Ματθ. 18,23 Διὰ
τοῦτο ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὃς ἠθέλησε συνᾶραι
λόγον μετὰ τῶν δούλων αὐτοῦ.
Ματθ. 18,23 Το
καθήκον να συγχωρούμεν αυτούς που μας έφταιξαν είναι απεριόριστον. Δι' αυτό
και η βασιλεία των ουρανών έχει παρομοιωθή με ένα βασιλέα, που ηθέλησε να
λογαριασθή με τους δούλους του, στους οποίους είχεν εμπιστευθή την
διαχείρισιν των οικονομικών του.
Ματθ. 18,24 ἀρξαμένου
δὲ αὐτοῦ συναίρειν προσηνέχθη αὐτῷ εἷς ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων.
Ματθ. 18,24 Εκεί
δε που ήρχισε να εξετάζη τους λογαριασμούς, του έφεραν βιαίως έναν, που του
χρεωστούσε το τεράστιον πόσον των δέκα χιλιάδων ταλάντων.
Ματθ. 18,25 μὴ
ἔχοντος δὲ αὐτοῦ ἀποδοῦναι ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ πραθῆναι καὶ τὴν
γυναῖκα αὐτοῦ καὶ τὰ τέκνα καὶ πάντα ὅσα εἶχε, καὶ ἀποδοθῆναι.
Ματθ. 18,25 Επειδή
δε δεν είχε να επιστρέψη όσα χρεωστούσε, διέταξε ο κύριός του να πωληθή ως
δούλος αυτός και η γυναίκα του και τα παιδιά του και όλα όσα είχε, δια να
εξοφληθή έτσι έστω και μέρος από το χρέος.
Ματθ. 18,26 πεσὼν
οὖν ὁ δοῦλος προσεκύνει αὐτῷ λέγων· κύριε, μακροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοὶ καὶ πάντα
σοι ἀποδώσω.
Ματθ. 18,26 Επεσε
τότε κατά γης ο δούλος εκείνος, τον επροσκυνούσε και έλεγε· “Κυριε, δείξε
επιείκειαν και μακροθυμίαν εις εμέ και όλα όσα σου χρεωστώ, θα σου τα
πληρώσω”.
Ματθ. 18,27 σπλαγχνισθεὶς
δὲ ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου ἀπέλυσεν αὐτὸν καὶ τὸ δάνειον ἀφῆκεν αὐτῷ.
Ματθ. 18,27 Εφάνη
δε σπλαγχνικός ο Κυριος του δούλου εκείνου, τον αφήκεν ελεύθερον και του
εχάρισεν όλον το χρέος.
Ματθ. 18,28 ἐξελθὼν
δὲ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος εὗρεν ἕνα τῶν συνδούλων αὐτοῦ, ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν
δηνάρια, καὶ κρατήσας αὐτὸν ἔπνιγε λέγων· ἀπόδος μοι εἴ τι ὀφείλεις.
Ματθ. 18,28 Αλλ'
εκείνος ο δούλος όταν εβγήκεν έξω, ευρήκε ένα από τους συνδούλους του, ο
όποιος του χρεωστούσε το μηδαμινόν ποσόν των εκατό δηναρίων. Αμέσως τον
επιασε και τον επίεζε κατά τον πλέον σκληρόν τρόπον λέγων· Πλήρωσέ μου ο,τι
μου χρεωστάς.
Ματθ. 18,29 πεσὼν
οὖν ὁ σύνδουλος αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ παρεκάλει αὐτὸν λέγων·
μακροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοὶ καὶ ἀποδώσω σοι·
Ματθ. 18,29 Επεσε
τότε ο σύνδουλος εκείνος εις τα πόδια αυτού και τον παρακαλούσε λέγων· Δείξε
σε μένα επιείκειαν και μακριθυμίαν και θα σου επιστρέψω τα οφειλόμενα.
Ματθ. 18,30 ὁ
δὲ οὐκ ἤθελεν, ἀλλὰ ἀπελθὼν ἔβαλεν αὐτὸν εἰς φυλακὴν ἕως οὗ ἀποδῷ τὸ
ὀφειλόμενον.
Ματθ. 18,30 Αυτός
δε δεν ήθελε να ακούση τίποτε, αλλά επήγε και τον κατήγγειλε εις τας αρχάς
και τον έβαλε εις την φυλακήν, έως ότου πληρώση το χρέος του.
Ματθ. 18,31 ἰδόντες
δὲ οἱ σύνδουλοι αὐτοῦ τὰ γενόμενα ἐλυπήθησαν σφόδρα, καὶ ἐλθόντες διεσάφησαν
τῷ κυρίῳ ἑαυτῶν πάντα τὰ γενόμενα.
Ματθ. 18,31 Οι
άλλοι σύνδουλοί του, όταν είδαν αυτά που έγιναν, ελυπήθηκαν πάρα πολύ και
ελθόντες στον κύριόν των του διηγήθηκαν με ακρίβειαν όλα τα γεγονότα.
Ματθ. 18,32 τότε
προσκαλεσάμενος αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ λέγει αὐτῷ· δοῦλε πονηρέ, πᾶσαν τὴν
ὀφειλὴν ἐκείνην ἀφῆκά σοι, ἐπεὶ παρεκάλεσάς με.
Ματθ. 18,32—Τοτε εκάλεσε αυτόν ο κύριός του και του είπε· Δούλε πονηρέ, όλο
το τεράστιον εκείνο χρέος σου το εχάρισα, διότι με παρεκάλεσες.
Ματθ. 18,33 οὐκ
ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι τὸν σύνδουλόν σου, ὡς καὶ ἐγώ σε ἠλέησα;
Ματθ. 18,33 Δεν
έπρεπε και συ να λυπηθής και να ελεήσης τον σύνδουλό σου, όπως εγώ ο Κυριος
σου σε ελυπήθηκα και σε ελέησα;
Ματθ. 18,34 καὶ
ὀργισθεὶς ὁ κύριος αὐτοῦ παρέδωκεν αὐτὸν τοῖς βασανισταῖς ἕως οὗ ἀποδῷ πᾶν
τὸ ὀφειλόμενον αὐτῷ.
Ματθ. 18,34 Και
οργισθείς ο κύριός του τον έβαλε εις την φυλακήν και τον παρέδωκε στους
βασανιστάς, δια να τον βασανίζουν, μέχρις ότου εξοφλήση όλον το χρέος του.
Ματθ. 18,35 Οὕτω
καὶ ὁ πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος ποιήσει ὑμῖν, ἐὰν μὴ ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ
αὐτοῦ ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν τὰ παραπτώματα αὐτῶν.
Ματθ. 18,35 Ετσι
και ο Πατήρ μου ο επουράνιος θα κάμη εις σας εάν δεν συγχωρήτε ο καθένας
στον αδελφόν του, με όλην σας την καρδιά, τα πταίσματα, που έχει κάμει
απέναντί σας”.
|