Μαρκ. 6,14 Καὶ ἤκουσεν ὁ
βασιλεὺς Ἡρῴδης· φανερὸν γὰρ ἐγένετο τὸ ὄνομα αὐτοῦ· καὶ ἔλεγεν ὅτι Ἰωάννης
ὁ βαπτίζων ἐκ νεκρῶν ἠγέρθη, καὶ διὰ τοῦτο ἐνεργοῦσιν αἱ δυνάμεις ἐν αὐτῷ.
Μαρκ. 6,14 Ηκουσε
δε τότε ο βασιλεύς Ηρώδης τα περί του Ιησού, διότι το όνομα αυτού είχε γίνει
πλέον γνωστόν, και έλεγεν ότι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής ανεστήθη εκ νεκρών και
δια τούτο ενεργούν δι' αυτού αι υπερφυσικαί αυταί δυνάμεις.
Μαρκ. 6,15 ἄλλοι ἔλεγον
ὅτι Ἠλίας ἐστίν· ἄλλοι δὲ ἔλεγον ὅτι προφήτης ἐστὶν ὡς εἷς τῶν προφητῶν.
Μαρκ. 6,15 Αλλοι
έλεγαν ότι είναι ο Ηλίας· άλλοι δε ότι είναι προφήτης, όπως ένας από τους
προφήτας.
Μαρκ. 6,16 ἀκούσας δὲ ὁ
Ἡρῴδης εἶπεν ὅτι ὃν ἐγὼ ἀπεκεφάλισα Ἰωάννην, οὗτός ἐστιν· αὐτὸς ἠγέρθη ἐκ
νεκρῶν.
Μαρκ. 6,16 Ακούσας
δε ο Ηρώδης αυτά είπε ότι “αυτός είναι ο Ιωάννης, τον οποίον εγώ
αποκεφάλισα. Αυτός ανεστήθη εκ νεκρών”.
Μαρκ. 6,17 αὐτὸς γὰρ ὁ
Ἡρῴδης ἀποστείλας ἐκράτησε τὸν Ἰωάννην καὶ ἔδησεν αὐτὸν ἐν φυλακῇ διὰ
Ἡρῳδιάδα τὴν γυναῖκα Φιλίππου τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ, ὅτι αὐτὴν ἐγάμησεν.
Μαρκ. 6,17 Ο ίδιος
ο Ηρώδης έστειλε και συνέλαβε τον Ιωάννην και τον έρριψε δεμένον εις την
φυλακήν, εξ αιτίας της συζύγου του αδελφού του, της Ηρωδιάδος, την οποίαν
αυτός είχε πάρει παρανόμως ως σύζυγον του.
Μαρκ. 6,18 ἔλεγεν γὰρ ὁ
Ἰωάννης τῷ Ἡρῴδῃ ὅτι οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου.
Μαρκ. 6,18 Διότι
έλεγε ο Ιωάννης στον Ηρώδην ότι “δεν σου επιτρέπεται να έχης την γυναίκα του
αδελφού σου”.
Μαρκ. 6,19 ἡ δὲ Ἡρῳδιὰς
ἐνεῖχεν αὐτῷ καὶ ἤθελεν αὐτὸν ἀποκτεῖναι, καὶ οὐκ ἠδύνατο·
Μαρκ. 6,19 Η δε
Ηρωδιάς έτρεφε μέσα της μίσος και αγανάκτησιν εναντίον του Ιωάννου και ήθελε
να τον φονεύση, αλλά δεν ημπορούσε,
Μαρκ. 6,20 ὁ γὰρ Ἡρῴδης
ἐφοβεῖτο τὸν Ἰωάννην, εἰδὼς αὐτὸν ἄνδρα δίκαιον καὶ ἅγιον, καὶ συνετήρει
αὐτόν, καὶ ἀκούσας αὐτοῦ πολλὰ ἐποίει καὶ ἡδέως αὐτοῦ ἤκουε.
Μαρκ. 6,20 επειδή ο
Ηρώδης εφοβείτο τον Ιωάννην, διότι τον εγνώριζεν ως άνθρωπον δίκαιον και
άγιον και τον διετήρει εις την ζωήν και όταν τον ήκουσε, πολλά από εκείνα
που είπε ο Ιωάννης τα έκαμνε και κάθε φορά, που τον συναντούσε, τον ήκουε με
ευχαρίστησιν.
Μαρκ. 6,21 καὶ γενομένης
ἡμέρας εὐκαίρου, ὅτε Ἡρώδης τοῖς γενεσίοις αὐτοῦ δεῖπνον ἐποίει τοῖς
μεγιστᾶσιν αὐτοῦ καὶ τοῖς χιλιάρχοις καὶ τοῖς πρώτοις τῆς Γαλιλαίας,
Μαρκ. 6,21 Αλλά
ήλθε ημέρα ευκαιρίας δια την Ηρωδιάδα· όταν ο Ηρώδης, δια να εορτάση τα
γενέθλιά του, παρέθεσε δείπνον στους μεγάλους άρχοντας αυτού, στους
χιλιάρχους και στους προύχοντας της Γαλιλαίας.
Μαρκ. 6,22 καὶ
εἰσελθούσης τῆς θυγατρὸς αὐτῆς τῆς Ἡρῳδιάδος καὶ ὀρχησαμένης καὶ ἀρεσάσης τῷ
Ἡρῴδη καὶ τοῖς συνανακειμένοις, εἶπεν ὁ βασιλεὺς τῷ κορασίῳ· αἴτησόν με ὃ
ἐὰν θέλῃς, καὶ δώσω σοι.
Μαρκ. 6,22 Εισήλθεν
η θυγάτηρ αυτής της Ηρωδιάδος και εχόρευσε και ήρεσεν στον Ηρώδην και τους
άλλους συνδαιτημόνας. Είπε δε ο Βασιλεύς εις την κόρην· “ζήτησέ μου ο,τι
θέλεις και εγώ θα σου το δώσω”.
Μαρκ. 6,23 καὶ ὤμοσεν
αὐτῇ ὅτι ὅ ἐάν με αἰτήσῃς δώσω σοι, ἕως ἡμίσους τῆς βασιλείας μου.
Μαρκ. 6,23 Και της
ορκίσθη πως, “θα σου δώσω ο,τι μου ζητήσεις, μέχρι ακόμη και το μισό
βασίλειόν μου”.
Μαρκ. 6,24 ἡ δὲ ἐξελθοῦσα
εἶπε τῇ μητρὶ αὐτῆς· τί αἰτήσομαι; ἡ δὲ εἶπε· τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ
βαπτιστοῦ.
Μαρκ. 6,24 Εκείνη δε
εξελθούσα έτρεξε προς την μητέρα της και την ηρώτησε· “τι να ζητήσω;” Εκείνη
δε είπε· “την κεφαλήν του Ιωάννου του Βαπτιστού”.
Μαρκ. 6,25 καὶ εἰσελθοῦσα
εὐθέως μετὰ σπουδῆς πρὸς τὸν βασιλέα ᾐτήσατο λέγουσα· θέλω ἵνα μοι δῷς
ἐξαυτῆς ἐπὶ πίνακι τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ.
Μαρκ. 6,25 Και
εκείνη εισώρμησε αμέσως βιαστικά στον βασιλέα και εζήτησε λέγουσα· “θέλω να
μου δώσης αυτήν την στιγμήν την κεφαλήν του Ιωάννου του Βαπτιστού επάνω εις
ένα πιάτο”.
Μαρκ. 6,26 καὶ περίλυπος
γενόμενος ὁ βασιλεύς, διὰ τοὺς ὅρκους καὶ τοὺς συνανακειμένους οὐκ ἠθέλησεν
αὐτὴν ἀθετῆσαι.
Μαρκ. 6,26 Και ο
βασιλεύς ελυπήθη παρά πολύ, αλλά δια τους όρκους, που είχε κάμει, και δια να
μη εκτεθή στους συνδαιτημόνας του ως επίορκος, δεν ηθέλησε να αθετήση την
υπόσχεσίν του.
Μαρκ. 6,27 καὶ εὐθέως
ἀποστείλας ὁ βασιλεὺς σπεκουλάτωρα ἐπέταξεν ἐνεχθῆναι τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ.
Μαρκ. 6,27 Και
αμέσως έστειλε ο βασιλεύς δήμιον και διέταξε να φέρη την κεφαλήν του
Ιωάννου.
Μαρκ. 6,28 ὁ δὲ ἀπελθὼν
ἀπεκεφάλισεν αὐτὸν ἐν τῇ φυλακῇ, καὶ ἤνεγκε τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἐπὶ πίνακι καὶ
ἔδωκεν αὐτὴν τῷ κορασίῳ, καὶ τὸ κοράσιον ἔδωκεν αὐτὴν τῇ μητρὶ αὐτῆς.
Μαρκ. 6,28 Εκείνος
δε επήγε, απεκεφάλισε τον Ιωάννην εις την φυλακήν, έφερε την κεφαλήν του
μέσα στο πιάτο και την έδωκεν εις την κόρην και η κόρη την έδωκεν εις την
μητέρα της.
Μαρκ. 6,29 καὶ ἀκούσαντες
οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἦλθον καὶ ἦραν τὸ πτῶμα αὐτοῦ, καὶ ἔθηκαν αὐτὸ ἐν μνημείῳ.
Μαρκ. 6,29 Και όταν
ήκουσαν οι μαθηταί του Ιωάννου το θλιβερόν γεγονός, ήλθαν και επήραν το
νεκρό σώμα του και το έβαλαν εις μνημείον.
|