ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ- ΚΕΦ. 1-6

 

 

Η ΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΙΕΡΕΜΙΑ - ΛΟΓΟΙ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1- Η ΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΙΕΡΕΜΙΑ - ΟΡΑΜΑΤΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΙΟΥΔΑΙΑΣ

                             Η κλήση του Ιερεμία

Ιερ. 1,1             Τὸ ῥῆμα τοῦ Θεοῦ, ὃ ἐγένετο ἐπὶ Ἱερεμίαν τὸν τοῦ Χελκίου ἐκ τῶν ἱερέων, ὃς κατῴκει ἐν Ἀναθὼθ ἐν γῇ Βενιαμείν·

Ιερ. 1,1                       Ο λόγος του Θεού, ο οποίος απηυθύνθη προς τον Ιερεμίαν, υιόν του Χελκίου, ενός από τους ιερείς. Αυτός κατοικούσεν εις την κωμόπολιν Αναθώθ, εις την χώραν της φυλής Βενιαμείν.

Ιερ. 1,2             ὡς ἐγενήθη λόγος τοῦ Θεοῦ πρὸς αὐτὸν ἐν ταῖς ἡμέραις Ἰωσία υἱοῦ Ἀμὼς βασιλέως Ἰούδα, ἔτους τρισκαιδεκάτου ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ·

Ιερ. 1,2                      Οι λόγοι αυτοί του Θεού ελέχθησαν προς τον Ιερεμίαν κατά τας ημέρας του βασιλέως του βασιλείου του Ιούδα ' Ιωσία, υιού του Αμώς, και συγκεκριμένως από το δέκατον τρίτον έτος της βασιλείας του και έπειτα.

Ιερ. 1,3             καὶ ἐγένετο ἐν ταῖς ἡμέραις Ἰωακεὶμ υἱοῦ Ἰωσία βασιλέως Ἰούδα ἕως ἑνδεκάτου ἔτους τοῦ Σεδεκία υἱοῦ Ἰωσία βασιλέως Ἰούδα, ἕως τῆς αἰχμαλωσίας Ἱερουσαλὴμ ἐν τῷ πέμπτῳ μηνί.

Ιερ. 1,3                      Λογοι επίσης του Θεού ελέχθησαν προς τον Ιερεμίαν κατά τας ημέρας του Ιωακείμ, υιού του Ιωσί του βασιλέως του βασιλείου Ιούδα, και μέχρι του ενδεκάτου έτους του Σεδεκία, υιού του Ιωσία βασιλέως Ιούδα, μέχρι της αλώσεως της Ιερουσαλήμ και της αιχμαλωσίας των κατοίκων της, ήτοι μέχρι του πέμπτου μηνός του ενδεκάτου έτους της βασιλείας του Σεδεκίου.

Ιερ. 1,4             Καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός με·

Ιερ. 1,4                      Ο προφήτης λέγει· ο Κυριος ωμίλησε προς εμέ και μου είπε·

Ιερ. 1,5             πρὸ τοῦ με πλάσαι σε ἐν κοιλίᾳ ἐπίσταμαί σε καὶ πρὸ τοῦ σε ἐξελθεῖν ἐκ μήτρας ἡγίακά σε, προφήτην εἰς ἔθνη τέθεικά σε.

Ιερ. 1,5                      Σε γνωρίζω πολύ καλά, πριν ακόμη σε πλάσσω ως έμβρυον εις την κοιλίαν της μητρός σου και πριν γεννηθής, σε καθιέρωσα εις υπηρεσίαν του έργου μου· σε εγκατέστησα προφήτην δια τα έθνη.

Ιερ. 1,6             καὶ εἶπα· ὦ δέσποτα Κύριε, ἰδοὺ οὐκ ἐπίσταμαι λαλεῖν, ὅτι νεώτερος ἐγώ εἰμι.

Ιερ. 1,6                      Και εγώ είπα τότε· Ω Δέσποτα και Κυριε, δεν είμαι ικανός δια το έργον αυτό, διότι ιδού, δεν γνωρίζω να ομιλώ· είμαι άλλωστε και μικρός κατά την ηλικίαν.

Ιερ. 1,7             καὶ εἶπε Κύριος πρός με· μὴ λέγε ὅτι νεώτερος ἐγώ εἰμι, ὅτι πρὸς πάντας, οὓς ἐὰν ἐξαποστείλω σε, πορεύσῃ, καὶ κατὰ πάντα, ὅσα ἐὰν ἐντείλωμαί σοι, λαλήσεις·

Ιερ. 1,7                      Ο Κυριος απήντησε και μου είπε· Μη λέγης ότι είσαι μικρός κατά την ηλικίαν, διότι προς όλους εκείνους, προς τους οποίους εγώ θα σε στείλω να ομιλήσης, θα πορευθής και θα ο-ομιλήσης προς αυτούς, όσα εγώ θα σου δώσω την εντολήν να είπης.

Ιερ. 1,8             μὴ φοβηθῇς ἀπὸ προσώπου αὐτῶν, ὅτι μετὰ σοῦ ἐγώ εἰμι τοῦ ἐξαιρεῖσθαί σε, λέγει Κύριος.

Ιερ. 1,8                      Μη φοβηθής ενώπιον αυτών, διότι εγώ θα είμαι μαζή σου, δια να σε προφυλάσσω και σώζω από κινδύνους, λέγει ο Κυριος.

Ιερ. 1,9             καὶ ἐξέτεινε Κύριος τὴν χεῖρα αὐτοῦ πρός με καὶ ἥψατο τοῦ στόματός μου, καὶ εἶπε Κύριος πρός με· ἰδοὺ δέδωκα τοὺς λόγους μου εἰς τὸ στόμα σου·

Ιερ. 1,9                      Ο Κυριος ήπλωσε τότε την χείρα του προς εμέ, ήγγισε το στόμα μου και μου είπε· Ιδού εγώ έχω δώσει στο στόμα σου τους λόγους μου.

Ιερ. 1,10            ἰδοὺ καθέστακά σε σήμερον ἐπὶ ἔθνη καὶ ἐπὶ βασιλείας ἐκριζοῦν καὶ κατασκάπτειν καὶ ἀπολλύειν καὶ ἀνοικοδομεῖν καὶ καταφυτεύειν. -

Ιερ. 1,10                    Ιδού, σε εγκατέστησα σήμερον προφήτην εις τα έθνη και εις τα βασίλεια, δια να εκριζώνης με τα λόγιά σου και να κατασκάπτης, να καταστρέφης, άλλα και να ανοικοδομής και να φυτεύης.

 

                             Οράματα και λόγοι κατά της Ιουδαίας

Ιερ. 1,11            Καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός με λέγων· τί σὺ ὁρᾷς Ἱερεμία; καὶ εἶπε· βακτηρίαν καρυΐνην.

Ιερ. 1,11                     Παλιν ο Κυριος απηυθύνθη προς εμέ λέγων· Τι βλέπεις συ, ω Ιερεμία; Και εγώ είπα· Βλέπω βακτηρίαν (ράβδον) από καρυδιάν.

Ιερ. 1,12            καὶ εἶπε Κύριος πρός με· καλῶς ἑώρακας, διότι ἐγρήγορα ἐγὼ ἐπὶ τοὺς λόγους μου τοῦ ποιῆσαι αὐτούς.

Ιερ. 1,12                    Ο Κυριος μου είπε· Καλώς είδες, διότι εγώ αγρυπνώ, δια να εκπληρώσω και πραγματοποιήσω τους λόγους μου.

Ιερ. 1,13            καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου ἐκ δευτέρου πρός με λέγων· τί σὺ ὁρᾷς; καὶ εἶπα· λέβητα ὑποκαιόμενον, καὶ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἀπὸ προσώπου βοῤῥᾶ.

Ιερ. 1,13                     Και πάλιν ο λόγος Κυρίου απευθύνθη προς εμέ και είπε· Τι βλέπεις συ, Ιερεμία; Εγώ απήντησα· Βλέπω ένα λέβητα, κάτω από τον οποίον καίει φωτιά και η κατευθυνσίς του είναι από βορρά προς νότον.

Ιερ. 1,14            καὶ εἶπε Κύριος πρός με· ἀπὸ προσώπου βοῤῥᾶ ἐκκαυθήσεται τὰ κακὰ ἐπὶ πάντας τοὺς κατοικοῦντας τὴν γῆν.

Ιερ. 1,14                    Ο Κυριος είπε προς εμέ· Από βορρά θα έλθη η φωτιά εναντίον των κακών έργων και όλων των πονηρών ανθρώπων, οι οποίοι κατοικούν εις την χώραν της Παλαιστίνης.

Ιερ. 1,15            διότι ἰδοὺ ἐγὼ συγκαλῶ πάσας τὰς βασιλείας τῆς γῆς ἀπὸ βοῤῥᾶ, λέγει Κύριος, καὶ ἥξουσι καὶ θήσουσιν ἕκαστος τὸν θρόνον αὐτοῦ ἐπὶ τὰ πρόθυρα τῶν πυλῶν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐπὶ πάντα τὰ τείχη τὰ κύκλῳ αὐτῆς καὶ ἐπὶ πάσας τὰς πόλεις Ἰούδα.

Ιερ. 1,15                     Διότι, ιδού εγώ, λέγει ο Κυριος, προσκαλώ όλας τας βασιλείας της γης από την περιοχήν του βορρά, και θα έλθουν, θα ενθρονισθούν και θα εγκατασταθούν εις τα πρόθυρα των πυλών της Ιερουσαλήμ, γύρω από όλα τα τείχη αυτής και εις όλας τας πόλεις της Ιουδαίας.

Ιερ. 1,16            καὶ λαλήσω πρὸς αὐτοὺς μετὰ κρίσεως περὶ πάσης τῆς κακίας αὐτῶν, ὡς ἐγκατέλιπόν με καὶ ἔθυσαν θεοῖς ἀλλοτρίοις καὶ προσεκύνησαν τοῖς ἔργοις τῶν χειρῶν αὐτῶν.

Ιερ. 1,16                    Θα ομιλήσω τότε εναντίον όλων των πόλεων αυτών και των κατοίκων των και θα εκφέρω την καταδικαστικήν μου απόφασιν δι' όλας τας κακίας των, μάλιστα δέ, διότι εμέ μέν με εγκατέλειψαν, προσέφεραν δε θυσίας εις ξένους θεούς και προσκύνησαν τα είδωλα, τα οποία ήσαν έργα των χειρών των.

Ιερ. 1,17            καὶ σὺ περίζωσαι τὴν ὀσφύν σου καὶ ἀνάστηθι καὶ εἰπὸν πρὸς αὐτοὺς πάντα, ὅσα ἂν ἐντείλωμαί σοι· μὴ φοβηθῇς ἀπὸ προσώπου αὐτῶν, μηδὲ πτοηθῇς ἐναντίον αὐτῶν, ὅτι μετὰ σοῦ ἐγώ εἰμι τοῦ ἐξαιρεῖσθαί σε, λέγει Κύριος.

Ιερ. 1,17                     Συ, λοιπόν, ζώσε την μέσην σου, σήκω και είπε προς αυτούς όλα, όσα εγώ θα σου δώσω εντολήν να είπης. Μη φοβηθής ενώπιον αυτών και μη πτοηθής αυτούς, διότι εγώ είμαι πάντοτε μαζή σου να σε λυτρώσω από κάθε κίνδυνον, λέγει ο Κυριος.

Ιερ. 1,18            ἰδοὺ τέθεικά σε ἐν τῇ σήμερον ἡμέρᾳ ὡς πόλιν ὀχυρὰν καὶ ὡς τεῖχος χαλκοῦν, ὀχυρὸν πᾶσι τοῖς βασιλεῦσιν Ἰούδα καὶ τοῖς ἄρχουσιν αὐτοῦ καὶ τῷ λαῷ τῆς γῆς,

Ιερ. 1,18                    Ιδού, σε έχω θέσει και αναδείξει κατά την σημερινήν ημέραν ωσάν πόλιν οχυράν και απόρθητον, ωσάν τείχος χάλκινον, απόρθητον από όλους τους βασιλείς του βασιλείου Ιούδα και τους άρχοντας του βασιλείου αυτού και τον λαόν της χώρας αυτής.

Ιερ. 1,19            καὶ πολεμήσουσί σε καὶ οὐ μὴ δύνωνται πρός σε, διότι μετὰ σοῦ ἐγώ εἰμι τοῦ ἐξαιρεῖσθαί σε, εἶπε Κύριος.

Ιερ. 1,19                    Θα πολεμήσουν αυτοί εναντίον σου, αλλά δεν θα ημπορέσουν να κατορθώσουν τίποτε, διότι εγώ θα είμαι μαζή σου, δια να σε λυτρώσω από τα χέρια αυτών, είπεν ο Κυριος”.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2- Η ΑΠΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛΙΤΙΚΟΥ ΛΑΟΥ

ΚΑΙ Η ΤΙΜΩΡΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΜΜΟΝΗ ΣΤΗΝ ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΑ

                                 Η αποστασία του ισραηλιτικού λαού

Ιερ. 2,2             Καὶ εἶπε· τάδε λέγει Κύριος· ἐμνήσθην ἐλέους νεότητός σου καὶ ἀγάπης τελειώσεώς σου τοῦ ἐξακολουθῆσαί σε τῷ ἁγίῳ Ἰσραήλ, λέγει Κύριος

Ιερ. 2,2                     Είπεν ο Κυριος προς τον Ιερεμίαν· αυτά λέγει ο Κυριος προς τον ίσραήλιτικόν λαόν· Ενεθυμήθην το προς σε έλεός που, σου είχα δείξει, όταν ευρίσκεσο ακόμα εις την αρχήν της υπάρξεώς σου, και την μεγάλην τότε προς σε αγάπην μου δια την απακαταστασίν σου εις την γην της Επαγγελίας, πράγμα, το οποίον έπρεπε να κάμη σέ, Ισραηλιτικέ λαέ, να ακολούθησης εμέ, τον άγιον και αληθινόν Θεόν.

Ιερ. 2,3             ἅγιος Ἰσραήλ· τῷ Κυρίῳ ἀρχὴ γεννημάτων αὐτοῦ· πάντες οἱ ἔσθοντες αὐτὸν πλημμελήσουσι, κακὰ ἥξει ἐπ᾿ αὐτούς, φησὶ Κύριος.

Ιερ. 2,3                      Ησο ενώπιόν μου, Ισραηλιτικέ λαέ, ως απαρχή γεννημάτων, που προσφέρεται θυσία στον Κυριον. Οσοι θα ετολμούσαν να φάγουν κάτι από σε και να σε αδικήσουν, αυτοί θα ήσαν υπεύθυνοι ενώπιον του Θεού. Κακά και συμφοραί θα ήρχοντο εναντίον αυτών, λέγει ο Κυριος.

Ιερ. 2,4             ἀκούσατε λόγον Κυρίου, οἶκος Ἰακώβ, καὶ πᾶσα πατριὰ οἴκου Ἰσραήλ.

Ιερ. 2,4                     Ακούσατε τα λόγια του Κυρίου, φυλαί του Ιακώβ και όλαι αι οικογενειαι του οίκου Ισραήλ.

Ιερ. 2,5             τάδε λέγει Κύριος· τί εὕροσαν οἱ πατέρες ὑμῶν ἐν ἐμοὶ πλημμέλημα, ὅτι ἀπέστησαν μακρὰν ἀπ᾿ ἐμοῦ καὶ ἐπορεύθησαν ὀπίσω τῶν ματαίων καὶ ἐματαιώθησαν;

Ιερ. 2,5                      Αυτά λέγει ο Κυριος· Ποίον, έστω και μικράν, έλλειψιν ευρήκαν εις εμέ οι προγονοί σας και έφυγαν μακράν από εμέ, επορεύθησαν δε και ηκολούθησαν τα μάταια είδωλα, δια να γίνουν έτσι και αυτοί μηδαμινοί και τιποτένιοι;

Ιερ. 2,6             καὶ οὐκ εἶπαν· ποῦ ἐστι Κύριος ὁ ἀναγαγὼν ἡμᾶς ἐκ γῆς Αἰγύπτου, ὁ καθοδηγήσας ἡμᾶς ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἐν γῇ ἀπείρῳ καὶ ἀβάτῳ, ἐν γῇ ἀνύδρῳ καὶ ἀκάρπῳ, ἐν γῇ, ᾗ οὐ διώδευσεν ἐν αὐτῇ ἀνὴρ οὐθὲν καὶ οὐ κατῴκησεν ἐκεῖ υἱὸς ἀνθρώπου;

Ιερ. 2,6                     Δεν ενεθυμήθησαν τας ευεργεσίας μου και δεν είπαν· Που είναι ο Κυριος, ο οποίος μας έβγαλεν από την χώραν της Αιγύπτου, αυτός ο οποίος μας ωδήγησε δια μέσου της ερήμου, δια μέσου περιοχής αγνώστου και αδιαβάτου εις γην άνυδρον, ακαλλιέργητον και άκαρπόν, από την οποίαν κανείς δεν διήρχετο ούτε και κατοικούσεν εκεί άνθρωπος;

Ιερ. 2,7             καὶ ἤγαγον ὑμᾶς εἰς τὸν Κάρμηλον τοῦ φαγεῖν ὑμᾶς τοὺς καρποὺς αὐτοῦ καὶ τὰ ἀγαθὰ αὐτοῦ· καὶ εἰσήλθατε καὶ ἐμιάνατε τὴν γῆν μου καὶ τὴν κληρονομίαν μου ἔθεσθε εἰς βδέλυγμα.

Ιερ. 2,7                      Εγώ ο Θεός, ασφαλείς σας ωδήγησα εις την καρποφόρον γην της Παλαιστίνης, δια να φάγετε τους καρπούς αυτής και να απολαύσετε τα αγαθά της. Απέναντι των ευεργεσιών μου αυτών, σεις τι επράξατε, πως εφερθήκατε; Εισήλθατε, λέγει ο Κυριος, και εμολύνατε την χώραν μου, την γην της Επαγγελίας, κατεστήσατε βδελυράν και μισητήν την κληρονομίαν μου.

Ιερ. 2,8             οἱ ἱερεῖς οὐκ εἶπαν· ποῦ ἐστι Κύριος; καὶ οἱ ἀντεχόμενοι τοῦ νόμου οὐκ ἠπίσταντό με, καὶ οἱ ποιμένες ἠσέβουν εἰς ἐμέ, καὶ οἱ προφῆται ἐπροφήτευον τῇ Βάαλ καὶ ὀπίσω ἀνωφελοῦς ἐπορεύθησαν.

Ιερ. 2,8                     Και οι ιερείς ακόμη δεν ανεζήτησαν τον Κυριον λέγοντες· που είναι ο Κυριος; Οι ασχολούμενοι με τον Νομον δεν με εγνώριζαν. Οι άρχοντες του λαού εφέροντο με ασέβειαν απέναντί μου και οι προφήται επροφήτευαν προς χάριν του ειδωλικού θεού Βααλ και ηκολούθουν τα μάταια και ανωφελή είδωλα.

Ιερ. 2,9             διὰ τοῦτο ἔτι κριθήσομαι πρὸς ὑμᾶς λέγει Κύριος, καὶ πρὸς τοὺς υἱοὺς τῶν υἱῶν ὑμῶν κριθήσομαι.

Ιερ. 2,9                     Δια τούτο θα έλθω εις συζήτησιν και αντιδικίαν προς σας, λέγει ο Κυριος, όπως επίσης και προς τους απογόνους σας.

Ιερ. 2,10            διότι διέλθετε εἰς νήσους Χεττιεὶμ καὶ ἴδετε, καὶ εἰς Κηδὰρ ἀποστείλατε καὶ νοήσατε σφόδρα, καὶ ἴδετε εἰ γέγονε τοιαῦτα.

Ιερ. 2,10                    Περάσατε και επισκεφθήτε τα ειδωλολατρικά έθνη της Κυπρου και των άλλων νήσων της Μεσογείου Θαλάσσης, υπάγετε και προς ανατολάς προς τους κατοίκους της Κηδάρ, προσέξατε και ίδετε, εάν εκεί έγιναν τέτοιά γεγονότα, ωσάν αυτά που συνέβησαν εις την Ιουδαίαν.

Ιερ. 2,11            εἰ ἀλλάξωνται ἔθνη θεοὺς αὐτῶν· καὶ οὗτοι οὐκ εἰσὶ θεοί. ὁ δὲ λαός μου ἠλλάξατο τὴν δόξαν αὐτοῦ, ἐξ ἧς οὐκ ὠφεληθήσονται.

Ιερ. 2,11                    Εάν, δηλαδή, τα ειδωλολατρικά αυτά έθνη ήλλαξαν τους θεούς των με άλλους θεούς· και όμώς οι θεοί των δεν είναι αληθινοί αλλά ψευδείς θεοί, είδωλα. Ο λαός μου όμώς ήλλαξε την δόξαν του, τον αληθινόν θεόν του, με άλλους ψευδείς θεούς, από τους οποίους τίποτε ούτε ωφελήθη ούτε θα ωφεληθή.

Ιερ. 2,12            ἐξέστη ὁ οὐρανὸς ἐπὶ τούτῳ καὶ ἔφριξεν ἐπὶ πλεῖον σφόδρα, λέγει Κύριος.

Ιερ. 2,12                    Κατάπληκτος έμεινεν ο ουρανός ενώπιον της αποστασίας αυτής, κατελήφθη από α-περίγραπτον φρίκην δια την διαγωγήν σας, λέγει ο Κυριος.

Ιερ. 2,13            ὅτι δύο καὶ πονηρὰ ἐποίησεν ὁ λαός μου· ἐμὲ ἐγκατέλιπον πηγὴν ὕδατος ζωῆς, καὶ ὤρυξαν ἑαυτοῖς λάκκους συντετριμμένους, οἳ οὐ δυνήσονται ὕδωρ συνέχειν.

Ιερ. 2,13                    Διότι ο λαός μου διέπραξε κατά τον αυτόν χρόνον δύο πονηρά και ολέθρια σφάλματα· εγκατέλιπαν εμέ, ο οποίος ήμην δι' αυτούς πηγή ζωογόνου ύδατος, και ήνοιξαν δια τον εαυτόν τους λάκκους κατεστραμμένους, οι οποίοι δεν θα ημπορέσουν να συγκρατήσουν νερό.

 

                             Η τιμωρία του Ισραήλ για την εμμονή του στην ειδωλολατρία

Ιερ. 2,14            Μὴ δοῦλός ἐστιν Ἰσραὴλ ἢ οἰκογενής ἐστι; διατί εἰς προνομὴν ἐγένετο;

Ιερ. 2,14                    Μηπως ο ισραηλιτικός λαός είναι και μένει ωσάν ένας κοινός και ευτελής δούλος απέναντί μου, η δούλος, έστω, ο οποίος εγεννήθη στον οίκον του κυρίου του; Διατί, λοιπόν, κατήντησε δούλος αλλοεθνών και έγινε θύμα λεηλασίας;

Ιερ. 2,15            ἐπ᾿ αὐτὸν ὠρύοντο λέοντες καὶ ἔδωκαν τὴν φωνὴν αὐτῶν, οἳ ἔταξαν τὴν γῆν αὐτοῦ εἰς ἔρημον, καὶ αἱ πόλεις αὐτοῦ κατεσκάφησαν παρὰ τὸ μὴ κατοικεῖσθαι.

Ιερ. 2,15                    Εναντίον αυτού επετέθησαν οι εχθροί του ωρυόμενοι ώσαν λέοντες. Εξέβαλαν τας αγρίας κραυγάς των. Αυτοί ερήμωσαν την χώραν του, κατέσκαψαν και εκρήμνισαν τας πόλστου, ώστε να μη είναι δυνατόν πλέον να κατοικηθούν.

Ιερ. 2,16            καὶ υἱοὶ Μέμφεως καὶ Τάφνας ἔγνωσάν σε καὶ κατέπαιζόν σου.

Ιερ. 2,16                    Οι κάτοικοι των πόλεων Μέμφεως και Ταφνας της Αιγύπτου σε είδαν εις την αθλίαν αυτήν κατάστασιν και εχάρησαν και σε ενέπαιζαν!

Ιερ. 2,17            οὐχὶ ταῦτα ἐποίησέ σοι τὸ καταλιπεῖν σε ἐμέ; λέγει Κύριος ὁ Θεός σου.

Ιερ. 2,17                    Ολα αυτά δεν συνέβησαν εις βάρος σου, λέγει Κυριος ο Θεός σου, επειδή συ με εγκατέλιπες;

Ιερ. 2,18            καὶ νῦν τί σοι καὶ τῇ ὁδῷ Αἰγύπτου τοῦ πιεῖν ὕδωρ Γηῶν; καὶ τί σοι καὶ τῇ ὁδῷ Ἀσσυρίων τοῦ πιεῖν ὕδωρ ποταμῶν;

Ιερ. 2,18                    Και τώρα σε ερωτώ· Τι υπάρχει μεταξύ σου και της οδού, η οποία οδηγεί εις την Αίγυπτον, ώστε να θέλης να πίνης ύδωρ από την Γηών, πόλιν της Αιγύπτου; Ποία σχέσις υπάρχει μεταξύ σου και της οδού, η οποία όδηγεί στους Ασσυριους, ώστε να πίνης νερά από τους ποταμούς της χώρας των;

Ιερ. 2,19            παιδεύσει σε ἡ ἀποστασία σου, καὶ ἡ κακία σου ἐλέγξει σε· καὶ γνῶθι καὶ ἰδέ, ὅτι πικρόν σοι τὸ καταλιπεῖν σε ἐμέ, λέγει Κύριος ὁ Θεός σου· καὶ οὐκ εὐδόκησα ἐπὶ σοί, λέγει Κύριος ὁ Θεός σου.

Ιερ. 2,19                    Η αποστασία σου από εμέ θα σε τιμωρήση και η κακία σου θα σε ελέγχη και θα σε συγκλονίζη. Από αυτά που υφίστασαι, μάθε και ιδέ, δτι είναι πολύ πικρόν δια σέ, να εγκατάλειψης εμέ τον Θεόν σου και προστάτην, λέγει Κυριος ο Θεός σου· έπαυσα να σε περιβάλλω με ευμένειαν και προστασίαν.

Ιερ. 2,20            ὅτι ἀπ᾿ αἰῶνος συνέτριψας τὸν ζυγόν σου, διέσπασας τοὺς δεσμούς σου καὶ εἶπας· οὐ δουλεύσω σοι, ἀλλὰ πορεύσομαι ἐπὶ πάντα βουνὸν ὑψηλὸν καὶ ὑποκάτω παντὸς ξύλου κατασκίου, ἐκεῖ διαχυθήσομαι ἐν τῇ πορνείᾳ μου.

Ιερ. 2,20                   Διότι από αρχαιότητα χρόνια, συ συνέτριψες τον ωφελιμον ζυγόν των εντολών μου και είπες· Δεν θα δουλεύω εις σέ, αλλά θα ανεβώ εις κάθε υψηλόν βουνόν και κάτω από κάθε ευσκιόφυλλον δένδρον εκεί θα εκχυθώ εις την ειδωλολατρικήν ασυδοσίαν και την πορνείαν μου.

Ιερ. 2,21            ἐγὼ δὲ ἐφύτευσά σε ἄμπελον καρποφόρον πᾶσαν ἀληθινήν· πῶς ἐστράφης εἰς πικρίαν, ἡ ἄμπελος ἡ ἀλλοτρία;

Ιερ. 2,21                    Εγώ ιουδαϊκέ λαέ, σε εφύτευσα ως άμπελον εξαιρετικήν και καρποφόρον. Πως τώρα μετεστράφης και έγινες εις πικρίαν δι' εμέ; Πως έγινες άμπελος αγρία και νόθος;

Ιερ. 2,22            ἐὰν ἀποπλύνῃ ἐν νίτρῳ καὶ πληθύνῃς σεαυτῇ πόαν, κεκηλίδωσαι ἐν ταῖς ἀδικίαις σου ἐναντίον ἐμοῦ, λέγει Κύριος.

Ιερ. 2,22                   Εάν πλυθής εξωτερικώς με νίτρον, εάν χρησιμοποιήσης άφθονον ποτάσσαν από στα-χτην φυτών, πάλιν θα μείνης κηλιδωμένη με τας αδικίας, τας οποίας έπραξες ενώπιόν μου, λέγει ο Κυριος.

Ιερ. 2,23            πῶς ἐρεῖς· οὐκ ἐμιάνθην καὶ ὀπίσω τῆς Βάαλ οὐκ ἐπορεύθην; ἰδὲ τὰς ὁδούς σου ἐν τῷ πολυανδρίῳ καὶ γνῶθι τί ἐποίησας. ὀψὲ φωνὴ αὐτῆς ὠλόλυξε,

Ιερ. 2,23                   Και πως θα τολμήσης να είπης· Εγώ δεν εμολύνθην και δεν επορεύθην πίσω από το είδωλον Βααλ; Ιδέ όμώς τας οδούς, που ηκολουθησες, και τα ίχνη των οδών εις την κοιλάδα του πολυανδρίου, την κοιλάδα Εννομ. Μαθε και κατανόησε καλά, τι διέπραξες. Αμυαλη καμήλα, που τρέχει δι' ανεύρεσιν ύδατος· προς το βραδύ θα κραυγάση, σαν να αφήνη ολολυγμούς!

Ιερ. 2,24            τὰς ὁδοὺς αὐτῆς ἐπλάτυνεν ἐφ᾿ ὕδατα ἐρήμου, ἐν ἐπιθυμίαις ψυχῆς αὐτῆς ἐπνευματοφορεῖτο, παρεδόθη· τίς ἐπιστρέψει αὐτήν; πάντες οἱ ζητοῦντες αὐτὴν οὐ κοπιάσουσιν, ἐν τῇ ταπεινώσει αὐτῆς εὑρήσουσιν αὐτήν.

Ιερ. 2,24                   Τρέχει εις τας οδούς της με μεγάλην ταχύτητα προς τα ύδατα ερήμου τόπου. Επάνω εις την σφοδράν επιθυμίαν της, τρέχει με τόσην ταχύτητα, ως εάν φέρεται από τον άνεμον. Ποιός ημπορεί να την συγκρατήση και να την επαναφέρη; Αλλά όλοι όσοι ζητούν να την εύρουν, δεν θα κοπιάσουν, θα την εύρουν εύκολα όταν έλθη ο καιρός της καταισχύνης της.

Ιερ. 2,25            ἀπόστρεψον τὸν πόδα σου ἀπὸ ὁδοῦ τραχείας καὶ τὸν φάρυγγά σου ἀπὸ δίψους. ἡ δὲ εἶπεν· ἀνδριοῦμαι· ὅτι ἠγαπήκει ἀλλοτρίους καὶ ὀπίσω αὐτῶν ἐπορεύετο.

Ιερ. 2,25                   Και λέγω τώρα εις σέ· Αλλαξε διεύθυνσιν, απομάκρυνε τα πόδιά σου από τας τραχείας ειδωλολατρικάς οδούς, ω Ισραήλ, και μη θελήσης να ικανοποίησης την δίψαν του λάρυγγός σου από τα ύδατα της ειδωλολατρείας. Η αγρία αυτή όμως κάμηλος του Ισραήλ απαντά· Εκεί εγώ ενισχύομαι. Λέγει δε αυτά, διότι έχει αγαπήσει ξένους, ειδωλολατρικούς θεούς και τρέχει οπίσω από αυτούς.

Ιερ. 2,26            ὡς αἰσχύνη κλέπτου ὅταν ἁλῷ, οὕτως αἰσχυνθήσονται οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ, αὐτοὶ καὶ οἱ βασιλεῖς αὐτῶν καὶ οἱ ἄρχοντες αὐτῶν καὶ οἱ ἱερεῖς αὐτῶν καὶ οἱ προφῆται αὐτῶν.

Ιερ. 2,26                   Οπως καταισχύνεται ο κλέπτης, όταν συλληφθή επ' αυτοφώρω, έτσι θα κατεντραπιασθούν και οι 'Ι σραηλίται μαζή με τους βασιλείς των και τους άρχοντας και τους ιερείς των και τους προφήτας των.

Ιερ. 2,27            τῷ ξύλῳ εἶπαν, ὅτι πατήρ μου εἶ σύ, καὶ τῷ λίθῳ· σὺ ἐγέννησάς με, καὶ ἔστρεψαν ἐπ᾿ ἐμὲ νῶτα καὶ οὐ πρόσωπα αὐτῶν· καὶ ἐν τῷ καιρῷ τῶν κακῶν αὐτῶν ἐροῦσιν· ἀνάστα καὶ σῶσον ἡμᾶς.

Ιερ. 2,27                   Είπαν αυτοί στο ξόανον, στο ξύλινον άγαλμα, ότι συ είσαι ο πατήρ μας· και στο λίθινον άγαλμα, ότι συ μας έχεις γεννήσει. Και εγύρισαν προς εμέ τα νώτα των και όχι τα πρύσωπά των. Αλλά κατά τον καιρόν, που θα επέλθουν εναντίον των θλίψεις και συμφοραί, θα πουν προς εμέ· Σηκω, Κυριε, και σώσε μας.

Ιερ. 2,28            καὶ ποῦ εἰσιν οἱ θεοί σου, οὓς ἐποίησας σεαυτῷ; εἰ ἀναστήσονται καὶ σώσουσί σε ἐν καιρῷ τῆς κακώσεώς σου; ὅτι κατ᾿ ἀριθμὸν τῶν πόλεών σου ἦσαν θεοί σου, Ἰούδα, καὶ κατ᾿ ἀριθμὸν διόδων τῆς Ἱερουσαλὴμ ἔθυον τῇ Βάαλ.

Ιερ. 2,28                   Και εγώ τότε θα τους ερωτήσω· που είναι οι θεοί σου, τους οποίους κατεσκεύασες εις προστασίαν και σωτηρίαν σου; Δεν θα σηκωθούν εκείνοι να σε σώσουν εις την περίοδον αυτήν της ταλαιπωρίας σου; Διότι οι ειδωλολατρικοί θεοί σας, ω Ιουδαίοι, ήσαν πολυάριθμοι, όσαι και αι πόλεις σας, ώστε κάθε πόλις να έχη τον θεόν της. Και εις κάθε δρόμον της Ιερουσαλήμ υπήρχον ιδιαίτερα αγάλματα του Βααλ, προς τα οποία προσεφέρατε θυσίας.

Ιερ. 2,29            ἱνατί λαλεῖτε πρός με; πάντες ὑμεῖς ἠσεβήσατε καὶ πάντες ὑμεῖς ἠνομήσατε εἰς ἐμέ, λέγει Κύριος.

Ιερ. 2,29                   Διατί, λοιπόν, τώρα απευθύνεσθε προς εμέ και ζητείτε βοήθειαν; Ολοι σεις εδείξατε ασέβειαν, όλοι σας παρενομήσατε απέναντι του Κυρίου.

Ιερ. 2,30            μάτην ἐπάταξα τὰ τέκνα ὑμῶν, παιδείαν οὐκ ἐδέξασθε· μάχαιρα κατέφαγε τοὺς προφήτας ὑμῶν ὡς λέων ὀλοθρεύων, καὶ οὐκ ἐφοβήθητε.

Ιερ. 2,30                   Ματαίως ετιμώρησα τα τέκνα σας μήπως συνετισθήτε. Τιποτε δεν ωφεληθήκατε από την παιδαγωγικήν αυτήν θλίψιν. Εχθρική μάχαιρα κατέφαγε τους ψευδοπροφήτας σας. Ωσάν φοβερός λέων ολέθρου επήλθεν εναντίον σας ο εχθρός σας, και όμως σεις δεν εφοβηθήκατε!

Ιερ. 2,31            ἀκούσατε λόγον Κυρίου· τάδε λέγει Κύριος· μὴ ἔρημος ἐγενόμην τῷ Ἰσραὴλ ἢ γῆ κεχερσωμένη; διατί εἶπεν ὁ λαός μου· οὐ κυριευθησόμεθα καὶ οὐχ ἥξομεν πρός σε ἔτι;

Ιερ. 2,31                    Ακούσατε, λοιπόν, τον λόγον του Κυρίου· αυτά λέγει ο Κυριος προς σας· Μηπως εγώ υπήρξα δια τον ισραηλιτικον λαόν έρημος και άκαρπος γη, γη χέρσος και ακαλλιέργητος; Διατί ο λαός μου είπε· δεν θα υποταχθώμεν εις την ίδικήν σου εξουσίαν, δεν θα έλθωμεν πλέον προς σέ.

Ιερ. 2,32            μὴ ἐπιλήσεται νύμφη τὸν κόσμον αὐτῆς καὶ παρθένος τὴν στηθοδεσμίδα αὐτῆς; ὁ δὲ λαός μου ἐπελάθετό μου ἡμέρας, ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός.

Ιερ. 2,32                   Μηπως η νύμφη λησμονεί τα κοσμήματά της και η παρθένος τον πολύτιμον στηθόδεσμόν της; Ομως ο λαός μου με έλησμόνησε και μάλιστα επί χρόνον πολύν, τον οποίον κανείς δεν ημπορεί να υπολογίση.

Ιερ. 2,33            τί ἔτι καλὸν ἐπιτηδεύσεις ἐν ταῖς ὁδοῖς σου τοῦ ζητῆσαι ἀγάπησιν; οὐχ οὕτως· ἀλλὰ καὶ σὺ ἐπονηρεύσω τοῦ μιᾶναι τὰς ὁδούς σου.

Ιερ. 2,33                   Ποίον, λοιπόν, καλόν ενδιεφέρθης να κάμης εις την πορείαν της ζωής σου, ώστε να έχης το δικαίωμα να ζητήσης την αγάπην μου; Κανένα. Αλλά εξ αντιθέτου διέπραξες πονηρίας, ώστε να μιάνης με την ειδωλολατρειάν σου την ζωην σου.

Ιερ. 2,34            καὶ ἐν ταῖς χερσί σου εὑρέθησαν αἵματα ψυχῶν ἀθώων· οὐκ ἐν διορύγμασιν εὗρον αὐτούς, ἀλλ᾿ ἐπὶ πάσῃ δρυΐ.

Ιερ. 2,34                   Εις δε τα χέρια σου ευρέθησαν αίματα αθώων ανθρώπων. Και διέπραξες τους φόνους αυτούς όχι κρυφίως εις κάποιον απόμερον λάκκον, αλλά φανερά κάτω από κάθε δρυν, όπου συ προσέφερες θυσίαν τα αθώα νήπιά σου.

Ιερ. 2,35            καὶ εἶπας· ἀθῷός εἰμι, ἀλλὰ ἀποστραφήτω ὁ θυμὸς αὐτοῦ ἀπ᾿ ἐμοῦ. ἰδοὺ ἐγὼ κρίνομαι πρὸς σὲ ἐν τῷ λέγειν σε· οὐχ ἥμαρτον.

Ιερ. 2,35                   Και παρ' όλον τούτο είπες· Είμαι αθώος. Ας απομακρυνθή ο θυμός του Κυρίου από ε-μέ. Ιδού όμώς ότι εγώ έρχομαι εις αντιδικίαν προς σε· θα σε κρίνω, ακριβώς διότι συ αναιδώς ισχυρίζεσαι και διακηρύττεις· δεν έχω αμαρτήσει.

Ιερ. 2,36            τί κατεφρόνησας σφόδρα τοῦ δευτερῶσαι τὰς ὁδούς σου; καὶ ἀπὸ Αἰγύπτου καταισχυνθήσῃ, καθὼς κατῃσχύνθης ἀπὸ Ἀσσούρ.

Ιερ. 2,36                   Διατί τόσον με περιεφρόνησες, ώστε πολλές φορές να βαδίσης στους ειδωλολατρικούς σου δρόμους; Αλλά προλέγω· όπως κατησχύνθης από τους Αιγυπτίους, έτσι θα καταισχυνθής τώρα και από τους Ασσυρίους.

Ιερ. 2,37            ὅτι καὶ ἐντεῦθεν ἐξελεύσῃ, καὶ αἱ χεῖρές σου ἐπὶ τῆς κεφαλῆς σου· ὅτι ἀπώσατο Κύριος τὴν ἐλπίδα σου, καὶ οὐκ εὐοδωθήσῃ ἐν αὐτῇ.

Ιερ. 2,37                   Θα εξέλθης από την χώραν σου αυτήν νικημένος και αιχμάλωτος με τα χέρια σου επάνω στο κεφάλι σου, διότι ο Κυριος απέκρουσε και εματαίωσε την ελπίδα βοηθείας σου από ξένους λαούς. Δεν θα επιτύχης να λάβης καμμίαν βοήθειαν από αυτούς.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3- Η ΑΠΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ

ΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

                            Η αποστασία του Ιούδα και του Ισραήλ

Ιερ. 3,1             Ἐὰν ἐξαποστείλῃ ἀνὴρ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἀπέλθῃ ἀπ᾿ αὐτοῦ καὶ γένηται ἀνδρί ἑτέρῳ, μὴ ἀνακάμπτουσα ἀνακάμψει πρὸς αὐτὸν ἔτι; οὐ μιαινομένη μιανθήσεται ἡ γυνὴ ἐκείνη; καὶ σὺ ἐξεπόρνευσας ἐν ποιμέσι πολλοῖς· καὶ ἀνέκαμπτες πρός με; λέγει Κύριος.

Ιερ. 3,1                      Εάν ένας ανήρ δώση διαζύγιον εις την γυναίκα του και την αποπέμψη από τον οίκον του, εκείνη δε φύγη και έλθη εις γάμο κοινωνίαν με άλλον άνδρα μήπως ημπορεί αυτή να επιστρέψη προς τον σύζυγόν της; Δεν θεωρείται η γυνή εκείνη νομικώς μολυσμένη, ακάθαρτος; Πως λοιπόν είναι δυνατόν να επιστρέψη στον πρώτον αυτής σύζυγον; Και συ Ιερουσαλήμ, επόρνευσες πνευματικώς, διότι συνεδέθης και παρεδόθης εις πολλούς ειδωλολατρικούς θεούς ως προς ποιμένας σου. Και συ παρ' όλον τούτο θα είχες την τόλμην να επανέλθης προς εμέ; Λέγει ο Κυριος.

Ιερ. 3,2             ἆρον τοὺς ὀφθαλμούς σου εἰς εὐθεῖαν καὶ ἰδέ· πῶς οὐχὶ ἐξεφύρθης; ἐπὶ ταῖς ὁδοῖς ἐκάθισας αὐτοῖς ὡσεὶ κορώνη ἐρημουμένη καὶ ἐμίανας τὴν γῆν ἐν ταῖς πορνείαις σου καὶ ἐν ταῖς κακίαις σου.

Ιερ. 3,2                      Σηκωσε τα μάτια σου, κύτταξε κατ' ευθείαν μακράν έμπροσθέν σου. Πως είναι ποτέ δυνατόν να μη έχης μολυνθή συμφυρθείσα με την φαυλότητα της ειδωλολατρείας; Ωσάν εγκαταλελειμμένη και έρημος κουρούνα εκάθισες και συ στους δρόμους της ειδωλολατρείας αναμένουσα εκείνους, με τους οποίους θα εμολύνεσο. Και έτσι με την πνευτικήν πορνείαν της ειδωλολατρείας σου και τας άλλας κακίας σου εμόλυνες την χώραν σου.

Ιερ. 3,3             καὶ ἔσχες ποιμένας πολλοὺς εἰς πρόσκομμα σεαυτῇ· ὄψις πόρνης ἐγένετό σοι, ἀπηναισχύντησας πρὸς πάντας.

Ιερ. 3,3                      Απέκτησες πολλούς ειδωλολατρικούς θεούς ως ποιμένας σου, πρόσκομμα και εμπόδιον εις την ζωήν σου. Το πρόσωπόν σου έγινεν αναιδές ωσάν της πόρνης. Με αναισχυντίαν απηυθύνεσο προς όλους.

Ιερ. 3,4             οὐχ ὡς οἶκόν με ἐκάλεσας καὶ πατέρα καὶ ἀρχηγὸν τῆς παρθενίας σου;

Ιερ. 3,4                      Δεν ανεγνώρισες και δεν ωνόμασες τον ναόν μου, τον ευρισκόμενον εις την πόλιν σου, ως οίκον μου, και εμέ ως πατέρα σου, ως αρχηγόν σου από της νεανικής σου ηλικίας;

Ιερ. 3,5             μὴ διαμενεῖ εἰς τὸν αἰῶνα ἢ φυλαχθήσεται εἰς νῖκος; ἰδοὺ ἐλάλησας καὶ ἐποίησας τὰ πονηρὰ ταῦτα καὶ ἠδυνάσθης.

Ιερ. 3,5                      Είπες από μέσα σου· Θα παραμείνη πάντοτε ωργισμένος ο Κυριος, θα κρατή διαρκώς τον θυμύν του; Ιδού, τι ελαλησες και όμως διέπραξες όλα αυτά τα πονηρά. Επεδόθης με επιμονήν εις αυτά.

Ιερ. 3,6             Καὶ εἶπε Κύριος πρός με ἐν ταῖς ἡμέραις Ἰωσίου τοῦ βασιλέως· εἶδες ἃ ἐποίησέ μοι ἡ κατοικία τοῦ Ἰσραήλ; ἐπορεύθησαν ἐπὶ πᾶν ὄρος ὑψηλὸν καὶ ὑποκάτω παντὸς ξύλου ἀλσώδους, καὶ ἐπόρνευσαν ἐκεῖ.

Ιερ. 3,6                      Επί των ημερών του βασιλέως Ιωσιου ο Κυριος μου είπε· Είδες τι μου έκαμεν ο Ισραηλιτικός λαός; Μετέβησαν εις κάθε όρος υψηλον, όπου υπάρχουν τα είδωλα και κάτω από κάθε πυκνόφυλλον δένδρον, και εκεί παρεδόθησαν εις την πορνείαν, όπως οι ειδωλολάτραι.

Ιερ. 3,7             καὶ εἶπα μετὰ τὸ πορνεῦσαι αὐτὴν ταῦτα πάντα· πρός με ἀνάστρεψον, καὶ οὐκ ἀνέστρεψε· καὶ εἶδε τὴν ἀσυνθεσίαν αὐτῆς ἡ ἀσύνθετος Ἰούδα.

Ιερ. 3,7                      Παρ' όλον τούτο εγώ, έπειτα από την ειδωλολατρείαν των και την εκτροπήν εις την πορνείαν, είπα προς αυτούς· Επιστρέψατε εν μετανοία προς εμέ και δεν επέστρεψαν. Την εκ μέρους του Ισραήλ καταπάτησιν αυτήν του Νομου και των διαθηκών την είδεν η επίσης παράνομος αδελφή της φυλή Ιούδα.

Ιερ. 3,8             καὶ εἶδον διότι περὶ πάντων ὧν κατελήφθη, ἐν οἷς ἐμοιχᾶτο ἡ κατοικία Ἰσραήλ, καὶ ἐξαπέστειλα αὐτὴν καὶ ἔδωκα αὐτῇ βιβλίον ἀποστασίου εἰς τὰς χεῖρας αὐτῆς· καὶ οὐκ ἐφοβήθη ἡ ἀσύνθετος Ἰούδα καὶ ἐπορεύθη καὶ ἐπόρνευσε καὶ αὐτή.

Ιερ. 3,8                      Επειδή εγώ είδα όλα εκείνα, εις τα οποία είχε παρασυρθή και υπό των οποίων είχε κυριευθή η φυλή του Ισραήλ, την ειδωλολατρικήν αυτής μοιχείαν, δια τούτο την απέστειλα εις αιχμαλωσίαν. Παρέδωσα εις τα χέρια της ως προς γυναίκα αποπεμπομένην έγγραφον διαζυγίου. Αν και τα είδεν αυτά η παράνομος φυλή Ιούδα, δεν εφοβήθη, άλλα και αυτή εβαδισε προς τον ίδιον ειδωλολατρικόν δρόμον και εξεπόρνευσεν ειδωλολατρικώς.

Ιερ. 3,9             καὶ ἐγένετο εἰς οὐθὲν ἡ πορνεία αὐτῆς, καὶ ἐμοίχευσε τὸ ξύλον καὶ τὸν λίθον.

Ιερ. 3,9                      Ούτε την παραμικράν σημασίαν εδωσεν εις την πορνείαν της και εμοίχευσε την πνευματικήν πορνείαν με τα ξύλινα και τα πέτρινα είδωλα.

Ιερ. 3,10            καὶ ἐν πᾶσι τούτοις οὐκ ἀπεστράφη πρός με ἡ ἀσύνθετος Ἰούδα ἐξ ὅλης τῆς καρδίας αὐτῆς, ἀλλ᾿ ἐπὶ ψεύδει.

Ιερ. 3,10                    Παρ' όλας δε τας τιμωρίας εναντίον του βασιλείου του Ισραήλ, η παράνομος αδελφή του, το δασίλειον του Ιούδα, δεν επέστρεψε προς εμέ εξ όλης της καρδίας της, άλλα μόνον εξωτερικώς και υποκριτικώς.

Ιερ. 3,11            καὶ εἶπε Κύριος πρός με· ἐδικαίωσε τὴν ψυχὴν αὐτοῦ Ἰσραὴλ ἀπὸ τῆς ἀσυνθέτου Ἰούδα.

Ιερ. 3,11                     Τοτε, λέγει ο προφήτης, είπε προς εμέ ο Κυριος· Το βασίλειον του Ισραήλ ημπορεί να προβάλη δικαιολογίαν πλέον προς εμέ, συγκρίνον εαυτό, προς όσα έκαμε το περισσότερον άπιστον εις εμέ βασίλειον του Ιούδα.

 

                              Κλήση για μετάνοια και υπόσχεση αποκατάστασης

Ιερ. 3,12            πορεύου καὶ ἀνάγνωθι τοὺς λόγους τούτους πρὸς βοῤῥᾶν καὶ ἐρεῖς· ἐπιστράφηθι πρός με, ἡ κατοικία τοῦ Ἰσραήλ, λέγει Κύριος, καὶ οὐ στηριῶ τὸ πρόσωπόν μου ἐφ᾿ ὑμᾶς· ὅτι ἐλεήμων ἐγώ εἰμι, λέγει Κύριος, καὶ οὐ μηνιῶ ὑμῖν εἰς τὸν αἰῶνα.

Ιερ. 3,12                    Πηγαινε και ανάγνωσε τους λόγους μου αυτούς προς βορράν και είπε· Επιστρέψατε προς εμέ, λαέ του ισραηλιτικού βασιλείου, λέγει ο Κυριος. Δεν θα στρέψω ωργισμένον εναντίον σας το πρόσωπόν μου, διότι εγώ είμαι ελεήμων, λέγει ο Κυριος, και δεν θα μείνω δια παντός ωργισμένος εναντίον σας.

Ιερ. 3,13            πλήν, γνῶθι τὴν ἀδικίαν σου, ὅτι εἰς Κύριον τὸν Θεόν σου ἠσέβησας καὶ διέχεας τὰς ὁδούς σου εἰς ἀλλοτρίους ὑποκάτω παντὸς ξύλου ἀλσώδους, τῆς δὲ φωνῆς μου οὐχ ὑπήκουσας, λέγει Κύριος.

Ιερ. 3,13                    Πλην, αναγνωρίσατε και συναισθανθήτε την παρανομίαν σας, διότι εδείξατε ασέβειαν εις αυτόν τον Κυριον και Θεόν σας, εξεχύσατε και εξεδαπανήσατε την ζωήν σας εις ξένους ειδωλικούς θεούς και ελατρεύσατε αυτούς κάτω από κάθε ευσκιόφυλλον δένδρον. Δεν υπηκούσατε δε εις την ιδικήν μου φωνήν, λέγει ο Κυριος.

Ιερ. 3,14            ἐπιστράφητε, υἱοὶ ἀφεστηκότες, λέγει Κύριος, διότι ἐγὼ κατακυριεύσω ὑμῶν καὶ λήψομαι ὑμᾶς ἕνα ἐκ πόλεως καὶ δύο ἐκ πατριᾶς καὶ εἰσάξω ὑμᾶς εἰς Σιὼν

Ιερ. 3,14                    Επιστρέψατε, λοιπόν, σεις, οι υιοί της αποστασίας, λέγει ο Κυριος, διότι εγώ θα γίνω και πάλιν ο Κυριος σας και εξουσιαστής σας. Θα σας πάρω ένα από κάθε πόλιν και δύο από κάθε πατριάν και θα σας εισαγάγω εις την Σιών.

Ιερ. 3,15            καὶ δώσω ὑμῖν ποιμένας κατὰ τὴν καρδίαν μου, καὶ ποιμανοῦσιν ὑμᾶς ποιμαίνοντες μετ᾿ ἐπιστήμης.

Ιερ. 3,15                    Θα σας δώσω ποιμένας καλούς σύμφωνα με την καρδίαν μου, οι οποίοι θα σας ποιμαίνουν με γνώσιν και σύνεσιν.

Ιερ. 3,16            καὶ ἔσται ἐὰν πληθυνθῆτε καὶ αὐξηθῆτε ἐπὶ τῆς γῆς, λέγει Κύριος, ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, οὐκ ἐροῦσιν ἔτι· κιβωτὸς διαθήκης ἁγίου Ἰσραήλ, οὐκ ἀναβήσεται ἐπὶ καρδίαν, οὐκ ὀνομασθήσεται οὐδὲ ἐπισκεφθήσεται καὶ οὐ ποιηθήσεται ἔτι.

Ιερ. 3,16                    Οταν δε πληθυνθήτε και αυξηθήτε κατά τας ημέρας εκείνας εις την γην, λέγει ο Κυριος, δεν θα λέγουν πλέον οι άνθρωποι “η Κιβωτός της Διαθήκης του αγίου Θεού του Ισραήλ”, ούτε θα την σκεφθούν στον νουν και την καρδίαν, ούτε θα αναφέρουν το όνομά της, οϋτε θα μεταβαίνουν εις επί-σκεψιν αυτής, ούτε θα κατασκευάσουν άλλην τινά ομοίαν προς αυτήν.

Ιερ. 3,17            ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ καλέσουσι τὴν Ἱερουσαλὴμ Θρόνον Κυρίου, καὶ συναχθήσονται πάντα τὰ ἔθνη εἰς αὐτὴν καὶ οὐ πορεύσονται ἔτι ὀπίσω τῶν ἐνθυμημάτων τῆς καρδίας αὐτῶν τῆς πονηρᾶς.

Ιερ. 3,17                    Κατά τας ημέρας εκείνας, κατά την ευλογημένην εκείνην περίοδον, θα αναγνωρίσουν και θα ονομάσουν οι άνθρωποι την Ιερουσαλήμ θρόνον Κυρίου και θα συγκεντρωθούν δλα τα έθνη εις αυτήν και δεν θα ακολουθούν πλέον τας ενθυμήσεις και επιθυμίας της πονηράς των καρδίας.

Ιερ. 3,18            ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις συνελεύσονται ὁ οἶκος Ἰούδα ἐπὶ τὸν οἶκον τοῦ Ἰσραήλ, καὶ ἥξουσιν ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἀπὸ γῆς βοῤῥᾶ καὶ ἀπὸ πασῶν τῶν χωρῶν ἐπὶ τὴν γῆν, ἣν κατεκληρονόμησα τοὺς πατέρας αὐτῶν.

Ιερ. 3,18                    Κατά τας ευλογημένος εκείνας ημέρας θα συγκεντρωθούν επί το αυτό και θα ενωθούν μεταξύ των η φυλή του Ιούδα και αι άλλαι φυλαί του Ισραήλ. Θα έλθουν στο αυτό μέρος από τον βορράν και από όλας τας χώρας της οικουμένης, εις την γην της Επαγγελίας, την οποίαν έδωκα ως κληρονομίαν στους προγόνους των.

Ιερ. 3,19            καὶ ἐγὼ εἶπα· γένοιτο, Κύριε· ὅτι τάξω σε εἰς τέκνα καὶ δώσω σοι γῆν ἐκλεκτήν, κληρονομίαν Θεοῦ παντοκράτορος ἐθνῶν. καὶ εἶπα· πατέρα καλέσετέ με καὶ ἀπ᾿ ἐμοῦ οὐκ ἀποστραφήσεσθε.

Ιερ. 3,19                    Και εγώ ο προφήτης, γεμάτος χαράν, είπα· είθε, Κυριε, να πραγματοποιηθή αυτό. Ο δε Κυριος απήντησε· Ναι, έχω ορίσει σας ως τέκνα μου και θα σας δώσω την χώραν την εκλεκτήν, κληρονομίαν του Θεού, του παντοκράτορος όλων των εθνών. Και είπα προς σας· Ασφαλώς θα με αναγνωρίσετε και θα με καλέσετε Πατέρα σας και δεν θα μακρυνθήτε πλέον από εμέ.

Ιερ. 3,20            πλὴν ὡς ἀθετεῖ γυνὴ εἰς τὸν συνόντα αὐτῇ, οὕτως ἠθέτησεν εἰς ἐμὲ ὁ οἶκος Ἰσραήλ, λέγει Κύριος.

Ιερ. 3,20                   Δυστυχώς όμως, όπως μία γυναίκα φαίνεται άπιστος στον άνδρα της, κατά παρόμοιον τρόπον ο ισραηλιτικός λαός έδειχθη άπιστος προς εμέ, λέγει ο Κυριος.

Ιερ. 3,21            φωνὴ ἐκ χειλέων ἠκούσθη κλαυθμοῦ καὶ δεήσεως υἱῶν Ἰσραήλ, ὅτι ἠδίκησαν ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν, ἐπελάθοντο Θεοῦ ἁγίου αὐτῶν.

Ιερ. 3,21                    Αλλά εβγήκεν από τα χείλη των και ηκούσθη φωνή μετανοίας των Ισραηλιτών μετά κλαυθμών και δεήσεων, ότι εδείχθησαν άδικοι εις την ζώην των, ελησμόνησαν τον άγιον Θεόν των.

Ιερ. 3,22            ἐπιστράφητε, υἱοί, ἐπιστρέφοντες, καὶ ἰάσομαι τὰ συντρίμματα ὑμῶν. ἰδοὺ δοῦλοι ἡμεῖς ἐσόμεθά σοι, ὅτι σὺ Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν εἶ.

Ιερ. 3,22                   Επιστρέψατε, παιδιά μου, επιστρέψατε εν μετάνοια και εγώ θα θεραπεύσω τα συντρίμματά σας. Και εκείνοι απήντησαν· Ιδού, είμεθα ημείς δούλοί σου, διότι συ είσαι ο Κυριος μας και ο Θεός μας.

Ιερ. 3,23            ὄντως εἰς ψεῦδος ἦσαν οἱ βουνοὶ καὶ ἡ δύναμις τῶν ὀρέων, πλὴν διὰ Κυρίου Θεοῦ ἡμῶν ἡ σωτηρία τοῦ Ἰσραήλ.

Ιερ. 3,23                   Αναγνωρίζομεν, ότι πράγματι ψευδείς ήσαν οι ειδωλολατρικοί τόποι των βουνών, ματαία και ανύπαρκτος η δύναμις των ειδώλων που ελατρεύοντο εις τα βουνά. Μονον δια του Κυρίου και Θεού μας θα έλθη η σωτηρία στον ισραηλιτικόν λαόν.'

Ιερ. 3,24            ἡ δὲ αἰσχύνη κατηνάλωσε τοὺς μόχθους τῶν πατέρων ἡμῶν ἀπὸ νεότητος ἡμῶν, τὰ πρόβατα αὐτῶν καὶ τοὺς μόσχους αὐτῶν καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτῶν καὶ τὰς θυγατέρας αὐτῶν.

Ιερ. 3,24                   Η αισχύνη, εις την οποίαν οδηγούν τα είδωλα, κατέφαγε και κατεδαπάνησε τους κόπους των πατέρων ημών από την νεότητα μας· τα πρόβατά των, τους μόσχους των, τους υιούς των και τας θυγατέρας των.

Ιερ. 3,25            ἐκοιμήθημεν ἐν τῇ αἰσχύνῃ ἡμῶν, καὶ ἐπεκάλυψεν ἡμᾶς ἡ ἀτιμία ἡμῶν, διότι ἔναντι τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἡμάρτομεν ἡμεῖς καὶ οἱ πατέρες ἡμῶν ἀπὸ νεότητος ἡμῶν ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης καὶ οὐχ ὑπηκούσαμεν τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.

Ιερ. 3,25                   Επέσαμεν κάτω εις την γην κατεντροπιασμένοι δια τα σφάλματά μας. Μας κατέκλυσεν η καταισχύνη μας, διότι ημαρτήσαμεν ενώπιον Κυρίου του Θεού μας. Ημείς και οι πατέρες ημών από της νεαράς μας ηλικίας μέχρι της ημέρας αυτής δεν υπηκούσαμεν εις την φωνήν Κυρίου του Θεού μας.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4- ΧΩΡΙΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ ΘΑ ΝΙΚΗΣΟΥΝ ΤΟΝ ΙΟΥΔΑ  

Ο ΠΟΝΟΣ ΤΟΥ ΙΕΡΕΜΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΕΡΧΟΜΕΝΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ

                            Εάν δεν μετανοήσουν οι Ιουδαίοι οι εχθροί θα έρθουν από παντού

Ιερ. 4,1             Ἐὰν ἐπιστραφῇ Ἰσραήλ, λέγει Κύριος, πρός με ἐπιστραφήσεται· καὶ ἐὰν περιέλῃ τὰ βδελύγματα αὐτοῦ ἐκ στόματος αὐτοῦ καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου μου εὐλαβηθῇ

Ιερ. 4,1                      Εάν μετανοήση ο ισραηλιτικός λαός, λέγει ο Κυριος, ας επιστρέψη προς εμέ. Εάν αποστραφή και καταστρέψη τα βδελυρά είδωλα, ώστε να μη τα άναφερη πλέον ούτε στο στόμα του,

Ιερ. 4,2             καὶ ὀμόσῃ· ζῇ Κύριος μετὰ ἀληθείας ἐν κρίσει καὶ ἐν δικαιοσύνῃ, καὶ εὐλογήσουσιν ἐν αὐτῷ ἔθνη καὶ ἐν αὐτῷ αἰνέσουσι τῷ Θεῷ ἐν Ἱερουσαλήμ.

Ιερ. 4,2                     εάν ορκισθή αληθινά, με τιμιότητα και ευθύτητα· “ζη Κυριος”, τότε θα δοξασθή. Και δι' αυτού όλα τα έθνη θα δοξάσουν τον Θεόν. Δι' αυτού οι λαοί θα υμνολογήσουν τον Θεόν εις την Ιερουσαλήμ.

Ιερ. 4,3             ὅτι τάδε λέγει Κύριος τοῖς ἀνδράσιν Ἰούδα καὶ τοῖς κατοικοῦσιν Ἱερουσαλήμ· νεώσατε ἑαυτοῖς νεώματα καὶ μὴ σπείρητε ἐπ᾿ ἀκάνθαις.

Ιερ. 4,3                      Αυτά λέγει ο Κυριος γενικώς στους Ιουδαίους και ειδικότερα εις εκείνους, που κατοικούν εις την Ιερουσαλήμ· Εκχερσώσατε και ανανεώσατε δια τον εαυτόν σας τους αγρούς των ψυχών σας και μη σπείρετε πλέον εις γην γεμάτην από ακάνθας.

Ιερ. 4,4             περιτμήθητε τῷ Θεῷ ὑμῶν καὶ περιτέμνεσθε τὴν σκληροκαρδίαν ὑμῶν, ἄνδρες Ἰούδα καὶ οἱ κατοικοῦντες Ἱερουσαλήμ, μὴ ἐξέλθῃ ὡς πῦρ ὁ θυμός μου καὶ ἐκκαυθήσεται, καὶ οὐκ ἔσται ὁ σβέσων ἀπὸ προσώπου πονηρίας ἐπιτηδευμάτων ὑμῶν. -

Ιερ. 4,4                     Να περιτμηθήτε χάριν του Θεού σας, να περιτέμνετε και να αποβάλλετε την σκληροκαρδίαν σας, άνδρες Ιουδαίοι και σεις που κατοικείτε την Ιερουσαλήμ, δια να μη εκσπάση εναντίον σας ώσαν φωτιά ο θυμός μου, να μη φλογισθή και ανάψη, οπότε κανείς δεν θα ημπορέση να την σβήση. Αυτά δε εξ αιτίας των πονηρών σας έργων και τρόπων ζωής.

Ιερ. 4,5             Ἀναγγείλατε ἐν τῷ Ἰούδᾳ, καὶ ἀκουσθήτω ἐν Ἱερουσαλήμ· εἴπατε· σημάνατε ἐπὶ τῆς γῆς σάλπιγγι καὶ κεκράξατε μέγα· εἴπατε· συνάχθητε καὶ εἰσέλθωμεν εἰς τὰς πόλεις τὰς τειχήρεις.

Ιερ. 4,5                      Αναγγείλατε εις την περιοχήν της Ιουδαίας, ας γίνη ακουστόν και γνωστόν στους κατοίκους της Ιερουσαλήμ. Είπατε· Σαλπίσατε εις την χώραν σας με σάλπιγγα, κράξατε μεγαλοφώνως· είπατε συγκεντρωθήτε και ας εισέλθωμεν εις τας οχυράς πόλεις.

Ιερ. 4,6             ἀναλαβόντες φεύγετε εἰς Σιών· σπεύσατε, μὴ στῆτε, ὅτι κακὰ ἐγὼ ἐπάγω ἀπὸ βοῤῥᾶ καὶ συντριβὴν μεγάλην.

Ιερ. 4,6                     Ο καθένας από σας ας αναλαβη ο,τι από το σπίτι του ημπορεί και καταφύγετε προς ασφάλειάν σας εις την Σιών. Σπεύσατε, μη σταματήσετε στον δρόμον και μη βραδύνετε, διότι εγώ επιφέρω συμφοράς από βορρά, μεγάλην καταστροφήν.

Ιερ. 4,7             ἀνέβη λέων ἐκ τῆς μάνδρας αὐτοῦ, ἐξολοθρεύων ἔθνη ἐξῆρε καὶ ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ τόπου αὐτοῦ τοῦ θεῖναι τὴν γῆν εἰς ἐρήμωσιν, καὶ αἱ πόλεις καθαιρεθήσονται παρὰ τὸ μὴ κατοικεῖσθαι αὐτάς.

Ιερ. 4,7                      Καποιος ως άγριος λέων από την μάνδραν του εξήλθεν από την κατοικίαν του, σπείρει τυν όλεθρον και εξαφανίζει έθνη. Εβγήκεν από τον τόπον του, δια να καταστρέψη πόλεις, να τας καταστήση ερήμους, ώστε να μη κατοικούν πλέον εις αυτάς άνθρωποι.

Ιερ. 4,8             ἐπὶ τούτοις περιζώσασθε σάκκους καὶ κόπτεσθε καὶ ἀλαλάξατε, διότι οὐκ ἀπεστράφη ὁ θυμὸς Κυρίου ἀφ᾿ ὑμῶν.

Ιερ. 4,8                     Δια τας επερχομένος αυτάς συμφοράς ζωσθήτε εις ένδειξιν πένθους σάκκους· αρχίσατε κοπετούς και θρήνους αλαλάζοντες, διότι ο δίκαιος θυμός του Κυρίου δεν απεμακρύνθη από σας.

Ιερ. 4,9             καὶ ἔσται ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, λέγει Κύριος, ἀπολεῖται ἡ καρδία τοῦ βασιλέως καὶ ἡ καρδία τῶν ἀρχόντων, καὶ οἱ ἱερεῖς ἐκστήσονται, καὶ οἱ προφῆται θαυμάσονται.

Ιερ. 4,9                     Κατά την φοβεράν εκείνην ημέραν της δικαίας τιμωρίας σας, λέγει ο Κυριος, το θάρρος του βασιλέως θα σβήση, όπως επίσης το θάρρος και η γενναιότης των αρχόντων. Οι ιερείς θα μείνουν κατάπληκτοι και οι προφήται θα κυριευθούν από απορίαν.

Ιερ. 4,10            καὶ εἶπα· ὦ δέσποτα Κύριε, ἄρα γε ἀπατῶν ἠπάτησας τὸν λαὸν τοῦτον καὶ τὴν Ἱερουσαλὴμ λέγων· εἰρήνη ἔσται ὑμῖν, καὶ ἰδοὺ ἥψατο ἡ μάχαιρα ἕως τῆς ψυχῆς αὐτῶν.

Ιερ. 4,10                    Εγώ είπα τότε στον θεόν, λέγει ο προφήτης· Ω Δέσποτα Κυριε, άραγε συ εξηπάτησες τον λαόν αυτόν και την Ιερουσαλήμ, διότι άλλοτε τους έλεγες ειρήνη θα είναι εις σας. Ιδού όμως ότι μάχαιρα ολέθρου ήγγισε και εισεχώρησεν έως την καρδίαν των.

Ιερ. 4,11            ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐροῦσι τῷ λαῷ τούτῳ καὶ τῇ Ἱερουσαλήμ· πνεῦμα πλανήσεως ἐν τῇ ἐρήμῳ, ὁδὸς τῆς θυγατρὸς τοῦ λαοῦ μου οὐκ εἰς καθαρὸν οὐδ᾿ εἰς ἅγιον.

Ιερ. 4,11                    Κατά τον καιρόν εκείνον των συμφορών θα πουν στον λαόν αυτόν και εις την Ιερουσαλήμ· ορμητικός καυστικός άνεμος διασκορπίζων τα πάντα έρχεται από τας περιοχάς της ερήμου. Ερχεται με κατεύθυνσιν εναντίον της θυγατρός μου της Ιερουσαλήμ και του λαού μου οχι όμως δια να καθαρίση και αγιάση αυτούς.

Ιερ. 4,12            πνεῦμα πληρώσεως ἥξει μοι· νῦν δὲ ἐγὼ λαλῶ κρίματά μου πρὸς αὐτούς.

Ιερ. 4,12                    Ο ορμητικός αυτός άνεμος θα έλθη δια να εκπληρώση και πραγματοποίηση την καταδικαστικήν απόφασίν μου κατ' αυτών. Τωρα εγώ έχω εκδώσει και αναγγείλει την καταδίκην των προς αυτούς.

Ιερ. 4,13            ἰδοὺ ὡς νεφέλη ἀναβήσεται καὶ ὡς καταιγὶς τὰ ἅρματα αὐτοῦ, κουφότεροι ἀετῶν οἱ ἵπποι αὐτοῦ· οὐαὶ ἡμῖν, ὅτι ταλαιπωροῦμεν.

Ιερ. 4,13                    Ιδού, ώσαν νέφη ανεβαίνουν τα στρατεύματα του έχθρού, ώσαν καταιγίς επέρχονται τα άρματά του. Ελαφρότεροι και ταχύτεροι από τους αετούς είναι οι ίπιιοι του. Αλλοίμονον εις ημάς, διότι περιεπέσαμεν εις ταλαιπωρίας μεγάλας.

Ιερ. 4,14            ἀπόπλυνε ἀπὸ κακίας τὴν καρδίαν σου, Ἱερουσαλήμ, ἵνα σωθῇς· ἕως πότε ὑπάρχουσιν ἐν σοὶ διαλογισμοὶ πόνων σου;

Ιερ. 4,14                    Ιερουσαλήμ, καθάρισε την καρδίαν σου από τας κακίας σου, δια να σωθής. Εως πότε θα παραμένουν έντος σου λογισμοί και καταστάσεις, που φέρουν οδύνην και καταστροφήν;

Ιερ. 4,15            διότι φωνὴ ἀγγέλλοντος ἐκ Δὰν ἥξει, καὶ ἀκουσθήσεται πόνος ἐξ ὄρους Ἐφραίμ.

Ιερ. 4,15                    Διότι φωνή αγγελιαφόρου θα έλθη από την περιοχήν Δαν. Αγγελμα συμφοράς και δυστυχίας θα ακουσθή από το όρος Εφραίμ.

Ιερ. 4,16            ἀναμνήσατε ἔθνη, ἰδοὺ ἥκασιν· ἀναγγείλατε ἐν Ἱερουσαλήμ, συντροφαὶ ἔρχονται ἐκ γῆς μακρόθεν καὶ ἔδωκαν ἐπὶ τὰς πόλεις Ἰούδα φωνὴν αὐτῶν.

Ιερ. 4,16                    Υπενθυμίσατε εις τα έθνη ότι, ιδού, καταστροφαί επέρχονται εναντίον της Ιουδαίας. Αναγγείλατε εις την Ιερουσαλήμ, ότι στρατεύματα έρχονται από μακρυνήν χώραν και κραυγάζουν απειλητικά εναντίον των πόλεων της Ιουδαίας.

Ιερ. 4,17            ὡς φυλάσσοντες ἀγρὸν ἐγένοντο ἐπ᾿ αὐτὴν κύκλῳ, ὅτι ἐμοῦ ἠμέλησας, λέγει Κύριος.

Ιερ. 4,17                    Οι εχθροί την έχουν περικυκλώσει, όπως οι φύλακες περικυκλώνουν τον αγρόν. Τούτο δέ, διότι παρημέλησες τας εντολάς μου, λέγει ο Κυριος.

Ιερ. 4,18            αἱ ὁδοί σου καὶ τὰ ἐπιτηδεύματά σου ἐποίησαν ταῦτά σοι· αὕτη ἡ κακία σου, ὅτι πικρά, ὅτι ἥψατο ἕως τῆς καρδίας σου.

Ιερ. 4,18                    Οι αμαρτωλοί δρόμοι, τους οποίους εβαδισες, και τα πονηρά έργα σου επέφεραν εναντίον σου αυτάς τας συμφοράς. Αυτή είναι η κακία σου και αι συνέπειαί της. Ιδέ πόσον πικρά είναι, διότι έφθασαν έως εις την καρδίαν σου.

 

                                Ο πόνος του Ιερεμία για την επερχόμενη καταστροφή

Ιερ. 4,19            τὴν κοιλίαν μου, τὴν κοιλίαν μου ἀλγῶ, καὶ τὰ αἰσθητήρια τῆς καρδίας μου· μαιμάσσει ἡ ψυχή μου, σπαράσσεται ἡ καρδία μου, οὐ σιωπήσομαι, ὅτι φωνὴν σάλπιγγος ἤκουσεν ἡ ψυχή μου, κραυγὴν πολέμου.

Ιερ. 4,19                    Πονούν, λέγεις, πονούν τα σπλάγχνα μου. Ο πόνος επλημμύρισε την καρδίαν μου. Συγκλονίζεται η ψυχή μου, σπαράσσεται η καρδία μου. Δεν ημπορώ πλέον να σιωπήσω, διότι ήκουσα φωνήν σάλπιγγος, κραυγήν πολέμου.

Ιερ. 4,20            καὶ ταλαιπωρίαν συντριμμὸν ἐπικαλεῖται, ὅτι τεταλαιπώρηκε πᾶσα ἡ γῆ· ἄφνω τεταλαιπώρηκεν ἡ σκηνή, διεσπάσθησαν αἱ δέῤῥεις μου.

Ιερ. 4,20                   Καταστροφαί και συντρίμματα αναγγέλλονται. Ολη η χώρα μας ευρίσκεται υπό καταστροφήν και όλεθρον. Εταλαιπωρήθη έξαφνα η σκηνή μας, διερράγησαν τα δερμάτινα καλύμματα της.

Ιερ. 4,21            ἕως πότε ὄψομαι φεύγοντας ἀκούων φωνὴν σαλπίγγων;

Ιερ. 4,21                    Εως πότε θα βλέπω πανικόβλητους φυγάδας και θα ακούω τον ήχον εχθρικών σαλπίγγων;

Ιερ. 4,22            διότι οἱ ἡγούμενοι τοῦ λαοῦ μου ἐμὲ οὐκ ᾔδεισαν, υἱοὶ ἄφρονές εἰσι καὶ οὐ συνετοί· σοφοί εἰσι τοῦ κακοποιῆσαι, τὸ δὲ καλῶς ποιῆσαι οὐκ ἐπέγνωσαν.

Ιερ. 4,22                   Αυτά δε έγιναν, λέγει ο Κυριος, διότι οι άρχοντες του λαού μου δεν ηθέλησαν να με αναγνωρίσουν. Είναι άφρονες και ασύνετοι δια το καλόν, έξυπνοι όμως και σοφοί στο να διαπράττουν το κακόν. Το καλόν όμως δεν το αναγνωρίζουν και δεν θέλουν να το πράξουν.

Ιερ. 4,23            ἐπέβλεψα ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ ἰδοὺ οὐθέν, καὶ εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ οὐκ ἦν τὰ φῶτα αὐτοῦ·

Ιερ. 4,23                   Εστρεψα τα βλέμματά μου εις την γην και ιδού, τίποτε δεν υπήρχεν εις αυτήν. Τα ύψωσα εις ταν ουρανόν και δεν υπήρχον φωτεινοί αστέρες.

Ιερ. 4,24            εἶδον τὰ ὄρη, καὶ ἦν τρέμοντα, καὶ πάντας τοὺς βουνοὺς ταρασσομένους·

Ιερ. 4,24                   Εστρεψα τα βλέμματά μου εις τα όρη και τα είδα να τρέμουν· να ταράσσωνται όλοι οι λόφοι.

Ιερ. 4,25            ἐπέβλεψα, καὶ ἰδοὺ οὐκ ἦν ἄνθρωπος, καὶ πάντα τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ ἐπτοεῖτο·

Ιερ. 4,25                   Παρετήρησα μετά προσοχής και ιδού, δεν υπήρχεν άνθρωπος· και όλα τα πτηνά του ουρανού είχαν καταπτοηθή.

Ιερ. 4,26            εἶδον, καὶ ἰδοὺ ὁ Κάρμηλος ἔρημος, καὶ πᾶσαι αἱ πόλεις ἐμπεπυρισμέναι πυρὶ ἀπὸ προσώπου Κυρίου, καὶ ἀπὸ προσώπου ὀργῆς θυμοῦ αὐτοῦ ἠφανίσθησαν.

Ιερ. 4,26                   Παρετήρησα και είδον· και ιδού το πλούσιον και εύφορον όρος Καρμηλος ήτο έρημον. Ολαι αι πόλεις είχαν καταστραφή δια του πυρός ενώπιον του Κυρίου. Και εξ αιτίας του δικαίου θυμού και της οργής του όλα εξηφανίσθησαν.

Ιερ. 4,27            τάδε λέγει Κύριος· ἔρημος ἔσται πᾶσα ἡ γῆ, συντέλειαν δὲ οὐ μὴ ποιήσω.

Ιερ. 4,27                   Αυτά λέγει ο Κυριος· Ολη η γη θα ερημωθή, αλλά δεν θα την καταστρέψω εξ ολοκλήρου.

Ιερ. 4,28            ἐπὶ τούτοις πενθείτω ἡ γῆ, καὶ συσκοτασάτω ὁ οὐρανὸς ἄνωθεν, διότι ἐλάλησα καὶ οὐ μετανοήσω, ὥρμησα καὶ οὐκ ἀποστρέψω ἀπ᾿ αὐτῆς.

Ιερ. 4,28                   Δι' όσα δείνα και ολέθρια μέλλουν να συμβούν, ας πενθήση η γη, ας σκοτισθή ο ουρανός άνω, διότι ωμίλησα και δεν θα παλινωδήσω. Ωρμησα και δεν θα επιστρέψω, χωρίς να πραγματοποιήσω την απόφασίν μου.

Ιερ. 4,29            ἀπὸ φωνῆς ἱππέως καὶ ἐντεταμένου τόξου ἀνεχώρησε πᾶσα ἡ χώρα· εἰσέδυσαν εἰς τὰ σπήλαια καὶ εἰς τὰ ἄλση ἐκρύβησαν καὶ ἐπὶ τὰς πέτρας ἀνέβησαν· πᾶσα πόλις ἐγκατελείφθη, οὐ κατοικεῖ ἐν αὐταῖς ἄνθρωπος.

Ιερ. 4,29                   Από τον θόρυβον του εχθρικού ιππικού και του τεταμένου τόξου, δια να εξαποστέλλη βέλη, επανικοβλήθησαν πάντες και ετράπησαν εις φυγήν, εισεχώρησαν εις τα σπήλαια, εκρύβησαν εις τα δάση, ανέβηκαν επάνω στους βράχους, δια να σωθούν. Ολαι αι πόλεις έχουν εγκαταλειφθή και δεν κατοικούν πλέον εις αυτάς άνθρωποι.

Ιερ. 4,30            καὶ σὺ τί ποιήσεις, ἐὰν περιβάλῃ κόκκινον καὶ κοσμήσῃ κόσμῳ χρυσῷ, ἐὰν ἐγχρίσῃ στίβι τοὺς ὀφθαλμούς σου; εἰ μάταιον ὡραϊσμός σου· ἀπώσαντό σε οἱ ἐρασταί σου, τὴν ψυχήν σου ζητοῦσιν.

Ιερ. 4,30                   Και συ, ενώπιον αυτών των συμφορών τι θα κάμης; Και εάν ακόμη φορέσης κόκκινον πολύτιμον ένδυμα, και εάν στολισθής με χρυσά κοσμήματα, και εάν χρίσης με ψιμμύθιον κύκλω τους οφθαλμούς σου, ώστε να φαίνονται μεγαλύτεροι και λαμπρότεροι, μάταιος όλος αυτός ο καλλωπισμός. Οι έρασταί σου σε έχουν ήδη απωθήσει και ζητούν τον θάνατόν σου.

Ιερ. 4,31            ὅτι φωνὴν ὡς ὠδινούσης ἤκουσα, τοῦ στεναγμοῦ σου ὡς πρωτοτοκούσης, φωνὴ θυγατρὸς Σιών· ἐκλυθήσεται καὶ παρήσει τὰς χεῖρας αὐτῆς· οἴμοι ἐγώ, ὅτι ἐκλείπει ἡ ψυχή μου ἐπὶ τοῖς ἀνῃρημένοις.

Ιερ. 4,31                    Ηκουσα την κραυγήν σου, κόρη Ιερουσαλήμ, ώσαν την κραυγήν επιτόκου γυναικός. Ομοιάζει προς στεναγμόν και κραυγήν γυναικός, που πρώτην φοράν γεννά. Θα παραλύση και θα λιποθυμήση η Σιών από τον πόνον της, θα παραλύσουν τα χέρια της. Και ο προφήτης επιλέγει· Αλλοιμονον εις εμέ, η ζωη μου χάνεται, σβήνει η ψυχή μου δια το πλήθος εκείνων, που πρόκειται να σφαγούν!

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5- Η ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΔΡΟΜΗΣ ΤΩΝ ΕΧΘΡΩΝ

                             Η αιτία της επιδρομής των εχθρών

Ιερ. 5,1             Περιδράμετε ἐν ταῖς ὁδοῖς Ἱερουσαλὴμ καὶ ἴδετε καὶ γνῶτε καὶ ζητήσατε ἐν ταῖς πλατείαις αὐτῆς, ἐὰν εὕρητε ἄνδρα, εἰ ἔστι ποιῶν κρίμα καὶ ζητῶν πίστιν, καὶ ἵλεως ἔσομαι αὐτοῖς, λέγει Κύριος.

Ιερ. 5,1                      Περιέλθετε στους δρόμους της Ιερουσαλήμ, ιδέτε, προσέξατε και αναζητήσατε εις τας πλατείας αυτής, εάν θα εύρετε άνθρωπον, ο οποίος να εφαρμοζη δικαιοσύνην, να ζητή πίστιν και να είναι αξιόπιστος, και εγώ θα είμαι ίλεως στοιούτους ανθρώπους, λέγει ο Κυριος.

Ιερ. 5,2             ζῇ Κύριος, λέγουσι· διὰ τοῦτο οὐκ ἐν ψεύδεσιν ὀμνύουσι;

Ιερ. 5,2                      Αυτοί λέγουν, βέβαια, όταν οργιζωνται· “ζη Κυριος”. Παρ' όλον τον όρκον των νομίζετε, ότι δεν ψεύδονται;

Ιερ. 5,3             Κύριε, οἱ ὀφθαλμοί σου εἰς πίστιν· ἐμαστίγωσας αὐτούς, καὶ οὐκ ἐπόνεσαν, συνετέλεσας αὐτούς, καὶ οὐκ ἠθέλησαν δέξασθαι παιδείαν· ἐστερέωσαν τὰ πρόσωπα αὐτῶν ὑπὲρ πέτραν καὶ οὐκ ἠθέλησαν ἐπιστραφῆναι.

Ιερ. 5,3                      Κυριε, οι οφθαλμοί σου στρέφονται πάντοτε με ευμένειαν εις την αξιοπιστίαν των ανθρώπων. Εμαστίγωσες αυτούς τους αναξιόπιστους και δεν επόνεσαν, τους κατέστρεφες και αυτοί δεν ηθέλησαν να δεχθούν παιδαγωγίαν, να σωφρονισθούν από τα παιδαγωγικά σου κτυπήματα. Εσκλήρυναν τα πρόσωπα αυτών και τα έκαμαν σκληρότερα από τον βράχον και δεν ηθέλησαν να επιστρέψουν προς σε εν μετανοία.

Ιερ. 5,4             καὶ ἐγὼ εἶπα· ἴσως πτωχοί εἰσι, διότι οὐκ ἐδυνάσθησαν, ὅτι οὐκ ἔγνωσαν ὁδὸν Κυρίου καὶ κρίσιν Θεοῦ·

Ιερ. 5,4                      Εγώ είπα, ότι είναι ίσως εκ των κατωτέρων και αμορφώτων κοινωνικών τάξεων και δεν ηδυνήθησαν να συμμορφωθούν προς την παιδαγωγίαν του Κυρίου, διότι δεν εγνώρισαν τον δρόμόν του Θεού και τον νόμον του Κυρίου.

Ιερ. 5,5             πορεύσομαι πρὸς τοὺς ἁδροὺς καὶ λαλήσω αὐτοῖς, ὅτι αὐτοὶ ἐπέγνωσαν ὁδὸν Κυρίου καὶ κρίσιν Θεοῦ· καὶ ἰδοὺ ὁμοθυμαδὸν συνέτριψαν ζυγόν, διέῤῥηξαν δεσμούς.

Ιερ. 5,5                      Θα πορευθώ, λοιπόν, προς τους ανθρώπους τους μορφωμένους, των ανωτέρων κοινωνικών τάξεων, και θα ομιλήσω προς αυτούς, διότι αυτοί ασφαλώς έμαθαν τον δρόμον του Κυρίου και τον νόμον του Θεού. Και ιδού, ότι και αυτοί ως από συμφώνου συνέτριψαν τον ζυγόν του Νομου και διέρρηξαν τους δεσμούς των θείων εντολών.

Ιερ. 5,6             διὰ τοῦτο ἔπαισεν αὐτοὺς λέων ἐκ τοῦ δρυμοῦ, καὶ λύκος ἕως τῶν οἰκιῶν ὠλόθρευσεν αὐτούς, καὶ πάρδαλις ἐγρηγόρησεν ἐπὶ τὰς πόλεις αὐτῶν· πάντες οἱ ἐκπορευόμενοι ἀπ᾿ αὐτῶν θηρευθήσονται, ὅτι ἐπλήθυναν ἀσεβείας αὐτῶν, ἴσχυσαν ἐν ταῖς ἀποστροφαῖς αὐτῶν.

Ιερ. 5,6                      Δια τούτο λέων εκ του δρυμού εκτύπησεν αυτούς και λύκος μέχρι και των οικιών των τους εξωλόθρευσε. Και αγρία πάρδαλις επαραμόνευσεν εις τας πόλεις των. Ολοι όσοι εξήρχοντο από τας πόλεις, εγίνοντο θηράματα των ανθρωπομόρφων αυτών θηρίων, διότι αι ασεβείς των πράξεις επληθύνθησαν. Επέμειναν και εστερεώθησαν εις την απομάκρυνσίν των από τον Θεόν.

Ιερ. 5,7             ποίᾳ τούτων ἵλεως γένωμαί σοι; οἱ υἱοί σου ἐγκατέλιπόν με καὶ ὤμνυον ἐν τοῖς οὐκ οὖσι θεοῖς· καὶ ἐχόρτασα αὐτοὺς καὶ ἐμοιχῶντο καὶ ἐν οἴκοις πορνῶν κατέλυον.

Ιερ. 5,7                      Εις ποίαν από τας παρανομίας αυτάς να γίνω ίλεως προς σέ, ω Ιερουσαλήμ; Οι υιοί σου με εγκατέλειψαν και ωρκίζοντο εις τα είδωλα, εις αυτά που δεν είναι θεοί. Τους εχόρτασα με τα αγαθά μου και αυτοί εξεκλιναν εις μοιχείας και κατέλυον εις οίκους πόρνων και αμαρτωλών.

Ιερ. 5,8             ἵπποι θηλυμανεῖς ἐγενήθησαν, ἕκαστος ἐπὶ τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον αὐτοῦ ἐχρεμέτιζον.

Ιερ. 5,8                      Εγιναν θηλυμανείς ίπποι· καθένας από αυτούς ως ίππος εχρεμέτιζε δια την γυναίκα του άλλου.

Ιερ. 5,9             μὴ ἐπὶ τούτοις οὐκ ἐπισκέψομαι; λέγει Κύριος. ἢ ἐν ἔθνει τοιούτῳ οὐκ ἐκδικήσει ἡ ψυχή μου;

Ιερ. 5,9                      Μηπως, λοιπόν, και δεν θα τους επισκεφθώ με την ράβδον της τιμωρίας μου δια τας πράξεις των αυτάς; Λέγει ο Κυριος. Η μήπως εναντίον του αμαρτωλού αυτού έθνους δεν θα αποστείλη η ψυχή μου την δικαίαν τιμωρίαν;

Ιερ. 5,10            ἀνάβητε ἐπὶ τοὺς προμαχῶνας αὐτῆς καὶ κατασκάψατε, συντέλειαν δὲ μὴ ποιήσητε· ὑπολίπεσθε τὰ ὑποστηρίγματα αὐτῆς, ὅτι τοῦ Κυρίου εἰσίν.

Ιερ. 5,10                    Ανεβήτε εις τα τείχη της πόλεως και κατασκάψατέ τα. Μη τα καταστρέψετε όμως εξ ολοκλήρου. Αφήσατε άθικτα τα υποστηρίγματα της πόλεως, διότι αυτά ανήκουν στον Κυριον.

Ιερ. 5,11            ὅτι ἀθετῶν ἠθέτησεν εἰς ἐμέ, λέγει Κύριος, οἶκος Ἰσραὴλ καὶ οἶκος Ἰούδα.

Ιερ. 5,11                     Θα επέλθουν αι τιμωρίαι αυταί, διότι συνεχώς και βαρέως παρέβη τας εντολάς μου, λέγει ο Κυριος, ο λαός ισραηλιτικός και ο λαός ο Ιουδαϊκός.

Ιερ. 5,12            ἐψεύσατο τῷ Κυρίῳ αὐτῶν καὶ εἶπαν· οὐκ ἔστι ταῦτα· οὐχ ἥξει ἐφ᾿ ἡμᾶς κακά, καὶ μάχαιραν καὶ λιμὸν οὐκ ὀψόμεθα·

Ιερ. 5,12                    Ηθέλησαν αυτοί να διαψεύσουν τον Κυριον και είπαν· Δεν θα συμβούν αυτά. Δεν θα επέλθουν εναντίον μας αι συμφοραί. Δεν θα ίδωμεν ούτε εχθρικήν μάχαιραν ούτε λιμόν.

Ιερ. 5,13            οἱ προφῆται ἡμῶν ἦσαν εἰς ἄνεμον, καὶ λόγος Κυρίου οὐχ ὑπῆρχεν ἐν αὐτοῖς· οὕτως ἔσται αὐτοῖς.

Ιερ. 5,13                    Οι προφήται μας και αι προφητείαι των ήσαν δι' αυτούς εις άνεμον. Ο λόγος Κυρίου δεν υπήρχε και δεν ηκούετο στους ασεβείς αυτούς. Δια τούτο και η απειλή του Κυρίου θα επέλθη έτσι εναντίον των.

Ιερ. 5,14            διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος παντοκράτωρ· ἀνθ᾿ ὧν ἐλαλήσατε τὸ ῥῆμα τοῦτο, ἰδοὺ ἐγὼ δέδωκα τοὺς λόγους μου εἰς τὸ στόμα σου πῦρ καὶ τὸν λαὸν τοῦτον ξύλα, καὶ καταφάγεται αὐτούς.

Ιερ. 5,14                    Δια τούτο αυτά λέγει Κυριος, ο παντοκράτωρ· Επειδή σεις είπατε τους βλασφήμους και πονηρούς τούτους λόγους, ιδού εγώ έχω δώσει τους λόγους μου στο στόμα σου ω Ιερεμία, ώσαν πυρ· και τον λαόν τούτον σαν ξύλα και η φωτιά θα τους καταφάγη.

Ιερ. 5,15            ἰδοὺ ἐγὼ ἐπάγω ἐφ᾿ ὑμᾶς ἔθνος πόῤῥωθεν, οἶκος Ἰσραήλ, λέγει Κύριος, ἔθνος οὗ οὐκ ἀκούσει τῆς φωνῆς τῆς γλώσσης αὐτοῦ·

Ιερ. 5,15                    Ιδού, εγώ θα φέρω από μακράν έθνος, ω ισραηλιτικέ λαέ, λέγει Κυριος. Εθνος του οποίου δεν έχετε ακούσει και δεν γνωρίζετε την γλώσσαν του.

Ιερ. 5,16            πάντες ἰσχυροὶ καὶ κατέδονται τὸν θερισμὸν ὑμῶν

Ιερ. 5,16                    Είναι λαός ισχυρός και θα φάγουν τον θερισμόν σας

Ιερ. 5,17            καὶ τοὺς ἄρτους ὑμῶν καὶ κατέδονται τοὺς υἱοὺς ὑμῶν καὶ τὰς θυγατέρας ὑμῶν καὶ κατέδονται τὰ πρόβατα ὑμῶν καὶ τοὺς μόσχους ὑμῶν καὶ κατέδονται τοὺς ἀμπελῶνας ὑμῶν καὶ τοὺς συκῶνας ὑμῶν καὶ τοὺς ἐλαιῶνας ὑμῶν· καὶ ἀλοήσουσι τὰς πόλεις τὰς ὀχυρὰς ὑμῶν, ἐφ᾿ αἷς ὑμεῖς πεποίθατε ἐπ᾿ αὐταῖς, ἐν ῥομφαίᾳ.

Ιερ. 5,17                    και τον άρτον σας. Θα καταφάγουν στον πόλεμον τους υιούς και τας θυγατέρας σας. Θα καταβροχθίσουν τα πρόβατά σας και τα μοσχάρια σας. Αυτοί θα τρυγήσουν και θα φάγουν τους αμπελώνας σας και τους συκεώνας σας και τους ελαιώνας σας. Θα αλωνίσουν και θα κονιορτοποιήσουν τας οχυράς πόλεις σας, επί των οποίων σεις είχατε στηρίξει την πεποίθησιν σας. Θα σας φονεύσουν δια ρομφαίας.

Ιερ. 5,18            καὶ ἔσται ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, λέγει Κύριος ὁ Θεός σου, οὐ μὴ ποιήσω ὑμᾶς εἰς συντέλειαν.

Ιερ. 5,18                    Εν τούτοις και κατά τας τρομεράς εκείνας ημέρας της θείας τιμωρίας, λέγει Κυριος ο Θεός, δεν θα σας παραδώσω εις τελείαν καταστροφήν.

Ιερ. 5,19            καὶ ἔσται ὅταν εἴπητε· τίνος ἕνεκεν ἐποίησε Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν ἡμῖν πάντα ταῦτα; καὶ ἐρεῖς αὐτοῖς· ἀνθ᾿ ὧν ἐδουλεύσατε θεοῖς ἀλλοτρίοις ἐν τῇ γῇ ὑμῶν, οὕτως δουλεύσετε ἀλλοτρίοις ἐν τῇ γῇ οὐχ ὑμῶν.

Ιερ. 5,19                    Εάν δε αυτοί σας πουν· Διατί Κυριος ο Θεός μας έστειλεν εναντίον μας όλας αυτάς τας τιμωρίας, συ, ο προφήτης, θα πης εις αυτούς· Επειδή εις αυτήν ταύτην την χώραν σας εγινατε δούλοι εις ξένους θεούς, εις είδωλα, έτσι θα γίνετε δούλοι εις ξένους θεούς, εις τα είδωλα, οχι πλέον της χώρας σας, αλλά ξένων χωρών.

Ιερ. 5,20            ἀναγγείλατε ταῦτα εἰς τὸν οἶκον Ἰακώβ, καὶ ἀκουσθήτω ἐν τῷ οἴκῳ Ἰούδα.

Ιερ. 5,20                   Αναγγείλατε αυτά στους απογόνους του Ιακώβ. Ας ακουσθούν αυτά εις τα κατασκηνώματα της φυλής Ιούδα.

Ιερ. 5,21            ἀκούσατε δὴ ταῦτα, λαὸς μωρὸς καὶ ἀκάρδιος, ὀφθαλμοὶ αὐτοῖς καὶ οὐ βλέπουσιν, ὦτα αὐτοῖς καὶ οὐκ ἀκούουσι.

Ιερ. 5,21                    Ακούσατε, λοιπόν, αυτά, λαός μωρός και άκαρδος. Υπάρχουν εις αυτούς οφθαλμοί και δεν βλέπουν, υπάρχουν αυτιά και δεν άκουουν.

Ιερ. 5,22            μὴ ἐμὲ οὐ φοβηθήσεσθε; λέγει Κύριος, ἢ ἀπὸ προσώπου μου οὐκ εὐλαβηθήσεσθε; τὸν τάξαντα ἄμμον ὅριον τῇ θαλάσσῃ, πρόσταγμα αἰώνιον, καὶ οὐχ ὑπερβήσεται αὐτό, καὶ ταραχθήσεται καὶ οὐ δυνήσεται, καὶ ἠχήσουσι τὰ κύματα αὐτῆς καὶ οὐχ ὑπερβήσεται αὐτό.

Ιερ. 5,22                   Μηπως δεν θα φοβηθήτε εμέ; Λέγει ο Κυριος, η ενώπιόν μου δεν θα αισθανθήτε ιερόν δέος; Ενώπιον εμού, ο οποίος έχω ορίσει και θέσει φραγμόν και όριον της θαλάσσης την άμμον. Εδωσα πρόσταγμα αιώνιον και αυτή δεν θα το υπερβή. Θα αναταραχθή με τας μεγάλας τρικυμίας η θάλασσα, αλλά δεν θα δυνηθή να υπερβή το όριον, που έθηκα. Θα ηχούν και θα βοούν τα κύματά της και δεν θα το ύπερβή.

Ιερ. 5,23            τῷ δὲ λαῷ τούτῳ ἐγενήθη καρδία ἀνήκοος καὶ ἀπειθής, καὶ ἐξέκλιναν καὶ ἀπήλθοσαν·

Ιερ. 5,23                   Ο λαός όμως αυτός έχει καρδίαν ανυπάκουον και ατίθασον. Εξέκλιναν από τον Νομον των εντολών μου και έφυγαν μακράν.

Ιερ. 5,24            καὶ οὐκ εἶπον ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῶν· φοβηθῶμεν δὴ Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν, τὸν διδόντα ἡμῖν ὑετὸν πρώϊμον καὶ ὄψιμον κατὰ καιρὸν πληρώσεως προστάγματος θερισμοῦ καὶ ἐφύλαξεν ἡμῖν.

Ιερ. 5,24                   Και δεν είπαν εν τη καρδία των· Ας σεβασθώμεν και ας φοβηθώμεν, λοιπόν, Κυριον τον Θεόν μας, ο οποίος δίδει εις ημάς την βροχήν την πρώϊμον και την βροχήν την όψιμον στον κατάλληλον καιρόν, ώστε να εκπληρώνωνται αι εντολαί αυτού περί του θερισμού. Αυτός επίσης μας προφυλάσσει από την ξηρασίαν, όπως επίσης από τας ακαίρους και επιβλαβείς βροχάς.

Ιερ. 5,25            αἱ ἀνομίαι ὑμῶν ἐξέκλιναν ταῦτα, καὶ αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν ἀπέστησαν τὰ ἀγαθὰ ἀφ᾿ ὑμῶν·

Ιερ. 5,25                   Αι παρανομίαι σας όμώς εξέκλιναν όλα αυτά από τον κανονικόν των δρόμον και τας ωρισμένας εποχάς. Και αι αμαρτίαι σας σας εστέρησαν από τα αγαθά της γης.

Ιερ. 5,26            ὅτι εὑρέθησαν ἐν τῷ λαῷ μου ἀσεβεῖς καὶ παγίδας ἔστησαν τοῦ διαφθεῖραι ἄνδρας καὶ συνελαμβάνοσαν.

Ιερ. 5,26                   Μεταξύ του λαού μου ευρέθησαν άνθρωποι ασεβείς, έστησαν δολίας παγίδας, δια να καταστρέψουν ανθρώπους, τους οποίους και πράγματι συνελάμβαναν εις αυτάς.

Ιερ. 5,27            ὡς παγὶς ἐφεσταμένη πλήρης πετεινῶν, οὕτως οἱ οἶκοι αὐτῶν πλήρεις δόλου· διὰ τοῦτο ἐμεγαλύνθησαν καὶ ἐπλούτησαν·

Ιερ. 5,27                   Οπως η καλοστηθείσα δολία παγίς είναι γεμάτη από συλληφθέντα πτηνά, έτσι και αι οίκιαι των ασεβών ανθρώπων είναι γεμάται από αγαθά, που συνήχθησαν με δόλον και απάτην. Δια του τρόπου αυτού εκείνοι έγιναν μεγάλοι και πλούσιοι·

Ιερ. 5,28            καὶ παρέβησαν κρίσιν, οὐκ ἔκριναν κρίσιν ὀρφανοῦ καὶ κρίσιν χήρας οὐκ ἐκρίνοσαν.

Ιερ. 5,28                   και παρέβησαν τον Νομον της δικαιοσύνης. Δεν έκριναν δικαίως και δεν απέδιδαν το δίκαιον στο ορφανόν, δεν απέδιδαν δικαιοσύνην εις την χήραν.

Ιερ. 5,29            μὴ ἐπὶ τούτοις οὐκ ἐπισκέψομαι; λέγει Κύριος, ἢ ἐν ἔθνει τῷ τοιούτῳ οὐκ ἐκδικήσει ἡ ψυχή μου;

Ιερ. 5,29                   Μηπως και νομίζετε, ότι δεν θα επισκεφθώ αυτούς με την τιμωρόν μου ράβδον; Λέγει ο Κυριος, η εις ένα τέτοιο έθνος δεν θα στραφή η αγανάκτησίς μου και η τιμωρία;

Ιερ. 5,30            ἔκστασις καὶ φρικτὰ ἐγενήθη ἐπὶ τῆς γῆς.

Ιερ. 5,30                   Αποτρόπαια και φρικτά γεγονότα συνέβησαν εις την χώραν αυτήν.

Ιερ. 5,31            οἱ προφῆται προφητεύουσιν ἄδικα, καὶ οἱ ἱερεῖς ἐπεκρότησαν ταῖς χερσὶν αὐτῶν, καὶ ὁ λαός μου ἠγάπησεν οὕτως· καὶ τί ποιήσετε εἰς τὰ μετὰ ταῦτα;

Ιερ. 5,31                    Οι ψευδοπροφήται εκήρυσσαν παρανομίας και αδικίας, οι ιερείς τους επεδακίμαζαν χειροκροτούντες και ο λαός μου τους περιέβαλλέ με αγάπην ούτω φερομένους. Τι θα κάμετε, λοιπόν, αργότερα, όταν θα σας εύρουν αι εκ μέρους του Θεού τιμωρίαι;

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6- ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΑΠΕΙΛΕΙ ΤΗΝ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ

Ο ΕΧΘΡΟΣ ΚΑΤΑΦΤΑΝΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΒΟΡΡΑ

                             Μεγάλη καταστροφή απειλεί την Ιερουσαλήμ

Ιερ. 6,1             Ἐνισχύσατε, υἱοὶ Βενιαμίν, ἐκ μέσου τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐν Θεκουὲ σημάνατε σάλπιγγι καὶ ὑπὲρ Βαιθαχαρμὰ ἄρατε σημεῖον, ὅτι κακὰ ἐκκέκυφεν ἀπὸ βοῤῥᾶ, καὶ συντριβὴ μεγάλη γίνεται,

Ιερ. 6,1                      Παρετε δύναμιν και θάρρος απόγονοι του Βενιαμίν. Φυγετε από την Ιερουσαλήμ. Εις Θεκουέ σημάνατε δια της σάλπιγγος τον επερχόμενον κίνδυνον και επάνω από την Βαιθαχαρμά υψώσατε σημείον κινδύνου, διότι συμφοραί έχουν εκχυθή από βορρά και συντριβή μεγάλη γινεται.

Ιερ. 6,2             καὶ ἀφαιρεθήσεται τὸ ὕψος σου, θύγατερ Σιών.

Ιερ. 6,2                     Η δόξα και το μεγαλείον σου θα αφαιρεθούν από σέ, θυγάτηρ Σιών.

Ιερ. 6,3             εἰς αὐτὴν ἥξουσι ποιμένες καὶ τὰ ποίμνια αὐτῶν καὶ πήξουσιν ἐπ᾿ αὐτὴν σκηνὰς κύκλῳ καὶ ποιμανοῦσιν ἕκαστος τῇ χειρὶ αὐτοῦ.

Ιερ. 6,3                      Εις την Σιών θα έλθουν ξένοι ποιμένες μαζή με τα πρόβατα των, θα στήσουν τας σκηνάς των ολόγυρα και θα ποιμαίνη ο καθένας με την ιδικήν του εξουσίαν το ποίμνιόν του.

Ιερ. 6,4             παρασκευάσασθε ἐπ᾿ αὐτὴν εἰς πόλεμον, ἀνάστητε καὶ ἀναβῶμεν ἐπ᾿ αὐτὴν μεσημβρίας· οὐαὶ ἡμῖν, ὅτι κέκλικεν ἡ ἡμέρα, ὅτι ἐκλείπουσιν αἱ σκιαὶ τῆς ἑσπέρας.

Ιερ. 6,4                     Θα λέγουν δε αναμεταξύ των· “Προπαρασκευασθήτε δια πόλεμον εναντίον της Σιών· σηκωθήτε και ας επέλθωμεν εναντίον αυτής εις ώραν μεσημβρίας. Αλλοίμονον εις ημάς, διότι η ημέρα έχει κλίνει προς την δύσιν και αι σκιαι της λείπουν, καθώς έρχεται η εσπέρα.

Ιερ. 6,5             ἀνάστητε καὶ ἀναβῶμεν ἐπ᾿ αὐτὴν νυκτὶ καὶ διαφθείρωμεν τὰ θεμέλια αὐτῆς.

Ιερ. 6,5                      Σηκωθήτε, δια να ανέλθωμεν εναντίον της πόλεως εν καιρώ νυκτός και να καταστρέψωμεν τα θεμέλια των τειχών της”!

Ιερ. 6,6             ὅτι τάδε λέγει Κύριος· ἔκκοψον τὰ ξύλα αὐτῆς, ἔκχεον ἐπὶ Ἱερουσαλὴμ δύναμιν· ὦ πόλις ψευδής, ὅλη καταδυναστεία ἐν αὐτῇ.

Ιερ. 6,6                     Θα γίνουν όλα αυτά, διότι αυτά λέγει ο Κυριος· Κοψατε τα δένδρα της χώρας αυτής, εκχύσατε εναντίον της Ιερουσαλήμ την στρατιωτικήν σας δύναμιν, ω πόλις όπου καλλιεργείται το ψεύδος! Πλήρης καταδυναστεύσεως εναντίον των αδυνάτων της!

Ιερ. 6,7             ὡς ψύχει λάκκος ὕδωρ, οὕτω ψύχει κακία αὐτῆς· ἀσέβεια καὶ ταλαιπωρία ἀκουσθήσεται ἐν αὐτῇ ἐπὶ πρόσωπον αὐτῆς διαπαντός. πόνῳ καὶ μάστιγι

Ιερ. 6,7                      Οπως η υπόγειος δεξαμένη διατηρεί το ύδωρ ψυχρόν, έτσι ψυχρά και ασυγκίνητος μένει και η κακία της πόλεως αυτής. Ασέβεια προς τον Θεόν και ταλαιπωρία κατά αδυνάτων κυριαρχούν πάντοτε καθ' όλην την εκτασίν της. Με οδύνας και μάστιγας

Ιερ. 6,8             παιδευθήσῃ Ἱερουσαλήμ, μὴ ἀποστῇ ἡ ψυχή μου ἀπὸ σοῦ, μὴ ποιήσω σε ἄβατον γῆν, ἥτις οὐ κατοικηθήσεται.

Ιερ. 6,8                     θα τιμωρηθής παιδαγωγικώς, ω Ιερουσαλήμ, δια να μη απομακρυνήη εξ ολοκλήρου η ψυχή μου από σέ, δια να μη σε καταστήσω άβατον και έρημον γην, η οποία δεν θα κατοικηθή πλέον.

Ιερ. 6,9             ὅτι τάδε λέγει Κύριος· καλαμᾶσθε, καλαμᾶσθε ὡς ἄμπελον τὰ κατάλοιπα τοῦ Ἰσραήλ, ἐπιστρέψατε ὡς ὁ τρυγῶν ἐπὶ τὸν κάρταλλον αὐτοῦ.

Ιερ. 6,9                     Αυτά λέγει ο Κυριος· Τρυγάτε, τρυγάτε ωσάν αμπέλι τους υπολειφθέντας Ισραηλίτας. Επιστρέψατε πάλιν, όπως ο τρυγητής στο αμπέλι του έχων μαζή του και τον κάλαθόν του.

Ιερ. 6,10            πρὸς τίνα λαλήσω καὶ διαμαρτύρωμαι, καὶ εἰσακούσεται; ἰδοὺ ἀπερίτμητα τὰ ὦτα αὐτῶν, καὶ οὐ δυνήσονται ἀκούειν· ἰδοὺ τὸ ῥῆμα Κυρίου ἐγένετο αὐτοῖς εἰς ὀνειδισμόν, οὐ μὴ βουληθῶσιν αὐτὸ ἀκοῦσαι.

Ιερ. 6,10                    Προς ποίον να ομιλήσω, προς ποίον γα διαμαρτυρηθώ, και να γίνω από αυτόν ακουστός; Ιδού, τα αυτιά των είναι σκληρά και αττερίτμημα· δεν ημπορούν να ακούσουν. Ιδού, ότι ο λόγος του Κυρίου έγινεν εις αυτούς αντικείμενον εμπαιγμού. Δεν θέλουν να τον προσέξουν και τον ακούσουν

Ιερ. 6,11            καὶ τὸν θυμόν μου ἔπλησα καὶ ἐπέσχον καὶ οὐ συνετέλεσα αὐτούς. ἐκχεῶ ἐπὶ νήπια ἔξωθεν καὶ ἐπὶ συναγωγὴν νεανίσκων ἅμα, ὅτι ἀνὴρ καὶ γυνὴ συλληφθήσονται, πρεσβύτερος μετὰ πλήρους ἡμερῶν.

Ιερ. 6,11                    Ο θυμός μου έφθασεν στο κατακόρυφον. Συνεκρατήθην όμως και δεν τους κατέστρεψα, θα αφήσω να εκχυθή αυτός και εις τα νήπια, που παίζουν έξω στους δρόμους, και εις συγκέντρωσιν νεαρών ανδρών συγχρόνως. Ανδρες και γυναίκες θα συλληφθούν αιχμάλωτοι, πρεσβύτεροι και γέροντες πλήρεις ημερών.

Ιερ. 6,12            καὶ μεταστραφήσονται αἱ οἰκίαι αὐτῶν εἰς ἑτέρους, ἀγροὶ καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν ἐπὶ τὸ αὐτό, ὅτι ἐκτενῶ τὴν χεῖρά μου ἐπὶ τοὺς κατοικοῦντας τὴν γῆν ταύτην, λέγει Κύριος.

Ιερ. 6,12                    Αι οικίαι των θα αλλάξουν ιδιοκτήτην, θα περιέλθουν εις άλλους. Το ίδιο θα συμβή και στους αγρούς και τας γυναίκας των, διότι εγώ θα απλώσω την τιμωρόν χείρα μου εναντίον εκείνων, που κατοικούν την χώραν αυτήν, λέγει ο Κυριος.

Ιερ. 6,13            ὅτι ἀπὸ μικροῦ αὐτῶν καὶ ἕως μεγάλου πάντες συνετελέσαντο ἄνομα, ἀπὸ ἱερέως καὶ ἕως ψευδοπροφήτου πάντες ἐποίησαν ψευδῆ.

Ιερ. 6,13                    Διότι όλοι, από μικρόν έως μεγάλον, έχουν διαπράξει παρανομίας. Από ιερέα ως ψευδοπροφήτην, όλοι είπαν και έπραξαν το ψεύδος.

Ιερ. 6,14            καὶ ἰῶντο σύντριμμα τοῦ λαοῦ μου ἐξουθενοῦντες καὶ λέγοντες· εἰρήνη - εἰρήνη. καὶ ποῦ ἐστιν εἰρήνη;

Ιερ. 6,14                    Προσεπάθησαν επιπολαίως να θεραπεύσουν την πληγήν και τα συντρίμματα του λαού μου, θεωρούντες αυτά μηδαμινά και λέγοντες· Ειρήνη υπάρχει εις ημάς, όλα πάνε καλά! Που είναι όμως αυτή η ειρήνη;

Ιερ. 6,15            κατῃσχύνθησαν, ὅτι ἐξελίποσαν· καὶ οὐδ᾿ ὡς καταισχυνόμενοι κατῃσχύνθησαν καὶ τὴν ἀτιμίαν αὐτῶν οὐκ ἔγνωσαν. διὰ τοῦτο πεσοῦνται ἐν τῇ πτώσει αὐτῶν καὶ ἐν καιρῷ ἐπισκοπῆς ἀπολοῦνται, εἶπε Κύριος.

Ιερ. 6,15                    Οσοι έλεγαν αυτά, κατεξηυτελίσθησαν, διότι εκ των πραγμάτων διεψεύσθησαν. Αλλά και δεν αισθάνονται τώρα αυτοί την καταισχύνην των! Δεν έχουν επίγνωσιν του εξευτελισμού, στον οποίον περιέπεσαν. Δια τούτο τους αναμένει φοβερά πτώσις. Οταν έλθη ο κατάλληλος καιρός και εν τη δικαία μου οργή τους επισκεφθώ, αυτοί θα εξολοθρευθούν, είπεν ο Κυριος.

Ιερ. 6,16            τάδε λέγει Κύριος· στῆτε ἐπὶ ταῖς ὁδοῖς καὶ ἴδετε, καὶ ἐρωτήσατε τρίβους Κυρίου αἰωνίους καὶ ἴδετε ποία ἐστὶν ἡ ὁδὸς ἡ ἀγαθή, καὶ βαδίζετε ἐν αὐτῇ, καὶ εὑρήσετε ἁγνισμὸν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν. καὶ εἶπαν· οὐ πορευσόμεθα.

Ιερ. 6,16                    Αυτά λέγει ο Κυριος· Σταματήσατε παρά τας οδούς, ιδέτε και ερωτήσατε, δια να μάθετε τας οδούς του Κυρίου τας αιωνίους. Μαθετε, ποία είναι η αγαθή οδός και βαδίσατε εις αυτήν και θα εύρετε την κάθαρσιν των ψυχών σας. Και εκείνοι απήντησαν· Δεν θα πορευθώμεν την οδόν του Κυρίου.

Ιερ. 6,17            καθέστακα ἐφ᾿ ὑμᾶς σκοπούς, ἀκούσατε τῆς φωνῆς τῆς σάλπιγγος· καὶ εἶπαν· οὐκ ἀκουσόμεθα.

Ιερ. 6,17                    Εχω εγκαταστήσει δια σας, τους προφήτας και τους, κήρυκας, σκοπούς και φρουρούς. Ακούσατε την φωνήν των, ως φωνήν σάλπιγγος. Εκείνοι απήντησαν· Δεν υπακούομεν και δεν θα πορευθώμεν την οδόν Κυρίου.

Ιερ. 6,18            διὰ τοῦτο ἤκουσαν τὰ ἔθνη καὶ οἱ ποιμαίνοντες τὰ ποίμνια αὐτῶν.

Ιερ. 6,18                    Δια την ανυπακοήν εκείνων ήκουσαν τα έθνη την θείαν πρόσκλησιν και ήλθαν οι αρχηγοί αυτών μαζή με τους λαούς των.

Ιερ. 6,19            ἄκουε, γῆ· ἰδοὺ ἐγὼ ἐπάγω ἐπὶ τὸν λαὸν τοῦτον κακά, τὸν καρπὸν ἀποστροφῆς αὐτῶν, ὅτι τῶν λόγων μου οὐ προσέσχον καὶ τὸν νόμον μου ἀπώσαντο.

Ιερ. 6,19                    Ακούσατε, άνθρωποι της οικουμένης· ιδού, εγώ θα επιφέρω εναντίον του λαού αυτού συμφοράς και τιμωρίας, αι οποίαι θα είναι καρπός της απομακρύνσεώς των από εμέ, διότι δεν έδωκαν προσοχήν εις τα λόγιά μου. Απέκρουσαν και κατεπάτησαν τον Νομον μου.

Ιερ. 6,20            ἱνατί μοι λίβανον ἐκ Σαβὰ φέρετε καὶ κινάμωμον ἐκ γῆς μακρόθεν; τὰ ὁλοκαυτώματα ὑμῶν οὐκ εἰσὶ δεκτά, καὶ αἱ θυσίαι ὑμῶν οὐχ ἥδυνάν μοι.

Ιερ. 6,20                   Τι να κάμω εγώ το λιβάνι, που φέρετε από την Σαβά, και το κινάνωμον από χώραν μακρυνήν; Τα ολοκαυτώματα σας δεν είναι πλέον εις εμέ ευπρόσδεκτα και αι θυσίαι σας δεν με ηυχαρίστησαν.

Ιερ. 6,21            διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ δίδωμι ἐπὶ τὸν λαὸν τοῦτον ἀσθένειαν, καὶ ἀσθενήσουσιν ἐν αὐτῷ πατέρες καὶ υἱοὶ ἅμα, γείτων καὶ ὁ πλησίον αὐτοῦ ἀπολοῦνται.

Ιερ. 6,21                    Δια τούτο αυτά λέγει ο Κυριος· Ιδού, εγώ εξαποστέλλω εναντίον του λαού αυτού ασθένειαν και θα ασθενήσουν πατέρες και παιδιά συγχρόνως. Ο γείτονας και ο πλησίον αυτού θα εξολοθρευθούν.

 

                               Ο εχθρός καταφτάνει από το βορρά

Ιερ. 6,22            τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ λαὸς ἔρχεται ἀπὸ βοῤῥᾶ, καὶ ἔθνη ἐξεγερθήσονται ἀπ᾿ ἐσχάτου τῆς γῆς·

Ιερ. 6,22                   Αυτά λέγει ο Κυριος· Ιδού, στρατός έρχεται από τας βορείους περιοχάς και έθνη θα εξεγερθούν και θα έλθουν από τα άκρα της οικουμένης.

Ιερ. 6,23            τόξον καὶ ζιβύνην κρατήσουσιν, ἰταμός ἐστι καὶ οὐκ ἐλεήσει, φωνὴ αὐτοῦ ὡς θάλασσα κυμαίνουσα, ἐφ᾿ ἵπποις καὶ ἅρμασι παρατάξεται ὡς πῦρ εἰς πόλεμον πρὸς σέ, θύγατερ Σιών.

Ιερ. 6,23                   Θα κρατούν εις τα χέρια των τόξα και λόγχας· είναι σκληροί και αυθάδεις, κανένα δεν ευσπλαγχνιζονται. Ο θόρυβός των είναι ώσαν τον θόρυβον της τρικυμισμένης θαλάσσης, θα παραταχθούν εις μάχην με ιππικόν και με πολεμικά άρματα. Θα επέλθουν εναντίον σου, θυγάτηρ Σιών, ωσάν καταστρεπτική φωτιά.

Ιερ. 6,24            ἠκούσαμεν τὴν ἀκοὴν αὐτῶν, παρελύθησαν αἱ χεῖρες ἡμῶν, θλίψις κατέσχεν ἡμᾶς, ὠδῖνες ὡς τικτούσης.

Ιερ. 6,24                   Επληροφορήθημεν, λέγουν, την φήμην αυτών, παρέλυσαν τα χέρια μας, μεγάλη θλίψις μας κατέλαβε, πόνοι ωσάν της γυναικός, που πρόκειται να γεννήση!

Ιερ. 6,25            μὴ ἐκπορεύεσθε εἰς ἀγρὸν καὶ ἐν ταῖς ὁδοῖς μὴ βαδίζετε, ὅτι ῥομφαία τῶν ἐχθρῶν παροικεῖ κυκλόθεν.

Ιερ. 6,25                   Ελέγαμεν ο ενας στον άλλον· Μη εξέρχεσθε στους αγρούς, ούτε καν και στους δρόμους μη βαδίζετε, διότι η μάχαιρα των εχθρών μας έχει περικυκλώσει και παραμονεύει ολόγυρα.

Ιερ. 6,26            θύγατερ λαοῦ μου, περίζωσαι σάκκον, κατάπασσε ἐν σποδῷ, πένθος ἀγαπητοῦ ποίησαι σεαυτῇ, κοπετὸν οἰκτρόν, ὅτι ἐξαίφνης ἥξει ταλαιπωρία ἐφ᾿ ὑμᾶς.

Ιερ. 6,26                   Λαέ αγαπητέ μου ως θυγάτηρ, ζώσου ενδύματα σάρκινα, ρίξε επάνω σου στάκτην, πένθησε όπως πενθείς δια την απώλειαν του πλέον προσφιλούς προσώπου σου! Ανάλαβε μεγάλον και ελεεινόν θρήνον, διότι αιφνιδίως θα επέλθη εναντίον σας η σύμφορά και η καταστροφή αυτή.

Ιερ. 6,27            δοκιμαστὴν δέδωκά σε ἐν λαοῖς δεδοκιμασμένοις, καὶ γνώσῃ με ἐν τῷ δοκιμάσαι με τὴν ὁδὸν αὐτῶν·

Ιερ. 6,27                   Ω προφήτα, σε εγκατέστησα ως πραγματογνώμονα μέσα στον δοκιμαζόμενον αυτόν λαόν και θα με γνωρίσης, όταν εγώ θέσω υπό δοκιμασίαν τον δρόμον της ζωής των. Το δε αποτέλεσμα της δοκιμασίας αυτής και ερεύνης ήτο

Ιερ. 6,28            πάντες ἀνήκοοι, πορευόμενοι σκολιῶς, χαλκὸς καὶ σίδηρος, πάντες διεφθαρμένοι εἰσίν.

Ιερ. 6,28                   ότι όλοι οι Ιουδαίοι ευρέθησαν ανυπάκουοι στο θέλημα του Θεού. Επορεύοντο διεστραμμένην οδόν. Χαλκός και σίδηρος ήσαν αι καρδίαι των. Ολοι είναι διεφθαρμένοι!

Ιερ. 6,29            ἐξέλιπε φυσητὴρ ἀπὸ πυρός, ἐξέλιπε μόλυβδος· εἰς κενὸν ἀργυροκόπος ἀργυροκοπεῖ, πονηρία αὐτῶν οὐκ ἐτάκη.

Ιερ. 6,29                   Το φυσερό του αργυροχόου εφύσηζε με όλην του την δύναμιν. Κατηναλώθη από τη φωτιά και έλειψεν εντελώς ο μόλυβδος, αλλά εις μάτην ο αργυροχόος κατεργάζεται τον άργυρον, δηλαδή τους Ιουδαίους. Η κακία των δεν ελυωσε, δεν διελύθη.

Ιερ. 6,30            ἀργύριον ἀποδεδοκιμασμένον καλέσατε αὐτούς, ὅτι ἀπεδοκίμασεν αὐτοὺς Κύριος.

Ιερ. 6,30                   Χαρακτηρίσατε και ονομάσατε τους Ιουδαίους αδόκιμον και πεταμένον αργύριον, διότι ο Κυριος τους απεδοκίμασε και τους απέρριψε.