ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ- ΚΕΦ. 41-45

 

 

ΤΑ ΔΕΙΝΑ ΤΟΥ ΙΕΡΕΜΙΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 41- ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΣΕΔΕΚΙΑ - Η ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ

(Μασ. 34)

                              Προφητεία για το Σεδεκία

Ιερ. 41,1            Ὁ λόγος ὁ γενόμενος πρὸς Ἱερεμίαν παρὰ Κυρίου (καὶ Ναβουχοδονόσορ βασιλεὺς Βαβυλῶνος καὶ πᾶν τὸ στρατόπεδον αὐτοῦ καὶ πᾶσα ἡ γῆ ἀρχῆς αὐτοῦ ἐπολέμουν ἐπὶ Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐπὶ πάσας τὰς πόλεις Ἰούδα) λέγων·

Ιερ. 41,1                    Λογος, ο οποίος απηυθύνθη εκ μέρους του Κυρίου προς τον Ιερεμίαν κατά την εποχήν, κατά την οποίαν ο Ναβουχοδονόσορ ο βασιλεύς και όλος ο στρατός του και όλα τα βασίλεια του κόσμου, που είχαν υποταχθή εις αυτόν, επολεμούσαν κατά της Ιερουσαλήμ και εναντίον όλων των άλλων πόλεων του Ιουδα· και ο λόγος αυτός είπεν·

Ιερ. 41,2            οὕτως εἶπε Κύριος· βάδισον πρὸς Σεδεκίαν βασιλέα Ἰούδα καὶ ἐρεῖς αὐτῷ· οὕτως εἶπε Κύριος· παραδόσει παραδοθήσεται ἡ πόλις αὕτη εἰς χεῖρας βασιλέως Βαβυλῶνος, καὶ συλλήψεται αὐτὴν καὶ καύσει αὐτὴν ἐν πυρί·

Ιερ. 41,2                    Ετσι είπεν ο Κυριος· πήγαινε προς τον Σεδεκίαν τον βασιλέα του ιουδαϊκού βασιλείου και είπε προς αύτον· αυτά λέγει ο Κυριος· ασφαλώς και βεβαίως θα παραδοθή η πόλις αυτή εις τας χείρας του βασιλέως της Βαβυλώνος, ο οποίος και θα την κατολάβη και θα την παραδώση στο πυρ.

Ιερ. 41,3            καὶ σὺ οὐ μὴ σωθῇς ἐκ χειρὸς αὐτοῦ καὶ συλλήψει συλληφθήσῃ καὶ εἰς χεῖρας αὐτοῦ δοθήσῃ, καὶ ὀφθαλμοί σου τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ ὄψονται καὶ τὸ στόμα αὐτοῦ μετὰ τοῦ στόματός σου λαλήσει, καὶ εἰς Βαβυλῶνα εἰσελεύσῃ.

Ιερ. 41,3                    Και συ ο ίδιος δεν θα διασωθής από το χέρι του βασιλέως της Βαβυλώνος. Ασφαλώς και βεβαίως θα συλληφθής και θα παραθοθής εις τα χέρια αυτού. Οι οφθαλμοί σου θα ίδουν τους οφθαλμούς του, και το στόμα εκείνου θα ομιλήση με σέ, και το στόμα σου προς εκείνον· και έπειτα θα οδηγηθής εις την Βαβυλώνα αιχμάλωτος.

Ιερ. 41,4            ἀλλὰ ἄκουσον τὸν λόγον Κυρίου, Σεδεκία βασιλεῦ Ἰούδα· οὕτως λέγει Κύριος·

Ιερ. 41,4                    Αλλά άκουσε τον, λόγον του Κυρίου, Σεδεκία, βασιλεύ του Ιουδαϊκού βασιλείου. Ετσι λέγει ο Κυριος·

Ιερ. 41,5            ἐν εἰρήνῃ ἀποθανῇ, καὶ ὡς ἔκλαυσαν τοὺς πατέρας σου τοὺς βασιλεύσαντας πρότερόν σου, κλαύσονται καὶ σέ, οὐαὶ Κύριε, καὶ ἕως ᾅδου κόψονταί σε· ὅτι λόγον ἐγὼ ἐλάλησα, εἶπε Κύριος.

Ιερ. 41,5                    Εν τέλει θα απόθανης ειρηνικόν θάνατον και όπως έκλαυσαν τους πατέρας σου, οι οποίοι εβασίλευσαν προηγουμένως από σέ, έτσι θα κλαύσουν και δια σέ. Και θα αναφωνούν· “αλλοίμονον Κυριε ! εχάσαμεν τον βασιλέα”! Οι κοπετοί και οι θρήνοι θα φθάσουν έως εις αυτόν τον άδην. Θα γίνουν αυτά, διότι εγώ ωμίλησα και είπα, λέγει Κυριος.

Ιερ. 41,6            καὶ ἐλάλησεν Ἱερεμίας πρὸς τὸν βασιλέα Σεδεκίαν πάντας τοὺς λόγους τούτους ἐν Ἱερουσαλήμ.

Ιερ. 41,6                    Ο Ιερεμίας πράγματι είπε προς τον Σεδεκίαν εις την Ιερουσαλήμ όλους αυτούς τους λόγους.

Ιερ. 41,7            καὶ ἡ δύναμις βασιλέως Βαβυλῶνος ἐπολέμει ἐπὶ Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐπὶ τὰς πόλεις Ἰούδα, ἐπὶ Λαχὶς καὶ ἐπὶ Ἀζηκά, ὅτι αὗται κατελείφθησαν ἐν πόλεσιν Ἰούδα πόλεις ὀχυραί.

Ιερ. 41,7                    Η στρατιωτική δύναμις του βαοιλέως της Βαβυλώνος, επολεμούσεν εναντίον της Ιερουσαλήμ και εναντίον των πόλεων του ιουδαϊκού βασιλείου, εναντίον της Λαχίς και της Αζηκά, διότι μεταξύ όλων των άλλων πόλεων του ιουδαϊκού βασιλείου αυταί, καθ' ο οχυραί πόλεις, απέμεναν ελεύθεραι και δεν είχαν καταληφθή ακόμη από τον Ναβουχοοονόσορα.

 

                              Η υποκρισία των κατοίκων της Ιερουσαλήμ

Ιερ. 41,8            Ὁ λόγος ὁ γενόμενος πρὸς Ἰερεμίαν παρὰ Κυρίου μετὰ τὸ συντελέσαι τὸν βασιλέα Σεδεκίαν διαθήκην πρὸς τὸν λαὸν τοῦ καλέσαι ἄφεσιν,

Ιερ. 41,8                    Λογος, ο οποίος εκ μέρους του Κυρίου ήλθε προς τον Ιερεμίαν έπειτα από την συμφωνίαν, την οποίαν συνήψεν ο βασιλεύς Σεδεκίας προς τον λαόν τον ισραηλιτικόν, δια να κηρύξη και δώση ελευθερίαν εις όλους τους δούλους.

Ιερ. 41,9            τοῦ ἐξαποστεῖλαι ἕκαστον τὸν παῖδα αὐτοῦ καὶ ἕκαστον τὴν παιδίσκην αὐτοῦ, τὸν Ἑβραῖον καὶ τὴν Ἑβραίαν ἐλευθέρους, πρὸς τὸ μὴ δουλεύειν ἄνδρα ἐξ Ἰούδα·

Ιερ. 41,9                    Δηλαδή κάθε Ιουδαίος να αφήση ελεύθερον τον δούλον του και καθένας να αφήση ελευθέραν την δούλην του, τον Εβραίον και την Εβραίαν, όλους ελευθέρους, ώστε να μη υπάρχη κανείς πλέον δούλος από τους Ιουδαίους.

Ιερ. 41,10          καὶ ἐπεστράφησαν πάντες οἱ μεγιστᾶνες καὶ πᾶς ὁ λαὸς οἱ εἰσελθόντες ἐν τῇ διαθήκῃ τοῦ ἀποστεῖλαι ἕκαστον τὸν παῖδα αὐτοῦ καὶ ἕκαστον τὴν παιδίσκην αὐτοῦ καὶ ἐῶσαν

Ιερ. 41,10                  Επειτα όμως ήλλαξαν γνώμην όλοι οι άρχοντες και όλος ο λαός, οι οποίοι έλαβον μέρος και εδέχθησαν την συμφωνίαν αυτήν, δια να αφήσουν ο καθένας ελεύθερον τον δούλον του, ο καθένας ελευθέραν την δούλην του,

Ιερ. 41,11          αὐτοὺς εἰς παῖδας καὶ παιδίσκας.

Ιερ. 41,11                   και εκράτησαν αυτούς ως δούλους και ως δούλας.

Ιερ. 41,12          καὶ ἐγενήθη λόγος Κυρίου πρὸς Ἱερεμίαν λέγων·

Ιερ. 41,12                  Τοτε εγινε πάλιν λόγος Κυρίου προς τον Ιερεμίαν λέγων·

Ιερ. 41,13          οὕτως εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ· ἐγὼ διεθέμην διαθήκην πρὸς τοὺς πατέρας ὑμῶν ἐν τῇ ἡμέρᾳ, ᾗ ἐξειλάμην αὐτοὺς ἐκ γῆς Αἰγύπτου, ἐξ οἴκου δουλείας, λέγων·

Ιερ. 41,13                  Ετσι είπε Κυριος ο Θεός του ισραηλιτικού λαού· εγώ συνήψα διαθήκην προς τους προγόνους σας κατά την ημέραν εκείνην, κατά την οποίαν έβγαλα αυτούς ελευθέρους από την χώραν της Αιγύπτου, από τον οίκον αυτόν της δουλείας λέγων·

Ιερ. 41,14          ὅταν πληρωθῇ ἓξ ἔτη, ἀποστελεῖς τὸν ἀδελφόν σου τὸν Ἑβραῖον, ὃς παραθήσεταί σοι· καὶ ἐργᾶταί σοι ἓξ ἔτη, καὶ ἐξαποστελεῖς αὐτὸν ἐλεύθερον. καὶ οὐκ ἤκουσάν μου καὶ οὐκ ἔκλιναν τὸ οὖς αὐτῶν.

Ιερ. 41,14                  όταν συμπληρωθούν εξ έτη δουλείας, θα αφήσης ελεύθερον τον αδελφόν σου τον Εβραίον, ο οποίος θα έχη πωληθή εις σε ως δούλος. Αυτός θα εργασθή επί εξ έτη ως δούλος σου και έπειτα θα τον αφήσης ελεύθερον. Αλλά δεν ήκουσαν την εντολήν μου αυτήν, δεν έκλιναν το αυτί των, δια να την ακούσουν.

Ιερ. 41,15          καὶ ἐπέστρεψαν σήμερον ποιῆσαι τὸ εὐθὲς πρὸ ὀφθαλμῶν μου τοῦ καλέσαι ἄφεσιν ἕκαστον τοῦ πλησίον αὐτοῦ καὶ συνετέλεσαν διαθήκην κατὰ πρόσωπόν μου ἐν τῷ οἴκῳ, οὗ ἐπεκλήθη τὸ ὄνομά μου ἐπ᾿ αὐτῷ.

Ιερ. 41,15                  Και Ιδού, ότι σήμερον επανήλθαν και συνήλθαν οι Ιουδαίοι, δια να εφαρμόσουν το ορθόν τούτο ενώπιόν μου· να κηρύξη ο καθένας ελευθερίαν στον πλησίον του και μάλιστα έκλεισαν συμφωνίαν ενώπιόν μου στον ναόν, όπου επικαλείσθε το Ονομά μου.

Ιερ. 41,16          καὶ ἐπεστρέψατε καὶ ἐβεβηλώσατε τὸ ὄνομά μου τοῦ ἐπιστρέψαι ἕκαστον τὸν παῖδα αὐτοῦ καὶ ἕκαστον τὴν παιδίσκην αὐτοῦ, οὓς ἐξαπεστείλατε ἐλευθέρους τῇ ψυχῇ αὐτῶν, τοῦ εἶναι ὑμῖν εἰς παῖδας καὶ παιδίσκας.

Ιερ. 41,16                  Αλλά αλλάξατε γνώμην και εβεβηλώσατε τοιουτοτρόπως το Ονομά μου και διετάξατε ο καθένας σας να επιστρέψη ο δούλος του, και ο καθένας να επιστρέψη εις αυτόν η δούλη του. Αυτούς, τους οποίους σεις εστείλατε ελευθέρους σύμφωνα με την επιθυμίαν και την θέλησιν της καρδίας των, απεφασίσατε να είναι και πάλιν δούλοι και δούλαι σας.

Ιερ. 41,17          διὰ τοῦτο οὕτως εἶπε Κύριος· ὑμεῖς οὐκ ἠκούσατέ μου τοῦ καλέσαι ἄφεσιν ἕκαστος πρὸς τὸν πλησίον αὐτοῦ· ἰδοὺ ἐγὼ καλῶ ἄφεσιν ὑμῖν εἰς μάχαιραν καὶ εἰς τὸν θάνατον καὶ εἰς τὸν λιμὸν καὶ δώσω ὑμᾶς εἰς διασπορὰν πάσαις ταῖς βασιλείαις τῆς γῆς.

Ιερ. 41,17                  Δια τούτο έτσι εΐπεν ο Κυριος· Σεις δεν υπηκούσατε εις εμέ, ώστε να κηρύξετε ελευθερίαν ο καθένας προς τον πλησίον αυτού. Δια τούτο ιδού, εγώ κηρύττω εις σας ελευθερίαν από την εξουσίαν μου και σας παραδίδω εις την μάχαιραν και εις την θανατηφόρον επιδημίαν, εις την φοβεράν πείναν. Θα σας αφήσω να διασπαρήτε και διασκορπισθήτε εις όλας τας βασιλείας της οικουμένης.

Ιερ. 41,18          καὶ δώσω τοὺς ἄνδρας τοὺς παρεληλυθότας τὴν διαθήκην μου, τοὺς μὴ στήσαντας τὴν διαθήκην μου, ἣν ἐποίησαν κατὰ πρόσωπόν μου, τὸν μόσχον, ὃν ἐποίησαν ἐργάζεσθαι αὐτῷ,

Ιερ. 41,18                  Θα παραδώσω εις σφαγήν όλους τους άνδρας εκείνους, οι οποίοι παρέβησαν και κατεπάτησαν την διαθήκην μου, οι οποίοι δεν ετήρησαν την συμφωνίαν μου, που έκαμαν ενώπιόν μου και εις κύρωσιν της οποίας διεμέλισαν εις δύο τμήματα τον μόσχον και διήλθον δια μέσου αυτών.

Ιερ. 41,19          τοὺς ἄρχοντας Ἰούδα καὶ τοὺς δυνάστας καὶ τοὺς ἱερεῖς καὶ τὸν λαόν,

Ιερ. 41,19                  Δια τούτο τους άρχοντας της Ιουδαίας, τους κατέχοντας εξουσίας, τους ιερείς και τον λαυν τον παραβάτην,

Ιερ. 41,20          καὶ δώσω αὐτοὺς τοῖς ἐχθροῖς αὐτῶν καὶ ἔσται τὰ θνησιμαῖα αὐτῶν βρῶσις τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τοῖς θηρίοις τῆς γῆς.

Ιερ. 41,20                 θα παραδώσω αυτούς στους εχθρούς των και τα πτώματά των θα γίνουν τροφή των ορνέων του ουρανού και των θηρίων της γης.

Ιερ. 41,21          καὶ τὸν Σεδεκίαν βασιλέα τῆς Ἰουδαίας καὶ τοὺς ἄρχοντας αὐτῶν δώσω εἰς χεῖρας ἐχθρῶν αὐτῶν, καὶ δύναμις βασιλέως Βαβυλῶνος τοῖς ἀποτρέχουσιν ἀπ᾿ αὐτῶν.

Ιερ. 41,21                  Τον δε Σεδεκίαν, τον βασιλέα του ιουδαϊκού βασιλείου, και τους άρχοντας των Ιουδαίων, θα παραδώσω εις τα χέρια των εχθρών των και στον στρατόν του βασιλέως της Βαβυλώνος, ο οποίος κατά τον καιρόν τούτον έχει απομακρυνθή από την Ιουδαίαν, δια να ασχοληθή με άλλους εχθρούς του.

Ιερ. 41,22          ἰδοὺ ἐγὼ συντάσσω, φησὶ Κύριος, καὶ ἐπιστρέψω αὐτοὺς εἰς τὴν γῆν ταύτην, καὶ πολεμήσουσιν ἐπ᾿ αὐτὴν καὶ λήψονται αὐτὴν καὶ κατακαύσουσιν αὐτὴν ἐν πυρὶ καὶ τὰς πόλεις Ἰούδα, καὶ δώσω αὐτὰς ἐρήμους ἀπὸ τῶν κατοικούντων.

Ιερ. 41,22                 Ιδού εγώ είμαι εκείνος, ο οποίος διατάσσω, λέγει ο Κυριος, και θα επαναφέρω τους Βαβυλωνίους αυτούς εις την χώραν αυτήν, οι οποίοι και θα πολεμήσουν εναντίον της και θα την καταλάβουν και θα την κατακαύσουν στο πυρ και τας πόλστου Ιούδα θα τας καταστήσω ερήμους από κατοίκους.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 42- Ο ΙΕΡΕΜΙΑΣ ΚΑΙ Η ΦΥΛΗ ΤΩΝ ΡΗΧΑΒΙΤΩΝ (Μασ. 35)

                              Ο Ιερεμίας και η φυλή των Ρηχαβιτών

Ιερ. 42,1            Ὁ λόγος ὁ γενόμενος πρὸς Ἱερεμίαν παρὰ Κυρίου ἐν ἡμέραις Ἰωακεὶμ βασιλέως Ἰούδα λέγων·

Ιερ. 42,1                    Ο λόγος, ο οποίος έγινεν εκ μέρους του Κυρίου προς τον Ιερεμίαν κατά τας ημέρας του Ιωακείμ, βασιλέως των Ιουδαίων, και ο οποίος λέγει·

Ιερ. 42,2            βάδισον εἰς οἶκον Ἀρχαβεὶν καὶ ἄξεις αὐτοὺς εἰς οἶκον Κυρίου, εἰς μίαν τῶν αὐλῶν, καὶ ποτιεῖς αὐτοὺς οἶνον.

Ιερ. 42,2                   Πηγαινε εις την οικογένειαν του Αρχαβείν και θα οδηγήσης αυτούς στον ναόν του Κυρίου, εις μίαν από τας αυλάς, και θα δώσης εις αυτούς, να πίουν οίνον.

Ιερ. 42,3            καὶ ἐξήγαγον τὸν Ἰεζονίαν υἱὸν Ἱερεμίου υἱοῦ Χαβασὶν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ καὶ πᾶσαν τὴν οἰκίαν Ἀρχαβεὶν

Ιερ. 42,3                   Κατόπιν της εντολής αυτής του Κυρίου, επήρα και ωδήγησα δια μέσου της πόλεως τον Ιεζονίαν, υιόν του Ιερεμίου, υιού του Χαβασίν, και τους αδελφούς αυτού και τους υιούς του και όλην την γενεάν Αρχαβείν,

Ιερ. 42,4            καὶ εἰσήγαγον αὐτοὺς εἰς οἶκον Κυρίου εἰς τὸ παστοφόριον υἱῶν Ἀνανίου, υἱοῦ Γοδολίου ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ, ὅ ἐστιν ἐγγὺς τοῦ οἴκου τῶν ἀρχόντων τῶν ἐπάνω τοῦ οἴκου Μαασαίου υἱοῦ Σελώμ, τοῦ φυλάσσοντος τὴν αὐλήν,

Ιερ. 42,4                   και τους ωδήγησα στον ναόν του Κυρίου, εις διαμέρισμα των υιών του Ανανίου, υιού του Γοδολίου, του ανθρώπου αυτού του Θεού. Αυτό το διαμέρισμα ήτο πλησίον στον οίκον των αρχόντων, ο οποίος ευρίσκετο επάνω από τον οίκον του Μαασαίου, υιού του Σελώμ, ο οποίος ήτο ο φύλαξ της αυλής.

Ιερ. 42,5            καὶ ἔδωκα κατὰ πρόσωπον αὐτῶν κεράμιον οἴνου καὶ ποτήρια καὶ εἶπα· πίετε οἶνον.

Ιερ. 42,5                   Εκεί έδωκα ενώπιον όλων αυτών ένα πήλινον δοχείον, που περιείχεν οίνον, και ένα ποτήριον και ειπα· “πίετε οίνον”.

Ιερ. 42,6            καὶ εἶπαν· οὐ μὴ πίωμεν οἶνον, ὅτι Ἰωναδὰβ υἱὸς Ῥηχὰβ ὁ πατὴρ ἡμῶν ἐνετείλατο ἡμῖν λέγων· οὐ μὴ πίετε οἶνον, ὑμεῖς καὶ οἱ υἱοὶ ὑμῶν ἕως αἰῶνος.

Ιερ. 42,6                   Εκείνοι όμως απήντησαν· “δεν θα πίωμεν οίνον, διότι ο Ιωναδάβ, υιός του Ρηχάβ, ένας από τους προγόνους μας, μας εδωσεν εντολήν λέγων· ποτέ στον αιώνα τον άπαντα δεν θα πίετε οίνον ούτε σεις ούτε οι υιοί σας.

Ιερ. 42,7            καὶ οἰκίας οὐ μὴ οἰκοδομήσητε καὶ σπέρμα οὐ μὴ σπείρητε, καὶ ἀμπελὼν οὐκ ἔσται ὑμῖν, ὅτι ἐν σκηναῖς οἰκήσετε πάσας τὰς ἡμέρας ὑμῶν, ὅπως ἂν ζήσητε ἡμέρας πολλὰς ἐπὶ τῆς γῆς, ἐφ᾿ ἧς διατρίβετε ὑμεῖς ἐπ᾿ αὐτῆς.

Ιερ. 42,7                   Ούτε και οικίας θα ανοικοδομήσετε, ούτε σπόρους θα σπείρετε στους αγρούς. Δεν θα αποκτήσετε αμπέλους, αλλά θα κατοικήσετε εις τας σκηνάς όλας τας ημέρας της ζωής σας, δια να ζήσετε έτσι επί πολλούς χρόνους επάνω εις την χώραν αυτήν, επί της οποίας σεις τώρα ευρίσκεσθε.

Ιερ. 42,8            καὶ ἠκούσαμεν τῆς φωνῆς Ἰωναδὰβ τοῦ πατρὸς ἡμῶν πρὸς τὸ μὴ πιεῖν οἶνον πάσας τὰς ἡμέρας ἡμῶν, ἡμεῖς καὶ αἱ γυναῖκες ἡμῶν καὶ οἱ υἱοὶ ἡμῶν καὶ αἱ θυγατέρες ἡμῶν,

Ιερ. 42,8                   Ημείς υπηκούσαμεν εις την εντολήν αυτήν του Ιωναδάβ, του προγόνου μας, να μη πίωμεν οίνον όλας τας ημέρας της ζωής μας, ημείς και αι γυναίκες μας και οι υιοί μας και αι θυγατέρες μας·

Ιερ. 42,9            καὶ πρὸς τὸ μὴ οἰκοδομεῖν οἰκίας τοῦ κατοικεῖν ἐκεῖ, καὶ ἀμπελὼν καὶ ἀγρὸς καὶ σπέρμα οὐκ ἐγένετο ἡμῖν,

Ιερ. 42,9                   να μη οικοδομούμεν οικίας, δια να κατοικούμεν έντος αυτών. Ποτέ δε δε είχαμεν ούτε αμπέλους, ούτε αγρούς, ούτε σποράν.

Ιερ. 42,10          καὶ ᾠκήσαμεν ἐν σκηναῖς καὶ ἠκούσαμεν καὶ ἐποιήσαμεν κατὰ πάντα, ἃ ἐνετείλατο ἡμῖν Ἰωναδὰβ ὁ πατὴρ ἡμῶν.

Ιερ. 42,10                 Κατοικήσαμεν εις σκηνάς και έτσι υπηκούσαμεν και επράξαμεν όλα εκείνα, τα οποία μας διέταξεν ο πρόγονός μας ο Ιωναδάβ.

Ιερ. 42,11          καὶ ἐγενήθη ὅτε ἀνέβη Ναβουχοδονόσορ ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ εἴπαμεν· εἰσέλθατε καὶ εἰσέλθωμεν εἰς Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ προσώπου τῆς δυνάμεως τῶν Χαλδαίων καὶ ἀπὸ προσώπου τῆς δυνάμεως τῶν Ἀσσυρίων, καὶ ᾠκοῦμεν ἐκεῖ.

Ιερ. 42,11                  Οταν δε ο Ναδουχοδονόσωρ επήλθεν εναντίον αυτής της χώρας, είπαμεν ημείς αναμεταξύ μας· Ελάτε να εισέλθωμεν εις την Ιερουσαλήμ, δια να σωθώμεν από την στρατιωτικήν δύναμιν των Χαλδαίων και από την στρατιωτικήν δύναμιν των Ασσυρίων. Και τώρα κατοικούμεν πλέον εις την Ιερουσαλήμ”.

Ιερ. 42,12          καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός με λέγων·

Ιερ. 42,12                 Ηλθε τότε παρά Κυρίου λόγος προς εμέ λέγων ·

Ιερ. 42,13          οὕτως λέγει Κύριος· πορεύου καὶ εἰπὸν ἀνθρώπῳ Ἰούδα καὶ τοῖς κατοικοῦσιν Ἱερουσαλήμ· οὐ μὴ λάβητε παιδείαν τοῦ ἀκούειν τοὺς λόγους μου;

Ιερ. 42,13                 έτσι λέγει ο Κυριος· πήγαινε και ειπέ εις όλους τους Ιουδαίους και εις όλους όσοι κατοικούν εις την Ιερουσαλήμ· Λοιπόν, δεν θα παιδαγωγηθήτε και δεν θα μάθετε να υπακούετε στους λόγους μου;

Ιερ. 42,14          ἔστησαν ῥῆμα υἱοὶ Ἰωναδάβ, υἱοῦ Ῥηχάβ, ὃ ἐνετείλατο τοῖς τέκνοις αὐτοῦ πρὸς τὸ μὴ πιεῖν οἴνον, καὶ οὐκ ἐπίοσαν· καὶ ἐγὼ ἐλάλησα πρὸς ὑμᾶς ὄρθρου, καὶ οὐκ ἠκούσατε.

Ιερ. 42,14                 Ιδού, οι απόγονοι του Ιωναδάβ, υιού του Ρηχάδ, συνεμορφώθησαν προς την εντολήν, την οποίαν αυτός είχε δώσει εις τα τέκνα του, να μη πίουν ποτέ οίνον και δεν έπιαν. Εγώ ωμίλησα και έδωσα εις σας εντολάς από την πρωΐαν κάθε ημέρας, άλλα σεις δεν υπηκούσατε.

Ιερ. 42,15          καὶ ἀπέστειλα πρὸς ὑμᾶς τοὺς παῖδάς μου τοὺς προφήτας λέγων· ἀποστράφητε ἕκαστος ἀπὸ τῆς ὁδοῦ αὐτοῦ τῆς πονηρᾶς καὶ βελτίω ποιήσατε τὰ ἐπιτηδεύματα ὑμῶν καὶ οὐ πορεύσεσθε ὀπίσω θεῶν ἑτέρων τοῦ δουλεύειν αὐτοῖς, καὶ οἰκήσετε ἐπὶ τῆς γῆς, ἧς ἔδωκα ὑμῖν καὶ τοῖς πατράσιν ὑμῶν· καὶ οὐκ ἐκλίνατε τὰ ὦτα ὑμῶν καὶ οὐκ εἰσηκούσατε.

Ιερ. 42,15                 Εστειλα προς σας τους δούλους μου, τους προφήτας, και σας έλεγα· απομακρυνθήτε ο καθένας από την πονηράν αυτού οδόν, κάμετε καλύτερα τα έργα σας και μη πορεύεσθε οπίσω από άλλους θεούς, ώστε να υπακούετε και να λατρεύετε αυτούς. Εάν αυτά τηρήσετε, θα κατοικήσετε εις την χώραν, την οποίον εγώ έδωσα εις σας και στους προγόνους σας. Σεις όμως δεν εδώσατε προσοχήν εις τα λόγια μου, δεν ανοίξατε τα αυτιά σας και δεν υπηκούσατε.

Ιερ. 42,16          καὶ ἔστησαν υἱοὶ Ἰωναδὰβ υἱοῦ Ῥηχὰβ τὴν ἐντολὴν τοῦ πατρὸς αὐτῶν, ὁ δὲ λαὸς οὗτος οὐκ ἤκουσέ μου.

Ιερ. 42,16                 Οι απόγονοι του Ιωναδάβ, υιού του Ρηχάβ, ετήρησαν την εντολήν του προγόνου των. Ο λαός μου όμως αυτός δεν υπήκουσεν εις εμέ.

Ιερ. 42,17          διὰ τοῦτο οὕτως εἶπε Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ φέρω ἐπὶ Ἰούδαν καὶ ἐπὶ τοὺς κατοικοῦντας Ἱερουσαλὴμ πάντα τὰ κακά, ἃ ἐλάλησα ἐπ᾿ αὐτούς.

Ιερ. 42,17                 Δια τούτο έτσι είπεν ο Κυριος· Ιδού εγώ θα επιφέρω εναντίον του βασιλείου του Ιούδα και εναντίον των κατοίκων της Ιερουσαλήμ όλας τας συμφοράς και τας θλίψεις, τας οποίας έχω πλέον αποφασίσει δι' αυτούς.

Ιερ. 42,18          διὰ τοῦτο οὕτως εἶπε Κύριος· ἐπειδὴ ἤκουσαν υἱοὶ Ἰωναδὰβ υἱοῦ Ῥηχὰβ τὴν ἐντολὴν τοῦ πατρὸς αὐτῶν ποιεῖν καθότι ἐνετείλατο αὐτοῖς ὁ πατὴρ αὐτῶν,

Ιερ. 42,18                 Δια τούτο έτσι είπεν ο Κυριος· Επειδή οι απόγονοι του Ιωναδάβ, του υιού του Ρηχάβ, υπήκουσαν και συνεμορφώθησαν προς την εντολήν του προγόνου των και έπραξαν ο,τι ο πρόγονός των τους είχε διατάξει,

Ιερ. 42,19          οὐ μὴ ἐκλίπῃ ἀνὴρ τῶν υἱῶν Ἰωναδὰβ υἱοῦ Ῥηχὰβ παρεστηκὼς κατὰ πρόσωπόν μου πάσας τὰς ἡμέρας τῆς γῆς.

Ιερ. 42,19                 δια τούτο δεν θα λείψη ποτέ άνθρωπος από τους απογόνους του Ιωναδάβ, υιού του Ρηχάβ, ο οποίος θα παρίσταται ενώπιόν μου καθ' όλας τας ημέρας της γης.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 43- ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΙΕΡΕΜΙΑ ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑ

Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ (Μασ. 36)

                             Ο Βαρούχ διαβάζει δημόσια τους λόγους του Ιερεμία

Ιερ. 43,1            Ἐν τῷ ἐνιαυτῷ τῷ τετάρτῳ Ἰωακεὶμ υἱοῦ Ἰωσία βασιλέως Ἰούδα ἐγενήθη λόγος Κυρίου πρός με λέγων·

Ιερ. 43,1                    Κατά το τέταρτον έτος της βασιλείας του Ιωακείμ, υιού του Ιωσία, βασιλέως του Ιούδα, ωμίλησεν ο Κυριος προς εμέ και είπε·

Ιερ. 43,2            λάβε σεαυτῷ χαρτίον βιβλίου καὶ γράψον ἐπ᾿ αὐτοῦ πάντας τοὺς λόγους, οὓς ἐλάλησα πρὸς σὲ ἐπὶ Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐπὶ Ἰούδα καὶ ἐπὶ πάντα τὰ ἔθνη, ἀφ᾿ ἧς ἡμέρας λαλήσαντός μου πρὸς σέ, ἀφ᾿ ἡμερῶν Ἰωσία βασιλέως Ἰούδα καὶ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης·

Ιερ. 43,2                   Παρε ειλητήν περγαμηνήν και γράψε επάνω εις αυτήν όλους τους λόγους, τους οποίους εγώ είπα προς σέ, εναντίον της Ιερουσαλήμ, εναντίον της Ιουδαίας χώρας και εναντίον όλων των εθνών, από την ημέραν κατά την οποίαν ήρχισα να ομιλώ προς σέ, από την εποχήν του Ιωσίου, βασιλέως των Ιουδαίων, και μέχρι της ημέρας αυτής.

Ιερ. 43,3            ἴσως ἀκούσεται ὁ οἶκος Ἰούδα πάντα τὰ κακά, ἃ ἐγὼ λογίζομαι ποιῆσαι αὐτοῖς, ἵνα ἀποστρέψωσιν ἀπὸ τῆς ὁδοῦ αὐτῶν τῆς πονηρᾶς, καὶ ἵλεως ἔσομαι ταῖς ἀδικίαις αὐτῶν καὶ ταῖς ἁμαρτίαις αὐτῶν.

Ιερ. 43,3                   Ισως ακούσουν, κατανυγούν και συναισθανθούν οι Ιουδαίοι όλας τας τιμωρίας, τας οποίας εγώ σκέπτομαι να εξαποστείλω εναντίον των, και εν μετανοία επιστρέψουν από την κακίαν αυτών, οπότε εγώ θα φανώ ίλεως εις τας αδικίας και τας αμαρτίας των.

Ιερ. 43,4            καὶ ἐκάλεσεν Ἱερεμίας τὸν Βαροὺχ υἱὸν Νηρίου, καὶ ἔγραψεν ἀπὸ στόματος Ἱερεμίου πάντας τοὺς λόγους Κυρίου, οὓς ἐχρημάτισε πρὸς αὐτόν, εἰς χαρτίον βιβλίου.

Ιερ. 43,4                   Εκάλεσεν ο Ιερεμίας τον Βαρούχ, υιόν του Νηρίου, και εκείνος καθ' υπαγόρευσιν του Ιερεμίου έγραψεν όλους τους λόγους του Κυρίου, τους οποίους ο Κυριος είπε προς αυτόν. Τους έγραψεν εις την ειλητήν περγαμηνήν.

Ιερ. 43,5            καὶ ἐνετείλατο Ἱερεμίας τῷ Βαροὺχ λέγων· ἐγὼ φυλάσσομαι, οὐ μὴ δύνωμαι εἰσελθεῖν εἰς οἶκον Κυρίου.

Ιερ. 43,5                   Επειτα ο Ιερεμίας εδωσεν εντολήν και οδηγίαν στον Βαρούχ λέγων· “εγώ ευρίσκομαι από φρούρησιν και δεν ημπορώ να εισέλθω στον ναόν του Κυρίου.

Ιερ. 43,6            καὶ ἀναγνώσῃ ἐν τῷ χαρτίῳ τούτῳ εἰς τὰ ὦτα τοῦ λαοῦ ἐν οἴκῳ Κυρίου ἐν ἡμέρᾳ νηστείας, καὶ ἐν ὠσὶ παντὸς Ἰούδα τῶν ἐρχομένων ἐκ πόλεων αὐτῶν ἀναγνώσῃ αὐτοῖς·

Ιερ. 43,6                   Συ, λοιπόν, θα αναγνώσης την περγαμηνήν αυτήν εις επήκοον όλου του λαού, εν τω ναώ του Κυρίου κατά την ημέραν της νηστείας. Θα αναγνώσης να ακούσουν όλοι οι Ιουδαίοι, οι οποίοι έρχονται από τας πόλεις αυτών στον ναόν του Κυρίου.

Ιερ. 43,7            ἴσως πεσεῖται ἔλεος αὐτῶν κατὰ πρόσωπον Κυρίου, καὶ ἀποστρέψουσιν ἐκ τῆς ὁδοῦ αὐτῶν τῆς πονηρᾶς, ὅτι μέγας ὁ θυμὸς καὶ ἡ ὀργὴ Κυρίου, ἣν ἐλάλησεν ἐπὶ τὸν λαὸν τοῦτον.

Ιερ. 43,7                   Ισως μετανοήσουν και ζητήσουν παρά του Κυρίου συγχώρησιν και ελεηθούν από αυτόν, εάν ο καθένας επιστρέψη από την οδόν αυτού την πονηράν. Διότι είναι μέγας ο θυμός και η οργή του Κυρίου, την οποίαν εξεδήλωσεν εναντίον του λαού αυτού”.

Ιερ. 43,8            καὶ ἐποίησε Βαροὺχ κατὰ πάντα, ἃ ἐνετείλατο αὐτῷ Ἱερεμίας, τοῦ ἀναγνῶναι ἐν τῷ βιβλίῳ τοὺς λόγους Κυρίου ἐν οἴκῳ Κυρίου.

Ιερ. 43,8                   Ο Βαρούχ έπραξε σύμφωνα με όλα εκείνα, που τον είχε διατάξει ο Ιερεμιας· να αναγνώση, δηλαδή, στον ναόν του Κυρίου τους λόγους, οι οποίοι ήσαν γραμμένοι εις την περγαμηνήν.

Ιερ. 43,9            καὶ ἐγενήθη ἐν τῷ ἔτει τῷ ὀγδόῳ τῷ βασιλεῖ Ἰωακεὶμ ἐν τῷ μηνὶ τῷ ἐνάτῳ, ἐξεκκλησίασαν νηστείαν κατὰ πρόσωπον Κυρίου πᾶς ὁ λαὸς ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ οἶκος Ἰούδα.

Ιερ. 43,9                   Κατά το όγδοον, λοιπόν, εκείνο έτος της βασιλείας του βασιλέως Ιωακείμ, κατά τον ένατον μήνα, όλοι οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ και όλος ο Ιουδαϊκός λαός συνεκεντρώθησαν ενώπιον του ναού του Κυρίου, αφού εκήρυξαν ημέραν γενικής νηστείας.

Ιερ. 43,10          καὶ ἀνεγίνωσκε Βαροὺχ ἐν τῷ βιβλίῳ τοὺς λόγους Ἱερεμίου ἐν οἴκῳ Κυρίου, ἐν οἴκῳ Γαμαρίου, υἱοῦ Σαφὰν τοῦ γραμματέως, ἐν τῇ αὐλῇ τῇ ἐπάνω ἐν προθύροις πύλης τοῦ οἴκου Κυρίου τῆς καινῆς καὶ ἐν ὠσὶ παντὸς τοῦ λαοῦ.

Ιερ. 43,10                 Τοτε ο Βαρούχ ήρχισε να αναγινώσκη από το βιβλίον τους λόγους του Ιερεμίου στον ναόν του Κυρίου, στο διαμέρισμα του Γαμαρίου, υιού του Σαφάν του γραμματέως, εις την επάνω αυλήν του ναού, εις την εισοδον της νέας πύλης του οίκου του Κυρίου. Ανεγινωσκεν αυτά εις επηήκοον όλου του λαού.

Ιερ. 43,11          καὶ ἤκουσε Μιχαίας υἱὸς Γαμαρίου υἱοῦ Σαφὰν ἅπαντας τοὺς λόγους Κυρίου ἐκ τοῦ βιβλίου·

Ιερ. 43,11                  Ο Μιχαίας, ο υιός του Γαμαρίου, υιού του Σαφάν, ήκουσεν όλους αυτούς τους λόγους του Κυρίου από το βιβλίον του Ιερεμίου.

Ιερ. 43,12          καὶ κατέβη εἰς οἰκίαν τοῦ βασιλέως, εἰς τὸν οἶκον τοῦ γραμματέως, καὶ ἰδοὺ ἐκεῖ πάντες οἱ ἄρχοντες ἐκάθηντο, Ἐλισαμὰ ὁ γραμματεὺς καὶ Δαλαίας υἱὸς Σελεμίου καὶ Ἐλνάθαν υἱὸς Ἀκχοβὼρ καὶ Γαμαρίας υἱὸς Σαφὰν καὶ Σεδεκίας υἱὸς Ἀνανίου καὶ πάντες οἱ ἄρχοντες,

Ιερ. 43,12                 Αυτός κατέβηκεν εις τυ ανάκτορον του βασιλέως στο δωμάτιον του γραμματέως και ιδού εκεί παρεκάθηντο όλοι οι άρχοντες· ο Ελισαμά ο γραμματεύς, και ο Δαλαίας υιός του Σελεμίου, ο Ελνάθαν υιός του Ακχοβώρ, ο Γαμαρίας υιός του Σαφάν και Σεδεκίας υιός του Ανανίου και όλοι οι άρχοντες.

Ιερ. 43,13          καὶ ἀνήγγειλεν αὐτοῖς Μιχαίας πάντας τοὺς λόγους, οὓς ἤκουσεν ἀναγινώσκοντος Βαροὺχ εἰς τὰ ὦτα τοῦ λαοῦ.

Ιερ. 43,13                  Ο Μιχαίας ανήγγειλεν εις αυτούς όλους τους λόγους, τους οποίους ήκουσε τον Βαρούχ να αναγινώσκη εις επήκοον του λαού.

Ιερ. 43,14          καὶ ἀπέστειλαν πάντες οἱ ἄρχοντες πρὸς Βαροὺχ υἱὸν Νηρίου τὸν Ἰουδὶν υἱὸν Ναθανίου, υἱοῦ Σελεμίου, υἱοῦ Χουσί, λέγοντες· τὸ χαρτίον, ἐν ᾧ σὺ ἀναγινώσκεις ἐν αὐτῷ ἐν ὠσὶ τοῦ λαοῦ, λάβε αὐτὸ εἰς τὴν χεῖρά σου καὶ ἧκε· καὶ ἔλαβε Βαροὺχ τὸ χαρτίον καὶ κατέβη πρὸς αὐτούς.

Ιερ. 43,14                 Ολοι τότε οι άρχοντες από συμφώνου απέστειλαν προς τον Βαρούχ, υιόν του Νηρίου, τον Ιουδίν, υιόν Ναθανίου, υιού Σελεμίου, πατρός Χουσί, λέγοντες προς αυτόν· “την περγαμηνήν αυτήν από την οποίαν συ διαβάζεις όσα είναι γραμμένα εις επήκοον του λαού, πάρε την εις τα χέρια σου και έλα εδώ”. Ο Βαρούχ επήρε την περγαμηνήν αυτήν και κατέβηκε προς τους άρχοντας.

Ιερ. 43,15          καὶ εἶπαν αὐτῷ· πάλιν ἀνάγνωθι εἰς τὰ ὦτα ἡμῶν· καὶ ἀνέγνω Βαρούχ.

Ιερ. 43,15                  Εκείνοι είπαν προς αυτόν· “ανάγνωσε πάλιν να ακούσωμεν και ημείς αυτά”. Ο Βαρούχ ανεγνωσεν.

Ιερ. 43,16          καὶ ἐγενήθη ὡς ἤκουσαν πάντας τοὺς λόγους, συνεβουλεύσαντο ἕκαστος πρὸς τὸν πλησίον αὐτοῦ καὶ εἶπον· ἀναγγέλλοντες ἀναγγείλωμεν τῷ βασιλεῖ ἅπαντας τοὺς λόγους τούτους.

Ιερ. 43,16                 Οι άρχοντες, όταν ήκουσαν όλους αυτούς τους λόγους, συνεσκέφθησαν μεταξύ των, συνεφώνησαν και είπαν· “πρέπει αμέσως να αναγγείλωμεν στον βασιλέα όλους αυτούς τους λόγους”.

Ιερ. 43,17          καὶ τὸν Βαροὺχ ἠρώτησαν λέγοντες· πόθεν ἔγραψας πάντας τοὺς λόγους τούτους;

Ιερ. 43,17                  Τον δε Βαρούχ ηρώτησαν και του είπαν· “από που Εγραψες συ όλους αυτούς τους λόγους;”

Ιερ. 43,18          καὶ εἶπε Βαρούχ· ἀπὸ στόματος αὐτοῦ ἀνήγγειλέ μοι Ἱερεμίας πάντας τοὺς λόγους τούτους, καὶ ἔγραφον ἐν βιβλίῳ.

Ιερ. 43,18                 Ο Βαρούχ απήντησεν· “ο Ιερεμίας υπηγόρευσε και εγώ από το στόμα του έγραψα όλους αυτούς τους λόγους, που υπάρχουν εις την περγαμηνήν”.

Ιερ. 43,19          καὶ εἶπον τῷ Βαρούχ· βάδισον καὶ κατακρύβηθι σὺ καὶ Ἱερεμίας· ἄνθρωπος μὴ γνώτω ποῦ ὑμεῖς.

Ιερ. 43,19                 Οι άρχοντες είπαν εις τυν Βαρούχ· “πήγαινε και κρύψου, συ και ο Ιερεμίας, και κανείς ας μη μάθη που ευρίσκεσθε”.

 

                              Ο Ιωακίμ καταστρέφει το βιβλίο

Ιερ. 43,20          καὶ εἰσῆλθον πρὸς τὸν βασιλέα εἰς τὴν αὐλήν, καὶ τὸ χαρτίον ἔδωκαν φυλάσσειν ἐν οἴκῳ Ἐλισαμά, καὶ ἀνήγγειλαν τῷ βασιλεῖ πάντας τοὺς λόγους τούτους.

Ιερ. 43,20                 Οι άρχοντες εισήλθαν στον βασιλέα, ο οποίος κατά την ώραν εκείνην ευρίσκετο εις την αυλήν, και έδωκαν την περγαμηνήν, δια να φυλαχθή στον οίκον του Ελισαμά. Ανήγγειλαν όμως στον βασιλέα όλους αυτούς τους λόγους.

Ιερ. 43,21          καὶ ἀπέστειλεν ὁ βασιλεὺς τὸν Ἰουδὶν λαβεῖν τὸ χαρτίον, καὶ ἔλαβεν αὐτὸ ἐξ οἴκου Ἐλισαμά· καὶ ἀνέγνω Ἰουδὶν εἰς τὰ ὦτα τοῦ βασιλέως καὶ εἰς τὰ ὦτα πάντων τῶν ἀρχόντων τῶν ἑστηκότων περὶ τὸν βασιλέα.

Ιερ. 43,21                 Ο βασιλεύς απέστειλε τον Ιουδίν να πάρη την περγαμηνήν, ο οποίος και πράγματι την επήρεν από τον οίκον του Ελισαμά. Ανέγνωσε δε ο Ιουδίν εις επήκοον του βασιλέως και εις επήκοον όλων των αρχόντων, οι οποίοι ίσταντο περί τον βασιλέα, τα γραμμένα εις την περγαμηνήν.

Ιερ. 43,22          καὶ ὁ βασιλεὺς ἐκάθητο ἐν οἴκῳ χειμερινῷ καὶ ἐσχάρα πυρὸς κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ.

Ιερ. 43,22                 Ο βασιλεύς εκάθητο στο χειμερινόν διαιμέρισμά του και η εστία του πυρός έκαιεν ενώπιόν του.

Ιερ. 43,23          καὶ ἐγενήθη ἀναγινώσκοντος Ἰουδὶν τρεῖς σελίδας καὶ τέσσαρας, ἀπέτεμεν αὐτὰς τῷ ξυρῷ τοῦ γραμματέως καὶ ἔῤῥιπτεν εἰς τὸ πῦρ τὸ ἐπὶ τῆς ἐσχάρας, ἕως ἐξέλιπε πᾶς ὁ χάρτης εἰς τὸ πῦρ τὸ ἐπὶ τῆς ἐσχάρας.

Ιερ. 43,23                 Καθ' ον χρόνον όμώς ο Ιουδίν ανεγίνωσκε τρεις και τέσσαρες σελίδας, ο βασιλεύς με το μαχαιρίδιον του γραμματέως τας απέκοπτε και τας έρριπτεν στο πυρ, που ευρίσκετο εις την εσχάραν, στο πύραυνον. Ετσι δε παρέδωσεν στο πυρ όλην την περγαμηνήν.

Ιερ. 43,24          καὶ οὐκ ἐζήτησαν καὶ οὐ διέῤῥηξαν τὰ ἱμάτια αὐτῶν ὁ βασιλεὺς καὶ οἱ παῖδες αὐτοῦ οἱ ἀκούοντες πάντας τοὺς λόγους τούτους.

Ιερ. 43,24                 Ο βασιλεύς και οι περί αυτόν αυλικοί δεν συνεκλονίσθησαν, από όσα ήσαν γραμμένα εις την περγαμηνήν, δεν διέρρηξαν εις ένδειξιν λύπης, και μετανοίας τα ενδύματά των, ακούοντες αυτούς τους λόγους,

Ιερ. 43,25          καὶ Ἐλνάθαν καὶ Γοθολίας καὶ Γαμαρίας ὑπέθεντο τῷ βασιλεῖ πρὸς τὸ μὴ κατακαῦσαι τὸ χαρτίον.

Ιερ. 43,25                 αν και ο Ελνάθαν, ο Γοθολίας και ο Γαμαρίας υπέβαλεν στον βασιλέα την πρότασιν να μη παραδώση στο πυρ την περγαμηνήν αυτήν.

Ιερ. 43,26          καὶ ἐνετείλατο ὁ βασιλεὺς τῷ Ἱερεμεὴλ υἱῷ τοῦ βασιλέως καὶ τῷ Σαραίᾳ υἱῷ Ἐσριὴλ συλλαβεῖν τὸν Βαροὺχ καὶ τὸν Ἱερεμίαν· καὶ κατεκρύβησαν.

Ιερ. 43,26                 Εξοργισμένος και αμετανόητος ο βασιλεύς διέταξε τον Ιερεμεήλ, υιόν του βασιλέως, και τον Σαραίαν, υιόν του Εσριήλ, να συλλάβουν τον Βαρούχ και τον Ιερεμίαν, άλλα οι δύο αυτοί εν τω μεταξύ είχαν κρυβή.

 

                               Ο Ιερεμίας υπαγορεύει πάλι τους λόγους του

Ιερ. 43,27          Καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρὸς Ἱερεμίαν μετὰ τὸ κατακαῦσαι τὸν βασιλέα τὸ χαρτίον, πάντας τοὺς λόγους, οὓς ἔγραψε Βαροὺχ ἀπὸ στόματος Ἱερεμίου λέγων·

Ιερ. 43,27                 Επειτα, αφού ο βασιλεύς παρέδωσεν στο πυρ την περγαμηνήν, που περιείχεν όλους τους λόγους, τους οποίους έγραψεν ο Βαρούχ καθ' υπαγόρευσιν του Ιερεμίου, έγινε λόγος Κυρίου προς τον Ιερεμίαν και είπε·

Ιερ. 43,28          πάλιν λάβε σὺ χαρτίον ἕτερον καὶ γράψον πάντας τοὺς λόγους τοὺς ὄντας ἐπὶ τοῦ χαρτίου, οὓς κατέκαυσεν ὁ βασιλεὺς Ἰωακείμ.

Ιερ. 43,28                 Παρε πάλιν συ άλλην περγαμηνήν και γράψε όλους τους λόγους, που ήσαν γραμμένοι εις την προηγουμένην περγαμηνήν, την οποίαν παρέδωσεν ο βασιλεύς Ιωακείμ στο πυρ.

Ιερ. 43,29          καὶ ἐρεῖς· οὕτως εἶπε Κύριος· σὺ κατέκαυσας τὸ χαρτίον τοῦτο λέγων· διατί ἔγραψας ἐπ᾿ αὐτῷ λέγων· εἰσπορευόμενος εἰσπορεύσεται βασιλεὺς Βαβυλῶνος καὶ ἐξολοθρεύσει τὴν γῆν ταύτην, καὶ ἐκλείψει ἐπ᾿ αὐτῆς ἄνθρωπος καὶ κτήνη;

Ιερ. 43,29                 Και θα πης· Ετσι είπεν Ο Κυριος· συ κατέκαυσες την περγαμηνήν αυτήν ειπών· διατί έγραψες εις αυτήν τούτο; Οτι δηλαδή εξάπαντος ο βασιλεύς της Βαβυλώνος θα εισελθη εις την πόλιν αυτήν, θα καταστρέψη την χώραν και θα λείψουν από αυτήν άνθρωποι και κτήνη;

Ιερ. 43,30          διὰ τοῦτο οὕτως εἶπε Κύριος ἐπὶ Ἰωακεὶμ βασιλέα Ἰούδα· οὐκ ἔσται αὐτῷ καθήμενος ἐπὶ θρόνου Δαυίδ, καὶ τὸ θνησιμαῖον αὐτοῦ ἔσται ἐῤῥιμμένον ἐν τῷ καύματι τῆς ἡμέρας καὶ ἐν τῷ παγετῷ τῆς νυκτός·

Ιερ. 43,30                 Δια τούτο έτσι είπεν ο Κυριος εναντίον του Ιωακείμ, βασιλέως του βασιλείου Ιούδα· δεν θα υπάρξη πλέον κανείς από την οικογενειάν του, δια να καθίση επί του θρόνου του Δαβίδ, το δε πτώμα αυτού του ιδίου θα ριφθή έξω στο καύμα της ημέρας και στο ψύχος της νυκτός.

Ιερ. 43,31          καὶ ἐπισκέψομαι ἐπ᾿ αὐτὸν καὶ ἐπὶ τὸ γένος αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τοὺς παῖδας αὐτοῦ καὶ ἐπάξω ἐπ᾿ αὐτοὺς καὶ ἐπὶ τοὺς κατοικοῦντας Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐπὶ τὴν γῆν Ἰούδα πάντα τὰ κακά, ἃ ἐλάλησα πρὸς αὐτούς, καὶ οὐκ ἤκουσαν.

Ιερ. 43,31                  Θα επισκεθππω, εν τη δικαιοσύνη μου, δια να τιμωρήσω αυτόν, το γένος του, τους δούλους του και να επιφέρω εναντίον αυτών και εναντίον των κατοίκων της Ιερουσαλήμ και εναντίον ολοκλήρου της χώρας του βασιλείου Ιούδα όλας τας τιμωρίας, τας οποίας είπα προς αυτούς και τας οποίας αυτοί δεν ήκουσαν ούτε επρόσεξαν.

Ιερ. 43,32          καὶ ἔλαβε Βαροὺχ χαρτίον ἕτερον καὶ ἔγραψεν ἐπ᾿ αὐτῷ ἀπὸ στόματος Ἱερεμίου ἅπαντας τοὺς λόγους τοῦ βιβλίου, οὓς κατέκαυσεν Ἰωακείμ· καὶ ἔτι προσετέθησαν αὐτῷ λόγοι πλείονες ὡς οὗτοι.

Ιερ. 43,32                 Ο Βαρούχ επήρεν άλλην περγαμηνήν και έγραψεν επάνω εις αυτήν καθ' υπαγόρευσιν του Ιερεμίου όλους τους λόγους του βιβλίου, τους οποίους είχε παραδώσει στο πυρ ο Ιωακείμ. Εις αυτήν δε την περγαμηνήν προσετέθησαν και άλλοι λόγοι περισσότεροι από εκείνους, που υπήρχαν εις την πρώτην.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 44- Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΤΟΥΣ ΑΠΕΣΤΑΛΜΕΝΟΥΣ ΤΟΥ ΣΕΔΕΚΙΑ

Η ΦΥΛΑΚΙΣΗ ΤΟΥ ΙΕΡΕΜΙΑ (Μασ. 37)

                                     Η απάντηση του Θεού στους απεσταλμένους του Σεδεκία

Ιερ. 44,1          Καὶ ἐβασίλευσε Σεδεκίας υἱὸς Ἰωσία ἀντὶ Ἰωακείμ, ὃν ἐβασίλευσε Ναβουχοδονόσορ βασιλεύειν τοῦ Ἰούδα·

Ιερ. 44,1                    Αντί του Ιωακείμ, εβασίλευσεν ο Σεδεκίας, υιός του Ιωσίου, τον οποίον ο Ναδουχοδονόσορ κατέστησεν ως βασιλέα, δια να βασιλεύη στο βασίλειον του Ιούδα.

Ιερ. 44,2            καὶ οὐκ ἤκουσαν αὐτὸς καὶ οἱ παῖδες αὐτοῦ καὶ ὁ λαὸς τῆς γῆς τοὺς λόγους Κυρίου, οὓς ἐλάλησεν ἐν χειρὶ Ἱερεμίου.

Ιερ. 44,2                   Αλλά ούτε αυτός ούτε οι άρχοντες και το περιβάλον του ούτε ο λαός της χώρας ήκουσαν τους λόγους του Κυρίου, τους οποίους ο Θεός είχε λαλήσει δια του Ιερεμίου.

Ιερ. 44,3            καὶ ἀπέστειλεν ὁ βασιλεὺς Σεδεκίας τὸν Ἰωάχαλ υἱὸν Σελεμίου καὶ τὸν Σοφονίαν υἱὸν Μαασαίου τὸν ἱερέα πρὸς Ἱερεμίαν λέγων· πρόσευξαι δὴ περὶ ἡμῶν πρὸς Κύριον.

Ιερ. 44,3                   Ο βασιλεύς Σεδεκίας απέστειλε τον Ιωάχαλ, υιόν του Σελεμίου, και τον Σοφονίαν υιόν του Μασαίου τον ιερέα, προς τον Ιερεμίαν, δια να του είπουν εκ μέρους του· Καμε προσευχήν, δεήθητι, υπέρ ημών προς τον Κυριον.

Ιερ. 44,4            καὶ Ἱερεμίας ἦλθε καὶ διῆλθε διὰ μέσου τῆς πόλεως, καὶ οὐκ ἔδωκαν αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τῆς φυλακῆς.

Ιερ. 44,4                   Ο Ιερεμίας ήλθεν εις την πόλιν, εκυκλοφόρει ελευθέρως δια μέσου της πόλεως, διότι δεν τον είχαν κλείσει ακόμη εις την φυλακήν.

Ιερ. 44,5            καὶ δύναμις Φαραὼ ἐξῆλθεν ἐξ Αἰγύπτου, καὶ ἤκουσαν οἱ Χαλδαῖοι τὴν ἀκοὴν αὐτῶν καὶ ἀνέβησαν ἀπὸ Ἱερουσαλήμ.

Ιερ. 44,5                   Τοτε στρατιωτική δύναμις του Φαραώ αβγήκεν από την Αίγυπτον. Οι Χαλδαίοι, οι οποίοι τότε επολιορκούσαν την Ιερουσαλήμ, επληροφορήθησαν το γεγονός και έφυγαν από την Ιερουσαλήμ, δια να αντεπεξέλθουν κατά των Αιγυπτίων.

Ιερ. 44,6            καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρὸς Ἱερεμίαν λέγων·

Ιερ. 44,6                   Λογος Κυρίου τότε ήλθε προς τον Ιερεμίαν ο εξής·

Ιερ. 44,7            οὕτως εἶπε Κύριος· οὕτως ἐρεῖς πρὸς βασιλέα Ἰούδα τὸν ἀποστείλαντα πρὸς σὲ τοῦ ἐκζητῆσαί με· ἰδοὺ δύναμις Φαραὼ ἡ ἐξελθοῦσα ὑμῖν εἰς βοήθειαν ἀποστρέψουσιν εἰς γῆν Αἰγύπτου,

Ιερ. 44,7                   έτσι είπεν ο Κυριος· Θα είπης προς τον βασιλέα των Ιουδαίων, ο οποίος απέστειλε προς σε ανθρώπους, δια να με παρακαλέσης υπέρ αυτού. Ιδού, η στρατιωτική δύναμις του Φαραώ, η οποία εξήλθεν από την Αίγυπτον, δια να σας βοηθήση, θα επιστρέψη και πάλιν εις την Αίγυπτον.

Ιερ. 44,8            καὶ ἀναστρέψουσιν αὐτοὶ οἱ Χαλδαῖοι, καὶ πολεμήσουσιν ἐπὶ τὴν πόλιν ταύτην καὶ συλλήψονται αὐτὴν καὶ καύσουσιν αὐτὴν ἐν πυρί.

Ιερ. 44,8                   Οι δε Χαλδαίοι θα επανέλθουν και θα πολεμήσουν εναντίον της πόλεως αυτής. Θα την καταλάβουν και θα την παραδώσουν στο πυρ.

Ιερ. 44,9            ὅτι οὕτως εἶπε Κύριος· μὴ ὑπολάβητε ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν λέγοντες· ἀποτρέχοντες ἀπελεύσονται ἀφ᾿ ἡμῶν οἱ Χαλδαῖοι, ὅτι οὐ μὴ ἀπέλθωσι·

Ιερ. 44,9                   Διότι έτσι είπεν ο Κυριος· μη αυταπατάσθε λέγοντες, ότι εξάπαντος θα φύγουν από ημάς οι Χαλδαίοι· ότι, δεν θα απέλθουν.

Ιερ. 44,10          καὶ ἐὰν πατάξητε πᾶσαν δύναμιν τῶν Χαλδαίων τοὺς πολεμοῦντας ὑμᾶς, καὶ καταλειφθῶσί τινες ἐκκεκεντημένοι ἕκαστος ἐν τῷ τόπῳ αὐτοῦ, οὗτοι ἀναστήσονται καὶ καύσουσι τὴν πόλιν ταύτην ἐν πυρί.

Ιερ. 44,10                 Και εάν ακόμη σεις φονεύσετε και εξοντώσετε όλην την δύναμιν των Χαλδαίων, αυτούς, οι οποίοι πολεμούν εναντίον σας, απομείνουν δε μόνον μερικοί τραυματίαι στους διαφόρους τόπους, αυτοί θα σηκωθούν και θα παραδώσουν την πόλιν αυτήν στο πυρ.

 

                              Η φυλάκιση του Ιερεμία

Ιερ. 44,11          Καὶ ἐγένετο ὅτε ἀνέβη ἡ δύναμις τῶν Χαλδαίων ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ προσώπου τῆς δυνάμεως Φαραώ,

Ιερ. 44,11                  Οταν δε η στρατιωτική δύναμις των Χαλδαίων ανεχώρησεν από την Ιερουοαλήμ εξ αιτίας των στρατιωτικών δυνάμεων του Φαραώ,

Ιερ. 44,12          ἐξῆλθεν Ἱερεμίας ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ τοῦ πορευθῆναι εἰς γῆν Βενιαμὶν τοῦ ἀγοράσαι ἐκεῖθεν ἐν μέσῳ τοῦ λαοῦ.

Ιερ. 44,12                 ο Ιερεμίας εβγήκεν από την Ιερουσαλήμ, δια να μεταβή εις την χώραν της φυλής του Βενιαμίν και να πάρη υπό την κατοχήν του τον αγρόν, τον οποίον επί παρουσία του λαού είχεν αγοράσει.

Ιερ. 44,13          καὶ ἐγένετο αὐτὸς ἐν πύλῃ Βενιαμίν, καὶ ἐκεῖ ἄνθρωπος, παρ᾿ ᾧ κατέλυε, Σαρουΐα υἱὸς Σελεμίου, υἱοῦ Ἀνανίου, καὶ συνέλαβε τὸν Ἱερεμίαν λέγων· πρὸς τοὺς Χαλδαίους σὺ φεύγεις;

Ιερ. 44,13                 Εφθασεν εις την πύλην Βενιαμίν. Εκεί ήτο ο άνθρωπος, πλησίον του οποίου κατέλυεν ο Σαρουιΐα, υιός του Σελεμίου, υιού του Ανανίου. Αυτός, λοιπόν, συνέλαβε τον Ιερεμίαν λέγων προς αυτόν· “λοιπόν, συ πηγαίνεις προς τους Χαλδαίους;”

Ιερ. 44,14          καὶ εἶπε· ψεῦδος, οὐκ εἰς τοὺς Χαλδαίους ἐγὼ φεύγω. καὶ οὐκ εἰσήκουσεν αὐτοῦ καὶ συνέλαβε Σαρουΐα τὸν Ἱερεμίαν καὶ εἰσήγαγεν αὐτὸν πρὸς τοὺς ἄρχοντας.

Ιερ. 44,14                 Ο Ιερεμίας του απήντησεν· “αυτό είναι ψευδος· δεν πηγαίνω εγώ στους Χαλδαίους”. Ο Σαρουΐα όμως δεν ήκουσεν αυτά, που του είπεν ο Ιερεμίας, τον συνέλαβε και τον ωδήγησεν στους άρχοντας.

Ιερ. 44,15          καὶ ἐπικράνθησαν οἱ ἄρχοντες ἐπὶ Ἱερεμίαν καὶ ἐπάταξαν αὐτὸν καὶ ἀπέστειλαν αὐτὸν εἰς τὴν οἰκίαν Ἰωνάθαν τοῦ γραμματέως, ὅτι ταύτην ἐποίησαν εἰς οἰκίαν φυλακῆς.

Ιερ. 44,15                 Οι άρχοντες επικράνθησαν και εξηρεθίσθησαν εναντίον του Ιερεμίου, τον εκτύπησαν και τον απέστειλαν εις την οικίαν του Ιωνάθαν του γραμματέως, διότι την οικίαν αυτού είχαν μεταβάλει εις φυλακήν.

Ιερ. 44,16          καὶ ἦλθεν Ἱερεμίας εἰς οἰκίαν τοῦ λάκκου καὶ εἰς τὴν χερὲθ καὶ ἐκάθισεν ἐκεῖ ἡμέρας πολλάς·

Ιερ. 44,16                 Ο Ιερεμίας ωδηγήγη στο υπόγειον της οικίας εκείνης, εις την κρύπτην, και εκεί έμεινεν επί πολλάς ημέρας.

Ιερ. 44,17          καὶ ἀπέστειλε Σεδεκίας καὶ ἐκάλεσεν αὐτόν, καὶ ἠρώτα αὐτὸν ὁ βασιλεὺς κρυφαίως εἰπεῖν, εἰ ἔστιν ὁ λόγος παρὰ Κυρίου, καὶ εἶπεν· ἔστιν· εἰς χεῖρας βασιλέως Βαβυλῶνος παραδοθήσῃ.

Ιερ. 44,17                 Τοτε ο Σεδεκίας απέστειλεν ένα άνθρωπον και τον εκάλεσε. Τον ηρώτα ο βασιλεύς, δια να του είπη κρυφίως, εάν υπάρχη κανένας λόγος εκ μέρους του Κυρίου. Ο Ιερεμίας απήντησε· “μάλιστα, υπάρχει. Θα παραδοθής εις τα χέρια του βασιλέως της Βαβυλώνος”.

Ιερ. 44,18          καὶ εἶπεν Ἱερεμίας τῷ βασιλεῖ· τί ἠδίκησά σε καὶ τοὺς παῖδάς σου καὶ τὸν λαὸν τοῦτον, ὅτι σὺ δίδως με εἰς οἰκίαν φυλακῆς;

Ιερ. 44,18                 Ο Ιερεμίας παραπονούμενος είπεν ακόμη στον βασιλέα· “εις τι εγώ έχω αδικήσει σε και τους αυλικούς σου και τον λαόν αυτόν, ώστε συ να με παραδώσης εις την φυλακήν, εις την οικίαν του γραμματέως;

Ιερ. 44,19          καὶ ποῦ εἰσιν οἱ προφῆται ὑμῶν οἱ προφητεύσαντες ὑμῖν λέγοντες· ὅτι οὐ μὴ ἔλθῃ βασιλεὺς Βαβυλῶνος ἐπὶ τὴν γῆν ταύτην;

Ιερ. 44,19                 Και που είναι τώρα οι ψευδοπροφήται σας, οι οποίοι προεφήτευσαν ενώπιόν σας λέγοντες, ότι δεν θα έλθη ο βασιλεύς της Βαβυλώνος εναντίον της χώρας αυτής;

Ιερ. 44,20          καὶ νῦν, κύριε βασιλεῦ, πεσέτω τὸ ἔλεός μου κατὰ πρόσωπόν σου, καὶ τί ἀποστρέφεις με εἰς οἰκίαν Ἰωνάθαν τοῦ γραμματέως καὶ οὐ μὴ ἀποθάνω ἐκεῖ;

Ιερ. 44,20                Και τώρα, κύριε βασιλεύ, ας ακουσθή η ικεσία μου προς σέ. Διατί θέλεις να με αποστείλης πάλιν εις την φυλακήν της οικίας Ιωνάθαν του γραμματέως, δια να αποθάνω εκεί;”

Ιερ. 44,21          καὶ συνέταξεν ὁ βασιλεὺς καὶ ἐνεβάλοσαν αὐτὸν εἰς οἰκίαν τῆς φυλακῆς καὶ ἐδίδοσαν αὐτῷ ἄρτον ἕνα τῆς ἡμέρας ἔξωθεν οὗ πέσσουσιν, ἕως ἐξέλιπον οἱ ἄρτοι ἐκ τῆς πόλεως. καὶ ἐκάθισεν Ἱερεμίας ἐν τῇ αὐλῇ τῆς φυλακῆς.

Ιερ. 44,21                 Ο βασιλεύς έδωσε διαταγήν και έβαλαν αυτόν εις την αυλήν της φυλακής και του έδιδαν ένα άρτον κάβε ημέραν από τα εις την πόλιν αρτοποιεία, έως ότου έλλειψαν οι άρτοι από την πόλιν. Ετσι εκάθισεν ο Ιερεμίας εις την αυλήν της φυλακής.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 45- Ο ΙΕΡΕΜΙΑΣ ΡΙΧΝΕΤΑΙ ΣΕ ΜΙΑ ΔΕΞΑΜΕΝΗ - Η ΔΙΑΣΩΣΗ ΤΟΥ ΙΕΡΕΜΙΑ (Μασ. 38)

                               Ο Ιερεμίας ρίχνεται σε μια δεξαμενή

Ιερ. 45,1            Καὶ ἤκουσε Σαφατίας υἱὸς Μάθαν καὶ Γοδολίας υἱὸς Πασχὼρ καὶ Ἰωάχαλ υἱὸς Σελεμίου τοὺς λόγους, οὓς Ἱερεμίας ἐλάλει ἐπὶ τὸν λαὸν λέγων·

Ιερ. 45,1                    Ο Σαφατίας, υιός του Μαθαν, ο Γοδολίας υιός του Πασχώρ, και ο Ιωάχαλ υιός του Σελεμίου, ήκουσαν τους λόγους, τους οποίους ο Ιερεμίας απευθυνόμενος προς τον λαόν είπεν·

Ιερ. 45,2            οὕτως εἶπε Κύριος· ὁ κατοικῶν ἐν τῇ πόλει ταύτῃ ἀποθανεῖται ἐν ῥομφαίᾳ καὶ ἐν λιμῷ, καὶ ὁ ἐκπορευόμενος πρὸς τοὺς Χαλδαίους ζήσεται, καὶ ἔσται ἡ ψυχὴ αὐτοῦ εἰς εὕρημα, καὶ ζήσεται.

Ιερ. 45,2                   Ετσι είπεν ο Κυριος· Οποιος θα παραμείνη εις την πόλιν αυτήν, θα αποθάνη με εχθρικήν ρομφαίαν η από την πείναν. Εκείνος όμως, ο οποίος θα εξέλθη από την πόλιν αυτήν και θα παραδοθή στους Χαλδαίους, θα ζήση. Θα σωθή η ζωή του από βέβαιον θάνατον θα ζήση.

Ιερ. 45,3            ὅτι οὕτως εἶπε Κύριος· παραδιδομένη παραδοθήσεται ἡ πόλις αὕτη εἰς χεῖρας δυνάμεως βασιλέως Βαβυλῶνος, καὶ συλλήψεται αὐτήν.

Ιερ. 45,3                   Διότι έτσι είπεν ο Κυριος· οπωσδήποτε η πόλις αυτή θα παραδοθή εις τα χέρια της στρατιωτικής δυνάμεως του βασιλέως της Βαδυλώνος, ο οποίος και θα την καταλάβη.

Ιερ. 45,4            καὶ εἶπαν τῷ βασιλεῖ· ἀναιρεθήτω δὴ ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, ὅτι αὐτὸς ἐκλύει τὰς χεῖρας τῶν ἀνθρώπων τῶν πολεμούντων τῶν καταλειπομένων ἐν τῇ πόλει καὶ τὰς χεῖρας παντὸς τοῦ λαοῦ λαλῶν πρὸς αὐτοὺς κατὰ τοὺς λόγους τούτους· ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος οὐ χρησμολογεῖ εἰρήνην τῷ λαῷ τούτῳ, ἀλλ᾿ ἢ πονηρά.

Ιερ. 45,4                   Οι ανωτέρω τρεις είπαν προς τον βασιλέα· “ας θανατωθή, λοιπόν, ο άνθρωπος αυτός, διότι με όσα λέγει παραλύει τα χέρια των απομεινάντων Ιουδαίων, οι οποίοι μάχονται εις την πόλιν αυτήν, όπως επίσης και τα χέρια όλου του άλλου αμάχου πληθυσμού λέγων προς αυτούς τους λόγους τούτους. Ο άνθρωπος αυτός δεν αποφθέγγεται προς τον λαόν τούτον τα προς ειρήνην και ευημερίαν, άλλα κακά και ολέθρια πράγματα».

Ιερ. 45,5            καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· ἰδοὺ αὐτὸς ἐν χερσὶν ὑμῶν· ὅτι οὐκ ἠδύνατο ὁ βασιλεὺς πρὸς αὐτούς.

Ιερ. 45,5                   Ο βασιλεύς είπεν εις αυτούς· “ιδού, αυτός ευρίσκεται εις την διάθεσίν σας”. Αυτά είπεν ο βασιλεύς Σεδεκίας, διότι δεν είχε την δυνατότητα να αντισταθή προς αυτούς.

Ιερ. 45,6            καὶ ἔῤῥιψαν αὐτὸν εἰς λάκκον Μελχίου υἱοῦ τοῦ βασιλέως, ὃς ἦν ἐν τῇ αὐλῇ τῆς φυλακῆς, καὶ ἐχάλασαν αὐτὸν εἰς τὸν λάκκον, καὶ ἐν τῷ λάκκῳ οὐκ ἦν ὕδωρ ἀλλ᾿ ἢ βόρβορος, καὶ ἦν ἐν τῷ βορβόρῳ. -

Ιερ. 45,6                   Εκείνοι έρριψαν τον Ιερεμίαν στον λάκκον του Μελχίου, υιού του βασιλέως. Ο λάκκος αυτός ευρίσκετο εις την αυλήν της φυλακής. Εις αυτόν τον λάκκον κατεβίβασαν τον Ιερεμίαν, οπου και δεν υπήρχεν ύδωρ, αλλά μόνον βόρβορος. Ο Ιερεμίας έμενε μέσα στον βόρβορον.

 

                              Η διάσωση του Ιερεμία

Ιερ. 45,7            Καὶ ἤκουσεν Ἀβδεμέλεχ ὁ Αἰθίοψ, καὶ αὐτὸς ἐν οἰκίᾳ τοῦ βασιλέως, ὅτι ἔδωκαν Ἱερεμίαν εἰς τὸν λάκκον· καὶ ὁ βασιλεὺς ἦν ἐν τῇ πύλῃ Βενιαμίν,

Ιερ. 45,7                   Επληροφορήθη το γεγονός αυτό ο Αβδεμέλεχ, ο Αιθίοψ. Αυτός ευρίσκετο εις τα ανάκτορα του βασιλέως και επληροφορήθη, ότι ωδήγησαν τον Ιερεμίαν και τον έρριψαν στον λάκκον. Ο δε βασιλεύς ευρίσκετο πλησίον εις την πύλην Βενιαμίν.

Ιερ. 45,8            καὶ ἐξῆλθε πρὸς αὐτὸν καὶ ἐλάλησε πρὸς τὸν βασιλέα, καὶ εἶπεν·

Ιερ. 45,8                   Ο Αδδεμέλεχ εβγήκεν εις συνάντησιν του βασιλέως, ωμίλησε προς αυτόν και του είπεν·

Ιερ. 45,9            ἐπονηρεύσω ἃ ἐποίησας τοῦ ἀποκτεῖναι τὸν ἄνθρωπον τοῦτον ἀπὸ προσώπου τοῦ λιμοῦ, ὅτι οὐκ εἰσὶν ἔτι ἄρτοι ἐν τῇ πόλει.

Ιερ. 45,9                   “Αδικον και κακόν έργον έπραξες εναντίον του Ιερεμίου, επιτρέψας να ριφθή αυτός στον λάκκον, ώστε να αποθάνη εξ αιτίας της πείνης, διότι δεν υπάρχουν πλέον άρτοι εις την πόλιν”.

Ιερ. 45,10          καὶ ἐνετείλατο ὁ βασιλεὺς τῷ Ἀβδεμέλεχ λέγων· λάβε εἰς τὰς χεῖράς σου ἐντεῦθεν τριάκοντα ἀνθρώπους καὶ ἀνάγαγε αὐτὸν ἐκ τοῦ λάκκου, ἵνα μὴ ἀποθάνῃ.

Ιερ. 45,10                 Ο δε βασιλεύς έδωσεν εντολήν στον Αβδεμέλεχ λέγων προς αυτόν· “πάρε από εδώ υπό την εξουσίαν σου τριάκοντα άνδρας και βγάλε τον 'Ιερεμιαν από τον λάκκον, δια να μη αποθάνη”.

Ιερ. 45,11          καὶ ἔλαβεν Ἀβδεμέλεχ τοὺς ἀνθρώπους καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ βασιλέως τὴν ὑπόγαιον καὶ ἔλαβεν ἐκεῖθεν παλαιὰ ῥάκη καὶ παλαιὰ σχοινία καὶ ἔῤῥιψεν αὐτὰ πρὸς Ἱερεμίαν εἰς τὸν λάκκον

Ιερ. 45,11                  Ο Αβδεμέλεχ επήρεν αμέσως τους ανθρώπους, εισήλθεν στον οίκον του βασιλέως και στο υπόγειον αυτού, επήρεν από εκεί ράκη παληά και σχοινία παληά και τα έρριψε προς τον Ιερεμίαν στον λάκκον,

Ιερ. 45,12          καὶ εἶπε· ταῦτα θὲς ὑποκάτω τῶν σχοινίων, καὶ ἐποίησεν Ἱερεμίας οὕτως.

Ιερ. 45,12                 λέγων προς αυτόν· “αυτά τα ράκη βάλε τα κάτω από την μασχάλην σου και επάνω από τα σχοινία”. Ο Ιερεμίας έπραξεν, όπως του είπαν.

Ιερ. 45,13          καὶ εἵλκυσαν αὐτὸν τοῖς σχοινίοις καὶ ἀνήγαγον αὐτὸν ἐκ τοῦ λάκκου· καὶ ἐκάθισεν Ἱερεμίας ἐν τῇ αὐλῇ τῆς φυλακῆς. -

Ιερ. 45,13                  Οι άνδρες ανέσυραν αυτόν με τα σχοινία και τον έβγαλαν από τον λάκκον. Ο Ιερεμίας παρέμεινεν εις την αυλήν της φυλακής.

 

                              Ο Σεδεκίας συμβουλεύεται τον Ιερεμία

Ιερ. 45,14          Καὶ ἀπέστειλεν ὁ βασιλεὺς καὶ ἐκάλεσεν αὐτὸν πρὸς ἑαυτὸν εἰς οἰκίαν Ἀσελεισὴ τὴν ἐν οἴκῳ Κυρίου· καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ βασιλεύς· ἐρωτήσω σε λόγον, καὶ μὴ δὴ κρύψῃς ἀπ᾿ ἐμοῦ ῥῆμα.

Ιερ. 45,14                 Επειτα ο βασιλεύς έστειλεν ένα άνθρωπον και εκάλεσε τον Ιερεμίαν, να έλθη εις αυτόν, στο διαμέρισμα Ασελεισή, πλησίον στον ναόν του Κυρίου. Ο βασιλεύς του είπε· “θα σου απευθύνω μίαν ερωτησιν και σε παρακαλώ, να μη αποκρύψης από εμέ κανένα πράγμα”.

Ιερ. 45,15          καὶ εἶπεν Ἱερεμίας τῷ βασιλεῖ· ἐὰν ἀναγγείλω σοι, οὐχὶ θανάτῳ με θανατώσεις; καὶ ἐὰν συμβουλεύσω σοι, οὐ μὴ ἀκούσῃς μου.

Ιερ. 45,15                  Ο Ιερεμίας απήντησε προς τον βασιλέα Σεδεκίαν· “εάν σου είπω την αλήθειαν, είναι βέβαιον ότι δεν θα με θανατώσης; Και εάν σε συμβουλεύσω, δέν, θα με ακούσης”.

Ιερ. 45,16          καὶ ὤμοσεν αὐτῷ ὁ βασιλεὺς λέγων· ζῇ Κύριος, ὃς ἐποίησεν ἡμῖν τὴν ψυχὴν ταύτην, εἰ ἀποκτενῶ σε καὶ εἰ δώσω σε εἰς χεῖρας τῶν ἀνθρώπων τούτων.

Ιερ. 45,16                 Ο βασιλεύς ωρκίσθη λέγων· “ζη Κυριος, ο οποίος μας έδωσε την ζωήν αυτήν, ότι δεν θα σε φονεύσω, ούτε θα σε παραδώσω εις τα χέρια των πονηρών αυτών ανθρώπων”.

Ιερ. 45,17          καὶ εἶπεν αὐτῷ Ἱερεμίας· οὕτως εἶπε Κύριος· ἐὰν ἐξελθὼν ἐξέλθῃς πρὸς ἡγεμόνας βασιλέως Βαβυλῶνος, καὶ ζήσεται ἡ ψυχή σου, καὶ ἡ πόλις αὕτη οὐ μὴ κατακαυθῇ ἐν πυρί, καὶ ζήσῃ σὺ καὶ ἡ οἰκία σου.

Ιερ. 45,17                  Είπε τότε εις αυτόν ο Ιερεμίας. “Ετσι ωμίλησεν ο Κυριος· εάν σπεύσης να εξέλθης από την πόλιν αυτήν και μεταβής προς τους άρχοντας του βασιλέως της Βαβυλώνος, θα διαφύλαξης την ζωήν σου και η πόλις αυτή δεν θα παραδοθή στο πυρ της καταστροφής, θα ζήσης συ και η οικογένειά σου.

Ιερ. 45,18          καὶ ἐὰν μὴ ἐξέλθῃς, δοθήσεται ἡ πόλις αὕτη εἰς χεῖρας τῶν Χαλδαίων, καὶ καύσουσιν αὐτὴν ἐν πυρί, καὶ σὺ οὐ μὴ σωθῇς.

Ιερ. 45,18                 Εάν όμως δεν εξέλθης από την πόλιν και δεν παραδοθής εκουσίως στον βασιλέα της Βαβυλώνος, η πόλις θα παραδοθή εις τα χέρια των Χαλδαίων, οι οποίοι και θα την κατακαύσουν δια του πυρός και συ δεν θα σωθής”.

Ιερ. 45,19          καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς τῷ Ἱερεμίᾳ· ἐγὼ λόγον ἔχω τῶν Ἰουδαίων τῶν πεφευγότων πρὸς τοὺς Χαλδαίους, μὴ δώσειν με εἰς χεῖρας αὐτῶν, καὶ καταμωκήσονταί μου.

Ιερ. 45,19                 Ο βασιλεύς είπε προς τον Ιερεμίαν· “εγώ έχω λόγον να φοβούμαι τους Ιουδαίους, οι οποίοι ήδη έχουν καταφύγει στους Χαλδαίους, μήπως και οι Χαλδαίοι με παραδώσουν εις τα χέρια αυτών και εκείνοι με περιπαίξουν”.

Ιερ. 45,20          καὶ εἶπεν Ἱερεμίας· οὐ μὴ παραδῶσί σε· ἄκουσον τὸν λόγον Κυρίου, ὃν ἐγὼ λέγω πρός σε, καὶ βέλτιον ἔσται σοι, καὶ ζήσεται ἡ ψυχή σου.

Ιερ. 45,20                 Ο Ιερεμίας απήντησε· “δεν θα σε παραδώσουν. Ακουσε τον λόγον του Κυρίου, τον οποίον εγώ αυτήν την στιγμήν αναγγέλλω προς σέ. Εάν πράξης, όπως σου είπα, θα είναι πολύ καλύτερον δια σε και θα διαφύλαξης την ζωήν σου.

Ιερ. 45,21          καὶ εἰ μὴ θέλεις σὺ ἐξελθεῖν, οὗτος ὁ λόγος, ὃν ἔδειξέ μοι Κύριος·

Ιερ. 45,21                 Εάν όμως δεν θέλης να εξέλθης συ και να παραδοθής εκουσίως στους Χαλδαίους, αυτός είναι ο λόγος τον οποίον μου απεκάλυ-ψεν ο Κυριος.

Ιερ. 45,22          καὶ ἰδοὺ πᾶσαι αἱ γυναῖκες αἱ καταλειφθεῖσαι ἐν οἰκίᾳ βασιλέως Ἰούδα ἐξήγοντο πρὸς ἄρχοντας βασιλέως Βαβυλῶνος, καὶ αὗται ἔλεγον· ἠπάτησάν σε καὶ δυνήσονταί σοι ἄνδρες εἰρηνικοί σου καὶ καταλύσουσιν ἐν ὀλισθήμασι πόδα σου, ἀπέστρεψαν ἀπὸ σοῦ.

Ιερ. 45,22                 Ιδού, όλαι αι γυναίκες, αι οποϊαι έχουν απομείνει στο ανάκτορον του βασιλέως του Ιούδα, θα οδηγηθούν προς τους άρχοντας του βασιλέως της Βαβυλώνος και θα λέγουν αυταί προς σέ· Οι αγαπητοί σου φίλοι σέ εξηπάτησαν, υπερίσχυσαν εναντίον σου. Ωδήγησαν εις ολισθηρόν έδαφος τα πόδια σου και έπειτα σε εγκατέλειψαν και απεμακρυνθησαν από σέ !

Ιερ. 45,23          καὶ τὰς γυναῖκάς σου καὶ τὰ τέκνα σου ἐξάξουσι πρὸς τοὺς Χαλδαίους, καὶ σὺ οὐ μὴ σωθῇς, ὅτι ἐν χειρὶ βασιλέως Βαβυλῶνος συλληφθήσῃ, καὶ ἡ πόλις αὕτη κατακαυθήσεται.

Ιερ. 45,23                 Τας γυναίκας σου και τα παιδιά σου θα τα οδηγήσουν προς τους Χαλδαίους και συ δεν θα σωθής. Διότι η πόλις θα παραδοθή εις την εξουσιάν του βασιλέως της Βαβυλώνος και η πόλις αυτή θα παραδοθή στο πυρ”.

Ιερ. 45,24          καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ βασιλεύς· ἄνθρωπος μὴ γνώτω ἐκ τῶν λόγων τούτων, καὶ σὺ οὐ μὴ ἀποθάνῃς.

Ιερ. 45,24                 Ο βασιλεύς είπεν στον Ιερεμίαν· “Ας μη μάθη κανείς τίποτε από τα λόγια αυτά και συ δεν θα θανατωθής.

Ιερ. 45,25          καὶ ἐὰν οἱ ἄρχοντες ἀκούσωσιν ὅτι ἐλάλησά σοι καὶ ἔλθωσι πρὸς σὲ καὶ εἴπωσί σοι· ἀνάγγειλον ἡμῖν, τί ἐλάλησέ σοι ὁ βασιλεύς, μὴ κρύψῃς ἀφ᾿ ἡμῶν, καὶ οὐ μὴ ἀνέλωμέν σε, καὶ τί ἐλάλησε πρός σε ὁ βασιλεύς;

Ιερ. 45,25                 Εάν δε οι άρχοντες πληροψορηθούν ότι εγώ συνεζήτησα μαζή σου και έλθουν προς σε και σε ερωτήσουν· Πές μας τι συνεζήτησε με σε ο βασιλεύς, μη απόκρύψης τίποτε από ημάς και δεν θα σε θανατώσωμεν. Τι λοιπόν είπεν ο βασιλεύς προς σέ;

Ιερ. 45,26          καὶ ἐρεῖς αὐτοῖς· ῥίπτω ἐγὼ τὸ ἔλεός μου κατ᾿ ὀφθαλμοὺς τοῦ βασιλέως πρὸς τὸ μὴ ἀποστρέψαι με εἰς οἰκίαν Ἰωνάθαν ἀποθανεῖν με ἐκεῖ.

Ιερ. 45,26                 Θα απταντήσης προς αυτούς· εγώ υπέβαλα θερμήν παράκλησιν ενώπιον του βασιλέως να μη με επαναφέρη πάλιν εις την φυλακήν του Ιωνάθαν, όπου ασφαλώς και θα αποθάνω”.

Ιερ. 45,27          καὶ ἤλθοσαν πάντες οἱ ἄρχοντες πρὸς Ἱερεμίαν καὶ ἠρώτησαν αὐτόν, καὶ ἀνήγγειλεν αὐτοῖς κατὰ πάντας τοὺς λόγους τούτους, οὓς ἐνετείλατο αὐτῷ ὁ βασιλεύς· καὶ ἀπεσιώπησαν, ὅτι οὐκ ἠκούσθη ὁ λόγος Κυρίου.

Ιερ. 45,27                 Ηλθαν πράγματι προς τον Ιερεμίαν όλοι οι άρχοντες και τον ηρώτησαν και ανέφερεν εις αυτούς όλους εκείνους τους λόγους, τους οποίους ο βασιλεύς τον διέταζε να είπη. Οι άρχοντες εσιώπησαν και δεν επίεσαν τον Ιερεμίαν, διότι δεν επληροφορήθησαν τον απειλητικόν λόγον του Κυρίου εναντίον αυτών και της πόλεως.

Ιερ. 45,28          καὶ ἐκάθισεν Ἱερεμίας ἐν τῇ αὐλῇ τῆς φυλακῆς ἕως χρόνου οὗ συνελήφθη Ἱερουσαλήμ.

Ιερ. 45,28                 Ο Ιερεμίας παρέμεινεν ετσι εις την αυλήν της φυλακής μέχρι του χρόνου, κατά τον οποίον έκυριεύθη η Ιερουσαλήμ.