Μαρκ. 5,21 Καὶ
διαπεράσαντος τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ πλοίῳ πάλιν εἰς τὸ πέραν συνήχθη ὄχλος πολὺς
ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ ἦν παρὰ τὴν θάλασσαν.
Μαρκ. 5,21 Και όταν
πάλιν επέρασε ο Ιησούς με το πλοίον στο απέναντι μέρος συνεκεντρώθη πλήθος
πολύ κοντά του. Ητο δε πλησίον εις την θάλασσαν.
Μαρκ. 5,22 Καὶ ἔρχεται
εἷς τῶν ἀρχισυναγώγων, ὀνόματι Ἰάειρος, καὶ ἰδὼν αὐτὸν πίπτει πρὸς τοὺς
πόδας αὐτοῦ
Μαρκ. 5,22 Και
έρχεται εκεί ένας από τους αρχισυναγώγους, ονόματι Ιάειρος, ο οποίος όταν
τον είδεν, έπεσε γονατιστός εμπρός εις τα πόδια του
Μαρκ. 5,23 καὶ παρεκάλει
αὐτὸν πολλά, λέγων ὅτι τὸ θυγάτριόν μου ἐσχάτως ἔχει, ἵνα ἐλθὼν ἐπιθῇς αὐτῇ
τὰς χεῖρας, ὅπως σωθῇ καὶ ζήσεται.
Μαρκ. 5,23 και τον
παρακαλούσε με πολλάς και θερμάς παρακλήσεις και έλεγε, ότι “η μικρά μου
κόρη ευρίσκεται εις τα πρόθυρα του θανάτου. Σε παρακαλώ λοιπόν να έλθης στο
σπίτι, να βάλης επάνω της τας χείρας, δια να σωθή και ζήση”.
Μαρκ. 5,24 καὶ ἀπῆλθε
μετ᾿ αὐτοῦ· καὶ ἠκολούθει αὐτῷ ὄχλος πολύς, καὶ συνέθλιβον αὐτόν.
Μαρκ. 5,24 Και
ανεχώρησε μαζή του. Λαός δε πολύς τον ακολουθούσε και οι άνθρωποι τον
εστρύμωχναν.
Μαρκ. 5,25 Καὶ γυνή τις
οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος ἔτη δώδεκα,
Μαρκ. 5,25 Και μια
γυναίκα, η οποία έπασχεν επί δώδεκα έτη από αιμορραγίαν
Μαρκ. 5,26 καὶ πολλὰ
παθοῦσα ὑπὸ πολλῶν ἰατρῶν καὶ δαπανήσασα τὰ παρ᾿ ἑαυτῆς πάντα, καὶ μηδὲν
ὠφεληθεῖσα, ἀλλὰ μᾶλλον εἰς τὸ χεῖρον ἐλθοῦσα,
Μαρκ. 5,26 και είχε
ταλαιπωρηθή πολύ από πολλούς ιατρούς, είχε δε εξοδεύσει όλα τα υπάρχοντά
της, χωρίς να ίδη καμμίαν ωφέλειαν, αλλά μάλλον είχε έλθει στο χειρότερον,
Μαρκ. 5,27 ἀκούσασα περὶ
τοῦ Ἰησοῦ, ἐλθοῦσα ἐν τῷ ὄχλῳ ὄπισθεν ἥψατο τοῦ ἱματίου αὐτοῦ·
Μαρκ. 5,27 όταν
ήκουσε δια τα θαύματα που έκανε ο Ιησούς, ανεμίχθη με το πλήθος, ήλθε πίσω
από τον Ιησούν και ήγγισε το ένδυμά του.
Μαρκ. 5,28 ἔλεγε γὰρ ἐν
ἑαυτῇ ὅτι ἐὰν ἅψωμαι κἂν τῶν ἱματίων αὐτοῦ, σωθήσομαι.
Μαρκ. 5,28 Διότι
έλεγε μέσα της, ότι “εάν και μόνον εγγίσω τα ενδύματά του, θα σωθώ”.
Μαρκ. 5,29 καὶ εὐθέως
ἐξηράνθη ἡ πηγὴ τοῦ αἵματος αὐτῆς, καὶ ἔγνω τῷ σώματι ὅτι ἴαται ἀπὸ τῆς
μάστιγος.
Μαρκ. 5,29 Και
αμέσως εξηράθηκε και έκλεισεν η πηγή, από την οποίαν έτρεχε το αίμα της, και
αντελήφθη από την βελτίωσίν που ήλθε στο σώμα της, ότι ιατρεύθη από το
βάσανον εκείνο.
Μαρκ. 5,30 καὶ εὐθέως ὁ
Ἰησοῦς ἐπιγνοὺς ἐν ἑαυτῷ τὴν ἐξ αὐτοῦ δύναμιν ἐξελθοῦσαν, ἐπιστραφεὶς ἐν τῷ
ὄχλῳ ἔλεγε· τίς μου ἥψατο τῶν ἱματίων;
Μαρκ. 5,30 Και
αμέσως ο Ιησούς αντελήφθη πολύ καλά, ως παντογνώστης, την δύναμιν που
εβγήκεν από αυτόν και στραφείς στο πλήθος έλεγε· “ποιός ήγγισε τα ενδύματά
μου;
Μαρκ. 5,31 καὶ ἔλεγον
αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· βλέπεις τὸν ὄχλον συνθλίβοντά σε, καὶ λέγεις τίς μου
ἥψατο;
Μαρκ. 5,31 Και
έλεγον εις αυτόν οι μαθηταί του· “βλέπστον όχλον να σε σπρώχνη από όλα τα
σημεία και ερωτάς ποιός σε ήγγισε;”
Μαρκ. 5,32 καὶ
περιεβλέπετο ἰδεῖν τὴν τοῦτο ποιήσασαν.
Μαρκ. 5,32 Ο Ιησούς
όμως περιέφερε γύρω το βλέμμα του, δια να ίδη αυτήν, που είχε κάμει αυτό.
Μαρκ. 5,33 ἡ δὲ γυνὴ
φοβηθεῖσα καὶ τρέμουσα, εἰδυῖα ὃ γέγονεν ἐπ᾿ αὐτῇ, ἦλθε καὶ προσέπεσεν αὐτῷ
καὶ εἶπεν αὐτῷ πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν.
Μαρκ. 5,33 Η δε
γυναίκα φοβισμένη και τρέμουσα, επειδή είχε πλέον αντιληφθή πολύ καλά την
θεραπείαν, που της είχε γίνει, ήλθε και έπεσεν εις τα γόνατα εμπρός του και
του είπεν όλην την αλήθειαν.
Μαρκ. 5,34 ὁ δὲ εἶπεν
αὐτῇ· θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· ὕπαγε εἰς εἰρήνην, καὶ ἴσθι ὑγιὴς ἀπὸ
τῆς μάστιγός σου.
Μαρκ. 5,34 Εκείνος
δε της είπε· “κόρη μου, η πίστις σου σε έχει σώσει· πήγαινε με ειρήνην εις
την ψυχήν σου και να είσαι για πάντα υγιής και απηλλαγμένη από την
βασανιστικήν ασθένειάν σου”.
Μαρκ. 5,35 Ἔτι αὐτοῦ
λαλοῦντος ἔρχονται ἀπὸ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγοντες ὅτι ἡ θυγάτηρ σου ἀπέθανε·
τί ἔτι σκύλλεις τὸν διδάσκαλον;
Μαρκ. 5,35 Ενώ δε
αυτός ακόμη ωμιλούσε, έρχονται από το σπίτι του αρχισυναγώγου άνθρωποι
λέγοντες ότι “η θυγάτηρ σου απέθανε· διατί ενοχλείς ακόμη τον διδάσκαλον;”
Μαρκ. 5,36 ὁ δὲ Ἰησοῦς
εὐθέως ἀκούσας τὸν λόγον λαλούμενον λέγει τῷ ἀρχισυναγώγῳ· μὴ φοβοῦ, μόνον
πίστευε.
Μαρκ. 5,36 Ο δε
Ιησούς αμέσως, μόλις άκουσε τα λόγια αυτά, λέγει στον αρχισυνάγωγον· “μη
φοβείσαι, μόνο πίστευε”.
Μαρκ. 5,37 καὶ οὐκ ἀφῆκεν
αὑτῷ οὐδένα συνακολουθῆσαι εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν
Ἰακώβου.
Μαρκ. 5,37 Και δεν
αφήκε κανένα να τον ακολουθήση παρά μόνον τον Πετρον και τον Ιάκωβον και τον
Ιωάννην, τον αδελφόν του Ιακώβου.
Μαρκ. 5,38 καὶ ἔρχεται
εἰς τὸν οἶκον τοῦ ἀρχισυναγώγου, καὶ θεωρεῖ θόρυβον, καὶ κλαίοντας καὶ
ἀλαλάζοντας πολλά,
Μαρκ. 5,38 Και
έρχεται στο σπίτι του αρχισυναγώγου και ακούει θόρυβον και βλέπει πολλούς να
κλαίουν και να ολοφύρωνται πολύ.
Μαρκ. 5,39 καὶ εἰσελθὼν
λέγει αὐτοῖς· τί θορυβεῖσθε καὶ κλαίετε; τὸ παιδίον οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ
καθεύδει, καὶ κατεγέλων αὐτοῦ.
Μαρκ. 5,39 Και
εισελθών λέγει εις αυτούς· “διατί κάνετε τόσον θόρυβον με τας κραυγάς σας
και διατί κλαίετε; Το παιδί δεν απέθανε, αλλά κοιμάται”. Και εκείνοι τον
περιγελούσαν.
Μαρκ. 5,40 ὁ δὲ ἐκβαλὼν
πάντας παραλαμβάνει τὸν πατέρα τοῦ παιδίου καὶ τὴν μητέρα καὶ τοὺς μετ᾿
αὐτοῦ, καὶ εἰσπορεύεται ὅπου ἦν τὸ παιδίον ἀνακείμενον,
Μαρκ. 5,40 Αυτός
όμως, αφού έβγαλε έξω όλους, επήρε τον πατέρα του παιδιού και την μητέρα και
τους τρεις μαθητάς, που ήσαν μαζή του, και εμπήκε εκεί, όπου ήτο εξηπλωμένο
το παιδί.
Μαρκ. 5,41 καὶ κρατήσας
τῆς χειρὸς τοῦ παιδίου λέγει αὐτῇ· ταλιθά, κοῦμι· ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον,
τὸ κοράσιον, σοὶ λέγω, ἔγειρε.
Μαρκ. 5,41 Και αφού
επιασε το χέρι του παιδιού, είπε προς αυτό· “ταλιθά κούμι”· πράγμα το οποίον
ερμηνευόμενον σημαίνει· “το κοράσιον, εις σε εγώ ομιλώ, σήκω”.
Μαρκ. 5,42 καὶ εὐθέως
ἀνέστη τὸ κοράσιον καὶ περιεπάτει· ἦν γὰρ ἐτῶν δώδεκα. καὶ ἐξέστησαν
ἐκστάσει μεγάλῃ.
Μαρκ. 5,42 Και
αμέσως το κοράσιον εσηκώθη και εντελώς υγιές περιπατούσε· διότι ήτο δώδεκα
ετών. Και κατελήφθησαν όλοι από έκπληξιν και μεγάλον θαυμασμόν.
Μαρκ. 5,43 καὶ
διεστείλατο αὐτοῖς πολλὰ ἵνα μηδεὶς γνῷ τοῦτο· καὶ εἶπε δοθῆναι αὐτῇ φαγεῖν.
Μαρκ. 5,43 Και τους
είπε και τους ξαναείπε και τους έδωσε εντολήν με ένα τρόπον έντονον, κανείς
να μη μάθη αυτό το θαύμα. Και είπε να της δώσουν να φάγη. (Δια να βεβαιωθούν
έτσι ότι ήτο και πλήρως υγιής η κόρη των).
|