιερ. 8,9                     Κατησχύνθησαν οι σοφοί σας, επτοήθησαν και επανικοβλήθησαν, εκυριεύθησαν και έγιναν δούλοι, διότι απεδοκίμασαν τον λόγον του Κυρίου. Ποία, λοιπόν, σοφία υπάρχει εις αυτούς;

Ιερ. 8,10            διὰ τοῦτο δώσω τὰς γυναῖκας αὐτῶν ἑτέροις καὶ τοὺς ἀγροὺς αὐτῶν τοῖς κληρονόμοις·

Ιερ. 8,10                    Δια τούτο θα δώσω τας γυναίκας των εις άλλους και τους αγρούς των εις άλλους κληρονόμους.

Ιερ. 8,13            καὶ συνάξουσι τὰ γεννήματα αὐτῶν, λέγει Κύριος, οὐκ ἔστι σταφυλὴ ἐν ταῖς ἀμπέλοις, καὶ οὐκ ἔστι σῦκα ἐν ταῖς συκαῖς, καὶ τὰ φύλλα κατεῤῥύηκεν.

Ιερ. 8,13                    Αλλοι θα μαζεύσουν τα προϊόντα των αγρών των, λέγει ο Κυριος. Δεν θα υπάρχη δι' αυτούς σταφυλή εις τας αμπέλους των, ούτε σύκα εις τις συκές των. Καίι αυτά άκομα τα φύλλα θα έχουν πέσει.

Ιερ. 8,14            ἐπὶ τί ἡμεῖς καθήμεθα; συνάχθητε καὶ εἰσέλθωμεν εἰς τὰς πόλεις τὰς ὀχυρὰς καὶ ἀποῤῥιφῶμεν, ὅτι Θεὸς ἀπέῤῥιψεν ἡμᾶς καὶ ἐπότισεν ἡμᾶς ὕδωρ χολῆς, ὅτι ἡμάρτομεν ἐναντίον αὐτοῦ.

Ιερ. 8,14                    Από τον φόβον των επερχομένων εχθρών θα λέγουν· Διατί μένομεν ήσυχοι και αργοί; Συγκεντρωθήτε και ας εισέλθωμεν εις τας οχυράς πόλεις μας, δια να χαθώμε εκεί, διότι ο Θεός μας απέρριψεν από το πρόσωπόν του. Μας επότισε με νερό πικρίας, διότι ημαρτήσαμεν ενώπιον αυτού.

Ιερ. 8,15            συνήχθημεν εἰς εἰρήνην, καὶ οὐκ ἦν ἀγαθά· εἰς καιρὸν ἰάσεως, καὶ ἰδοὺ σπουδή.

Ιερ. 8,15                    Συνεκεντρώθημεν, δια να απολαύσωμεν την ειρηνικήν ζωήν, και όμως κανένα αγαθόν δεν είδαμεν. Ηλπίζομεν εις καιρόν θεραπείας και λυτρώσεως από τα δεινά, και ιδού αντί αυτών μας συνέχει τρόμος και φυγή.

Ιερ. 8,16            ἐκ Δὰν ἀκουσόμεθα φωνὴν ὀξύτητος ἵππων αὐτοῦ, ἀπὸ φωνῆς χρεμετισμοῦ ἱππασίας ἵππων αὐτοῦ ἐσείσθη πᾶσα ἡ γῆ· καὶ ἥξει καὶ καταφάγεται τὴν γῆν καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς, πόλιν καὶ τοὺς κατοικοῦντας ἐν αὐτῇ.

Ιερ. 8,16                    Από την περιοχήν Δαν ηκούσαμεν την διαπεραστικήν φωνήν των ίππων του εχθρού, και από τον θόρυβον του χρεμετσμού του ιππικού του εσείσθη όλη η γη. Ο στρατός αυτός θα επέλθη εναντίον μας, θα καταφάγη την χώραν μας και τα προϊόντα αυτής, κάθε πόλιν και τους κατοικούντας εις αυτήν.

Ιερ. 8,17            διότι ἰδοὺ ἐγὼ ἐξαποστέλλω εἰς ὑμᾶς ὄφεις θανατοῦντας, οἷς οὐκ ἔστιν ἐπᾷσαι, καὶ δήξονται ὑμᾶς

Ιερ. 8,17                    Διότι εγώ θα εξαποστείλω εναντίον σας δηλητηριώδεις θανατηφόρους όφεις, οι οποίοι δεν είναι δυνατόν να γοητευθούν από μάγους και να γίνουν ακίνδυνοι. Αυτοί και θα σας δαγκώσουν.

Ιερ. 8,18            ἀνίατα μετ᾿ ὀδύνης καρδίας ὑμῶν ἀπορουμένης.

Ιερ. 8,18                    Τα δήγματα αυτών θα είναι οδυνηρά και αθεράπευτα, η καρδία σας θα πλημμυρίση από πόνον. Θα ευρίσκεται εις ατονίαν και αδυναμίαν.

                       

                            Η θλίψη του Ιερεμία

Ιερ. 8,19            ἰδοὺ φωνὴ κραυγῆς θυγατρὸς λαοῦ μου ἀπὸ γῆς μακρόθεν· μὴ Κύριος οὐκ ἔστιν ἐν Σιών; ἢ βασιλεὺς οὐκ ἔστιν ἐκεῖ; διατί παρώργισάν με ἐν τοῖς γλυπτοῖς αὐτῶν καὶ ἐν ματαίοις ἀλλοτρίοις;

Ιερ. 8,19                    Ιδού, η φωνή της κραυγής της θυγατρός μου, του ισραηλιτικού δηλαδή λαού, έρχεται από μακράν, από τον τόπον της εξορίας και λέγει· Δεν υπάρχει, λοιπόν, ο Κυριος εις την Σιών, η δεν υπάρχει βασιλεύς εκεί; Και ο Θεός απαντά· Δεν υπάρχει, διότι και αυτοί με εξώργισαν με τα γλυπτά των αγάλματα και με τα μάταια είδωλα ξένων θεών.

Ιερ. 8,20            διῆλθε θέρος, παρῆλθεν ἄμητος, καὶ ἡμεῖς οὐ διεσώθημεν.

Ιερ. 8,20                   Ηλθεν η εποχή του θερισμού, θα λέγουν οι Ισραηλίται, παρήλθεν ο καιρός της συγκομιδής και ημείς δεν διεσώθημεν.

Ιερ. 8,21            ἐπὶ συντρίμματι θυγατρὸς λαοῦ μου ἐσκοτώθην· ἐν ἀπορίᾳ κατίσχυσάν με ὠδῖνες ὡς τικτούσης.

Ιερ. 8,21                    Δια την συντριβήν και καταστροφήν της θυγατρός μου αυτής του Ισραηλιτικού λαού, λέγει ο προφήτης, με κατέλαβε σκοτοδίνη. Ευρέθην εις απορίαν, με κατέλαβαν πόνοι, ωσάν της γυναικός που γεννά.

Ιερ. 8,22            μὴ ῥητίνη οὐκ ἔστιν ἐν Γαλαάδ, ἢ ἰατρὸς οὐκ ἔστιν ἐκεῖ; διατί οὐκ ἀνέβη ἴασις θυγατρὸς λαοῦ μου;

Ιερ. 8,22                   Δεν υπάρχει λοιπόν ιαματικόν βάλσαμον εις την χώραν Γαλαάδ, η δεν ευρίσκεται εκεί Ιατρός; Διατί δεν εθεραπεύθη η θυγάτηρ μου, ο λαός μου;

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9- ΘΡΗΝΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΟΥΔΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ

                           Θρήνος για τον Ιούδα και την Ιερουσαλήμ

Ιερ. 9,1             Τὶς δώσει κεφαλῇ μου ὕδωρ καὶ ὀφθαλμοῖς μου πηγὴν δακρύων, καὶ κλαύσομαι τὸν λαόν μου τοῦτον ἡμέρας καὶ νυκτός, τοὺς τετραυματισμένους θυγατρὸς λαοῦ μου;

Ιερ. 9,1                      Ποιός θα δώση εις την κεφαλήν μου ύδωρ και πηγήν δακρύων εις τα μάτια μου, δια να κλαύσω τον λαόν μου αυτόν ημέραν και νύκτα και τους νεκρούς της θυγατρός μου, δηλαδή του λαού μου, που εσφάγησαν κατά τον πόλεμον;

Ιερ. 9,2             τίς δῴη μοι ἐν τῇ ἐρήμῳ σταθμὸν ἔσχατον καὶ καταλείψω τὸν λαόν μου καὶ ἀπελεύσομαι ἀπ᾿ αὐτῶν; ὅτι πάντες μοιχῶνται, σύνοδος ἀθετούντων.

Ιερ. 9,2                     Ποιός θα μου δώση το πλέον απομακρον σημείον της ερήμου, δια να εγκατασταθώ εκεί και εγκαταλείψω τον λαόν μου και φύγω μακράν από αυτούς; Διότι όλοι αυτοί έχουν εκτραπή εις μοιχείαν, έγιναν συμμορία, που καταπατεί τον νόμον του Θεού.

Ιερ. 9,3             καὶ ἐνέτειναν τὴν γλῶσσαν αὐτῶν ὡς τόξον, ψεῦδος καὶ οὐ πίστις ἐνίσχυσεν ἐπὶ τῆς γῆς, ὅτι ἐκ κακῶν εἰς κακὰ ἐξήλθοσαν καὶ ἐμὲ οὐκ ἔγνωσαν, φησὶ Κύριος.

Ιερ. 9,3                      Ετέντωσαν την γλώσσα των, όπως οι πολεμισταί τεντώνουν τόξα των. Εις την χώραν των επεκράτησε το ψεύδος, οχι δε η αλήθεια και αξιοπιστία διότι εξετρέποντο από το ένα κακόν ει το άλλο. Εφυγαν από τον δρόμον μου δεν εγνώρισαν εμέ τον Κυριον των, λέγε ο Κυριος.

Ιερ. 9,4             ἕκαστος ἀπὸ τοῦ πλησίον αὐτοῦ φυλάξασθε καὶ ἐπ᾿ ἀδελφοῖς αὐτῶν μὴ πεποίθατε, ὅτι πᾶς ἀδελφὸς πτέρνῃ πτερνιεῖ, καὶ πᾶς φίλος δολίως πορεύσεται.

Ιερ. 9,4                     Εις την αμαρτωλήν αυτή κοινωνίαν ο καθένας ας προφυλάσσετο από τον πλησίον του· και εις αυτούς ακόμα τους αδελφούς σας μη έχετε εμπιστοσύνην, διότι κάθε αδελφός προσπαθεί να υποσκελίση τον αδελφόν του, και κάθε φίλος φέρεται με δολιότητα απέναντι του φίλου του.

Ιερ. 9,5             ἕκαστος κατὰ τοῦ φίλου αὐτοῦ καταπαίξεται, ἀλήθειαν οὐ μὴ λαλήσωσι· μεμάθηκεν ἡ γλῶσσα αὐτῶν λαλεῖν ψευδῆ, ἠδίκησαν καὶ οὐ διέλιπον τοῦ ἐπιστρέψαι.

Ιερ. 9,5                      Καθε φίλος εμπαίζει τον φίλον του, δεν λέγουν αλήθειαν μεταξύ των, η γλώσσα των έχει μάθει και συνηθίσει να λέγη ψευδολογίας. Διέπραξαν αδικίας, δεν εσταμάτησαν, ώστε να επιστρέψουν εις εμέ εν μετάνοια.

Ιερ. 9,6             τόκος ἐπὶ τόκῳ καὶ δόλος ἐπὶ δόλῳ· οὐκ ἤθελον εἰδέναι με, φησὶ Κύριος.

Ιερ. 9,6                     Ζητούν και εισπράττουν τόκους επάνω εις τόκους, διαπράττουν δόλους επάνω εις δόλους. Δεν θέλουν να με αναγνωρίσουν ως Θεόν των, λέγει ο Κυριος

Ιερ. 9,7             διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ πυρώσω αὐτοὺς καὶ δοκιμῶ αὐτούς, ὅτι ποιήσω ἀπὸ προσώπου πονηρίας θυγατρὸς λαοῦ μου.

Ιερ. 9,7                      Δια τας παρανομίας των αυτάς, αυτά λέγει ο Κυριος· Ιδού, εγώ θα τους θέσω επάνω εις την φωτιάν. Θα τους βάλω εις μεγάλην δοκιμασίαν. Τούτο δε εξ αιτίας της κακίας της θυγατρός μου, δηλαδή του λαού μου τούτου.

Ιερ. 9,8             βολὶς τιτρώσκουσα ἡ γλῶσσα αὐτῶν, δόλια τὰ ῥήματα τοῦ στόματος αὐτῶν· τῷ πλησίον αὐτοῦ λαλεῖ εἰρηνικὰ καὶ ἐν ἑαυτῷ ἔχει τὴν ἔχθραν.

Ιερ. 9,8                     Η γλώσσα των είναι βέλος οξύ, που πληγώνει καρδίας. Δολια τα λόγια του στόματός των. Κατά τρόπον υποκριτικόν ο καθένας λαλεί ειρηνικά λόγια στον πλησίον του, και μέσα εις την καρδίαν του έχει την εχθρότητα και το μίσος.

Ιερ. 9,9             μὴ ἐπὶ τούτοις οὐκ ἐπισκέψομαι, λέγει Κύριος, ἢ ἐν λαῷ τοιούτῳ οὐκ ἐκδικήσει ἡ ψυχή μου;

Ιερ. 9,9                     Μηπως ένεκα των κακιών σας αυτών δεν θα σας επισκεφθώ με την ράδδον της τιμωρίας μου, λέγει ο Κυριος, η θα αφήσω ατιμώρητον ένα τέτοιον λαόν;

Ιερ. 9,10            Ἐπὶ τὰ ὄρη λάβετε κοπετὸν καὶ ἐπὶ τὰς τρίβους τῆς ἐρήμου θρῆνον, ὅτι ἐξέλιπον παρὰ τὸ μὴ εἶναι ἀνθρώπους· οὐκ ἤκουσαν φωνὴν ὑπάρξεως· ἀπὸ πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἕως κτηνῶν ἐξέστησαν, ᾤχοντο.

Ιερ. 9,10                    Αναβήτε εις τα όρη και αρχίσατε κοπετόν, και εις τας ερημωμένας περιοχάς της χώρας σας θρηνήσατε, διότι έχουν εκλείψει πλέον οι άνθρωποι από αυτάς. Δεν ακούεται καμμία φωνή, που να μαρτυρή ύπαρξιν ανθρώπου. Από τα πτηνά του ουρανού έως τα κτήνη των αγρών, τα πάντα έχουν τρομάξει και εξαφανισθή.

Ιερ. 9,11            καὶ δώσω τὴν Ἱερουσαλὴμ εἰς μετοικίαν καὶ εἰς κατοικητήριον δρακόντων καὶ τὰς πόλεις Ἰούδα εἰς ἀφανισμὸν θήσομαι, παρὰ τὸ μὴ κατοικεῖσθαι.

Ιερ. 9,11                    Θα επιτρέψω να οδηγηθούν αιχμάλωτοι εις εξοριαν οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ και αυτή να μείνη έρημος, κατοικία και φωλεά δρακόντων. Θα παραδώσω εις καταστροφήν και αφανισμόν τας πόλστου Ιούδα, ώστε να μη κατοικούνται πλέον από ανθρώπους.

Ιερ. 9,12            τίς ὁ ἄνθρωπος ὁ συνετός, καὶ συνέτω τοῦτο; καὶ ᾧ λόγος στόματος Κυρίου πρὸς αὐτόν, ἀναγγειλάτω ὑμῖν· ἕνεκεν τίνος ἀπώλετο ἡ γῆ, ἀνήφθη ὡς ἔρημος παρὰ τὸ μὴ διοδεύεσθαι αὐτήν;

Ιερ. 9,12                    Ποιός είναι σοφός άνθρωπος, ώστε να εννοήση αυτά; Οποιος άνθρωπος υπάρχει, στον οποίον να ευρίσκεται ο λόγος του στόματος του Κυρίου, ας αναγγείλη τούτο προς ημάς. Ενεκα τίνος κατεστράφη η χώρα, εκάη και έγινεν έρημος, ώστε κανείς πλέον να μη διέρχεται δια μέσου αυτής;

Ιερ. 9,13            καὶ εἶπε Κύριος πρός με· διὰ τὸ ἐγκαταλιπεῖν αὐτοὺς τὸν νόμον μου, ὃν ἔδωκα πρὸ προσώπου αὐτῶν, καὶ οὐκ ἤκουσαν τῆς φωνῆς μου,

Ιερ. 9,13                    Και είπεν ο Κυριος προς εμέ· Διότι αυτοί απηρνήθησαν και εγκατέλιπαν τον Νομον μου, τον οποίον εγώ έδωκα ενώπιον των· διότι δεν ήκουσαν την φωνήν των εντολών μου,

Ιερ. 9,14            ἀλλ᾿ ἐπορεύθησαν ὀπίσω τῶν ἀρεστῶν τῆς καρδίας αὐτῶν τῆς κακῆς καὶ ὀπίσω τῶν εἰδώλων, ἃ ἐδίδαξαν αὐτοὺς οἱ πατέρες αὐτῶν·

Ιερ. 9,14                    αλλά επορεύθησαν σύμφωνα προς τας επιθυμίας της πονηράς των καρδίας, όπισθεν των ειδώλων, των οποίων την λατρείαν εδίδαξαν εις αυτούς οι πατέρες των.

Ιερ. 9,15            διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ· ἰδοὺ ἐγὼ ψωμιῶ αὐτοὺς ἀνάγκας καὶ ποτιῶ αὐτοὺς ὕδωρ χολῆς

Ιερ. 9,15                    Δια τούτο αυτά λέγει Κυριος ο Θεός του Ισραηλιτικού λαού· Ιδού εγώ θα δώσω εις αυτούς αντί άρτου θλίψεις και ανάγκας. Θα τους ποτίσω με κατάπικρον ύδωρ χολής.

Ιερ. 9,16            καὶ διασκορπιῶ αὐτοὺς ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εἰς οὓς οὐκ ἐγίνωσκον αὐτοὶ καὶ οἱ πατέρες αὐτῶν, καὶ ἐπαποστελῶ ἐπ᾿ αὐτοὺς τὴν μάχαιραν ἕως τοῦ ἐξαναλῶσαι αὐτοὺς ἐν αὐτῇ.

Ιερ. 9,16                    Θα τους διασκορπίσω ανά τα διάφορα έθνη, μεταξύ ανθρώπων τους οποίους δεν εγνώριζαν ούτε αυτοί ούτε οι προγονοί των. Και επί πλέον θα στείλω εναντίον των ρομφαίαν, μέχρις ότου τους εξολοθρεύσω δι' αυτής.

Ιερ. 9,17            τάδε λέγει Κύριος· καλέσατε τὰς θρηνούσας καὶ ἐλθέτωσαν, καὶ πρὸς τὰς σοφὰς ἀποστείλατε καὶ φθεγξάσθωσαν

Ιερ. 9,17                    Αυτά λέγει ο Κυριος· Προσκαλέσατε θρηνωδούς και μοιρολογούσας γυναίκας, δια να έλθουν και θρηνήσουν την συμφοράν σας. Προς τας ικανωτάτας από αυτάς αποστείλατε ειδικούς απεσταλμένους, δια να συνθέσουν και θρηνολογήσουν θρηνώδη άσματα.

Ιερ. 9,18            καὶ λαβέτωσαν ἐφ᾿ ὑμᾶς θρῆνον, καὶ καταγαγέτωσαν οἱ ὀφθαλμοὶ ὑμῶν δάκρυα, καὶ τὰ βλέφαρα ὑμῶν ῥείτω ὕδωρ.

Ιερ. 9,18                    Ας αναλάβουν θρήνους δια σας. Τα μάτια σας, ως άλλαι πηγαί, ας ρεύσουν άφθονα δάκρυα και από τα βλέφαρα σας ας τρέξη νερό.

Ιερ. 9,19            ὅτι φωνὴ οἴκτου ἠκούσθη ἐν Σιών· πῶς ἐταλαιπωρήσαμεν, κατῃσχύνθημεν σφόδρα, ὅτι ἐγκατελίπομεν τὴν γῆν καὶ ἀπεῤῥίψαμεν τὰ σκηνώματα ἡμῶν.

Ιερ. 9,19                    Διότι θλιβερά φωνή ηκούσθη εις την Σιών λέγουσα· Πως εταλαιπωρήθημεν, πως κατησχύνθημεν τύσον πολύ, πως εγκατελείψαμεν την χώραν μας και εφύγαμεν από τας κατοικίας μας!

Ιερ. 9,20            ἀκούσατε δή, γυναῖκες, λόγον Θεοῦ, καὶ δεξάσθω τὰ ὦτα ὑμῶν λόγους στόματος αὐτοῦ, καὶ διδάξατε τὰς θυγατέρας ὑμῶν οἶκτον καὶ γυνὴ τὸν πλησίον αὐτῆς θρῆνον.

Ιερ. 9,20                   Ακούσατε, λοιπόν, σεις αι γυναίκες, λόγον Θεού και τα αυτιά σας ας δεχθούν τα λόγια του στόματός του. Διδάξατε τας θυγατέρας σας θρήνον και κάθε γυνή την πλησίον της μοιρολόγια.

Ιερ. 9,21            ὅτι ἀνέβη θάνατος διὰ τῶν θυρίδων ὑμῶν, εἰσῆλθεν εἰς τὴν γῆν ὑμῶν τοῦ ἐκτρῖψαι νήπια ἔξωθεν καὶ νεανίσκους ἀπὸ τῶν πλατειῶν.

Ιερ. 9,21                    Διότι ο ελοθρεύων θάνατος εισήλθε μέσα εις τα σπίτια σας από τα παράθυρα. Εισήλθε και εξηπλώθη εις την χώραν σας, δια να συντρίψη κάτω στο έδαφος παιδιά, που ευρίσκοντο έξω, και νέους άνδρας, που ευρίσκοντο εις τας πλατείας.

Ιερ. 9,22            καὶ ἔσονται οἱ νεκροὶ τῶν ἀνθρώπων εἰς παράδειγμα ἐπὶ προσώπου τοῦ πεδίου τῆς γῆς ὑμῶν καὶ ὡς χόρτος ὀπίσω θερίζοντος, καὶ οὐκ ἔσται ὁ συνάγων. -

Ιερ. 9,22                   Τα νεκρά σώματα των ανθρώπων σας, οικτρόν θέαμα, θα κατάκεινται άταφα εις τας ανοικτάς πεδιάδας της χώρας σας ως παράδειγμα, πολυάριθμα και εγκαταλελειμμένα, ωσάν χορτάρι πίσω από τον θεριστήν, δια το οποίον δεν υπάρχει κανείς να το περιμαζεύση.

Ιερ. 9,23            Τάδε λέγει Κύριος· μὴ καυχάσθω ὁ σοφὸς ἐν τῇ σοφίᾳ αὐτοῦ, καὶ μὴ καυχάσθω ὁ ἰσχυρὸς ἐν τῇ ἰσχύϊ αὐτοῦ, καὶ μὴ καυχάσθω ὁ πλούσιος ἐν τῷ πλούτῳ αὐτοῦ,

Ιερ. 9,23                   Εν όψει αυτών των συμφορών αυτά λέγει ο Κυριος· Ας μη καυχάται ο σοφός δια την σοφίαν του, ας μη καυχάται ο ισχυρός δια την δύναμίν του και ας μη καυχάται ο πλούσιος δια τον πλούτον του.

Ιερ. 9,24            ἀλλ᾿ ἢ ἐν τούτῳ καυχάσθω ὁ καυχώμενος, συνίειν καὶ γινώσκεν ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ ποιῶν ἔλεος καὶ κρίμα καὶ δικαιοσύνην ἐπὶ τῆς γῆς, ὅτι ἐν τούτοις τὸ θέλημά μου, λέγει Κύριος.

Ιερ. 9,24                   'Αλλα στούτο ας καυχάται κάθε καυχώμενος· Εις το ότι κατανοεί και γνωρίζει και αναγνωρίζει, ότι εγώ είμαι ο Κυριος, που ευσπλαγχνίζομαι, που κρίνω δικαίως, που αποδιδώ και αποκαθιστώ δικαιοσύνην επάνω εις την γην. Διότι εις αυτά έγκειται το θέλημά μου, εις αυτά ευαρεστούμαι, λέγει ο Κυριος.

Ιερ. 9,25            ἰδοὺ ἡμέραι ἔρχονται, λέγει Κύριος, καὶ ἐπισκέψομαι ἐπὶ πάντας περιτετμημένους ἀκροβυστίας αὐτῶν,

Ιερ. 9,25                   Ιδού, έρχονται ημέραι λέγει ο Κυριος, και θα επισκεφθώ με την ράδδον της τιμωρίας μου όλους εκείνους, που έχουν τας ακροβυστίας των περιτμημένας, δηλαδή τους Ιουδαίους,

Ιερ. 9,26            ἐπ᾿ Αἴγυπτον καὶ ἐπὶ Ἰδουμαίαν καὶ ἐπὶ Ἐδὼμ καὶ ἐπὶ υἱοὺς Ἀμμὼν καὶ ἐπὶ υἱοὺς Μωὰβ καὶ ἐπὶ πάντα περικειρόμενον τὰ κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ, τοὺς κατοικοῦντας ἐν τῇ ἐρήμῳ· ὅτι πάντα τὰ ἔθνη ἀπερίτμητα σαρκί, καὶ πᾶς οἶκος Ἰσραὴλ ἀπερίτμητοι καρδίας αὐτῶν.

Ιερ. 9,26                   όπως επίσης τους Αιγυπτίους, τους Ιδουμαιους, τους Αμμωνίτας, τους Μωαβίτας και όλους εκείνους, οι οποίοι καλλωπιζόμενοι περικόπτουν την κόμην και το γένειόν των. Και ακόμη όλους τους κατοίκους της ερήμου. Διότι τα μεν έθνη είναι απερίτμητα κατά την σάρκα, οι Ισραηλίται όμως είναι απερίτμητοι κατά την καρδίαν.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10- Ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΕΙΔΩΛΑ - Η ΕΠΕΡΧΟΜΕΝΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ

                            Ο αληθινός Θεός και τα είδωλα

Ιερ. 10,1            Ἀκούσατε τὸν λόγον Κυρίου, ὃν ἐλάλησεν ἐφ᾿ ὑμᾶς, οἶκος Ἰσραήλ·

Ιερ. 10,1                    Ακούσατε, Ισραηλίται, τον λόγον Κυρίου, τον οποίον ελάλησε προς σας.

Ιερ. 10,2            τάδε λέγει Κύριος· κατὰ τὰς ὁδοὺς τῶν ἐθνῶν μὴ μανθάνετε καὶ ἀπὸ τῶν σημείων τοῦ οὐρανοῦ μὴ φοβεῖσθε, ὅτι φοβοῦνται αὐτὰ τοῖς προσώποις αὐτῶν.

Ιερ. 10,2                    Αυτά λέγει ο Κυριος· Μη μανθάνετε να ζήτε σύμφωνα με τους τρόπους της ζωής των ειδωλολατρικών εθνών. Και από τα σημεία του ουρανού μη φοβείσθε, διότι αυτά οι ειδωλολατρικοί λαοί τα φοβούνται.

Ιερ. 10,3            ὅτι τὰ νόμιμα τῶν ἐθνῶν μάταια· ξύλον ἐστὶν ἐκ τοῦ δρυμοῦ ἐκκεκομμένον, ἔργον τέκτονος καὶ χώνευμα·

Ιερ. 10,3                    Μη ακολουθήτε τους ειδωλολάτρας, διότι οι θρησκευτικοί και ηθικοί δεσμοί των ειδωλολατρικών εθνών, τα θρησκευτικά των έθιμα και αι παραδόσεις των, είναι ψευδή και ανωφελή. Τα είδωλά των είναι ξύλον, το οποίον έχει κοπή από το δάσος. Είναι έργον τέκτονος, το δε περίβλημά του είναι από χωνευμένον μέταλλον.

Ιερ. 10,4            ἀργυρίῳ καὶ χρυσίῳ κεκαλλωπισμένα ἐστίν· ἐν σφύραις καὶ ἥλοις ἐστερέωσαν αὐτά,

Ιερ. 10,4                    Αυτά είναι στολισμένα με αργύριον και χρυσίον. Τα έχουν στερεώσει με σφυριά και καρφιά.

Ιερ. 10,5            αἰρόμενα ἀρθήσονται, ὅτι οὐκ ἐπιβήσονται. μὴ φοβηθῆτε αὐτά, ὅτι οὐ μὴ κακοποιήσωσι, καὶ ἀγαθὸν οὐκ ἔστιν ἐν αὐτοῖς.

Ιερ. 10,5                    Οι άνθρωποι τα τοποθετούν κάπου και αυτά δεν θα δυνηθούν να κινηθούν. Αψυχα ανάγλυφα έργα από άργυρον δεν πρόκειται ποτέ να περιπατήσουν. Θέτουν επάνω εις αυτά άργυρον, που έχει έλθει από Θαρσίς, και χρυσίον από Μωφάζ. Ολα αυτά έχουν γίνει με τα χέρια των χρυσοχόων, είναι έργα τεχνιτών. Τα ενδύουν με υακινθον και πορφύραν.

Ιερ. 10,9            θήσουσιν αὐτά, καὶ οὐ κινηθήσονται· ἀργύριον τορευτόν ἐστιν, οὐ πορεύσονται· ἀργύριον προσβλητὸν ἀπὸ Θαρσὶς ἥξει, χρυσίον Μωφὰζ καὶ χεὶρ χρυσοχόων, ἔργα τεχνιτῶν πάντα· ὑάκινθον καὶ πορφύραν ἐνδύσουσιν αὐτά·

Ιερ. 10,9                    Οταν κανείς τα σήκωση και τα μετακινήση, τότε κινούνται. Παντως μόνα των δεν ημπορούν να ανεβούν στους ίππους. Μη φοβηθήτε, λοιπόν, τα είδωλα, διότι είναι ανίκανα να κάνουν κάτι κακόν, αλλά και τίποτε το καλόν δεν υπάρχει εις αυτά.

Ιερ. 10,11          οὕτως ἐρεῖτε αὐτοῖς· θεοί, οἳ τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν οὐκ ἐποίησαν, ἀπολέσθωσαν ἐκ τῆς γῆς καὶ ὑποκάτωθεν τοῦ οὐρανοῦ τούτου.

Ιερ. 10,11                   Ετσι θα ομιλήσετε και θα πήτε δι' αυτά· θεοί, οι οποίοι δεν εδημιούργησαν τον ουρανόν και την γην, ας χαθούν από το πρόσωπον της γης και γενικώς από κάθε σημείον, που ευρίσκεται κάτω από τον ουρανόν.

Ιερ. 10,12          Κύριος ὁ ποιήσας τὴν γῆν ἐν τῇ ἰσχύϊ αὐτοῦ, ὁ ἀνορθώσας τὴν οἰκουμένην ἐν τῇ σοφίᾳ αὐτοῦ καὶ τῇ φρονήσει αὐτοῦ ἐξέτεινε τὸν οὐρανόν,

Ιερ. 10,12                  Ο Κυριος είναι εκείνος, ο οποίος, εν τη απείρω αυτού δυνάμει, εδημιούργησε την γην, ανόρθωσε την οικουμένην εν τη σοφία του και δια της συνέσεώς του και φρονήσεως εξέτεινε τον ουρανόν άνω.

Ιερ. 10,13          καὶ πλῆθος ὕδατος ἐν οὐρανῷ, καὶ ἀνήγαγε νεφέλας ἐξ ἐσχάτου τῆς γῆς, ἀστραπὰς εἰς ὑετὸν ἐποίησε καὶ ἐξήγαγε φῶς ἐκ θησαυρῶν αὐτοῦ.

Ιερ. 10,13                  Αυτός είναι, που ανεβάζει και συγκεντρώνει στους ουρανούς πλήθη υδάτων, αναβιβάζει και μεταφέρει νεφέλας από τα πέρατα της γης. Εκαμε αστραπάς εις προπαρασκευήν της βροχής και έβγαλε το φως από τους απείρους αυτού θησαυρούς.

Ιερ. 10,14          ἐμωράνθη πᾶς ἄνθρωπος ἀπὸ γνώσεως, κατῃσχύνθη πᾶς χρυσοχόος ἐπὶ τοῖς γλυπτοῖς αὐτοῦ, ὅτι ψευδῆ ἐχώνευσεν, οὐκ ἔστι πνεῦμα ἐν αὐτοῖς·

Ιερ. 10,14                  Καθε άπιστος και ειδωλολάτρης άνθρωπος είναι μωρός από απόψεως γνώσεως. Εις καταισχύνην ζη και ευρίσκεται κάθε χρυσοχόος εξ αιτίας των γλυπτών του αγαλμάτων, διότι ψευδή και νεκρά πράγματα εθεσεν εις καλούπια και τα εχώνευσεν εις την φωτιάν. Δεν υπάρχει καμμία αναπνοή και ζωή εις αυτά.

Ιερ. 10,15          μάταιά ἐστιν, ἔργα ἐμπεπαιγμένα, ἐν καιρῷ ἐπισκοπῆς αὐτῶν ἀπολοῦνται.

Ιερ. 10,15                  Κούφια και ψευδή είναι αυτά, έργα εμπαιγμού και απάτης. Οταν με την τιμωρόν ράδδον μου επισκεφθώ τους ειδωλολάτρας, αυτά θα παραδοθούν εις καταστροφήν.

Ιερ. 10,16          οὐκ ἔστι τοιαύτη μερὶς τῷ Ἰακώβ, ὅτι ὁ πλάσας τὰ πάντα αὐτὸς κληρονομία αὐτοῦ, Κύριος ὄνομα αὐτῷ.

Ιερ. 10,16                  Δεν υπάρχει κανένα μέρος δια τον Ιακώβ εις τέτοιες θρησκευτικές πλάνες. Διότι ο Θεός, ο οποίος εδημιούργησε τα πάντα, αυτός είναι η κληρονομία του Ισραηλιτικού λαού. Αυτός, του οποίου το όνομα είναι Κυριος.

 

                             Η επερχόμενη καταστροφή

Ιερ. 10,17          Συνήγαγεν ἔξωθεν τὴν ὑπόστασίν σου, κατοικοῦσα ἐν ἐκλεκτοῖς.

Ιερ. 10,17                  Ο εχθρός συνεκέντρωσεν έξω από σέ, Ιερουσαλήμ, όλους τους ανθρώπους σου, οι οποίοι κατοικούσαν εις ωραίους οίκους.

Ιερ. 10,18          ὅτι τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ σκελίζω τοὺς κατοικοῦντας τὴν γῆν ταύτην ἐν θλίψει, ὅπως εὑρεθῇ ἡ πληγή σου·

Ιερ. 10,18                  Διότι αυτά λέγει ο Κυριος· Ιδού, εγώ θα υποσκελίσω, θα ανατρέψω και θα ρίψω κάτω εις την γην, θα αποστείλω θλίψιν στους κατοίκους της χώρας αυτής, ώστε να γίνη φανερά εις όλους η εκ μέρους εμού τιμωρία σου.

Ιερ. 10,19          οὐαὶ ἐπὶ συντρίμματί σου, ἀλγηρὰ ἡ πληγή σου, κἀγὼ εἶπα· ὄντως τοῦτο τὸ τραῦμά μου καὶ κατέλαβέ με·

Ιερ. 10,19                  Αλλοίμονον εις σε δια τα συντρίμματά σου! Οδυνηρά είναι η πληγή σου! Και εγώ είπα· Πράγματι, οδυνηρόν είναι το τραύμα, που με έχει καταλάβει.

Ιερ. 10,20          ἡ σκηνή μου ἐταλαιπώρησεν, ὤλετο, καὶ πᾶσαι αἱ δέῤῥεις μου διεσπάσθησαν· οἱ υἱοί μου καὶ τὰ πρόβατά μου οὐκ εἰσίν, οὐκ ἔστιν ἔτι τόπος τῆς σκηνῆς μου, τόπος τῶν δέῤῥεών μου.

Ιερ. 10,20                 Η σκηνή μου έχει υποστή βλάβας και ταλαιπωρίας· κατεστράφη. Ολα τα δέρματα της σκηνής μου έχουν σχισθή. Τα παιδιά μου και τα πρόβατά μου δεν υπάρχουν πλέον. Δεν υπάρχει τόπος δια την σκηνήν μου, μέρος δια να αποθέσω τα δερμάτινα καλύμματά της.

Ιερ. 10,21          ὅτι οἱ ποιμένες ἠφρονεύσαντο καὶ τὸν Κύριον οὐκ ἐξεζήτησαν· διὰ τοῦτο οὐκ ἐνόησε πᾶσα ἡ νομὴ καὶ διεσκοσπίσθησαν.

Ιερ. 10,21                  Υπέστην αυτά, διότι οι άρχοντες του λαού μου εφάνησαν άφρονες και ασύνετοι. Τον Κυριον δεν εζήτησαν βοηθόν των. Δια τούτο όλον το ποίμνιον έμεινε χωρίς σκέψιν και σύνεσιν, και διεσκορπίσθησαν τα πρόβατα.

Ιερ. 10,22          φωνὴ ἀκοῆς ἰδοὺ ἔρχεται καὶ σεισμὸς μέγας ἐκ γῆς βοῤῥᾶ τοῦ τάξαι τὰς πόλεις Ἰούδα εἰς ἀφανισμὸν καὶ κοίτην στρουθῶν.

Ιερ. 10,22                 Ιδού, ακούεται βοή σεισμού, έρχεται μεγάλος σεισμός από την χώραν του βορρά, δια να σκορπίση όλεθρον και αφανισμόν εις τας πόλστου Ιούδα και να καταστήση αυτάς φωλεάς στρουθίων.

Ιερ. 10,23          οἶδα, Κύριε, ὅτι οὐχὶ τοῦ ἀνθρώπου ἡ ὁδὸς αὐτοῦ, οὐδὲ ἀνὴρ πορεύσεται καὶ κατορθώσει πορείαν αὐτοῦ.

Ιερ. 10,23                 Γνωρίζω, Κυριε, ότι ο άνθρωπος δεν είναι πάντοτε κύριος της οδού του, ούτε ημπορεί εξ εαυτού να βαδίση τον αληθινόν δρόμον, ώστε να επιτύχη εις την πορείαν της ζωής του.

Ιερ. 10,24          παίδευσον ἡμᾶς, Κύριε, πλὴν ἐν κρίσει καὶ μὴ ἐν θυμῷ, ἵνα μὴ ὀλίγους ἡμᾶς ποιήσῃς.

Ιερ. 10,24                 Παιδαγώγησέ μας, Κυριε, με την δικαιοσύνην και την καλωσύνην σου και όχι με τον θυμόν σου, δια να μη μας κάμης ακόμη ολιγωτέρους από ο,τι είμεθα.

Ιερ. 10,25          ἔκχεον τὸν θυμόν σου ἐπὶ ἔθνη τὰ μὴ εἰδότα σε καὶ ἐπὶ γενεάς, αἳ τὸ ὄνομά σου οὐκ ἐπεκαλέσαντο, ὅτι κατέφαγον τὸν Ἰακὼβ καὶ ἐξανήλωσαν αὐτὸν καὶ τὴν νομὴν αὐτοῦ ἠρήμωσαν.

Ιερ. 10,25                 Στρέψε και χύσε τον θυμόν σου εναντίον των ειδωλολατρικών λαών, που δεν σε γνωρίζουν, και εις γενεάς ανθρώπων, αι οποίαι δεν επικαλούνται το Ονομά σου, διότι αυτοί κατέφαγον τον Ισραηλιτικον λαόν. Τον παρέδωσαν εις την καταστροφήν. ερήμωσαν το ποίμνιον και την χώραν αυτού.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11- Ο ΛΑΟΣ ΔΕΝ ΚΡΑΤΗΣΕ ΤΙΣ ΥΠΟΣΧΕΣΕΙΣ ΤΟΥ - ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΙΕΡΕΜΙΑ

                             Ο λαός δεν κράτησε τις υποσχέσεις του

Ιερ. 11,1            Ὁ λόγος ὁ γενόμενος παρὰ Κυρίου πρὸς Ἱερεμίαν λέγων·

Ιερ. 11,1                     Ο λόγος, τον οποίον απηύθυνεν ο Κυριος προς τον Ιερεμίαν, και είπε·

Ιερ. 11,2            ἀκούσατε τοὺς λόγους τῆς διαθήκης ταύτης. καὶ λαλήσεις πρὸς ἄνδρας Ἰούδα καὶ πρὸς τοὺς κατοικοῦντας ἐν Ἱερουσαλήμ·

Ιερ. 11,2                    Ακούσατε τους λόγους της διαθήκης αυτής, του Νομου τούτου. Θα ομιλήσης προς τους Ιουδαίους και τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ·

Ιερ. 11,3            καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς· τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ· ἐπικατάρατος ὁ ἄνθρωπος, ὃς οὐκ ἀκούσεται τῶν λόγων τῆς διαθήκης ταύτης,

Ιερ. 11,3                     και θα είπης προς αυτούς· αυτά λέγει Κυριος ο Θεός του Ισραηλιτικού λαού· Κατηραμένος ο άνθρωπος εκείνος, ο οποίος δεν θα ακούση και δεν θα υπακούση εις τα λόγια της διαθήκης αυτής,

Ιερ. 11,4            ἧς ἐνετειλάμην τοῖς πατράσιν ὑμῶν ἐν ἡμέρᾳ, ᾗ ἀνήγαγον αὐτοὺς ἐκ γῆς Αἰγύπτου, ἐκ καμίνου τῆς σιδηρᾶς, λέγων· ἀκούσατε τῆς φωνῆς μου καὶ ποιήσατε πάντα, ὅσα ἐὰν ἐντείλωμαι ὑμῖν, καὶ ἔσεσθέ μοι εἰς λαόν, καὶ ἐγὼ ἔσομαι ὑμῖν εἰς Θεόν,

Ιερ. 11,4                    την οποίαν εγώ διέταζα στους προγόνους σας κατά την ημέραν εκείνην, κατά την οποίαν τους έβγαλα ελευθέρους από την γην της Αιγύπτου, από την σιδηρένιαν κάμινον του πυρός, λέγων· ακούσατε τους λόγους μου, τηρήσατε και εφαρμόσατε όλα, όσα θα διατάξω εις σας. Ετσι δε θα είσθε σεις λαός μου και εγώ θα είμαι Θεός σας·

Ιερ. 11,5            ὅπως στήσω τὸν ὅρκον μου, ὃν ὤμοσα τοῖς πατράσιν ὑμῶν, τοῦ δοῦναι αὐτοῖς γῆν ῥέουσαν γάλα καὶ μέλι καθὼς ἡ ἡμέρα αὕτη. καὶ ἀπεκρίθην καὶ εἶπα· γένοιτο, Κύριε.

Ιερ. 11,5                     και θα εκπληρώσω όσα υπεσχέθην με όρκον, τον οποίον ωρκίσθην στους προγόνους σας, να δώσω εις αυτούς γη ρέουσαν γάλα και μέλι, όπως μαρτυρεί και η ημέρα αυτή. Απήντησα, λέγει ο προφήτης, και είπα· είθε να πραγματοποιηθή αυτό, Κυριε !

Ιερ. 11,6            καὶ εἶπε Κύριος πρός με· ἀνάγνωθι τοὺς λόγους τούτους ἐν πόλεσιν Ἰούδα καὶ ἔξωθεν Ἱερουσαλὴμ λέγων· ἀκούσατε τοὺς λόγους τῆς διαθήκης ταύτης καὶ ποιήσατε αὐτούς.

Ιερ. 11,6                    Ο δε Κυριος μου είπε· ανάγνωσε τους λόγους αυτούς εις τας πόλεις της χώρας της Ιουδαίας και έως από την Ιερουσαλήμ λέγων· ακούσατε τους λόγους αυτής της διαθήκης του Θεού και εφαρμόσατε τους·

Ιερ. 11,8            καὶ οὐκ ἐποίησαν.

Ιερ. 11,8                    και δεν τους ετήρησαν.

Ιερ. 11,9            καὶ εἶπε Κύριος πρός με· εὑρέθη σύνδεσμος ἐν ἀνδράσιν Ἰούδα καὶ ἐν τοῖς κατοικοῦσιν ἐν Ἱερουσαλήμ·

Ιερ. 11,9                    Μου είπε τότε ο Κυριος· Υπάρχ, πονηρά συνωμοσία μεταξύ των ανδρών της χώρα Ιούδα και μεταξύ των κατοίκων της Ιερουσαλήμ, να μη υπακούσουν στο θέλημά μου.

Ιερ. 11,10          ἐπεστράφησαν ἐπὶ τὰς ἀδικίας τῶν πατέρων αὐτῶν τῶν πρότερον, οἳ οὐκ ἠθέλησαν εἰσακοῦσαι τῶν λόγων μου, καὶ ἰδοὺ αὐτοὶ πορεύονται ὀπίσω θεῶν ἀλλοτρίων τοῦ δουλεύειν αὐτοῖς, καὶ διεσκέδασεν οἶκος Ἰσραὴλ καὶ οἶκος Ἰούδα τὴν διαθήκην μου, ἣν διεθέμην πρὸς τοὺς πατέρας αὐτῶν.

Ιερ. 11,10                   Αυτοί εστράφησαν εις τας παλαιάς αμαρτίας των προγόνων των, οι οποίοι δεν ηθέλησαν να ακούσουν και να υπακούσουν στους λόγους μου. Ιδού δέ, ότι και αυτοί σήμερον πορεύονται οπίσω από ξένους ειδωλολατρικούς θεούς, δια να γίνουν δούλοι εις αυτούς. Ετσι δε οι Ισραηλίται και οι Ιουδαίοι κατεπάτησαν και διέλυσαν την διαθήκην μου, την οποίαν εγώ είχα συνάψει με τους προγόνους των.

Ιερ. 11,11          διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ ἐπάγω ἐπὶ τὸν λαὸν τοῦτον κακά, ἐξ ὧν οὐ δυνήσονται ἐξελθεῖν ἐξ αὐτῶν, καὶ κεκράξονται πρός με, καὶ οὐκ εἰσακούσομαι αὐτῶν.

Ιερ. 11,11                   Δια τούτο αυτά λέγει ο Κυριος· Ιδού, εγώ θα επιφέρω εναντίον του λαού τούτου τιμωρίας και συμφοράς, από τας οποίας δεν θα ημπορέσουν μόνοι των να εξέλθουν. Και τότε θα κραυγάσουν προς εμέ. Εγώ όμως δεν θα τους ακούσω.

Ιερ. 11,12          καὶ πορεύσονται πόλεις Ἰούδα καὶ οἱ κατοικοῦντες Ἱερουσαλὴμ καὶ κεκράξονται πρὸς τοὺς θεούς, οἷς αὐτοὶ θυμιῶσιν αὐτοῖς, οἳ μὴ σώσουσιν αὐτοὺς ἐν τῷ καιρῷ τῶν κακῶν αὐτῶν.

Ιερ. 11,12                   Οι κάτοικοι των πόλεων της χώρας 'Ιουδα, όπως και οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ, θα πορευθούν και θα κραυγάσουν προς τους θεούς των ειδώλων, στους οποίους αυτοί προσφέρουν θυμίαμα. Εκείνοι όμως δεν θα ημπορέσουν να τους σώσουν κατά την εποχήν των θλίψεων και συμφορών των.

Ιερ. 11,13          ὅτι κατ᾿ ἀριθμὸν τῶν πόλεών σου ἦσαν θεοί σου, Ἰούδα, καὶ κατ᾿ ἀριθμὸν ἐξόδων τῆς Ἱερουσαλὴμ ἐτάξατε βωμοὺς θυμιᾶν τῇ Βάαλ.

Ιερ. 11,13                   Οι θεοί σου, βασίλειον του Ιούδα, είναι εις αριθμόν τόσοι, όσαι και αι πόλεις σου, και εις την Ιερουσαλήμ όσαι αι οδοί της πόλεως. Οι κάτοικοι αυτής κατεσκεύασαν και αφιέρωσαν βωμούς, δια να προσφέρουν θυμίαμα στον Βααλ.

Ιερ. 11,14          καὶ σὺ μὴ προσεύχου περὶ τοῦ λαοῦ τούτου καὶ μὴ ἀξίου περὶ αὐτῶν ἐν δεήσει καὶ προσευχῇ, ὅτι οὐκ εἰσακούσομαι ἐν τῷ καιρῷ, ἐν ᾧ ἐπικαλοῦνταί με, ἐν καιρῷ κακώσεως αὐτῶν.

Ιερ. 11,14                   Συ δέ, Ιερεμία, μη προσεύχεσαι δια τον λαόν αυτόν, μη επιμένης να ζητής και να αξιώνης με δεήσεις και προσευχάς χάριν και αγαθά, και όταν ακόμη αυτοί κατά την περίοδον των δοκιμασιών και των θλίψεων με επικαλεσθούν δια της προσευχής, εγώ δεν θα ακούσω και δεν θα κάμω δεκτήν την προσευχήν των.

Ιερ. 11,15          τί ἡ ἠγαπημένη ἐν τῷ οἴκῳ μου ἐποίησε βδέλυγμα; μὴ εὐχαὶ καὶ κρέα ἅγια ἀφελοῦσιν ἀπὸ σοῦ τὰς κακίας σου, ἢ τούτοις διαφεύξῃ;

Ιερ. 11,15                   Διατί οι κάτοικοι της ηγαπημένης μου Ιερουσαλήμ κατεσκεύασαν βδελυρόν θυσιαστήριον και άγαλμα στον ναόν μου; Μηπως τα τάματα και τα αφιερωμένα κρέατα θα αφαιρέσουν τας κακίας σου, η θα ημπορέσης δι' αυτών να αποφύγης την τιμωρίαν;

Ιερ. 11,16          ἐλαίαν ὡραίαν, εὔσκιον τῷ εἴδει ἐκάλεσε Κύριος τὸ ὄνομά σου· εἰς φωνὴν περιτομῆς αὐτῆς ἀνήφθη πῦρ ἐπ᾿ αὐτήν, μεγάλη ἡ θλῖψις ἐπὶ σέ, ἠχρεώθησαν οἱ κλάδοι αὐτῆς.

Ιερ. 11,16                   Ο Κυριος σε ωνόμασε ωραίαν κατά την μορφήν ευσκιόφυλλον ελαίαν. Διέταξεν όμως την περικοπήν αυτής της ελαίας και ήναψε πυρ επάνω εις αυτήν. Μεγάλη θλίψις θα πέση επάνω σου, ω Ιερουσαλήμ. Οι κλάδοι σου θα αχρηστευθούν και θα καταστραφούν.

Ιερ. 11,17          καὶ Κύριος ὁ καταφυτεύσας σε ἐλάλησεν ἐπὶ σὲ κακὰ ἀντὶ τῆς κακίας οἴκου Ἰσραὴλ καὶ οἴκου Ἰούδα, ὅτι ἐποίησαν ἑαυτοῖς τοῦ παροργίσαι με ἐν τῷ θυμιᾶν αὐτοὺς τῇ Βάαλ.

Ιερ. 11,17                   Διότι Ο Κυριος, ο οποίος σε εφύτευσεν, αυτός διέταξε και επέφερεν εναντίον σου συμφοράς και τιμωρίας, εξ αιτίας των κακιών του Ισραηλιτικού λαού και του λαού του Ιούδα. Διότι κατά τέτοιον τρόπον έπραξαν και ενήργησαν εις βάρος των, ώστε να με παροργήσουν, όταν προσέφεραν θυσίαν θυμιάματος στο είδωλον του Βααλ.

 

                             Συνωμοσία κατά του Ιερεμία

Ιερ. 11,18          Κύριε, γνώρισόν μοι, καὶ γνώσομαι· τότε εἶδον τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτῶν.

Ιερ. 11,18                   Ο προφήτης λέγει προς τον Θεόν· Κυριε, φανέρωσέ μου, κάμε γνωστήν εις εμέ την αλήθειαν και εγώ θα την γνωρίσω. Τοτε θα ίδω καθαρά τα πονηρά αυτών έργα.

Ιερ. 11,19          ἐγὼ δὲ ὡς ἀρνίον ἄκακον ἀγόμενον τοῦ θύεσθαι οὐκ ἔγνων· ἐπ᾿ ἐμὲ ἐλογίσαντο λογισμὸν πονηρὸν λέγοντες· δεῦτε καὶ ἐμβάλωμεν ξύλον εἰς τὸν ἄρτον αὐτοῦ καὶ ἐκτρίψωμεν αὐτὸν ἀπὸ γῆς ζώντων, καὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ οὐ μὴ μνησθῇ οὐκέτι.

Ιερ. 11,19                   Εγώ δε ως αρνίον άκακον, που οδηγείται προς θυσίαν, δεν εγνώριζα, που οδηγούμαι. Οι εχθροί μου εσκέφθησαν και επήραν πονηράς αποφάσεις εναντίον μου λέγοντες· ελάτε, ας βάλωμεν στον άρτον αυτού δηλητηριώδες βότανον, δια να τον εξοντώσωμεν από την χώραν των ζώντων ανθρώπων και έτσι το όνομά του κανείς πλέον δεν θα το ενθυμηθή.

Ιερ. 11,20          Κύριε κρίνων δίκαια, δοκιμάζων νεφροὺς καὶ καρδίας, ἴδοιμι τὴν παρὰ σοῦ ἐκδίκησιν ἐξ αὐτῶν, ὅτι πρὸς σὲ ἀπεκάλυψα τὸ δικαίωμά μου.

Ιερ. 11,20                  Κυριε, συ ο οποίος κρίνεις με δικαιοσύνην, συ ο οποίος ερευνάς και γνωρίζεις νεφρούς και καρδίας, ας δώσης να ίδω εγώ την εκ μέρους σου τιμωρίαν αυτών, διότι εγώ προς σε απεκάλυψα και ενεπιστεύθην το δίκαιόν μου.

Ιερ. 11,21          διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος ἐπὶ τοὺς ἄνδρας Ἀναθὼθ τοὺς ζητοῦντας τὴν ψυχήν μου, τοὺς λέγοντας· οὐ μὴ προφητεύσεις ἐπὶ τῷ ὀνόματι Κυρίου, εἰ δὲ μή, ἀποθάνῃ ἐν ταῖς χερσὶν ἡμῶν.

Ιερ. 11,21                   Δια τούτο αυτά λέγει ο Κυριος εναντίον των ανδρών της Αναθώθ, οι οποίοι ζητούν να αφαιρέσουν την ζωήν μου, προς εκείνους οι οποίοι λέγουν δεν θα προφητεύσης στο όνομα του Κυρίου, ειδ' άλλως θα σε φονεύσωμεν με τα ίδια μας τα χέρια.

Ιερ. 11,22          ἰδοὺ ἐγὼ ἐπισκέψομαι ἐπ᾿ αὐτούς· οἱ νεανίσκοι αὐτῶν ἐν μαχαίρᾳ ἀποθανοῦνται, καὶ οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ αἱ θυγατέρες αὐτῶν τελευτήσουσιν ἐν λιμῷ,

Ιερ. 11,22                  Ιδού, εγώ, λέγει ο Θεός, θα επισκεφθώ και θα τιμωρήσω αυτούς. Οι νέοι άνδρες των θα πέσουν εν στόματι μαχαίρας, οι υιοί των και αι θυγατέρες των θα αποθάνουν από την πείναν.

Ιερ. 11,23          καὶ ἐγκατάλειμμα οὐκ ἔσται αὐτῶν, ὅτι ἐπάξω κακὰ ἐπὶ τοὺς κατοικοῦντας ἐν Ἀναθώθ, ἐν ἐνιαυτῷ ἐπισκέψεως αὐτῶν.

Ιερ. 11,23                  Δεν θα απομείνη κατάλοιπον από αυτούς, διότι εγώ θα επιφέρω συμφοράς και όλεθρον εναντίον των κατοίκων της Αναθώθ κατά το έτος, που θα τους επισκεφθώ, δια να τους τιμωρήσω.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12- Ο ΘΕΟΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΕΙ ΤΟ ΛΑΟ ΤΟΥ

ΘΑ ΕΡΘΕΙ Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΗΣ ΤΙΜΩΡΙΑΣ ΤΩΝ ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ

                             Ο Θεός εγκαταλείπει το λαό του

Ιερ. 12,1            Δίκαιος εἶ, Κύριε, ὅτι ἀπολογήσομαι πρὸς σέ, πλὴν κρίματα λαλήσω πρὸς σέ· τί ὅτι ὁδὸς ἀσεβῶν εὐοδοῦται, εὐθήνησαν πάντες οἱ ἀθετοῦντες ἀθετήματα;

Ιερ. 12,1                    Δικαιος είσαι, Κυριε, και το δίκαιον ευρίσκεται πάντοτε με το μέρος σου. Εν τούτοις τολμώ να συνομιλήσω μαζή σου. Θα θέσω ενώπιόν σου μερικά ερωτήματα, τα οποίά μου φαίνονται δίκαια. Διατί οι δρόμοι της ζωής των ασεβών ευοδώνονται; Διατί ευτυχούν όλοι εκείνοι, οι οποίοι συνεχώς και αναιδώς καταπατούν το άγιόν σου θέλημα;

Ιερ. 12,2            ἐφύτευσας αὐτοὺς καὶ ἐῤῥιζώθησαν· ἐτεκνοποιήσαντο καὶ ἐποίησαν καρπόν· ἐγγὺς εἶ σὺ τοῦ στόματος αὐτῶν καὶ πόῤῥω ἀπὸ τῶν νεφρῶν αὐτῶν.

Ιερ. 12,2                    Τους εφύτευσες και έρριψαν βαθείας και ασφαλείς τας ρίζας. Απέκτησαν τέκνα και απογόνους. Είσαι συ πάντοτε πλησίον στο αίτημα του στόματός των, έτοιμος να το εκπληρώσης, ενώ φαίνεται να ευρίσκεσαι πολύ μακράν από τας πονηράς επιθυμίας των καρδιών των.

Ιερ. 12,3            καὶ σύ, Κύριε, γινώσκεις με, δεδοκίμακας τὴν καρδίαν μου ἐναντίον σου· ἅγνισον αὐτοὺς εἰς ἡμέραν σφαγῆς αὐτῶν.

Ιερ. 12,3                    Συ, Κυριε, με γνωρίζεις καλά. Εχεις δοκιμάσει ενώπιόν σου την καρδίαν μου· καθάρισον αυτούς, όταν θα έλθη η ημέρα της σφαγής των.

Ιερ. 12,4            ἕως πότε πενθήσει ἡ γῆ καὶ πᾶς ὁ χόρτος τοῦ ἀγροῦ ξηρανθήσεται ἀπὸ κακίας τῶν κατοικούντων ἐν αὐτῇ; ἠφανίσθησαν κτήνη καὶ πετεινά, ὅτι εἶπαν· οὐκ ὄψεται ὁ Θεὸς ὁδοὺς ἡμῶν.

Ιερ. 12,4                    Εως πότε θα πενθή η γη και όλη η χλόη του αγρού θα ξηρανθή εξ αιτίας της κακίας των κατοίκων της; Εξηφανίσθησαν τα κτήνη της χώρας και αυτά ακόμη τα πτηνά του ουρανού, διότι οι άνθρωποι οι ασεβείς είπαν· ο Θεός δεν θα ίδη ποτέ τους δρόμους της ζωής μας.

Ιερ. 12,5            σοῦ οἱ πόδες τρέχουσι καὶ ἐκλύουσί σε· πῶς παρασκευάσῃ ἐφ᾿ ἵπποις καὶ ἐν γῇ εἰρήνης σὺ πέποιθας; πῶς ποιήσεις ἐν φρυάγματι τοῦ Ἰορδάνου;

Ιερ. 12,5                    Ο Θεός απαντά· Συ τρέχεις με τα πόδιά σου, τα οποία και έχουν αποκάμει από τον κόπον. Πως λοιπόν θα συναγωνισθής με εφίππους άνδρας; Συ έχεις πεποίθησιν και μένεις ήσυχος εις χώραν και περίοδον ειρήνης. Τι θα κάμης όμως, εάν ακούσης φρυάγματα θηρίων εις αγρίας περιοχάς του Ιορδάνου;

Ιερ. 12,6            ὅτι καὶ οἱ ἀδελφοί σου καὶ ὁ οἶκος τοῦ πατρός σου, καὶ οὗτοι ἠθέτησάν σε, καὶ αὐτοὶ ἐβόησαν, ἐκ τῶν ὀπίσω σου ἐπισυνήχθησαν· μὴ πιστεύσῃς ἐν αὐτοῖς, ὅτι λαλήσουσι πρός σε καλά. -

Ιερ. 12,6                    Ιδού, ότι οι αδελφοί σου και όλος ο οίκος του πατρός σου και αυτοί ακόμη σε προδίδουν. Βοούν εναντίον σου. Οπισθέν σου και εν αγνοία σου οργανώνουν συνωμοσίας. Μη δώσης εμπιστοσύνην εις αυτούς, έστω και αν σου ομιλήσουν με καλωσύνην.

Ιερ. 12,7            Ἐγκαταλέλοιπα τὸν οἶκόν μου, ἀφῆκα τὴν κληρονομίαν μου, ἔδωκα τὴν ἠγαπημένην ψυχήν μου εἰς χεῖρας ἐχθρῶν αὐτῆς.

Ιερ. 12,7                    Δια τας παρανομίας των έχω εγκαταλείψει τον οίκόν μου, αφήκα την κληρονομίαν μου, παρέδωσα την αγαπημενήν μου ψυχήν, τον λαόν μου, εις τα χέρια των εχθρών των.

Ιερ. 12,8            ἐγενήθη ἡ κληρονομία μου ἐμοὶ ὡς λέων ἐν δρυμῷ· ἔδωκεν ἐπ᾿ ἐμὲ τὴν φωνὴν αὐτῆς, διὰ τοῦτο ἐμίσησα αὐτήν.

Ιερ. 12,8                    Η ιδιαιτέρα αυτή κληρονομία μου, ο εκλεκτός και περιούσιος λαός μου, εστράφη εναντίον μου ώσαν άγριος λέων, που ευρίσκεται στο δάσος. Εβγαλεν αγρίας κραυγάς εναντίον μου. Δια τούτο και τους εμίσησα.

Ιερ. 12,9            μὴ σπήλαιον ὑαίνης ἡ κληρονομία μου ἐμοὶ ἢ σπήλαιον κύκλῳ αὐτῆς; βαδίσατε, συναγάγετε πάντα τὰ θηρία τοῦ ἀγροῦ, καὶ ἐλθέτωσαν τοῦ φαγεῖν αὐτήν.

Ιερ. 12,9                    Μηπως ο λαός και η χώρα της κληρονομίας μου έγινε σπήλαιον υαίνης, σπήλαιον κύκλω από αυτήν; Πηγαίνετε, συγκεντρώσατε όλα τα θηρία του αγρού και ας έλθουν να καταφάγουν αυτήν την κληρονομίαν.

Ιερ. 12,10          ποιμένες πολλοὶ διέφθειραν τὸν ἀμπελῶνά μου, ἐμόλυναν τὴν μερίδα μου, ἔδωκαν τὴν μερίδα τὴν ἐπιθυμητήν μου εἰς ἔρημον ἄβατον,

Ιερ. 12,10                  Πολλοί κακοί ποιμένες κατέστρεψαν τον αμπελώνα μου, τον λαόν του Ισραήλ. Εβεβήλωσαν αυτήν την μερίδα μου, παρέδωκαν εις αφανισμόν την λίαν αγαπητήν και επιθυμητήν μερίδα μου. Την μετέβαλαν εις έρημον και άβατον περιοχήν.

Ιερ. 12,11          ἐτέθη εἰς ἀφανισμὸν ἀπωλείας, δι᾿ ἐμὲ ἀφανισμῷ ἠφανίσθη πᾶσα ἡ γῆ, ὅτι οὐκ ἔστιν ἀνὴρ τιθέμενος ἐν καρδίᾳ.

Ιερ. 12,11                   Η χώρα μου παρεδόθη εις εξαφανισμόν και όλεθρον. Ενεκα της κακής απέναντί μου συμπεριφοράς της κατεστράφη δια μεγάλου ολέθρου όλη η χώρα. Και όμως κανείς δεν θέτει αυτό εν τη καρδία του και δεν το συναισθάνεται.

Ιερ. 12,12          ἐπὶ πᾶσαν διεκβολὴν ἐν τῇ ἐρήμῳ ἦλθον ταλαιπωροῦντες, ὅτι μάχαιρα τοῦ Κυρίου καταφάγεται ἀπ᾿ ἄκρου τῆς γῆς ἕως ἄκρου τῆς γῆς, οὐκ ἔστιν εἰρήνη πάσῃ σαρκί.

Ιερ. 12,12                  Εις κάθε απόμερον σημείον της ερήμου κατέφυγαν ταλαιπωρημένοι οι Εβραίοι, διότι η μάχαιρα της δικαίας οργής του Κυρίου θα τους καταφάγη. Από το ένα άκρον έως το άλλο άκρον της γης δεν υπάρχει ειρήνη εις κανένα άνθρωπον.

Ιερ. 12,13          ἐσπείρατε πυροὺς καὶ ἀκάνθας θερίζετε· οἱ κλῆροι αὐτῶν οὐκ ὠφελήσουσιν αὐτούς· αἰσχύνθητε ἀπὸ καυχήσεως ὑμῶν, ἀπὸ ὀνειδισμοῦ ἔναντι Κυρίου. -

Ιερ. 12,13                  Εσπείρατε σιτάρι και θερίζετε αγκάθια. Αι αγροτικαί κληρονομίαι των δεν θα τους ωφελήσουν. Εντραπήτε δι' εκείνα, τα οποία προηγουμένως εκαυχάσθε. Εντραπήτε δια την καταφρόνησιν, που εδείξατε απέναντι του Κυρίου.

 

                              Θα έρθει η ώρα της δίκαιης τιμωρίας των αμαρτωλών

Ιερ. 12,14          Ὅτι τάδε λέγει Κύριος περὶ πάντων τῶν γειτόνων τῶν πονηρῶν τῶν ἁπτομένων τῆς κληρονομίας μου, ἧς ἐμέρισα τῷ λαῷ μου Ἰσραήλ· ἰδοὺ ἐγὼ ἀποσπῶ αὐτοὺς ἀπὸ τῆς γῆς αὐτῶν καὶ τὸν Ἰούδαν ἐκβαλῶ ἐκ μέσου αὐτῶν.

Ιερ. 12,14                  Αυτά λέγει ο Κυριος δι' όλους τους κακούς γειτονικούς λαούς, οι οποίοι προσβάλλουν την κληρονομίαν μου, αυτήν, που εγώ εμοίρασα στον ισραηλιτικόν λαόν μου· Ιδού, εγώ θα αποσπάσω αυτούς από την χώραν των και εκ μέσου αυτών θα βγάλω τους Ιουδαίους.

Ιερ. 12,15          καὶ ἔσται μετὰ τὸ ἐκβαλεῖν με αὐτοὺς ἐπιστρέψω καὶ ἐλεήσω αὐτοὺς καὶ κατοικιῶ αὐτούς, ἕκαστον εἰς τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ καὶ ἕκαστον εἰς τὴν γῆν αὐτοῦ.

Ιερ. 12,15                  Αφού δε τους βγάλω, θα τους επαναφέρω και θα τους ελεήσω, θα, εγκαταστήσω τον καθένα απ' αυτούς εις την κληρονομίαν του, τον καθένα εις την γην αυτού.

Ιερ. 12,16          καὶ ἔσται ἐὰν μαθόντες μάθωσι τὴν ὁδὸν τοῦ λαοῦ μου, τοῦ ὀμνύειν τῷ ὀνόματί μου, ζῇ Κύριος, καθὼς ἐδίδαξαν τὸν λαόν μου ὀμνύειν τῇ Βάαλ, καὶ οἰκοδομηθήσονται ἐν μέσῳ τοῦ λαοῦ μου·

Ιερ. 12,16                  Εάν δε αυτοί μάθουν τας οδούς του λαού μου και ορκίζονται στο Ονομά μου λέγοντες· “ζη Κυριος”, όπως αυτοί εδίδαξαν τον λαόν μου να ορκίζεται στον Βααλ, τότε θα εγκατασταθούν ευτυχείς εν μέσω του λαού μου.

Ιερ. 12,17          ἐὰν δὲ μὴ ἐπιστρέψωσι, καὶ ἐξαρῶ τὸ ἔθνος ἐκεῖνο ἐξάρσει καὶ ἀπωλείᾳ.

Ιερ. 12,17                  Εάν όμώς δεν επιστρέψουν εν μετανοία εις εμέ τον αληθινόν Θεόν, θα βγάλω το έθνος εκείνο από τα αλλά έθνη, θα το παραδώσω εις όλεθρον και απώλειαν.