Μαρκ. 9,14 Καὶ ἐλθὼν πρὸς
τοὺς μαθητὰς εἶδεν ὄχλον πολὺν περὶ αὐτούς, καὶ γραμματεῖς συζητοῦντας
αὐτοῖς.
Μαρκ. 9,14 Και
καθώς κατέβηκε προς τους άλλους εννέα μαθητάς, είδεν λαόν πολύν γύρω από
αυτούς και τους γραμματείς να συζητούν εντόνως με αυτούς.
Μαρκ. 9,15 καὶ εὐθέως πᾶς
ὁ ὄχλος ἰδόντες αὐτὸν ἐξεθαμβήθησαν, καὶ προστρέχοντες ἠσπάζοντο αὐτόν.
Μαρκ. 9,15 Και
αμέσως όλος ο λαός, όταν τον είδε, κατελήφθη από μεγάλο θαυμασμόν και
τρέχοντες προς αυτόν τον εχαιρετούσαν.
Μαρκ. 9,16 καὶ ἐπηρώτησε
τοὺς γραμματεῖς· τί συζητεῖτε πρὸς ἑαυτούς;
Μαρκ. 9,16 Και
ηρώτησε τους γραμματείς· “τι συζητείτε μεταξύ σας;”
Μαρκ. 9,17 καὶ ἀποκριθεὶς
εἷς ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπε· διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρός σε, ἔχοντα πνεῦμα
ἄλαλον.
Μαρκ. 9,17 Και
λαβών τον λόγον ένας από το πλήθος είπε· “Διδάσκαλε, έφερα προς σε το παιδί
μου, που έχει καταληφθή από πονηρόν πνεύμα, το οποίον του έχει αφαιρέσει την
λαλιάν.
Μαρκ. 9,18 καὶ ὅπου ἂν
αὐτὸν καταλάβῃ, ῥήσσει αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ
ξηραίνεται· καὶ εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν.
Μαρκ. 9,18 Και εις
όποιον τόπον το καταλάβει, το συγκλονίζει και το ρίπτει κάτω και το κάνει να
αφρίζη, να τρίζη τα δόντια του και να μένη ξηρόν και αναίσθητον. Και είπα
στους μαθητάς σου να διώξουν αυτό το πονηρόν πνεύμα, και δεν ημπόρεσαν”.
Μαρκ. 9,19 ὁ δὲ
ἀποκριθεὶς αὐτῷ λέγει· ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε
ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετε αὐτὸν πρός με. καὶ ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν.
Μαρκ. 9,19 Ο δε
Ιησούς απεκρίθη εις αυτόν και είπε· “ω γενεά, που μένεις ακόμη άπιστος, παρ'
όλα τα θαύματα που έχεις ιδή· έως πότε θα είμαι μαζή σας; Εως πότε θα σας
ανέχωμαι; Φερτε αυτόν σε μένα”. Και έφεραν πράγματι το δαιμονιζόμενο παιδί.
Μαρκ. 9,20 καὶ ἰδὼν αὐτὸν
εὐθέως τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν, καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων.
Μαρκ. 9,20 Και το
πνεύμα το πονηρόν, μόλις είδε τον Ιησούν, αμέσως συνεκλόνισε με σπασμούς τον
νέον, ο οποίος αφού έπεσε εις την γην, εκυλίετο και έβγαζε αφρούς.
Μαρκ. 9,21 καὶ ἐπηρώτησε
τὸν πατέρα αὐτοῦ· πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε·
παιδιόθεν.
Μαρκ. 9,21 Και
ηρώτησε ο Κυριος τον πατέρα του νέου· “πόσος καιρός είναι από τότε που
συνέβη αυτό;” Και εκείνος είπε· “από την παιδικήν του ηλικίαν.
Μαρκ. 9,22 καὶ πολλάκις
αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν· ἀλλ᾿ εἴ τι
δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς ἐφ᾿ ἡμᾶς.
Μαρκ. 9,22 Και
πολλές φορές τον έρριξεν εις την φωτιά και εις τα νερά, δια να τον εξοντώση.
Αλλ' εάν ημπορής να κάμης τίποτε, σπλαγχνίσου μας και βοήθησέ μας”.
Μαρκ. 9,23 ὁ δὲ Ἰησοῦς
εἶπεν αὐτῷ τὸ εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι.
Μαρκ. 9,23 Ο δε
Ιησούς του είπε τούτο· “εάν συ ημπορής να πιστεύσης, τότε όλα είναι
κατορθωτά στον πιστεύοντα”.
Μαρκ. 9,24 καὶ εὐθέως
κράξας ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου μετὰ δακρύων ἔλεγε· πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τῇ
ἀπιστίᾳ.
Μαρκ. 9,24 Και
αμέσως πατήρ του παιδίου με δάκρυα εις τα μάτια έκραξε και είπε· “πιστεύω,
Κυριε, βοήθησέ με να ελευθερωθώ από την ολιγοπιστίαν και να αποκτήσω
ζωντανήν πίστιν”.
Μαρκ. 9,25 ἰδὼν δὲ ὁ
Ἰησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος, ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ λέγων αὐτῷ·
τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγώ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι
εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν.
Μαρκ. 9,25 Επειδή δε
ο Ιησούς είδε ότι λαός έτρεχε από τα διάφορα μέρη και εμαζεύετο εκεί,
επέπληξε το ακάθαρτον πνεύμα και του είπε· “το πνεύμα το άλαλον και το
κωφόν, εγώ σε διατάσσω, έβγα από αυτόν και ποτέ πλέον να μη ξαναεισέλθης εις
αυτόν”.
Μαρκ. 9,26 καὶ κράξαν καὶ
πολλὰ σπαράξαν αὐτὸν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν
ὅτι ἀπέθανεν.
Μαρκ. 9,26 Και το
πνεύμα το πονηρόν αφού έκραξε και συνεκλόνισε παρά πολύ τον νέον, εβγήκε.
Και έμεινε ο νέος σαν πεθαμένος, ώστε πολλοί να λέγουν ότι απέθανε.
Μαρκ. 9,27 ὁ δὲ Ἰησοῦς
κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ ἀνέστη.
Μαρκ. 9,27 Ο δε
Ιησούς τον επιασε από το χέρι, τον εσήκωσε και εκείνος εστάθη όρθιος.
Μαρκ. 9,28 Καὶ εἰσελθόντα
αὐτὸν εἰς οἶκον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπηρώτων αὐτὸν κατ᾿ ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς οὐκ
ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό.
Μαρκ. 9,28 Οταν δε
εισήλθεν ο Κυριος εις ένα σπίτι, οι μαθηταί του τον ερωτούσαν ιδιαιτέρως·
“διατί ημείς δεν ημπορέσαμεν να διώξωμε το ακάθαρτον πνεύμα;”
Μαρκ. 9,29 καὶ εἶπεν
αὐτοῖς· τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ
νηστείᾳ.
Μαρκ. 9,29 Και
εκείνος τους είπεν· “αυτό το γένος των δαιμονίων με τίποτε άλλο δεν
διώχνεται, παρά μόνον με προσευχήν και νηστείαν”.
|