ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ- ΚΕΦ. 19-24

 

 

ΛΟΓΟΙ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19- Η ΣΠΑΣΜΕΝΗ ΣΤΑΜΝΑ ΚΑΙ Ο ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ

                             Η σπασμένη στάμνα και ο συμβολισμός της

Ιερ. 19,1            Τότε εἶπε Κύριος πρός με· βάδισον καὶ κτῆσαι βῖκον πεπλασμένον ὀστράκινον καὶ ἄξεις ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων τοῦ λαοῦ καὶ ἀπὸ τῶν ἱερέων,

Ιερ. 19,1                    Τοτε μου είπεν ο Κυριος· Πηγαινε και αγόρασε λαγήνι φτιασμένο από πηλόν, πάρε μαζή σου μερικούς από τους πρεσβυτέρους του λαού και από τους Ιερείς

Ιερ. 19,2            καὶ ἐξελεύσῃ εἰς τὸ πολυάνδριον υἱῶν τῶν τέκνων αὐτῶν, ὅ ἐστιν ἐπὶ τῶν προθύρων πύλης τῆς Χαρσείθ, καὶ ἀνάγνωθι ἐκεῖ πάντας τοὺς λόγους τούτους, οὓς ἂν λαλήσω πρὸς σέ,

Ιερ. 19,2                    και να εξέλθης στο Πολυάνδριον, στο νεκροταφείον όπου έθαπτον τα θυσιαζόμενα στον Βααλ τέκνα των, αυτό που ευρίσκεται εις τα πρόθυρα της πύλης Χαρσείθ. Εκεί κάμε γνωστούς εις όλους αυτούς τους λόγους, τους οποίους εγώ θα αποκαλύψω εις σέ.

Ιερ. 19,3            καὶ ἐρεῖς αὐτοῖς· ἀκούσατε τὸν λόγον Κυρίου, βασιλεῖς Ἰούδα καὶ ἄνδρες Ἰούδα καὶ οἱ κατοικοῦντες ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ οἱ εἰσπορευόμενοι ἐν ταῖς πύλαις ταύταις· τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ· ἰδοὺ ἐγὼ ἐπάγω ἐπὶ τὸν τόπον τοῦτον κακά, ὥστε παντὸς ἀκούοντος αὐτὰ ἠχήσει τὰ ὦτα αὐτοῦ,

Ιερ. 19,3                    Και θα πης εις αυτούς· ακούσατε τον λόγον του Κυρίου βασιλείς του βασιλείου Ιούδα, άνδρες Ιουδαίοι, οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ, όλοι όσοι εισέρχεσθε από τας πύλας αυτάς· αυτά λέγει ο Κυριος ο Θεός του Ισραήλ· ιδού, εγώ θα επιφέρω εναντίον του τόπου αυτού θλίψεις και συμφοράς, τόσον πολλάς και μεγάλας, ώστε καθένας που θα τας ακούση, θα αισθανθή να βουΐζουν τα αυτιά του.

Ιερ. 19,4            ἀνθ᾿ ὧν ἐγκατέλιπόν με καὶ ἀπηλλοτρίωσαν τὸν τόπον τοῦτον καὶ ἐθυμίασαν ἐν αὐτῷ θεοῖς ἀλλοτρίοις, οἷς οὐκ ᾔδεισαν αὐτοὶ καὶ οἱ πατέρες αὐτῶν, καὶ οἱ βασιλεῖς Ἰούδα ἔπλησαν τὸν τόπον τοῦτον αἱμάτων ἀθῴων

Ιερ. 19,4                    Αυτά θα γίνουν, διότι αυτοί με εγκατέλειψαν, εμόλυναν και αφιέρωσαν τον τόπον τούτον εις ξένους θεούς, εθυσίασαν εις αυτόν θυσίας προς θεούς ξένους, τους οποίους δεν εγνώριζαν ούτε αυτοί ούτε οι πρόγονοί των. Οι δε βασιλείς του Ιούδα εγέμισαν τον τόπον αυτόν από αίματα αθώων ανθρώπων, τους οποίους έσφαξαν.

Ιερ. 19,5            καὶ ᾠκοδόμησαν ὑψηλὰ τῇ Βάαλ τοῦ κατακαίειν τοὺς υἱοὺς αὐτῶν ἐν πυρί, ἃ οὐκ ἐνετειλάμην οὐδὲ διενοήθην ἐν τῇ καρδίᾳ μου.

Ιερ. 19,5                    Εκτισαν εις υψηλούς τόπους θυσιαστήρια του ειδώλου Βααλ, δια να κατακαίουν τα παιδιά των στο πυρ, έκαμαν πράγματα, τα οποία ουδέποτε εγώ διέταξα, ούτε καν ήλθαν ποτέ εις την διάνοιάν μου.

Ιερ. 19,6            διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἡμέραι ἔρχονται, λέγει Κύριος, καὶ οὐ κληθήσεται τῷ τόπῳ τούτῳ ἔτι Διάπτωσις καὶ Πολυάνδριον υἱοῦ Ἐννόμ, ἀλλ᾿ ἢ Πολυάνδριον τῆς σφαγῆς.

Ιερ. 19,6                    Δια τούτο ιδού, έρχονται ημέραι, λέγει ο Κυριος, κατά τας οποίας δεν θα ονομασθή πλέον ο τόπος αυτός απλώς Διάπτωσις και Πολυάνδριον του υιού του Εννόμ, άλλα Πολυάνδριον της σφαγής.

Ιερ. 19,7            καὶ σφάξω τὴν βουλὴν Ἰούδα καὶ τὴν βουλὴν Ἱερουσαλὴμ ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ καὶ καταβαλῶ αὐτοὺς ἐν μαχαίρᾳ ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν αὐτῶν καὶ ἐν χερσὶ τῶν ζητούντων τὰς ψυχὰς αὐτῶν, καὶ δώσω τοὺς νεκροὺς αὐτῶν εἰς βρῶσιν τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τοῖς θηρίοις τῆς γῆς.

Ιερ. 19,7                    Διότι στον τόπον αυτόν θα σφάξω και θα ματαιώσω την πονηράν σκέψιν και απόφασιν του βασιλείου Ιούδα και της Ιερουσαλήμ, θα παραδώσω και θα καταβάλω αυτούς εις σφαγήν μαχαίρας ενώπιον των εχθρών των, εις τα χέρια ανθρώπων οι οποίοι ζητούν να τους αφαιρέσουν την ζωήν. Θα παραδώσω τους νεκρούς των τροφήν εις τα όρνια του ουρανού και εις τα θηρία της γης.

Ιερ. 19,8            καὶ τάξω τὴν πόλιν ταύτην εἰς ἀφανισμὸν καὶ εἰς συριγμόν· πᾶς ὁ παραπορευόμενος ἐπ᾿ αὐτῆς σκυθρωπάσει καὶ συριεῖ ὑπὲρ πάσης τῆς πληγῆς αὐτῆς.

Ιερ. 19,8                    Θα προορίσω και θα παραδώσω αυτήν την πόλιν εις όλεθρον και αφανισμόν, ελεεινόν θέαμα δια συριγμόν θλίψεως και ειρωνείας. Καθε άνθρωπος, ο οποίος θα διέρχεται κοντά της, θα σκυθρωπάζη βλέπων την μεγάλην καταστροφήν της και θα εκβάλλη συριγμόν δέους και ειρωνείας δια την μεγάλην αυτής πληγήν.

Ιερ. 19,9            καὶ ἔδονται τὰς σάρκας τῶν υἱῶν αὐτῶν καὶ τὰς σάρκας τῶν θυγατέρων αὐτῶν, καὶ ἕκαστος τὰς σάρκας τοῦ πλησίον αὐτοῦ ἔδονται ἐν τῇ περιοχῇ καὶ ἐν τῇ πολιορκίᾳ, ᾗ πολιορκήσουσιν αὐτοὺς οἱ ἐχθροὶ αὐτῶν.

Ιερ. 19,9                    Οι κάτοικοί της λόγω του λιμού, που θα επικρατήση, θα φάγουν τας σάρκας των υιών των και τας σάρκας των θυγατέρων των, άλλα και κάθε άνθρωπος θα φάγη τας σάρκας του πλησίον αυτού, εξ αιτίας της στενής και καταπιεστικής πολιορκίας, με την οποίαν θα τους πολιορκήσουν οι εχθροί των.

Ιερ. 19,10          καὶ συντρίψεις τὸν βῖκον κατ᾿ ὀφθαλμοὺς τῶν ἀνδρῶν τῶν ἐκπορευομένων μετά σοῦ

Ιερ. 19,10                  Θα συντρίψης το λαγήνι εμπρός εις τα μάτια των ανδρών, οι οποίοι θα έλθουν μαζή σου,

Ιερ. 19,11          καὶ ἐρεῖς· τάδε λέγει Κύριος· οὕτως συντρίψω τὸν λαὸν τοῦτον, καὶ τὴν πόλιν ταύτην, καθὼς συντρίβεται ἄγγος ὀστράκινον, ὃ οὐ δυνήσεται ἰαθῆναι ἔτι.

Ιερ. 19,11                   και θα πης· Αυτά λέγει ο Κυριος έτσι εγώ θα συντρίψω τον λαόν αυτόν και την πόλιν αυτήν, όπως συντρίβεται το πήλινον τούτο δοχείον, το οποίον δεν είναι δυνατόν πλέον να συγκολληθή και αποκατασταθή.

Ιερ. 19,12          οὕτως ποιήσω, λέγει Κύριος, τῷ τόπῳ τούτῳ καὶ τοῖς κατοικοῦσιν ἐν αὐτῷ τοῦ δοθῆναι τὴν πόλιν ταύτην ὡς τὴν διαπίπτουσαν.

Ιερ. 19,12                  Ετσι θα κάμω στον τόπον τούτον, λέγει ο Κυριος, και στους κατοίκους του τόπου αυτού, ώστε να γίνη η πόλις αυτή ως άλλο μεγάλο νεκροταφείον, όπως η “Διαπίπτουσα”.

Ιερ. 19,13          καὶ οἶκοι Ἱερουσαλὴμ καὶ οἶκοι βασιλέων Ἰούδα ἔσονται καθὼς ὁ τόπος ὁ διαπίπτων ἀπὸ τῶν ἀκαθαρσιῶν αὐτῶν ἐν πάσαις ταῖς οἰκίαις, ἐν αἷς ἐθυμίασαν ἐπὶ τῶν δωμάτων αὐτῶν πάσῃ τῇ στρατιᾷ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἔσπεισαν σπονδὰς θεοῖς ἀλλοτρίοις. -

Ιερ. 19,13                  Και τα σπίτια της Ιερουσαλήμ και οι οίκοι των βασιλέων Ιούδα, θα γίνουν όπως ο τόπος ο Διαπίπτων, ο Ταφέθ, το νεκροταφείον, εξ αιτίας των βδελυγμάτων, τα οποία ετελούντο εις όλας τας οικίας. Από τα δώματα των οικιών αυτών, επάνω εις τα ηλιακωτά, προσέφεραν θυσίαν θυμιάματος εις την στρατιάν των αστέρων του ουρανού και έχυσαν σπονδάς εις θεούς ξένους!

Ιερ. 19,14          Καὶ ἦλθεν Ἱερεμίας ἀπὸ τῆς διαπτώσεως, οὗ ἀπέστειλεν αὐτὸν Κύριος ἐκεῖ τοῦ προφητεῦσαι, καὶ ἔστη ἐν τῇ αὐλῇ οἴκου Κυρίου καὶ εἶπε πρὸς πάντα τὸν λαόν·

Ιερ. 19,14                  Επέστρεψεν ο Ιερεμίας από τον τόπον αυτόν της Διαπτώσεως, όπου τον είχεν αποστείλει ο Κυριος, δια να προφητεύση, και εστάθη όρθιος εις την αυλήν του Κυρίου και είπε προς όλον τον λαόν.

Ιερ. 19,15          τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ ἐπάγω ἐπὶ τὴν πόλιν ταύτην καὶ ἐπὶ πάσας τὰς πόλεις αὐτῆς καὶ ἐπὶ τὰς κώμας αὐτῆς ἅπαντα τὰ κακά, ἃ ἐλάλησα ἐπ᾿ αὐτήν, ὅτι ἐσκλήρυναν τὸν τράχηλον αὐτῶν τοῦ μὴ εἰσακούειν τῶν ἐντολῶν μου.

Ιερ. 19,15                  Αυτά λέγει ο Κυριος· Ιδού, εγώ επιφέρω εις την πόλιν αυτήν και εις όλας τας πόλεις της χώρας αυτής και εις τας κώμας αυτής όλα τα κακά, τα οποία ελάλησα εναντίον αυτής, διότι οι Ισραηλίται εσκλήρυναν τον τράχηλον των, ώστε να αρνηθούν να υπακούσουν εις τας εντολάς μου.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20- Ο ΙΕΡΕΜΙΑΣ ΦΥΛΑΚΙΖΕΤΑΙ ΚΑΙ ΒΑΣΑΝΙΖΕΤΑΙ

ΤΑ ΠΑΡΑΠΟΝΑ ΤΟΥ ΙΕΡΕΜΙΑ ΣΤΟ ΘΕΟ

                                 Ο Ιερεμίας φυλακίζεται και βασανίζεται

Ιερ. 20,1            Καὶ ἤκουσε Πασχὼρ ὁ υἱὸς Ἐμμὴρ ὁ ἱερεύς - καὶ οὗτος ἦν καθεσταμένος ἡγούμενος οἴκου Κυρίου - τοῦ Ἱερεμίου προφητεύοντος τοὺς λόγους τούτους.

Ιερ. 20,1                    ο Πασχώρ, υιός του Εμμήρ, ο Ιερεύς, αυτός πο Υ είχε διορισθ αρχηγός και επόπτης του ναού του Κυρίου, ήκουσε τον Ιερεμίαν να προφητεύη τους απειλητικούς αυτούς λόγους.

Ιερ. 20,2            καὶ ἐπάταξεν αὐτὸν καὶ ἐνέβαλεν αὐτὸν εἰς τὸν καταῤῥάκτην, ὃς ἦν ἐν πύλῃ οἴκου ἀποτεταγμένου τοῦ ὑπερῴου, ὃς ἦν ἐν οἴκῳ Κυρίου.

Ιερ. 20,2                   Τον εμαστίγωσε και έβαλε τους πόδας και τας χείρας, αυτού στο βασανιστικόν ξύλον, που υπήρχε μέσα εις δωμάτιον μεμονωμένον υπεράνω από την αυλήν του ναού του Κυρίου.

Ιερ. 20,3            καὶ ἐξήγαγε Πασχὼρ τὸν Ἱερεμίαν ἐκ τοῦ καταῤῥάκτου, καὶ εἶπεν αὐτῷ Ἱερεμίας· οὐχὶ Πασχὼρ ἐκάλεσε Κύριος τὸ ὄνομά σου, ἀλλ᾿ ἢ Μέτοικον.

Ιερ. 20,3                   Κατόπιν ο Πασχώρ έβγαλε τον Ιερεμίαν από το βασανιστικόν αυτό ξύλον και είπε προς αυτόν ο Ιερεμίας· Ο Κυριος δεν σου έδωσε το όνομα Πασχώρ, αλλά το όνομα Μέτοικος,

Ιερ. 20,4            διότι τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ δίδωμί σε εἰς μετοικίαν σὺν πᾶσι τοῖς φίλοις σου, καὶ πεσοῦνται ἐν μαχαίρᾳ ἐχθρῶν αὐτῶν, καὶ οἱ ὀφθαλμοί σου ὄψονται, καὶ σὲ καὶ πάντα Ἰούδαν δώσω εἰς χεῖρας βασιλέως Βαβυλῶνος, καὶ μετοικιοῦσιν αὐτοὺς καὶ κατακόψουσιν ἐν μαχαίραις.

Ιερ. 20,4                   διότι αυτά λέγει ο Κυριος· ιδού, εγώ θα σε παραδώσω εις μετοικεσίαν μαζή με τους φίλους σου, οι οποίοι φίλοι σου θα πέσουν εν στόματι μαχαίρας των εχθρών των. Αυτά θα τα ίδουν οι οφθαλμοί σου. Σε τον ίδιον και όλους τους Ιουδαίους θα παραδώσω αιχμαλώτους εις τα χέρια του βασιλέως της Βαβυλώνος, οι άνδρες του οποίου θα απαγάγουν εις μετοικεσίαν και σε και αυτούς· πολλούς δε θα κατακόψουν με τας μαχαίρας.

Ιερ. 20,5            καὶ δώσω τὴν πᾶσαν ἰσχὺν τῆς πόλεως ταύτης καὶ πάντας τοὺς πόνους αὐτῆς καὶ πάντας τοὺς θησαυροὺς τοῦ βασιλέως Ἰούδα εἰς χεῖρας ἐχθρῶν αὐτοῦ, καὶ ἄξουσιν αὐτοὺς εἰς Βαβυλῶνα.

Ιερ. 20,5                   Θα παραδώσω δε όλην την δύναμιν της πόλεως αυτής, όλους τους κόπους της, όλους τους θησαυρούς του βασιλέως Ιούδα, εις τα χέρια των εχθρών του, οι οποίοι εχθροί του θα οδηγήσουν αυτούς αιχμαλώτους εις την Βαβυλώνα.

Ιερ. 20,6            καὶ σὺ καὶ πάντες οἱ κατοικοῦντες ἐν τῷ οἴκῳ σου πορεύσεσθε ἐν αἰχμαλωσίᾳ, καὶ ἐν Βαβυλῶνι ἀποθανῇ καὶ ἐκεῖ ταφήσῃ, σὺ καὶ πάντες οἱ φίλοι σου, οἷς ἐπροφήτευσας αὐτοῖς ψευδῆ.

Ιερ. 20,6                   Και συ και όλοι, όσοι κατοικούν στο σπίτι σου, θα πορευθήτε εις αιχμαλωσίαν, εις την Βαβυλώνα εκεί θα αποθάνης, εκεί και θα ταφής συ και όλοι οι φίλοι σου, στους οποίους είπες ψευδείς προφητείας.

 

                               Τα παράπονα του Ιερεμία στο Θεό

Ιερ. 20,7            Ἠπάτησάς με, Κύριε, καὶ ἠπατήθην, ἐκράτησας καὶ ἠδυνάσθης· ἐγενόμην εἰς γέλωτα, πᾶσαν ἡμέραν διετέλεσα μυκτηριζόμενος·

Ιερ. 20,7                   Παραπονούμενος ο προφήτης απευθύνεται προς τον Κυριον και λέγει· Κυριε, με εξηπάτησες σχετικώς με το προφητικον έργον και ηπατήθην. Επέμεινες να αναλάβω το έργον του προφήτου και επεκράτησεν η γνώμη σου. Ιδού όμως, ότι εγώ έγινα αντικείμενον γέλωτος· όλην την την μέραν ύπήρξα αντικείμενον εξευτελισμού και χλευασμού.

Ιερ. 20,8            ὅτι πικρῷ λόγῳ μου γελάσομαι, ἀθεσίαν καὶ ταλαιπωρίαν ἐπικαλέσομαι, ὅτι ἐγενήθη λόγος Κυρίου εἰς ὀνειδισμὸν ἐμοὶ καὶ εἰς χλευασμὸν πᾶσαν ἡμέραν μου.

Ιερ. 20,8                   Με πικρούς και δηκτικούς λόγους θα με χλευάσουν, θα γίνω περίγελως, διότι εγώ ήλεγχα την παρανομίαν και την καταδυνάστευσιν. Αλλ' ιδού ότι ο λόγος, τον οποίον έθεσεν στο στόμα μου ο Κυριος, εγινε δι' εμέ αιτία ονειδισμού. Ολας τας ημέρας της ζωής μου θα με χλευάζουν.

Ιερ. 20,9            καὶ εἶπα· οὐ μὴ ὀνομάσω τὸ ὄνομα Κυρίου καὶ οὐ μὴ λαλήσω ἔτι ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ. καὶ ἐγένετο ὡς πῦρ καιόμενον φλέγον ἐν τοῖς ὀστέοις μου, καὶ παρεῖμαι πάντοθεν καὶ οὐ δύναμαι φέρειν.

Ιερ. 20,9                   Και είπα τότε από μέσα μου· Δεν θα αναφέρω άλλην φοράν το όνομα του Κυρίου και δεν θα λαλήσω πλέον εν τω Ονόματι αυτού. Αλλά η σκέψις μου αυτή έγινεν ώσαν πυρκαϊά καιομένη, φλέγουσα, μέσα εις τα οστά μου. Παρέλυσα από παντού και δεν ημπορώ να υποφέρω αυτήν την φλόγα.

Ιερ. 20,10          ὅτι ἤκουσα ψόγον πολλῶν συναθροιζομένων κυκλόθεν· ἐπισύστητε καὶ ἐπισυστῶμεν αὐτῷ, πάντες ἄνδρες φίλοι αὐτοῦ· τηρήσατε τὴν ἐπίνοιαν αὐτοῦ, εἰ ἀπατηθήσεται καὶ δυνησόμεθα αὐτῷ καὶ ληψόμεθα τὴν ἐκδίκησιν ἡμῶν ἐξ αὐτοῦ.

Ιερ. 20,10                 Διότι ήκουσα ψευδείς κατηγορίας και αυστηράς επιτιμήσεις πολλών, οι οποίοι είχον συγκεντρωθή ολόγυρά μου. Επιτεθήτε εναντίον του, έλεγαν, και ημείς επίσης θα ριφθώμεν εναντίον του, όλοι οι άνδρες οι φίλοι του. Παρακολουθήσατε και κατασκοπεύσατε τας σκέψστου, μήπως τυχόν και παρασυρθή εις πλάνην και ψεύδος, οπότε θα κατακυριαρχήσωμεν εις αυτόν και θα πάρωμεν την εκδίκησίν μας εναντίον του.

Ιερ. 20,11          ὁ δὲ Κύριος μετ᾿ ἐμοῦ καθὼς μαχητὴς ἰσχύων· διὰ τοῦτο ἐδίωξαν καὶ νοῆσαι οὐκ ἠδύναντο· ᾐσχύνθησαν σφόδρα, ὅτι οὐκ ἐνόησαν ἀτιμίας αὐτῶν, αἳ δι᾿ αἰῶνος οὐκ ἐπιλησθήσονται.

Ιερ. 20,11                  Αλλα ο Κυριος ήτο μαζή μου ισχυρός υπερασπιστής. Δια τούτο αυτοί με κατεδίωξαν, χωρίς να με καταβάλουν. Δεν ημπόρεσαν να εννοήσουν ότι ο Κυριος ήτο μαζή μου. Κατησχύνθησαν πάρα πολύ, διότι δεν συνησθάνθησαν τας ατιμίας των, αι οποίαι εν τούτοις δεν θα λησμονηθούν δια μέσου των αιώνων.

Ιερ. 20,12          Κύριε, δοκιμάζων δίκαια, συνίων νεφροὺς καὶ καρδίας, ἴδοιμι τὴν παρὰ σοῦ ἐκδίκησιν ἐν αὐτοῖς, ὅτι πρὸς σὲ ἀπεκάλυψα τὰ ἀπολογήματά μου. -

Ιερ. 20,12                 Κυριε, συ είσαι εκείνος, ο οποίος εξετάζεις με δικαιοσύνην και αποδίδστο δίκαιον. Γνωρίζεις και τα απόκρυφα των ανθρώπων, τους νεφρούς και τας καρδίας. Ας ίδω λοιπόν στελλομένην από σε τιμωρίαν εναντίον αυτών των ανθρώπων, διότι εγώ προς σε εφανέρωσα τας θλίψεις μου, τους διωγμούς μου, όπως και τας απολογίας μου.

Ιερ. 20,13          ᾌσατε τῷ Κυρίῳ, αἰνέσατε αὐτῷ, ὅτι ἐξείλατο ψυχὴν πένητος ἐκ χειρὸς πονηρευομένων. -

Ιερ. 20,13                 Δοξολογήσατε τον Κυριον, δοξολογήσατέ τον, διότι έσωσε την ζωήν εμού, του πτωχού και αδυνάτου, από τα χέρια πονηρών και κακών ανθρώπων.

Ιερ. 20,14          Ἐπικατάρατος ἡ ἡμέρα, ἐν ᾗ ἐτέχθην ἐν αὐτῇ· ἡ ἡμέρα, ἐν ᾗ ἔτεκέ με ἡ μήτηρ μου, μὴ ἔστω ἐπευκτή.

Ιερ. 20,14                 Κατηραμένη ας είναι η ημέρα κατά την οποίαν εγεννήθην. Η ημέρα κατά την οποίαν με εγέννησεν η μήτηρ μου ας μη είναι ευλογημένη.

Ιερ. 20,15          ἐπικατάρατος ὁ ἄνθρωπος ὁ εὐαγγελισάμενος τῷ πατρί μου λέγων· ἐτέχθη σοι ἄρσην, εὐφραινόμενος.

Ιερ. 20,15                 Κατηραμένος ας είναι ο άνθρωπος εκείνος, ο οποίος έφερεν στον πατέρα μου την χαρμόσυνον είδησιν και του είπε χαίρων· απέκτησες αρσενικόν παιδί.

Ιερ. 20,16          ἔστω ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ὡς αἱ πόλεις, ἃς κατέστρεψε Κύριος ἐν θυμῷ καὶ οὐ μετεμελήθη· ἀκουσάτω κραυγῆς τῷ πρωΐ καὶ ἀλαλαγμοῦ μεσημβρίας,

Ιερ. 20,16                 Ας είναι ο άνθρωπος εκείνος, όπως αι πόλεις, τας οποίας ο Κυριος εν τη δικαία του οργή κατέστρεψε και δεν μετενόησε δια την καταστροφήν των. Ας ακούση ο άνθρωπος αυτός το πρωί κραυγάς συναγερμού και την μεσημβρίαν αλαλαγμούς πολέμου.

Ιερ. 20,17          ὅτι οὐκ ἀπέκτεινέ με ἐν μήτρᾳ μητρὸς καὶ ἐγένετό μοι ἡ μήτηρ μου τάφος μου καὶ ἡ μήτρα συλλήψεως αἰωνίας.

Ιερ. 20,17                 Διότι δεν με εθανάτωσε μέσα εις την μήτραν της μητρός μου, ώστε να γίνη η μητέρα μου τάφος μου και η μήτρα της παντοτεινή φυλακή μου.

Ιερ. 20,18          ἱνατί τοῦτο ἐξῆλθον ἐκ μήτρας τοῦ βλέπειν κόπους καὶ πόνους, καὶ διετέλεσαν ἐν αἰσχύνῃ αἱ ἡμέραι μου;

Ιερ. 20,18                 Διατί εγεννήθην, διατί εβγήκα από την μητράν; Δια να βλέπω κόπους και να διέρχωμαι τας ημέρας της ζωής μου με καταισχύνην και εξευτελισμόν;

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21- ΜΑΤΑΙΗ ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΤΟΥ ΣΕΔΕΚΙΑ ΣΤΟΝ ΙΕΡΕΜΙΑ

Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΠΟΦΕΥΚΤΗ

                               Μάταιη προσφυγή του Σεδεκία στον Ιερεμία - Η καταστροφή είναι αναπόφευκτη

Ιερ. 21,1            Ὁ λόγος ὁ γενόμενος παρὰ Κυρίου πρὸς Ἱερεμίαν, ὅτε ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν ὁ βασιλεὺς Σεδεκίας τὸν Πασχὼρ υἱὸν Μελχίου καὶ Σοφονίαν υἱὸν Μαασαίου τὸν ἱερέα λέγων·

Ιερ. 21,1                    Λογος τον οποίον απηύθυνεν ο Κυριος προς τον Ιερεμίαν, όταν ο βασιλεύς Σεδεκίας απέστειλε προς αυτόν τον Πασχώρ υιόν του Μελχίου, και τον Σοφονίαν υιόν του Μαασαίου τον ιερέα, οι οποίοι τον παρεκάλεσαν λέγοντες·

Ιερ. 21,2            ἐπερώτησον περὶ ἡμῶν τὸν Κύριον, ὅτι βασιλεὺς Βαβυλῶνος ἐφέστηκεν ἐφ᾿ ἡμᾶς, εἰ ποιήσει Κύριος κατὰ πάντα τὰ θαυμάσια αὐτοῦ, καὶ ἀπελεύσεται ἀφ᾿ ἡμῶν.

Ιερ. 21,2                    Ερώτησε δι' ημάς τον Κυριον, διότι ο βασιλεύς της Βαβυλώνος επήλθεν εναντίον μας και έφθασεν, εάν ο Κυριος θα ενεργήση υπέρ ημών σύμφωνα με όλα τα θαυμαστά έργα, τα οποία άλλοτε έκαμε, και αν αναχωρήση έτσι ο βασιλεύς αυτός από ημάς.

Ιερ. 21,3            καὶ εἶπε πρὸς αὐτοὺς Ἱερεμίας· οὕτως ἐρεῖτε πρὸς Σεδεκίαν βασιλέα Ἰούδα·

Ιερ. 21,3                    Είπε προς αυτούς ο Ιερεμίας. Αυτά θα είπετε προς τον Σεδεκίαν, τον βασιλέα της χώρας Ιούδα·

Ιερ. 21,4            τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ μεταστρέψω τὰ ὅπλα τὰ πολεμικά, ἐν οἷς ὑμεῖς πολεμεῖτε ἐν αὐτοῖς πρὸς τοὺς Χαλδαίους τοὺς συγκεκλεικότας ὑμᾶς ἔξωθεν τοῦ τείχους, καὶ συνάξω αὐτοὺς εἰς τὸ μέσον τῆς πόλεως ταύτης

Ιερ. 21,4                    αυτά λέγει ο Κυριος· Ιδού εγώ θα στρέψω εις τα οπίσω άχρηστα τα πολεμικά σας όπλα, με τα οποία σεις θέλετε να πολεμήσετε εναντίον των Χαλδαίων, οι οποίοι έξω από το τείχος σας έχουν περικλείσει. Και θα συγκεντρώσω αυτούς στο μέσον αυτής της πόλεως.

Ιερ. 21,5            καὶ πολεμήσω ἐγὼ ὑμᾶς ἐν χειρὶ ἐκτεταμένῃ καὶ ἐν βραχίονι κραταιῷ μετὰ θυμοῦ καὶ ὀργῆς μεγάλης

Ιερ. 21,5                    Εγώ θα πολεμήσω εναντίον σας με το χέρι μου απλωμένον και με τον παντοδύναμον βραχίονά μου, με θυμόν και μεγάλην οργήν.

Ιερ. 21,6            καὶ πατάξω πάντας τοὺς κατοικοῦντας ἐν τῇ πόλει ταύτῃ, τοὺς ἀνθρώπους καί τὰ κτήνη, ἐν θανάτῳ μεγάλῳ, καὶ ἀποθανοῦνται.

Ιερ. 21,6                    Θα κτυπήσω όλους τους κατοίκους εις την πόλιν αυτήν, τους ανθρώπους και τα κτήνη, με μεγάλο θανατικό και θα αποθάνουν.

Ιερ. 21,7            καὶ μετὰ ταῦτα -οὕτως λέγει Κύριος- δώσω τὸν Σεδεκίαν βασιλέα Ἰούδα καὶ τοὺς παῖδας αὐτοῦ καὶ τὸν λαὸν τὸν καταλειφθέντα ἐν τῇ πόλει ταύτῃ ἀπὸ τοῦ θανάτου καὶ ἀπὸ τοῦ λιμοῦ καὶ ἀπὸ τῆς μαχαίρας εἰς χεῖρας ἐχθρῶν αὐτῶν τῶν ζητούντων τὰς ψυχὰς αὐτῶν, καὶ κατακόψουσιν αὐτοὺς ἐν στόματι μαχαίρας· οὐ φείσομαι ἐπ᾿ αὐτοῖς καὶ οὐ μὴ οἰκτειρήσω αὐτούς.

Ιερ. 21,7                    Μετά ταύτα, έτσι λέγει ο Κυριος, θα παραδώσω τον Σεδεκίαν τον βασιλέα του βασιλείου Ιούδα και τους αυλικούς του και τον λαόν του, όλους όσοι απέμειναν εις την πόλιν αυτήν ζώντες από την θανατηφόρον ασθένειαν, από τον λιμόν και από την εχθρικήν μάχαιραν, θα τους παραδώσω εις τα χέρια των εχθρών των, οι οποίοι ζητούν να αφαιρέσουν την ζωήν των, και θα τους κατακόψουν εν στόματι μαχαίρας. Εγώ δεν θα λυπηθώ δι' αυτούς ούτε θα τους σπλαγχνισθώ.

Ιερ. 21,8            καὶ πρὸς τὸν λαὸν τοῦτον ἐρεῖς· τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ δέδωκα πρὸ προσώπου ὑμῶν τὴν ὁδὸν τῆς ζωῆς καὶ τὴν ὁδὸν τοῦ θανάτου·

Ιερ. 21,8                    Και προς τον λαόν τούτον θα είπης· αυτά λέγει ο Κυριος· Ιδού, εγώ έχω θέσει ενώπιόν σας την οδόν της ζωής και την οδόν, που οδηγεί στον θάνατον.

Ιερ. 21,9            ὁ καθήμενος ἐν τῇ πόλει ταύτῃ ἀποθανεῖται ἐν μαχαίρᾳ καὶ ἐν λιμῷ, καὶ ὁ ἐκπορευόμενος προσχωρῆσαι πρὸς τοὺς Χαλδαίους τοὺς συγκεκλεικότας ὑμᾶς ζήσεται, καὶ ἔσται ἡ ψυχὴ αὐτοῦ εἰς σκῦλα, καὶ ζήσεται.

Ιερ. 21,9                    Εκείνος, ο οποίος θα καθίση εις την πόλιν αυτήν, θα αποθάνη φονευόμενος από εχθρικήν μάχαιραν η από λιμόν. Εκείνος, ο οποίος θα εξέλθη από την πόλιν αυτήν, δια να παραδοθή στους Χαλδαίους, που σας έχουν αποκλείσει, θα ζήση, αλλά η ζωή του θα είναι ωσάν τα λάφυρα, που περιπίπτουν εις χείρας των εχθρών. Οπωσδήποτε όμως θα ζήση.

Ιερ. 21,10          διότι ἐστήρικα τὸ πρόσωπόν μου ἐπὶ τὴν πόλιν ταύτην εἰς κακὰ καὶ οὐκ εἰς ἀγαθά· εἰς χεῖρας βασιλέως Βαβυλῶνος παραδοθήσεται, καὶ κατακαύσει αὐτήν ἐν πυρί.

Ιερ. 21,10                  Αυτά θα γίνουν, διότι εγώ έχω στρέψει και στηρίξει το πρόσωπόν μου εναντίον της πόλεως αυτής, δια να αποστείλω συμφοράς και οχι ευεργεσίας. Θα πέση η πόλις εις τα χέρια του βασιλέως της Βαβυλώνος, ο οποίος και θα την παραδώση στο πυρ και θα την κατακαύση.

Ιερ. 21,11          ὁ οἶκος βασιλέως Ἰούδα, ἀκούσατε λόγον Κυρίου·

Ιερ. 21,11                   Ολος ο βασιλικός οίκος του βασιλέως του Ιούδα, όπως και ο βασιλικός οίκος του Δαβίδ, ακούσατε τον λόγον του Κυρίου.

Ιερ. 21,12          οἶκος Δαυίδ, τάδε λέγει Κύριος· κρίνατε πρωΐ κρίμα καὶ κατευθύνατε καὶ ἐξέλεσθε διηρπασμένον ἐκ χειρὸς ἀδικοῦντος αὐτόν, ὅπως μὴ ἀναφθῇ ὡς πῦρ ἡ ὀργή μου καὶ καυθήσεται, καὶ οὐκ ἔσται ὁ σβέσων.

Ιερ. 21,12                  Αυτά λέγει ο Κυριος· Αποδώσατε εκάστην πρωΐαν το δίκαιον, ευθύνατε τους δρόμους της ζωής σας προς τας εντολάς του Κυρίου, αποσπάσατε αθώον από τα χέρια εκείνου, ο οποίος τον αδικεί και τον καταπιέζει, δια να μη ανάψη ωσάν φωτιά η οργή μου και γίνη πυρκαϊά μεγάλη και δεν θα υπάρχη κανείς, που θα ημπορέση να την σβήση.

Ιερ. 21,13          ἰδοὺ ἐγὼ πρός σε τὸν κατοικοῦντα τὴν κοιλάδα Σόρ, τὴν πεδεινήν, τοὺς λέγοντας· τίς πτοήσει ἡμᾶς; ἢ τίς εἰσελεύσεται πρὸς τὸ κατοικητήριον ἡμῶν;

Ιερ. 21,13                  Ιδού, εγώ έρχομαι εναντίον σου, ο οποίος κατοικείς την κοιλάδα Σορ και εις την πεδινήν, προς όλους σας, οι οποίοι πιστεύοντες εις τα απόρθητα της περιοχής σας λέγετε· ποιός θα μας καταπτοήαη; Ποιός είναι δυνατόν να εισέλθη στο καταφύγιόν μας;

Ιερ. 21,14          καὶ ἀνάψω πῦρ ἐν τῷ δρυμῷ αὐτῆς, καὶ ἔδεται πάντα τὰ κύκλῳ αὐτῆς.

Ιερ. 21,14                  Εγώ θα ανάψω φωτιά καταστροφής εις τα δάση της περιοχής, η οποία και θα καταφάγη όλα τα γύρω από αυτήν μέρη.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22- ΑΠΕΙΛΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΠΛΗΞΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΟΥ ΟΙΚΟΥ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ

                              Απειλές και επιπλήξεις κατά του βασιλικού οίκου του Ιούδα

Ιερ. 22,1            Τάδε λέγει Κύριος· πορεύου καὶ κατάβηθι εἰς τὸν οἶκον τοῦ βασιλέως Ἰούδα καὶ λαλήσεις ἐκεῖ τὸν λόγον τοῦτον

Ιερ. 22,1                    Αυτά λέγει ο Κυριος προς τον προφήτην· πήγαινε, κατέβα στον οίκον του βασιλέως Ιούδα και εκεί θα είπης αυτόν τον λόγον·

Ιερ. 22,2            καὶ ἐρεῖς· ἄκουε λόγον Κυρίου, βασιλεῦ Ἰούδα ὁ καθήμενος ἐπὶ θρόνου Δαυίδ, σὺ καὶ ὁ οἶκός σου καὶ ὁ λαός σου καὶ οἱ εἰσπορευόμενοι ταῖς πύλαις ταύταις·

Ιερ. 22,2                   θα πης άκουε λόγον Κυρίου, βασιλεύ Ιούδα, ο οποίος κάθεσαι στον θρόνον Δαβίδ, συ και ο οίκός σου και ο λαός σου και όλοι, όσοι εισέρχονται δια των πυλών τούτων εις την πόλιν.

Ιερ. 22,3            τάδε λέγει Κύριος· ποιεῖτε κρίσιν καὶ δικαιοσύνην καὶ ἐξαιρεῖσθε διηρπασμένον ἐκ χειρὸς ἀδικοῦντος αὐτὸν καὶ προσήλυτον καὶ ὀρφανὸν καὶ χήραν μὴ καταδυναστεύετε καὶ μὴ ἀσεβῆτε καὶ αἷμα ἀθῷον μὴ ἐκχέητε ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ.

Ιερ. 22,3                   Αυτά λέγει ο Κυριος· κρίνατε με δικαιοσύνην, βγάλτε από τα χέρια του αδικούντος τον καταπιεζόμενον και αδικούμενον· προσήλυτον και ορφανόν και χήραν μη καταδυναστεύετε, μη ασεβήτε προς τον Θεόν και μη χύνετε αίμα αθώον στον τόπον τούτον.

Ιερ. 22,4            διότι ἐὰν ποιοῦντες ποιήσητε τὸν λόγον τοῦτον, καὶ εἰσελεύσονται ἐν ταῖς πύλαις τοῦ οἴκου τούτου βασιλεῖς καθήμενοι ἐπὶ θρόνου Δαυὶδ καὶ ἐπιβεβηκότες ἐφ᾿ ἁρμάτων καὶ ἵππων, αὐτοὶ καὶ οἱ παῖδες αὐτῶν, καὶ ὁ λαὸς αὐτῶν·

Ιερ. 22,4                   Διότι, εάν τηρήσετε πιστώς την εντολήν αυτήν, τότε ασφαλείς και ένδοξοι θα εισέλθουν από τας πύλας του ανακτόρου αυτού βασιλείς, καθήμενοι επί του θρόνου Δαβίδ, οι οποίοι θα επιβαίνουν επάνω εις πολεμικά άρματα και ίππους, αυτοί και οι αυλυκοί των και ο λαός των.

Ιερ. 22,5            ἐὰν δὲ μὴ ποιήσητε τοὺς λόγους τούτους, κατ᾿ ἐμαυτοῦ ὤμοσα, λέγει Κύριος, ὅτι εἰς ἐρήμωσιν ἔσται ὁ οἶκος οὗτος.

Ιερ. 22,5                   Εάν όμως δεν τηρήσετε τους λόγους αυτούς, ωρκίσθηκα στον εαυτόν μου, λέγει ο Κυριος, ότι θα παραδοθή εις ερήμωσιν ο οίκος αυτός και ο λαός αυτός.

Ιερ. 22,6            ὅτι τάδε λέγει Κύριος κατὰ τοῦ οἴκου βασιλέως Ἰούδα· Γαλαὰδ σύ μοι, ἀρχὴ τοῦ Λιβάνου, ἐὰν μὴ θῶ σε εἰς ἔρημον, πόλεις μὴ κατοικηθησομένας·

Ιερ. 22,6                   Διότι αυτά λέγει ο Κυριος εναντίον του οίκου βασιλέως Ιούδα. Συ είσαι δι' εμέ, όπως η περιοχή Γαλαάδ, η κορυφή του Λιβάνου, και όμως θα σε παραδώσω εις ερήμωσιν και θα μείνης ώσάν τας πόλεις εκείνας, αι οποίαι δεν έχουν κατοίκους,

Ιερ. 22,7            καὶ ἐπάξω ἐπὶ σὲ ὀλοθρεύοντα ἄνδρα καὶ τὸν πέλεκυν αὐτοῦ, καὶ ἐκκόψουσι τὰς ἐκλεκτὰς κέδρους σου καὶ ἐμβαλοῦσιν εἰς τὸ πῦρ.

Ιερ. 22,7                   θα εξεγείρω και θα επιφέρω εναντίον σου εξολοθρευτάς άνδρας με τους πελέκεις των, οι οποίοι θα κατακόψουν τας κλεκτάς κέδρους σου και θα τας ρίψουν στο πυρ.

Ιερ. 22,8            καὶ διελεύσονται ἔθνη διὰ τῆς πόλεως ταύτης καὶ ἐρεῖ ἕκαστος πρὸς τὸν πλησίον αὐτοῦ· διατί ἐποίησε Κύριος οὕτως τῇ πόλει ταύτῃ τῇ μεγάλῃ;

Ιερ. 22,8                   Διάφορα έθνη θα περάσουν δια μέσου της πόλεως αυτής και ο καθένας από τους ανθρώπους αυτούς θα λέγη προς τον πλησίον του· διατί ο Κυριος επέφερε τοιαύτην καταοτροφήν εις την μεγάλην αυτήν πόλιν;

Ιερ. 22,9            καὶ ἐροῦσιν· ἀνθ᾿ ὧν ἐγκατέλιπον τὴν διαθήκην Κυρίου Θεοῦ αὐτῶν καὶ προσεκύνησαν θεοῖς ἀλλοτρίοις καὶ ἐδούλευσαν αὐτοῖς.

Ιερ. 22,9                   Και θα λάβουν ως απάντησιν· Διότι οι άνθρωποι της πόλεως αυτής εγκατέλειψαν την διαθήκην Κυρίου του Θεού των, προσεκύνησαν ξένους θεούς και έγιναν δούλοι εις τα είδωλα.

Ιερ. 22,10          Μὴ κλαίετε τὸν τεθνηκότα μηδὲ θρηνεῖτε αὐτόν· κλαύσατε κλαυμῷ τὸν ἐκπορευόμενον, ὅτι οὐκ ἐπιστρέψει ἔτι, οὐδὲ ὄψεται τὴν γῆν πατρίδος αὐτοῦ.

Ιερ. 22,10                 Μη κλαίετε εκείνον, που απέθανε· μη θρηνείτε δι' αυτόν. Κλαύσατε με μεγάλον κλαυθμόν αυτόν, ο οποίος πορεύεται εις εξορίαν και ο οποίος δεν θα επιστρέψη πλέον, ούτε και θα ίδη ποτέ την γην της πατρίδος του.

Ιερ. 22,11          διότι τάδε λέγει Κύριος ἐπὶ Σελλὴμ υἱὸν Ἰωσία τὸν βασιλεύοντα ἀντὶ Ἰωσίου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ὃς ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ τόπου τούτου· οὐκ ἀναστρέψει ἐκεῖ ἔτι,

Ιερ. 22,11                  Αυτά ακόμη, λέγει ο Κυριος, δια τον Σελλήμ, τον υιόν του Ιωσίου, που βασιλεύει αντί του Ιωσίου του πατρός του και ο οποίος ωδηγήθη αιχμάλωτος εις την εξοριαν. Δεν θα επιστρέψη πλέον εις την πατρίδα του,

Ιερ. 22,12          ἀλλ᾿ ἢ ἐν τῷ τόπῳ, οὗ μετῴκισα αὐτόν, ἐκεῖ ἀποθανεῖται καὶ τὴν γῆν ταύτην οὐκ ὄψεται ἔτι. -

Ιερ. 22,12                 αλλά στον τόπον, όπου εγώ τον μετώκησα, εκεί θα αποθάνη και δεν θα ίδη πλέον την χώραν αυτήν.

Ιερ. 22,13          Ὦ ὁ οἰκοδομῶν οἰκίαν αὐτοῦ οὐ μετὰ δικαιοσύνης καὶ τὰ ὑπερῷα αὐτοῦ οὐκ ἐν κρίματι, παρὰ τῷ πλησίον αὐτοῦ ἐργᾶται δωρεὰν καὶ τὸν μισθὸν αὐτοῦ οὐ μὴ ἀποδώσει αὐτῷ.

Ιερ. 22,13                 Ω συ Ιωακείμ, βασιλεύ των Ιουδαίων, ο οποίος κτίζεις τα ανάκτορά σου με αδικίας και καταδυναστεύσεις, συ ο οποίος εξαναγκάζστον πλησίον σου δωρεάν να εργάζεται δια σε και δεν του δίδστον δίκαιον μισθόν του !

Ιερ. 22,14          ᾠκοδόμησας σεαυτῷ οἶκον σύμμετρον, ὑπερῷα ῥιπιστὰ διεσταλμένα θυρίσι καὶ ἐξυλωμένα ἐν κέδρῳ καὶ κεχρισμένα ἐν μίλτῳ.

Ιερ. 22,14                 Εκτισες δια τον εαυτόν σου επιβλητικόν ανάκτορον, ευάερα υπερώα με ευρέα ανοίγματα παραθύρων, των οποίων η ξυλεία είναι από κέδρους και έχουν χρισθή με σμάλτον.

Ιερ. 22,15          μὴ βασιλεύσῃς, ὅτι σὺ παροξύνῃ ἐν Ἄχαζ τῷ πατρί σου; οὐ φάγονται καὶ οὐ πίονται· βέλτιον ἦν σὲ ποιεῖν κρίμα καὶ δικαιοσύνην.

Ιερ. 22,15                 Μηπως νομίζεις, ότι θα βασιλεύσης επί πολύ; Εφ' όσον και συ παροργίζστον θεόν, όπως και ο πατέρας σου ο Αχαζ, συ και οι άνθρωποί σου δεν θα χαρούν τα ανάκτορά σου και τα καλά σου· δεν θα φάγουν και δεν θα πίουν ευφραινόμενοι. Ητο καλύτερον δια σε να ήσο δίκαιος εις τας κρίσεις σου και να τηρής δικαιοσύνην.

Ιερ. 22,16          οὐκ ἔγνωσαν, οὐκ ἔκριναν κρίσιν ταπεινῷ οὐδὲ κρίσιν πένητος· οὐ τοῦτό ἐστι τὸ μὴ γνῶναί σε ἐμέ, λέγει Κύριος;

Ιερ. 22,16                 Οι άνθρωποι όμώς παρ' όλα τα δείνα αυτά δεν ήλθαν εις συναίσθησιν, δεν απέδωσαν δικαιοσύνην στον ταπεινόν, ούτε δικαίαν κρίσιν στον πτωχόν. Και αυτό έγινε, διότι συ δεν ηθέλησες να γνωρίσης εμέ τον Θεόν σου, λέγει ο Κυριος.

Ιερ. 22,17          ἰδοὺ οὐκ εἰσὶν οἱ ὀφθαλμοί σου οὐδὲ ἡ καρδία σου καλή, ἀλλὰ εἰς τὴν πλεονεξίαν σου καὶ εἰς τὸ αἷμα τὸ ἀθῷον τοῦ ἐκχέειν αὐτὸ καὶ εἰς ἀδικήματα καὶ εἰς φόνον τοῦ ποιεῖν αὐτά.

Ιερ. 22,17                 Ιδού, δεν είναι ευθείς και ειλικρινείς οι οφθαλμοί σου, δεν είναι καλή η καρδία σου, αλλά έχει στραφή και επιδοθή εις την πλεονεξίαν και στο να χύνης αίμα αθώον, στο να διαπράττης αδιικήματα και να κάμνης φόνους.

Ιερ. 22,18          διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος ἐπὶ Ἰωακεὶμ υἱὸν Ἰωσία βασιλέα Ἰούδα· οὐαὶ ἐπὶ τὸν ἄνδρα τοῦτον· οὐ μὴ κόψονται αὐτόν· ὦ ἀδελφέ, οὐδὲ μὴ κλαύσονται αὐτόν· οἴμοι Κύριε.

Ιερ. 22,18                 Δια τούτο αυτά λέγει ο Κυριος εναντίον του Ιωακείμ, υιού του Ιωσίου, ο οποίος είναι βασιλεύς των Ιουδαίων· Αλλοίμονον στον άνδρα, αυτόν ! Δεν θα τον θρηνήσουν με κοπετούς λέγοντες, ω αδελφέ ! Ούτε θα κλαύσουν δι' αυτόν λέγοντες, αλλοίμονον Κυριε !

Ιερ. 22,19          ταφὴν ὄνου ταφήσεται, συμψηθεὶς ῥιφήσεται ἐπέκεινα τῆς πύλης Ἱερουσαλήμ. -

Ιερ. 22,19                 Θα ενταφιασθή όπως ο όνος. Θα συρθή και θα ριφθή πέραν από την πύλην της Ιερουσαλήμ.

Ιερ. 22,20          Ἀνάβηθι εἰς τὸν Λίβανον καὶ κράξον καὶ εἰς τὴν Βασὰν δὸς τὴν φωνήν σου καὶ βόησον εἰς τὸ πέραν τῆς θαλάσσης, ὅτι συνετρίβησαν πάντες οἱ ἐρασταί σου.

Ιερ. 22,20                Ανέβα, ω Ιερουσαλήμ, στο όρος Λιβανον και κράξε, βγάλε φωνήν εκ Βασάν, βόησε ώστε να σε ακούσουν πέραν από την Νεκράν Θαλασσαν, διότι όλοι οι άνθρωποι, τους οποίους περιέβαλες με αμαρτωλήν αγάπην, έχουν συντριβή.

Ιερ. 22,21          ἐλάλησα πρὸς σὲ ἐν τῇ παραπτώσει σου, καὶ εἶπας· οὐκ ἀκούσομαι· αὕτη ἡ ὁδός σου ἐκ νεότητός σου, οὐκ ἤκουσας τῆς φωνῆς μου.

Ιερ. 22,21                 Ωμίλησα προς σέ, όταν παρεσύρεσο εις τας αμαρτωλάς πτώσεις σου, και είπες· δεν θα υπακούσω εις την φωνήν του Θεού. Αυτός ήτο ο δρόμος της ζωής σου από την νεότητα σου, δεν υπήκουσες εις την φωνήν εμού του Θεού σου.

Ιερ. 22,22          πάντας τοὺς ποιμένας σου ποιμανεῖ ἄνεμος, καὶ οἱ ἐρασταί σου ἐν αἰχμαλωσίᾳ ἐξελεύσονται· ὅτι τότε αἰσχυνθήσῃ καὶ ἀτιμωθήσῃ ἀπὸ πάντων τῶν φιλούντων σε.

Ιερ. 22,22                Δια τούτο όλους τους άρχοντάς σου θα διασκορπίση ο άνεμος· και όλοι εκείνοι, τους οποίους αγαπούσες περιπαθώς, θα βγουν αιχμάλωτοι πορευόμενοι εις την εξοριαν. Τοτε θα κατεντροπιασθής, θα περιπέσης εις μεγάλην ατιμίαν ένεκα του ολέθρου όλων εκείνων, οι οποίοι σε αγαπούσαν.

Ιερ. 22,23          κατοικοῦσα ἐν τῷ Λιβάνῳ, ἐννοσσεύουσα ἐν ταῖς κέδροις, καταστενάξεις ἐν τῷ ἐλθεῖν σοι ὀδύνας ὡς τικτούσης.

Ιερ. 22,23                 Συ η φυλή Ιούδα, η οποία υπερήφανος και ασφαλής κατοικούσες ωσάν επάνω στο όρος Λιβανον, συ η οποία έθετες την φωλεάν σου επάνω εις τας κέδρους, θα αναστενάξης, όταν έλθουν εναντίον σου ωδίνες, που θα ομοιάζουν ωσάν εκείνας, που δοκιμάζει η ετοιμόγεννος.

Ιερ. 22,24          ζῶ ἐγώ, λέγει Κύριος, ἐὰν γενόμενος γένηται Ἰεχονίας υἱὸς Ἰωακεὶμ βασιλεὺς Ἰούδα ἀποσφράγισμα ἐπὶ τῆς χειρὸς τῆς δεξιᾶς μου, ἐκεῖθεν ἐκσπάσω σε

Ιερ. 22,24                Ορκίζομαι, λέγει ο Κυριος, ότι και εάν ακόμη ο Ιεχονίας, ο υιός του Ιωακείμ, γίνη βασιλεύς του Ιούδα, εγώ σέ, που ήσο ως πολύτιμον δακτυλίδιον στο δεξί μου χέρι, θα σε αποσπάσω από εκεί.

Ιερ. 22,25          καὶ παραδώσω σε εἰς χεῖρας τῶν ζητούντων τὴν ψυχήν σου, ὧν σὺ εὐλαβῇ ἀπὸ προσώπου αὐτῶν, εἰς χεῖρας τῶν Χαλδαίων·

Ιερ. 22,25                 Θα σε παραδώσω εις χέρια ανθρώπων, οι οποίοι ζητούν την ζωήν σου, και εις εκείνους τους οποίους συ φοβείσαι, εις τα χέρια δηλαδή των Χαλδαίων.

Ιερ. 22,26          καὶ ἀποῤῥίψω σε καὶ τὴν μητέρα σου τὴν τεκοῦσάν σε εἰς γῆν, οὗ οὐκ ἐτέχθης ἐκεῖ, καὶ ἐκεῖ ἀποθανεῖσθε.

Ιερ. 22,26                Θα απορρίψω σε και την μητέρα σου, η οποία σε εγέννησε, εις χώραν, όπου δεν έχεις γεννηθή και εκεί θα αποθάνετε.

Ιερ. 22,27          εἰς δὲ τὴν γῆν, ἣν αὐτοὶ εὔχονται ταῖς ψυχαῖς αὐτῶν, οὐ μὴ ἀποστρέψωσιν.

Ιερ. 22,27                 Δεν θα επιστρέψουν δε εις την χώραν, εις την οποίαν με όλην των την ψυχήν εύχονται να επανέλθουν.

Ιερ. 22,28          ἠτιμώθη Ἰεχονίας ὡς σκεῦος, οὗ οὐκ ἔστι χρεία αὐτοῦ, ὅτι ἐξεῤῥίφη καὶ ἐξεβλήθη εἰς γῆν, ἣν οὐκ ᾔδει.

Ιερ. 22,28                Πράγματι, ο Ιεχονίας κατεφρονήθη και κατηξευτελίσθη ωσάν σκεύος, του οποίου δεν έχούν πλέον καμμίαν ανάγκην. Διότι αυτός ερρίφθη και εξεβληθη εις χώραν, την οποίαν προηγουμένως δεν εγνώριζε.

Ιερ. 22,29          γῆ γῆ ἄκουε λόγον Κυρίου·

Ιερ. 22,29                Γη, ολόκληρος η γη, άκουε τον λόγον του Κυρίου.

Ιερ. 22,30          γράψον τὸν ἄνδρα τοῦτον ἐκκήρυκτον ἄνθρωπον, ὅτι οὐ μὴ αὐξηθῇ ἐκ τοῦ σπέρματος αὐτοῦ ἀνὴρ καθήμενος ἐπὶ θρόνου Δαυὶδ ἄρχων ἔτι ἐν τῷ Ἰούδᾳ.

Ιερ. 22,30                 Γράψε, ότι ο άνθρωπος αυτός είναι αποκηρυγμένος από τον Θεόν, δεν θα γεννηθή πλέον από αυτόν και δεν θα αναπτυχθή ανήρ, δια να καθίση επάνω στον θρόνον του Δαβίδ, βασιλεύς στο βασίλειον του Ιούδα.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23- ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΚΑΚΩΝ ΠΟΙΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΨΕΥΔΟΠΡΟΦΗΤΩΝ

                             Κατά των κακών ποιμένων

Ιερ. 23,1            Ὦ οἱ ποιμένες οἱ διασκορπίζοντες καὶ ἀπολλύοντες τὰ πρόβατα τῆς νομῆς μου.

Ιερ. 23,1                    Αλλοίμονον εις σας τους ποιμένας, οι οποίοι διασκορπίζετε και καταστρέφετε τα πρόβατα της ποίμνης μου !

Ιερ. 23,2            διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος ἐπὶ τοὺς ποιμαίνοντας τὸν λαόν μου· ὑμεῖς διεσκορπίσατε τά πρόβατά μου καὶ ἐξώσατε αὐτὰ καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθε αὐτά, ἰδοὺ ἐγὼ ἐκδικῶ ἐφ᾿ ὑμᾶς κατὰ τὰ πονηρὰ ἐπιτηδεύματα ὑμῶν·

Ιερ. 23,2                   Δια τούτο αυτά λέγει ο Κυριος εναντίον εις σας, που ποιμαίνετε τον λαόν μου· Σεις διεσκορπίσατε τα πρόβατά μου, τα εξεδιώξατε, δεν εφροντίσατε με στοργήν δι' αυτά. Δια τούτο ιδού εγώ, θα αποστείλω εναντίον σας δικαίας τιμωρίας, σύμφωνα με τα πονηρά σας έργα.

Ιερ. 23,3            καὶ ἐγὼ εἰσδέξομαι τοὺς καταλοίπους τοῦ λαοῦ μου ἐπὶ πάσης τῆς γῆς, οὗ ἔξωσα αὐτοὺς ἐκεῖ, καὶ καταστήσω αὐτοὺς εἰς τὴν νομὴν αὐτῶν, καὶ αὐξηθήσονται καὶ πληθυνθήσονται·

Ιερ. 23,3                   Θα δεχθώ όμως κατόπιν τους απομείναντας από τον λαόν μου από όλην την γην. Θα τους επαναφέρω από εκεί, όπου τους είχα εξορίσει και θα εγκαταστήσω αυτούς εις την περιοχήν, την οποίαν προηγουμένως ασφαλείς ενέμοντο. Και θα αυξηθούν και θα πληθυνθούν.

Ιερ. 23,4            καὶ ἀναστήσω αὐτοῖς ποιμένας, οἳ ποιμανοῦσιν αὐτούς, καὶ οὐ φοβηθήσονται ἔτι οὐδὲ πτοηθήσονται, λέγει Κύριος.

Ιερ. 23,4                   Θα αναδείξω και θα φέρω εις αυτούς ποιμένας, οι οποίοι θα τους ποιμάνουν με στοργήν και έτσι αυτοί ούτε θα φοβηθούν, ούτε θα πτοηθούν, λέγει ο Κυριος.

Ιερ. 23,5            ἰδοὺ ἡμέραι ἔρχονται, λέγει Κύριος, καὶ ἀναστήσω τῷ Δαυὶδ ἀνατολὴν δικαίαν, καὶ βασιλεύσει βασιλεὺς καὶ συνήσει καὶ ποιήσει κρίμα καὶ δικαιοσύνην ἐπὶ τῆς γῆς.

Ιερ. 23,5                   Ιδού, έρχονται ημέραι, λέγει ο Κυριος, κατά τας οποίας εγώ θα φέρω και θα αναδείξω εις τη οικογενειάν του Δαδίδ βλαστόν δίκαιον και αυτός θα βασιλεύση ως πραγματικός βασιλεύς. Θα γνωρίση και θα πραγματοποίηση ευθυκρισίαν και δικαιοσύνην εις όλην την γην.

Ιερ. 23,6            ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ σωθήσεται Ἰούδας, καὶ Ἰσραὴλ κατασκηνώσει πεποιθώς, καὶ τοῦτο τὸ ὄνομα αὐτοῦ, ὃ καλέσει αὐτὸν Κύριος Ἰωσεδέκ.

Ιερ. 23,6                   Κατά τας ημέρας του βασιλέως αυτού θα σωθούν οι Ιουδαίοι· και ο Ισραηλιτικός λαός θα κατασκήνωση ασφαλής και ήσυχος. Τούτο δε είναι το όνομα, το οποίον ο Κυριος θα δώση εις αυτόν· Ιωσεδέκ, δηλαδή “Θεός δικαιοσύνης”.

Ιερ. 23,7            Διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἡμέραι ἔρχονται, λέγει Κύριος, καὶ οὐκ ἐροῦσιν ἔτι· ζῇ Κύριος, ὃς ἀνήγαγε τὸν οἶκον Ἰσραὴλ ἐκ γῆς Αἰγύπτου,

Ιερ. 23,7                   Δια τούτο ιδού, έρχονται ημέραι, λέγει ο Κυριος, και δεν θα πουν πλέον οι Ισραηλίται “ζη Κυριος”, ο οποίος έβγαλε ελεύθερον τον ισραηλιτικον λαόν από την γην της Αιγύπτου,

Ιερ. 23,8            ἀλλά· ζῇ Κύριος, ὃς συνήγαγε πᾶν τὸ σπέρμα Ἰσραὴλ ἀπὸ γῆς βοῤῥᾶ καὶ ἀπὸ πασῶν τῶν χωρῶν, οὗ ἔξωσεν αὐτοὺς ἐκεῖ. καὶ ἀποκατέστησεν αὐτοὺς εἰς τὴν γῆν αὐτῶν.

Ιερ. 23,8                   άλλα “ζη Κυριος”, ο οποίος συνεκέντρωσεν όλους τους απογόνους του Ισραήλ από την χώραν του βορρά και από όλας τας άλλας χώρας, όπου τους είχεν εξορίσει εκεί, τους επανέφερε και τους αποκατέστησεν εις την χώραν των.

 

                             Κατά των ψευδοπροφητών

Ιερ. 23,9            Ἐν τοῖς προφήταις συνετρίβη ἡ καρδία μου, ἐν ἐμοὶ ἐσαλεύθη πάντα τὰ ὀστᾶ μου, ἐγενήθην ὡς ἀνὴρ συντετριμμένος καὶ ὡς ἄνθρωπος συνεχόμενος ἀπὸ οἴνου ἀπὸ προσώπου Κυρίου καὶ ἀπὸ προσώπου εὐπρεπείας δόξης αὐτοῦ.

Ιερ. 23,9                   Εξ αιτίας των ψευδοπροφητών συνετρίβη η καρδία μου, λέγει ο Ιερεμίας, εσαλευθησαν και έφυγαν από την θέσιν των όλα τα οστά μου, έγινα ως άνθρωπος συντετριμμένος, ως άνθρωπος, ο οποίος διατελεί υπό την επήρειαν του οίνου ενώπιον του Κυρίου, ενώπιον της μεγαλοπρεπούς δόξης του προσώπου του.

Ιερ. 23,10          ὅτι ἀπὸ προσώπου τούτων ἐπένθησεν ἡ γῆ, ἐξηράνθησαν αἱ νομαὶ τῆς ἐρήμου, καὶ ἐγένετο ὁ δρόμος αὐτῶν πονηρὸς καὶ ἡ ἰσχὺς αὐτῶν οὐχ οὕτως.

Ιερ. 23,10                 Διότι εξ αιτίας των ψευδοπροφητών αυτών επενθησεν η χώρα μας, εξηράνθησαν αι βοσκαί των ακατοίκητων περιοχών. Ο δρόμος αυτών έγινε πονηρός, οδηγεί προς το κακόν, η δε δύναμις των δεν χρησιμοποιείται, όπως θέλει ο Θεός.

Ιερ. 23,11          ὅτι ἱερεὺς καὶ προφήτης ἐμολύνθησαν καὶ ἐν τῷ οἴκῳ μου εἶδον πονηρίας αὐτῶν.

Ιερ. 23,11                  Οι ιερείς και οι προφήται εμολύνθησαν και είδον εγώ έντος του ναού μου τας πονηράς αυτών πράξεις.

Ιερ. 23,12          διὰ τοῦτο γενέσθω ἡ ὁδὸς αὐτῶν αὐτοῖς εἰς ὀλίσθημα ἐν γνόφῳ, καὶ ὑποσκελισθήσονται καὶ πεσοῦνται ἐν αὐτῇ· διότι ἐπάξω ἐπ᾿ αὐτοὺς κακὰ ἐν ἐνιαυτῷ ἐπισκέψεως αὐτῶν, φησὶ Κύριος.

Ιερ. 23,12                 Δια τούτο ας γίνη ο δρόμος των γλύστρημα μέσα στο σκοτάδι. Θα περιπλεχθούν και θα πέσουν στον δρόμον των, διότι εγώ θα επιφέρω εναντίον των συμφοράς κατά το έτος, κατά το οποίον θα τους επισκεφθώ, δια να τους τιμωρήσω, λέγει ο Κυριος.

Ιερ. 23,13          καὶ ἐν τοῖς προφήταις Σαμαρείας εἶδον ἀνομήματα· ἐπροφήτευσαν διὰ τῆς Βάαλ καὶ ἐπλάνησαν τὸν λαόν μου Ἰσραήλ.

Ιερ. 23,13                  Και μεταξύ των προφητών της Σαμαρείας είδα παρανομίας. Επροφήτευσαν αυτοί εν ονόματι και εις δόξαν του Βααλ και παρεπλάνησαν τον Ισραηλιτικον λαόν μου εις οδούς ειιδωλολατρείας και παρανομίας.

Ιερ. 23,14          καὶ ἐν τοῖς προφήταις Ἱερουσαλὴμ ἑώρακα φρικτά, μοιχωμένους καὶ πορευομένους ἐν ψεύδεσι καὶ ἀντιλαμβανομένους χειρῶν πονηρῶν τοῦ μὴ ἀποστραφῆναι ἕκαστον ἀπὸ τῆς ὁδοῦ αὐτοῦ τῆς πονηρᾶς· ἐγενήθησάν μοι πάντες ὡς Σόδομα καὶ οἱ κατοικοῦντες αὐτὴν ὥσπερ Γόμοῤῥα.

Ιερ. 23,14                 Και μεταξύ των προφητών της Ιερουσαλήμ είδα φρικτάς αμαρτίας, είδα ανθρώπους να εκτρέπωνται εις την μοιχείαν, να πορεύωνται στο ψεύδος και στους ψευδείς θεούς, να ενισχύουν και να υποστηρίζουν τα πονηρά χέρια, ώστε να μη μετανοήση και επιστρέψη ο καθένας από τον δρόμον των πονηριών του. Ολοι αυτοί έγιναν δι' εμέ ώσαν τα Σοδομα, ώσαν κύτους οι οποίοι κατοικούσαν τα Γομορρα.

Ιερ. 23,15          διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ ψωμιῶ αὐτοὺς ὀδύνην καὶ ποτιῶ αὐτοὺς ὕδωρ πικρόν, ὅτι ἀπὸ τῶν προφητῶν Ἱερουσαλὴμ ἐξῆλθε μολυσμὸς πάσῃ τῇ γῇ.

Ιερ. 23,15                  Δια τούτο αυτά λέγει ο Κυριος· Ιδού, εγώ θα δώσω εις αυτούς ως άρτον οδύνην και πόνον. Θα τους ποτίσω αντί ύδατος με πικρίαν, διότι άπό τους προφήτας της Ιερουσαλήμ εξεχύθη εις όλην την χώραν ο μολυσμός της ασεβείας !

Ιερ. 23,16          οὕτως λέγει Κύριος παντοκράτωρ· μὴ ἀκούετε τοὺς λόγους τῶν προφητῶν, ὅτι ματαιοῦσιν ἑαυτοῖς ὅρασιν, ἀπὸ καρδίας αὐτῶν λαλοῦσι καὶ οὐκ ἀπὸ στόματος Κυρίου.

Ιερ. 23,16                 Ετσι ομιλεί και λέγει Κυριος ο παντοκράτωρ· Μη ακούετε τους λόγους των ψευδοπροφητών, διότι παραπλανούν τον εαυτόν των με ψευδή οράματα, ομιλούν σύμφωνσα με τας υπαγορεύσεις της πονηράς καρδίας των και όχι από το στόμα εμού του Κυρίου.

Ιερ. 23,17          λέγουσι τοῖς ἀπωθουμένοις τὸν λόγον Κυρίου· εἰρήνη ἔσται ὑμῖν· καὶ πᾶσι τοῖς πορευομένοις τοῖς θελήμασιν αὐτῶν, παντὶ τῷ πορευομένῳ πλάνῃ καρδίας αὐτοῦ εἶπαν· οὐχ ἥξει ἐπὶ σὲ κακά.

Ιερ. 23,17                  Λέγουν εις εκείνους, οι οποίοι απωθούν και αρνούνται να ακούσουν τον λόγον Κυρίου· “ειρήνη θα είναι εις σας”. Και εις όλους εκείνους, οι οποίοι βαδίζουν σύμφωνα με τα πονηρά των θελήματα, εις κάθε ένα που πορεύεται σύμφωνα με την πλάνην της καρδίας αυτού είπαν· “δεν θα συμβούν συμφοραί”.

Ιερ. 23,18          ὅτι τίς ἔστη ἐν ὑποστήματι Κυρίου καὶ εἶδε τὸν λόγον αὐτοῦ; τίς ἠνωτίσατο καὶ ἤκουσεν;

Ιερ. 23,18                 Διότι ποιός από αυτούς εστάθη κοντά στο υποπόδιον του Κυρίου και εγνώρισε τον λόγον του Θεού; Ποιός από αυτούς έβαλεν εις τα αυτιά του και ήκουσε την διδασκαλίαν του; Κανείς.

Ιερ. 23,19          ἰδοὺ σεισμὸς παρὰ Κυρίου καὶ ὀργὴ ἐκπορεύεται εἰς συσσεισμόν, συστρεφομένη ἐπὶ τοὺς ἀσεβεῖς ἥξει.

Ιερ. 23,19                 Ιδού, λοιπόν, ότι σεισμός έρχεται εκ μέρους του Κυρίου, οργή εκπορεύεται να συγκλονίση την γην. Ανεμοστρόβιλος εναντίον των ασεβών θα επέλθη.

Ιερ. 23,20          καὶ οὐκ ἔτι ἀποστρέψει ὁ θυμὸς Κυρίου, ἕως ἂν ποιήσῃ αὐτὸ καὶ ἕως ἂν στήσῃ αὐτὸ ἀπὸ ἐγχειρήματος καρδίας αὐτοῦ· ἐπ᾿ ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν νοήσουσιν αὐτά.

Ιερ. 23,20                 Και ο θυμός αυτός του Κυρίου δεν θα σταματήση και δεν θα φύγη, μέχρις ότου κάμη το έργον του, μέχρις ότου ολοκλήρωση τα σχέδια της καρδίας του. Εκείνοι θα εννοήσουν αυτά κατά το τέλος των ημέρων των.

Ιερ. 23,21          οὐκ ἀπέστελλον τοὺς προφήτας, καὶ αὐτοὶ ἔτρεχον· οὐδὲ ἐλάλησα πρὸς αὐτούς, καὶ αὐτοὶ ἐπροφήτευον.

Ιερ. 23,21                 Δεν έστειλα εγώ τους ψευδοπροφήτας· και όμως αυτοί έτρεχαν προς εκείνους. Δεν ωμίλησα εγώ προς αύτους· και όμως αυτοί εδίδασκον εξ ονόματός μου.

Ιερ. 23,22          καὶ εἰ ἔστησαν ἐν τῇ ὑποστάσει μου καὶ εἰ ἤκουσαν τῶν λόγων μου, καὶ τὸν λαόν μου ἂν ἀπέστρεφον αὐτοὺς ἀπὸ τῶν πονηρῶν ἐπιτηδευμάτων αὐτῶν.

Ιερ. 23,22                 Εάν αυτοί είχαν σταθή και υποταχθή εις την ιδικήν μου βουλήν, εάν είχαν ακούσει τους λόγους μου, θα απεμάκρυναν τον λαόν μου από τα κακά αυτού έργα.

Ιερ. 23,23          Θεὸς ἐγγίζων ἐγώ εἰμι, λέγει Κύριος, καὶ οὐχὶ Θεὸς πόῤῥωθεν.

Ιερ. 23,23                 Εγώ είμαι ο Θεός, που πλησιάζω τους ανθρώπους, στέκομαι κοντά των, λέγει ο Κυριος. Δεν είμαι Θεός, ο οποίος ευρίσκομαι μακράν και παρακολουθώ με αδιαφοριαν.

Ιερ. 23,24          εἰ κρυβήσεταί τις ἐν κρυφαίοις, καὶ ἐγὼ οὐκ ὄψομαι αὐτόν; μὴ οὐχὶ τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν ἐγὼ πληρῶ; λέγει Κύριος.

Ιερ. 23,24                 Είναι, λοιπόν, δυνατόν να κρυφθή κανείς εις απόκρυφον μέρος και εγώ να μη τον ίδω; Μηπως εγώ με την άπειρον παρουσίαν μου δεν πληρώ τον ουρανόν και την γην; Λέγει ο Κυριος.

Ιερ. 23,25          ἤκουσα ἃ λαλοῦσιν οἱ προφῆται, ἃ προφητεύουσιν ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου ψευδῆ λέγοντες· ἠνυπνιασάμην ἐνύπνιον.

Ιερ. 23,25                 Ηκουσα αυτά, τα οποία διδάσκουν οι ψευδοπροφήται, αυτά τα ψεύδη τα οποία προφητεύουν εν τω ονόματί μου λέγοντες· Είδον αποκαλυπτικόν όνειρον !

Ιερ. 23,26          ἕως πότε ἔσται ἐν καρδίᾳ τῶν προφητῶν τῶν προφητευόντων ψευδῆ καὶ ἐν τῷ προφητεύειν αὐτοὺς τὰ θελήματα τῆς καρδίας αὐτῶν;

Ιερ. 23,26                 Εως πότε θα υπάρχη η πονηρία εις την καρδίαν των ψευδοπροφήτων, οι οποίοι διδάσκουν το ψεύδος και κηρύττουν στους ανθρώπους, όχι το ιδικόν μου θέλημα, αλλά τα πονηρά θελήματα της διεστραμμένης καρδίας των;

Ιερ. 23,27          τῶν λογιζομένων τοῦ ἐπιλαθέσθαι τοῦ νόμου μου ἐν τοῖς ἐνυπνίοις αὐτῶν, ἃ διηγοῦντο ἕκαστος τῷ πλησίον αὐτοῦ, καθάπερ ἐπελάθοντο οἱ πατέρες αὐτῶν τοῦ ὀνόματός μου ἐν τῇ Βάαλ;

Ιερ. 23,27                 Αυτοί σκέπτονται και επιθυμούν να κάμουν τους ανθρώπους, να λησμονήσουν τον Μομον μου με τα ψευδή ενύπνιά των, τα οποία διηγούνται ο καθένας στον πλησίον του. Να τους κάμουν να λησμονήσουν εμέ, όπως ακριβώς και οι πατέρες των με ελησμόνησαν, ακολουθήσαντες την λατρείαν του Βααλ.

Ιερ. 23,28          ὁ προφήτης, ἐν ᾧ τὸ ἐνύπνιόν ἐστι, διηγησάσθω τὸ ἐνύπνιον αὐτοῦ, καὶ ἐν ᾧ ὁ λόγος μου πρὸς αὐτόν, διηγησάσθω τὸν λόγον μου ἐπ᾿ ἀληθείας. τί τὸ ἄχυρον πρὸς τὸν σῖτον; οὕτως οἱ λόγοι μου, λέγει Κύριος.

Ιερ. 23,28                 Ο ψευδοπροφήτης, ο οποίος είδε το όνειρον, ας διηγηθή το ενύπνιόν του· και ο αληθής προφήτης, στον οποίον υπάρχει ο ιδικός μου λόγος, ας διηγηθή με πλήρη αλήθειαν τον λόγον μου. Και τότε θα ίδουν οι άνθρωποι, ποία διαφορά υπάρχει μεταξύ του αχύρου και του σίτου. Ετσι είναι και οι λόγοι μου, λέγει ο Κυριος, απέναντι των λόγων των ψευδοπροφητών.

Ιερ. 23,29          οὐκ ἰδοὺ οἱ λόγοι μου ὥσπερ πῦρ φλέγον, λέγει Κύριος, καὶ ὡς πέλυξ κόπτων πέτραν;

Ιερ. 23,29                 Ιδού, οι λόγοι μου δεν είναι ωσάν το πυρ, λέγει ο Κυριος, ωσάν πέλεκυς, ο οποίος κόπτει και αυτόν ακόμη τον βράχον;

Ιερ. 23,30          ἰδοὺ ἐγὼ διὰ τοῦτο πρὸς τοὺς προφήτας, λέγει Κύριος ὁ Θεός, τοὺς κλέπτοντας τοὺς λόγους μου ἕκαστον παρὰ τοῦ πλησίον αὐτοῦ.

Ιερ. 23,30                 Δια τούτο, ιδού εγώ, λέγει ο Κυριος, εξεγείρομαι εναντίον των προφητών, οι οποίοι κλέπτουν τους λόγους μου ο καθένας από τον άλλον.

Ιερ. 23,31          ἰδοὺ ἐγὼ πρὸς τοὺς προφήτας τοὺς ἐκβάλλοντας προφητείας γλώσσης καὶ νυστάζοντας νυσταγμὸν ἑαυτῶν.

Ιερ. 23,31                  Ιδού εγώ επέρχομαι εναντίον των ψευδοπροφητών, οι οποίοι εκβάλλουν δια της γλώσσης των ψευδείς διδασκαλίας και κοιμώνται τον ύπνον των, δια να ίδουν ενύπνια σύμφωνα με τας επιθυμίας της πονηράς αυτών καρδίας.

Ιερ. 23,32          ἰδοὺ ἐγὼ πρὸς τοὺς προφήτας τοὺς προφητεύοντας ἐνύπνια ψευδῆ καὶ διηγοῦντο αὐτὰ καὶ ἐπλάνησαν τὸν λαόν μου ἐν τοῖς ψεύδεσιν αὐτῶν καὶ ἐν τοῖς πλάνοις αὐτῶν καὶ ἐγὼ οὐκ ἀπέστειλα αὐτοὺς καὶ οὐκ ἐνετειλάμην αὐτοῖς καὶ ὠφέλειαν οὐκ ὠφελήσουσι τὸν λαὸν τοῦτον.

Ιερ. 23,32                 Ιδού εγώ, εναντίον των ψευδοπροφητών, οι οποίοι διδάσκουν ψευδή ενύπνια και διηγούνται αυτά, δια των οποίων παραπλανούν τον λαόν μου εις τας ψευδολογίας των και εις τας πλάνας των, ενώ εγώ δεν τους έχω αποστείλει ως προφήτας και δεν έδωσα εις αυτούς καμμίαν εντολήν. Αυτοί καμμίαν ωφέλειαν δεν πρόκειται να προσφέρουν στούτον τον λαόν.

Ιερ. 23,33          καὶ ἐὰν ἐρωτήσωσί σε ὁ λαὸς οὗτος ἢ ἱερεὺς ἢ προφήτης λέγων· τί τὸ λῆμμα Κυρίου; καὶ ἐρεῖς αὐτοῖς· ὑμεῖς ἐστε τὸ λῆμμα καὶ ῥάξω ὑμᾶς, λέγει Κύριος.

Ιερ. 23,33                 Εάν σε ερωτήση ο λαός αυτός η κανένας ιερεύς, η κανένας ψευδοπροφήτης λέγων ειρωνικώς· Ποία είναι σήμερα η απειλητική απόφασις και προφητεία του Κυρίου; Θα απαντήσης· σεις είσθε το αντικείμενον της απειλητικης εκ μέρους του Κυρίου προφητείας θα σας συντρίψω, λέγει ο Κυριος.

Ιερ. 23,34          ὁ προφήτης καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ ὁ λαός, οἳ ἂν εἴπωσι· λῆμμα Κυρίου, καὶ ἐκδικήσω τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον καὶ τὸν οἶκον αὐτοῦ.

Ιερ. 23,34                 Τον ψευδοπροφήτην εκείνον και τους ιερείς και τον λαόν, οι οποίοι ειρωνικώς θα ομιλήσουν δια την απειλητικήν προφητείαν του Κυρίου, εγώ θα τιμωρήσω τον άνθρωπον εκείνον και την οικογενειάν του.

Ιερ. 23,35          ὅτι οὕτως ἐρεῖτε ἕκαστος πρὸς τὸν πλησίον αὐτοῦ καὶ ἕκαστος πρὸς τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ· τί ἀπεκρίθη Κύριος, καὶ τί ἐλάλησε Κύριος;

Ιερ. 23,35                 Σεις, που πιστεύετε εις εμέ, έτσι θα λέγετε ο ενας προς τον πλησίον του, ο αδελφός προς τον αδελφόν του· Τι απήντησεν ο Κυριος; Τι ελάλησε σήμερον;

Ιερ. 23,36          καὶ λῆμμα Κυρίου μὴ ὀνομάζετε ἔτι, ὅτι τὸ λῆμμα τῷ ἀνθρώπῳ ἔσται ὁ λόγος αὐτοῦ·

Ιερ. 23,36                 Ποτέ δε μη ομιλήτε ανευλαβώς δια τας προφητείας και τους λόγους του Κυρίου, διότι ανευλαβής λόγος εκ μέρους του ανθρώπου, θα επιφέρη δι' αυτόν τιμωρίαν από τον Θεόν. Ετσι θα ερωτήσης τον Προφήτην·

Ιερ. 23,37          καὶ διατί ἐλάλησε Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν;

Ιερ. 23,37                 Και περί τίνος ωμίλησε Κυριος ο Θεός μας;

Ιερ. 23,38          διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν· ἀνθ᾿ ὧν εἴπατε τὸν λόγον τοῦτον· λῆμμα Κυρίου, καὶ ἀπέστειλα πρὸς ὑμᾶς λέγων· οὐκ ἐρεῖτε· λῆμμα Κυρίου,

Ιερ. 23,38                 Δια τούτο αυτά λέγει Κυριος ο Θεός σας· Επειδή ειρωνικώς είπατε τον λόγον αυτόν, λήμμα Κυρίου, προφητεία και απόφασις του Κυρίου, εγώ δε έστειλα προς σας προφήτην λέγων· δεν θα πήτε ειρωνικώς λήμμα Κυρίου, φορτίου δηλαδή και βάρος Κυρίου.

Ιερ. 23,39          διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἐγὼ λαμβάνω καὶ ῥάσσω ὑμᾶς καὶ τὴν πόλιν, ἣν ἔδωκα ὑμῖν καὶ τοῖς πατράσιν ὑμῶν,

Ιερ. 23,39                 Δια τούτο εγώ θα σας πάρω και θα σας συντρίψω, σας και την πόλιν, την οποίαν έδωσα εις σας και τους προγόνους σας.

Ιερ. 23,40          καὶ δώσω ἐφ᾿ ὑμᾶς ὀνειδισμὸν αἰώνιον καὶ ἀτιμίαν αἰώνιον, ἥτις οὐκ ἐπιλησθήσεται. -

Ιερ. 23,40                 Θα επιφέρω εναντίον σας αιώνιον ονειδισμόν και καταισχύνην αιωνίαν, η οποία ποτέ δεν θα λησμονηθή.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 24- ΤΑ ΔΥΟ ΚΑΛΑΘΙΑ ΜΕ ΤΑ ΣΥΚΑ ΚΑΙ Ο ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥΣ

                              Τα δυο καλάθια με τα σύκα και ο συμβολισμός τους

Ιερ. 24,1            Ἔδειξέ μοι Κύριος δύο καλάθους σύκων κειμένους κατὰ πρόσωπον ναοῦ Κυρίου μετὰ τὸ ἀποικίσαι Ναβουχοδονόσορ βασιλέα Βαβυλῶνος τὸν Ἰεχονίαν υἱὸν Ἰωακεὶμ βασιλέα Ἰούδα καὶ τοὺς ἄρχοντας καὶ τοὺς τεχνίτας καὶ τοὺς δεσμώτας καὶ τοὺς πλουσίους ἐξ Ἱερουσαλὴμ καὶ ἤγαγεν αὐτοὺς εἰς Βαβυλῶνα·

Ιερ. 24,1                    Μετά την υπό του Ναβουχοδονόσορος, βασιλέως της Βαβυλώνος, απαγωγήν του Ιεχονίου υιού του Ιωακείμ, βασιλέως του Ιούδα, των άλλων αρχόντων, των τεχνιτών και κλειθροποιών και των πλουσίων, ο Κυριος έδειξεν εις εμέ δύο καλάθια γεμάτα σύκα, που ευρίσκοντο ενώπιον του ναού του Κυρίου.

Ιερ. 24,2            ὁ κάλαθος ὁ εἷς σύκων χρηστῶν σφόδρα, ὡς τὰ σύκα τὰ πρώϊμα, καὶ ὁ κάλαθος ὁ ἕτερος σύκων πονηρῶν σφόδρα, ἃ οὐ βρωθήσεται ἀπὸ πονηρίας αὐτῶν.

Ιερ. 24,2                   Το ένα καλάθι ήτο γεμάτο σύκα καλά, πολύ καλά, ούτως τα πρώϊμα σύκα, το δε άλλο καλάθι ήτο γεμάτο από χαλασμένα, πολύ χαλασμένα σύκα, τα οποία δεν ήτο δυνατόν εξ αιτίας της σήψεώς των να φαγωθούν.

Ιερ. 24,3            καὶ εἶπε Κύριος πρός με· τί σὺ ὁρᾷς, Ἱερεμία; καὶ εἶπα· σύκα· τὰ χρηστὰ χρηστὰ λίαν, καὶ τὰ πονηρὰ πονηρὰ λίαν, ἃ οὐ βρωθήσεται ἀπὸ πονηρίας αὐτῶν.

Ιερ. 24,3                   Είπεν ο Κυριος προς εμέ· Τι βλέπεις συ, Ιερεμία; Και είπα· Βλέπω σύκα. Τα μεν καλά είναι πολύ καλά και τα χαλασμένα είναι πολύ χαλασμένα, τα οποία εξ αιτίας της σήψεώς των δεν είναι δυνατόν να φαγωθοών.

Ιερ. 24,4            καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός με λέγων·

Ιερ. 24,4                   Απηυθύνθη τότε ο Κυριος προς εμέ, και μου είπεν·

Ιερ. 24,5            τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ· ὡς τὰ σύκα τὰ χρηστὰ ταῦτα, οὕτως ἐπιγνώσομαι τοὺς ἀποικισθέντας Ἰούδα, οὓς ἐξαπέσταλκα ἐκ τοῦ τόπου τούτου εἰς γῆν Χαλδαίων εἰς ἀγαθά.

Ιερ. 24,5                   Αυτά λέγει Κυριος ο Θεός του Ισραηλιτικού λαού· όπως είναι τα εξαίρετα αυτά σύκα, έτσι εγώ θα ενδιαφερθώ δια τους Ιουδαίους, οι οποίοι εξεπατρίσθησαν και τους οποίους εγώ απεμάκρυνα από τον τόπον τούτον εις την χώραν των Χαλδαίων δια το καλόν των.

Ιερ. 24,6            καὶ στηριῶ τοὺς ὀφθαλμούς μου ἐπ᾿ αὐτοὺς εἰς ἀγαθὰ καὶ ἀποκαταστήσω αὐτοὺς εἰς τὴν γῆν ταύτην εἰς ἀγαθὰ καὶ ἀνοικοδομήσω αὐτοὺς καὶ οὐ μὴ καθελῶ καὶ καταφυτεύσω αὐτοὺς καὶ οὐ μὴ ἐκτίλω.

Ιερ. 24,6                   Θα στηρίξω με ευμένειαν εις αυτούς τους οφθαλμούς μου δια το καλόν των και θα τους αποκαταστήσω πάλιν εις την χώραν αυτήν την καλήν και θα ανοικοδομήσω δι' αυτούς και δεν θα κατακρημνίσω πλέον τας πόλεις των, αλλά θα τους καταφυτεύσω οριστικώς και μονίμως εις αυτάς, και δεν θα τους ξερριζώσω πλέον.

Ιερ. 24,7            καὶ δώσω αὐτοῖς καρδίαν τοῦ εἰδέναι αὐτοὺς ἐμέ, ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριος, καὶ ἔσονταί μοι εἰς λαόν, καὶ ἐγὼ ἔσομαι αὐτοῖς εἰς Θεόν, ὅτι ἐπιστραφήσονται ἐπ᾿ ἐμὲ ἐξ ὅλης τῆς καρδίας αὐτῶν.

Ιερ. 24,7                   Θα δώσω εις αυτούς αγαθήν καρδίαν, δια να γνωρίζουν αυτοί εμέ, ότι δηλαδή εγώ είμαι ο Κυριος και Θεός των. Αυτοί θα είναι εις εμέ λαός, εγώ θα είμαι εις αυτούς ο Θεός, διότι θα επιστρέψουν προς εμέ εν μετανοία εξ όλης αυτών της καρδίας.

Ιερ. 24,8            καὶ ὡς τὰ σύκα τὰ πονηρά, ἃ οὐ βρωθήσονται ἀπὸ πονηρίας αὐτῶν, τάδε λέγει Κύριος, οὕτως παραδώσω τὸν Σεδεκίαν βασιλέα Ἰούδα καὶ τοὺς μεγιστᾶνας αὐτοῦ καὶ τὸ κατάλοιπον Ἱερουσαλὴμ τοὺς ὑπολελειμμένους ἐν τῇ γῇ ταύτῃ καὶ τοὺς κατοικοῦντας ἐν Αἰγύπτῳ.

Ιερ. 24,8                   Οπως όμως είναι τα σύκα τα χαλασμένα, τα οποία εξ αιτίας της φθοράς των δεν είναι δυνατόν να φαγωθούν, αυτά λέγει ο Κυριος, έτσι θα παραδώσω εις αιχμαλωσίαν τον Σεδεκίαν βασιλέα των Ιουδαίων, τους άρχοντας αυτού, τους υπολειφθέντας εις την Ιερουσαλήμ και τους απομείναντας εις την χώραν αυτήν και εκείνους, οι οποίοι κατοικούν εις την Αίγυπτον.

Ιερ. 24,9            καὶ δώσω αὐτοὺς εἰς διασκορπισμὸν εἰς πάσας τὰς βασιλείας τῆς γῆς, καὶ ἔσονται εἰς ὀνειδισμὸν καὶ εἰς παραβολὴν καὶ εἰς μῖσος καὶ εἰς κατάραν ἐν παντὶ τόπῳ, οὗ ἔξωσα αὐτοὺς ἐκεῖ.

Ιερ. 24,9                   Θα τους διασκορπίσω εις όλα τα βασίλεια της γης, θα γίνουν αντικείμενον εμπαιγμού και εξευτελισμού, παροιμιώδες παράδειγμα τιμωρίας εκ μέρους του Θεού, αντικείμενα μίσους και κατάρας εκ μέρους των ανθρώπων εις κάθε περιοχήν, όπου εγώ τους εξώρισα.

Ιερ. 24,10          καὶ ἀποστελῶ εἰς αὐτοὺς τὸν λιμὸν καὶ τὸν θάνατον καὶ τὴν μάχαιραν, ἕως ἂν ἐκλείπωσιν ἀπὸ τῆς γῆς, ἧς ἔδωκα αὐτοῖς.

Ιερ. 24,10                 Θα αποστείλω εναντίον αυτών πείναν, θανατηφόρον νόσον, μάχαιραν εχθρών, μέχρις ότου λείψουν τελείως από την γην, την οποίαν εγώ είχα δώσει εις αυτούς.