ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ- ΚΕΦ. 46-52

 

 

Η ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 46- ΟΙ ΒΑΒΥΛΩΝΙΟΙ ΚΥΡΙΕΥΟΥΝ ΤΗΝ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ

Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΙΕΡΕΜΙΑ (Μασ. 39)

                              Οι Βαβυλώνιοι κυριεύουν την Ιερουσαλήμ

Ιερ. 46,1            Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἔτει τῷ ἐνάτῳ τοῦ Σεδεκία βασιλέως Ἰούδα ἐν τῷ μηνὶ τῷ δεκάτῳ παρεγένετο Ναβουχοδονόσορ βασιλεὺς Βαβυλῶνος καὶ πᾶσα ἡ δύναμις αὐτοῦ ἐπὶ Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐπολιόρκουν αὐτήν.

Ιερ. 46,1                    Κατά το ένατον έτος της βασιλείας του Σεδεκία, βασιλέως του ιουδαϊκού βασιλείου, κατά τον δέκατον μήνα, ήλθεν ο Ναβουχοδονόσορ ο βασιλεύς της Βαβυλώνος και όλη η στρατιωτική αυτού δύναμις εναντίον της Ιερουσαλήμ και επολιόρκουν αυτήν.

Ιερ. 46,2            καὶ ἐν τῷ ἑνδεκάτῳ ἔτει τοῦ Σεδεκία, ἐν τῷ μηνὶ τῷ τετάρτῳ, ἐνάτῃ τοῦ μηνός, ἐῤῥάγη ἡ πόλις.

Ιερ. 46,2                   Κατά δε το ενδέκατον έτος της βασιλείας του Σεδεκία, κατά τον τέταρτον μήνα την ενάτην του μηνός αυτού, έσπασεν η άμυνα της πόλεως.

Ιερ. 46,3            καὶ εἰσῆλθον πάντες οἱ ἡγούμενοι βασιλέως Βαβυλῶνος καὶ ἐκάθισαν ἐν πύλῃ τῇ μέσῃ Ναργαλασὰρ καὶ Σαμαγὼθ καὶ Ναβουσαχὰρ καὶ Ναβουσαρεῖς καὶ Ναγαργασνασὲρ Ῥαβαμὰγ καὶ οἱ κατάλοιποι ἡγεμόνες βασιλέως Βαβυλῶνος·

Ιερ. 46,3                   Τοτε όλοι οι άρχοντες του βασιλέως της Βαβυλώνος εισήλθον και εγχατεστάθησαν εις την μεσαίαν πύλην της πόλεως, ο Ναργαλασάρ, ο Σαμαγώθ, ο Ναβουσαχάρ, ο Ναβουσαρείς, ο Ναγαργασνασέρ, ο Ραβαμάγ, και οι όιλλοι άρχοντες του βασιλέως της Βαβυλώνος.

 

                              Η απελευθέρωση του Ιερεμία

Ιερ. 46,14          καὶ ἀπέστειλαν καὶ ἔλαβον τὸν Ἱερεμίαν ἐξ αὐλῆς τῆς φυλακῆς καὶ ἔδωκαν αὐτὸν πρὸς τὸν Γοδολίαν υἱὸν Ἀχεικὰμ υἱοῦ Σαφάν· καὶ ἐξήγαγον αὐτόν, καὶ ἐκάθισεν ἐν μέσῳ τοῦ λαοῦ. -

Ιερ. 46,14                 Αυτοί εστειλαν ανθρώπους και παρέλαβαν τον Ιερεμίαν από την αυλήν της φυλακής και παρέδωκαν αυτόν στον Γοδολίαν, τον υιόν του Αχεικάμ, υιού του Σαφάν. Αυτοί τον έβγαλαν από την φυλακήν, δια να παραμείνη ελεύθερος στον οίκον του. Και αυτός έμενεν εν μέσω του ιουδαϊκού λαού.

 

                             Η διάσωση του Αβδεμέλεχ

Ιερ. 46,15          Καὶ πρὸς Ἱερεμίαν ἐγένετο λόγος Κυρίου ἐν τῇ αὐλῇ τῆς φυλακῆς λέγων·

Ιερ. 46,15                 Και πάλιν ήλθε παρά Κυρίου λόγος προς τον Ιερεμίαν, ότε ακόμη αυτός ευρίσκετο εις την αυλήν της φυλακής λέγων·

Ιερ. 46,16          πορεύου καὶ εἰπὲ πρὸς Ἀβδεμέλεχ τὸν Αἰθίοπα· οὕτως εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ· ἰδοὺ ἐγὼ φέρω τοὺς λόγους μου ἐπὶ τὴν πόλιν ταύτην εἰς κακὰ καὶ οὐκ εἰς ἀγαθά,

Ιερ. 46,16                 Πηγαινε και ειπέ στον Αβδεμέλεχ, τον Αιθίοπα· ετσι ωμίλησεν ο Κυριος, ο Θεός του ισραηλιτικού λαού· ιδού εγώ θα εκπληρώσω τους λόγους μου, που είπα εναντίον της πόλεως αυτής εις τιμωρίαν και καταστροφήν της και οχι εις ευεργεσίαν της.

Ιερ. 46,17          καὶ σώσω σε ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ καὶ οὐ μὴ δώσω σε εἰς χεῖρας τῶν ἀνθρώπων, ὧν σὺ φοβῇ ἀπὸ προσώπου αὐτῶν,

Ιερ. 46,17                 Σε όμως κατά την φοβεράν εκείνην ημέραν του ολέθρου θα σε σώσω και δεν θα σε παραδώσω εις τα χέρια των ανθρώπων αυτών, που φοβείσαι.

Ιερ. 46,18          ὅτι σώζων σώσω σε, καὶ ἐν ῥομφαίᾳ οὐ μὴ πέσῃς. καὶ ἔσται ἡ ψυχή σου εἰς εὕρημα, ὅτι ἐπεποίθεις ἐπ᾿ ἐμοί, φησὶ Κύριος.

Ιερ. 46,18                 Ασφαλώς και βεβαίως θα σε σώσω και δεν θα πέσης εν στόματι εχθρικής μαχαίρας. Η ζωη σου θα διατηρηθή ασφαλής, διότι συ είχες πεποίθησιν εις εμέ, είπεν ο Κυριος.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 47- Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΙΕΡΕΜΙΑ (Μασ. 40)

Ο ΓΟΔΟΛΙΑΣ ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ ΤΗΣ ΙΟΥΔΑΙΑΣ

                               Η απελευθέρωση του Ιερεμία

Ιερ. 47,1            Ὁ λόγος ὁ γενόμενος παρὰ Κυρίου πρὸς Ἱερεμίαν ὕστερον μετὰ τὸ ἀποστεῖλαι αὐτὸν Ναβουζαρδὰν τὸν ἀρχιμάγειρον τὸν ἐκ Δαμὰν ἐν τῷ λαβεῖν αὐτὸν ἐν χειροπέδαις, ἐν μέσῳ ἀποικίας Ἰούδα τῶν ἠγμένων εἰς Βαβυλῶνα.

Ιερ. 47,1                    Ο λόγος, ο οποίος απηυθύνθη στον Ιερεμίαν από τον Κυριον, μετά την απόλυσίν του από την Ραμά υπό του Ναβουζαρδάν, του αρχιμαγείρου, ο οποίος τον είχεν εύρει δεμένον με αλυσίδας εις τα χέρια, μεταξύ όλων των εξορίστων της Ιερουσαλήμ και του Ιούδα, οι οποίοι ωδηγούντο αιχμάλωτοι εις την Βαβυλώνα.

Ιερ. 47,2            καὶ ἔλαβεν αὐτὸν ὁ ἀρχιμάγειρος καὶ εἶπεν αὐτῷ· Κύριος ὁ Θεός σου ἐλάλησε τὰ κακὰ ταῦτα ἐπὶ τὸν τόπον τοῦτον,

Ιερ. 47,2                   Ο Ναβουζαρδάν επήρεν αυτόν ανάμεσα από τους άλλους αιχμαλώτους και του είπέ· “Κυριος ο Θεός σου απεφάσισε και ώρισε τας τιμωρίας αυτάς εναντίον του τόπου αύτού,

Ιερ. 47,3            καὶ ἐποίησε Κύριος, ὅτι ἡμάρτετε αὐτῷ, καὶ οὐκ ἠκούσατε τῆς φωνῆς αὐτοῦ.

Ιερ. 47,3                   και τας επέφερε, διότι διεπράξατε αμαρτίας εις αυτόν και δεν υπηκούσατε εις την φωνήν του.

Ιερ. 47,4            ἰδοὺ ἔλυσά σε ἀπὸ τῶν χειροπέδων τῶν ἐπὶ τὰς χεῖράς σου· εἰ καλὸν ἐναντίον σου ἐλθεῖν μετ᾿ ἐμοῦ εἰς Βαβυλῶνα, ἧκε, καὶ θήσω τοὺς ὀφθαλμούς μου ἐπὶ σέ·

Ιερ. 47,4                   Ιδού εγώ σε έλυσα από τα δεσμά των χειρών σου. Εάν σου φαίνεται καλόν και επιθυμής να έλθης μαζή μου εις την Βαβυλώνα, έλα και θα σε έχω πάντοτε υπό την προστασίαν μου.

Ιερ. 47,5            εἰ δὲ μή, ἀπότρεχε καὶ ἀνάστρεψον πρὸς τὸν Γοδολίαν υἱὸν Ἀχεικάμ, υἱοῦ Σαφάν, ὃν κατέστησε βασιλεὺς Βαβυλῶνος ἐν γῇ Ἰούδα, καὶ οἴκησον μετ᾿ αὐτοῦ ἐν μέσῳ τοῦ λαοῦ ἐν γῇ Ἰούδα· εἰς ἅπαντα τὰ ἀγαθὰ ἐν ὀφθαλμοῖς σου τοῦ πορευθῆναι ἐκεῖ, καὶ πορεύου. καὶ ἔδωκεν αὐτῷ ὁ ἀρχιμάγειρος δῶρα καὶ ἀπέστειλεν αὐτόν.

Ιερ. 47,5                   Εάν όμως δεν θέλης, γύρισε πίσω και πήγαινε προς τον Γοδολίαν, τον υιόν του Αχεικάμ, υιού του Σαφάν, τον οποίον ο βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ εγκατέστησεν ως βασιλέα εις την χώραν Ιούδα. Μείνε μαζή με αυτόν ανάμεσα στον λαάν της ιουδαϊκής γης. Η πήγαινε εις οποιανδήποτε άλλην περιοχήν, που θα σου φανή καλή και αγαθή. Πηγαινε και μένε εκεί”. Ο αρχιμάγειρος έδωκεν εις αυτόν δώρα και τον αφήκεν ελεύθερον.

Ιερ. 47,6            καὶ ἦλθε πρὸς Γοδολίαν εἰς Μασσηφὰ καὶ ἐκάθισεν ἐν μέσῳ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ τοῦ καταλειφθέντος ἐν τῇ γῇ.

Ιερ. 47,6                   Ο Ιερεμίας ήλθε προς τον Γοδολίαν εις Μασσηφά και έμεινεν εν μέσω του λαού εκείνου, ο οποίος είχεν απομείνει εις την Ιουδαίαν.

                       

                              Ο Γοδολίας κυβερνήτης της Ιουδαίας

Ιερ. 47,7            Καὶ ἤκουσαν πάντες οἱ ἡγεμόνες τῆς δυνάμεως τῆς ἐν ἀγρῷ αὐτοὶ καὶ οἱ ἄνδρες αὐτῶν, ὅτι κατέστησε βασιλεὺς Βαβυλῶνος τὸν Γοδολίαν ἐν τῇ γῇ καὶ παρακατέθετο αὐτῷ ἄνδρας καὶ γυναῖκας αὐτῶν, οὓς οὐκ ἀπῴκισεν εἰς Βαβυλῶνα.

Ιερ. 47,7                   Ολοι οι αρχηγοί του Ιουδαϊκού στρατού, ο οποίος εστρατωνίζετο εις την ύπαιθρον, έμαθαν αυτοί και οι άνδρες των, ότι ο βασιλεύς της Βαβυλώνας εγκατέστησε τον Γοδολίαν ως βασιλέα εις την ιουδαϊκήν γην και εις αυτόν ενεπιστεύθη τους άνδρας και τας γυναίκας των, τους οποίους αυτός δεν μετέφερεν εις την Βαβυλώνα.

Ιερ. 47,8            καὶ ἦλθε πρὸς Γοδολίαν εἰς Μασσηφὰ Ἰσμαὴλ υἱὸς Ναθανίου καὶ Ἰωνὰν υἱὸς Καρηὲ καὶ Σαραίας υἱὸς Θαναεμὲθ καὶ υἱοὶ Ἰωφὲ τοῦ Νετωφαθὶ καὶ Ἐζονίας υἱὸς τοῦ Μωχαθί, αὐτοὶ καὶ οἱ ἄνδρες αὐτῶν.

Ιερ. 47,8                   Προς τον Γοδολίαν εις Μασσηφά ήλθε και ο Ισμαήλ, υιός του Ναθανίου, και ο Ιωανάν υιός του Καρηέ, ο Σαραίας υιός του Θαναεμέθ και οι υιοί Ιωφέ του Νετωφαθί και Εζονίας ο υιός του Μωχαθί, αυτοί και οι άνδρες των.

Ιερ. 47,9            καὶ ὤμοσεν αὐτοῖς Γοδολίας καὶ τοῖς ἀνδράσιν αὐτῶν λέγων· μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ προσώπου τῶν παίδων τῶν Χαλδαίων· κατοικήσατε ἐν τῇ γῇ καὶ ἐργάσασθε τῷ βασιλεῖ Βαβυλῶνος, καὶ βέλτιον ἔσται ὑμῖν.

Ιερ. 47,9                   Ο Γοδολίας ωρκίσθη ενώπιον των ανδρών αυτών λέγων· “μη φοβείσθε τους Χαλδαίους, που ευρίσκονται εις την περιοχήν αυτήν. Παραμείνατε εις την χώραν και υποταχθήτε στον βασιλέα της Βαβυλώνος· εργασθήτε και αυτό θα αποβή προς το καλόν σας.

Ιερ. 47,10          καὶ ἰδοὺ ἐγὼ κάθημαι ἐναντίον ὑμῶν εἰς Μασσηφὰ στῆναι κατὰ πρόσωπον τῶν Χαλδαίων, οἳ ἂν ἔλθωσιν ἐφ᾿ ὑμᾶς, καὶ ὑμεῖς συνάγετε οἶνον καὶ ὀπώραν καὶ ἔλαιον καὶ βάλετε εἰς τὰ ἀγγεῖα ὑμῶν καὶ οἰκήσατε ἐν ταῖς πόλεσιν, αἷς κατεκρατήσατε.

Ιερ. 47,10                 Ιδού, εγώ παραμένω εις Μασσηφά ενώπιόν σας, δια να παρουσιάζομαι στους Χαλδαίους, οι οποίοι ενδεχομένως πρόκειται να έλθουν προς σας. Σεις κάμετε την συγκομιδήν του οίνου, των καρπών και του ελαίου, βάλετε αυτά εις τα δοχεία σας, κατοι-κησατε εις τας πόλεις, τας οποίας έχετε υπό την κατοχήν σας”.

Ιερ. 47,11          καὶ πάντες οἱ Ἰουδαῖοι οἱ ἐν γῇ Μωὰβ καὶ ἐν υἱοῖς Ἀμμὼν καὶ οἱ ἐν τῇ Ἰδουμαίᾳ καὶ οἱ ἐν πάσῃ τῇ γῇ ἤκουσαν ὅτι ἔδωκε βασιλεὺς Βαβυλῶνος κατάλειμμα τῷ Ἰούδᾳ, καὶ ὅτι κατέστησεν ἐπ᾿ αὐτοὺς τὸν Γοδολίαν υἱὸν Ἀχεικάμ.

Ιερ. 47,11                  Ολοι οι Ιουδαίοι, οι οποίοι ευρίσκοντο εις την περιοχήν Μωάβ, όπως και μεταξύ των Αμμωνιτών, και όσοι ευρίσκοντο εις την Ιδουμαίαν και εις όλην την άλλην χώραν, ήκουσαν ότι ο βασιλεύς της Βαβυλώνας δεν απήγαγεν όλους τους Ιουδαίους αιχμαλώτους εις την Βαβυλώνα, αλλά αφήκεν και Ιουδαίους εις την χώραν Ιούδα και ότι εγκατέστησε και διώρισεν εις αυτούς ως κυβερνήτην τον Γοδολίαν, υιόν του Αχεικάμ.

Ιερ. 47,12          καὶ ἦλθον πρὸς Γοδολίαν εἰς γῆν Ἰούδα εἰς Μασσηφὰ καὶ συνήγαγον οἶνον καὶ ὀπώραν πολλὴν σφόδρα καὶ ἔλαιον. -

Ιερ. 47,12                 Ενθαρρυνθέντες αυτοί ήλθαν προς τον Γοδολίαν εις την χώραν Ιούδα εις Μασσηφά, έκαμαν την συγκομιδήν του οίνου, πολλών καρπών και του ελαίου.

Ιερ. 47,13          Καὶ Ἰωανὰν υἱὸς Καρηὲ καὶ πάντες οἱ ἡγεμόνες τῆς δυνάμεως, οἱ ἐν τοῖς ἀγροῖς, ἦλθον πρὸς τὸν Γοδολίαν εἰς Μασσηφὰ

Ιερ. 47,13                  Ο Ιωανάν, υιός του Καρηέ, και όλοι οι αρχηγοί του στρατού, ο οποίος στρατός ευρίσκετο εις την ύπαιθρον, ήλθον προς τον Γοδολίαν εις Μασσηφά

Ιερ. 47,14          καὶ εἶπαν αὐτῷ· εἰ γνώσει γινώσκεις ὅτι Βελεισσὰ βασιλεὺς υἱὸς υἱῶν Ἀμμὼν ἀπέστειλε πρὸς σὲ τὸν Ἰσμαὴλ πατάξαι σου ψυχήν; καὶ οὐκ ἐπίστευσεν αὐτοῖς Γοδολίας.

Ιερ. 47,14                 και του είπαν· “περιήλθεν εις γνώσιν σου ότι ο Βελεισσά, βασιλεύς των Αμμωνιτών, έχει αποστείλει εις σε τον Ισμαήλ με τον σκοπόν να σε φονεύση;” Ο Γοδολίας δεν επίστευσεν εις αυτούς.

Ιερ. 47,15          καὶ εἶπεν Ἰωανὰν τῷ Γοδολίᾳ κρυφαίως ἐν Μασσηφᾷ· πορεύσομαι δὴ καὶ πατάξω τὸν Ἰσμαὴλ καὶ μηθεὶς γνώτω, μὴ πατάξῃ σου ψυχὴν καὶ διασπαρῇ πᾶς Ἰούδα οἱ συνηγμένοι πρὸς σὲ καὶ ἀπολοῦνται οἱ κατάλοιποι Ἰούδα.

Ιερ. 47,15                  Εκεί, εις την Μασσηφά, ο Ιωανάν είπε κρυφίως προς τον Γοδολίαν· “εγώ θα μεταβώ και θα θανατώσω τον Ισμαήλ και κανείς ας μη μάθη το γεγονός. Θα πράξω δε τούτο, διότι φοβούμαι, μήπως εκείνος σε θανατώση και έπειτα διασκορπισθούν όλοι οι Ιουδαίοι, που ευρίσκονται πλησίον σου, και καταστραφούν όσοι έχουν απομείνει εις την χώραν Ιούδα”.

Ιερ. 47,16          καὶ εἶπε Γοδολίας πρὸς Ἰωανάν· μὴ ποιήσῃς τὸ πρᾶγμα τοῦτο, ὅτι ψευδῆ σὺ λέγεις περὶ Ἰσμαήλ.

Ιερ. 47,16                 Ο Γοδολίας απήντησε προς τον Ιωανάν· “μη διαπράξης το έργον αυτό, διότι ψευδή και ανυπόστατα είναι όσα συ λέγεις δια τον Ισμαήλ”.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 48- Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΓΟΔΟΛΙΑ ΚΑΙ Η ΑΝΑΤΑΡΑΧΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΣΜΑΗΛ (Μασ. 41)

                              Η δολοφονία του Γοδολία και η αναταραχή από τον Ισμαήλ

Ιερ. 48,1            Καὶ ἐγένετο τῷ μηνὶ τῷ ἑβδόμῳ ἦλθεν Ἰσμαὴλ υἰὸς Ναθανίου υἱοῦ Ἐλεασὰ ἀπὸ γένους τοῦ βασιλέως καὶ δέκα ἄνδρες μετ᾿ αὐτοῦ πρὸς Γοδολίαν εἰς Μασσηφά, καὶ ἔφαγον ἐκεῖ ἄρτον ἅμα.

Ιερ. 48,1                    Κατά τον έβδομον μήνα ο Ισμαήλ, ο υιός του Ναθανίου, υιού του Ελεασά, καταγόμενος από την βασιλικήν οικογένειαν, ήλθεν αυτός και δέκα άνδρες μαζή του, προς τον Γοδολίαν εις Μασσηφά και συνέφαγον εκεί όλοι μαζή.

Ιερ. 48,2            καὶ ἀνέστη Ἰσμαὴλ καὶ οἱ δέκα ἄνδρες, οἳ ἦσαν μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἐπάταξαν τὸν Γοδολίαν, ὃν κατέστησε βασιλεὺς Βαβυλῶνος ἐπὶ τῆς γῆς,

Ιερ. 48,2                   Ηγέρθη ο Ισμαήλ και οι δέκα άνδρες, που ήσαν μαζή του, και εθανάτωσαν τον Γοδολίαν, τον οποίον ο βασιλεύς της Βαβυλώνος είχε καταστήσει κυβερνήτην της Ιουδαίας.

Ιερ. 48,3            καὶ πάντας τοὺς Ἰουδαίους τοὺς ὄντας μετ᾿ αὐτοῦ ἐν Μασσηφᾷ καὶ πάντας τοὺς Χαλδαίους τοὺς εὑρεθέντας ἐκεῖ. -

Ιερ. 48,3                   Εφόνευσεν επίσης και όλους τους Ιουδαίους, οι οποίοι ήσαν μαζή με τον Γοδολίαν εις την Μασσηφά, όπως και όλους τους Χαλδαίους, που έτυχε να ευρίσκωνται εκεί.

Ιερ. 48,4            Καὶ ἐγένετο τῇ ἡμέρᾳ τῇ δευτέρᾳ πατάξαντος αὐτοῦ τὸν Γοδολίαν, καὶ ἄνθρωπος οὐκ ἔγνω,

Ιερ. 48,4                   Κατά την δευτέραν ημέραν, αφού εθανάτωσεν ο Ισμαήλ τον Γοδολίαν, κανείς άνθρωπος δεν επληροφορήθη το γεγονός.

Ιερ. 48,5            καὶ ἤλθοσαν ἄνδρες ἀπὸ Συχὲμ καὶ ἀπὸ Σαλὴμ καὶ ἀπὸ Σαμαρείας, ὀγδοήκοντα ἄνδρες, ἐξυρημένοι πώγωνας καὶ διεῤῥηγμένοι τὰ ἱμάτια καὶ κοπτόμενοι, καὶ μαναὰ καὶ λίβανος ἐν χερσὶν αὐτῶν τοῦ εἰσενεγκεῖν εἰς οἶκον Κυρίου.

Ιερ. 48,5                   Τοτε ήλθον από την Συχέμ, από την Σαλήμ και την Σαμάρειαν, ογδοήκοντα άνδρες που είχαν εξυρισμένον το γένειόν των, σχισμένα τα ενδύματα των και εντομάς στο σώμα των, κατά την συνήθειαν των ειδωλολατρών, εις δε τας χείρας των είχαν δώρα και λίβανον, δια να προσφέρουν αυτά αναίμακτον θυσίαν στον ναόν του Κυρίου.

Ιερ. 48,6            καὶ ἐξῆλθεν εἰς ἀπάντησιν αὐτοῖς Ἰσμαήλ· αὐτοὶ ἐπορεύοντο καὶ ἔκλαιον, καὶ εἶπεν αὐτοῖς· εἰσέλθετε πρὸς Γοδολίαν.

Ιερ. 48,6                   Ο Ισμαήλ εξήλθεν εις απάντησιν αυτών. Εκείνοι καθώς εβαδιζαν έχλαιον. Ο Ισμαήλ είπε προς αυτούς· “εισέλθετε προς τον Γοδολίαν”.

Ιερ. 48,7            καὶ ἐγένετο εἰσελθόντων αὐτῶν εἰς τὸ μέσον τῆς πόλεως, ἔσφαξεν αὐτοὺς εἰς τὸ φρέαρ.

Ιερ. 48,7                   Εν εκείνοι ειήλθον και ευρίσκοντο στο μέσον της πόλεως, αυτός τους έσφαξε και έρριξε τα πτώματά των στο φρέαρ.

Ιερ. 48,8            καὶ δέκα ἄνδρες εὑρέθησαν ἐκεῖ καὶ εἶπαν τῷ Ἰσμαήλ· μὴ ἀνέλῃς ἡμᾶς, ὅτι εἰσὶν ἡμῖν θησαυροὶ ἐν ἀγρῷ, πυροὶ καὶ κριθαί, μέλι καὶ ἔλαιον· καὶ παρῆλθε καὶ οὐκ ἀνεῖλεν αὐτοὺς ἐν μέσῳ τῶν ἀδελφῶν αὐτῶν.

Ιερ. 48,8                   Δέκα άνδρες όμως από αυτούς, που ευρέθησαν εκεί, είπαν εις τν Ισμαήλ· “μη μας θανατώσης, διότι ημείς έχομεν μεγάλας προμηθείας εκεί στους αγρούς, προμηθείας σίτου, κριθής, μέλιτος και ελαίου”, Τους αντιπαρήλθεν ο Ισμαήλ, τους αφήκε και δεν τους εφόνευσε μαζή με τους άλλους αδελφούς των, τους Ιουδαίους.

Ιερ. 48,9            καὶ τὸ φρέαρ, εἰς ὃ ἔῤῥιψεν ἐκεῖ Ἰσμαὴλ πάντας, οὓς ἐπάταξε, φρέαρ μέγα τοῦτό ἐστιν, ὃ ἐποίησεν ὁ βασιλεὺς Ἀσὰ ἀπὸ προσώπου Βαασὰ βασιλέως Ἰσραήλ· τοῦτο ἐνέπλησεν Ἰσμαὴλ τραυματιῶν.

Ιερ. 48,9                   Το φρέαρ δε εκείνο, όπου ο Ισμαήλ έρριψεν όλους εκείνους τους οποίους εθανάτωσεν, είναι πολύ μεγάλο φρέαρ. Το είχε κατασκευάσει ο βασιλεύς Ασά ως ένα μέσον αμύνης κατά του βασιλέως του Ισραήλ Βαασά. Αυτό, λοιπόν, ο Ισμαήλ το εγέμισεν από πτώματα εκτελεσθέντων.

Ιερ. 48,10          καὶ ἀπέστρεψεν Ἰσμαὴλ πάντα τὸν λαὸν τὸν καταλειφθέντα εἰς Μασσηφὰ καὶ τὰς θυγατέρας τοῦ βασιλέως, ἃς παρακατέθετο ὁ ἀρχιμάγειρος τῷ Γοδολίᾳ υἱῷ Ἀχεικάμ, καὶ ᾤχετο εἰς τὸ πέραν υἱῶν Ἀμμών. -

Ιερ. 48,10                 Ο Ισμαήλ συνέλαβε και μετέφερεν αιχμάλωτον όλον τον λαόν, ο οποίος είχεν απομείνει εις Μασσηφά και τας θυγατέρας του βασιλέως, τας οποίας είχεν εμπιστευθή ο αρχιμάγειρας στον Γοδολίαν, υιόν του Αχεικάμ, και ανεχώρησε δια την πέραν του Ιορδάνου χώραν, που ανήκεν στους Αμμωνίτας.

Ιερ. 48,11          Καὶ ἤκουσεν Ἰωανὰν υἱὸς Καρηὲ καὶ πάντες οἱ ἡγεμόνες τῆς δυνάμεως οἱ μετ᾿ αὐτοῦ πάντα τὰ κακά, ἃ ἐποίησεν Ἰσμαήλ,

Ιερ. 48,11                  Ο Ιωανάν, υιός του Καρηέ, και όλοι οι αρχηγοί του στρατού, οι οποίοι ευρίσκοντο μαζή του, επληροφορήθησαν αυτά τα κακά, τα οποία διέπραξεν ο Ισμαήλ.

Ιερ. 48,12          καὶ ἤγαγον ἅπαν τὸ στρατόπεδον αὐτῶν καὶ ᾤχοντο πολεμεῖν αὐτὸν καὶ εὗρον αὐτὸν ἐπὶ ὕδατος πολλοῦ ἐν Γαβαών.

Ιερ. 48,12                 Και, λοιπόν, ωδήγησαν όλον τον στρατόν των και εβάδισαν, δια να πολεμήσουν τον Ισμαήλ. Τον εύρον δε πλησίον των πολλών υδάτων εις την Γαβαών.

Ιερ. 48,13          καὶ ἐγένετο ὅτε εἶδε πᾶς ὁ λαὸς ὁ μετὰ Ἰσμαὴλ τὸν Ἰωανὰν καὶ τοὺς ἡγεμόνας τῆς δυνάμεως τῆς μετ᾿ αὐτοῦ,

Ιερ. 48,13                 Τοτε όλος ο λαός, ο οποίος ευρίσκετο με τον Ισμαήλ, όταν είδε τον Ιωανάν και τους αρχηγούς της στρατιωτικής δυνάμεως, που ήτο μαζή του,

Ιερ. 48,14          καὶ ἀνέστρεψαν πρὸς Ἰωανάν.

Ιερ. 48,14                 επέστρεψαν προς το μέρος του Ιωανάν.

Ιερ. 48,15          καὶ Ἰσμαὴλ ἐσώθη σὺν ὀκτὼ ἀνθρώποις καὶ ᾤχετο πρὸς τοὺς υἱοὺς Ἀμμών. -

Ιερ. 48,15                 Ο δε Ισμαήλ διεσώθη με οκτώ μόνον άνδρας και κατέφυγε προς τους Αμμωνίτας.

Ιερ. 48,16          Καὶ ἔλαβεν Ἰωανὰν καὶ πάντες οἱ ἡγεμόνες τῆς δυνάμεως οἱ μετ᾿ αὐτοῦ πάντας τοὺς καταλοίπους τοῦ λαοῦ, οὓς ἀπέστρεψεν ἀπὸ Ἰσμαήλ, δυνατοὺς ἄνδρας ἐν πολέμῳ καὶ τὰς γυναῖκας καὶ τὰ λοιπὰ καὶ τοὺς εὐνούχους, οὓς ἀπέστρεψαν ἀπὸ Γαβαών,

Ιερ. 48,16                 Ο Ιωανάν και όλοι οι αρχηγοί της στρατιωτικής δυνάμεως, που ήσαν μαζή του, επήραν όλους τους απολειφθέντας από τον λαόν, αυτούς τους οποίους είχεν απαγάγει ο Ισμαήλ από την Μασσηφά, άνδρας δυνατούς στον πόλεμον, τας γυναίκας και τα υπόλοιπα παιδιά και τους ευνούχους, τους οποίους παρέλαβον από την Γαβαών.

Ιερ. 48,17          καὶ ᾤχοντο καὶ ἐκάθισαν ἐν Γαβηρώθ - Χαμαὰμ τῇ πρὸς Βηθλεὲμ τοῦ πορευθῆναι εἰς Αἴγυπτον

Ιερ. 48,17                 Επειτα ανεχώρησαν και εγκατεστάθησαν εις την Γαβηρώθ- Χαμαάμ πλησίον εις την Βηθλεέμ, δια να φύγουν από εκεί και μεταβούν εις την Αίγυπτον,

Ιερ. 48,18          ἀπὸ προσώπου τῶν Χαλδαίων, ὅτι ἐφοβήθησαν ἀπὸ προσώπου αὐτῶν, ὅτι ἐπάταξεν Ἰσμαὴλ τὸν Γοδολίαν, ὃν κατέστησεν ὁ βασιλεὺς Βαβυλῶνος ἐν τῇ γῇ.

Ιερ. 48,18                 μακράν από τους Χαλδαίους, διότι τους εφοβήθησαν, επειδή ο Ισμαήλ εφόνευσε τον Γοδολίαν, αυτόν τον οποίον ο βασιλεύς της Βαδυλώνος είχεν εγκαταστήσει κυβερνήτην της Ιουδαίας.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 49- ΕΝΤΟΛΕΣ ΚΑΙ ΑΠΕΙΛΕΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΙΟΥΔΑΙΟΥΣ (Μασ. 42)

                               Εντολές και απειλές του Θεού προς τους Ιουδαίους

Ιερ. 49,1            Καὶ προσῆλθον πάντες οἱ ἡγεμόνες τῆς δυνάμεως καὶ Ἰωανὰν καὶ Ἀζαρίας υἱὸς Μαασαίου καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου

Ιερ. 49,1                    Τοτε όλοι οι αρχηγοί του στρατο και μαζή με αυτούς ο Ιωανάν και ο Αζαρίας, υιός του Μαασαίου, και όλος ο λαός από τον μικρότερον έως τον μεγαλύτερον,

Ιερ. 49,2            πρὸς Ἱερεμίαν τὸν προφήτην καὶ εἶπαν αὐτῷ· πεσέτω δὴ τὸ ἔλεος ἡμῶν κατὰ πρόσωπόν σου καὶ πρόσευξαι πρὸς Κύριον τὸν Θεόν σου περὶ τῶν καταλοίπων τούτων, ὅτι κατελείφθημεν ὀλίγοι ἀπὸ πολλῶν, καθὼς οἱ ὀφθαλμοί σου βλέπουσι·

Ιερ. 49,2                   προσήλθαν προς τον προφήτην Ιερεμίαν και του ειπαν· “υποβάλλομεν ενώπιόν σου θερμήν την παράκλησιν να προσευχηθής εις Κυριον τον Θεόν σου δια τους απομείναντας αυτούς Ιουδαίους. Διότι από τους τόσους πολλούς, που άλλοτε είμεθα, τώρα ολίγοι έχομεν απομείνει, όπως βλέπεις και με τα ίδια σου τα μάτια.

Ιερ. 49,3            καὶ ἀναγγειλάτω ἡμῖν Κύριος ὁ Θεός σου τὴν ὁδόν, ᾗ πορευσόμεθα ἐν αὐτῇ, καὶ λόγον ὃν ποιήσομεν.

Ιερ. 49,3                   Ας καταστήση εις ημάς γνωστήν ο Κυριος ο Θεός σου, την οδόν, την οποίαν πρέπει να πορευθώμεν και το τι πρέπει να πράξωμεν”.

Ιερ. 49,4            καὶ εἶπεν αὐτοῖς Ἱερεμίας· ἤκουσα, ἰδοὺ ἐγὼ προσεύξομαι ὑπὲρ ὑμῶν πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν κατὰ τοὺς λόγους ὑμῶν· καὶ ἔσται, ὁ λόγος, ὃν ἂν ἀποκριθήσεται Κύριος ὁ Θεός, ἀναγγελῶ ὑμῖν, οὐ μὴ κρύψω ἀφ᾿ ὑμῶν ῥῆμα.

Ιερ. 49,4                   Ο Ιερεμίας είπεν εις αυτούς·“ήκουσα την παράκλησίν σας και ιδού εγώ θα κάμω προσευχήν δια σας προς τον Κυριον τον Θεόν μας, σύμφωνα με την παράκλησίν σας. Ο,τι δε Κυριος ο Θεός μου αποκριθή, θα το καταστήσω εις σας γνωστόν. Τιποτε δεν θα αποκρύψω από σας”.

Ιερ. 49,5            καὶ αὐτοὶ εἶπαν τῷ Ἱερεμίᾳ· ἔστω Κύριος ἐν ἡμῖν εἰς μάρτυρα δίκαιον καὶ πιστόν, εἰ μὴ κατὰ πάντα τὸν λόγον, ὃν ἐὰν ἀποστείλῃ Κύριος πρὸς ἡμᾶς, οὕτως ποιήσωμεν·

Ιερ. 49,5                   Εκείνοι απήντησαν στον Ιερεμίαν· “ας είναι ο Κυριος δι' ημάς μάρτυς δίκαιος και αξιόπιστος και ας μας ανταποδώση κατά την δικαιοσύνην του, εάν ημείς δεν συμμορφωθώμεν κατά πάντα προς τον λόγον, τον οποίον δια μέσου σου θα στείλη προς ημάς ο Κυριος. Ημείς θα πράξωμεν ο,τι ο Κυριος θα διατάξη.

Ιερ. 49,6            καὶ ἐὰν ἀγαθὸν καὶ ἐὰν κακόν, τὴν φωνὴν Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, οὗ ἡμεῖς ἀποστέλλομέν σε πρὸς αὐτόν, ἀκουσόμεθα, ἵνα βέλτιον ἡμῖν γένηται, ὅτι ἀκουσόμεθα τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. -

Ιερ. 49,6                   Είτε ευχάριστος είτε δυσάρεστος είναι η εντολή του Κυρίου του Θεού μας, δια την οποίαν ημείς στέλλομεν σε ως μεσίτην μας προς αυτόν. Θα υπακούσωμεν, δια να γίνη έτσι καλύτερα και ωραιότερα η ζωή μας. Θα υπακούσωμεν εις την φωνήν Κυρίου του Θεού μας”.

Ιερ. 49,7            Καὶ ἐγενήθη μεθ᾿ ἡμέρας δέκα ἐγενήθη λόγος Κυρίου πρὸς Ἱερεμίαν.

Ιερ. 49,7                   Επειτα από δέκα ημέρας ήλθε λόγος παρά Κυρίου προς τον Ιερεμίαν,

Ιερ. 49,8            καὶ ἐκάλεσε τὸν Ἰωανὰν καὶ τοὺς ἡγεμόνας τῆς δυνάμεως καὶ πάντα τὸν λαὸν ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου

Ιερ. 49,8                   οπότε ο Ιερεμίας προσεκάλεσε ταν Ιωανάν, τους αρχηγούς του στρατού και όλον τον λαόν από μικρόν έως μεγάλον

Ιερ. 49,9            καὶ εἶπεν αὐτοῖς· οὕτως εἶπε Κύριος·

Ιερ. 49,9                   και είπεν εις αυτούς· “έτσι ωμίλησεν ο Κυριος·

Ιερ. 49,10          ἐὰν καθίσαντες καθίσητε ἐν τῇ γῇ ταύτῃ, οἰκοδομήσω ὑμᾶς καὶ οὐ μὴ καθελῶ καὶ φυτεύσω ὑμᾶς καὶ οὐ μὴ ἐκτίλω, ὅτι ἀναπέπαυμαι ἐπὶ τοῖς κακοῖς, οἷς ἐποίησα ὑμῖν.

Ιερ. 49,10                 Εάν παραμείνετε εις την χώραν αυτήν, θα σας ανοικοδομήσω και δεν θα σας καταστρέψω. Θα σας φυτεύσω και δεν θα σας εκριζώσω, διότι έχει ικανοποιηθή πλέον η δικαιοσύνη μου με τας τιμωρίας, τας οποίας έχω αποστείλει εναντίον σας.

Ιερ. 49,11          μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ προσώπου βασιλέως Βαβυλῶνος, οὗ ὑμεῖς φοβεῖσθε ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ, μὴ φοβηθῆτε, φησὶ Κύριος, ὅτι μεθ᾿ ὑμῶν ἐγώ εἰμι τοῦ ἐξαιρεῖσθαι ὑμᾶς καὶ σῴζειν ὑμᾶς ἐκ χειρὸς αὐτοῦ·

Ιερ. 49,11                  Μη φοβείσθε τον βασιλέα της Βαβυλώνος, τον οποίον σεις τώρα φοβείσθε. Μη φοβείσθε, λέγει ο Κυριος, διότι εγώ είμαι μαζή σας, ώστε να σας γλυτώνω και να σας σώζω από τα χέρια αυτού.

Ιερ. 49,12          καὶ δώσω ὑμῖν ἔλεος καὶ ἐλεήσω ὑμᾶς καὶ ἐπιστρέψω ὑμᾶς εἰς τὴν γῆν ὑμῶν.

Ιερ. 49,12                 Θα δώσω προς σας το έλεός μου, θα σας ελεήσω και θα σας επαναφέρω εις την χώραν σας.

Ιερ. 49,13          καὶ εἰ λέγετε ὑμεῖς· οὐ μὴ καθίσωμεν ἐν τῇ γῇ ταύτῃ πρὸς τὸ μὴ ἀκοῦσαι φωνῆς Κυρίου,

Ιερ. 49,13                 Εάν όμως σεις πήτε, δεν θα παραμείνωμεν εις την χώραν αυτήν και δεν θα υπακούσωμεν εις την εντολήν αυτού του Κυρίου,

Ιερ. 49,14          ὅτι εἰς γῆν Αἰγύπτου εἰσελευσόμεθα καὶ οὐ μὴ ἴδωμεν πόλεμον καὶ φωνὴν σάλπιγγος οὐ μὴ ἀκούσωμεν καὶ ἐν ἄρτοις οὐ μὴ πεινάσωμεν καὶ ἐκεῖ οἰκήσομεν,

Ιερ. 49,14                 αλλά θα μεταβώμεν εις την χώραν της Αιγύπτου και θα κατοικήσωμεν εκεί, δια να μη ίδωμεν πλέον πόλεμον, να μη ακούσωμεν πολεμικά σαλπίσματα, να μη στερηθώμεν από το ψωμί και να μη πεινάσωμεν,

Ιερ. 49,15          διὰ τοῦτο ἀκούσατε λόγον Κυρίου· οὕτως εἶπε Κύριος· ἐὰν ὑμεῖς δῶτε τὸ πρόσωπον ὑμῶν εἰς Αἴγυπτον καὶ εἰσέλθητε ἐκεῖ κατοικεῖν,

Ιερ. 49,15                 δια τούτο ακούσατε τυν λόγον του Κυρίου· έτσι είπεν ο Κυριος· εάν σεις κατευθυνθήτε εις την Αιγυπτον και εισέλθετε και κατοικήσετε εκεί,

Ιερ. 49,16          καὶ ἔσται, ἡ ῥομφαία, ἣν ὑμεῖς φοβεῖσθε ἀπὸ προσώπου αὐτῆς, εὑρήσει ὑμᾶς ἐν γῇ Αἰγύπτου, καὶ ὁ λιμός, οὗ ὑμεῖς λόγον ἔχετε ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ, καταλήψεται ὑμᾶς ὀπίσω ὑμῶν ἐν Αἰγύπτῳ, καὶ ἐκεῖ ἀποθανεῖσθε.

Ιερ. 49,16                 η ρομφαία, την οποίαν σεις φοβείσθε, θα σας εύρη εις την χώραν της Αιγύπτου και η πείνα, την οποίαν τώρα τρέμετε, θα σας ακολουθήση εις την Αιγυπτον. Εκεί δε και θα αποθάνετε.

Ιερ. 49,17          καὶ ἔσονται πάντες οἱ ἄνθρωποι καὶ πάντες οἱ ἀλλογενεῖς, οἱ θέντες τὸ πρόσωπον αὐτῶν εἰς γῆν Αἰγύπτου ἐνοικεῖν ἐκεῖ, ἐκλείψουσιν ἐν τῇ ῥομφαίᾳ καὶ ἐν τῷ λιμῷ, καὶ οὐκ ἔσται αὐτῶν οὐθεὶς σῳζόμενος ἀπὸ τῶν κακῶν, ὧν ἐγὼ ἐπάγω ἐπ᾿ αὐτούς.

Ιερ. 49,17                 Ολοι οι Ιουδαίοι και όλοι εκείνοι, οι οποίοι έχουν έλθει από άλλα έθνη και οι οποίοι θα έχουν στρέψει το πρόσωπόν των, δια να μεταβούν εις την χώραν της Αιγύπτου, δια να εγκατασταθούν εκεί, θα αποθάνουν εν στόματι ρομφαίας η από τον λιμόν, και κανείς από αυτούς δεν θα διασωθή από τας τιμωρίας και συμφοράς, τας οποίας εγώ θα εξαποστείλω εναντίον των.

Ιερ. 49,18          ὅτι οὕτως εἶπε Κύριος· καθὼς ἔσταξεν ὁ θυμός μου ἐπὶ τοὺς κατοικοῦντας Ἱερουσαλήμ, οὕτως στάξει ὁ θυμός μου ἐφ᾿ ὑμᾶς εἰσελθόντων ὑμῶν εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἔσεσθε εἰς ἄβατον καὶ ὑποχείριοι καὶ εἰς ἀρὰν καὶ εἰς ὀνειδισμὸν καὶ οὐ μὴ ἴδητε οὐκέτι τὸν τόπον τοῦτον,

Ιερ. 49,18                 Διότι έτσι είπεν ο Κυριος· όπως ωσάν βροχή έπεσεν ο θυμός μου εναντίον των κατοίκων της Ιερουσαλήμ, έτσι θα εκσπάση ο θυμός μου και εναντίον υμών, οι οποίοι θα εισέλθετε εις την Αίγυπτον. Θα είσθε εγκαταλελειμμένοι ωσάν εις την έρημον και άβατον γην, υποχείριοι στους άλλους, αντικείμενα κατάρας και εμπαιγμού και δεν θα επανίδετε πλέον ποτέ τον τόπον τούτον”.

Ιερ. 49,19          ἃ ἐλάλησε Κύριος ἐφ᾿ ὑμᾶς τοὺς καταλοίπους Ἰούδα· μὴ εἰσέλθητε εἰς Αἴγυπτον. καὶ νῦν γνόντες γνώσεσθε

Ιερ. 49,19                 Αυτά είναι εκείνα, τα οποία είπεν ο Κυριος προς σας τους απολειφθέντας εις την γην Ιούδα. Μη μεταβήτε εις την Αίγυπτον. Και τώρα μάθετε καλά τούτο.

Ιερ. 49,20          ὅτι ἐπονηρεύσασθε ἐν ψυχαῖς ὑμῶν ἀποστείλαντές με λέγοντες· πρόσευξαι περὶ ἡμῶν πρὸς Κύριον, καὶ κατὰ πάντα, ἃ ἐὰν λαλήσῃ σοι Κύριος, ποιήσομεν.

Ιερ. 49,20                Εσκεφθήκατε πονηρά και ολέθρια εναντίον της ζωής σας, όταν με απεστείλατε προς τον Κυριον, ειπόντες· Καμε προσευχήν δι' ημάς προς τον Κυριον και όλα όσα ο Κυριος θα αποκάλυψη εις σέ, ημείς θα τα πράξωμεν.

Ιερ. 49,21          καὶ οὐκ ἠκούσατε τῆς φωνῆς Κυρίου, ἧς ἀπέστειλέ με πρὸς ὑμᾶς.

Ιερ. 49,21                 Σεις όμως δεν υπηκούσατε εις την εντολήν του Κυρίου, την οποίαν δια μέσου εμού σας έστειλεν ο Κυριος.

Ιερ. 49,22          καὶ νῦν ἐν ῥομφαίᾳ καὶ ἐν λιμῷ ἐκλείψετε ἐν τῷ τόπῳ, ᾧ ὑμεῖς βούλεσθε εἰσελθεῖν κατοικεῖν ἐκεῖ.

Ιερ. 49,22                Και τώρα εν στόματι ρομφαίας και δια της πείνης θα σβήσετε και θα εξαφανισθήτε στον τόπον, οπού σεις θέλετε να εισέλθετε και να εγκατασταθήτε.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 50- ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΙΕΡΕΜΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΟΥ (Μασ. 43)

                               Οι Ιουδαίοι φυγάδες στην Αίγυπτο

Ιερ. 50,1            Καὶ ἐγενήθη ὡς ἐπαύσατο Ἱερεμίας λέγων πρὸς τὸν λαὸν πάντας τοὺς λόγους Κυρίου, οὓς ἀπέστειλεν αὐτὸν Κύριος πρὸς αὐτούς, πάντας τοὺς λόγους τούτους,

Ιερ. 50,1                    Οταν ο Ιερεμίας έπαυσεν αναγγέλλων προς τον λαόν όλους τους λόγους του Κυρίου, τους οποίους λόγους αυτός ο Κυριος τον έστειλε να είπη προς όλους,

Ιερ. 50,2            καὶ εἶπεν Ἀζαρίας υἱὸς Μαασαίου καὶ Ἰωανὰν υἱὸς Καρηὲ καὶ πάντες οἱ ἄνδρες οἱ εἴπαντες τῷ Ἱερεμίᾳ λέγοντες· ψεύδη, οὐκ ἀπέστειλέ σε Κύριος πρὸς ἡμᾶς λέγων· μὴ εἰσέλθητε εἰς Αἴγυπτον οἰκεῖν ἐκεῖ,

Ιερ. 50,2                   είπεν ο Αζαριας, ο υιός του Μαασαίου, και Ιωανάν ο υιός του Καρηέ και όλοι οι άνδρες, οι οποίοι προηγουμένως είχαν είπει στον Ιερεμίαν, να παρακαλέση τον Κυριον, τώρα του είπαν· “ψεύδεσαι. Δεν σε απέστειλεν ο Κυριος προς ημάς να μας είπης εκ μέρους του· Μη εισέλθετε εις την Αίγυπτον και να μη κατοικήσετε εκεί.

Ιερ. 50,3            ἀλλ᾿ ἢ Βαροὺχ υἱὸς Νηρίου συμβάλλει σε πρὸς ἡμᾶς, ἵνα δῷς ἡμᾶς εἰς χεῖρας τῶν Χαλδαίων τοῦ θανατῶσαι ἡμᾶς καὶ ἀποικισθῆναι ἡμᾶς εἰς Βαβυλῶνα.

Ιερ. 50,3                   Αλλα ο Βαρούχ, ο υιός του Νηρίου, σε παρακινεί εναντίον μας, δια να μας παραδώση εις τα χέρια των Χαλδαίων, ώστε εκείνοι άλλους μεν από ημάς να θανατώσουν και άλλους να μεταφέρουν δούλους εις την Βαβυλώνα”.

Ιερ. 50,4            καὶ οὐκ ἤκουσεν Ἰωανὰν καὶ πάντες ἡγεμόνες τῆς δυνάμεως καὶ πᾶς ὁ λαὸς τῆς φωνῆς Κυρίου κατοικῆσαι ἐν γῇ Ἰούδα.

Ιερ. 50,4                   Ετσι δε ο Ιωανάν και όλοι οι αρχηγοί του στρατού και όλος ο άλλος λαός δεν υπήκουσαν εις την εντολήν του Κυρίου, να παραμείνουν εις την γην της Ιουδαίας.

Ιερ. 50,5            καὶ ἔλαβεν Ἰωανὰν καὶ πάντες οἱ ἡγεμόνες τῆς δυνάμεως πάντας τοὺς καταλοίπους Ἰούδα, τοὺς ἀποστρέψαντας κατοικεῖν ἐν τῇ γῇ,

Ιερ. 50,5                   Ο Ιωανάν και όλοι οι στρατιωτικοί διοικηταί παρέλαβαν όλους τους υπολειφθέντας εις την Ιουδαίαν γην, όπως επίσης και εκείνους που είχαν έλθει από άλλας περιοχάς, δια να παραμείνουν εις την χώραν της Ιουδαίας,

Ιερ. 50,6            τοὺς δυνατοὺς ἄνδρας καὶ τὰς γυναῖκας καὶ τὰ νήπια, καὶ τὰς θυγατέρας τοῦ βασιλέως καὶ τὰς ψυχάς, ἃς κατέλιπε Ναβουζαρδὰν μετὰ Γοδολίου υἱοῦ Ἀχεικάμ, καὶ Ἱερεμίαν τὸν προφήτην καὶ Βαροὺχ υἱὸν Νηρίου

Ιερ. 50,6                   τους ισχυούς άνδρας και τας γυναίκας και τα νήπια και τας θυγατέρας του βασιλέως και όλους όσους είχεν αφήσει ο Ναβουζαρδάν να μένουν με τον Γοδολίαν, τον υιόν του Αχεικάμ, τον Ιερεμίαν τον προφήτην και τον Βαρούχ τον υιόν του Νηρίου,

Ιερ. 50,7            καὶ εἰσῆλθον εἰς Αἴγυπτον, ὅτι οὐκ ἤκουσαν τῆς φωνῆς Κυρίου· καὶ εἰσῆλθον εἰς Τάφνας.

Ιερ. 50,7                   και εισήλθον εις την Αίγυπτον. Ετσι δεν υπήκουσαν εις την εντολήν του Κυρίου. Εισήλθον και έμειναν εις Ταφνας.

 

                             Προφητεία του Ιερεμία κατά της Αιγύπτου

Ιερ. 50,8            καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρὸς Ἱερεμίαν ἐν Τάφνας λέγων·

Ιερ. 50,8                   Εκεί, εις Ταφνας, ήλθε παρά Κυρίου λόγος προς τον Ιερεμίαν ο εξής·

Ιερ. 50,9            λαβὲ σεαυτῷ λίθους μεγάλους καὶ κατάκρυψον αὐτοὺς ἐν προθύροις, ἐν πύλῃ τῆς οἰκίας Φαραὼ ἐν Τάφνας, κατ᾿ ὀφθαλμοὺς ἀνδρῶν Ἰούδα

Ιερ. 50,9                   Παρε μαζή σου μεγάλους λίθους και κρύψε καλά αυτούς εις την είσοδον της πύλης του ανακτόρου του Φαραώ εις Ταφνας, εμπρός εις τα μάτια των Ιουδαίων,

Ιερ. 50,10          καὶ ἐρεῖς· οὕτως εἶπε Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω καὶ ἄξω Ναβουχοδονόσορ βασιλέα Βαβυλῶνος, καὶ θήσει αὐτοῦ τὸν θρόνον ἐπάνω τῶν λίθων τούτων, ὧν κατέκρυψας, καὶ ἀρεῖ τὰ ὅπλα αὐτοῦ ἐπ᾿ αὐτοὺς

Ιερ. 50,10                 και θα πης· έτσι είπεν ο Κυριος· Ιδού εγώ στέλλω, προσκαλώ και οδηγώ τον Ναβουχοδονόσορα, βασιλέα της Βαβυλώνας, και αυτός θα στήση τον θρόνον του επάνω στους λίθους τούτους, τους οποίους έκρυψες, και τα όπλα του θα υψώση σύμβολον θριάμβου επάνω εις αυτούς τους λίθους.

Ιερ. 50,11          καὶ εἰσελεύσεται καὶ πατάξει γῆν Αἰγύπτου, οὓς εἰς θάνατον, εἰς θάνατον, καὶ οὓς εἰς ἀποικισμόν, εἰς ἀποικισμόν, καὶ οὓς εἰς ῥομφαίαν, εἰς ῥομφαίαν.

Ιερ. 50,11                  Θα εισελθη έπειτα και θα κτυπήση την γην Αιγύπτου και θα παραδώση τους δια λοιμόν στον λοιμόν, τους δια την εξορίαν εις εξορίαν, τους δια το στόμα της ρομφαίας εις ρομφαίαν.

Ιερ. 50,12          καὶ καύσει πῦρ ἐν οἰκίαις τῶν θεῶν αὐτῶν καὶ ἐμπυριεῖ αὐτὰς καὶ ἀποικιεῖ αὐτοὺς καὶ φθειριεῖ γῆν Αἰγύπτου, ὥσπερ φθειρίζει ποιμὴν τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ, καὶ ἐξελεύσεται ἐν εἰρήνῃ,

Ιερ. 50,12                 Καταστρεπτικόν πυρ θα άναψη στους ναούς των θεών της Αιγύπτου και θα κατακαύση πλήρως αυτούς, τους δε θεούς θα τους μεταφέρη ωσάν αιχμαλώτους εις ξένην γην. Οπως δε ο ποιμήν καθαρίζει το ιμάτιόν του από τας φθείρας, έτσι και αυτός θα καθαρίση και θα ερημώση την γην της Αιγύπτου, και έπειτα θα απέλθη ειρηνικώς στον τόπον του.

Ιερ. 50,13          καὶ συντρίψει τοὺς στύλους Ἡλιουπόλεως, τοὺς ἐν Ὤν, καὶ τὰς οἰκίας αὐτῶν κατακαύσει ἐν πυρί.

Ιερ. 50,13                  Θα συντρίψη τους στύλους του ναού της Ηλιουπόλεως, που ευρίσκονται εις την Ων, και τας οικίας θα παραδώση στο πυρ.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 51- ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΙΕΡΕΜΙΑ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΙΟΥΔΑΙΩΝ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΟΥ (Μασ. 44)

                             Προφητεία του Ιερεμία κατά των Ιουδαίων της Αιγύπτου

Ιερ. 51,1            Ὁ λόγος ὁ γενόμενος πρὸς Ἱερεμίαν ἅπασι τοῖς Ἰουδαίοις τοῖς κατοικοῦσιν ἐν γῇ Αἰγύπτου καὶ τοῖς καθημένοις ἐν Μαγδώλῳ καὶ ἐν Τάφνας καὶ ἐν γῇ Παθούρης λέγων·

Ιερ. 51,1                     Ο λόγος του Κυρίου, ο οποίος έγινε προς τον Ιερεμίαν, δια να ανακοινωθή προς όλους τους Ιουδαίους, που κατοικούν εις την χώραν της Αιγύπτου, στους εγκατεστημένους εις Μαγδωλον, εις Ταφνας και εις την περιοχήν της Παθούρης. Ο λόγος αυτός ήτο ο εξής·

Ιερ. 51,2            οὕτως εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ· ὑμεῖς ἑωράκατε πάντα τὰ κακά, ἃ ἐπήγαγον ἐπὶ Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐπὶ τὰς πόλεις Ἰούδα, καὶ ἰδού εἰσιν ἔρημοι ἀπὸ ἐνοίκων

Ιερ. 51,2                    Ετσι είπεν ο Κυριος ο Θεός του Ισραήλ· Σεις είδατε όλας τας τιμωρίας και τας συμφοράς, τας οποίας εξαπέστειλα εναντίον της Ιερουσαλήμ και εναντίον των πόλεων του ιουδαϊκού βασιλείου· και ιδού, όλαι αύται είναι έρημοι πλέον από κατοίκους.

Ιερ. 51,3            ἀπὸ προσώπου πονηρίας αὐτῶν, ἧς ἐποίησαν παραπικρᾶναί με πορευθέντες θυμιᾶν θεοῖς ἑτέροις, οἷς οὐκ ἔγνωτε.

Ιερ. 51,3                    Τούτο δε εξ αιτίας της κακίας των ανθρώπων, την οποίαν αυτοί διέπραξαν, ώστε να με παραπικράνουν και να με εξερεθίσουν, διότι επορεύθησαν να λατρεύσουν και να προσφέρουν θυμίαμα εις θεούς ξένους, ειδωλολατρικούς, τους οποίους προηγουμένως δεν εγνωρίζατε.

Ιερ. 51,4            καὶ ἀπέστειλα πρὸς ὑμᾶς τοὺς παῖδάς μου τοὺς προφήτας ὄρθρου καὶ ἀπέστειλα λέγων· μὴ ποιήσητε τὸ πρᾶγμα τῆς μολύνσεως ταύτης, ἧς ἐμίσησα.

Ιερ. 51,4                    Εγώ απέστειλα προς σας τους δούλους μου, τους προφήτας, πολύ ενωρίς. Τους απέστειλα, δια να σας είπω· Μη διαπράξετε το βδελυρόν τούτο αμάρτημα της ειδωλολατρείας, που εγώ έχω μισήσει.

Ιερ. 51,5            καὶ οὐκ ἤκουσάν μου, καὶ οὐκ ἔκλιναν τὸ οὖς αὐτῶν ἀποστρέψαι ἀπὸ τῶν κακῶν αὐτῶν πρὸς τὸ μὴ θυμιᾶν θεοῖς ἑτέροις.

Ιερ. 51,5                    Εκείνοι όμως δεν με ήκουσαν. Δεν έδωσαν προσοχήν εις τα λόγιά μου, ώστε να απομακρυνθούν από τας αμαρτίας των και να μη προσφέρουν θυσίας θυμιάματος εις ξένους θεούς.

Ιερ. 51,6            καὶ ἔσταξεν ἡ ὀργή μου καὶ ὁ θυμός μου καὶ ἐξεκαύθη ἐν πόλεσιν Ἰούδα καὶ ἔξωθεν Ἱερουσαλήμ, καὶ ἐγενήθησαν εἰς ἐρήμωσιν καὶ εἰς ἄβατον ὡς ἡ ἡμέρα αὕτη.

Ιερ. 51,6                    Η Οργ μου εξεσπασε τότε και ο θυμός μου εξεκαύθη εναντίον των πόλεων της Ιουδαίας, εντός και εκτός από την Ιερουσαλήμ, και έγιναν αυταί έρημοι και άβατοι, όπως μαρτυρεί και η σημερινή ημέρα.

Ιερ. 51,7            καὶ νῦν οὕτως εἶπε Κύριος παντοκράτωρ· ἱνατί ὑμεῖς ποιεῖτε κακὰ μεγάλα ἐπὶ ψυχαῖς ὑμῶν ἐκκόψαι ὑμῶν ἄνθρωπον καὶ γυναῖκα, νήπιον καὶ θηλάζοντα ἐκ μέσου Ἰούδα πρὸς τὸ μὴ καταλειφθῆναι ὑμῶν μηδένα,

Ιερ. 51,7                    Και τώρα αυτά είπε Κυριος ο παντοκράτωρ·διατί σεις διαπράττετε αυτά τα μεγάλα κακά εναντίον της ζωής σας, ώστε να ξεκόψετε και να ξερριζώσετε όλους τους άνδρας και τα βρέφη, τα οποία θηλάζουν, από την Ιοδαίαν γην, δια να μη μείνη κανείς από σας εκεί;

Ιερ. 51,8            παραπικρᾶναί με ἐν τοῖς ἔργοις τῶν χειρῶν ὑμῶν θυμιᾶν θεοῖς ἑτέροις ἐν γῇ Αἰγύπτῳ, εἰς ἣν ἤλθατε κατοικεῖν ἐκεῖ, ἵνα ἐκκοπῆτε καὶ ἵνα γένησθε εἰς κατάραν καὶ εἰς ὀνειδισμὸν ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσι τῆς γῆς;

Ιερ. 51,8                    Διατί με παρεπικράνατε και με εξεριθίσατε με τα έργα των χειρών σας, με το ότι προσεφέρατε θυσίαν θυμιάματος εις ξένους θεούς, ειδωλολατρικούς, εις την χώραν της Αιγύπτου, εις την οποίαν εισήλθατε, δια να εγκατασταθήτε εκεί; Και ταύτα δια να εξολοθρευθήτε και να γίνετε αντικείμενον κατάρας και εμπαιγμού εις όλα τα έθνη της γης.

Ιερ. 51,9            μὴ ἐπιλέλησθε ὑμεῖς τῶν κακῶν τῶν πατέρων ὑμῶν καὶ τῶν κακῶν τῶν βασιλέων Ἰούδα καὶ τῶν κακῶν τῶν ἀρχόντων ὑμῶν καὶ τῶν κακῶν τῶν γυναικῶν ὑμῶν, ὧν ἐποίησαν ἐν γῇ Ἰούδα καὶ ἔξωθεν Ἱερουσαλήμ;

Ιερ. 51,9                    Μηπως έχετε λησμονήσει τας πονηρίας των προγόνων σας και των κακών βασιλέων της Ιουδαίας και των κακών αρχόντων σας και των πονηρών γυναικών σας, αυτά τα κακά, τα οποία διέπραξαν εις την ιουδαϊκήν γην εντός και εκτός από την Ιερουσαλήμ;

Ιερ. 51,10          καὶ οὐκ ἐπαύσαντο ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης καὶ οὐκ ἀντείχοντο τῶν προσταγμάτων μου, ὣν ἔδωκα κατὰ πρόσωπον τῶν πατέρων αὐτῶν.

Ιερ. 51,10                  Και μέχρι της ημέρας αυτής δεν έπαυσαν να αμαρτάνουν, και δεν εκράτησαν ούτε ετήρησαν τα προστάγματα μου· αυτά τα οποία εγώ έδωκα ενώπιον των προγόνων των.

Ιερ. 51,11          διὰ τοῦτο οὕτως εἶπε Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ ἐφίστημι τὸ πρόσωπόν μου

Ιερ. 51,11                   Δια τούτο έτσι είπεν ο Κυριος· Ιδού εγώ στρέφω και στηρίζω το πρόσωπόν μου εναντίον σας.

Ιερ. 51,12          τοῦ ἀπολέσαι πάντας τοὺς καταλοίπους τοὺς ἐν Αἰγύπτῳ, καὶ πεσοῦνται ἐν ῥομφαίᾳ καὶ ἐν λιμῷ ἐκλείψουσιν ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου καὶ ἔσονται εἰς ὀνειδισμὸν καὶ εἰς ἀπώλειαν καὶ εἰς κατάραν.

Ιερ. 51,12                  Και αυτό, δια να καταστρέψω όλους τους απομείναντας Ιουδαίους εις την Αίγυπτον, οι οποίοι και θα πέσουν εν στόματι μαχαίρας, θα εξολοθρευθούν από την πειναν, από μικρόν έως μεγάλον. Θα γίνουν αντικείμενον εμπαιγμού και ολέθρου και κατάρας.

Ιερ. 51,13          καὶ ἐπισκέψομαι ἐπὶ τοὺς καθημένους ἐν γῇ Αἰγύπτῳ ὡς ἐπεσκεψάμην ἐπὶ Ἱερουσαλὴμ ἐν ῥομφαίᾳ καὶ ἐν λιμῷ καὶ ἐν θανάτῳ,

Ιερ. 51,13                  Θα επισκεφθώ εν τη δικαιοσύνη μου και θα τιμωρήσω αυτούς, που είναι εγκατεστημένοι εις την Αίγυπτον, όπως επεσκέφθην και ετιμώρησα την Ιερουσαλήμ με ρομφαίαν και με λιμόν και με θανατηφόρον νόσον.

Ιερ. 51,14          καὶ οὐκ ἔσται σεσωσμένος οὐθεὶς τῶν ἐπιλοίπων Ἰούδα τῶν παροικούντων ἐν γῇ Αἰγύπτῳ τοῦ ἐπιστρέψαι εἰς γῆν Ἰούδα, ἐφ᾿ ἣν αὐτοὶ ἐλπίζουσι ταῖς ψυχαῖς αὐτῶν τοῦ ἐπιστρέψαι ἐκεῖ· οὐ μὴ ἐπιστρέψωσιν ἀλλ᾿ ἢ ἀνασεσωσμένοι.

Ιερ. 51,14                  Κανείς από τους απομείνατας Ιουδαίους, που κατοικούν εις την χώραν της Αιγύπτου, δεν θα διασωθή, ώστε να επανέλθη εις την χώραν της Ιουδαίας, εις την οποίαν ποθούν και ελπίζουν με όλην των την ψυχήν να επανέλθουν. Δεν θα επανέλθουν, παρά μόνον ελάχιστοι, που θα διασωθούν από την κα-ταστροφήν.

Ιερ. 51,15          καὶ ἀπεκρίθησαν τῷ Ἱερεμίᾳ πάντες οἱ ἄνδρες οἱ γνόντες ὅτι θυμιῶσιν αἱ γυναῖκες αὐτῶν θεοῖς ἑτέροις καὶ πᾶσαι αἱ γυναῖκες, συναγωγὴ μεγάλη, καὶ πᾶς ὁ λαὸς οἱ καθήμενοι ἐν γῇ Αἰγύπτῳ, ἐν Παθουρῇ, λέγοντες·

Ιερ. 51,15                  Τοτε όλοι οι άνδρες, οι οποίοι επληροφορήθησαν ότι αι γυναίκες των προσέφεραν θυσίαν θυμιάματος εις ξένους θεούς και όλαι αι γυναίκες, μεγάλη συγκέντρωσις λαού, όλος ο λαός, ο οποίος είχεν εγχατασταθή εις την χώραν της Αιγύπτου εις Παθουρήν, απήντησαν προς τον Ιερεμίαν και είπαν·

Ιερ. 51,16          ὁ λόγος, ὃν ἐλάλησας πρὸς ἡμᾶς τῷ ὀνόματι Κυρίου, οὐκ ἀκούσομέν σου,

Ιερ. 51,16                  “Δεν θα ακούσωμεν σε και δεν θα υπακούσωμεν στον λόγον, τον οποίον εξ ονόματος του Κυρίου είπες προς ημάς,

Ιερ. 51,17          ὅτι ποιοῦντες ποιήσομεν πάντα τὸν λόγον, ὃς ἐξελεύσεται ἐκ τοῦ στόματος ἡμῶν, θυμιᾶν τῇ βασιλίσσῃ τοῦ οὐρανοῦ καὶ σπένδειν αὐτῇ σπονδάς, καθὰ ἐποιήσαμεν ἡμεῖς καὶ οἱ πατέρες ἡμῶν καὶ οἱ βασιλεῖς ἡμῶν καὶ οἱ ἄρχοντες ἡμῶν ἐν πόλεσιν Ἰούδα καὶ ἔξωθεν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐπλήσθημεν ἄρτων καὶ ἐγενόμεθα χρηστοὶ καὶ κακὰ οὐκ εἴδομεν·

Ιερ. 51,17                  αλλά οπωσδήποτε θα πράξωμεν αυτό, το οποίον βγαίνει από το στόμα μας και από την καρδίαν μας. Θα προσφέρωμεν θυμίαμα εις την βασίλισσαν του ουρανού, την Σελήνην, θα προσφέρωμεν σπονδάς εις αυτήν, όπως επράξαμεν ημείς προηγουμένως και οι πρόγονοί μας και οι βασιλείς μας και οι άρχοντες μας, εις τας πόλστου Ιούδα, στους δρόμους της Ιερουσαλήμ και είχαμεν χορτάσει από άρτους, εζήσαμεν ευτυχείς, και κανένα κακόν δεν είδαμεν.

Ιερ. 51,18          καὶ ὡς διελίπομεν θυμιῶντες τῇ βασιλίσσῃ τοῦ οὐρανοῦ, ἠλαττώθημεν πάντες καὶ ἐν ῥομαίᾳ καὶ ἐν λιμῷ ἐξελίπομεν.

Ιερ. 51,18                  Οταν όμως επαύσαμεν να προσφέρωμεν θυμίαμα εις σελήνην, την βασίλισσαν του ουρανού, εστερήθημεν όλοι από όλα και εξωλοθρεύθημεν με εχθριικην ρομφαίαν και με τον λιμόν.

Ιερ. 51,19          καὶ ὅτι ἡμεῖς θυμιῶμεν τῇ βασιλίσσῃ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἐσπείσαμεν αὐτῇ σπονδάς, μὴ ἄνευ τῶν ἀνδρῶν ἡμῶν ἐποιήσαμεν αὐτῇ χαυῶνας καὶ ἐσπείσαμεν αὐτῇ σπονδάς;-

Ιερ. 51,19                  Αλλά και ημείς αι γυναίκες, όταν προσεφέραμεν θυσίαν θυμιάματος εις την βασίλισσαν του ουρανού, και εκάμαμεν εις αυτήν σπονδάς, μήπως εν αγνοία των συζύγων μας προσεφέραμεν εις αυτήν πλακούντια με την εικόνα της και εκάναμεν προς αυτήν σπονδάς;”

Ιερ. 51,20          Καὶ εἶπεν Ἱερεμίας ἀντὶ τῷ λαῷ, τοῖς δυνατοῖς καὶ ταῖς γυναιξὶ καὶ παντὶ τῷ λαῷ, τοῖς ἀποκριθεῖσιν αὐτῷ λόγους, λέγων·

Ιερ. 51,20                 Ο Ιερεμίας απήντησε τότε εις όλον τον λαόν, στους επισήμους άνδρας και εις τας γυναίκας και εις όλους εκείνους, οι οποίοι του είπαν τους ανωτέρω λόγους, και είπεν·

Ιερ. 51,21          οὐχὶ τοῦ θυμιάματος, οὗ ἐθυμιάσατε ἐν ταῖς πόλεσιν Ἰούδα καὶ ἔξωθεν Ἱερουσαλὴμ ὑμεῖς καὶ οἱ πατέρες ὑμῶν καὶ οἱ βασιλεῖς ὑμῶν καὶ οἱ ἄρχοντες ὑμῶν καὶ ὁ λαὸς τῆς γῆς, ἐμνήσθη Κύριος, καὶ ἀνέβη ἐπὶ τὴν καρδίαν αὐτοῦ;

Ιερ. 51,21                  “Ακριβώς αυτή η θυσία του θυμιάματος, που προσεφέρατε σεις εις τας πόλεις της Ιουδαίας, εις τας οδούς της Ιερουσαλήμ, σεις και οι πρόγονοί σας και οι βασιλείς σας και οι άρχοντές σας και ο λαός της χώρας, ακριβώς αυτά δεν ενεθυμήθη ο Θεός και αι κακαί σας αυταί πράξεις δεν ανέβησαν εις την καρδίου του;

Ιερ. 51,22          καὶ οὐκ ἠδύνατο Κύριος ἔτι φέρειν ἀπὸ προσώπου πονηρίας πραγμάτων ὑμῶν καὶ ἀπὸ τῶν βδελυγμάτων ὑμῶν, ὧν ἐποιήσατε· καὶ ἐγενήθη ἡ γῆ ὑμῶν εἰς ἐρήμωσιν καὶ εἰς ἄβατον καὶ εἰς ἀρὰν ὡς ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ,

Ιερ. 51,22                 Ο Κυριος δεν ημπορούσε πλέον να βαστάση τα πονηρά σας έργα και τα βδελυρά είδωλα, τα οποία σεις κατεσκευάσατε. Δια τούτο και κατήντησεν η χώρα σας έρημος και άβατος και κατηραμένη, όπως μαρτυρεί η σημερινή ημέρα.

Ιερ. 51,23          ἀπὸ προσώπου, ὧν ἐθυμιᾶτε καὶ ὧν ἡμάρτετε τῷ Κυρίῳ καὶ οὐκ ἠκούσατε τῆς φωνῆς Κυρίου καὶ ἐν τοῖς προστάγμασιν αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ νόμῳ καὶ ἐν τοῖς μαρτυρίοις αὐτοῦ οὐκ ἐπορεύθητε, καὶ ἐπελάβετο ὑμῶν τὰ κακὰ ταῦτα.

Ιερ. 51,23                  Αυτά δε εξ αιτίας του θυμιάματος, το οποίον προσεφέρατε εις τα είδωλα και δια του οποίου διεπράξατε αμαρτήματα ενώπιον του Κυρίου· δεν υπηκούσατε εις την εντολήν του Κυρίου και εις τα προστάγματά του, στον Νομμον του και εις τα μαρτύριά του δεν επορεύθητε. Δια τα αμαρτήματά σας αυτά σας κατέλαβαν αι συμφοραί”.

Ιερ. 51,24          καὶ εἶπεν Ἱερεμίας τῷ λαῷ καὶ ταῖς γυναιξίν· ἀκούσατε λόγον Κυρίου·

Ιερ. 51,24                 Είπεν ακόμη ο Ιερεμίας στον λαόν και τας γυναίκας· “ακούσατε τον λόγον του Κυρίου·

Ιερ. 51,25          οὕτως εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ· ὑμεῖς γυναῖκες τῷ στόματι ὑμῶν ἐλαλήσατε καὶ ταῖς χερσὶν ὑμῶν ἐπληρώσατε λέγουσαι· ποιοῦσαι ποιήσομεν τὰς ὁμολογίας ἡμῶν, ἃς ὡμολογήσαμεν, θυμιᾶν τῇ βασιλίσσῃ τοῦ οὐρανοῦ καὶ σπένδειν αὐτῇ σπονδάς· ἐμμείνασαι ἐνεμείνατε ταῖς ὁμολογίαις ὑμῶν καὶ ποιοῦσαι ἐποιήσατε.

Ιερ. 51,25                  έτσι είπεν ο Κυριος ο Θεός του ισραηλιτυκου λαού· σεις, αι γυναίκες με το στάμα σας είπατε και με τα χέρια σας διεπράξατε το αμάρτημα της ειδώλολατρείας λέγουσαι· ημείς εξαπαντος θα εκπληρώσωμεν τα τάματα, τα οποία ετάξαμεν να ποοσφέρωμεν, δηλαδή θυσίαν θυμιάματος εις την βασίλισσαν του ουρανού, και να προσφέρωμεν εις αυτήν σπονδάς. Με μεγάλην επιμονήν επεμείνατε εις την εκπλήρωσιν των ομολογιών σας αυτών και με πείσμα επράξατε αυτά, που είχατε τάξει.

Ιερ. 51,26          διὰ τοῦτο ἀκούσατε λόγον Κυρίου, πᾶς Ἰούδα οἱ καθήμενοι ἐν γῇ Αἰγύπτῳ· ἰδοὺ ὤμοσα τῷ ὀνόματί μου τῷ μεγάλῳ, εἶπε Κύριος, ἐὰν γένηται ἔτι ὄνομά μου ἐν τῷ στόματι παντὸς Ἰούδα εἰπεῖν· ζῇ Κύριος Κύριος, ἐν πάσῃ γῇ Αἰγύπτῳ.

Ιερ. 51,26                 Δια τούτο ακούσατε τον λόγον Κυρίου όλοι οι Ιουδαίοι, οι οποίοι παραμένουν εις την χώραν της Αιγύπτου· ιδού, είπεν ο Κυριος, ωρκίσθην στο Ονομά μου το μεγάλο, ότι κανείς πλέον Ιουδαίος, από εκείνους που έχουν εγκατασταθή εις όλην την χώραν της Αιγύπτου, δεν θα προφέρη πλέον το Ονομα μου ορκιζομενος και λέγων· “ζη Κυριος Κυριος”.

Ιερ. 51,27          ὅτι ἐγὼ ἐγρήγορα ἐπ᾿ αὐτοὺς τοῦ κακῶσαι αὐτοὺς καὶ οὐκ ἀγαθῶσαι, καὶ ἐκλείψουσι πᾶς Ἰούδα, οἱ κατοικοῦντες ἐν γῇ Αἰγύπτῳ, ἐν ῥομφαίᾳ καὶ ἐν λιμῷ, ἕως ἂν ἐκλίπωσι.

Ιερ. 51,27                  Διότι εγώ είμαι πάντοτε άγρυπνος εναντίον αυτών, δια να αποστείλω τιμωρίας και όχι ευλογίας. Ολοι οι Ιουδαίοι, οι οποίοι κατοικούν εις την Αίγυπτον, θα εξολοθρευθούν, θα πέσουν εν ρομφαία θα αποθάνουν από την πείναν, έως ότου εκλείψουν τελείως.

Ιερ. 51,28          καὶ οἱ σεσωσμένοι ἀπὸ ῥομφαίας ἐπιστρέψουσιν εἰς γῆν Ἰούδα ὀλίγοι ἀριθμῷ, καὶ γνώσονται οἱ κατάλοιποι Ἰούδα οἱ καταστάντες ἐν γῇ Αἰγύπτῳ κατοικῆσαι ἐκεῖ, λόγος τίνος ἐμμενεῖ.

Ιερ. 51,28                 Ολίγαριθμοι θα είναι εκείνοι, οι οποίοι θα διασωθούν από την έχθρικην ρομφαίαν και θα επανέλθουν εις την Ιουδαίαν. Οι υπόλοιποι Ιουδαίοι, οι οποίοι έχουν εγκατασταθή εις την Αίγυπτον δια να παραμείνουν μονίμως εκεί, θα μάθουν τίνος ο λόγος είναι οριστικός και αμετάκλητος, ο ιδικός των η ο ιίδικός μου.

Ιερ. 51,29          καὶ τοῦτο τὸ σημεῖον ὑμῖν ὅτι ἐπισκέψομαι ἐγὼ ἐφ᾿ ὑμᾶς εἰς πονηρά·

Ιερ. 51,29                 Αυτό δε είναι το σημείον, που σας δίδω, ότι εγώ θα σας επισκεφθώ εν τη δικαιοσύνη μου, δια να σας τιμωρήσω δια τα πονηρά σας έργα.

Ιερ. 51,30          οὕτως εἶπε Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ δίδωμι τὸν Οὐαφρῆ βασιλέα Αἰγύπτου εἰς χεῖρας ἐχθροῦ αὐτοῦ καὶ εἰς χεῖρας ζητούντων τὴν ψυχὴν αὐτοῦ, καθὰ ἔδωκα τὸν Σεδεκίαν βασιλέα Ἰούδα εἰς χεῖρας Ναβουχοδονόσορ βασιλέως Βαβυλῶνος ἐχθροῦ αὐτοῦ καὶ ζητοῦντος τὴν ψυχὴν αὐτοῦ.

Ιερ. 51,30                  Ετσι είπεν ο Κυριος· Ιδού εγώ παραδίδω τον Ουαφρή, βασιλέα της Αιγύπτου, εις τα χέρια των εχθρών του, εις τα χέρια εκείνων οι όποίοι ζητούν να τον θανατώσουν, όπως παρέδωκα τον Σεδεκίαν, βασιλέα της Ιουδαίος, εις τα χέρια του Ναβουχοδονόσορος, βασιλέως της Βαβυλώνος, εχθρού του, ο ποίος εζητούσε να τον θανατώση.

Ιερ. 51,31          (Μασ. 45,1-5 ). Ὁ λόγος ὃν ἐλάλησεν Ἱερεμίας ὁ προφήτης πρὸς Βαροὺχ υἱὸν Νηρίου, ὅτε ἔγραφε τοὺς λόγους τούτους ἐν τῷ βιβλίῳ ἀπὸ στόματος Ἱερεμίου ἐν τῷ ἐνιαυτῷ τῷ τετάρτῳ Ἰωακεὶμ υἱῷ Ἰωσία, βασιλέως Ἰούδα.

Ιερ. 51,31                  Αυτός είναι ο λόγος, τον οποίον ο προφήτης Ιερεμίας είπε προς τον Βαρούχ, υιόν του Νηρίου, όταν εκείνος κατέγραφε τους λόγους τούτους εις περγαμηνήν, καθ' υπαγόρευσιν του Ιερεμίου, κατά το τέταρτον έτος του Ιωακείμ, υιού του Ιωσίου, βασιλέως της Ιουδαίας.

Ιερ. 51,32          οὕτως εἶπε Κύριος ἐπὶ σοί, Βαρούχ·

Ιερ. 51,32                  Ετσι είπεν ο Κυριος προς σε Βαρούχ·

Ιερ. 51,33          ὅτι εἶπας· οἴμοι οἴμοι, ὅτι προσέθηκε Κύριος κόπον ἐπὶ πόνον μοι, ἐκοιμήθην ἐν στεναγμοῖς, ἀνάπαυσιν οὐχ εὗρον,

Ιερ. 51,33                  Επειδή συ είπες αλλοίμόνον αλλοίμονον εις εμέ, διότι ο Κυριος προσέθεσε θλίψιν επάνω εις την άλλην θλίψιν, εκοιμήθην εις συνεχείς αναστεναγμούς, δεν ευρήκα ανάπαυσιν,

Ιερ. 51,34          εἰπὸν αὐτῷ· οὕτως εἶπε Κύριος· ἰδοὺ οὓς ἐγὼ ᾠκοδόμησα, ἐγὼ καθαιρῷ, καὶ οὓς ἐγὼ ἐφύτευσα, ἐγὼ ἐκτίλλω.

Ιερ. 51,34                  ο Κυριος μου εδωσεν εντολήν να σου είπω· ειπέ εις αυτόν, έτσι είπεν ο Κυριος· ιδού, εγώ θα κρημνίσω εκείνους, τους οποίους οικοδόμησα, και θα ξεριζώσω εκείνους, τους οποίους εγώ εφύτευσα.

Ιερ. 51,35          καὶ σὺ ζητήσεις σεαυτῷ μεγάλα; μὴ ζητήσῃς, ὅτι ἰδοὺ ἐγὼ ἐπάγω κακὰ ἐπὶ πᾶσαν σάρκα, λέγει Κύριος. καὶ δώσω τὴν ψυχήν σου εἰς εὕρημα ἐν παντὶ τόπῳ, οὗ ἐὰν βαδίσῃς ἐκεῖ.

Ιερ. 51,35                  Και συ έπειτα από τας συμφοράς αυτάς, θα ζητήσης δια τον εαυτόν σου μεγάλας ευεργεσίας; Μη ζητήσης, διότι ιδού εγώ θα επιφέρω συμφοράς και τιιμωρίας εναντίον παντός ανθρώπου, λέγει ο Κυριος. Την ζωήν σου όμως εγώ θα την προφυλάξω εις οιονδήποτε τόπον και αν πορευθης.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 52- Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΚΑΙ Η ΛΕΗΛΑΣΙΑ ΤΗΣ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ

                              Η καταστροφή και η λεηλασία της Ιερουσαλήμ

Ιερ. 52,1            Ὄντος εἰκοστοῦ καὶ ἑνὸς ἔτους Σεδεκίου ἐν τῷ βασιλεύειν αὐτόν, καὶ ἕνδεκα ἔτη ἐβασίλευσεν ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ ὄνομα τῇ μητρὶ αὐτοῦ Ἀμειτάαλ, θυγάτηρ Ἱερεμίου, ἐκ Λοβενά.

Ιερ. 52,1                    Ο Σεδεκίας εις ηλικίαν είκοσι και ενός ετών έγινε βασιλεύς. Εβασίλευσεν επί ένδεκα έτη εις την Ιερουσαλήμ. Η μητέρα του ωνομάζετο Αμειτάαλ και ήτο θυγάτηρ του Ιερεμίου, του καταγόμενου από την Λοβενά.

Ιερ. 52,4            καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἔτει τῷ ἐνάτῳ τῆς βασιλείας αὐτοῦ, ἐν μηνὶ τῷ δεκάτῳ, δεκάτῃ τοῦ μηνός, ἦλθε Ναβουχοδονόσορ βασιλεὺς Βαβυλῶνος καὶ πᾶσα ἡ δύναμις αὐτοῦ ἐπὶ Ἱερουσαλὴμ καὶ περιεχαράκωσαν αὐτὴν καὶ περιῳκοδόμησαν αὐτὴν τετραπέδοις λίθοις κύκλῳ.

Ιερ. 52,4                   Κατά το ένατον έτος της βασιλείας του, τον δέκατον μήνα, την δεκάτην του μηνός αυτού, επήλθεν ο Ναβουχοδονόσορ ο βασιλεύς της Βαβυλώνος, και όλη η στρατιωτική αυτού δύναμις, εναντίον της Ιερουσαλήμ. Την επολιόρκησεν, ανήγειρε χαρακώματα και οικοδόμησε γύρω από αυτήν τείχη με λίθους τετραπλεύρους πελεκητούς.

Ιερ. 52,5            καὶ ἦλθεν ἡ πόλις εἰς συνοχὴν ἕως ἑνδεκάτου ἔτους τῷ βασιλεῖ Σεδεκίᾳ·

Ιερ. 52,5                   Η πόλις επολιορκείτο μέχρι του ενδεκάτου έτους της βασιλείας του Σεδεκίου.

Ιερ. 52,6            ἐν τῇ ἐνάτῃ τοῦ μηνὸς καὶ ἐστερεώθη ὁ λιμὸς ἐν τῇ πόλει, καὶ οὐκ ἦσαν ἄρτοι τῷ λαῷ τῆς γῆς.

Ιερ. 52,6                   Κατά την ενάτην του τετάρτου μηνός του έτους αυτού η πείνα ενετάθη παρά πολύ εις την Ιερουσαλήμ. Αρτοι δεν υπήρχον πλέον δια τον λαόν της πόλεως.

Ιερ. 52,7            καὶ διεκόπη ἡ πόλις, καὶ πάντες οἱ ἄνδρες οἱ πολεμισταὶ ἐξῆλθον νυκτὸς κατὰ τὴν ὁδὸν τῆς πύλης ἀναμέσον τοῦ τείχους καὶ τοῦ προτειχίσματος, ὃ ἦν κατὰ τὸν κῆπον τοῦ βασιλέως, καὶ οἱ Χαλδαῖοι ἐπὶ τῆς πόλεως κύκλῳ. καὶ ἐπορεύθησαν ὁδὸν τὴν εἰς Ἄραβα,

Ιερ. 52,7                   Τοτε έγινεν ένα ρήγμα στο τείχος της πόλεως και όλοι οι πολεμισταί άνδρες εξήλθαν από την πόλιν κατά το διάστημα της νυκτός δια της οδού, που ωδηγούσεν εις την πύλην την ευρισκομένην μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού τείχους πλησίον στους κήπους του βασιλέως. Οι Χαλδαίοι εξηκολούθουν να πολιορκούν την Ιερουσαλήμ. Οι φυγάδες εξήλθον και εβάδισαν την οδόν, η οποία ωδηγούσε εις την κοιλάδα του Ιορδάνου.

Ιερ. 52,8            καὶ κατεδίωξεν ἡ δύναμις τῶν Χαλδαίων ὀπίσω τοῦ βασιλέως καὶ κατέλαβον αὐτὸν ἐν τῷ πέραν Ἱεριχώ, καὶ πάντες οἱ παῖδες αὐτοῦ διεσπάρησαν ἀπ᾿ αὐτοῦ.

Ιερ. 52,8                   Ο στρατός όμως των Χαλδαίων, αντιληφθείς αυτούς, τους κατεδίωξεν οπίσω του βασιλέως, τον οποίον και συνέλαβαν πέραν από την Ιεριχώ. Ολοι οι δούλοι του βασιλέως διεσκορπίσθησαν και απεμακρύνθησαν από αυτόν.

Ιερ. 52,9            καὶ συνέλαβον τὸν βασιλέα καὶ ἤγαγον αὐτὸν πρὸς τὸν βασιλέα Βαβυλῶνος εἰς Δεβλαθά, καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ μετὰ κρίσεως.

Ιερ. 52,9                   Οι Χαλδαίοι συνέλαβαν τον βασιλέα και τον ωδήγησαν προς τον βασιλέα της Βαβυλώνος εις Δεβλαθά, ο οποίος και εξέφερε καταδικαστικήν απόφασιν εναντίον αυτού.

Ιερ. 52,10          καὶ ἔσφαξε βασιλεὺς Βαβυλῶνος τοὺς υἱοὺς Σεδεκίου κατ᾿ ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, καὶ πάντας τοὺς ἄρχοντας Ἰούδα ἔσφαξεν ἐν Δεβλαθά.

Ιερ. 52,10                 Ο βασιλεύς της Βαβυλώνος έσφαξε τους υιούς του Σεδεκίου εμπρός εις τα μάτια του, όπως επίσης έσφαξε και όλους τους άρχοντας της Ιουδαίας εις Δεβλαθά.

Ιερ. 52,11          καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς Σεδεκίου ἐξετύφλωσε καὶ ἔδησεν αὐτὸν ἐν πέδαις, καὶ ἤγαγεν αὐτὸν βασιλεὺς Βαβυλῶνος εἰς Βαβυλῶνα καὶ ἔδωκεν αὐτὸν εἰς οἰκίαν μύλωνος ἕως ἡμέρας ἧς ἀπέθανε.

Ιερ. 52,11                  Εβγαλε τα μάτια του Σεδεκίου και τον ετυφλωσε, τον έδεσε με χειροπέδας και τον ωδήγησεν ο βασιλεύς της Βαβυλώνος εις την Βαβυλώνα αιχμάλωτον. Τον παρέδωκεν εις την οικίαν ενός μυλωνά, όπου και παρέμεινε μέχρι του θανάτου του.

Ιερ. 52,12          καὶ ἐν μηνὶ πέμπτῳ, δεκάτῃ τοῦ μηνός, ἦλθε Ναβουζαρδὰν ὁ ἀρχιμάγειρος ὁ ἑστηκὼς κατὰ πρόσωπον τοῦ βασιλέως Βαβυλῶνος εἰς Ἱερουσαλήμ,

Ιερ. 52,12                 Κατά την δεκάτην ημέραν του πέμπτου μηνός ήλθεν ο Ναβουζαρδάν ο αρχιμάγειρας, ο έμπιστος του βασιλέως της Βαβυλώνος, εις την Ιερουσαλήμ

Ιερ. 52,13          καὶ ἐνέπρησε τὸν οἶκον Κυρίου καὶ τὸν οἶκον τοῦ βασιλέως καὶ πάσας τὰς οἰκίας τῆς πόλεως, καὶ πᾶσαν οἰκίαν μεγάλην ἐνέπρησεν ἐν πυρί.

Ιερ. 52,13                  και επυρπόλησε τον ναόν του Κυρίου, τα ανάκτορα του βασιλέως, όλας τας οικίας της πόλεως, και κάθε μεγάλην οικίαν την παρέδωκεν στο πυρ.

Ιερ. 52,14          καὶ πᾶν τεῖχος Ἱερουσαλὴμ κύκλῳ καθεῖλεν ἡ δύναμις τῶν Χαλδαίων, ἡ μετὰ τοῦ ἀρχιμαγείρου.

Ιερ. 52,14                 Ο στρατος των Χαλδαίων μαζή με τον αρχιμάγειρον και υπό την διοίκησιν αυτού εκρήμνισαν ολο το γύρω τείχος της πόλεως.

Ιερ. 52,16          καὶ τοὺς καταλοίπους τοῦ λαοῦ κατέλιπεν ὁ ἀρχιμάγειρος εἰς ἀμπελουργοὺς καὶ εἰς γεωργούς.

Ιερ. 52,16                 Ο αρχιμάγειρος αφήκεν εις την περιοχήν της Ιουδαίας μερικούς πτωχούς κατοίκους, αμπελουργούς και γεωργούς.

Ιερ. 52,17          καὶ τοὺς στύλους τοὺς χαλκοῦς τοὺς ἐν οἴκῳ Κυρίου καὶ τὰς βάσεις καὶ τὴν θάλασσαν τὴν χαλκῆν τὴν ἐν οἴκῳ Κυρίου συνέτριψαν οἱ Χαλδαῖοι καὶ ἔλαβον τὸν χαλκὸν αὐτῶν καὶ ἀπήνεγκαν εἰς Βαβυλῶνα.

Ιερ. 52,17                  Οι Χαλδαίοι συνέτριψαν τους χάλκινους στύλους, που υπήρχον στον ναόν του Κυρίου, τας βάσεις και την χαλκίνην δεξαμένην, που υπήρχαν εις την αυλήν του ναού του Κυρίου, επήραν τον χαλκόν αυτόν και τον μετέφεραν εις την Βαβυλώνα.

Ιερ. 52,18          καὶ τὴν στεφάνην καὶ τὰς φιάλας καὶ τὰς κρεάγρας καὶ πάντα τὰ σκεύη τὰ χαλκᾶ, ἐν οἷς ἐλειτούργουν ἐν αὐτοῖς,

Ιερ. 52,18                 Επήραν επίσης την στεφάνην και τας φιάλας και τας κρεάγρας και όλα τα χάλκινα σκεύη, δια των οποίων διεξήγετο η υπηρεσία στον ιερόν χώρον του ναού.

Ιερ. 52,19          καὶ τὰ σαφφὼθ καὶ τὰ μασμαρὼθ καὶ τοὺς ὑποχυτῆρας καὶ τὰς λυχνίας καὶ τὰς θυΐσκας καὶ τοὺς κυάθους, ἃ ἦν χρυσᾶ χρυσᾶ καὶ ἃ ἦν ἀργυρᾶ ἀργυρᾶ, ἔλαβεν ὁ ἀρχιμάγειρος.

Ιερ. 52,19                 Επήραν τους λέβητας και τους κρατήρας, τους υποχυτήρας και τας λυχνίας, τα θυμιατήρια και τους κυάθους, εκ των υποίων άλλα μεν ήσαν χρυσά και αλλά ήσαν αργυρά. Ολα τα επήρεν ο αρχιμάγειρος.

Ιερ. 52,20          καὶ οἱ στῦλοι δύο καὶ ἡ θάλασσα μία καὶ οἱ μόσχοι δώδεκα χαλκοῖ ὑποκάτω τῆς θαλάσσης, ἃ ἐποίησεν ὁ βασιλεὺς Σαλωμὼν εἰς οἶκον Κυρίου· οὐκ ἦν σταθμὸς τοῦ χαλκοῦ αὐτῶν.

Ιερ. 52,20                 Επρεν ακόμη τους δύο στύλους, την χαλκίνην δεξαμενήν και τους δώδεκα χαλκίνους μόσχους, που υπεβάσταζαν την δεξαμένην, αυτά τα οποία είχε κατασκευάσει ο βασιλεύς Σολομών δια τον ναόν του Κυρίου. Ητο ανυπολόγιστος ο ονκος του λεηλατηθέντος χαλκού.

Ιερ. 52,21          καὶ οἱ στῦλοι, τριακονταπέντε πηχῶν· ὕψος τοῦ στύλου τοῦ ἑνός, καὶ σπαρτίον δώδεκα πήχεων περιεκύκλου αὐτόν, καὶ τὸ πάχος αὐτοῦ δακτύλων τεσσάρων κύκλῳ,

Ιερ. 52,21                 Καθένας από τους δύο αυτούς στύλους είχεν ύψος τριάκοντα πέντε εβραϊκούς πήχεις η δε περίμετρος του κάθε στύλου, που τον περιέβαλεν, ήτο δώδεκα εβραϊκοί πήχεις. Το πάχος δε της περιμέτρου ήτο τέσσαρες δάκτυλοι.

Ιερ. 52,22          καὶ γεῖσος ἐπ᾿ αὐτοῖς χαλκοῦν, καὶ πέντε πήχεων τὸ μῆκος ὑπεροχὴ τοῦ γείσους τοῦ ἑνός, καὶ δίκτυον καὶ ῥόαι ἐπὶ τοῦ γείσους κύκλῳ, τὰ πάντα χαλκᾶ· καὶ κατὰ ταῦτα τῷ στύλῳ τῷ δευτέρῳ, ὀκτὼ ῥόαι τῷ πήχει τοῖς δώδεκα πήχεσι.

Ιερ. 52,22                 Το κιονόκρανον, που ευρίσκετο επάνω στον κάθε στύλον, ήτο και αυτό χάλκινον και είχεν ύψος πέντε εβραϊκούς πήχεις. Κυκλω από κάθε κιονόκρανον υπήρχε σκαλιστόν δίκτυον και ομοιώματα καρπού ροδιάς, όλα χάλκινα. Τα ίδια υπήρχαν και στον δεύτερον στύλον. Εις κάθε δε πήχυν από τους δώδεκα πήχεις της περιμέτρου, υπήρχαν και οκτώ ομοιώματα καρπών ροδιάς.

Ιερ. 52,23          καὶ ἦσαν αἱ ῥόαι ἐνενηκονταὲξ τὸ ἓν μέρος, καὶ ἦσαν αἱ πᾶσαι ῥόαι ἑκατὸν ἐπὶ τοῦ δικτύου κύκλῳ.

Ιερ. 52,23                 Γυρω από το δικτυωτόν υπήρχαν ενενηνταέξ ρόδια εξωτερικώς, εν συνόλω υπήρχον εκατόν.

Ιερ. 52,24          καὶ ἔλαβεν ὁ ἀρχιμάγειρος τὸν ἱερέα τὸν πρῶτον καὶ τὸν ἱερέα τὸν δευτεροῦντα καὶ τοὺς τρεῖς τοὺς φυλάττοντας τὴν ὁδὸν

Ιερ. 52,24                 Ο αρχιμάγειρος επήρεν ακόμη τον αρχιερέα και τον δεύτερον ιερέα και τους τρεις, οι οποίοι εφύλαττον την είσοδον.

Ιερ. 52,25          καὶ εὐνοῦχον ἕνα, ὃς ἦν ἐπιστάτης τῶν ἀνδρῶν τῶν πολεμιστῶν, καὶ ἑπτὰ ἄνδρας ὀνομαστοὺς τοὺς ἐν προσώπῳ τοῦ βασιλέως, τοὺς εὑρεθέντας ἐν τῇ πόλει, καὶ τὸν γραμματέα τῶν δυνάμεων, τὸν γραμματεύοντα τῷ λαῷ τῆς γῆς, καὶ ἑξήκοντα ἀνθρώπους ἐκ τοῦ λαοῦ τῆς γῆς, τοὺς εὑρεθέντας ἐν μέσῳ τῆς πόλεως·

Ιερ. 52,25                 Επρεν ένά ευνούχον, ο οποίος ήτο επόπτης των πολεμιστών ανδρών, επτά επισήμους άνδρας του βασιλικού περιβάλλοντος, οι οποίοι ευρέθησαν εις την Ιερουσαλήμ, τον γραμματέα επί των στρατιωτικών δυνάμεων, τον στρατολόγον της χώρας και εξήντα άλλους ανθρώπους από τον λαόν της χώρας, που ευρέθησαν μέσα εις την πόλιν.

Ιερ. 52,26          καὶ ἔλαβεν αὐτοὺς Ναβουζαρδὰν ὁ ἀρχιμάγειρος τοῦ βασιλέως καὶ ἤγαγεν αὐτοὺς πρὸς βασιλέα Βαβυλῶνος εἰς Δεβλαθά,

Ιερ. 52,26                 Ο Ναβουζαρδάν, ο αρχιμάγειρας του βασιλέως επήρεν αυτούς και τους ωδήγησεν εις Δεβλαθά προς τον βασιλέα της Βαβυλώνος.

Ιερ. 52,27          καὶ ἐπάταξεν αὐτοὺς βασιλεὺς Βαβυλῶνος ἐν Δεβλαθά, ἐν γῇ Αἰμάθ.

Ιερ. 52,27                 Ο βασιλεύς της Βαβυλώνος διέταξε και τούς εφονεύσαν εις την πόλιν Δεβλαθά, εις την περιοχήν Αιμάθ.

Ιερ. 52,31          καὶ ἐγένετο ἐν τῷ τριακοστῷ καὶ ἑβδόμῳ ἔτει, ἀποικισθέντος τοῦ Ἰωακεὶμ βασιλέως Ἰούδα ἐν τῷ δωδεκάτῳ μηνί, ἐν τῇ τετράδι καὶ εἰκάδι τοῦ μηνός, ἔλαβεν Οὐλαιμαραδὰχ βασιλεὺς Βαβυλῶνος ἐν τῷ ἐνιαυτῷ, ᾧ ἐβασίλευσε, τὴν κεφαλὴν Ἰωακεὶμ βασιλέως Ἰούδα καὶ ἐξήγαγεν αὐτὸν ἐξ οἰκίας, ἧς ἐφυλάσσετο·

Ιερ. 52,31                  Κατά το τριακοστόν έβδομον έτος της αιχμαλωσίας του Ιωακείμ, βασιλέως των Ιουδαίων, τον δωδέκατον μήνα, την εικοστήν τετάρτην του μηνός αυτού, έγινε βασιλεύς της Βαβυλώνος ο Ουλαιμαραδάχ. Κατά το έτος, που ανήλθεν στον θρόνον, ετίμησε τον Ιωακείμ βασιλέα της Ιουδαίας, και τον έβγαλεν από την φυλακήν, εις την οποίαν έμενε φυλακισμένος.

Ιερ. 52,32          καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ χρηστὰ καὶ ἔδωκε τὸν θρόνον αὐτοῦ ἐπάνω τῶν βασιλέων τῶν μετ᾿ αὐτοῦ ἐν Βαβυλῶνι·

Ιερ. 52,32                 Ωμιλησε προς αυτόν με καλωσύνην και ετοποθέτησε τον θρόνον του πρώτον μεταξύ των άλλων συναιχμαλώτων του βασιλέων εις την Βαβυλώνα.

Ιερ. 52,33          καὶ ἤλλαξε τὴν στολὴν τῆς φυλακῆς αὐτοῦ καὶ ἤσθιεν ἄρτον διὰ παντὸς κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ πάσας τὰς ἡμέρας, ἃς ἔζησε.

Ιερ. 52,33                 Αντικατέστησε την ενδυμασίαν της φυλακής με άλλην και συνέτρωγε με αυτόν πάντοτε όλας τας ημέρας της ζωής του.

Ιερ. 52,34          καὶ ἡ σύνταξις αὐτῷ ἐδίδοτο διὰ παντὸς παρὰ τοῦ βασιλέως Βαβυλῶνος ἐξ ἡμέρας εἰς ἡμέραν ἕως ἡμέρας, ἧς ἀπέθανεν.

Ιερ. 52,34                 Ο,τι άλλο εχρειάζετο δια την συντήρησίν του εχορηγείτο εις αυτόν πάντοτε από τον βασιλέα της Βαβυλώνος κάθε ημέραν μέχρι της ημέρας του θανάτου του.