ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΑΡΙΘΜΟΙ- ΚΕΦ. 21-25

 

 

ΟΙ ΙΣΡΑΗΛΙΤΕΣ ΝΙΚΟΥΝ ΤΟΥΣ ΛΑΟΥΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ ΤΗΣ ΧΑΝΑΑΝ

ΒΑΛΑΚ ΚΑΙ ΒΑΛΑΑΜ - Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΟΥ ΒΑΑΛ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21- ΟΙ ΙΣΡΑΗΛΙΤΕΣ ΧΤΥΠΟΥΝ ΤΟΥΣ ΧΑΝΑΝΑΙΟΥΣ - ΤΑ ΦΑΡΜΑΚΕΡΑ ΦΙΔΙΑ

ΟΙ ΙΣΡΑΗΛΙΤΕΣ ΠΕΡΝΟΥΝ ΓΥΡΩ ΑΠ' ΤΗ ΜΩΑΒ ΚΑΙ ΧΤΥΠΟΥΝ ΤΟΥΣ ΑΜΟΡΡΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗ ΒΑΣΑΝ

                                   Οι Ισραηλίτες χτυπούν τους Χαναναίους

Αρ. 21,1             Καὶ ἤκουσεν ὁ Χανανεὶς βασιλεὺς Ἀρὰδ ὁ κατοικῶν κατὰ τὴν ἔρημον, ὅτι ἦλθεν Ἰσραὴλ ὁδὸν Ἀθαρείν, καὶ ἐπολέμησε πρὸς Ἰσραὴλ καὶ καταπροενόμευσεν ἐξ αὐτῶν αἰχμαλωσίαν.

Αρ. 21,1                     Ο βασιλεύς της Αράδ, ο Χανανείς ο οποίος κατοικούσε προς την έρημον (νοτίως της Παλαιστίνης) επληροφορήθη ότι οι Ισραηλίται ήρχοντο από την οδόν Αθαρείν. Εκινήθη εναντίον των και συνέλαβε μερικούς αιχμαλώτους από αυτούς.

Αρ. 21,2             καὶ ηὔξατο Ἰσραὴλ εὐχὴν Κυρίῳ καὶ εἶπεν· ἐάν μοι παραδῷς τὸν λαὸν τοῦτον ὑποχείριον, ἀναθεματιῶ αὐτὸν καὶ τὰς πόλεις αὐτοῦ.

Αρ. 21,2                     Οι Ισραηλίται, δικαίως αγανακτήσαντες, έκαμαν τάμα προς τον Κυριον και είπαν· “εάν δώσης εις τα χέρια μας νικημένον τον λαόν αυτόν, θα αφιερώσωμεν ως ανάθεμα αυτόν και τας πόλστου”.

Αρ. 21,3             καὶ εἰσήκουσε Κύριος τῆς φωνῆς Ἰσραὴλ καὶ παρέδωκε τὸν Χανανεὶν ὑποχείριον αὐτοῦ, καὶ ἀνεθεμάτισεν αὐτὸν καὶ τὰς πόλεις αὐτοῦ· καὶ ἐπεκάλεσαν τὸ ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου Ἀνάθεμα.

Αρ. 21,3                     Ο Κυριος ήκουσε την δέησιν και το τάμα των Ισραηλιτών και παρέδωκεν εις τα χέρια των τον βασιλέα Χανανείν και το βασίλειόν του. Εκείνοι δε αφιέρωσαν προς τον Θεόν ως ανάθεμα αυτόν και τας πόλστου, καταστρέψαντες αυτάς, χωρίς να πάρουν τίποτε από αυτάς ως λάφυρον. Δια τούτο επωνόμασαν τον τόπον εκείνον “Ανάθεμα”.

 

                                    Τα  φαρμακερά φίδια

Αρ. 21,4             Καὶ ἀπάραντες ἐξ Ὢρ τοῦ ὄρους ὁδὸν ἐπὶ θάλασσαν ἐρυθρὰν περιεκύκλωσαν γῆν Ἐδώμ· καὶ ὠλιγοψύχησεν ὁ λαὸς ἐν τῇ ὁδῷ.

Αρ. 21,4                     Κατόπιν οι Ισραηλίται εξεκίνησαν από το όρος Ωρ, επήραν κατέθυνσιν προς την Ερυθράν Θαλασσαν και βάδισαν κύκλω από την χώραν των Ιδουμαίων. Κατά την πορείαν όμως αυτήν ωλιγοψύχησεν ο λαός·

Αρ. 21,5             καὶ κατελάλει ὁ λαὸς πρὸς τὸν Θεὸν καὶ κατὰ Μωυσῆ λέγοντες· ἱνατί τοῦτο; ἐξήγαγες ἡμᾶς ἐξ Αἰγύπτου, ἀποκτεῖναι ἐν τῇ ἐρήμῳ; ὅτι οὐκ ἔστιν ἄρτος οὐδὲ ὕδωρ, ἡ δὲ ψυχὴ ἡμῶν προσώχθισεν ἐν τῷ ἄρτῳ τῷ διακένῳ τούτῳ.

Αρ. 21,5                     εγόγγυζον και κατεφέροντο πάλιν εναντίον του Θεού και του Μωυσέως λέγοντες· τι είναι αυτό που επάθαμεν; Μας έβγαλες από την Αίγυπτον, δια να μας θανατώσης εις την έρημον; Διότι εδώ δεν υπάρχει, ούτε ψωμί ούτε νερό. Η ψυχή μας εβαρύνθη πλέον και αηδίασε τον άνοστον και κούφιον αυτόν άρτον, το μάννα”.

Αρ. 21,6             καὶ ἀπέστειλε Κύριος εἰς τὸν λαὸν τοὺς ὄφεις τοὺς θανατοῦντας, καὶ ἔδακνον τὸν λαόν, καὶ ἀπέθανε λαὸς πολὺς τῶν υἱῶν Ἰσραήλ.

Αρ. 21,6                     Ηγανάκτησεν ο Κυριος εναντίον του αχαρίστου αυτού λαού και έστειλε δηλητηριώδεις θανατηφόρους όφεις, οι οποίοι εδάγκωναν τους Ισραηλίτας, ώστε πολλοί από αυτούς απέθανον.

Αρ. 21,7             καὶ παραγενόμενος ὁ λαὸς πρὸς Μωυσῆν ἔλεγον· ὅτι ἡμάρτομεν, ὅτι κατελαλήσαμεν κατὰ τοῦ Κυρίου καὶ κατὰ σοῦ· εὖξαι οὖν πρὸς Κύριον, καὶ ἀφελέτω ἀφ᾿ ἡμῶν τὸν ὄφιν. καὶ ηὔξατο Μωυσῆς πρὸς Κύριον περὶ τοῦ λαοῦ.

Αρ. 21,7                     Συντετριμμένος τότε ο ισραηλιτικός λαός ήλθε προς τον Μωϋσήν και έλεγον εν μετανοία· “ημαρτήσαμεν, διότι κατεφέρθημεν εναντίον του Κυρίου και εναντίον σου. Προσευχήσου προς τον Κυριον και παρακάλεσέ τον να μας συγχωρήση και να διώξη εκ μέσου ημών τα φίδια”. Ο Μωυσής παρεκάλεσε πράγματι τον Κυριον υπέρ του λαού.

Αρ. 21,8             καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ποίησον σεαυτῷ ὄφιν καὶ θὲς αὐτὸν ἐπὶ σημείου, καὶ ἔσται ἐὰν δάκῃ ὄφις ἄνθρωπον, πᾶς ὁ δεδηγμένος ἰδὼν αὐτὸν ζήσεται.

Αρ. 21,8                     Ο δε Κυριος είπε προς τον Μωϋσήν· κατασκεύασε χάλκινον όφιν, θέσε αυτόν εις σημείον εμφανές, επάνω εις υψηλόν πάσσαλον. Εκείνος ο οποίος θα δαγκωθή από τα δηλητηριώδη φίδια, θα βλέπη προς τον χάλκινον όφιν, θα θεραπεύεται και θα διαφεύγη τον θάνατον.

Αρ. 21,9             καὶ ἐποίησε Μωυσῆς ὄφιν χαλκοῦν καὶ ἔστησεν αὐτὸν ἐπὶ σημείου, καὶ ἐγένετο ὅταν ἔδακνεν ὄφις ἄνθρωπον, καὶ ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὸν ὄφιν τὸν χαλκοῦν καὶ ἔζη.

Αρ. 21,9                     Ο Μωϋσής κατεσκεύασεν ένα χάλκινον όφιν, εστερέωσεν αυτόν εις ένα υψηλόν πάσσαλον και όταν ένα φίδι εδάγκωνεν Ισραηλίτην, αυτός έστρεφε τα βλέμματά του προς τον χάλκινον όφιν, εθεραπεύετο και διέφευγε τον θάνατον.

                                   

                                     Η πορεία των Ισραηλιτών γύρω από τη Μωάβ

Αρ. 21,10           Καὶ ἀπῇραν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ καὶ παρενέβαλον ἐν Ὠβώθ.

Αρ. 21,10                   Από εκεί ανεχώρησαν οι Ισραηλίται και εστρατοπέδευσαν εις Ωβώθ.

Αρ. 21,11           καὶ ἐξάραντες ἐξ Ὠβώθ, καὶ παρενέβαλον ἐν Ἀχαλγαὶ ἐκ τοῦ πέραν ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἥ ἐστι κατὰ πρόσωπον Μωάβ, κατ᾿ ἀνατολὰς ἡλίου.

Αρ. 21,11                    Και από εκεί όμως ανεχώρησαν και εστρατοπέδευσαν πέραν από την πόλιν Αχαλγαί, μέσα εις την έρημον, η οποία ευρίσκεται εμπρός εις την Μωάβ ανατολικά από αυτήν.

Αρ. 21,12           καὶ ἐκεῖθεν ἀπῇραν καὶ παρενέβαλον εἰς φάραγγα Ζαρέδ.

Αρ. 21,12                   Από εκεί ανεχώρησαν και εστρατοπέδευσαν εις την κοιλάδα Ζαρέδ.

Αρ. 21,13           καὶ ἐκεῖθεν ἀπάραντες παρενέβαλον εἰς τὸ πέραν Ἀρνῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ, τὸ ἐξέχον ἀπὸ τῶν ὁρίων τῶν Ἀμοῤῥαίων· ἔστι γὰρ Ἀρνῶν ὅρια Μωὰβ ἀνὰ μέσον Μωὰβ καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ Ἀμοῤῥαίου.

Αρ. 21,13                   Αναχωρήσαντες και από εκεί, εστρατοπέδευσαν πέραν από τον χείμαρρον Αρνών εις την έρημον, εις περιοχήν που εξέρχεται από τα όρια των Αμορραίων. Διότι ο χείμαρρος Αρνών είναι σύνορον μεταξύ της χώρας των Μωαβιτών και των Αμορραίων.

Αρ. 21,14           διὰ τοῦτο λέγεται ἐν βιβλίῳ· πόλεμος τοῦ Κυρίου τὴν Ζωὸβ ἐφλόγιζε, καὶ τοὺς χειμάῤῥους Ἀρνῶν,

Αρ. 21,14                   Δια τούτο και έχει γραφή στο βιβλίον των πολέμων του Κυρίου· Ο πόλεμος του Κυρίου εφλόγισε την Ζωόβ και τον χείμαρρον Αρνών

Αρ. 21,15           καὶ τοὺς χειμάῤῥους κατέστησε κατοικίσαι Ἤρ, καὶ πρόσκειται τοῖς ὁρίοις Μωάβ.

Αρ. 21,15                   και ωσάν χειμάρρους ωδήγησε τους Ισραηλίτας να κατοικήσουν πλησίον της Ηρ, η οποία κείται μέσα εις τα όρια της χώρας των Μωαβιτών.

Αρ. 21,16           καὶ ἐκεῖθεν τὸ φρέαρ· τοῦτο τὸ φρέαρ, ὃ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν· συνάγαγε τὸν λαόν, καὶ δώσω αὐτοῖς ὕδωρ πιεῖν.

Αρ. 21,16                   Από εκεί εβάδισαν και έφθασαν εις μέρος ονομαζόμενον φρέαρ. Αυτό το φρέαρ είναι εκείνο, δια το οποίον είπεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “συγκέντρωσε τον λαόν, και εγώ θα δώσω εις αυτούς νερό να πίουν”.

Αρ. 21,17           τότε ᾖσεν Ἰσραὴλ τὸ ᾆσμα τοῦτο ἐπὶ τοῦ φρέατος· ἐξάρχετε αὐτῷ· φρέαρ,

Αρ. 21,17                   Τοτε έψαλαν οι Ισραηλίται εκεί στο φρέαρ τούτο το άσμα· “ας αρχίσωμεν άσμα γύρω από το φρέαρ· Φρέαρ !

Αρ. 21,18           ὤρυξαν αὐτὸ ἄρχοντες, ἐξελατόμησαν αὐτὸ βασιλεῖς ἐθνῶν ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτῶν, ἐν τῷ κυριεῦσαι αὐτῶν. καὶ ἀπὸ φρέατος εἰς Μανθαναείν·

Αρ. 21,18                   Αρχοντες το ήνοιξαν, βασιλείς λαών επάνω εις την δόξαν της βασιλικής των δυνάμεως έκοψαν πέτρες δια το κτίσιμον του φρέατος, όταν εκυρίευσαν τας περιοχάς εκείνας” ! Από την περιοχήν του φρέατος αυτού ήλθον οι Ισραηλίται εις Μανθαναείν.

Αρ. 21,19           καὶ ἀπὸ Μανθαναεὶν εἰς Νααλιήλ· καὶ ἀπὸ Νααλιὴλ εἰς Βαμώθ· καὶ ἀπὸ Βαμὼθ εἰς Ἰανήν, ἥ ἐστιν ἐν τῷ πεδίῳ Μωὰβ ἀπὸ κορυφῆς τοῦ λελαξευμένου τὸ βλέπον κατὰ πρόσωπον τῆς ἐρήμου.

Αρ. 21,19                   Από Μανθαναείν ήλθον εις Νααλιήλ. Από Νααλιήλ επορεύθησαν εις Βαμώθ, και από Βαμώθ ήλθον εις Ιανήν, η οποία ευρίσκεται εις τας πεδιάδας των Μωαβιτών ολίγον απέχουσα από την κορυφήν του Λελαξευμένου (Φασγά του όρους Ναβαύ), από όπου φαίνεται η έκτασις της ερήμου.

Αρ. 21,20           Καὶ ἀπέστειλε Μωυσῆς πρέσβεις πρὸς Σηὼν βασιλέα Ἀμοῤῥαίων λόγοις εἰρηνικοῖς λέγων·

Αρ. 21,20                  Εστειλεν ο Μωυσής πρέσβεις προς τον Σηών, βασιλέα των Αμορραίων, παρακαλών αυτόν με ειρηνικούς λόγους·

 

                                    Οι Ισραηλίτες νικούν τους Αμοραίους

Αρ. 21,21           παρελευσόμεθα διὰ τῆς γῆς σου· τῇ ὁδῷ πορευσόμεθα, οὐκ ἐκκλινοῦμεν οὔτε εἰς ἀγρὸν οὔτε εἰς ἀμπελῶνα,

Αρ. 21,21                   “θα περάσωμεν δια μέσου της χώρας σου, θα βαδίσωμεν τον δημόσιον δρόμον, δεν θα παρεκκλίνωμεν ούτε στους αγρούς σας ούτε στους αμπελώνας σας·

Αρ. 21,22           οὐ πιόμεθα ὕδωρ ἐκ φρέατός σου· ὁδῷ βασιλικῇ πορευσόμεθα, ἕως παρέλθωμεν τὰ ὅριά σου.

Αρ. 21,22                  ούτε νερό θα πίωμεν από τα φρέατά σας. Εις τον δημόσιον δρόμον θα βαδίσωμεν, έως ότου εξέλθωμεν από τα όριά σας”.

Αρ. 21,23           καὶ οὐκ ἔδωκε Σηὼν τῷ Ἰσραὴλ παρελθεῖν διὰ τῶν ὁρίων αὐτοῦ, καὶ συνήγαγε Σηὼν πάντα τὸν λαὸν αὐτοῦ καὶ ἐξῆλθε παρατάξασθαι τῷ Ἰσραὴλ εἰς τὴν ἔρημον καὶ ἦλθεν εἰς Ἰασσὰ καὶ παρετάξατο τῷ Ἰσραήλ.

Αρ. 21,23                  Ο Σηών όμως δεν επέτρεψεν στους Ισραηλίτας να διέλθουν δια μέσου της χώρας των, αλλά συνεκέντρωσε όλον τον λαόν του, εξήλθεν εις πόλεμον εναντίον του Ισραηλιτικού λαού εις την έρημον, ήλθεν εις πόλιν Ιασσά και αντιπαρετάχθη δια να πολεμήση κατά των Ισραηλιτών.

Αρ. 21,24           καὶ ἐπάταξεν αὐτὸν Ἰσραὴλ φόνῳ μαχαίρας καὶ κατεκυρίευσαν τῆς γῆς αὐτοῦ ἀπὸ Ἀρνῶν ἕως Ἰαβόκ, ἕως υἱῶν Ἀμμάν· ὅτι Ἰαζὴρ ὅρια υἱῶν Ἀμμάν ἐστι.

Αρ. 21,24                  Οι Ισραηλίται όμως τον εκτύπησαν και τον εθανάτωσαν με τας μαχαίρας των, και εκυρίευσαν την χώραν του από τον χείμαρρον Αρνών έως τον παραπόταμον του Ιορδάνου Ιαβόκ, της χώρας των Αμμωνιτών. Η Ιαζήρ ήτο το νότιον σύνορον των Αμμωνιτών.

Αρ. 21,25           καὶ ἔλαβεν Ἰσραὴλ πάσας τὰς πόλεις ταύτας, καὶ κατῴκησεν Ἰσραὴλ ἐν πάσαις ταῖς πόλεσι τῶν Ἀμοῤῥαίων, ἐν Ἐσεβὼν καὶ ἐν πάσαις ταῖς συγκυρούσαις αὐτῇ.

Αρ. 21,25                  Οι Ισραηλίται κατέλαβον όλας τας πόλεις της περιοχής αυτής και εγκατεστάθησαν εις τας πόλεις των Αμορραίων, εις την Εσεβών και τας πλησιοχώρους περιοχάς.

Αρ. 21,26           ἔστι γὰρ Ἐσεβὼν πόλις Σηὼν τοῦ βασιλέως τῶν Ἀμοῤῥαίων, καὶ οὗτος ἐπολέμησε βασιλέα Μωὰβ τὸ πρότερον καὶ ἔλαβον πᾶσαν τὴν γῆν αὐτοῦ ἀπὸ Ἀροὴρ ἕως Ἀρνῶν.

Αρ. 21,26                  Η πόλις Εσεβών ήτο η πρωτεύουσα του βασιλέως των Αμορραίων Σηών. Αυτός είχε πολεμήσει προ καιρού τον βασιλέα της Μωάβ και εκυρίευσεν όλην την χώραν αυτού από της πόλεως Αροήρ έως του ποταμού Αρνών.

Αρ. 21,27           διὰ τοῦτο ἐροῦσιν οἱ αἰνιγματισταί· ἔλθετε εἰς Ἐσεβών, ἵνα οἰκοδομηθῇ καὶ κατασκευασθῇ πόλις Σηών.

Αρ. 21,27                  Δια τούτο και οι ποιηταί της περιοχής ψάλλουν “ελάτε εις την Εσεβών, δια να ανοικοδομηθή και κατασκευασθή εις κατοικίαν των ανθρώπων η πόλις αυτή του βασιλέως Σηών.

Αρ. 21,28           ὅτι πῦρ ἐξῆλθεν ἐξ Ἐσεβών, φλὸξ ἐκ πόλεως Σηὼν καὶ κατέφαγεν ἕως Μωὰβ καὶ κατέπιε στήλας Ἀρνῶν.

Αρ. 21,28                  Διότι φωτιά εβγήκεν από την Εσεβών, φλόγα από την πόλιν αυτήν του βασιλέως Σηών και κατέφαγεν έως τα άκρα την χώραν των Μωαβιτών· και κατέστρεψε τας προς τιμήν των ειδώλων στήλας του ποταμού Αρνών.

Αρ. 21,29           οὐαί σοι, Μωάβ· ἀπώλου, λαὸς Χαμώς. ἀπεδόθησαν οἱ υἱοὶ αὐτῶν διασῴζεσθαι καὶ αἱ θυγατέρες αὐτῶν αἰχμάλωτοι τῷ βασιλεῖ τῶν Ἀμοῤῥαίων Σηών·

Αρ. 21,29                  Αλλοίμονον ! αλλοίμονόν σου Μωάβ ! Εχάθηκε ο λαός του Θεού σου Χαμώς. Οι υιοί των Μωαβιτών παρεδόθησαν αιχμάλωτοι δια να σώσουν την ζωήν των και αι θυγατέρες των έγιναν αιχμάλωτοι του Σηών, βασιλέως των Αμορραίων.

Αρ. 21,30           καὶ τὸ σπέρμα αὐτῶν ἀπολεῖται, Ἐσεβὼν ἕως Δαιβών, καὶ αἱ γυναῖκες ἔτι προσεξέκαυσαν πῦρ ἐπὶ Μωάβ.

Αρ. 21,30                  Οι απόγονοι αυτών εξωλοθρεύθησαν, η Εσεβών μέχρι της Δαιβών κατεστράφη. Και αυταί ακόμη αι γυναίκες των Αμορραίων άναψαν πυρκαϊάς εις τας πόλεις των Μωαβιτών”.

Αρ. 21,31           Κατώκησε δὲ Ἰσραὴλ ἐν πάσαις ταῖς πόλεσι τῶν Ἀμοῤῥαίων.

Αρ. 21,31                   Ο ισραηλιτικός λαός εγκατεστάθη εις τας πόλεις των Αμορραίων εις την περιοχήν, που κατείχον προηγουμένως οι Μωαβίται.

 

                                    Οι Ισραηλίτες νικούν το βασιλιά της Βασάν

Αρ. 21,32           καὶ ἀπέστειλε Μωυσῆς κατασκέψασθαι τὴν Ἰαζήρ, καὶ κατελάβοντο αὐτὴν καὶ τὰς κώμας αὐτῆς καὶ ἐξέβαλον τὸν Ἀμοῤῥαῖον τὸν κατοικοῦντα ἐκεῖ.

Αρ. 21,32                  Από εκεί έστειλεν ο Μωϋσής ανθρώπους, δια να κατασκοπεύσουν την πόλιν Ιαζήρ. Κατόπιν δε οι Ισραηλίται κατέλαβον αυτήν και τας γύρω κώμας και εξεδίωξαν τους Αμορραίους, οι οποίοι κατοικούσαν εκεί.

Αρ. 21,33           καὶ ἐπιστρέψαντες ἀνέβησαν ὁδὸν τὴν εἰς Βασάν· καὶ ἐξῆλθεν Ὢγ βασιλεὺς τῆς Βασὰν εἰς συνάντησιν αὐτοῖς καὶ πᾶς ὁ λαὸς αὐτοῦ εἰς πόλεμον εἰς Ἐδραείν.

Αρ. 21,33                   Από εκεί οι Ισραηλίται εξεκίνησαν και εβάδισαν βορειότερον δια της οδού, η οποία οδηγεί προς την χώραν Βασάν. Ο Ωγ όμως, ο βασιλεύς της Βασάν, μαζή με όλον τον λαόν του εξήλθεν εις Εδραείν, δια να συναντήση και πολεμήση τους Ισραηλίτας.

Αρ. 21,34           καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν· μὴ φοβηθῇς αὐτόν, ὅτι εἰς τὰς χεῖράς σου παραδέδωκα αὐτὸν καὶ πάντα τὸν λαὸν αὐτοῦ καὶ πᾶσαν τὴν γῆν αὐτοῦ, καὶ ποιήσεις αὐτῷ καθὼς ἐποίησας τῷ Σηὼν βασιλεῖ τῶν Ἀμοῤῥαίων, ὃς κατῴκει ἐν Ἐσεβών.

Αρ. 21,34                  Αλλά ο Κυριος είπε προς τον Μωϋσήν· “μη φοβηθής αυτόν, διότι εγώ έχω ήδη παραδώσει εις τα χέρια σου αυτόν, όλον τον λαόν του και όλην την χώραν του. Θα κάμης εις αυτόν, ο,τι έπραξες στον βασιλέα των Αμορραίων Σηών, ο οποίος κατοικούσε εις την Εσεβών”.

Αρ. 21,35           καὶ ἐπάταξεν αὐτὸν καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ καὶ πάντα τὸν λαὸν αὐτοῦ, ἕως τοῦ μὴ καταλιπεῖν αὐτοῦ ζωγρείαν· καὶ ἐκληρονόμησαν τὴν γῆν αὐτοῦ.

Αρ. 21,35                   Πράγματι ο Μωϋσής εκτύπησε τον Ωγ, τους υιούς του και όλον τον λαόν του, ώστε δεν έμεινε κανείς ζωντανός, δια να συλληφθή αιχμάλωτος. Οι Ισραηλίται κατέκτησαν την χώραν του Ωγ, την Βασάν.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22- ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΒΑΛΑΚ ΚΑΙ ΒΑΛΑΑΜ

                                    Η παραγγελία του Βαλάκ στο Βαλαάμ

Αρ. 22,1             Καὶ ἀπάραντες οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ παρενέβαλον ἐπὶ δυσμῶν Μωὰβ παρὰ τὸν Ἰορδάνην κατὰ Ἱεριχώ.

Αρ. 22,1                     Από εκεί εξεκίνησαν και επροχώρησαν οι Ισραηλίται και στρατοπέδευσαν προς δυσμάς της χώρας Μωάβ, παρά τον Ιορδάνην ποταμόν απέναντι από την Ιεριχώ.

Αρ. 22,2             καὶ ἰδὼν Βαλὰκ υἱὸς Σεπφὼρ πάντα ὅσα ἐποίησεν Ἰσραὴλ τῷ Ἀμοῤῥαίῳ,

Αρ. 22,2                    Ο Βαλάκ, υιός του Σεπφώρ, όταν είδε όσα έκαμαν οι Ισραηλίται εναντίον των Αμορραίων,

Αρ. 22,3             καὶ ἐφοβήθη Μωὰβ τὸν λαὸν σφόδρα ὅτι πολλοὶ ἦσαν, καὶ προσώχθισε Μωὰβ ἀπὸ προσώπου υἱῶν Ἰσραήλ.

Αρ. 22,3                    εφοβήθη πολύ, αυτός και οι Μωαβίται, τους Ισραηλίτας, διότι ήσαν πολλοί. Οι δε Μωαβίται είχον κυριευθή από μίσος και αγανάκτησιν εναντίον των Ισραηλιτών.

Αρ. 22,4             καὶ εἶπε Μωὰβ τῇ γερουσίᾳ Μαδιάμ· νῦν ἐκλείξει ἡ συναγωγὴ αὕτη πάντας τοὺς κύκλῳ ὑμῶν, ὡσεὶ ἐκλείξαι ὁ μόσχος τὰ χλωρὰ ἐκ τοῦ πεδίου. καὶ Βαλὰκ υἱὸς Σεπφὼρ βασιλεὺς Μωὰβ ἦν κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον.

Αρ. 22,4                    Είπον δε εις την γερουσίαν των Μαδιανιτών· “ο λαός αυτός των Ισραηλιτών τώρα πλέον θα σαρώση όλους τους γύρω μας λαούς και θα γλείψη την περιοχήν, όπως το μοσχάρι γλείφει το χλωρό χορτάρι της πεδιάδος”. Ο δε Βαλακ, ο υιός του Σεπφώρ, ήτο βασιλεύς των Μωαβιτών κατά τον καιρόν εκείνον.

Αρ. 22,5             καὶ ἀπέστειλε πρέσβεις πρὸς Βαλαὰμ υἱὸν Βεὼρ Φαθουρά, ὅ ἐστιν ἐπὶ τοῦ ποταμοῦ γῆς υἱῶν λαοῦ αὐτοῦ, καλέσαι αὐτὸν λέγων· ἰδοὺ λαὸς ἐξελήλυθεν ἐξ Αἰγύπτου καὶ ἰδοὺ κατεκάλυψε τὴν ὄψιν τῆς γῆς καὶ οὗτος ἐγκάθηται ἐχόμενός μου·

Αρ. 22,5                    Αυτός λοιπόν έστειλε πρεσβευτάς προς τον Βαλαάμ, υιόν του Βεώρ, εις Φαθουρά, η οποία ευρίσκεται πλησίον του ποταμού Ευφράτου, εις την χώραν του λαού του Βαλαάμ, δια να προσκαλέσουν αυτόν, λέγοντες· “ιδού ένας λαός ισχυρός εβγήκεν από την Αίγυπτον και εκάλυψε την επιφάνειαν της γης. Αυτός είναι τώρα εγκατεστημένος πλησίον μου.

Αρ. 22,6             καὶ νῦν δεῦρο ἄρασαί μοι τὸν λαὸν τοῦτον, ὅτι ἰσχύει οὗτος ἢ ὑμεῖς· ἐὰν δυνώμεθα πατάξαι ἐξ αὐτῶν, καὶ ἐκβαλῶ αὐτοὺς ἐκ τῆς γῆς· ὅτι οἶδα οὓς ἐὰν εὐλογήσῃς σύ, εὐλόγηνται, καὶ οὓς ἐὰν καταράσῃ σύ, κεκατήρανται.

Αρ. 22,6                    Ελα λοιπόν τώρα εδώ και καταράσου προς χάριν μου τον λαόν αυτόν, διότι είναι πολύ ισχυρότερος από ημάς. Ισως τότε ημπορέσωμεν να κτυπήσωμεν αυτούς, να τους νικήσωμεν και να τους εκδιώξωμεν από την χώραν μας. Σου ζητώ να τους καταρασθής, διότι γνωρίζω, ότι εκείνοι, τους οποίους συ θα ευλογήσης, θα είναι ευλογημένοι· και εκείνοι, τους οποίους συ θα κοταρασθής, θα είναι καταραμένοι”.

Αρ. 22,7             καὶ ἐπορεύθη ἡ γερουσία Μωὰβ καὶ ἡ γερουσία Μαδιάμ, καὶ τὰ μαντεῖα ἐν ταῖς χερσὶν αὐτῶν, καὶ ἦλθον πρὸς Βαλαὰμ καὶ εἶπαν αὐτῷ τὰ ῥήματα Βαλάκ.

Αρ. 22,7                    Η γερουσία των Μωαβιτών και των Μαδιανιτών, έχοντες εις τα χέρια των και την αμοιβήν που θα έδιναν στον Βαλαάμ δια τα μαντικά, επορεύθησαν και ήλθαν προς τον Βαλαάμ και του διεβίδασαν τα λόγια του Βαλάκ.

Αρ. 22,8             καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· καταλύσατε αὐτοῦ τὴν νύκτα, καὶ ἀποκριθήσομαι ὑμῖν πράγματα, ἃ ἂν λαλήσῃ Κύριος πρός με· καὶ κατέμειναν οἱ ἄρχοντες Μωὰβ παρὰ Βαλαάμ.

Αρ. 22,8                    Ο Βαλαάμ απήντησεν εις αυτούς· “μείνατε εδώ την νύκτα αυτήν και θα απαντήσω εις σας όσα ο Κυριος θα φανερώση εις εμέ”. Οι άρχοντες των Μωαβιτών έμειναν πλησίον του Βαλαάμ.

Αρ. 22,9             καὶ ἦλθεν ὁ Θεὸς πρὸς Βαλαὰμ καὶ εἶπεν αὐτῷ· τί οἱ ἄνθρωποι οὗτοι παρὰ σοι;

Αρ. 22,9                    Ηλθεν ο Θεός προς τον Βαλαάμ και του είπε. “Τι ζητούν οι άνθρωποι αυτοί, οι οποίοι ευρίσκονται πλησίον σου;”

Αρ. 22,10           καὶ εἶπε Βαλαὰμ πρὸς τὸν Θεόν· Βαλὰκ υἱὸς Σεπφώρ, βασιλεὺς Μωάβ, ἀπέστειλεν αὐτοὺς πρός με λέγων·

Αρ. 22,10                  Ο Βαλαάμ απήντησεν προς τον Θεόν· “ο Βαλάκ, υιός του Σεπφώρ και βασιλεύς των Μωαβιτών, έστειλε αυτούς τους πρεσβευτάς εις εμέ, λέγων·

Αρ. 22,11           ἰδοὺ λαὸς ἐξελήλυθεν ἐξ Αἰγύπτου καὶ κεκάλυφε τὴν ὄψιν τῆς γῆς καὶ οὗτος ἐγκάθηται ἐχόμενός μου· καὶ νῦν δεῦρο ἄρασαί μοι αὐτόν, εἰ ἄρα δυνήσομαι πατάξαι αὐτὸν καὶ ἐκβαλῶ αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς.

Αρ. 22,11                   Ιδού λαός πολύς και ισχυρός εβγήκεν από την Αίγυπτον και εσκέπασεν εξ ολοκλήρου την όψιν της γης· έχει δε εγκατασταθή πλησίον μου. Ελα λοιπόν τώρα να καταρασθής προς χάριν μου αυτόν τον λαόν, μήπως και ημπορέσω να τον κτυπήσω και τον εκδιώξω από την χώραν μου”.

Αρ. 22,12           καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς πρὸς Βαλαάμ· οὐ πορεύσῃ μετ᾿ αὐτῶν, οὐδὲ καταράσῃ τὸν λαόν· ἔστι γὰρ εὐλογημένος.

Αρ. 22,12                  Είπεν ο Θεός προς τον Βαλαάμ· “δεν θα πορευθής μαζή με τους άρχοντας αυτούς, ούτε και θα καταρασθής τον λαόν αυτόν, διότι είναι ευλογημένος”.

Αρ. 22,13           καὶ ἀναστὰς Βαλαὰμ τὸ πρωΐ εἶπε τοῖς ἄρχουσι Βαλάκ· ἀποτρέχετε πρὸς τὸν κύριον ὑμῶν· οὐκ ἀφίησί με ὁ Θεὸς πορεύεσθαι μεθ᾿ ὑμῶν.

Αρ. 22,13                  Εγερθείς ο Βαλαάμ την πρωΐαν είπεν στους άρχοντας του Βαλάκ· “επιστρέψατε προς τον κύριόν σας. Ο Θεός δεν με αφήνει να έλθω μαζή σας”.

Αρ. 22,14           καὶ ἀναστάντες οἱ ἄρχοντες Μωὰβ ἦλθον πρὸς Βαλὰκ καὶ εἶπαν· οὐ θέλει Βαλαὰμ πορευθῆναι μεθ᾿ ἡμῶν.

Αρ. 22,14                  Οι άρχοντες των Μωαβιτών ανεχώρησαν άπρακτοι, ήλθον προς τον Βαλάκ και του είπαν· “δεν θέλει ο Βαλαάμ να έλθη μαζή μας”.

Αρ. 22,15           Καὶ προσέθετο Βαλὰκ ἔτι ἀποστεῖλαι ἄρχοντας πλείους καὶ ἐντιμοτέρους τούτων.

Αρ. 22,15                  Ο Βαλάκ απέστειλε και πάλιν περισσοτέρους άρχοντας και περισσότερον επισήμους από τους πρώτους.

Αρ. 22,16           καὶ ἦλθον πρὸς Βαλαὰμ καὶ λέγουσιν αὐτῷ· τάδε λέγει Βαλὰκ ὁ τοῦ Σεπφώρ· ἀξιῶ σε, μὴ ὀκνήσῃς ἐλθεῖν πρός με·

Αρ. 22,16                  Ηλθον αυτοί προς τον Βαλαάμ και του είπαν· “αυτά λέγει ο βασιλεύς Βαλάκ, ο υιός του Σεπφώρ· Εχω την αξίωσιν από σε να μη βραδύνης να έλθης προς εμέ.

Αρ. 22,17           ἐντίμως γὰρ τιμήσω σε, καὶ ὅσα ἐὰν εἴπῃς, ποιήσω σοι· καὶ δεῦρο ἐπικατάρασαί μοι τὸν λαὸν τοῦτον.

Αρ. 22,17                  Οταν δε έλθης εγώ θα σε τιμήσω και θα σε αμείψω πλουσίως και όσα μου είπης θα τα εκτελέσω. Ελα λοιπόν εδώ, δια να καταρασθής προς χάριν μου αυτόν τον λαόν”.

Αρ. 22,18           καὶ ἀπεκρίθη Βαλαὰμ καὶ εἶπε τοῖς ἄρχουσι Βαλάκ· ἐὰν δῷ μοι Βαλὰκ πλήρη τὸν οἶκον αὐτοῦ ἀργυρίου καὶ χρυσίου, οὐ δυνήσομαι παραβῆναι τὸ ῥῆμα Κυρίου τοῦ Θεοῦ, ποιῆσαι αὐτὸ μικρὸν ἢ μέγα ἐν τῇ διανοίᾳ μου·

Αρ. 22,18                  Ο Βαλαάμ απήντησεν στους άρχοντας του Βαλάκ, λέγων· “και αν ακόμη ο Βαλάκ μου δώση όλον τον οίκον του γεμάτον αργύριον και χρυσίον, δεν θα ημπορέσω να παραβώ τον λόγον Κυρίου του Θεού και να σκεφθώ κάτι μικρόν η μεγάλον ανίιθετον προς εκείνα που μου είπεν ο Θεός.

Αρ. 22,19           καὶ νῦν ὑπομείνατε αὐτοῦ καὶ ὑμεῖς τὴν νύκτα ταύτην, καὶ γνώσομαι τί προσθήσει Κύριος λαλῆσαι πρός με.

Αρ. 22,19                  Αλλά τώρα μείνατε και σεις εδώ αυτήν την νύκτα και θα μάθω τι θα θελήση ο Θεός να μου φανέρωση πάλιν”.

Αρ. 22,20           καὶ ἦλθεν ὁ Θεὸς πρὸς Βαλαὰμ νυκτὸς καὶ εἶπεν αὐτῷ· εἰ καλέσαι σε πάρεισιν οἱ ἄνθρωποι οὗτοι, ἀναστὰς ἀκολούθησον αὐτοῖς· ἀλλὰ τὸ ῥῆμα, ὃ ἐὰν λαλήσω πρὸς σε, τοῦτο ποιήσεις.

Αρ. 22,20                 Ηλθεν ο Θεός προς τον Βαλαάμ κατά το διάστημα της νυκτός και είπε προς τον Βαλαάμ· “εφ' όσον οι άνθρωποι αυτοί ήλθαν να σε καλέσουν, σήκω και ακολούθησέ τους. Αλλά θα κάμης σύμφωνα με εκείνα, τα οποία εγώ θα σου φανερώσω”.

 

                                    Ο Θεός αποτρέπει το Βαλαάμ

Αρ. 22,21           καὶ ἀναστὰς Βαλαὰμ τὸ πρωΐ ἐπέσαξε τὴν ὄνον αὐτοῦ καὶ ἐπορεύθη μετὰ τῶν ἀρχόντων Μωάβ.

Αρ. 22,21                  Ηγέρθη το πρωϊ ο Βαλαάμ, εσαμάρωσε την όνον του και επορεύθη μαζή με τους άρχοντας των Μωαβιτών, (δελεασθείς και από την μεγάλην αμοιβήν).

Αρ. 22,22           καὶ ὠργίσθη θυμῷ ὁ Θεός, ὅτι ἐπορεύθη αὐτός, καὶ ἀνέστη ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ διαβαλεῖν αὐτόν, καὶ αὐτὸς ἐπιβεβήκει ἐπὶ τῆς ὄνου αὐτοῦ, καὶ δύο παῖδες αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ.

Αρ. 22,22                 Δια τούτο ωργίσθη ο Θεός, διότι ο Βαλαάμ επορεύθη με τους άρχοντας και άγγελος Θεού παρουσιάσθη, δια να αποτρέψη αυτόν. Αυτός δε εκάθητο επάνω εις την όνον, είχε δε μαζή του και δύο υπηρέτας.

Αρ. 22,23           καὶ ἰδοῦσα ἡ ὄνος τὸν ἄγγελον τοῦ Θεοῦ ἀνθεστηκότα ἐν τῇ ὁδῷ καὶ τὴν ῥομφαίαν ἐσπασμένην ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ, καὶ ἐξέκλινεν ἡ ὄνος ἐκ τῆς ὁδοῦ καὶ ἐπορεύετο εἰς τὸ πεδίον· καὶ ἐπάταξε τὴν ὄνον ἐν τῇ ῥάβδῳ αὐτοῦ τοῦ εὐθῦναι αὐτὴν ἐν τῇ ὁδῷ.

Αρ. 22,23                  Η όνος, όταν είδε τον άγγελον του Θεού να της εμποδίζη τον δρόμον και να κρατή ρομφαίαν γυμνήν στο χέρι του, παρεξέκλινε από την οδόν και επήγαινε εις την πεδιάδα. Ο Βαλαάμ εκτύπησεν αυτήν με την ράβδον του, δια να την επαναφέρη και κατευθύνη εις την οδόν.

Αρ. 22,24           καὶ ἔστη ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ ἐν ταῖς αὔλαξι τῶν ἀμπέλων, φραγμὸς ἐντεῦθεν καὶ φραγμὸς ἐντεῦθεν·

Αρ. 22,24                 Ο άγγελος του Θεού εστάθη εμπρός από την όνον εις τα αυλάκια των αμπέλων· από την μία μεριά των οποίων και την άλλη υπήρχον τοίχοι προς περίφραγμα αυτών.

Αρ. 22,25           καὶ ἰδοῦσα ἡ ὄνος τὸν ἄγγελον τοῦ Θεοῦ προσέθλιψεν ἑαυτὴν πρὸς τὸν τοῖχον καὶ ἀπέθλιψε τὸν πόδα Βαλαὰμ πρὸς τὸν τοῖχον· καὶ προσέθετο ἔτι μαστίξαι αὐτήν.

Αρ. 22,25                  Οταν η όνός είδε τον άγγελον του Θεού εστριμώχθη στον τοίχον και επίεσε προς αυτόν τον πόδα του Βαλαάμ. Ο δε Βαλαάμ την εκτύπησε και πάλιν.

Αρ. 22,26           καὶ προσέθετο ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπελθὼν ὑπέστη ἐν τόπῳ στενῷ, εἰς ὃν οὐκ ἦν ἐκκλῖναι δεξιὰν ἢ ἀριστεράν.

Αρ. 22,26                 Ο άγγελος του Θεού επροχώρησεν, εσταμάτησεν εις δίοδον στενήν, όπου δεν ήτο δυνατόν εις την όνον να παρεκκλίνη δεξιά η αριστερά.

Αρ. 22,27           καὶ ἰδοῦσα ἡ ὄνος τὸν ἄγγελον τοῦ Θεοῦ συνεκάθισεν ὑποκάτω Βαλαάμ· καὶ ἐθυμώθη Βαλαὰμ καὶ ἔτυπτε τὴν ὄνον τῇ ῥάβδῳ.

Αρ. 22,27                  Οταν είδεν η όνος τον άγγελον του Θεού εμπρός, εκάθησεν στο έδαφος έχουσα επάνω της τον Βαλαάμ. Αυτός εθύμωσε και εκτυπούσε συνεχώς την όνον με την ράβδον του.

Αρ. 22,28           καὶ ἤνοιξεν ὁ Θεὸς τὸ στόμα τῆς ὄνου, καὶ λέγει τῷ Βαλαάμ· τί ἐποίησά σοι ὅτι πέπαικάς με τρίτον τοῦτο;

Αρ. 22,28                 Ηνοιξε τότε ο Θεός το στόμα της όνου, η οποία και είπε προς αυτόν· “τι σου έκαμα, ώστε τρίτην αυτήν φοράν να με κτυπάς;”

Αρ. 22,29           καὶ εἶπε Βαλαὰμ τῇ ὄνῳ· ὅτι ἐμπέπαιχάς μοι· καὶ εἰ εἶχον μάχαιραν ἐν τῇ χειρί, ἤδη ἂν ἐξεκέντησά σε.

Αρ. 22,29                 Και ο Βαλαάμ είπεν εις την όνον· “σε κτυπώ, διότι με περιπαίζεις, και αν είχα στο χέρι μου μαχαίρι, θα σε είχα σφάξει”.

Αρ. 22,30           καὶ λέγει ἡ ὄνος τῷ Βαλαάμ· οὐκ ἐγὼ ἡ ὄνος σου, ἐφ᾿ ἧς ἐπέβαινες ἀπὸ νεότητός σου ἕως τῆς σήμερον ἡμέρας; μὴ ὑπεροράσει ὑπεριδοῦσα ἐποίησά σοι οὕτως; ὁ δὲ εἶπεν· οὐχί.

Αρ. 22,30                  Η όνος είπε προς τον Βαλαάμ· “δεν είμαι εγώ η όνος σου, επάνω εις την οποίαν εκάθησο από την νεότητά σου μέχρι της σημερινής ημέρας; Πές μου, μήπως τυχόν μέχρι σήμερα σε παρήκουσα και εφέρθην όπως τώρα;” Εκείνος της απήντησεν “όχι”.

Αρ. 22,31           ἀπεκάλυψε δὲ ὁ Θεὸς τοὺς ὀφθαλμοὺς Βαλαάμ, καὶ ὁρᾷ τὸν ἄγγελον Κυρίου ἀνθεστηκότα ἐν τῇ ὁδῷ καὶ τὴν μάχαιραν ἐσπασμένην ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ καὶ κύψας προσεκύνησε τῷ προσώπῳ αὐτοῦ.

Αρ. 22,31                  Τοτε ο Θεός ήνοιξεν τα μάτια του Βαλαάμ και είδε τον άγγελον του Θεού να αντιστέκεται στον δρόμον και να κρατή στο χέρι του γυμνήν την μάχαιραν. Ο Βαλαάμ έσκυψε το πρόσωπόν του κατά γης και επροσκύνησε τον άγγελον.

Αρ. 22,32           καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ· διατί ἐπάταξας τὴν ὄνον σου τοῦτο τρίτον; καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἐξῆλθον εἰς διαβολήν σου, ὅτι οὐκ ἀστεία ἡ ὁδός σου ἐναντίον μου,

Αρ. 22,32                  Είπε δε προς αυτόν ο άγγελος του Θεού· “διατί εκτύπησες την όνον σου, τρίτην μάλιστα φοράν; Ιδού εγώ εβγήκα εις τον δρόμον σου, δια να σε παρεμποδίσω, διότι η πορεία σου αυτή δεν μου είναι αρεστή.

Αρ. 22,33           καὶ ἰδοῦσά με ἡ ὄνος ἐξέκλινεν ἀπ᾿ ἐμοῦ τρίτον τοῦτο· καὶ εἰ μὴ ἐξέκλινεν, νῦν οὖν σὲ μὲν ἀπέκτεινα, ἐκείνην δ᾿ ἂν περιεποιησάμην.

Αρ. 22,33                  Η όνος με είδε, παραμέρισεν από εμέ τρίτην φοράν. Εάν δε δεν ελοξοδρομούσε, σε μεν θα εφόνευον, εκείνην δε θα την άφηνα να ζήση”.

Αρ. 22,34           καὶ εἶπε Βαλαὰμ τῷ ἀγγέλῳ Κυρίου· ἡμάρτηκα, οὐ γὰρ ἠπιστάμην ὅτι σύ μοι ἀνθέστηκας ἐν τῇ ὁδῷ εἰς συνάντησιν· καὶ νῦν εἰ μή σοι ἀρκέσει, ἀποστραφήσομαι.

Αρ. 22,34                  Συντετριμμένος τότε ο Βαλαάμ είπε προς τον άγγελον του Κυρίου· “ημάρτησα, διότι δεν εγνώριζα ότι συ εστάθης απέναντί μου και έφραξες τον δρόμον μου. Και τώρα εάν δεν είναι αρεστόν εις σέ, θα επιστρέψω στον τόπον μου”.

Αρ. 22,35           καὶ εἶπεν ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ πρὸς Βαλαάμ· συμπορεύθητι μετὰ τῶν ἀνθρώπων· πλὴν τὸ ῥῆμα, ὃ ἐὰν εἴπω πρὸς σε, τοῦτο φυλάξῃ λαλῆσαι. καὶ ἐπορεύθη Βαλαὰμ μετὰ τῶν ἀρχόντων Βαλάκ.

Αρ. 22,35                  Ο δε άγγελος του Θεού, είπε προς αυτόν· “πήγαινε μαζή με τους ανθρώπους αυτούς. Αλλά πρόσεξε τα λόγια, τα οποία εγώ θα είπω προς σέ, αυτά συ θα είπης προς τον Βαλάκ”. Ο Βαλαάμ επορεύθη μαζή με τους άρχοντας του Βαλάκ.

 

                                    Συνάντηση Βαλαάμ και Βαλάκ

Αρ. 22,36           Καὶ ἀκούσας Βαλὰκ ὅτι ἥκει Βαλαάμ, ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν αὐτῷ, εἰς πόλιν Μωάβ, ἥ ἐστιν ἐπὶ τῶν ὁρίων Ἀρνῶν, ὅ ἐστιν ἐκ μέρους τῶν ὁρίων.

Αρ. 22,36                  Ο Βαλάκ, όταν ήκουσεν ότι έρχεται ο Βαλαάμ, εβγήκεν εις συνάντησίν του εις μίαν πόλιν των Μωαβιτών, η οποία ευρίσκεται πλησίον του πόταμου Αρνών εις κάποιο μέρος των ορίων της χώρας Μωάβ.

Αρ. 22,37           καὶ εἶπε Βαλὰκ πρὸς Βαλαάμ· οὐχὶ ἀπέστειλα πρὸς σὲ καλέσαι σε; διατί οὐκ ἤρχου πρός με; ὄντως οὐ δυνήσομαι τιμῆσαί σε;

Αρ. 22,37                  Είπε δε ο Βαλάκ προς τον Βαλαάμ· “δεν απέστειλα προς σε ανθρώπους μου και σε εκάλεσα; Διατί δεν ήθελες να έλθης προς εμέ; Μηπως ενόμισες ότι δεν θα ημπορούσα να σε αμείψω, όπως σου αξίζει;”

Αρ. 22,38           καὶ εἶπε Βαλαὰμ πρὸς Βαλάκ· ἰδοὺ ἥκω πρὸς σὲ νῦν· δυνατὸς ἔσομαι λαλῆσαί τι; τὸ ῥῆμα, ὃ ἐὰν ἐμβάλῃ ὁ Θεὸς εἰς τὸ στόμα μου, τοῦτο λαλήσω.

Αρ. 22,38                  Ο Βαλαάμ απήντησεν προς τον Βαλάκ· “ιδού τώρα έχω έλθει προς σέ. Μηπως όμως και έχω την δύναμιν να σου μιλήσω κάτι από τον εαυτόν μου; Εγώ θα σου ειπώ ο,τι ο Θεός θα βάλη στο στόμα μου”.

Αρ. 22,39           καὶ ἐπορεύθη Βαλαὰμ μετὰ Βαλάκ, καὶ ἦλθον εἰς πόλεις ἐπαύλεων.

Αρ. 22,39                  Ο Βαλαάμ επορεύθη μαζή με τον Βαλάκ και ήλθαν εις πόλεις αγροτικών περιοχών.

Αρ. 22,40           καὶ ἔθυσε Βαλὰκ πρόβατα καὶ μόσχους καὶ ἀπέστειλε τῷ Βαλαὰμ καὶ τοῖς ἄρχουσι τοῖς μετ᾿ αὐτοῦ.

Αρ. 22,40                 Ο Βαλάκ εθυσίασεν εκεί πρόβατα και μοσχάρια και έστειλε τεμάχια από αυτά στον Βαλαάμ και τους άρχοντας, που ήσαν μαζή του.

Αρ. 22,41           καὶ ἐγενήθη πρωΐ καὶ παραλαβὼν Βαλὰκ τὸν Βαλαὰμ ἀνεβίβασεν αὐτὸν ἐπὶ τὴν στήλην τοῦ Βαὰλ καὶ ἔδειξεν αὐτῷ ἐκεῖθεν μέρος τι τοῦ λαοῦ.

Αρ. 22,41                  Οταν δε εξημέρωσε, παρέλαβεν ο Βαλάκ τον Βαλαάμ, τους ανεβίβασεν εις υψηλόν τόπον, όπου υπήρχε η ειδωλολατρική στήλη προς τιμήν του ειδώλου Βαάλ, και από εκεί, έδειξεν εις αυτόν ένα μέρος του ισραηλιτικού λαού.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23- ΟΙ ΧΡΗΣΜΟΙ ΤΟΥ ΒΑΛΑΑΜ

                                    Πρώτος χρησμός του Βαλαάμ

Αρ. 23,1             Καὶ εἶπε Βαλαὰμ τῷ Βαλάκ· οἰκοδόμησόν μοι ἐνταῦθα ἑπτὰ βωμοὺς καὶ ἑτοίμασόν μοι ἐνταῦθα ἑπτὰ μόσχους καὶ ἑπτὰ κριούς.

Αρ. 23,1                     Ο Βαλαάμ είπεν στον Βαλάκ· “κτίσε μου εδώ επτά βωμούς και ετοίμασέ μου επτά μοσχάρια και επτά κριούς”.

Αρ. 23,2             καὶ ἐποίησε Βαλὰκ ὃν τρόπον εἶπεν αὐτῷ Βαλαάμ, καὶ ἀνήνεγκε μόσχον καὶ κριὸν ἐπὶ τὸν βωμόν.

Αρ. 23,2                    Ο Βαλάκ έκαμε όπως του είπεν ο Βαλαάμ και έφερεν ένα μοσχάρι και ένα κριον δια τον κάθε βωμόν.

Αρ. 23,3             καὶ εἶπε Βαλαὰμ πρὸς Βαλάκ· παράστηθι ἐπὶ τῆς θυσίας σου, καὶ πορεύσομαι εἴ μοι φανεῖται ὁ Θεὸς ἐν συναντήσει, καὶ ῥῆμα, ὃ ἐάν μοι δείξῃ, ἀναγγελῶ σοι. καὶ παρέστη Βαλὰκ ἐπὶ τῆς θυσίας αὐτοῦ, καὶ Βαλαὰμ ἐπορεύθη ἐπερωτῆσαι τὸν Θεὸν καὶ ἐπορεύθη εὐθεῖαν.

Αρ. 23,3                    Του είπε δε ο Βαλαάμ· “στάσου εδώ κοντά εις την θυσίαν σου, και εγώ θα προχωρήσω μήπως τυχόν και φανή ο Θεός εις συνάντησίν μου. Εάν ναι, τον λόγον τον οποίον θα μου φανερώση, θα σου τον γνωστοποιήσω”. Ο Βαλάκ εστάθη πράγματι κοντά στον βωμόν της θυσίας, ενώ ο Βαλαάμ επροχώρησε να ερωτήση τον Θεόν. Κατ' ευθείαν εμπρός εβάδισε.

Αρ. 23,4             καὶ ἐφάνη ὁ Θεὸς τῷ Βαλαάμ, καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν Βαλαάμ· τοὺς ἑπτὰ βωμοὺς ἡτοίμασα καὶ ἀνεβίβασα μόσχον καὶ κριὸν ἐπὶ τὸν βωμόν.

Αρ. 23,4                    Παρουσιάσθη όντως ο Θεός στον Βαλαάμ, και προς Αυτόν είπεν ο Βαλαάμ· “ητοίμασα επτά βωμούς, έθεσα επάνω στον καθένα από αυτούς ένα μοσχάρι και ένα κριόν”.

Αρ. 23,5             καὶ ἐνέβαλεν ὁ Θεὸς ῥῆμα εἰς τὸ στόμα Βαλαὰμ καὶ εἶπεν· ἐπιστραφεὶς πρὸς Βαλὰκ οὕτω λαλήσεις.

Αρ. 23,5                    Ο Θεός έβαλεν στο στόμα του Βαλαάμ τον λόγον, που έπρεπε να πη, και του είπε· “γύρισε προς τον Βαλάκ και θα ομιλήσης προς αυτόν, όπως εγώ σε ωδήγησα”.

Αρ. 23,6             καὶ ἀπεστράφη πρὸς αὐτόν, καὶ ὅδε ἐφειστήκει ἐπὶ τῶν ὁλοκαυτωμάτων αὐτοῦ, καὶ πάντες οἱ ἄρχοντες Μωὰβ μετ᾿ αὐτοῦ. καὶ ἐγενήθη πνεῦμα Θεοῦ ἐπ᾿ αὐτῷ,

Αρ. 23,6                    Επέστρεψεν ο Βαλαάμ προς τον Βαλάκ. Εκείνος δε ήτο όρθιος κοντά εις τα ολοκαυτώματα, μαζή δε με αυτόν και οι Μωαβίται άρχοντες. Πνεύμα Θεού ήλθεν στον Βαλαάμ,

Αρ. 23,7             καὶ ἀναλαβὼν τὴν παραβολὴν αὐτοῦ εἶπεν· ἐκ Μεσοποταμίας μετεπέμψατό με Βαλάκ, βασιλεὺς Μωάβ, ἐξ ὀρέων ἀπ᾿ ἀνατολῶν λέγων· δεῦρο ἄρασαί μοι τὸν Ἰακὼβ καὶ δεῦρο ἐπικατάρασαί μοι τὸν Ἰσραήλ.

Αρ. 23,7                    ο οποίος ήρχισε παραβολικόν λόγον και είπεν· “ο Βαλάκ, ο βασιλεύς των Μωαβιτών, έστειλε και με εκάλεσε από την Μεσοποταμίαν, από τα όρη της Ανοτολής, και μου είπε· Ελα εδώ και προς χάριν μου καταράσου τον ισραηλιτικόν λαόν.

Αρ. 23,8             τί ἀράσωμαι ὃν μὴ ἀρᾶται Κύριος, ἢ τί καταράσωμαι ὃν μὴ καταρᾶται ὁ Θεός;

Αρ. 23,8                    Πως όμως εγώ θα καταρασσθώ εκείνον, τον οποίον ο Κυριος δεν καταράται; Τι ειδός κατάρας θα είπω εναντίον εκείνου, τον οποίον ο Θεός δεν καταράται;

Αρ. 23,9             ὅτι ἀπὸ κορυφῆς ὀρέων ὄψομαι αὐτὸν καὶ ἀπὸ βουνῶν προσνοήσω αὐτόν. ἰδοὺ λαὸς μόνος κατοικήσει καὶ ἐν ἔθνεσιν οὐ συλλογισθήσεται.

Αρ. 23,9                    Διότι βλέπω τον λαόν αυτόν από την κορυφήν των ορέων, τον εννοώ πολύ καλά από τα βουνά, επί των οποίων ευρίσκομαι. Και ιδού ότι ο λαός αυτός θα κατοική μόνος του, δεν θα σαγκαταριθμήται και δεν θα κατατάσσεται μεταξύ των άλλων λαών.

Αρ. 23,10           τίς ἐξηκριβάσατο τὸ σπέρμα Ἰακώβ, καὶ τίς ἐξαριθμήσεται δήμους Ἰσραήλ; ἀποθάνοι ἡ ψυχή μου ἐν ψυχαῖς δικαίων, καὶ γένοιτο τὸ σπέρμα μου ὡς τὸ σπέρμα τούτων.

Αρ. 23,10                  Ποιός εξηκρίβωσε το πλήθος των απογόνων του Ιακώβ και ποιός θα ημπορέση να μετρήση τας φυλάς του Ισραήλ; Κανείς. Είθε δε να απέθνησκα και εγώ μαζή με τους δικαίους αυτούς ανθρώπους και οι απόγονοί μου να γίνουν πολυάριθμοι και ισχυροί, όπως είναι οι απόγονοι αυτών”.

Αρ. 23,11           καὶ εἶπε Βαλὰκ πρὸς Βαλαάμ· τί πεποίηκάς μοι; εἰς κατάρασιν ἐχθρῶν μου κέκληκά σε, καὶ ἰδοὺ εὐλόγηκας εὐλογίαν.

Αρ. 23,11                   Ο Βαλάκ είπε τότε προς τον Βαλαάμ· “τι μου έκαμες; Εγώ σε εκάλεσα να καταρασθής τους εχθρούς μου και ιδού ότι συ τους ευλόγησες ευλογίαν μεγάλην”.

Αρ. 23,12           καὶ εἶπε Βαλαὰμ πρὸς Βαλάκ· οὐχὶ ὅσα ἂν ἐμβάλῃ ὁ Θεὸς εἰς τὸ στόμα μου, τοῦτο φυλάξω λαλῆσαι;

Αρ. 23,12                  Είπεν ο Βαλαάμ προς τον Βαλάκ· “δεν σου είπα, ότι όσα θα βάλη ο Θεός στο στόμα μου, αυτά θα προσέξω να σου είπω;”

 

                                    Δεύτερος χρησμός του Βαλαάμ

Αρ. 23,13           Καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν Βαλάκ· δεῦρο ἔτι μετ᾿ ἐμοῦ εἰς τόπον ἄλλον, ἐξ οὗ οὐκ ὄψει αὐτὸν ἐκεῖθεν, ἀλλ᾿ ἢ μέρος τι αὐτοῦ ὄψει, πάντας δὲ οὐ μὴ ἴδῃς, καὶ κατάρασαί μοι αὐτὸν ἐκεῖθεν.

Αρ. 23,13                   Ο Βαλάκ είπε προς τον Βαλαάμ· “έλα και πάλιν μαζή μου εις άλλον τόπον, από τον οποίον δεν θα ίδης όλους τους Ισραηλίτας, αλλά ένα μέρος από τον λαόν αυτών. Δεν θα τους ίδης όλους. Από εκεί καταράσου αυτόν τον λαόν προς χάριν μου”.

Αρ. 23,14           καὶ παρέλαβεν αὐτὸν εἰς ἀγροῦ σκοπιὰν ἐπὶ κορυφὴν λελαξευμένου καὶ ᾠκοδόμησεν ἐκεῖ ἑπτὰ βωμοὺς καὶ ἀνεβίβασε μόσχον καὶ κριὸν ἐπὶ τὸν βωμόν.

Αρ. 23,14                  Παρέλαβεν αυτόν και τον ωδήγησεν εις υψηλόν μέρος ένος ορεινού αγρού εις την κορυφήν του “Λελαξευμένου”, του όρους δηλ. Ναβαύ. Εκτισεν εκεί επτά βωμούς και επάνω στον κάθε βωμόν έθεσεν ανά ένα μοσχάρι και ανά ένα κριόν.

Αρ. 23,15           καὶ εἶπε Βαλαὰμ πρός Βαλάκ· παράστηθι ἐπὶ τῆς θυσίας σου, ἐγὼ δὲ πορεύσομαι ἐπερωτῆσαι τὸν Θεόν.

Αρ. 23,15                   Ο Βαλαάμ είπε προς τον Βαλάκ· “στάσου κοντά εις την θυσίαν σου και εγώ θα προχωρήσω να ερωτήσω τον Θεόν”.

Αρ. 23,16           καὶ συνήντησεν ὁ Θεὸς τῷ Βαλαὰμ καὶ ἐνέβαλε ῥῆμα εἰς τὸ στόμα αὐτοῦ καὶ εἶπεν· ἀποστράφηθι πρὸς Βαλὰκ καὶ τάδε λαλήσεις.

Αρ. 23,16                  Ο Θεός συνήντησε τον Βαλαάμ, έβαλε λόγον στο στόμα του και του είπε· “γύρισε προς τον Βαλάκ και θα του είπης, ο,τι εγώ θα θέσω στο στόμα σου”.

Αρ. 23,17           καὶ ἀπεστράφη πρὸς αὐτόν, καὶ ὅδε ἐφειστήκει ἐπὶ τῆς ὁλοκαυτώσεως αὐτοῦ, καὶ πάντες οἱ ἄρχοντες Μωὰβ μετ᾿ αὐτοῦ. καὶ εἶπεν αὐτῷ Βαλάκ· τί ἐλάλησε Κύριος;

Αρ. 23,17                   Επέστρεψεν ο Βαλαάμ προς αυτόν, που ήτο όρθιος κοντά εις τα ολοκαυτώματά του· μαζή του δε ήσαν και όλοι οι άρχοντες των Μωαβιτών. Ηρώτησε δε αυτόν ο Βαλάκ· “τι σου είπεν ο Κυριος;”

Αρ. 23,18           καὶ ἀναλαβὼν τὴν παραβολὴν αὐτοῦ εἶπεν· ἀνάστηθι Βαλάκ, καὶ ἄκουε· ἐνώτισαι μάρτυς, υἱὸς Σεπφώρ.

Αρ. 23,18                  Ο Βαλαάμ ήρχισε τον αλληγορικόν του λόγον και είπε· “σήκω, Βαλάκ, και άκουε· παιδί του Σεπφώρ, άνοιξε τα αυτιά σου να ακούσης ο ίδιος.

Αρ. 23,19           οὐχ ὡς ἄνθρωπος ὁ Θεὸς διαρτηθῆναι, οὐδ᾿ ὡς υἱὸς ἀνθρώπου ἀπειληθῆναι· αὐτὸς εἴπας, οὐχὶ ποιήσει; λαλήσει, καὶ οὐχὶ ἐμμενεῖ;

Αρ. 23,19                  Ο αληθινός Θεός δεν είναι όπως ο άνθρωπος, ώστε να εξαπατηθή, δεν είναι όπως οι υιοί των ανθρώπων, ώστε να φοβηθή απειλάς. Αυτός είπε και δεν θα το εκτελέση; Θα ομιλήση αυτός και δεν θα επιμείνη μέχρι τέλους εις αυτό που είπε;

Αρ. 23,20           ἰδοὺ εὐλογεῖν παρείλημμαι· εὐλογήσω καὶ οὐ μὴ ἀποστρέψω.

Αρ. 23,20                  Ιδού εγώ έλαβα την διαταγήν να ευλογήσω, θα ευλογήσω και δεν θα κάμω διαφορετικά.

Αρ. 23,21           οὐκ ἔσται μόχθος ἐν Ἰακώβ, οὐδὲ ὀφθήσεται πόνος ἐν Ἰσραήλ· Κύριος ὁ Θεὸς αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ, τὰ ἔνδοξα ἀρχόντων ἐν αὐτῷ·

Αρ. 23,21                  Δεν θα υπάρχη κατάθλιψις και βαρύς σωματικός κόπος στους απογόνους του Ιακώβ, καμμία λύπη και αγωνία δεν θα παρουσιασθή στους Ισραηλίτας. Κυριος ο Θεός αυτών είναι μαζή των, όλαι αι τιμαί και αι δόξαι των αρχόντων υπάρχουν στον λαόν αυτόν.

Αρ. 23,22           Θεὸς ὁ ἐξαγαγὼν αὐτοὺς ἐξ Αἰγύπτου· ὡς δόξα μονοκέρωτος αὐτῷ.

Αρ. 23,22                  Ο Θεός είναι εκείνος, που έβγαλεν αυτούς ελευθέρους από την Αίγυπτον. Η δύναμις του λαού αυτού είναι όμοια προς την δύναμιν του ισχυρού ρινοκέρωτος.

Αρ. 23,23           οὐ γάρ ἐστιν οἰωνισμὸς ἐν Ἰακώβ, οὐδὲ μαντεία ἐν Ἰσραήλ· κατὰ καιρὸν ῥηθήσεται Ἰακὼβ καὶ τῷ Ἰσραήλ, τί ἐπιτελέσει ὁ Θεός.

Αρ. 23,23                  Δεν ισχύει δια τους απογόνους του Ιακώβ κανένας ειδωλολατρικός οιωνός, ούτε μαγεία και μαντεία, διότι ο Θεός κατά τον κατάλληλον καιρόν αποκαλύπτει στους Ισραηλίτας τι θα κάμη.

Αρ. 23,24           ἰδοὺ λαὸς ὡς σκύμνος ἀναστήσεται καὶ ὡς λέων γαυρωθήσεται· οὐ κοιμηθήσεται, ἕως φάγῃ θήραν, καὶ αἷμα τραυματιῶν πίεται.

Αρ. 23,24                  Ιδού ο λαός αυτός θα εγερθή ωσάν νεαρός λέων, θα καμαρώση την μεγαλοπρέπειάν του ως μεγάλος λέων. Δεν θα κοιμηθή πριν κατασπαράξη την λεία του και πριν πίη το αίμα εκείνων, που θα φονεύση”.

Αρ. 23,25           καὶ εἶπε Βαλὰκ πρὸς Βαλαάμ· οὔτε κατάραις καταράσῃ μοι αὐτὸν οὔτε εὐλογῶν μὴ εὐλογήσῃς αὐτόν.

Αρ. 23,25                  Καταστενοχωρημένος ο Βαλάκ είπε προς τον Βαλαάμ· “ούτε με κατάρες θα μου καταρασθής αυτόν τον λαόν, αλλ' ούτε πάλιν με ευλογίας θα τον ευλογήσης”.

Αρ. 23,26           καὶ ἀποκριθεὶς Βαλαὰμ εἶπε τῷ Βαλάκ· οὐκ ἐλάλησά σοι λέγων, τὸ ῥῆμα, ὃ ἐὰν λαλήσῃ ὁ Θεός, τοῦτο ποιήσω;

Αρ. 23,26                  Απεκρίθη ο Βαλαάμ και του είπεν· “δεν ωμίλησα και δεν σου είπα, ότι εγώ θα κάμω σύμφωνα με εκείνο που θα μου είπη ο Θεός;”

 

                                    Τρίτος χρησμός του Βαλαάμ

Αρ. 23,27           Καὶ εἶπε Βαλὰκ πρὸς Βαλαάμ· δεῦρο παραλάβω σε εἰς τόπον ἄλλον, εἰ ἀρέσει τῷ Θεῷ, καὶ κατάρασαί μοι αὐτὸν ἐκεῖθεν.

Αρ. 23,27                  Είπε ο Βαλάκ προς τον Βαλαάμ· “έλα θα σε πάρω και θα σε οδηγήσω εις άλλον τόπον· μήπως τυχόν και αρέσει αυτό στον Θεόν και από εκεί μου καταρασθής τον ισραηλιτικόν λαόν”.

Αρ. 23,28           καὶ παρέλαβε Βαλὰκ τὸν Βαλαὰμ ἐπὶ κορυφὴν τοῦ Φογὼρ τὸ παρατεῖνον εἰς τὴν ἔρημον.

Αρ. 23,28                  Παρέλαβε, λοιπόν, ο Βαλάκ τον Βαλαάμ και τον ωδήγησεν εις την κορυφήν του όρους Φογώρ, το οποίον εκτείνεται εις την έρημον.

Αρ. 23,29           καὶ εἶπε Βαλαὰμ πρὸς Βαλάκ· οἰκοδόμησόν μοι ὧδε ἑπτὰ βωμοὺς καὶ ἑτοίμασόν μοι ὧδε ἑπτὰ μόσχους καὶ ἑπτὰ κριούς.

Αρ. 23,29                  Είπεν ο Βαλαάμ προς τον Βαλάκ· “κτίσε μου πάλιν εδώ επτά βωμούς και ετοίμασέ μου επτά μοσχάρια και επτά κριούς”.

Αρ. 23,30           καὶ ἐποίησε Βαλὰκ καθάπερ εἶπεν αὐτῷ Βαλαάμ, καὶ ἀνήνεγκε μόσχον καὶ κριὸν ἐπὶ τὸν βωμόν.

Αρ. 23,30                  Ο Βαλάκ έκαμεν, όπως ακριβώς του είπεν ο Βαλαάμ, και έθεσεν επάνω στον κάθε βωμόν ανά ένα μοσχάρι και ανά ένα κριόν.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 24- ΟΙ ΧΡΗΣΜΟΙ ΤΟΥ ΒΑΛΑΑΜ

                                    Τρίτος χρησμός του Βαλαάμ

Αρ. 24,1             Καὶ ἰδὼν Βαλαὰμ ὅτι καλόν ἐστιν ἐναντίον Κυρίου εὐλογεῖν τὸν Ἰσραήλ, οὐκ ἐπορεύθη κατὰ τὸ εἰωθὸς εἰς συνάντησιν τοῖς οἰωνοῖς καὶ ἀπέστρεψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ εἰς τὴν ἔρημον.

Αρ. 24,1                     Ο Βαλαάμ επειδή είδεν ότι είναι ευάρεστον στον Θεόν να ευλογή τον ισραηλιτικόν λαόν, δεν επήγεν, όπως εσυνήθιζε προηγουμένως, να συμβουλευθή τους οιωνούς, αλλά έστρεψε κατ' ευθείαν το πρόσωπόν του εις την έρημον, όπου ήσαν στρατοπεδευμένοι οι Ισραηλίται.

Αρ. 24,2             καὶ ἐξάρας Βαλαὰμ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ καθορᾷ τὸν Ἰσραὴλ ἐστρατοπεδευκότα κατὰ φυλάς, καὶ ἐγένετο πνεῦμα Θεοῦ ἐν αὐτῷ,

Αρ. 24,2                    Εσήκωσε τα μάτια του και είδε τους Ισραηλίτας να έχουν στρατοπεδεύσει κατά φυλάς. Πνεύμα δε Θεού ήλθεν εις αυτόν.

Αρ. 24,3             καὶ ἀναλαβὼν τὴν παραβολὴν αὐτοῦ εἶπε· φησὶ Βαλαὰμ υἱὸς Βεώρ, φησὶν ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀληθινῶς ὁρῶν,

Αρ. 24,3                    Ηρχισε τον αλληγορικόν αυτού λόγον και είπεν· “εγώ ο Βαλαάμ, ο υιός του Βεώρ, ομιλώ ωσάν άνθρωπος, ο οποίος βλέπει πραγματικά το μέλλον.

Αρ. 24,4             φησὶν ἀκούων λόγια ἰσχυροῦ, ὅστις ὅρασιν Θεοῦ εἶδεν ἐν ὕπνῳ, ἀποκεκαλυμμένοι οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ·

Αρ. 24,4                    Ομιλεί αυτός, που ακούει τα λόγια του παντοδυνάμου Θεού, αυτός που βλέπει κατά τον ύπνον του οράματα Θεού. Ομιλεί εκείνος, του οποίου τα μάτια είναι ανοικτά, ώστε να βλέπη το μέλλον. Ομιλεί και λέγει·

Αρ. 24,5             ὡς καλοὶ οἱ οἶκοί σου Ἰακώβ, αἱ σκηναί σου Ἰσραήλ!

Αρ. 24,5                    Ποσον ωραίοι είναι οι οίκοι σου, Ιακώβ, αι σκηναί σου, Ισραηλιτικέ λαέ !

Αρ. 24,6             ὡσεὶ νάπαι σκιάζουσαι καὶ ὡσεὶ παράδεισοι ἐπὶ ποταμῷ καὶ ὡσεὶ σκηναί, ἃς ἔπηξε Κύριος, καὶ ὡσεὶ κέδροι παρ᾿ ὕδατα.

Αρ. 24,6                    Είναι ωσάν κοιλάδες με βαθύσκια δένδρα, ωσάν κήποι πλησίον ποταμού, ωσάν σκηναί, τας οποίας έστησεν ο Κυριος, ωσάν κέδροι πλησίον εις νερά !

Αρ. 24,7             ἐξελεύσεται ἄνθρωπος ἐκ τοῦ σπέρματος αὐτοῦ καὶ κυριεύσει ἐθνῶν πολλῶν, καὶ ὑψωθήσεται ἢ Γὼγ βασιλεία αὐτοῦ, καὶ αὐξηθήσεται βασιλεία αὐτοῦ.

Αρ. 24,7                    Από τους απογόνους του λαού αυτού θα προέλθη ένας ανήρ, ο οποίος θα γίνη κύριος εις πολλά έθνη και του οποίου η βασιλεία θα υψωθή περιοσότερον από την βασιλείαν του Γωγ. Η βασιλεία του θα μεγαλυνθή !

Αρ. 24,8             Θεὸς ὡδήγησεν αὐτὸν ἐξ Αἰγύπτου, ὡς δόξα μονοκέρωτος αὐτῷ· ἔδεται ἔθνη ἐχθρῶν αὐτοῦ καὶ τὰ πάχη αὐτῶν ἐκμυελιεῖ καὶ ταῖς βολίσιν αὐτοῦ κατατοξεύσει ἐχθρόν·

Αρ. 24,8                    Ο Θεός ωδήγησε τον λαόν αυτόν από την Αίγυπτον, και η δύναμίς του είναι ωσάν την δύναμιν του ρινοκέρωτος. Θα καταβροχθίση τα εχθρικά προς αυτόν έθνη, θα σπάση τα κόκκαλά των και θα απομυζήση το μεδούλι των, με τα βέλη του θα κατατοξεύση και θα εξοντώση τους εχθρούς του !

Αρ. 24,9             κατακλιθεὶς ἀνεπαύσατο ὡς λέων καὶ ὡς σκύμνος· τίς ἀναστήσει αὐτόν; οἱ εὐλογοῦντές σε εὐλόγηνται, καὶ οἱ καταρώμενοί σε κεκατήρανται.

Αρ. 24,9                    Κατακλιθείς θα αναπαυθή ωσάν λέων και ωσάν νεαρό λιοντάρι γεμάτο δύναμιν ! Ποιός θα τολμήση να εξυπνήση αυτόν; Λαέ του Ισραήλ, εκείνοι που θα σε ευλογούν, θα είναι ευλογημένοι και όσοι σε καταρώνται, θα είναι κατηραμένοι”.

Αρ. 24,10           καὶ ἐθυμώθη Βαλὰκ ἐπὶ Βαλαὰμ καὶ συνεκρότησε ταῖς χερσὶν αὐτοῦ, καὶ εἶπε Βαλὰκ πρὸς Βαλαάμ· καταρᾶσθαι τὸν ἐχθρόν μου κέκληκά σε, καὶ ἰδοὺ εὐλογῶν εὐλόγησας τρίτον τοῦτο·

Αρ. 24,10                  Εθύμωσεν ο Βαλάκ εναντίον του Βαλαάμ, εκτύπησε με οργήν τα χέρια του και του είπε· “σε εκάλεσα να καταρασθής τον εχθρόν μου και ιδού ότι συ τρίτην αυτήν φοράν τον ευλόγησες.

Αρ. 24,11           νῦν οὖν φεῦγε εἰς τὸν τόπον σου· εἶπα, τιμήσω σε, καὶ νῦν ἐστέρησέ σε Κύριος τῆς δόξης.

Αρ. 24,11                   Τωρα λοιπόν φύγε και πήγαινε στον τόπον σου. Είπα ότι θα σε αμείψω· αλλά τώρα ο Θεός σε εστέρησεν από την αμοιβήν αυτήν, την οποίαν είχα προορίσει δια σέ”.

Αρ. 24,12           καὶ εἶπε Βαλαὰμ πρὸς Βαλάκ· οὐχὶ καὶ τοῖς ἀγγέλοις σου, οὓς ἀπέστειλας πρός με, ἐλάλησα λέγων·

Αρ. 24,12                  Είπε ο Βαλαάμ προς τον Βαλαάκ· “εγώ και προς τους αγγελιαφόρους, που μου έστειλες, δεν τους είπα ρητώς·

Αρ. 24,13           ἐάν μοι δῷ Βαλὰκ πλήρη τὸν οἶκον αὐτοῦ ἀργυρίου καὶ χρυσίου, οὐ δυνήσομαι παραβῆναι τὸ ῥῆμα Κυρίου ποιῆσαι αὐτὸ καλὸν ἢ πονηρὸν παρ᾿ ἐμαυτοῦ· ὅσα ἐὰν εἴπῃ ὁ Θεός, ταῦτα ἐρῶ.

Αρ. 24,13                  Εάν ο Βαλάκ μου δώση τον οίκον του γεμάτον αργύριον και χρυσίον, δεν θα ημπορέσω να παραβώ αυθαιρέτως την εντολήν του Κυρίου, ώστε να μεταβάλω την καλήν προφητείαν εις κακήν η την κακήν εις καλήν; Οσα θα μου αποκαλύψη ο Θεός, αυτά εγώ θα είπω.

 

                                    Τελευταίοι χρησμοί του Βαλαάμ

Αρ. 24,14           καὶ νῦν ἰδοὺ ἀποτρέχω εἰς τὸν τόπον μου· δεῦρο συμβουλεύσω σοι, τί ποιήσει ὁ λαὸς οὗτος τὸν λαόν σου ἐπ᾿ ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν.

Αρ. 24,14                  Λοιπόν, ιδού εγώ τώρα επιστρέφω εις τον τόπον μου. Ελα όμως να σου φανερώσω, τι θα κάμη ο λαός αυτός στον λαόν σου κατά τους επομένους καιρούς”.

Αρ. 24,15           καὶ ἀναλαβὼν τὴν παραβολὴν αὐτοῦ εἶπε· φησὶ Βαλαὰμ υἱὸς Βεώρ, φησὶν ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀληθινῶς ὁρῶν,

Αρ. 24,15                  Ηρχισεν ο Βαλαάμ τον αλληγορικόν λόγον και είπεν· “ομιλεί ο Βαλαάμ, ο υιός του Βεώρ· ομιλεί ο άνθρωπος, ο οποίος πράγματι βλέπει το μέλλον·

Αρ. 24,16           ἀκούων λόγια Θεοῦ, ἐπιστάμενος ἐπιστήμην παρὰ ὑψίστου καὶ ὅρασιν Θεοῦ ἰδὼν ἐν ὕπνῳ, ἀποκεκαλυμμένοι οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ·

Αρ. 24,16                  αυτός που ακούει τα λόγια του Θεού, που κατέχει την αληθινήν γνώσιν από τον Θεόν· αυτός που κατά τον ύπνον του βλέπει οράσεις Θεού και του οποίου τα μάτια είναι ανοικτά, ώστε να εισδύουν στο μέλλον.

Αρ. 24,17           δείξω αὐτῷ, καὶ οὐχὶ νῦν· μακαρίζω, καὶ οὐκ ἐγγίζει· ἀνατελεῖ ἄστρον ἐξ Ἰακώβ, ἀναστήσεται ἄνθρωπος ἐξ Ἰσραὴλ καὶ θραύσει τοὺς ἀρχηγοὺς Μωὰβ καὶ προνομεύσει πάντας υἱοὺς Σήθ.

Αρ. 24,17                  Θα τον ίδω και θα τον δείξω τον Μεσσίαν, όχι όμως τώρα. Μακαρίζω αυτόν, αλλά δεν είναι πλησίον. Αργότερα θα ανατείλη άστρον από τους απογόνους του Ιακώβ, θα αναδειχθή άνθρωπος από τον ισραηλιτικόν λαόν και θα συντρίψη τους αρχηγούς των Μωαβιτών και θα λαφυραγωγήση όλους τους απογόνους του Σηθ.

Αρ. 24,18           καὶ ἔσται Ἐδὼμ κληρονομία, καὶ ἔσται κληρονομία Ἡσαῦ ὁ ἐχθρὸς αὐτοῦ· καὶ Ἰσραὴλ ἐποίησεν ἐν ἰσχύϊ.

Αρ. 24,18                  Αυτός θα κληρονομήση την Ιδουμαίαν. Κληρονομία του θα είναι οι απόγονοι του Ησαύ, οι εχθροί του. Ο ισραηλιτικός λαός επραγματοποίησεν όλα αυτά με την δύναμίν του.

Αρ. 24,19           καὶ ἐξεγερθήσεται ἐξ Ἰακὼβ καὶ ἀπολεῖ σῳζόμενον ἐκ πόλεως.

Αρ. 24,19                  Και θα προέλθη από την φυλήν Ιακώβ ο άνθρωπος αυτός και θα εξολοθρεύση κάθε εχθρόν του, ο οποίος θα θελήση να σωθή φεύγων από την πόλιν”.

Αρ. 24,20           καὶ ἰδὼν τὸν Ἀμαλὴκ καὶ ἀναλαβὼν τὴν παραβολὴν αὐτοῦ εἶπεν· ἀρχὴ ἐθνῶν Ἀμαλήκ, καὶ τὸ σπέρμα αὐτῶν ἀπολεῖται.

Αρ. 24,20                 Στρέψας δε το βλέμμα του ο Βαλαάμ προς τους Αμαληκίτας, είπεν άλλον αλληγορικόν λόγον· “πρώτοι μεταξύ των εθνών, που επολέμησαν τους Ισραηλίτας, είναι οι Αμαληκίται. Δια τούτο οι απόγονοί των θα καταστραφούν”.

Αρ. 24,21           καὶ ἰδὼν τὸν Κεναῖον καὶ ἀναλαβὼν τὴν παραβολὴν αὐτοῦ εἶπεν· ἰσχυρὰ ἡ κατοικία σου· καὶ ἐὰν θῇς ἐν πέτρᾳ τὴν νοσσιάν σου,

Αρ. 24,21                  Ιδών δε τους Κεναίους, είπε νέον χρησμόν· “ισχυρά είναι η κατοικία σας. Αλλά εάν κτίσετε την φωλεάν σας στον βράχον,

Αρ. 24,22           καὶ ἐὰν γένηται τῷ Βεὼρ νοσσιὰ πανουργίας, Ἀσσύριοι αἰχμαλωτεύσουσί σε.

Αρ. 24,22                 και εάν ακόμη κτισθή η φωλεά σας με την επιτηδειότητα του Βεώρ, οι Ασσύριοι θα σας αιχμαλωτίσουν”.

Αρ. 24,23           καὶ ἰδὼν τὸν Ὢγ καὶ ἀναλαβὼν τὴν παραβολὴν αὐτοῦ εἶπεν· ὦ ὦ, τίς ζήσεται, ὅταν θῇ ταῦτα ὁ Θεός;

Αρ. 24,23                  Ιδών τον Ωγ, είπε νέον παραβολικόν λόγον· “Ω ! Ω ! Ποις θα ζήση, όταν θα στείλη ο Θεός την τιμωρίαν εναντίον σου;

Αρ. 24,24           καὶ ἐξελεύσεται ἐκ χειρῶν Κιτιαίων καὶ κακώσουσιν Ἀσσοὺρ καὶ κακώσουσιν Ἑβραίους, καὶ αὐτοὶ ὁμοθυμαδὸν ἀπολοῦνται.

Αρ. 24,24                 Στρατιωτικαί δυνάμεις θα εξέλθουν από την Κυπρον, θα ταλαιπωρήσουν και θα ταπεινώσουν τους Ασσυρίους και τους Εβραίους. Αλλά όλοι αυτοί οι λαοί και οι καταστρέψαντες αυτούς, θα καταστραφούν μαζή!”

Αρ. 24,25           καὶ ἀναστὰς Βαλαὰμ ἀπῆλθεν ἀποστραφεὶς εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ, καὶ Βαλὰκ ἀπῆλθε πρὸς ἑαυτόν.

Αρ. 24,25                  Ο Βαλαάμ εξεκίνησε και επέστρεψεν στον τόπον του, ο δε Βαλάκ επανήλθεν στον οίκον του.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 25- ΟΙ ΙΣΡΑΗΛΙΤΕΣ ΛΑΤΡΕΥΟΥΝ ΤΟ ΒΑΑΛ

                                   Οι Ισραηλίτες λατρεύουν το Βάαλ

Αρ. 25,1             Καὶ κατέλυσεν Ἰσραὴλ ἐν Σαττείν· καὶ ἐβεβηλώθη ὁ λαὸς ἐκπορνεῦσαι εἰς τὰς θυγατέρας Μωάβ.

Αρ. 25,1                     Ο ισραηλιτικός λαός εστρατοπέδευσεν εις την περιοχήν Σαττείν. Εκεί όμως εμολύνθη, διότι εκυλίσθη εις πορνείαν με τας θυγατέρας των Μωαβιτών.

Αρ. 25,2             καὶ ἐκάλεσαν αὐτοὺς εἰς τὰς θυσίας τῶν εἰδώλων αὐτῶν, καὶ ἔφαγεν ὁ λαὸς τῶν θυσιῶν αὐτῶν καὶ προσεκύνησαν τοῖς εἰδώλοις αὐτῶν.

Αρ. 25,2                    Οι Μωαβίται προσεκάλεσαν τους Ισραηλίτας εις τας θυσίας των ειδώλων των. Και οι Ισραηλίται προσήλθον και έφαγον από τας θυσίας τας ειδωλολατρικάς και επροσκύνησαν τα είδωλα των Μωαβιτών.

Αρ. 25,3             καὶ ἐτελέσθη Ἰσραὴλ τῷ Βεελφεγώρ· καὶ ὠργίσθη θυμῷ Κύριος τῷ Ἰσραήλ.

Αρ. 25,3                    Ετσι δε ο Ισραηλιτικός λαός έλαβε μέρος εις τας ειδωλολατρικάς τελετάς του Βεελφεγώρ. Ο Κυριος ωργίσθη και εθυμώθη εναντίον του ισραηλιτικού λαού δια την παρανομίαν αυτήν.

Αρ. 25,4             καὶ εἶπε Κύριος τῷ Μωυσῇ· λαβὲ πάντας τοὺς ἀρχηγοὺς τοῦ λαοῦ καὶ παραδειγμάτισον αὐτοὺς Κυρίῳ κατέναντι τοῦ ἡλίου, καὶ ἀποστραφήσεται ὀργὴ θυμοῦ Κυρίου ἀπὸ Ἰσραήλ.

Αρ. 25,4                    Είπε δε προς τον Μωϋσήν· “πάρε όλους τους παραστρατήσαντας αρχηγούς του λαού και εν πλήρει ημέρα τιμώρησέ τοες παραδειγματικώς ενώπιον όλων και έτσι θα παύση η οργή μου από τον ισραηλιτικόν λαόν”.

Αρ. 25,5             καὶ εἶπε Μωυσῆς ταῖς φυλαῖς Ἰσραήλ· ἀποκτείνατε ἕκαστος τὸν οἰκεῖον αὐτοῦ τὸν τετελεσμένον τῷ Βεελφεγώρ.

Αρ. 25,5                    Εις την εντολήν του Θεού υπακούων ο Μωϋσής είπε προς τους Ισραηλίτας· “ο καθένας σας να φονεύση τον συγγενή του, ο οποίος συμμετέσχε εις τας ειδωλαλατρικάς τελετάς του Βεελφεγώρ”. Και οι Ισραηλίται υπήκουσαν.

Αρ. 25,6             Καὶ ἰδοὺ ἄνθρωπος τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ ἐλθὼν προσήγαγε τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ πρὸς τὴν Μαδιανῖτιν ἐναντίον Μωυσῆ καὶ ἐναντίον πάσης συναγωγῆς υἱῶν Ἰσραήλ, αὐτοὶ δὲ ἔκλαιον παρὰ τὴν θύραν τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου.

Αρ. 25,6                    Αλλά αίφνης ένας Ισραηλίτης ελθών ωδήγησε τον αδελφόν του προς μία γυναίκα Μαδιανίτιν, δια να αμαρτήση ενώπιον του Μωϋσέως και ενώπιον όλου του πλήθους των Ισραηλιτών, όταν αυτοί συντετριμμένοι δια τας αμαρτίας του λαού έκλαιον πλησίον εις την θύραν της Σκηνής του Μαρτυρίου.

Αρ. 25,7             καὶ ἰδὼν Φινεὲς υἱὸς Ἐλεάζαρ υἱοῦ Ἀαρὼν τοῦ ἱερέως ἐξανέστη ἐκ μέσου τῆς συναγωγῆς καὶ λαβὼν σειρομάστην ἐν τῇ χειρὶ

Αρ. 25,7                    Ο Φινεές, υιός του Ελεάζαρ, υιού του αρχιερέως Ααρών, όταν είδε την αναισχυντίαν αυτήν, ηγέρθη εκ μέσου του ισραηλιτικού λαού, επήρε στο χέρι του λόγχην ακιδωτήν,

Αρ. 25,8             εἰσῆλθεν ὀπίσω τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Ἰσραηλίτου εἰς τὴν κάμινον καὶ ἀπεκέντησεν ἀμφοτέρους, τόν τε ἄνθρωπον τὸν Ἰσραηλίτην καὶ τὴν γυναῖκα διὰ τῆς μήτρας αὐτῆς· καὶ ἐπαύσατο ἡ πληγὴ ἀπὸ υἱῶν Ἰσραήλ.

Αρ. 25,8                    εισήλθεν εις την σκηνήν οπίσω από τον Ισραηλίτην αυτόν στον κοιτώνα του, διεπέρασε με την λόγχην και τους δύο, τον Ισραηλίτην και την γυναίκα δια της μήτρας της. Αμέσως δε έπαυσεν η εκ μέρους του Θεού τιμωρία των Ισραηλιτών.

Αρ. 25,9             καὶ ἐγένοντο οἱ τεθνηκότες ἐν τῇ πληγῇ τέσσαρες καὶ εἴκοσι χιλιάδες.

Αρ. 25,9                    Ο αριθμός εκείνων, οι οποίοι εφονεύθησαν κατά την πληγήν αυτήν, έφθασε τας είκοσι τέσσαρας χιλιάδας.

Αρ. 25,10           Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων·

Αρ. 25,10                  Ωμίλησεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν και είπεν·

Αρ. 25,11           Φινεὲς υἱὸς Ἐλεάζαρ υἱοῦ Ἀαρὼν τοῦ ἱερέως κατέπαυσε τὸν θυμόν μου ἀπὸ υἱῶν Ἰσραὴλ ἐν τῷ ζηλῶσαί μου τὸν ζῆλον ἐν αὐτοῖς, καὶ οὐκ ἐξανήλωσα τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ ἐν τῷ ζήλῳ μου.

Αρ. 25,11                   “Ο Φινεές, ο υιός του Ελεάζαρ, υιού του αρχιερέως Ααρών, κατέπαυσε τον θυμόν μου εναντίον των Ισραηλιτών, διότι με ζήλον ιερόν και αγανάκτησιν ιεράν εφόνευσε τους ενόχους και έτσι δεν κατέστρεψα τους Ισραηλίτας επάνω εις την ιεράν αγανάκτησίν μου.

Αρ. 25,12           οὕτως εἶπον· ἰδοὺ ἐγὼ δίδωμι αὐτῷ διαθήκην εἰρήνης,

Αρ. 25,12                  Δια την θεάρεστον αυτήν διαγωγήν του, είπα· ιδού εγώ ο Θεός συνάπτω με αυτόν ένα συμβόλαιον ιδιαιτέρας ειρήνης.

Αρ. 25,13           καὶ ἔσται αὐτῷ καὶ τῷ σπέρματι αὐτοῦ μετ᾿ αὐτὸν διαθήκη ἱερατείας αἰωνία, ἀνθ᾿ ὧν ἐζήλωσε τῷ Θεῷ αὐτοῦ καὶ ἐξιλάσατο περὶ τῶν υἱῶν Ἰσραήλ.

Αρ. 25,13                   Υπόσχομαι να δώσω εις αυτόν και στους απογόνους του, έπειτα από αυτόν, παντοτεινήν την ιερωσύνην, ένεκα του γεγονότος, ότι έδειξε ζήλον υπέρ εμού του Θεού του και εξιλέωσε απέναντί μου τους Ισραηλίτας από τας αμαρτίας των”.

Αρ. 25,14           τὸ δὲ ὄνομα τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Ἰσραηλίτου τοῦ πεπληγότος, ὃς ἐπλήγη μετὰ τῆς Μαδιανίτιδος, Ζαμβρὶ υἱὸς Σαλώ, ἄρχων οἴκου πατριᾶς τῶν Συμεών·

Αρ. 25,14                  Το δε όνομα του Ισραηλίτου, ο οποίος εθανατώθη μαζή με την Μαδιανίτιδα ήτο Ζαμβρί, παιδί του Σαλώ, ο οποίος ήτο άρχων από την φυλήν του Συμεών.

Αρ. 25,15           καὶ ὄνομα τῇ γυναικὶ τῇ Μαδιανίτιδι τῇ πεπληγυίᾳ Χασβί, θυγάτηρ Σοὺρ ἄρχοντος ἔθνους Ὀμμώθ, οἴκου πατριᾶς ἐστι τῶν Μαδιάμ.

Αρ. 25,15                   Το δε όνομα της φονευθείσης γυναικός, της Μαδιανίτιδος, ήτο Χασβί. Αυτή ήτο θυγάτηρ του Σούρ, του άρχοντος στο έθνος Ομμώθ, το οποίον ήτο φυλή των Μαδιανιτών.

Αρ. 25,16           Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων· λάλησον τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ λέγων·

Αρ. 25,16                  Ωμίλησεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν και είπεν· “ομίλησε προς τους Ισραηλίτας και ειπέ εις αυτούς.

Αρ. 25,17           ἐχθραίνετε τοῖς Μαδιηναίοις καὶ πατάξατε αὐτούς,

Αρ. 25,17                   Να θεωρήτε πάντοτε εχθρούς τους Μαδιανίτας. Κτυπήσατέ τους,

Αρ. 25,18           ὅτι ἐχθραίνουσιν αὐτοὶ ὑμῖν ἐν δολιότητι, ὅσα δολιοῦσιν ὑμᾶς διὰ Φογὼρ καὶ διὰ Χασβὶ θυγατέρα ἄρχοντος Μαδιὰμ ἀδελφὴν αὐτῶν τὴν πεπληγυῖαν ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς πληγῆς διὰ Φογώρ.

Αρ. 25,18                  διότι είναι δόλιοι εχθροί σας, όπως εφάνη εκ της δολιότητος που έδειξαν εναντίον σας εις Φογώρ και δια της Χασβί, της θυγατρός του άρχοντος των Μαδιανιτών, της αδελφής των, η οποία εφονεύθη κατά την ημέραν που ετιμωρούντο οι Ισραηλίται δια το ανοσιούργημα, το οποίον διέπραξαν εις την πόλιν Φογώρ.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10

11

12

13

14

15

16

17

18

19

20

21

22

23

24

25

26

27

28

29

30

31

32

33

34

35

36