ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΑΡΙΘΜΟΙ- ΚΕΦ. 9-12

 

 

Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΣΙΝΑ

ΓΟΓΓΥΣΜΟΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΩΥΣΗ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9- Ο ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ

Η ΝΕΦΕΛΗ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΗ ΣΚΗΝΗ ΤΟΥ ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ

                                    Ο εορτασμός του Πάσχα

Αρ. 9,1              Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν ἐν τῇ ἐρήμῳ Σινὰ ἐν τῷ ἔτει τῷ δευτέρῳ, ἐξελθόντων αὐτῶν ἐκ γῆς Αἰγύπτου ἐν τῷ μηνὶ τῷ πρώτῳ, λέγων·

Αρ. 9,1                       Κατά τον πρώτον μήνα του δευτέρου έτους από της εξόδου των Ισραηλιτών εκ της Αιγύπτου ωμίλησεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν εις την έρημον Σινά λέγων·

Αρ. 9,2              εἶπον καὶ ποιείτωσαν οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ τὸ πάσχα καθ᾿ ὥραν αὐτοῦ·

Αρ. 9,2                      “ειπέ να τελέσουν οι Ισραηλίται το Πασχα στον καθωρισμένον χρόνον, δηλαδή

Αρ. 9,3              τῇ τεσσαρεσκαιδεκάτῃ ἡμέρα τοῦ μηνὸς τοῦ πρώτου πρὸς ἑσπέραν ποιήσεις αὐτὸ κατὰ καιρούς, κατὰ τὸν νόμον αὐτοῦ καὶ κατὰ τὴν σύγκρισιν αὐτοῦ ποιήσεις αὐτό.

Αρ. 9,3                       την εσπέραν της δεκάτης τετάρτης του πρώτου μηνός θα τελέσης το Πασχα στον καθωριαμένον χρόνον σύμφωνα με τον νόμον και την ερμηνείαν του νόμου, που εγώ σας έχω δώσει”.

Αρ. 9,4              καὶ ἐλάλησε Μωυσῆς τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ ποιῆσαι τὸ πάσχα.

Αρ. 9,4                      Εδωσεν ο Μωϋσής την εντολήν του Θεού στους Ισραηλίτας να τελέσουν το Πασχα.

Αρ. 9,5              ἐναρχομένου τῇ τεσσαρεσκαιδεκάτῃ ἡμέρᾳ τοῦ μηνὸς ἐν τῇ ἐρήμῳ τοῦ Σινά, καθὰ συνέταξε Κύριος τῷ Μωυσῇ, οὕτως ἐποίησαν οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ.

Αρ. 9,5                       Κατά την αρχήν της δεκάτης τετάρτης ημέρας του πρώτου μηνός έκαμαν οι Ισραηλίται το Πασχα εις την έρημον του Σινά, όπως διέταξεν ο Κυριος τον Μωϋσήν.

Αρ. 9,6              Καὶ παρεγένοντο οἱ ἄνδρες, οἳ ἦσαν ἀκάθαρτοι ἐπὶ ψυχῇ ἀνθρώπου, καὶ οὐκ ἠδύναντο ποιῆσαι τὸ πάσχα ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ. καὶ προσῆλθον ἐναντίον Μωυσῆ καὶ Ἀαρὼν ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ,

Αρ. 9,6                      Παρουσιάσθησαν όμως εκεί μερικοί άνδρες νομικώς ακάθαρτοι, διότι είχαν πλησιάσει άνθρωπον νεκρόν, και οι οποίοι, καθ' ο μολυσμένοι, δεν είχον το δικαίωμα να τελέσουν το Πασχα κατά την ημέραν εκείνην. Προσήλθον λοιπόν προς τον Μωϋσήν και τον Ααρών κατά την ημέραν εκείνην

Αρ. 9,7              καὶ εἶπαν οἱ ἄνδρες ἐκεῖνοι πρὸς αὐτόν· ἡμεῖς ἀκάθαρτοι ἐπὶ ψυχῇ ἀνθρώπου, μὴ οὖν ὑστερήσωμεν προσενέγκαι τὸ δῶρον Κυρίῳ κατὰ καιρὸν αὐτοῦ ἐν μέσῳ υἱῶν Ἰσραήλ;

Αρ. 9,7                       οι άνδρες εκείνοι και είπον προς τον Μωϋσήν· “ημείς είμεθα ακάθαρτοι, διότι επλησιάσαμεν εις νεκρόν άνθρωπον. Μηπως λοιπόν θα αποκλεισθώμεν από του να προσφέρωμεν προς τον Κυριον κατά την ημέραν αυτήν του Πασχα τας θυσίας μας, ημείς μόνοι εκ μέσου ολών των Ισραηλιτών;”

Αρ. 9,8              καὶ εἶπε πρὸς αὐτοὺς Μωυσῆς· στῆτε αὐτοῦ, καὶ ἀκούσομαι τί ἐντελεῖται Κύριος περὶ ὑμῶν.

Αρ. 9,8                      Ο Μωϋσής απήντησε προς αυτούς· “σταθήτε αυτού και εγώ θα ακούσω, τι θα διατάξη ο Κυριος σχετικώς με σας”.

Αρ. 9,9              καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων·

Αρ. 9,9                      Ο Κυριος ωμίλησε προς τον Μωϋσήν λέγων·

Αρ. 9,10             λάλησον τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ λέγων· ἄνθρωπος ἄνθρωπος, ὃς ἐὰν γένηται ἀκάθαρτος ἐπὶ ψυχῇ ἀνθρώπου, ἢ ἐν ὁδῷ μακρὰν ὑμῖν, ἢ ἐν ταῖς γενεαῖς ὑμῶν, καὶ ποιήσει τὸ πάσχα Κυρίῳ·

Αρ. 9,10                     “ομίλησε και ειπέ προς τους Ισραηλίτας· Εάν κανείς από σας η από τους απογόνους σας ήθελε γίνει ακάθαρτος εξ αιτίας προσεγγίσεώς του εις νεκρόν η ήθελεν ευρεθή μακράν κατά τον χρόνον της εορτής του Πασχα, θα κάμη και αυτός Πασχα.

Αρ. 9,11             ἐν τῷ μηνὶ τῷ δευτέρῳ, ἐν τῇ τεσσαρεσκαιδεκάτῃ ἡμέρᾳ, τὸ πρὸς ἑσπέραν ποιήσουσιν αὐτό, ἐπ᾿ ἀζύμων καὶ πικρίδων φάγονται αὐτό,

Αρ. 9,11                     Κατά την εσπέραν της δεκάτης τετάρτης ημέρας του δευτέρου μηνός θα εορτάσουν και αυτοί το Πασχα, θα φάγουν τον πασχάλιον αμνόν με αζύμους άρτους και πικρά χόρτα.

Αρ. 9,12             οὐ καταλείψουσιν ἀπ᾿ αὐτοῦ εἰς τὸ πρωΐ, καὶ ὀστοῦν οὐ συντρίψουσιν ἀπ᾿ αὐτοῦ· κατὰ τὸν νόμον τοῦ πάσχα ποιήσουσιν αὐτό.

Αρ. 9,12                     Από τον πασχαλινόν αμνόν δεν θα μείνη τίποτε δια την επομένην ημέραν και κανένα οστούν αυτού δεν θα συντρίψουν. Οι Ισραηλίται οφείλουν να εορτάζουν το Πασχα σύμφωνα με τον νόμον, που καθορίζει τα του εορτασμού.

Αρ. 9,13             καὶ ἄνθρωπος, ὃς ἐὰν καθαρὸς ᾖ καὶ ἐν ὁδῷ μακρὰν οὐκ ἔστι καὶ ὑστερήσῃ ποιῆσαι τὸ πάσχα, ἐξολοθρευθήσεται ἡ ψυχὴ ἐκείνη ἐκ τοῦ λαοῦ αὐτῆς, ὅτι τὸ δῶρον Κυρίῳ οὐ προσήνεγκε κατὰ τὸν καιρὸν αὐτοῦ, ἁμαρτίαν αὐτοῦ λήψεται ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος.

Αρ. 9,13                     Ο Ισραηλίτης εκείνος, ο οποίος είναι καθαρός και δεν ευρίσκεται μακράν εις ταξίδιον, αμελήση δε να εορτάση τα Πασχα και δεν προσφέρη την καθωρισμένην θυσίαν, θα εξολοθρευθή αυτός ο άνθρωπος εκ μέσου του λαού του· διότι δεν προσέφερε την θυσίαν του προς τον Κυριον κατά ταν ωρισμένον χρόνον και θα λάβη την πρέπουσαν τιμωρίαν δια την αμέλειάν του αυτήν.

Αρ. 9,14             ἐὰν δὲ προσέλθῃ πρὸς ὑμᾶς προσήλυτος ἐν τῇ γῇ ὑμῶν καὶ ποιήσῃ τὸ πάσχα Κυρίῳ, κατὰ τὸν νόμον τοῦ πάσχα καὶ κατὰ τὴν σύνταξιν αὐτοῦ ποιήσει αὐτό· νόμος εἷς ἔσται ὑμῖν καὶ τῷ προσηλύτῳ καὶ τῷ αὐτόχθονι τῆς γῆς.

Αρ. 9,14                     Εάν ένας ξένος προσέλθη εις την χώραν σας και εκφράση την επιθυμίαν να εορτάση το Πασχα του Κυρίου, θα το εορτάση σύμφωνα με τον νόμον και την ερμηνείαν του νόμου, που ορίζουν, τον χρόνον και τον τρόπον του εορτασμού. Ενας νόμος θα ισχύη δι' όλους ως προς την εορτήν του Πασχα, και δια τον ξένον, που ήλθεν από άλλην χώραν, και δια τον εντόπιον.

 

                                    Η νεφέλη πάνω από τη σκηνή του Μαρτυρίου

Αρ. 9,15             Καὶ τῇ ἡμέρᾳ, ᾗ ἐστάθη ἡ σκηνή, ἐκάλυψεν ἡ νεφέλη τὴν σκηνήν, τὸν οἶκον τοῦ μαρτυρίου· καὶ τὸ ἑσπέρας ἦν ἐπὶ τῆς σκηνῆς ὡς εἶδος πυρὸς ἕως πρωΐ.

Αρ. 9,15                     Την ημέραν κατά την οποίαν εστήθη η Σκηνή, εσκέπασεν η νεφέλη την Σκηνήν, τον οίκον αυτόν του Μαρτυρίου. Η νεφέλη από την εσπέραν καθ' όλην την νύκτα και έως το πρωϊ η το επάνω εις την Σκηνήν ωσάν είδος πυρός.

Αρ. 9,16             οὕτως ἐγίνετο διαπαντός· ἡ νεφέλη ἐκάλυπτεν αὐτὴν ἡμέρας καὶ εἶδος πυρὸς τὴν νύκτα.

Αρ. 9,16                     Ετσι εγίνετο πάντοτε· νεφέλη εκάλυπτε την Σκηνήν κατά το διάστημα της ημέρας και είδος τι πυρός κατά τα διάστημα της νύκτας.

Αρ. 9,17             καὶ ἡνίκα ἀνέβη ἡ νεφέλη ἀπὸ τῆς σκηνῆς, καὶ μετὰ ταῦτα ἀπῇραν οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ· καὶ ἐν τῷ τόπῳ, οὗ ἂν ἔστη ἡ νεφέλη, ἐκεῖ παρενέβαλον οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ.

Αρ. 9,17                     Οταν δε ανυψώνετο και απεσύρετο η νεφέλη από την Σκηνήν, οι Ισραηλίται ανεχώρουν και εστρατοπέδευαν στον τόπον, στον οποίον θα εσταματούσεν η νεφέλη.

Αρ. 9,18             διὰ προστάγματος Κυρίου παρεμβαλοῦσιν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ καὶ διὰ προστάγματος Κυρίου ἀπαροῦσι· πάσας τὰς ἡμέρας, ἐν αἷς σκιάζει ἡ νεφέλη ἐπὶ τῆς σκηνῆς, παρεμβαλοῦσιν οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ·

Αρ. 9,18                     Δια της προσταγής αυτής του Κυρίου, της στάσεως δηλαδή και της αναχωρήσεως της νεφέλης, έπρεπε οι Ισραηλίται να στρατοπεδεύουν και να αναχωρούν. Ολας τας ημέρας κατά τας οποίας η νεφέλη θα ευρίσκεται επάνω από την Σκηνήν ρίπτουσα την σκιάν της εις αυτήν, θα στρατοπεδεύουν εκεί οι Ισραηλίται.

Αρ. 9,19             καὶ ὅταν ἐφέλκηται ἡ νεφέλη ἐπὶ τῆς σκηνῆς ἡμέρας πλείους, καὶ φυλάξονται οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ τὴν φυλακὴν τοῦ Θεοῦ καὶ οὐ μὴ ἐξάρωσι.

Αρ. 9,19                     Οταν δηλαδή η νεφέλη παραμένη πολλάς ημέρας επάνω από την Σκηνήν, οι Ισραηλίται δεν θα αναχωρήσουν, αλλά θα τηρήσουν την εντολήν του Θεού και θα παραμείνουν εκεί στρατοπεδευμένοι.

Αρ. 9,20             καὶ ἔσται ὅταν σκεπάζῃ ἡ νεφέλη ἡμέρας ἀριθμῷ ἐπὶ τῆς σκηνῆς, διὰ φωνῆς Κυρίου παρεμβαλοῦσι, καὶ διὰ προστάγματος Κυρίου ἀπαροῦσι·

Αρ. 9,20                    Το αυτό θα γίνεται και όταν επί ολίγας ημέρας σκεπάζη η νεφέλη την Σκηνήν. Οι Ισραηλίται πάντοτε θα στρατοπεδεύουν κατόπιν εντολής του Κυρίου, που δίδεται με το σημείον της νεφέλης, και κατόπιν εντολής Κυρίου πάλιν θα αναχωρούν.

Αρ. 9,21             καὶ ἔσται ὅταν γένηται ἡ νεφέλη ἀφ᾿ ἑσπέρας ἕως πρωΐ καὶ ἀναβῇ ἡ νεφέλη τὸ πρωΐ, καὶ ἀπαροῦσιν ἡμέρας ἢ νυκτός·

Αρ. 9,21                     Οταν η νεφέλη σκεπάζη την Σκηνήν από το βράδυ έως το πρωϊ, το δε πρωί αποσυρθή, οι Ισραηλίται θα αναχωρήσουν κατά την ημέραν η κατά την νύκτα, σύμφωνα με την εντολήν, που θα σημάνη δι' αυτούς η νεφέλη.

Αρ. 9,22             μηνὸς ἡμέρας πλεοναζούσης τῆς νεφέλης σκιαζούσης ἐπ᾿ αὐτῆς παρεμβαλοῦσιν οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ, καὶ οὐ μὴ ἀπάρωσιν·

Αρ. 9,22                    Οταν η νεφέλη σκεπάζη και σκιάζη την Σκηνήν του Μαρτυρίου περισσότερον και από ένα μήνα, οι Ισραηλίται δεν θα βιασθούν δι' αναχώρησιν. Θα σταθμεύσουν καθ' όλον αυτό το διάστημα εκεί και δεν θα αναχωρήσουν.

Αρ. 9,23             ὅτι διὰ προστάγματος Κυρίου ἀπαροῦσι, τὴν φυλακὴν Κυρίου ἐφυλάξαντο διὰ προστάγματος Κυρίου ἐν χειρὶ Μωυσῆ.

Αρ. 9,23                    Κατόπιν εντολής Κυρίου θα αναχωρούν”. Αυτήν την εντολήν του Κυρίου, την οποίαν έδωκεν ο Θεός δια του Μωυσέως, την ετήρησαν οι Ισραηλίται.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10- Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΤΩΝ ΙΣΡΑΗΛΙΤΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΣΙΝΑ

                                    Οι ιερές σάλπιγγες

Αρ. 10,1             Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων·

Αρ. 10,1                     Ωμίλησεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν λέγων·

Αρ. 10,2             ποίησον σεαυτῷ δύο σάλπιγγας ἀργυρᾶς, ἐλατὰς ποιήσεις αὐτάς, καὶ ἔσονταί σοι ἀνακαλεῖν τὴν συναγωγὴν καὶ ἐξαίρειν τὰς παρεμβολάς.

Αρ. 10,2                     “να κατασκευάσης δύο αργυράς σάλπιγγας· με σφυρηλασίαν θα κατεργασθής αυτάς. Θα χρησιμοποιής αυτάς δια την συγκέντρωσιν των Ισραηλιτών και την κατά τάξιν εκκίνησιν των τμημάτων του στρατοπέδου.

Αρ. 10,3             καὶ σαλπιεῖς ἐν αὐταῖς καὶ συναχθήσεται πᾶσα ἡ συναγωγὴ ἐπὶ τὴν θύραν τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου·

Αρ. 10,3                     Οταν θα σαλπισης και με τας δύο, θα συγκεντρωθή όλον το πλήθος εμπρός εις την Σκηνήν του Μαρτυρίου.

Αρ. 10,4             ἐὰν δὲ ἐν μιᾷ σαλπίσωσι, προσελεύσονται πρὸς σὲ πάντες οἱ ἄρχοντες ἀρχηγοὶ Ἰσραήλ.

Αρ. 10,4                     Εάν σαλπίσουν με την μίαν σάλπιγγα, θα έλθουν και θα παρουσιασθούν ενώπιόν σου όλοι οι άρχοντες των Ισραηλιτών.

Αρ. 10,5             καὶ σαλπιεῖτε σημασίαν, καὶ ἐξαροῦσιν αἱ παρεμβολαὶ αἱ παρεμβάλλουσαι ἀνατολάς·

Αρ. 10,5                     Εάν σαλπίσετε ένα ωρισμένον σάλπισμα, τότε θα ξεκινήσουν εις πορείαν τα τμήματα εκείνα, τα οποία είναι στρατοπεδευμένα προς ανατολάς.

Αρ. 10,6             καὶ σαλπιεῖτε σημασίαν δευτέραν, καὶ ἐξαροῦσιν αἱ παρεμβολαὶ αἱ παρεμβάλλουσαι λίβα· καὶ σαλπιεῖτε σημασίαν τρίτην, καὶ ἐξαροῦσιν αἱ παρεμβολαὶ αἱ παρεμβάλλουσαι παρὰ θάλασσαν· καὶ σαλπιεῖτε σημασίαν τετάρτην, καὶ ἐξαροῦσιν αἱ παρεμβολαὶ αἱ παρεμβάλλουσαι πρὸς βοῤῥᾶν· σημασία σαλπιοῦσιν ἐν τῇ ἐξάρσει αὐτῶν.

Αρ. 10,6                     Θα σαλπίσετε με δεύτερον είδος σαλπίσματος και τα τμήματα τα στρατοπεδευμένα προς νότον θα αναχωρήσουν. Θα σαλπίσετε τρίτον είδος σαλπίσματος και θα αναχωρήσουν τα τμήματα, τα οποία είναι στοοθμευμένα προς δυσμάς. Θα σαλπίσετε τέταρτον είδος σαλπίσματος και θα αναχωρήσουν τα τμήματα τα ευρισκόμενα προς βορράν. Ειδικόν σάλπισμα θα σαλπίζουν δια την αναχώρησιν εκάστου τμήματος.

Αρ. 10,7             καὶ ὅταν συναγάγητε τὴν συναγωγήν, σαλπιεῖτε καὶ οὐ σημασίᾳ

Αρ. 10,7                     Οταν όμως πρόκειται δια γενικήν συγκέντρωσιν των Ισραηλιτών, θα σαλπίζετε απλώς χωρίς κανένα ιδιαίτερον σάλπισμα.

Αρ. 10,8             καὶ οἱ υἱοὶ Ἀαρὼν οἱ ἱερεῖς σαλπιοῦσι ταῖς σάλπιγξι, καὶ ἔσται ὑμῖν νόμιμον αἰώνιον εἰς τὰς γενεὰς ὑμῶν.

Αρ. 10,8                     Μονον οι υιοί του Ααρών θα σαλπίσουν με τας σάλπιγγας. Αυτό θα είναι κανών παντοτεινός δι' όλας τας γεγενάς σας.

Αρ. 10,9             ἐὰν δὲ ἐξέλθητε εἰς πόλεμον ἐν τῇ γῇ ὑμῶν πρὸς τοὺς ὑπαντίους τοὺς ἀνθεστηκότας ὑμῖν, καὶ σημανεῖτε ταῖς σάλπιγξι καὶ ἀναμιμνήσεσθε ἔναντι Κυρίου καὶ διασωθήσεσθε ἀπὸ τῶν ἐχθρῶν ὑμῶν.

Αρ. 10,9                     Εάν δε εις την χώραν σας εξέλθετε εις πόλεμον εναντίον των εχθρών σας, οι οποίοι σας παρενοχλούν και σας πιέζουν, θα σαλπίσετε με τας σάλπιγγας. Θα σας ενθυμηθή ο Θεός, δια να σας δώση βοήθειαν και θα διασωθήτε από τους εχθρούς σας, τους οποίους και θα νικήσετε.

Αρ. 10,10           καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς εὐφροσύνης ὑμῶν καὶ ἐν ταῖς ἑορταῖς ὑμῶν καὶ ἐν ταῖς νουμηνίαις ὑμῶν σαλπιεῖτε ταῖς σάλπιγξιν ἐπὶ τοῖς ὁλοκαυτώμασι καὶ ἐπὶ ταῖς θυσίαις τῶν σωτηρίων ὑμῶν, καὶ ἔσται ὑμῖν ἀνάμνησις ἔναντι τοῦ Θεοῦ ὑμῶν· ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν.

Αρ. 10,10                   Κατά τας ημέρας της ευφροσύνης σας, κατά τας εορτάς σας και την εορτήν της πρώτης εκάστου μηνός, θα σαλπίζετε, με τας σάλπιγγας αυτάς, όταν θα προσφέρετε τα ολοκαυτώματα και τας θυσίας του σωτηρίου, και εγώ ο Θεός θα σας ενθυμούμαι. Εγώ είμαι ο Κυριος ο Θεός σας”.

 

                                    Η αναχώρηση των Ισραηλιτών από το Σινά

Αρ. 10,11           Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἐνιαυτῷ τῷ δευτέρῳ ἐν τῷ μηνὶ τῷ δευτέρῳ εἰκάδι τοῦ μηνὸς ἀνέβη ἡ νεφέλη ἀπὸ τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου,

Αρ. 10,11                    Κατά την εικοστήν του δευτέρου μηνός του δευτέρου έτους από της εξόδου των Ισραηλιτών εκ της Αιγύπτου ανέβη η νεφέλη από την Σκηνήν του Μαρτυρίου,

Αρ. 10,12           καὶ ἐξῇραν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ σὺν ἀπαρτίαις αὐτῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ Σινά, καὶ ἔστη ἡ νεφέλη ἐν τῇ ἐρήμῳ τοῦ Φαράν.

Αρ. 10,12                   και οι Ισραηλίται ανεχώρησαν με όλας τας αποσκευάς των από την έρημον Σινά. Η νεφέλη εσταμάτησεν εις την έρημον Φαράν.

Αρ. 10,13           καὶ ἐξῇραν πρῶτοι διὰ φωνῆς Κυρίου ἐν χειρὶ Μωυσῆ.

Αρ. 10,13                   Εξεκίνησαν από την έρημον Σινά πρώτην φοράν εις πορείαν οι Ισραηλίται, κατόπιν εντολής του Κυρίου, η οποία τους εδόθη δια του Μωϋσέως.

Αρ. 10,14           καὶ ἐξῇραν τάγμα παρεμβολῆς υἱῶν Ἰούδα πρῶτοι σὺν δυνάμει αὐτῶν· καὶ ἐπὶ τῆς δυνάμεως αὐτῶν Ναασσὼν υἱὸς Ἀμιναδάβ,

Αρ. 10,14                   Πρώτον εξεκίνησε το τμήμα της φυλής του Ιούδα με όλην την πολεμικήν του δύναμιν. Επί της πολεμικής αυτής δυνάμεως αρχηγός ήτο ο Ναασών, υιός του Αμιναδάβ.

Αρ. 10,15           καὶ ἐπὶ τῆς δυνάμεως φυλῆς υἱῶν Ἰσσάχαρ Ναθαναὴλ υἱὸς Σωγάρ,

Αρ. 10,15                   Επί της πολεμικής δυνάμεως της φυλής Ισσάχαρ ήτο ο Ναθαναήλ, υιός του Σωγάρ.

Αρ. 10,16           καὶ ἐπὶ τῆς δυνάμεως φυλῆς υἱῶν Ζαβουλὼν Ἐλιὰβ υἱὸς Χαιλών.

Αρ. 10,16                   Της πολεμικής δυνάμεως της φυλής Ζαβουλών αρχηγός ήτο ο Ελιάβ, υιός του Χαιλών.

Αρ. 10,17           καὶ καθελοῦσι τὴν σκηνὴν καὶ ἐξαροῦσιν οἱ υἱοὶ Γεδσὼν καὶ οἱ υἱοὶ Μεραρί, οἱ αἴροντες τὴν σκηνήν.

Αρ. 10,17                   Επειτα από αυτούς οι υιοί του Γεδσών και οι υιοί του Μεραρί λύσαντες την Σκηνήν του Μαρτυρίου ανεχώρησαν μεταφέροντες αυτήν.

Αρ. 10,18           καὶ ἐξῇραν τάγμα παρεμβολῆς Ῥουβὴν σὺν δυνάμει αὐτῶν· καὶ ἐπὶ τῆς δυνάμεως αὐτῶν Ἐλισοὺρ υἱὸς Σεδιούρ,

Αρ. 10,18                   Επειτα από αυτούς εξεκίνησε το τμήμα της στρατοπεδεύσεως της φυλής Ρουβήν με την στρατιωτικήν του δύναμιν. Της στρατιωτικής αυτής δυνάμεως αρχηγός ήτο ο Ελισούρ, υιός του Σεδιούρ.

Αρ. 10,19           καὶ ἐπὶ τῆς δυνάμεως φυλῆς Συμεών, Σαλαμιὴλ υἱὸς Σουρισαδαί,

Αρ. 10,19                   Επί της στρατιωτικής δυνάμεως της φυλής του Συμεών αρχηγός ήτο ο Σαλαμιήλ, υιός του Σουρισαδαΐ,

Αρ. 10,20           καὶ ἐπὶ τῆς δυνάμεως φυλῆς υἱῶν Γὰδ Ἐλισὰφ ὁ τοῦ Ῥαγουήλ.

Αρ. 10,20                  Επί της στρατιωτικής δυνάμεως της φυλής του Γαδ αρχηγός ήτο ο Ελισάφ, υιός του Ραγουήλ.

Αρ. 10,21           καὶ ἐξαροῦσιν υἱοὶ Καὰθ αἴροντες τὰ ἅγια καὶ στήσουσι τὴν σκηνήν, ἕως παραγένωνται.

Αρ. 10,21                   Επειτα από αυτούς εξεκίνησαν οι υιοί του Καάθ μεταφέροντες τα άγια σκεύη και λοιπά αντικείμενα της Σκηνής, έως ότου φθάσουν όπου η νεφέλη σταματήση, δια να στήσουν εκεί την Σκηνήν.

Αρ. 10,22           καὶ ἐξαροῦσι τάγμα παρεμβολῆς Ἐφραΐμ σὺν δυνάμει αὐτῶν· καὶ ἐπὶ τῆς δυνάμεως αὐτῶν Ἐλισαμὰ υἱὸς Σεμιούδ,

Αρ. 10,22                  Κατόπιν από τους υιούς του Καάθ θα αναχωρήση εκ της στρατοπεδεύσεως το τμήμα της φυλής Εφραίμ με την στρατιωτικήν αυτού δύναμιν. Της στρατιωτικής αυτής δυνάμεως αρχηγός ήτο ο Ελισαμά, υιός του Σεμιούδ.

Αρ. 10,23           καὶ ἐπὶ τῆς δυνάμεως φυλῆς υἱῶν Μανασσῆ Γαμαλιὴλ ὁ τοῦ Φαδασσούρ,

Αρ. 10,23                  Επί της στρατιωτικής δυνάμεως της φυλής του Μανασσή αρχηγός ήτο ο Γαμαλιήλ, υιός του Φαδασσούρ.

Αρ. 10,24           καὶ ἐπὶ τῆς δυνάμεως φυλῆς υἱῶν Βενιαμὶν Ἀβιδὰν ὁ τοῦ Γαδεωνί.

Αρ. 10,24                  Επί της στρατιωτικής δυνάμεως της φυλής Βενιαμίν ήτο ο Αβιδάν, υιός του Γαδεωνί.

Αρ. 10,25           καὶ ἐξαροῦσι τάγμα παρεμβολῆς υἱῶν Δάν, ἔσχατοι πασῶν τῶν παρεμβολῶν, σὺν δυνάμει αὐτῶν· καὶ ἐπὶ τῆς δυνάμεως αὐτῶν Ἀχιέζερ ὁ τοῦ Ἀμισαδαΐ,

Αρ. 10,25                  Το δε στρατοπεδευμένον τμήμα της φυλής του Δαν θα αναχωρήση τελευταίον από τα άλλα τμήματα με την στρατιωτικήν του δύναμιν. Της στρατιωτικής δυνάμεως τούτων αρχηγός ήτο ο Αχιέζερ, υιός του Αμισαδαΐ.

Αρ. 10,26           καὶ ἐπὶ τῆς δυνάμεως φυλῆς υἱῶν Ἀσὴρ Φαγεὴλ υἱὸς Ἐχράν,

Αρ. 10,26                  Επί της στρατιωτικής δυνάμεως της φυλής του Ασήρ αρχηγός ήτο ο Φαγεήλ, υιός του Εχράν.

Αρ. 10,27           καὶ ἐπὶ τῆς δυνάμεως φυλῆς υἱῶν Νεφθαλὶ Ἀχιρὲ υἱὸς Αἰνάν.

Αρ. 10,27                  Επί της στρατιωτικής δυνάμεως της φυλής Νεφθαλίμ ήτο ο Αχιρέ, υιός του Αινάν.

Αρ. 10,28           αὗται αἱ στρατιαὶ υἱῶν Ἰσραήλ, καὶ ἐξῇραν σὺν δυνάμει αὐτῶν.

Αρ. 10,28                  Αυτά ήσαν τα στρατοπεδευμένα τιμήματα των Ισραηλιτών και κατ' αυτήν την σειράν εξεκίνησαν με όλας τας στρατιωτικάς των δυνάμεις.

Αρ. 10,29           Καὶ εἶπε Μωυσῆς τῷ Ὀβὰβ υἱῷ Ῥαγουὴλ τῷ Μαδιανίτῃ τῷ γαμβρῷ Μωυσῆ· ἐξαίρομεν ἡμεῖς εἰς τὸν τόπον ὃν εἶπε Κύριος, τοῦτον δώσω ὑμῖν· δεῦρο μεθ᾿ ἡμῶν, καὶ εὖ σε ποιήσομεν, ὅτι Κύριος ἐλάλησε καλὰ περὶ Ἰσραήλ.

Αρ. 10,29                  Ο Μωϋσής είπεν στον Οβάβ, τον υιόν του πενθερού του Ραγουήλ του Μαδιανίτου· “ημείς αναχωρούμεν τώρα, δια να μεταβώμεν στον τόπον, τον οποίον υπεσχέθη ο Κυριος ότι θα μας δώση. Ελα και συ μαζή μας, και ημείς θα σε περιποιηθώμεν, θα σου προσφέρωμεν πολλά αγαθά· διότι ο Κυριος πολλά αγαθά και ευχάριστα πράγματα υπεσχέθη δια τους Ισραηλίτας”.

Αρ. 10,30           καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· οὐ πορεύσομαι, ἀλλὰ εἰς τὴν γῆν μου καὶ εἰς τὴν γενεάν μου.

Αρ. 10,30                  Ο Οβάβ απήντησε προς αυτόν· “δεν θα έλθω μαζή σας, αλλά θα επιστρέψω εις την πατρίδα μου και στους συγγενείς μου”.

Αρ. 10,31           καὶ εἶπε· μὴ ἐγκαταλίπῃς ἡμᾶς, οὗ ἕνεκεν ἦσθα μεθ᾿ ἡμῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ, καὶ ἔσῃ ἐν ἡμῖν πρεσβύτης·

Αρ. 10,31                   Ο Μωϋσής είπε και πάλιν προς αυτόν· “μη μας εγκαταλίπης. Αφού μαζή μας έμεινες εις την έρημον, μαζή μας θα είσαι και ωσάν μεγαλύτερος και ωσάν οδηγός προς την Χαναάν.

Αρ. 10,32           καὶ ἔσται ἐὰν πορευθῇς μεθ᾿ ἡμῶν, καὶ ἔσται τὰ ἀγαθὰ ἐκεῖνα, ὅσα ἂν ἀγαθοποιήσῃ Κύριος ἡμᾶς, καὶ εὖ σε ποιήσομεν.

Αρ. 10,32                  Εάν λοιπόν έλθης μαζή μας, τα αγαθά εκείνα, τα οποία ο Κυριος εν τη καλωσύνη του θα μας δώση, θα είναι και δικά σου. Ημείς θα σε περιποιηθώμεν και θα σε ευεργετήσωμεν”.

Αρ. 10,33           Καὶ ἐξῇραν ἐκ τοῦ ὄρους Κυρίου ὁδὸν τριῶν ἡμερῶν, καὶ ἡ κιβωτὸς τῆς διαθήκης Κυρίου προεπορεύετο προτέρα αὐτῶν ὁδὸν τριῶν ἡμερῶν κατασκέψασθαι αὐτοῖς ἀνάπαυσιν.

Αρ. 10,33                   Οι Ισραηλίται ανεχώρησαν από το όρος του Κυρίου, το Σινά, και έκαμαν πορείαν τριών ημερών. Η κιβωτός της Διαθήκης του Κυρίου επήγαινε εμπρός από αυτούς κατά τας τρεις αυτάς ημέρας, δια να ορίση δι' αυτής ο Θεός τον τόπον της νέας σταθμεύσεως και αναπαύσεώς των.

Αρ. 10,34           καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἐξαίρειν τὴν κιβωτὸν καὶ εἶπε Μωυσῆς· ἐξεγέρθητι, Κύριε, καὶ διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροί σου, φυγέτωσαν πάντες οἱ μισοῦντές σε.

Αρ. 10,34                  Οταν η κιβωτός επρόκειτο να ζεκινήση, προσηυχήθη ο Μωϋσής προς τον Θεόν και είπε· “σήκω, Κυριε, και έλα μαζή μας και ας διασκορπισθούν από εμπρός μας οι εχθροί σου, ας τραπούν εις φυγήν όλοι όσοι σε μισούν”.

Αρ. 10,35           καὶ ἐν τῇ καταπαύσει εἶπεν· ἐπίστρεφε, Κύριε, χιλιάδας μυριάδας ἐν τῷ Ἰσραήλ.

Αρ. 10,35                   Και όταν η κιβωτός εσταματούσεν ο Μωϋσής προσηύχετο πάλιν και έλεγε· “έλα, Κυριε, εν μέσω ημών των Ισραηλιτών, δια να είσαι υπερασπιστής μας περισσότερον από χιλιάδας και μυριάδας”.

Αρ. 10,36           καὶ ἡ νεφέλη ἐγένετο σκιάζουσα ἐπ᾿ αὐτοῖς ἡμέρας ἐν τῷ ἐξαίρειν αὐτοὺς ἐκ τῆς παρεμβολῆς.

Αρ. 10,36                  Οταν οι Ισραηλίται εξεκινούσαν κατ' εντολήν του Θεού από την κατασκήνωσίν των, η νεφέλη έρριπτεν εις αυτούς την σκιάν της κατά το διάστημα της ημέρας.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11- Ο ΛΑΟΣ ΓΟΓΓΥΖΕΙ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΩΥΣΗ

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΣΤΕΛΝΕΙ ΟΡΤΥΚΙΑ

                                    Γογγυσμός του λαού

Αρ. 11,1             Καὶ ἦν ὁ λαὸς γογγύζων πονηρὰ ἔναντι Κυρίου, καὶ ἤκουσε Κύριος καὶ ἐθυμώθη ὀργῇ, καὶ ἐξεκαύθη ἐν αὐτοῖς πῦρ παρὰ Κυρίου καὶ κατέφαγε μέρος τι τῆς παρεμβολῆς.

Αρ. 11,1                      Μετά πορείαν τριών ημερών έφθασαν οι Ισραηλίται εις έρημον περιοχήν. Εκεί ο λαός εγόγγυζε και εξεφράζετο με ασέβειαν εναντίον του Κυρίου. Ηκουσεν ο Κυριος αυτά, ωργίσθη και ηγανάκτησεν εναντίον αυτών. Φωτιά εκ μέρους του Κυρίου ήναψε μεταξύ των Ισραηλιτών και κατέφαγεν ένα μέρος από το στρατόπεδον των Ισραηλιτών.

Αρ. 11,2             καὶ ἐκέκραξεν ὁ λαὸς πρὸς Μωυσῆν, καὶ ηὔξατο Μωυσῆς πρὸς Κύριον, καὶ ἐκόπασε τὸ πῦρ.

Αρ. 11,2                     Εκραύγασε τότε ο λαός προς τον Μωϋσήν ζητών την επέμβασίν του προς τον Θεόν, ο δε Μωϋσής προσηυχήθη προς τον Κυριον και εσταμάτησε το πυρ.

Αρ. 11,3             καὶ ἐκλήθη τὸ ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου Ἐμπυρισμός, ὅτι ἐξεκαύθη ἐν αὐτοῖς παρὰ Κυρίου.

Αρ. 11,3                      “Εμπυρισμός” ωνομάσθη ο τόπος εκείνος, διότι εκεί ήναψε φωτιά εκ μέρους του Κυρίου εναντίον των Ισραηλιτών.

Αρ. 11,4             Καὶ ὁ ἐπίμικτος ὁ ἐν αὐτοῖς ἐπεθύμησεν ἐπιθυμίαν, καὶ καθίσαντες ἔκλαιον καὶ οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ καὶ εἶπαν· τίς ἡμᾶς ψωμιεῖ κρέα;

Αρ. 11,4                     Πολλοί Αιγύπτιοι αναμιχθέντες με τους Ισραηλίτας εις την έρημον και ακολουθήσαντες αυτούς εκυριεύθησαν από πολλάς υλικάς επιθυμίας. Εκάθισαν λοιπόν αυτοί, μαζή δε με αυτούς και οι Ισραηλίται, και έκλαιον και έλεγον· “ποιός θα μας δώση κρέας να φάγωμεν;

Αρ. 11,5             ἐμνήσθημεν τοὺς ἰχθύας, οὓς ἠσθίομεν ἐν Αἰγύπτῳ δωρεάν, καὶ τοὺς σικύους καὶ τοὺς πέπονας καὶ τὰ πράσα καὶ τὰ κρόμμυα καὶ τὰ σκόρδα·

Αρ. 11,5                      Ενθαμούμεθα τα ψάρια, που ετρώγαμεν δωρεάν εις την Αίγυπτον, όπως επίσης τα αγγούρια, τα πεπόνια, τα πράσα, τα κρεμμύδια και τα σκόρδα.

Αρ. 11,6             νυνὶ δὲ ἡ ψυχὴ ἡμῶν κατάξηρος, οὐδὲν πλὴν εἰς τὸ μάννα οἱ ὀφθαλμοὶ ἡμῶν·

Αρ. 11,6                     Τωρα δε η ψυχή μας είναι κατάξηρος, τίποτε άλλο δεν βλέπομεν εκτός από το μάννα”.

Αρ. 11,7             τὸ δὲ μάννα ὡσεὶ σπέρμα κορίου ἐστί, καὶ τὸ εἶδος αὐτοῦ εἶδος κρυστάλλου·

Αρ. 11,7                      Το δε μάννα ήτο ωσάν σπόροι κοριού, και η μορφή του σαν κρύσταλλον.

Αρ. 11,8             καὶ διεπορεύετο ὁ λαὸς καὶ συνέλεγον καὶ ἤληθον αὐτὸ ἐν τῷ μύλῳ καὶ ἔτριβον ἐν τῇ θυΐᾳ καὶ ἥψουν αὐτὸ ἐν τῇ χύτρᾳ καὶ ἐποίουν αὐτὸ ἐγκρυφίας, καὶ ἦν ἡ ἡδονὴ αὐτοῦ ὡσεὶ γεῦμα ἐγκρὶς ἐξ ἐλαίου·

Αρ. 11,8                     Ο λαός επορεύετο γύρω από την κατασκήνωσιν, εμάζευαν αυτό, το άλεθαν στον χειρόμυλον, το έτριβαν εις ξύλινο γουδί, το έβραζαν εις την χύτραν και κατεσκεύαζαν έπειτα με αυτό πίττες. Η ευχάριστος γεύσίς του ήτο ωσάν γεύσις τηγανίτας με λάδι.

Αρ. 11,9             καὶ ὅταν κατέβη ἡ δρόσος ἐπὶ τὴν παρεμβολὴν νυκτός, κατέβαινε τὸ μάννα ἐπ᾿ αὐτῆς.

Αρ. 11,9                     Οταν έπιπτε κατά το διάστημα της νυκτός η δροσιά στο στρατόπεδον, μαζή με αυτήν κατέβαινε και το μάννα.

Αρ. 11,10           καὶ ἤκουσε Μωυσῆς κλαιόντων αὐτῶν κατὰ δήμους αὐτῶν, ἕκαστον ἐπὶ τῆς θύρας αὐτοῦ· καὶ ἐθυμώθη ὀργῇ Κύριος σφόδρα, καὶ ἔναντι Μωυσῆ ἦν πονηρόν.

Αρ. 11,10                    Ηκουσεν ο Μωϋσής τους Ισραηλίτας να κλαίουν κατά τους δήμους αυτών, ο καθένας εις την θύραν της σκηνής του. Ο Κυριος ηγανάκτησε και ωργίσθη πολύ εναντίον των. Αλλά και στον Μωϋσέα εφάνη πολύ κακός ο θρήνος αυτός των Ισραηλιτών.

Αρ. 11,11           καὶ εἶπε Μωυσῆς πρὸς Κύριον· ἱνατί ἐκάκωσας τὸν θεράποντά σου, καὶ διατί οὐχ εὕρηκα χάριν ἐναντίον σου, ἐπιθεῖναι τὴν ὁρμὴν τοῦ λαοῦ τούτου ἐπ᾿ ἐμέ;

Αρ. 11,11                    Ο Μωϋσής είπε τότε προς τον Κυριον· “διατί εταλαιπώρησες και επίκρανες εμέ τον υπηρέτην σου και διατί δεν ευρήκα κάποιαν ευμένειαν ενώπιόν σου, ώστε να μου φορτώσης τον απερίσκεπτον και ορμητικόν αυτόν λαόν;

Αρ. 11,12           μὴ ἐγὼ ἐν γαστρὶ ἔλαβον πάντα τὸν λαὸν τοῦτον, ἢ ἐγὼ ἔτεκον αὐτούς, ὅτι λέγεις μοι, λάβε αὐτὸν εἰς τὸν κόλπον σου, ὡσεὶ ἄραι τιθηνὸς τὸν θηλάζοντα, εἰς τὴν γῆν ἣν ὤμοσας τοῖς πατράσιν αὐτῶν;

Αρ. 11,12                    Μηπως εγώ συνέλαβα εις την κοιλίαν μου όλον αυτόν τον λαόν η εγώ τον εγέννησα, ώστε να μου λέγης, πάρε αυτόν τον λαόν εις την αγκάλην σου, όπως η τροφός παίρνει εις την αγκάλην της το θηλάζον νήπιον, και οδήγησέ τους εις την γην, την οποίαν ωρκίσθης στους πατέρας των;

Αρ. 11,13           πόθεν μοι κρέα δοῦναι παντὶ τῷ λαῷ τούτῳ; ὅτι κλαίουσιν ἐπ᾿ ἐμοί, λέγοντες· δὸς ἡμῖν κρέα, ἵνα φάγωμεν.

Αρ. 11,13                    Που θα εύρω εγώ κρέατα να δώσω εις όλον αυτό το πλήθος; Διότι κλαίουν ολόγυρά μου και με στενοχωρούν λέγοντες· Δος μας κρέας να φάγωμεν !

 

                                    Οι εβδομήντα βοηθοί του Μωυσή

Αρ. 11,14           οὐ δυνήσομαι ἐγὼ μόνος φέρειν τὸν λαὸν τοῦτον, ὅτι βαρύτερόν μοί ἐστι τὸ ῥῆμα τοῦτο.

Αρ. 11,14                    Δεν ημπορώ εγώ μόνος μου να οδηγώ και να υποφέρω αυτόν τον λαόν, διότι, αυτό το έργον είναι πολύ βαρύτερον, από όσον δύναμαι και αντέχω.

Αρ. 11,15           εἰ δ᾿ οὕτω σὺ ποιεῖς μοι, ἀπόκτεινόν με ἀναιρέσει, εἰ εὕρηκα ἔλεος παρὰ σοί, ἵνα μὴ ἴδω τὴν κάκωσίν μου.

Αρ. 11,15                    Εάν όμως συ επιμένης να καταθλίβομαι εις την κατάστασιν αυτήν, πάρε την ζωήν μου, εάν έχω εύρει κάποιο έλεος κοντά σου, δια να μη βλέπω πλέον αυτήν την ταλαιπωρίαν μου από τον γογγύζοντα αυτόν λαόν”.

Αρ. 11,16           καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν· συνάγαγέ μοι ἑβδομήκοντα ἄνδρας ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων Ἰσραήλ, οὓς αὐτὸς σὺ οἶδας, ὅτι οὗτοί εἰσι πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ καὶ γραμματεῖς αὐτῶν. καὶ ἄξεις αὐτοὺς πρὸς τὴν σκηνὴν τοῦ μαρτυρίου, καὶ στήσονται ἐκεῖ μετὰ σοῦ.

Αρ. 11,16                    Είπεν ο Κυριος προς τον Μωυσήν· “συγκέντρωσέ μου εβδομήκοντά άνδρας, από τους γεροντότερους Ισραηλίτας, τους οποίους συ γνωρίζεις ότι είναι οι γεροντότεροι του λαού, συγκέντρωσέ μου και τους γραμματείς των Ισραηλιτών. Θα τους φέρης εις την Σκηνήν του Μαρτυρίου και εκεί θα σταθούν όρθιοι μαζή με σέ.

Αρ. 11,17           καὶ καταβήσομαι καὶ λαλήσω ἐκεῖ μετὰ σοῦ καὶ ἀφελῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματος τοῦ ἐπὶ σοὶ καὶ ἐπιθήσω ἐπ᾿ αὐτούς, καὶ συναντιλήψονται μετὰ σοῦ τὴν ὁρμὴν τοῦ λαοῦ, καὶ οὐκ οἴσεις αὐτοὺς σὺ μόνος.

Αρ. 11,17                    Εγώ δε θα κατεβώ εκεί, θα ομιλήσω μαζή σου, θα πάρω από την χάριν και την ικανότητα που έχω δώσει εις σέ, και θα δώσω εις αυτούς. Ετσι δε αυτοί, προικισμένοι με ομοίας προς τας ιδικάς σου ικανότητας, θα σε βοηθήσουν στο έργον σου, ώστε να βαστάζης την απερίσκεπτον ορμήν του λαού τούτου και δεν θα τους οδηγής πλέον μόνος σου.

Αρ. 11,18           καὶ τῷ λαῷ ἐρεῖς· ἁγνίσασθε εἰς αὔριον, καὶ φάγεσθε κρέα, ὅτι ἐκλαύσατε ἔναντι Κυρίου λέγοντες· τίς ἡμᾶς ψωμιεῖ κρέα; ὅτι καλὸν ἡμῖν ἐστιν ἐν Αἰγύπτῳ. καὶ δώσει Κύριος ὑμῖν φαγεῖν κρέα, καὶ φάγεσθε κρέα.

Αρ. 11,18                    Εις δε τον λαόν θα είπης· Αγνισθήτε δια την επομένην ημέραν, διότι εκλαύσατε ενώπιον του Κυρίου λέγοντες· Ποιός θα μας δώση κρέας να φάγωμεν; Καλύτερα είμεθα εις την Αίγυπτον. Λοιπόν ο Κυριος θα σας δώση να φάγετε κρέας, και θα φάγετε κρέας, που τόσον πολύ επιθυμήσατε.

Αρ. 11,19           οὐχ ἡμέραν μίαν φάγεσθε, οὐδὲ δύο, οὐδὲ πέντε ἡμέρας, οὐδὲ δέκα ἡμέρας, οὐδὲ εἴκοσιν ἡμέρας.

Αρ. 11,19                    Και θα φάγετε όχι μόνον μίαν ημέραν, ούτε δύο, ούτε πέντε, ούτε δέκα, ούτε είκοσι ημέρας.

Αρ. 11,20           ἕως μηνὸς ἡμερῶν φάγεσθε, ἕως ἂν ἐξέλθῃ ἐκ τῶν μυκτήρων ὑμῶν. καὶ ἔσται ὑμῖν εἰς χολέραν, ὅτι ἠπειθήσατε Κυρίῳ, ὅς ἐστιν ἐν ὑμῖν, καὶ ἐκλαύσατε ἐναντίον αὐτοῦ λέγοντες· ἱνατί ἡμῖν ἐξελθεῖν ἐξ Αἰγύπτου;

Αρ. 11,20                   Ολας τας ημέρας ενός μηνός ολοκλήρου θα τρώγετε κρέας, έως ότου εξέλθη από τις μύτες σας, και θα γίνη δια σας χολέρα η πολυφαγία, διότι εδείξατε παρακοήν στον Κυριον, που είναι πάντοτε μαζή σας βοηθός, και γογγύζοντες εκλαύσατε ενώπιόν του λέγοντες· Διατί εφύγαμεν από την Αίγυπτον;”

Αρ. 11,21           καὶ εἶπε Μωυσῆς· ἑξακόσιαι χιλιάδες πεζῶν ὁ λαός, ἐν οἷς εἰμι ἐν αὐτοῖς. καὶ σὺ εἶπας, κρέα δώσω αὐτοῖς φαγεῖν, καὶ φάγονται μῆνα ἡμερῶν.

Αρ. 11,21                    Ο Μωϋσής είπε προς τον Θεόν· “εξακόσιαι χιλιάδες πολεμιστών ανδρών είναι αυτός ο λαός, εν μέσω του οποίου εγώ ευρίσκομαι. Και συ μου είπες να δώσω να φάγουν αυτοί κρέας επί ένα κατά συνέχειαν μήνα !

Αρ. 11,22           μὴ πρόβατα καὶ βόες σφαγήσονται αὐτοῖς, καὶ ἀρκέσει αὐτοῖς; ἢ πᾶν τὸ ὄψος τῆς θαλάσσης συναχθήσεται αὐτοῖς, καὶ ἀρκέσει αὐτοῖς;

Αρ. 11,22                   Μηπως και αν σφαγούν όλα τα πρόβατα και όλα τα βόδια, είναι δυνατόν να επαρκέσουν δι' αυτούς; Η αν συγκεντρώσωμεν όλα τα ψάρια της θαλάσσης, θα αρκέσουν δι' αυτούς;”

Αρ. 11,23           καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν· μὴ χεὶρ Κυρίου οὐκ ἐξαρκέσει; ἤδη γνώσῃ εἰ ἐπικαταλήψεταί σε ὁ λόγος μου ἢ οὔ.

Αρ. 11,23                   Απήντησεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “μήπως η παντοδύναμος δεξιά του Κυρίου δεν είναι ικανή να πραγματοποιήση το έργον του χορτασμού του λαού αυτού; Τωρα θα ίδης και θα μάθης, εάν ο λόγος μου θα πραγματοποιηθή αμέσως ενώπιόν μου η όχι”.

Αρ. 11,24           καὶ ἐξῆλθε Μωυσῆς καὶ ἐλάλησε πρὸς τὸν λαὸν τὰ ῥήματα Κυρίου καὶ συνήγαγεν ἑβδομήκοντα ἄνδρας ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων τοῦ λαοῦ καὶ ἔστησεν αὐτοὺς κύκλῳ τῆς σκηνῆς.

Αρ. 11,24                   Ο Μωϋσής εβγήκε και ανεκοίνωσε προς τον λαόν τα λόγια αυτά του Κυρίου, συνήθροισε τους εβδομήκοντα πρεσβυτέρους από τους γεροντοτέρους του λαού και έθεσεν αυτούς ορθίους κύκλω από την Σκηνήν.

Αρ. 11,25           καὶ κατέβη Κύριος ἐν νεφέλῃ καὶ ἐλάλησε πρὸς αὐτόν· καὶ παρείλατο ἀπὸ τοῦ πνεύματος τοῦ ἐπ᾿ αὐτῷ καὶ ἐπέθηκεν ἐπὶ τοὺς ἑβδομήκοντα ἄνδρας τοὺς πρεσβυτέρους· ὡς δὲ ἐπανεπαύσατο πνεῦμα ἐπ᾿ αὐτούς, καὶ ἐπροφήτευσαν καὶ οὐκ ἔτι προσέθεντο.

Αρ. 11,25                   Κατέβηκεν ο Κυριος εις την νεφέλην και ωμίλησε προς αυτόν. Επήρε από το πνεύμα, που είχε δώσει στον Μωϋσήν, και έδωσεν αυτό στους εβδομήκοντα πρεσβυτέρους. Οταν δε το Πνεύμα επανεπαύθη εις αυτούς και τους εφώτισεν, εκείνοι φωτισμένοι πλέον ωμίλησαν τότε λόγια Θεού. Αλλην όμως φοράν δεν επανελήφθη αυτό.

Αρ. 11,26           καὶ κατελείφθησαν δύο ἄνδρες ἐν τῇ παρεμβολῇ, ὄνομα τῷ ἑνὶ Ἑλδὰδ καὶ ὄνομα τῷ δευτέρῳ Μωδάδ, καὶ ἐπανεπαύσατο ἐπ᾿ αὐτοὺς πνεῦμα· καὶ οὗτοι ἦσαν τῶν καταγεγραμμένων καὶ οὐκ ἦλθον πρὸς τὴν σκηνήν· καὶ ἐπροφήτευσαν ἐν τῇ παρεμβολῇ.

Αρ. 11,26                   Από τους εβδομήκοντα πρεσβυτέρους έμειναν δύο άνδρες εις την κατασκήνωσιν, ο ένας εκ των οποίων ωνομάζετο Ελδάδ, ο δε δεύτερος Μωδάδ. Το πνεύμα ήλθε και εις αυτούς. Ησαν και αυτοί γραμμένοι μεταξύ των εβδομήκοντα αλλά (δια λόγους ίσως ταπεινοφροσύνης) δεν ήλθον μαζή με τους άλλους εις την Σκηνήν του Μαρτυρίου· φωτισμένοι και αυτοί από τον Θεόν ωμίλησαν στο στρατόπεδον τα λόγια του Θεού.

Αρ. 11,27           καὶ προσδραμὼν ὁ νεανίσκος ἀπήγγειλε Μωυσῇ καὶ εἶπε λέγων· Ἑλδὰδ καὶ Μωδὰδ προφητεύουσιν ἐν τῇ παρεμβολῇ.

Αρ. 11,27                   Ενας νεαρός ανήρ έτρεξε προς τον Μωϋσήν και είπεν· “ο Ελδάδ και ο Μωδάδ προφητεύουν εις την κατασκήνωσιν”.

Αρ. 11,28           καὶ ἀποκριθεὶς Ἰησοῦς ὁ τοῦ Ναυὴ ὁ παρεστηκὼς Μωυσῇ, ὁ ἐκλεκτός, εἶπε· κύριε Μωυσῆ, κώλυσον αὐτούς.

Αρ. 11,28                   Ο Ιησούς του Ναυή ο εκλεκτός του Μωϋσέως, ο ευρισκόμενος πάντοτε πλησίον αυτού, είπε· “κύριε Μωϋσή, εμπόδισαν αυτούς να ομιλούν ως εκπρόσωποι του Θεού” !

Αρ. 11,29           καὶ εἶπε Μωυσῆς αὐτῷ· μὴ ζηλοῖς ἐμέ; καὶ τίς δῴη πάντα τὸν λαὸν Κυρίου προφήτας, ὅταν δῷ Κύριος τὸ πνεῦμα αὐτοῦ ἐπ᾿ αὐτούς;

Αρ. 11,29                   Είπε προς αυτόν ο Μωϋσής· “διατί σε κατέλαβε ζηλοφθονία προς χάριν μου; Είθε όλον το πλήθος των Ισραηλιτών να αναδειχθούν προφήται του Θεού, όταν ο Κυριος δώση το Πνεύμα του εις αυτούς” !

Αρ. 11,30           καὶ ἀπῆλθε Μωυσῆς εἰς τὴν παρεμβολὴν αὐτὸς καὶ οἱ πρεσβύτεροι Ἰσραήλ.

Αρ. 11,30                   Επειτα από αυτά επέστρεψεν ο Μωϋσής στο στρατόπεδον και μαζή με αυτόν οι βοηθοί του, οι πρεσβύτεροι του ισραηλιτικού λαού.

 

                                    Ο Κύριος στέλνει ορτύκια

Αρ. 11,31           καὶ πνεῦμα ἐξῆλθε παρὰ Κυρίου καὶ ἐξεπέρασεν ὀρτυγομήτραν ἀπὸ τῆς θαλάσσης καὶ ἐπέβαλεν ἐπὶ τὴν παρεμβολὴν ὁδὸν ἡμέρας ἐντεῦθεν καὶ ὁδὸν ἡμέρας ἐντεῦθεν, κύκλῳ τῆς παρεμβολῆς, ὡσεὶ δίπηχυ ἀπὸ τῆς γῆς.

Αρ. 11,31                    Ηγέρθη τότε παρά του Κυρίου άνεμος, ο οποίος έφερεν από το μέρος της θαλάσσης πλήθος ορτύκια και τα έρριψεν εις την περιοχήν της κατασκηνώσεως από εδώ και από εκεί κύκλω από την κατασκήνωσιν εις έκτασιν πορείας μιας ημέρας. Το στρώμα των ορτυκιών επάνω στο έδαφος έφθασε τους δύο πήχεις (ένα και πλέον μέτρον).

Αρ. 11,32           καὶ ἀναστὰς ὁ λαὸς ὅλην τὴν ἡμέραν καὶ ὅλην τὴν νύκτα καὶ ὅλην τὴν ἡμέραν τὴν ἐπαύριον καὶ συνήγαγον τὴν ὀρτυγομήτραν, ὁ τὸ ὀλίγον, συνήγαγε δέκα κόρους, καὶ ἔψυξαν ἑαυτοῖς ψυγμοὺς κύκλῳ τῆς παρεμβολῆς.

Αρ. 11,32                   Ο λαός εσηκώθηκε όλην την ημέραν εκείνην και όλην την νύκτα και όλην την επομένην ημέραν και εμάζευαν ορτύκια. Τοσον πολύ ήτο το πλήθος των ορτυκιών, ώστε και ο τα ολιγώτερα μαζεύσας έφθασε τους δέκα κόρους (υπέρ τα 2000           κιλά). Εξήραναν αυτά κύκλω από την κατασκήνωσιν.

Αρ. 11,33           τὰ κρέα ἔτι ἦν ἐν τοῖς ὀδοῦσιν αὐτῶν πρινὴ ἐκλείπειν, καὶ Κύριος ἐθυμώθη εἰς τὸν λαόν, καὶ ἐπάταξε Κύριος τὸν λαὸν πληγὴν μεγάλην σφόδρα.

Αρ. 11,33                   Τα κρέατα από τα ορτύκια ήσαν ακόμη εις τα δόντια των και δεν είχαν ακόμη σταματήσει να τρώγουν, όταν ο Κυριος εξωργίσθη εναντίον του λαού δια την λαιμαργίαν και εθανάτωσε πολλούς από αυτούς.

Αρ. 11,34           καὶ ἐκλήθη τὸ ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου Μνήματα τῆς ἐπιθυμίας, ὅτι ἐκεῖ ἔθαψαν τὸν λαὸν τὸν ἐπιθυμητήν.

Αρ. 11,34                   Εδόθη δε στον τόπον εκείνον το όνομα “Μνήματα της επιθυμίας”, διότι εκεί έθαψαν πολλούς από τον λαίμαργον αυτόν λαόν.

Αρ. 11,35           Ἀπὸ Μνημάτων ἐπιθυμίας ἐξῇρεν ὁ λαὸς εἰς Ἀσηρώθ, καὶ ἐγένετο ὁ λαὸς ἐν Ἀσηρώθ.

Αρ. 11,35                   Από τα “Μνήματα της επιθυμίας” ανεχώρησεν ο λαός δια την Ασηρώθ, όπου και έφθασε.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12- Η ΜΑΡΙΑΜ ΚΑΙ Ο ΑΑΡΩΝ ΚΑΤΑΚΡΙΝΟΥΝ ΤΟ ΜΩΥΣΗ

                                    Η Μαριάμ και ο Ααρών κατακρίνουν το Μωυσή

Αρ. 12,1             Καὶ ἐλάλησε Μαριὰμ καὶ Ἀαρὼν κατὰ Μωυσῆ, ἕνεκεν τῆς γυναικὸς τῆς Αἰθιοπίσσης ἣν ἔλαβε Μωυσῆς, ὅτι γυναῖκα Αἰθιόπισσαν ἔλαβε,

Αρ. 12,1                     Εις Ασηρώθ ωμίλησεν η Μαριάμ και ο Ααρών απρεπώς κατά του Μωϋσέως ένεκα της Αιθιοπίσσης συζύγου του, την οποίαν αυτός είχε λάβει ως σύζυγον, διότι πράγματι είχε λάβει γυναίκα Αιθιόπισσαν.

Αρ. 12,2             καὶ εἶπαν· μὴ Μωυσῇ μόνῳ λελάληκε Κύριος; οὐχὶ καὶ ἡμῖν ἐλάλησε; καὶ ἤκουσε Κύριος.

Αρ. 12,2                     Και είπαν· “μήπως στον Μωϋσήν μόνον ωμίλησεν ο Θεός; Δεν ωμίλησε και εις ημάς;” Ηκουσεν ο Θεός αυτόν τον γογγυσμόν.

Αρ. 12,3             καὶ ὁ ἄνθρωπος Μωυσῆς πραΰς σφόδρα παρὰ πάντας τοὺς ἀνθρώπους τοὺς ὄντας ἐπὶ τῆς γῆς.

Αρ. 12,3                     Ο Μωϋσής όμως ήτο άνθρωπος πολύ πράος, πραότερος από όλους τους ανθρώπους που ευρίσκοντο εις την γην, και δεν εθύμωσε δι' όσα έλεγον εναντίον του οι αδελφοί του.

Αρ. 12,4             καὶ εἶπε Κύριος παραχρῆμα πρὸς Μωυσῆν καὶ Ἀαρὼν καὶ Μαριάμ· ἐξέλθετε ὑμεῖς οἱ τρεῖς εἰς τὴν σκηνὴν τοῦ μαρτυρίου·

Αρ. 12,4                     Ο Κυριος όμως είπεν αμέσως προς τον Μωϋσήν, τον Ααρών και την Μαριάμ· “πηγαίνετε και οι τρεις σας εις την Σκηνήν του Μαρτυρίου”.

Αρ. 12,5             καὶ ἐξῆλθον οἱ τρεῖς εἰς τὴν σκηνὴν τοῦ μαρτυρίου. καὶ κατέβη Κύριος ἐν στύλῳ νεφέλης καὶ ἔστη ἐπὶ τῆς θύρας τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου, καὶ ἐκλήθησαν Ἀαρὼν καὶ Μαριὰμ καὶ ἐξήλθοσαν ἀμφότεροι.

Αρ. 12,5                     Εκείνοι μετέβησαν εις την Σκηνήν του Μαρτυρίου. Κατέβη ο Κυριος εις νεφέλην, που είχε την μορφήν στύλου, εστάθη εις την θύραν της Σκηνής του Μαρτυρίου και εκάλεσε τον Ααρών και την Μαριάμ, οι οποίοι και προσήλθον.

Αρ. 12,6             καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· ἀκούσατε τῶν λόγων μου· ἐὰν γένηται προφήτης ὑμῶν Κυρίῳ, ἐν ὁράματι αὐτῷ γνωσθήσομαι καὶ ἐν ὕπνῳ λαλήσω αὐτῷ.

Αρ. 12,6                     Είπεν ο Κυριος προς αυτούς· “ακούσατε προσεκτικά τους λόγους μου· εάν κανείς από σας γίνη προφήτης Κυρίου, έγω ο Κυριος θα γίνω γνωστός και θα ομιλήσω προς αυτόν η εν οράματι η κατά τον ύπνον του.

Αρ. 12,7             οὐχ οὕτως ὁ θεράπων μου Μωυσῆς· ἐν ὅλῳ τῷ οἴκῳ μου πιστός ἐστι·

Αρ. 12,7                     Δεν έγινεν όμως το ίδιον και δια τον υπηρέτην μου τον Μωϋσήν. Αυτός είναι ο έμπιστός μου δι' όλον τον ισραηλιτικόν λαόν μου.

Αρ. 12,8             στόμα κατὰ στόμα λαλήσω αὐτῷ, ἐν εἴδει καὶ οὐ δι᾿ αἰνιγμάτων, καὶ τὴν δόξαν Κυρίου εἶδε· καὶ διατί οὐκ ἐφοβήθητε καταλαλῆσαι κατὰ τοῦ θεράποντός μου Μωυσῆ;

Αρ. 12,8                     Στόμα με στόμα ωμίλησα προς αυτόν, κατά πρόσωπον και όχι με παραβολάς και σύμβολα. Αυτός είδε την δόξαν Κυρίου. Σεις διατί δεν εφοβηθήκατε να καταλαλήσετε ένα τέτοιον υπηρέτην μου, όπως είναι ο Μωϋσής;”

Αρ. 12,9             καὶ ὀργὴ θυμοῦ Κυρίου ἐπ᾿ αὐτοῖς, καὶ ἀπῆλθε.

Αρ. 12,9                     Ωργίσθη και ηγανάκτησεν εναντίον αυτών ο Κυριος, και πλήρης θυμού απήλθεν.

Αρ. 12,10           καὶ ἡ νεφέλη ἀπέστη ἀπὸ τῆς σκηνῆς, καὶ ἰδοὺ Μαριὰμ λεπρῶσα ὡσεὶ χιών· καὶ ἐπέβλεψεν Ἀαρὼν ἐπὶ Μαριάμ, καὶ ἰδοὺ λεπρῶσα.

Αρ. 12,10                   Η νεφέλη απεμακρύνθη τότε από την Σκηνήν και ιδού η Μαριάμ εγέμισε λέπραν και έγινε λευκή ωσάν το χιόνι. Ερριψε το βλέμμα του ο Ααρών εις την Μαριάμ και την είδε γεμάτην λέπραν.

Αρ. 12,11           καὶ εἶπεν Ἀαρὼν πρὸς Μωυσῆν· δέομαι, κύριε, μὴ συνεπιθῇ ἡμῖν ἁμαρτίαν, διότι ἠγνοήσαμεν καθ᾿ ὅτι ἡμάρτομεν·

Αρ. 12,11                    Εντρομος τότε είπε προς τον Μωυσήν· “κύριε, σε παρακαλώ να μη μας αποδώση ο Θεός κατά την αμαρτίαν, την οποίαν χωρίς επίγνωσιν του βάρους της διεπράξαμεν·

Αρ. 12,12           μὴ γένηται ὡσεὶ ἴσον θανάτῳ, ὡσεὶ ἔκτρωμα ἐκπορευόμενον ἐκ μήτρας μητρὸς καὶ κατεσθίει τὸ ἥμισυ τῶν σαρκῶν αὐτῆς.

Αρ. 12,12                   ας μη καταντήση η Μαριάμ εξ αιτίας της λέπρας της ωσάν νεκρά, ωσάν ένα έκτρωμα, το οποίον εξέρχεται από την κοιλίαν της μητρός του παράκαιρα με φαγωμένον το ήμισυ από τας σάρκας του”.

Αρ. 12,13           καὶ ἐβόησε Μωυσῆς πρὸς Κύριον λέγων· ὁ Θεὸς δέομαί σου, ἴασαι αὐτήν.

Αρ. 12,13                   Και ο ανεξίκακος Μωϋσής εβόησε προς τον Κυριον λέγων· “ω ! Θεέ μου ! Σε θερμοπαρακαλώ θεράπευσε αυτήν” !

Αρ. 12,14           καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν· εἰ ὁ πατὴρ αὐτῆς πτύων ἐνέπτυσεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτῆς, οὐκ ἐντραπήσεται ἑπτὰ ἡμέρας; ἀφορισθήτω ἑπτὰ ἡμέρας ἔξω τῆς παρεμβολῆς καὶ μετὰ ταῦτα εἰσελεύσεται.

Αρ. 12,14                   Είπεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “εάν ο πατέρας της την έφτυνεν στο πρόσωπον, δεν θα εντρέπετο; Και επί επτά ημέρας δεν θα έμενεν απομονωμένη λόγω εντροπής; Προς τιμωρίαν της ας απαμακρυνθή έξω από την κατασκήνωσιν επτά ημέρας και μετά ταύτα θα επανέλθη”.

Αρ. 12,15           καὶ ἀφωρίσθη Μαριὰμ ἔξω τῆς παρεμβολῆς ἑπτὰ ἡμέρας· καὶ ὁ λαὸς οὐκ ἐξῇρεν, ἕως ἐκαθαρίσθη Μαριάμ.

Αρ. 12,15                   Και έχωρισθη η Μαριάμ και έμεινεν έξω από την κατασκήνωσιν επτά ημέρας. Ο δε λαός δεν ανεχώρησεν από την Ασηρώθ, έως ότου εκαθαρίσθη η Μαριάμ από την λέπραν.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10

11

12

13

14

15

16

17

18

19

20

21

22

23

24

25

26

27

28

29

30

31

32

33

34

35

36