ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

 

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14

 

 

Απόφαση θανάτωσης του Ιησού

(Μτ 26,1-5. Λκ 22,1-2. Ιω 11,45-53)

Μαρκ. 14,1         Ἦν δὲ τὸ πάσχα καὶ τὰ ἄζυμα μετὰ δύο ἡμέρας. καὶ ἐζήτουν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς πῶς αὐτὸν ἐν δόλῳ κρατήσαντες ἀποκτείνωσιν.

Μαρκ. 14,1               Επειτα από δύο ημέρας, ήτο Πασχα και τα άζυμα. Και εζητούσαν οι αρχιερείς και οι γραμματείς, πως με απάτην και χωρίς θόρυβον να τον πιάσουν και να τον θανατώσουν.

Μαρκ. 14,2         ἔλεγον δὲ μὴ ἐν τῇ ἑορτῇ, μήποτε θόρυβος ἔσται τοῦ λαοῦ.

Μαρκ. 14,2               Ελεγαν δε να μη τον συλλάβουν κατά την εορτήν, μήπως και γίνη θόρυβος και ταραχή του λαού (δεδομένου, ότι πολλοί ήσαν εκείνοι, που εθαύμαζαν και εσέβοντο και περιεστοίχιζαν τον Χριστόν).

 

Η χρίση του Ιησού με μύρο

(Μτ 26,6-13. Ιω 12,1-8)

Μαρκ. 14,3         Καὶ ὄντος αὐτοῦ ἐν Βηθανίᾳ ἐν τῇ οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ, κατακειμένου αὐτοῦ ἦλθε γυνὴ ἔχουσα ἀλάβαστρον μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτελοῦς, καὶ συντρίψασα τὸ ἀλάβαστρον κατέχεεν αὐτοῦ κατὰ τῆς κεφαλῆς.

Μαρκ. 14,3               Και όταν αυτός ευρίσκετο εις την Βηθανίαν, στο σπίτι Σιμωνος του λεπρού, την ώραν που είχε γείρει και έτρωγε στο ταπέζι ήλθε μια γυναίκα, που εκρατούσε ένα αλαβάστρινον δοχείον γεμάτο μύρον κατασκευασμένον από γνησίαν και πολύτιμον νάρδον. Και αφού έσπασε το αλαβάστρινο δοχείον έχυνε πλούσια όλο το μύρο επάνω εις την κεφαλήν του.

Μαρκ. 14,4         ἦσαν δέ τινες ἀγανακτοῦντες πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες· εἰς τί ἡ ἀπώλεια αὕτη τοῦ μύρου γέγονεν;

Μαρκ. 14,4               Μερικοί από τους μαθητάς εκυριεύθησαν από αγανάκτησιν και έλεγαν μεταξύ των· “διατί έγινε αυτή η άσκοπος σπατάλη του πολυτίμου αυτού μύρου;

Μαρκ. 14,5         ἠδύνατο γὰρ τοῦτο τὸ μύρον πραθῆναι ἐπάνω τριακοσίων δηναρίων καὶ δοθῆναι τοῖς πτωχοῖς· καὶ ἐνεβριμῶντο αὐτῇ.

Μαρκ. 14,5               Διότι ημπορούσε τούτο το μύρον να πωληθή περισσότερο από τριακόσια δηνάρια και να δοθούν τα χρήματα αυτά στους πτωχούς”· Και επέπλητταν την γυναίκα.

Μαρκ. 14,6         ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· ἄφετε αὐτήν· τί αὐτῇ κόπους παρέχετε; καλὸν ἔργον εἰργάσατο ἐν ἐμοί.

Μαρκ. 14,6               Ο δε Ιησούς είπεν· “αφήσατέ την· διατί την ενοχλείτε και την στενοχωρείτε; Αυτή καλόν και αξιέπαινον έργον έκαμε εις εμέ.

Μαρκ. 14,7         πάντοτε γὰρ τοὺς πτωχοὺς ἔχετε μεθ᾿ ἑαυτῶν, καὶ ὅταν θέλητε δύνασθε αὐτοὺς εὖ ποιῆσαι· ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε.

Μαρκ. 14,7               Διότι τους πτωχούς τους έχετε πάντοτε κοντά σας και όταν θέλετε, ημπορείτε να τους ευεργετήσετε. Εμὲ όμως δεν με έχετε πάντοτε μαζή σας.

Μαρκ. 14,8         ὃ ἔσχεν αὕτη ἐποίησε· προέλαβε μυρίσαι μου τὸ σῶμα εἰς τὸν ἐνταφιασμόν.

Μαρκ. 14,8               Αυτή δε η γυναίκα εκείνο που είχε και ημπορούσε να κάμη δι' εμέ, το έκαμε. Επρόλαβε να αλείψη το σώμα μου με μύρον, δια να το προετοιμάση προς ενταφιασμόν. Και τούτο χωρίς η ιδία να το εννοήσει.

Μαρκ. 14,9         ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅπου ἐὰν κηρυχθῇ τὸ εὐαγγέλιον τοῦτο εἰς ὅλον τὸν κόσμον, καὶ ὃ ἐποίησεν αὕτη λαληθήσεται εἰς μνημόσυνον αὐτῆς.

Μαρκ. 14,9               Σας διαβεβαιώνω, ότι όπου εάν κηρυχθή, εις όλον τον κόσμον, τούτο το Ευαγγέλιον, θα διαλαληθή συγχρόνως και αυτό που έκαμεν αυτή, δια να μένη αλησμόνητη η ανάμνησίς της προς δόξαν και τιμήν της”.

 

Ο Ιούδας αποφασίζει να προδώσει τον Ιησού 

(Μτ 26,14-16. Λκ 22,3-6)

Μαρκ. 14,10       Καὶ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης, εἷς τῶν δώδεκα, ἀπῆλθε πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς ἵνα παραδῷ αὐτὸν αὐτοῖς.

Μαρκ. 14,10             Και ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ένας από τους δώδεκα, γεμάτος αγανάκτησιν, επήγε κατ' ευθείαν προς τους αρχιερείς και τους επρότεινε να παραδώση εις αυτούς τον Χριστόν.

Μαρκ. 14,11       οἱ δὲ ἀκούσαντες ἐχάρησαν, καὶ ἐπηγγείλαντο αὐτῷ ἀργύρια δοῦναι· καὶ ἐζήτει πῶς εὐκαίρως αὐτὸν παραδῷ.

Μαρκ. 14,11              Αυτοί δε όταν ήκουσαν την πρότασιν εχάρησαν (διότι ένας από τους δώδεκα θα επρόδιδε τον Διδάσκαλον και διότι θα τον επιαναν χωρίς θόρυβον). Υπεσχέθησαν δε να του δώσουν χρήματα. Και εζητούσε ο Ιούδας, πως εις πρώτην ευκαιρίαν και χωρίς θόρυβον να τον παραδώση εις χέρια των.

 

Ετοιμασία για το Πάσχα

(Μτ 26,17-19. Λκ 22,7-13)

Μαρκ. 14,12       Καὶ τῇ πρώτῃ ἡμέρᾳ τῶν ἀζύμων, ὅτε τὸ πάσχα ἔθυον, λέγουσιν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· ποῦ θέλεις ἀπελθόντες ἑτοιμάσωμεν ἵνα φάγῃς τὸ πάσχα;

Μαρκ. 14,12             Και κατά την πρώτην ημέραν, παραμονήν του πάσχα, που ελέγετο ημέρα των αζύμων (διότι κατ'αυτήν ετοίμαζαν οι Εβραίοι τα άζυμα δια το πάσχα, έσφαζαν δε και τον πασχάλιον αμνόν) είπον οι μαθηταί στον Κυριον· “που θέλεις να πάμε να ετοιμάσωμεν, δια να φάγης το πάσχα;”

Μαρκ. 14,13       καὶ ἀποστέλλει δύο τῶν μαθητῶν αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτοῖς· ὑπάγετε εἰς τὴν πόλιν, καὶ ἀπαντήσει ὑμῖν ἄνθρωπος κεράμιον ὕδατος βαστάζων· ἀκολουθήσατε αὐτῷ,

Μαρκ. 14,13             Και έστειλε δύο από τους μαθητάς του και τους είπε· “πηγαίνετε εις την απέναντι πόλιν και θα σας συναντήση κάποιος άνθρωπος, που θα κρατή μία πήλινη στάμνα με νερό· ακολουθήστε τον.

Μαρκ. 14,14       καὶ ὅπου ἐὰν εἰσέλθῃ, εἴπατε τῷ οἰκοδεσπότῃ ὅτι ὁ διδάσκαλος λέγει· ποῦ ἐστι τὸ κατάλυμά μου ὅπου τὸ πάσχα μετὰ τῶν μαθητῶν μου φάγω;

Μαρκ. 14,14             Και εις όποιο σπίτι εισέλθη, πέστε στον νοικοκύρην, ότι ο διδάσκαλος λέγει· που είναι το κατάλυμά μου, όπου θα φάγω το πάσχα με τους μαθητάς μου;

Μαρκ. 14,15       καὶ αὐτὸς ὑμῖν δείξει ἀνώγαιον μέγα ἐστρωμένον ἕτοιμον· ἐκεῖ ἑτοιμάσατε ἡμῖν.

Μαρκ. 14,15             Και αυτός θα σας δείξη ένα μεγάλο ανώγαιον με τα καθίσματα και το τραπέζι στρωμένο, έτοιμον καθ' όλα. Εκεί ετοιμάσατέ μας δια το πάσχα”.

Μαρκ. 14,16       καὶ ἐξῆλθον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ ἦλθον εἰς τὴν πόλιν, καὶ εὗρον καθὼς εἶπεν αὐτοῖς, καὶ ἡτοίμασαν τὸ πάσχα.

Μαρκ. 14,16             Και εβγήκαν οι μαθηταί αυτού, ήλθαν εις την πόλιν και ευρήκαν όπως τους είχε πη ο Χριστός και ετοίμασαν το πάσχα (το νέον δηλαδή χριστιανικόν πάσχα της θείας Ευχαριστίας).

 

Ο Μυστικός Δείπνος και η καθιέρωση της Θείας Ευχαριστίας

(Μτ 26,20-30. Λκ 22,14-23)

Μαρκ. 14,17       Καὶ ὀψίας γενομένης ἔρχεται μετὰ τῶν δώδεκα.

Μαρκ. 14,17             Και όταν εβράδυασε, ήλθε εκεί ο Ιησούς με τους δώδεκα μαθητάς.

Μαρκ. 14,18       καὶ ἀνακειμένων αὐτῶν καὶ ἐσθιόντων εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἷς ἐξ ὑμῶν παραδώσει με, ὁ ἐσθίων μετ᾿ ἐμοῦ.

Μαρκ. 14,18             Και την ώραν που είχαν ξαπλώσει κοντά στο τραπέζι και έτρωγαν, είπεν ο Ιησούς· “ένας από σας θα με παραδώση· ένας, ο οποίος τρώγει τώρα μαζή μου”.

Μαρκ. 14,19       οἱ δὲ ἤρξαντο λυπεῖσθαι καὶ λέγειν αὐτῷ εἷς καθ᾿ εἷς· μήτι ἐγώ; καὶ ἄλλος· μήτι ἐγώ;

Μαρκ. 14,19             Εκείνοι δε ήρχισαν να λυπούνται και να τον ερωτούν ο ένας ύστερα από τον άλλον· “μήπως είμαι εγώ;” και άλλος· “μήπως είμαι εγώ;” (Κανείς από τους ένδεκα ούτε διενοήθη ποτέ τέτοιο επαίσχυντο έργον. Εν τούτοις επειδή είχον πίστιν μεν εις τα λόγια του Διδασκάλου, γνώσιν δε και της ιδικής των αδυναμίας ως ανθρώπων, ερωτούν τον Κυριον).

Μαρκ. 14,20       ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ ἐμβαπτόμενος μετ᾿ ἐμοῦ εἰς τὸ τρυβλίον.

Μαρκ. 14,20            Αυτός δε απεκρίθη και τους είπε· “είναι ένας από σας τους δώδεκα, αυτός ο οποίος βουτά το ψωμί του μαζή με εμέ στο πιάτο και τρώγει.

Μαρκ. 14,21       ὁ μὲν υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὑπάγει καθὼς γέγραπται περὶ αὐτοῦ· οὐαὶ δὲ τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ, δι᾿ οὗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται· καλὸν ἦν αὐτῷ εἰ οὐκ ἐγεννήθη ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος.

Μαρκ. 14,21             Ο μεν υιός του ανθρώπου προχωρεί προς τον λυτρωτικόν θάνατον σύμφωνα με τας προφητείας, που έχουν γραφή δι' αυτόν. Αλοίμονον όμως στον άνθωπον εκείνον, δια του οποίου ο υιός του ανθρώπου παραδίδεται στους σταυρωτάς του. Προτιμότερον θα ήτο δι' αυτόν να μη είχε γεννηθή ο άνθρωπος εκείνος”.

Μαρκ. 14,22       Καὶ ἐσθιόντων αὐτῶν λαβὼν ὁ Ἰησοῦς ἄρτον εὐλογήσας ἔκλασε καὶ ἔδωκε αὐτοῖς καὶ εἶπε· λάβετε φάγετε· τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου.

Μαρκ. 14,22            Και ενώ αυτοί έτρωγαν επήρε ο Ιησούς τον άρτον, εδοξολόγησε τον ουράνιον Πατέρα, έκοψε τον άρτον εις τεμάχια, έδωκε εις αυτούς και είπε· “λάβετε φάγετε· αυτό είναι το σώμα μου”.

Μαρκ. 14,23       καὶ λαβὼν τὸ ποτήριον εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς, καὶ ἔπιον ἐξ αὐτοῦ πάντες.

Μαρκ. 14,23            Και αφού επήρε το ποτήριον με τον οίνον ευχαρίστησε τον Πατέρα, έδωκεν εις αυτούς και έπιον από αυτό όλοι.

Μαρκ. 14,24       καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτό ἐστι τὸ αἷμά μου τὸ τῆς καινῆς διαθήκης τὸ περὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον.

Μαρκ. 14,24            Και είπεν εις αυτούς· “τούτο είναι το αίμα μου, με το οποίον επικυρώνεται η νέα διαθήκη, και το οποίον χύνεται δια την σωτηρίαν πολλών.

Μαρκ. 14,25       ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐκέτι οὐ μὴ πίω ἐκ τοῦ γεννήματος τῆς ἀμπέλου ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης ὅταν αὐτὸ πίνω καινὸν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ.

Μαρκ. 14,25            Σας διαβεβαιώνω, ότι δεν θα πίω πλέον από το προϊόν αυτό της αμπέλου, μέχρι της ημέρας εκείνης, όταν θα το πίνω νέον και ασύγκριτα πιο χαρμόσυνον εις την βασιλείαν του Θεού”.

Μαρκ. 14,26       Καὶ ὑμνήσαντες ἐξῆλθον εἰς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν.

Μαρκ. 14,26            Και αφού έψαλαν ύμνους, εβγήκαν στο όρος των Ελαιών.

 

Η πρόρρηση της άρνησης του Πέτρου

(Μτ 26,31-35. Λκ 22,31-34. Ιω 13,36-38)

Μαρκ. 14,27       καὶ λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ὅτι πάντες σκανδαλισθήσεσθε ἐν ἐμοὶ ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ ὅτι γέγραπται, πατάξω τὸν ποιμένα καὶ διασκορπισθήσονται τὰ πρόβατα·

Μαρκ. 14,27            Και λέγει εις αυτούς ο Ιησούς ότι “όλοι σας εξ αιτίας των τραγικών γεγονότων κατά την νύκτα αυτήν θα κλονισθήτε εις την προς εμέ πίστιν σας. Διότι έχει γραφή από τον προφήτην· Εγώ ο Θεός και Πατήρ θα επιτρέψω να κτυπηθή ο ποιμήν και θα διασκορπισθούν τα πρόβατα.

Μαρκ. 14,28       ἀλλὰ μετὰ τὸ ἐγερθῆναί με προάξω ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν.

Μαρκ. 14,28            Αλλά μετά την ανάστασίν μου θα προπορευθώ και θα σας περιμένω εις την Γαλιλαίαν”.

Μαρκ. 14,29       ὁ δὲ Πέτρος ἔφη αὐτῷ· καὶ εἰ πάντες σκανδαλισθήσονται, ἀλλ᾿ οὐκ ἐγώ.

Μαρκ. 14,29            Αλλ' ο Πετρος είπε εις αυτόν· “και εάν όλοι κλονισθούν εις την πίστιν, εγώ όμως δεν θα κλονισθώ”.

Μαρκ. 14,30       καὶ λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν λέγω σοι ὅτι σὺ σήμερον ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ πρὶν ἢ δὶς ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς ἀπαρνήσῃ με.

Μαρκ. 14,30            Και λέγει εις αυτόν ο Ιησούς· “σας διαβεβαιώνω, ότι συ σήμερα, αυτήν εδώ την νύκτα πριν, η ο πετεινός λαλήση δύο φορές, θα με απαρνηθής τρεις φορές”.

Μαρκ. 14,31       ὁ δὲ Πέτρος ἐκ περισσοῦ ἔλεγε μᾶλλον· ἐάν με δέῃ συναποθανεῖν σοι, οὐ μή σε ἀπαρνήσομαι. ὡσαύτως δὲ καὶ πάντες ἔλεγον.

Μαρκ. 14,31             Αλλ' ο Πετρος με το παραπάνω επέμενε να λέγη και να ξαναλέγη· “εάν χρειασθή να αποθάνω και εγώ μαζή με σε, δεν θα αρνηθώ”. Τα ίδια έλεγαν και όλοι οι μαθηταί.

 

Η προσευχή στη Γεσθημανή 

(Μτ 26,36-46. Λκ 22,39-46)

Μαρκ. 14,32       Καὶ ἔρχονται εἰς χωρίον οὗ τὸ ὄνομα Γεθσημανῆ, καὶ λέγει τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· καθίσατε ὧδε ἕως προσεύξωμαι.

Μαρκ. 14,32            Και έρχονται εις κάποιαν περιοχήν, που ωνομάζετο Γεσθημανή, και λέγει στους μαθητάς του, καθήσατε εδώ, έως ότου προσευχηθώ.

Μαρκ. 14,33       καὶ παραλαμβάνει τὸν Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην μεθ᾿ ἑαυτοῦ, καὶ ἤρξατο ἐκθαμβεῖσθαι καὶ ἀδημονεῖν

Μαρκ. 14,33             Και παίρνει μαζή του τον Πετρον, τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην και ήρχισε να καταλαμβάνεται από κατάπληξιν και μεγάλην οδύνην και να αισθάνεται μεγάλη ψυχικήν στενοχωρίαν.

Μαρκ. 14,34       καὶ λέγειν αὐτοῖς· περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου· μείνατε ὧδε καὶ γρηγορεῖτε.

Μαρκ. 14,34            Και λέγει εις αυτούς· “η ψυχή μου είναι πλημμηρισμένη από λύπην, ώστε κινδυνεύω να αποθάνω από αυτήν. Μείνατε εδώ και αγρυπνείτε”.

Μαρκ. 14,35       καὶ προελθὼν μικρὸν ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ προσηύχετο ἵνα, εἰ δυνατόν ἐστι, παρέλθῃ ἀπ᾿ αὐτοῦ ἡ ὥρα,

Μαρκ. 14,35             Και αφού επροχώρησε ολίγον έπεσε πρηνής, με το πρόσωπον αυτού εις την γην και προσηύχετο να περάση από αυτόν η σκληρά ώρα των παθών, εάν τούτο ήτο δυνατόν, χωρίς να ματαιωθή το θείον σχέδιον της σωτηρίας των ανθρώπων.

Μαρκ. 14,36       καὶ ἔλεγεν· ἀββᾶ ὁ πατήρ, πάντα δυνατά σοι· παρένεγκε τὸ ποτήριον ἀπ᾿ ἐμοῦ τοῦτο· ἀλλ᾿ οὐ τί ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾿ εἴ τι σύ.

Μαρκ. 14,36            Και έλεγε· “Πατερ, Πατερ μου, όλα είναι δυνατά εις σε, απομάκρυνε από εμέ το ποτήριον τούτο. Ομως ας γίνη όχι εκείνο που θέλω εγώ, αλλά εκείνο που θέλεις συ”.

Μαρκ. 14,37       καὶ ἔρχεται καὶ εὑρίσκει αὐτοὺς καθεύδοντας, καὶ λέγει τῷ Πέτρῳ· Σίμων, καθεύδεις; οὐκ ἰσχύσατε μίαν ὥραν γρηγορῆσαι;

Μαρκ. 14,37             Και έρχεται και ευρίσκει τους μαθητάς να κοιμώνται και λέγει στον Πετρον· “Σιμων κοιμάσαι; Δεν ημπορέσατε να αγρυπνήσετε μίαν ώραν;

Μαρκ. 14,38       γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν· τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δὲ σάρξ ἀσθενής.

Μαρκ. 14,38            Αγρυπνείτε, προσέχετε και προσεύχεσθε, δια να μη πέσετε εις πειρασμόν· το μεν πνεύμα είναι πρόθυμον να υποτάσσεται στο θείον θέλημα, αλλά η σαρξ, η ανθρωπίνη φύσις, είναι ασθενής”.

Μαρκ. 14,39       καὶ πάλιν ἀπελθὼν προσηύξατο τὸν αὐτὸν λόγον εἰπών.

Μαρκ. 14,39            Και πάλιν αφού απεμακρύνθη ολίγον, προσηυχήθη και είπε τον ίδιον λόγον.

Μαρκ. 14,40       καὶ ὑποστρέψας εὗρεν αὐτοὺς πάλιν καθεύδοντας· ἦσαν γὰρ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν καταβαρυνόμενοι, καὶ οὐκ ᾔδεισαν τί ἀποκριθῶσιν αὐτῷ.

Μαρκ. 14,40            Και επιστρέψας ευρήκε αυτούς πάλιν να κοιμώνται, διότι τα μάτια των κατεβαρύνοντο και έκλειαν από νύσταν και δεν εγνώριζαν, τι να του αποκριθούν.

Μαρκ. 14,41       καὶ ἔρχεται τὸ τρίτον καὶ λέγει αὐτοῖς· καθεύδετε λοιπὸν καὶ ἀναπαύεσθε! ἀπέχει· ἦλθεν ἡ ὥρα· ἰδοὺ παραδίδοται ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὰς χεῖρας τῶν ἁμαρτωλῶν·

Μαρκ. 14,41             Και έρχεται τρίτη φοράν και τους λέγει· “κοιμάσθε λοιπόν και αναπαύεσθε! Αρκεί πλέον ο ύπνος· ήλθεν η ώρα· ιδού ο υιός του ανθρώπου παραδίδεται εις τα χέρια των αμαρτωλών.

Μαρκ. 14,42       ἐγείρεσθε, ἄγωμεν· ἰδοὺ ὁ παραδιδούς με ἤγγικε.

Μαρκ. 14,42            Σηκωθήτε, πηγαίνομεν· ιδού επλησίασε αυτός που με παραδίδει”.

 

Η προδοσία και η σύλληψη του Ιησού 

(Μτ 26,47-56. Λκ 22,47-53. Ιω 18,1-11)

Μαρκ. 14,43       Καὶ εὐθέως, ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος, παραγίνεται Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης, εἷς τῶν δώδεκα, καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ὄχλος πολὺς μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων, ἀπεσταλμένοι παρὰ τῶν ἀρχιερέων καὶ γραμματέων καὶ τῶν πρεσβυτέρων.

Μαρκ. 14,43            Και αμέσως, ενώ ο Κυριος ωμιλούσε, φθάνει ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ένας από τους δώδεκα, και μαζή του όχλος πολύς με μαχαίρια και ρόπαλα, σταλμένοι από τους αρχιερείς και τους γραμματείς και τους πρεσβυτέρους.

Μαρκ. 14,44       δεδώκει δὲ ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν σύσσημον αὐτοῖς λέγων· ὃν ἂν φιλήσω, αὐτός ἐστι· κρατήσατε αὐτὸν καὶ ἀπαγάγετε ἀσφαλῶς.

Μαρκ. 14,44            Είχε δώσει εις αυτούς εκ των προτέρων ο Ιούδας ένα σύνθημα λέγων· “εκείνος που θα φιλήσω, αυτός είναι· πιάστε τον και μεταφέρατέ τον ασφαλώς”.

Μαρκ. 14,45       καὶ ἐλθὼν εὐθέως προσελθὼν αὐτῷ λέγει· χαῖρε, ῥαββί, καὶ κατεφίλησεν αὐτόν.

Μαρκ. 14,45            Και αφού ήλθεν εκεί ο Ιούδας, αμέσως επλησίασε τον Κυριον και του είπε· “χαίρε διδάσκαλε”, και εφίλησε και ξαναφίλησε αυτόν με υποκριτικήν στοργήν.

Μαρκ. 14,46       οἱ δὲ ἐπέβαλον ἐπ᾿ αὐτὸν τὰς χεῖρας αὐτῶν καὶ ἐκράτησαν αὐτόν.

Μαρκ. 14,46            Εκείνοι δε άπλωσαν επάνω του τα χέρια των και τον επιασαν.

Μαρκ. 14,47       Εἷς δέ τις τῶν παρεστηκότων σπασάμενος τὴν μάχαιραν ἔπαισε τὸν δοῦλον τοῦ ἀρχιερέως καὶ ἀφεῖλεν αὐτοῦ τὸ ὠτίον.

Μαρκ. 14,47            Καποιος δε από αυτούς, που έστεκαν εκεί κοντά, ετράβηξε την μάχαιραν, εκτύπησε τον δούλον του αρχιερέως και του έκοψε το αυτί.

Μαρκ. 14,48       καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· ὡς ἐπὶ λῃστὴν ἐξήλθετε μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων συλλαβεῖν με·

Μαρκ. 14,48            Ελαβε τότε ο Ιησούς τον λόγον και τους είπε· “σαν να επρόκειτο δια ληστήν, εβγήκατε με μαχαίρια και ρόπαλα να με συλλάβετε;

Μαρκ. 14,49       καθ᾿ ἡμέραν πρὸς ὑμᾶς ἤμην ἐν τῷ ἱερῷ διδάσκων, καὶ οὐκ ἐκρατήσατέ με. ἀλλ᾿ ἵνα πληρωθῶσιν αἱ γραφαί.

Μαρκ. 14,49            Καθε ημέραν ήμουνα κοντά σας και εδίδασκα εις τας αυλάς του ναού και δεν με επιάσατε. Αλλά όλα αυτά έγιναν, δια να εκπληρωθούν όσα αι προφητείαι γράφουν”.

Μαρκ. 14,50       καὶ ἀφέντες αὐτὸν ἔφυγον πάντες.

Μαρκ. 14,50            Και οι μαθηταί τον εγκατέλειψαν και έφυγαν όλοι.

Μαρκ. 14,51       Καὶ εἷς τις νεανίσκος ἠκολούθησεν αὐτῷ, περιβεβλημένος σινδόνα ἐπὶ γυμνοῦ· καὶ κρατοῦσιν αὐτὸν οἱ νεανίσκοι.

Μαρκ. 14,51             Και κάποιος νέος τον ηκολούθησε γυμνός, τυλιγμένος μ' ένα σινδόνι. Και τον επιασαν οι νέοι που συμετείχαν στο απόσμασμα.

Μαρκ. 14,52       ὁ δὲ καταλιπὼν τὴν σινδόνα γυμνὸς ἔφυγεν ἀπ᾿ αὐτῶν.

Μαρκ. 14,52            Εκείνος όμως αφήκε το σινδόνι εις τα χέρια των και καθώς ήτο νύχτα έφυγε γυμνός ανάμεσα από αυτούς. (Και έτσι έμεινε εντελώς μόνος ο Κυριος, εγκαταλελειμμένος από τους μαθητάς του και από οιανδήποτε άλλον, που θα έτρεφε κάποιαν συμπάθειαν προς αυτόν).

 

Ο Ιησούς στο μεγάλο συνέδριο 

(Μτ 26,57-68. Λκ 22,54-55. 63-71. Ιω 18,12-14. 19-24)

Μαρκ. 14,53       Καὶ ἀπήγαγον τὸν Ἰησοῦν πρὸς τὸν ἀρχιερέα καὶ συνέρχονται αὐτῷ πάντες οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ γραμματεῖς.

Μαρκ. 14,53             Και ωδήγησαν τον Ιησούν στον αρχιερέα· και μαζεύονται εις την οικίαν του αρχιερέως όλοι οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι και οι γραμματείς.

Μαρκ. 14,54       καὶ ὁ Πέτρος ἀπὸ μακρόθεν ἠκολούθησεν αὐτῷ ἕως ἔσω εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ ἀρχιερέως, καὶ ἦν συγκαθήμενος μετὰ τῶν ὑπηρετῶν καὶ θερμαινόμενος πρὸς τὸ φῶς.

Μαρκ. 14,54            Και ο Πετρος ηκολούθησεν τον Ιησούν από μακράν μέχρι την εσωτερικήν αυλήν του αρχιερέως. Και εκάθητο μαζή με τους υπηρέτας και εθερμαίνετο πλησίον στο φως, που έρριπτε η φωτιά.

Μαρκ. 14,55       Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ ὅλον τὸ συνέδριον ἐζήτουν κατὰ τοῦ Ἰησοῦ μαρτυρίαν εἰς τὸ θανατῶσαι αὐτόν, καὶ οὐχ εὕρισκον·

Μαρκ. 14,55             Οι αρχιερείς και όλον το συνέδριον εζητούσαν να εύρουν ενοχοποιητικήν μαρτυρίαν ενάντιον του Ιησού, δια να τον θανατώσουν, και δεν εύρισκαν.

Μαρκ. 14,56       πολλοὶ γὰρ ἐψευδομαρτύρουν κατ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἴσαι αἱ μαρτυρίαι οὐκ ἦσαν.

Μαρκ. 14,56            Διότι πολλοί παρουσιάσθησαν και κατέθεσαν εναντίον του ψευδομαρτυρίας, αλλά δεν ήσαν αι καταθέσεις των σύμφωνοι μεταξύ των.

Μαρκ. 14,57       καί τινες ἀναστάντες ἐψευδομαρτύρουν κατ᾿ αὐτοῦ λέγοντες

Μαρκ. 14,57             Και μερικοί προσήλθαν και εψευδομαρτυρούσαν εναντίον αυτού λέγοντες

Μαρκ. 14,58       ὅτι ἡμεῖς ἠκούσαμεν αὐτοῦ λέγοντος, ὅτι ἐγὼ καταλύσω τὸν ναὸν τοῦτον τὸν χειροποίητον καὶ διὰ τριῶν ἡμερῶν ἄλλον ἀχειροποίητον οἰκοδομήσω.

Μαρκ. 14,58            ότι “ημείς τον ακούσαμε να λέγη· Εγώ θα κρημνίσω τον ναόν αυτόν, τον κτισμένον από χέρια ανθρώπων, και έντος τριών ημερών θα ανοικοδομήσω άλλον αχειροποίητον”.

Μαρκ. 14,59       καὶ οὐδὲ οὕτως ἴση ἦν ἡ μαρτυρία αὐτῶν.

Μαρκ. 14,59            Αλλά ούτε και έτσι δεν ήτο σύμφωνος η κατάθεσίς των.

Μαρκ. 14,60       καὶ ἀναστὰς ὁ ἀρχιερεὺς εἰς τὸ μέσον ἐπηρώτα τὸν Ἰησοῦν λέγων· οὐκ ἀποκρίνῃ οὐδέν; τί οὗτοί σου καταμαρτυροῦσιν;

Μαρκ. 14,60            Τοτε εσηκώθηκε ο αρχιερεύς, εστάθη στο μέσον, και ερωτούσε τον Ιησούν λέγων· “δεν απαντάς τίποτε; Τι είναι αυτά, που σε κατηγορούν αυτοί εδώ;”

Μαρκ. 14,61       ὁ δὲ ἐσιώπα καὶ οὐδὲν ἀπεκρίνατο. πάλιν ὁ ἀρχιερεὺς ἐπηρώτα αὐτὸν καὶ λέγει αὐτῷ· σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ εὐλογητοῦ;

Μαρκ. 14,61             Αυτός δε εσιωπούσε και δεν έδωσε καμμίαν απάντησιν. Παλιν ο αρχιερεύς τον ερωτούσε και του έλεγε· “Συ είσαι ο Χριστός, ο υιός του ευλογημένου και δοξασμένου Θεού;”

Μαρκ. 14,62       ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· ἐγώ εἰμι· καὶ ὄψεσθε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν καθήμενον τῆς δυνάμεως καὶ ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ.

Μαρκ. 14,62            Ο δε Ιησούς είπε· “εγώ είμαι· και θα ιδήτε τον υιόν του ανθρώπου να κάθεται εις τα δεξιά του παντοδυνάμου Θεού και να έρχεται πάλιν επάνω εις τας νεφέλας του ουρανού”. (Προαναγγέλλει την ένδοξον δευτέραν του παρουσίαν, δια να τους δώση ευκαιρίαν μήπως και συναισθανθούν το βάρος του εγκλήματός των και μετανοήσουν).

Μαρκ. 14,63       ὁ δὲ ἀρχιερεὺς διαῤῥήξας τοὺς χιτῶνας αὐτοῦ λέγει· τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων;

Μαρκ. 14,63            Ο δε αρχιερεύς έσχισε τα ρούχα του δια την ύβριν τάχα εναντίον του Θεού που ήκουσε και είπε· “τι μας χρειάζονται πλέον οι μάρτυρες;

Μαρκ. 14,64       ἠκούσατε πάντως τῆς βλασφημίας· τί ὑμῖν φαίνεται; οἱ δὲ πάντες κατέκριναν αὐτὸν εἶναι ἔνοχον θανάτου.

Μαρκ. 14,64            Ηκούσατε βέβαια την βλασφημίαν· τι γνώμην έχετε; Αυτοί δε όλοι μ' ένα στόμα κατεδίκασαν αυτόν, ότι είναι ένοχος θανάτου δια την βλασφημίαν, που εξεστόμισε.

Μαρκ. 14,65       Καὶ ἤρξαντό τινες ἐμπτύειν αὐτῷ καὶ περικαλύπτειν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ κολαφίζειν αὐτὸν καὶ λέγειν αὐτῷ· προφήτευσον ἡμῖν τίς ἐστιν ὁ παίσας σε. καὶ οἱ ὑπηρέται ῥαπίσμασιν αὐτὸν ἔβαλον.

Μαρκ. 14,65            Και ήρχισαν μερικοί να τον φτύνουν, να του σκεπάζουν ολόγυρα το πρόσωπόν του, ώστε να μη βλέπη, να καταφέρουν ισχυρά ραπίσματα και γρονθοκοπήματα και να του λέγουν· “προφήτεψέ μας ποιός είναι εκείνος που σε εκτύπησε”. Και οι υπηρέται εκτυπούσαν αυτόν με ραπίσματα.

 

Η άρνηση και η μετάνοια του Πέτρου 

(Μτ 26,69-75. Λκ 22,54-62. Ιω 18,15-18. 25-27)

Μαρκ. 14,66       Καὶ ὄντος τοῦ Πέτρου κάτω ἐν τῇ αὐλῇ, ἔρχεται μία τῶν παιδισκῶν τοῦ ἀρχιερέως,

Μαρκ. 14,66            Ενώ δε ο Πετρος ευρίσκετο κάτω εις την αυλήν, ήλθε μία από τας υπηρετρίας του αρχιερέως

Μαρκ. 14,67       καὶ ἰδοῦσα τὸν Πέτρον θερμαινόμενον ἐμβλέψασα αὐτῷ λέγει· καὶ σὺ μετὰ τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναζαρηνοῦ ἦσθα.

Μαρκ. 14,67            και όταν είδε τον Πετρον να ζεσταίνεται, τον εκύτταξε με πολλήν προσοχήν και του είπε· “και συ ήσουν μαζή με τον Ιησούν τον Ναζαρηνόν”.

Μαρκ. 14,68       ὁ δὲ ἠρνήσατο λέγων· οὐκ οἶδα οὐδὲ ἐπίσταμαι τί σὺ λέγεις. καὶ ἐξῆλθεν ἔξω εἰς τὸ προαύλιον, καὶ ἀλέκτωρ ἐφώνησε.

Μαρκ. 14,68            Εκείνος όμως ηρνήθη λέγων· “δεν γνωρίζω ούτε ενοω τι λέγεις”. Και εβγήκε έξω στο προαύλιον και ο πετεινός ελάλησε.

Μαρκ. 14,69       καὶ ἡ παιδίσκη ἰδοῦσα αὐτὸν πάλιν ἤρξατο λέγειν τοῖς παρεστηκόσιν ὅτι οὗτος ἐξ αὐτῶν ἐστιν.

Μαρκ. 14,69            Και η υπηρέτρια, όταν τον ξαναείδε, ήρχισε να λέγη εις αυτούς που έστεκαν εκεί, ότι αυτός είναι από εκείνους.

Μαρκ. 14,70       ὁ δὲ πάλιν ἠρνεῖτο. καὶ μετὰ μικρὸν πάλιν οἱ παρεστῶτες ἔλεγον τῷ Πέτρῳ· ἀληθῶς ἐξ αὐτῶν εἶ· καὶ γὰρ Γαλιλαῖος εἶ καὶ ἡ λαλιά σου ὁμοιάζει.

Μαρκ. 14,70            Ο δε Πετρος πάλιν ηρνήθη. Και έπειτα από ολίγον πάλιν οι παριστάμενοι έλεγαν στον Πετρον· “πράγματι είσαι από αυτούς, διότι είσαι Γαλιλαίος, και η προφορά σου ομοιάζει με την προφοράν των Γαλιλαίων”.

Μαρκ. 14,71       ὁ δὲ ἤρξατο ἀναθεματίζειν καὶ ὀμνύναι ὅτι οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον τοῦτον ὃν λέγετε.

Μαρκ. 14,71             Αυτός δε ήρχισε να καταριέται και να ορκίζεται, ότι “δεν ξεύρω τον άνθρωπον αυτόν, που λέτε”.

Μαρκ. 14,72       καὶ ἐκ δευτέρου ἀλέκτωρ ἐφώνησε. καὶ ἀνεμνήσθη ὁ Πέτρος τὸ ῥῆμα ὃ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς ὅτι πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι δίς, ἀπαρνήσῃ με τρίς· καὶ ἐπιβαλὼν ἔκλαιε.

Μαρκ. 14,72            Και δευτέραν φοράν ο πετεινός ελάλησε. Και εθυμήθηκε ο Πετρος τον λόγον, που του είχε πη ο Ιησούς, ότι πριν ο πετεινός λαλήση δύο φορές, θα με απαρνηθής τρεις φορές. Και εκάλυψε το πρόσωπον και ήρχισε να κλαίη. (Η βαθεία συναίσθησις του βαρέος σφάλματός του, η συγκλονιστική του λύπη, τα θερμά δάκρυα της μετανοίας τον επανέφεραν και πάλιν ψυχικώς πλησίον του Διδασκάλου και το έκαμαν άξιον να δεχθή την συγχώρησιν και την εξάλειψιν της μεγάλης του ενοχής).