Γογγυσμός του λαού
Αρ. 11,1 Καὶ ἦν
ὁ λαὸς γογγύζων πονηρὰ ἔναντι Κυρίου, καὶ
ἤκουσε Κύριος καὶ ἐθυμώθη ὀργῇ, καὶ
ἐξεκαύθη ἐν αὐτοῖς πῦρ παρὰ Κυρίου
καὶ κατέφαγε μέρος τι τῆς παρεμβολῆς.
Αρ. 11,1 Μετά πορείαν τριών ημερών έφθασαν οι
Ισραηλίται εις έρημον περιοχήν. Εκεί ο λαός εγόγγυζε και εξεφράζετο με
ασέβειαν εναντίον του Κυρίου. Ηκουσεν ο Κυριος αυτά, ωργίσθη και ηγανάκτησεν
εναντίον αυτών. Φωτιά εκ μέρους του Κυρίου ήναψε μεταξύ των Ισραηλιτών και
κατέφαγεν ένα μέρος από το στρατόπεδον των Ισραηλιτών.
Αρ. 11,2 καὶ
ἐκέκραξεν ὁ λαὸς πρὸς Μωυσῆν, καὶ
ηὔξατο Μωυσῆς πρὸς Κύριον, καὶ ἐκόπασε τὸ
πῦρ.
Αρ. 11,2 Εκραύγασε τότε ο λαός προς τον Μωϋσήν ζητών
την επέμβασίν του προς τον Θεόν, ο δε Μωϋσής προσηυχήθη προς τον Κυριον και
εσταμάτησε το πυρ.
Αρ. 11,3 καὶ
ἐκλήθη τὸ ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου
Ἐμπυρισμός, ὅτι ἐξεκαύθη ἐν αὐτοῖς
παρὰ Κυρίου.
Αρ. 11,3 “Εμπυρισμός” ωνομάσθη ο τόπος εκείνος, διότι
εκεί ήναψε φωτιά εκ μέρους του Κυρίου εναντίον των Ισραηλιτών.
Αρ. 11,4 Καὶ ὁ ἐπίμικτος
ὁ ἐν αὐτοῖς ἐπεθύμησεν ἐπιθυμίαν,
καὶ καθίσαντες ἔκλαιον καὶ οἱ υἱοὶ
Ἰσραὴλ καὶ εἶπαν· τίς ἡμᾶς
ψωμιεῖ κρέα;
Αρ. 11,4 Πολλοί Αιγύπτιοι αναμιχθέντες με τους
Ισραηλίτας εις την έρημον και ακολουθήσαντες αυτούς εκυριεύθησαν από πολλάς
υλικάς επιθυμίας. Εκάθισαν λοιπόν αυτοί, μαζή δε με αυτούς και οι Ισραηλίται,
και έκλαιον και έλεγον· “ποιός θα μας δώση κρέας να φάγωμεν;
Αρ. 11,5 ἐμνήσθημεν
τοὺς ἰχθύας, οὓς ἠσθίομεν ἐν
Αἰγύπτῳ δωρεάν, καὶ τοὺς σικύους καὶ τοὺς
πέπονας καὶ τὰ πράσα καὶ τὰ κρόμμυα καὶ
τὰ σκόρδα·
Αρ. 11,5 Ενθαμούμεθα τα ψάρια, που ετρώγαμεν δωρεάν
εις την Αίγυπτον, όπως επίσης τα αγγούρια, τα πεπόνια, τα πράσα, τα κρεμμύδια
και τα σκόρδα.
Αρ. 11,6 νυνὶ δὲ
ἡ ψυχὴ ἡμῶν κατάξηρος, οὐδὲν πλὴν
εἰς τὸ μάννα οἱ ὀφθαλμοὶ ἡμῶν·
Αρ. 11,6 Τωρα δε η ψυχή μας είναι κατάξηρος, τίποτε
άλλο δεν βλέπομεν εκτός από το μάννα”.
Αρ. 11,7 τὸ δὲ
μάννα ὡσεὶ σπέρμα κορίου ἐστί, καὶ τὸ
εἶδος αὐτοῦ εἶδος κρυστάλλου·
Αρ. 11,7 Το δε μάννα ήτο ωσάν σπόροι κοριού, και η
μορφή του σαν κρύσταλλον.
Αρ. 11,8 καὶ διεπορεύετο
ὁ λαὸς καὶ συνέλεγον καὶ ἤληθον
αὐτὸ ἐν τῷ μύλῳ καὶ ἔτριβον
ἐν τῇ θυΐᾳ καὶ ἥψουν αὐτὸ ἐν
τῇ χύτρᾳ καὶ ἐποίουν αὐτὸ
ἐγκρυφίας, καὶ ἦν ἡ ἡδονὴ
αὐτοῦ ὡσεὶ γεῦμα ἐγκρὶς ἐξ
ἐλαίου·
Αρ. 11,8 Ο λαός επορεύετο γύρω από την κατασκήνωσιν,
εμάζευαν αυτό, το άλεθαν στον χειρόμυλον, το έτριβαν εις ξύλινο γουδί, το
έβραζαν εις την χύτραν και κατεσκεύαζαν έπειτα με αυτό πίττες. Η ευχάριστος
γεύσίς του ήτο ωσάν γεύσις τηγανίτας με λάδι.
Αρ. 11,9 καὶ
ὅταν κατέβη ἡ δρόσος ἐπὶ τὴν παρεμβολὴν
νυκτός, κατέβαινε τὸ μάννα ἐπ᾿ αὐτῆς.
Αρ. 11,9 Οταν έπιπτε κατά το διάστημα της νυκτός η
δροσιά στο στρατόπεδον, μαζή με αυτήν κατέβαινε και το μάννα.
Αρ. 11,10 καὶ
ἤκουσε Μωυσῆς κλαιόντων αὐτῶν κατὰ δήμους
αὐτῶν, ἕκαστον ἐπὶ τῆς θύρας
αὐτοῦ· καὶ ἐθυμώθη ὀργῇ Κύριος
σφόδρα, καὶ ἔναντι Μωυσῆ ἦν πονηρόν.
Αρ. 11,10 Ηκουσεν ο Μωϋσής τους Ισραηλίτας να κλαίουν
κατά τους δήμους αυτών, ο καθένας εις την θύραν της σκηνής του. Ο Κυριος
ηγανάκτησε και ωργίσθη πολύ εναντίον των. Αλλά και στον Μωϋσέα εφάνη πολύ
κακός ο θρήνος αυτός των Ισραηλιτών.
Αρ. 11,11 καὶ εἶπε
Μωυσῆς πρὸς Κύριον· ἱνατί ἐκάκωσας τὸν
θεράποντά σου, καὶ διατί οὐχ εὕρηκα χάριν ἐναντίον
σου, ἐπιθεῖναι τὴν ὁρμὴν τοῦ λαοῦ
τούτου ἐπ᾿ ἐμέ;
Αρ. 11,11 Ο Μωϋσής είπε τότε προς τον Κυριον· “διατί
εταλαιπώρησες και επίκρανες εμέ τον υπηρέτην σου και διατί δεν ευρήκα κάποιαν
ευμένειαν ενώπιόν σου, ώστε να μου φορτώσης τον απερίσκεπτον και ορμητικόν
αυτόν λαόν;
Αρ. 11,12 μὴ
ἐγὼ ἐν γαστρὶ ἔλαβον πάντα τὸν λαὸν
τοῦτον, ἢ ἐγὼ ἔτεκον αὐτούς, ὅτι
λέγεις μοι, λάβε αὐτὸν εἰς τὸν κόλπον σου, ὡσεὶ
ἄραι τιθηνὸς τὸν θηλάζοντα, εἰς τὴν γῆν
ἣν ὤμοσας τοῖς πατράσιν αὐτῶν;
Αρ. 11,12 Μηπως εγώ συνέλαβα εις την κοιλίαν μου όλον
αυτόν τον λαόν η εγώ τον εγέννησα, ώστε να μου λέγης, πάρε αυτόν τον λαόν εις
την αγκάλην σου, όπως η τροφός παίρνει εις την αγκάλην της το θηλάζον νήπιον,
και οδήγησέ τους εις την γην, την οποίαν ωρκίσθης στους πατέρας των;
Αρ. 11,13 πόθεν μοι κρέα δοῦναι
παντὶ τῷ λαῷ τούτῳ; ὅτι κλαίουσιν
ἐπ᾿ ἐμοί, λέγοντες· δὸς ἡμῖν κρέα,
ἵνα φάγωμεν.
Αρ. 11,13 Που θα εύρω εγώ κρέατα να δώσω εις όλον αυτό το
πλήθος; Διότι κλαίουν ολόγυρά μου και με στενοχωρούν λέγοντες· Δος μας κρέας
να φάγωμεν !
Οι εβδομήντα βοηθοί του Μωυσή
Αρ. 11,14 οὐ δυνήσομαι
ἐγὼ μόνος φέρειν τὸν λαὸν τοῦτον, ὅτι
βαρύτερόν μοί ἐστι τὸ ῥῆμα τοῦτο.
Αρ. 11,14 Δεν ημπορώ εγώ μόνος μου να οδηγώ και να
υποφέρω αυτόν τον λαόν, διότι, αυτό το έργον είναι πολύ βαρύτερον, από όσον
δύναμαι και αντέχω.
Αρ. 11,15 εἰ δ᾿
οὕτω σὺ ποιεῖς μοι, ἀπόκτεινόν με ἀναιρέσει,
εἰ εὕρηκα ἔλεος παρὰ σοί, ἵνα μὴ
ἴδω τὴν κάκωσίν μου.
Αρ. 11,15 Εάν όμως συ επιμένης να καταθλίβομαι εις την
κατάστασιν αυτήν, πάρε την ζωήν μου, εάν έχω εύρει κάποιο έλεος κοντά σου,
δια να μη βλέπω πλέον αυτήν την ταλαιπωρίαν μου από τον γογγύζοντα αυτόν
λαόν”.
Αρ. 11,16 καὶ εἶπε
Κύριος πρὸς Μωυσῆν· συνάγαγέ μοι ἑβδομήκοντα
ἄνδρας ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων Ἰσραήλ, οὓς
αὐτὸς σὺ οἶδας, ὅτι οὗτοί εἰσι
πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ καὶ γραμματεῖς
αὐτῶν. καὶ ἄξεις αὐτοὺς πρὸς
τὴν σκηνὴν τοῦ μαρτυρίου, καὶ στήσονται
ἐκεῖ μετὰ σοῦ.
Αρ. 11,16 Είπεν ο Κυριος προς τον Μωυσήν· “συγκέντρωσέ
μου εβδομήκοντά άνδρας, από τους γεροντότερους Ισραηλίτας, τους οποίους συ
γνωρίζεις ότι είναι οι γεροντότεροι του λαού, συγκέντρωσέ μου και τους
γραμματείς των Ισραηλιτών. Θα τους φέρης εις την Σκηνήν του Μαρτυρίου και
εκεί θα σταθούν όρθιοι μαζή με σέ.
Αρ. 11,17 καὶ
καταβήσομαι καὶ λαλήσω ἐκεῖ μετὰ σοῦ καὶ
ἀφελῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματος τοῦ
ἐπὶ σοὶ καὶ ἐπιθήσω ἐπ᾿
αὐτούς, καὶ συναντιλήψονται μετὰ σοῦ τὴν
ὁρμὴν τοῦ λαοῦ, καὶ οὐκ οἴσεις
αὐτοὺς σὺ μόνος.
Αρ. 11,17 Εγώ δε θα κατεβώ εκεί, θα ομιλήσω μαζή σου, θα
πάρω από την χάριν και την ικανότητα που έχω δώσει εις σέ, και θα δώσω εις
αυτούς. Ετσι δε αυτοί, προικισμένοι με ομοίας προς τας ιδικάς σου ικανότητας,
θα σε βοηθήσουν στο έργον σου, ώστε να βαστάζης την απερίσκεπτον ορμήν του
λαού τούτου και δεν θα τους οδηγής πλέον μόνος σου.
Αρ. 11,18 καὶ τῷ
λαῷ ἐρεῖς· ἁγνίσασθε εἰς αὔριον,
καὶ φάγεσθε κρέα, ὅτι ἐκλαύσατε ἔναντι Κυρίου
λέγοντες· τίς ἡμᾶς ψωμιεῖ κρέα; ὅτι καλὸν
ἡμῖν ἐστιν ἐν Αἰγύπτῳ. καὶ δώσει
Κύριος ὑμῖν φαγεῖν κρέα, καὶ φάγεσθε κρέα.
Αρ. 11,18 Εις δε τον λαόν θα είπης· Αγνισθήτε δια την
επομένην ημέραν, διότι εκλαύσατε ενώπιον του Κυρίου λέγοντες· Ποιός θα μας
δώση κρέας να φάγωμεν; Καλύτερα είμεθα εις την Αίγυπτον. Λοιπόν ο Κυριος θα
σας δώση να φάγετε κρέας, και θα φάγετε κρέας, που τόσον πολύ επιθυμήσατε.
Αρ. 11,19 οὐχ
ἡμέραν μίαν φάγεσθε, οὐδὲ δύο, οὐδὲ πέντε
ἡμέρας, οὐδὲ δέκα ἡμέρας, οὐδὲ
εἴκοσιν ἡμέρας.
Αρ. 11,19 Και θα φάγετε όχι μόνον μίαν ημέραν, ούτε δύο,
ούτε πέντε, ούτε δέκα, ούτε είκοσι ημέρας.
Αρ. 11,20 ἕως
μηνὸς ἡμερῶν φάγεσθε, ἕως ἂν ἐξέλθῃ
ἐκ τῶν μυκτήρων ὑμῶν. καὶ ἔσται
ὑμῖν εἰς χολέραν, ὅτι ἠπειθήσατε Κυρίῳ,
ὅς ἐστιν ἐν ὑμῖν, καὶ ἐκλαύσατε
ἐναντίον αὐτοῦ λέγοντες· ἱνατί ἡμῖν
ἐξελθεῖν ἐξ Αἰγύπτου;
Αρ. 11,20 Ολας τας ημέρας ενός μηνός ολοκλήρου θα τρώγετε
κρέας, έως ότου εξέλθη από τις μύτες σας, και θα γίνη δια σας χολέρα η
πολυφαγία, διότι εδείξατε παρακοήν στον Κυριον, που είναι πάντοτε μαζή σας
βοηθός, και γογγύζοντες εκλαύσατε ενώπιόν του λέγοντες· Διατί εφύγαμεν από
την Αίγυπτον;”
Αρ. 11,21 καὶ εἶπε
Μωυσῆς· ἑξακόσιαι χιλιάδες πεζῶν ὁ λαός,
ἐν οἷς εἰμι ἐν αὐτοῖς. καὶ σὺ
εἶπας, κρέα δώσω αὐτοῖς φαγεῖν, καὶ φάγονται
μῆνα ἡμερῶν.
Αρ. 11,21 Ο Μωϋσής είπε προς τον Θεόν· “εξακόσιαι
χιλιάδες πολεμιστών ανδρών είναι αυτός ο λαός, εν μέσω του οποίου εγώ
ευρίσκομαι. Και συ μου είπες να δώσω να φάγουν αυτοί κρέας επί ένα κατά
συνέχειαν μήνα !
Αρ. 11,22 μὴ πρόβατα
καὶ βόες σφαγήσονται αὐτοῖς, καὶ ἀρκέσει
αὐτοῖς; ἢ πᾶν τὸ ὄψος τῆς θαλάσσης
συναχθήσεται αὐτοῖς, καὶ ἀρκέσει αὐτοῖς;
Αρ. 11,22 Μηπως και αν σφαγούν όλα τα πρόβατα και όλα τα
βόδια, είναι δυνατόν να επαρκέσουν δι' αυτούς; Η αν συγκεντρώσωμεν όλα τα
ψάρια της θαλάσσης, θα αρκέσουν δι' αυτούς;”
Αρ. 11,23 καὶ εἶπε
Κύριος πρὸς Μωυσῆν· μὴ χεὶρ Κυρίου οὐκ
ἐξαρκέσει; ἤδη γνώσῃ εἰ ἐπικαταλήψεταί σε
ὁ λόγος μου ἢ οὔ.
Αρ. 11,23 Απήντησεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “μήπως η
παντοδύναμος δεξιά του Κυρίου δεν είναι ικανή να πραγματοποιήση το έργον του
χορτασμού του λαού αυτού; Τωρα θα ίδης και θα μάθης, εάν ο λόγος μου θα
πραγματοποιηθή αμέσως ενώπιόν μου η όχι”.
Αρ. 11,24 καὶ
ἐξῆλθε Μωυσῆς καὶ ἐλάλησε πρὸς τὸν
λαὸν τὰ ῥήματα Κυρίου καὶ συνήγαγεν ἑβδομήκοντα
ἄνδρας ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων τοῦ λαοῦ
καὶ ἔστησεν αὐτοὺς κύκλῳ τῆς
σκηνῆς.
Αρ. 11,24 Ο Μωϋσής εβγήκε και ανεκοίνωσε προς τον λαόν τα
λόγια αυτά του Κυρίου, συνήθροισε τους εβδομήκοντα πρεσβυτέρους από τους
γεροντοτέρους του λαού και έθεσεν αυτούς ορθίους κύκλω από την Σκηνήν.
Αρ. 11,25 καὶ κατέβη
Κύριος ἐν νεφέλῃ καὶ ἐλάλησε πρὸς
αὐτόν· καὶ παρείλατο ἀπὸ τοῦ πνεύματος
τοῦ ἐπ᾿ αὐτῷ καὶ ἐπέθηκεν
ἐπὶ τοὺς ἑβδομήκοντα ἄνδρας τοὺς
πρεσβυτέρους· ὡς δὲ ἐπανεπαύσατο πνεῦμα
ἐπ᾿ αὐτούς, καὶ ἐπροφήτευσαν καὶ
οὐκ ἔτι προσέθεντο.
Αρ. 11,25 Κατέβηκεν ο Κυριος εις την νεφέλην και ωμίλησε
προς αυτόν. Επήρε από το πνεύμα, που είχε δώσει στον Μωϋσήν, και έδωσεν αυτό
στους εβδομήκοντα πρεσβυτέρους. Οταν δε το Πνεύμα επανεπαύθη εις αυτούς και
τους εφώτισεν, εκείνοι φωτισμένοι πλέον ωμίλησαν τότε λόγια Θεού. Αλλην όμως
φοράν δεν επανελήφθη αυτό.
Αρ. 11,26 καὶ
κατελείφθησαν δύο ἄνδρες ἐν τῇ παρεμβολῇ, ὄνομα
τῷ ἑνὶ Ἑλδὰδ καὶ ὄνομα τῷ
δευτέρῳ Μωδάδ, καὶ ἐπανεπαύσατο ἐπ᾿
αὐτοὺς πνεῦμα· καὶ οὗτοι ἦσαν
τῶν καταγεγραμμένων καὶ οὐκ ἦλθον πρὸς
τὴν σκηνήν· καὶ ἐπροφήτευσαν ἐν τῇ
παρεμβολῇ.
Αρ. 11,26 Από τους εβδομήκοντα πρεσβυτέρους έμειναν δύο
άνδρες εις την κατασκήνωσιν, ο ένας εκ των οποίων ωνομάζετο Ελδάδ, ο δε
δεύτερος Μωδάδ. Το πνεύμα ήλθε και εις αυτούς. Ησαν και αυτοί γραμμένοι
μεταξύ των εβδομήκοντα αλλά (δια λόγους ίσως ταπεινοφροσύνης) δεν ήλθον μαζή
με τους άλλους εις την Σκηνήν του Μαρτυρίου· φωτισμένοι και αυτοί από τον Θεόν
ωμίλησαν στο στρατόπεδον τα λόγια του Θεού.
Αρ. 11,27 καὶ
προσδραμὼν ὁ νεανίσκος ἀπήγγειλε Μωυσῇ καὶ
εἶπε λέγων· Ἑλδὰδ καὶ Μωδὰδ προφητεύουσιν
ἐν τῇ παρεμβολῇ.
Αρ. 11,27 Ενας νεαρός ανήρ έτρεξε προς τον Μωϋσήν και
είπεν· “ο Ελδάδ και ο Μωδάδ προφητεύουν εις την κατασκήνωσιν”.
Αρ. 11,28 καὶ
ἀποκριθεὶς Ἰησοῦς ὁ τοῦ Ναυὴ
ὁ παρεστηκὼς Μωυσῇ, ὁ ἐκλεκτός,
εἶπε· κύριε Μωυσῆ, κώλυσον αὐτούς.
Αρ. 11,28 Ο Ιησούς του Ναυή ο εκλεκτός του Μωϋσέως, ο
ευρισκόμενος πάντοτε πλησίον αυτού, είπε· “κύριε Μωϋσή, εμπόδισαν αυτούς να
ομιλούν ως εκπρόσωποι του Θεού” !
Αρ. 11,29 καὶ εἶπε
Μωυσῆς αὐτῷ· μὴ ζηλοῖς ἐμέ;
καὶ τίς δῴη πάντα τὸν λαὸν Κυρίου προφήτας,
ὅταν δῷ Κύριος τὸ πνεῦμα αὐτοῦ
ἐπ᾿ αὐτούς;
Αρ. 11,29 Είπε προς αυτόν ο Μωϋσής· “διατί σε κατέλαβε
ζηλοφθονία προς χάριν μου; Είθε όλον το πλήθος των Ισραηλιτών να αναδειχθούν
προφήται του Θεού, όταν ο Κυριος δώση το Πνεύμα του εις αυτούς” !
Αρ. 11,30 καὶ
ἀπῆλθε Μωυσῆς εἰς τὴν παρεμβολὴν
αὐτὸς καὶ οἱ πρεσβύτεροι Ἰσραήλ.
Αρ. 11,30 Επειτα από αυτά επέστρεψεν ο Μωϋσής στο στρατόπεδον
και μαζή με αυτόν οι βοηθοί του, οι πρεσβύτεροι του ισραηλιτικού λαού.
Ο Κύριος στέλνει ορτύκια
Αρ. 11,31 καὶ
πνεῦμα ἐξῆλθε παρὰ Κυρίου καὶ ἐξεπέρασεν
ὀρτυγομήτραν ἀπὸ τῆς θαλάσσης καὶ
ἐπέβαλεν ἐπὶ τὴν παρεμβολὴν ὁδὸν
ἡμέρας ἐντεῦθεν καὶ ὁδὸν ἡμέρας
ἐντεῦθεν, κύκλῳ τῆς παρεμβολῆς,
ὡσεὶ δίπηχυ ἀπὸ τῆς γῆς.
Αρ. 11,31 Ηγέρθη τότε παρά του Κυρίου άνεμος, ο οποίος
έφερεν από το μέρος της θαλάσσης πλήθος ορτύκια και τα έρριψεν εις την
περιοχήν της κατασκηνώσεως από εδώ και από εκεί κύκλω από την κατασκήνωσιν
εις έκτασιν πορείας μιας ημέρας. Το στρώμα των ορτυκιών επάνω στο έδαφος
έφθασε τους δύο πήχεις (ένα και πλέον μέτρον).
Αρ. 11,32 καὶ
ἀναστὰς ὁ λαὸς ὅλην τὴν ἡμέραν
καὶ ὅλην τὴν νύκτα καὶ ὅλην τὴν
ἡμέραν τὴν ἐπαύριον καὶ συνήγαγον τὴν
ὀρτυγομήτραν, ὁ τὸ ὀλίγον, συνήγαγε δέκα κόρους,
καὶ ἔψυξαν ἑαυτοῖς ψυγμοὺς κύκλῳ
τῆς παρεμβολῆς.
Αρ. 11,32 Ο λαός εσηκώθηκε όλην την ημέραν εκείνην και
όλην την νύκτα και όλην την επομένην ημέραν και εμάζευαν ορτύκια. Τοσον πολύ
ήτο το πλήθος των ορτυκιών, ώστε και ο τα ολιγώτερα μαζεύσας έφθασε τους δέκα
κόρους (υπέρ τα 2000 κιλά).
Εξήραναν αυτά κύκλω από την κατασκήνωσιν.
Αρ. 11,33 τὰ κρέα
ἔτι ἦν ἐν τοῖς ὀδοῦσιν αὐτῶν
πρινὴ ἐκλείπειν, καὶ Κύριος ἐθυμώθη εἰς
τὸν λαόν, καὶ ἐπάταξε Κύριος τὸν λαὸν
πληγὴν μεγάλην σφόδρα.
Αρ. 11,33 Τα κρέατα από τα ορτύκια ήσαν ακόμη εις τα
δόντια των και δεν είχαν ακόμη σταματήσει να τρώγουν, όταν ο Κυριος εξωργίσθη
εναντίον του λαού δια την λαιμαργίαν και εθανάτωσε πολλούς από αυτούς.
Αρ. 11,34 καὶ
ἐκλήθη τὸ ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου Μνήματα
τῆς ἐπιθυμίας, ὅτι ἐκεῖ ἔθαψαν τὸν
λαὸν τὸν ἐπιθυμητήν.
Αρ. 11,34 Εδόθη δε στον τόπον εκείνον το όνομα “Μνήματα
της επιθυμίας”, διότι εκεί έθαψαν πολλούς από τον λαίμαργον αυτόν λαόν.
Αρ. 11,35 Ἀπὸ
Μνημάτων ἐπιθυμίας ἐξῇρεν ὁ λαὸς εἰς
Ἀσηρώθ, καὶ ἐγένετο ὁ λαὸς ἐν
Ἀσηρώθ.
Αρ. 11,35 Από τα “Μνήματα της επιθυμίας” ανεχώρησεν ο λαός
δια την Ασηρώθ, όπου και έφθασε.
|