ΑΡΧΑΙΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ

 

ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΦΥΛΗΣ ΒΕΝΙΑΜΙΝ

ΕΝΟΤΗΤΑ 1

 

ΙΕΒΟΥΣ (ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ)

(Ιησούς του Ναυή 10,1. 12,10. 15,8. 18,16. 18,28. Κριτές 1,8. 19,10. Α' Παραλειπομένων 8,28. 8,32)

 

Την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης την Ιερουσαλήμ Χάρτης B1,C6 την κατοικούσαν οι Ιεβουσαίοι, που ονομαζόταν την εποχή εκείνη Ιεβούς ή Ιεβουσαί (Ιησούς του Ναυή 15,8. 18,16. Κριτές 19,11), μέχρι τις ημέρες που κατακτήθηκε επί των ημερών του Δαβίδ, όταν έστειλε τον Ιωάβ με τους άνδρες του (Α' Παραλειπομένων 11,1-9). Οι Ιεβουσαίοι, που κατοικούσαν στην ορεινή περιοχή της Χαναάν, αναφέρονται ως Αμορραίοι (Ιησούς του Ναυή 10,5-6). Οι απόγονοι του Ιεροάμ και κάποιοι από τους γιους του Γαβαών, οι οποίοι ήταν απόγονοι του Βενιαμίν, κατοικούσαν στην Ιερουσαλήμ (Α' Παραλειπομένων 8,26-32).

 

Η ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ (ΙΕΒΟΥΣ)

 

 

ΑΪΛΩΝ ή ΑΪΛΑΜ (ΑΙΑΛΩΝ)  

(Ιησούς του Ναυή 10,12. 12,12. Γ' Βασιλειών 4,9. Α' Παραλειπομένων 8,13)

 

Η Αϊλών ή Αϊλάμ (Αιαλών) ήταν αρχαία πόλη του Ισραήλ, βορειοδυτικά της Ιερουσαλήμ, στα όρια της φυλής Βενιαμίν. Αιαλών- Χάρτης Α1.

Κατά τη μάχη του Ιησού του Ναυή με τους πέντε Αμορραίους βασιλιάδες, επειδή η μάχη κράτησε ως το βράδυ, ο Ιησούς παρακάλεσε τον Κύριο να σταματήσει τον ήλιο πάνω από τη Γαβαών και τη σελήνη πάνω από την κοιλάδα Αϊλών, ώσπου να τελειώσουν τη μάχη. Πράγματι, ο ήλιος στάθηκε, καταμεσής του ουρανού και δεν πήγαινε να δύσει κι αυτό κράτησε σχεδόν μια μέρα. Ποτέ μέχρι τότε δεν υπήρξε τόση μεγάλη μέρα (Ιησούς του Ναυή 10,12-14). Ο βασιλιάς της Αϊλών (Αϊλάμ) ήταν ένας από τους 29 Χαναναίους βασιλιάδες που νίκησε ο Ιησούς του Ναυή κατά την κατάληψη της Χαναάν (Ιησούς του Ναυή 12,12). Στην Αϊλάμ (Εγλών) κατοικούσαν ο Βεριά και ο Σαμά, απόγονοι του Βενιαμίν (Α' Παραλειπομένων 8,13).

Ο Δακάρ ήταν πατέρας ενός από τους δώδεκα διοικητές επαρχιών, που είχε ορίσει ο Σολομώντας, για να εφοδιάζουν με τρόφιμα το βασιλιά και τον οίκο του. Ο γιος του Δακάρ είχε στη δικαιοδοσία του την περιοχή που αποτελείται από τις πόλεις Μεχαμάς, Σαλαβίν, Βαιθσαμύς και από την Αιλών έως την Βηθανάν (Γ' Βασιλειών 4,7. 4,9).

 

 

ΑΡΜΑΘΑΪΜ (ΡΑΜΑ)

(Ιησούς του Ναυή 18.25. Κριταί 4,5. Α' Βασιλειών 1,1. 7,17. 8,4. 15,34. 16,13. 19,18. 22,6. 25,1)

 

Η Αρμαθαΐμ (Ραμά) ήταν αρχαία πόλη του Ισραήλ, στα όρια της φυλής Βενιαμίν. Βρισκόταν στο όρος Εφραίμ, κοντά στα σύνορα της φυλής Βενιαμίν και φυλής Εφραίμ. Μετά την κατάληψη της Χαναάν από τον Ιησού του Ναυή και τη διανομή της χώρας, η Αρμαθαΐμ (Ραμά), μαζί με τις κωμοπόλεις και τις αγροτικές κατοικίες γύρω από αυτή, δόθηκε στη φυλή Βενιαμίν (Ιησούς του Ναυή 18,25). Ραμά- Χάρτης B1, C6.

 

Η ΑΡΜΑΘΑΪΜ (ΡΑΜΑ)

 

 

ΒΑΜΑ

(Α' Βασιλειών 10,5. 11,8. Α' Παραλειπομένων 16,39)

 

Η Βαμά ήταν αρχαία πόλη του Ισραήλ, στα όρια της φυλής Βενιαμίν (Α' Βασιλειών 10,5). Εκεί στη Βαμά, ο Σαούλ, ύστερα από πρόβλεψη του Σαμουήλ, πριν γίνει βασιλιάς του Ισραήλ, ανέβηκε στο βουνό του Θεού, όπου υπάρχει φρουρά των Φιλισταίων. Εκεί ήταν και ο Νασίβ ο Φιλισταίος. Μόλις μπήκε στην πόλη, συνάντησε μια ομάδα προφητών, που κατέβαιναν από το ύψωμα, παίζοντας μουσικά όργανα και προφήτευαν. Τότε ήρθε το Πνεύμα του Κυρίου πάνω του και προφήτευε κι αυτός μαζί τους. Όσοι τον γνώριζαν, όταν τον είδαν να προφητεύει μαζί με τους προφήτες, παραξενεύτηκαν που τον είδαν ανάμεσα στους προφήτες (Α' Βασιλειών 10,5-6. 10-13).

Όταν ο Σαούλ εκστράτευσε εναντίον των Αμμωνιτών, συγκέντρωσε 600.000 άντρες απ' όλες τις φυλές του Ισραήλ, στην Αβιεζέκ, κοντά στη Βαμά. Μόνο από τη φυλή του Ιούδα πήγαν 70.000 άνδρες (Α' Βασιλειών 11,8).

Ο Ιωνάθαν, γιος του Σαούλ, λίγο καιρό αργότερα χτύπησε και σκότωσε το Νασίβ και τη φρουρά των Φιλισταίων στη Βαμά και οι Φιλισταίοι συγκεντρώθηκαν για να πολεμήσουν τους Ισραηλίτες. Στον πόλεμο που ακολούθησε οι Φιλισταίοι νικήθηκαν και πανικόβλητοι γύρισαν πίσω στον τόπο τους (Α' Βασιλειών κεφ. 13-14).

Ο Δαβίδ, μετά τη μεταφορά της Κιβωτού στην Ιερουσαλήμ, τοποθέτησε τον Σαδώκ ως αρχιερέα και τους αδελφούς του ως ιερείς, να υπηρετούν στη Σκηνή του Μαρτυρίου, που βρισκόταν στη Βαμά, κοντά στη Γαβαών, και να προσφέρουν ολοκαυτώματα πρωΐ και βράδυ, σύμφωνα με τα γραμμένα στο Νόμο, που έδωσε ο Κύριος στο όρος Σινά (Α' Παραλειπομένων 16,39-40). Κατά την εποχή του βασιλιά Δαβίδ, επειδή η Σκηνή του Μαρτυρίου και το θυσιαστήριο των ολοκαυτωμάτων, που είχαν κατασκευαστεί στην έρημο από τον Μωυσή, βρίσκονταν σ' ένα ύψωμα στη Βαμά, κοντά στη Γαβαών, ο Δαβίδ δεν μπορούσε να πάει στο μέρος εκείνο και να ζητήσει με θυσίες το έλεος του Κυρίου, γιατί φοβόταν την απειλητική ρομφαία του αγγέλου (Α' Παραλειπομένων 21,29-30).

 

 

ΒΑΡΑΚΙΜ (ΒΑΧΟΥΡΙΜ, ΒΑΟΥΡΙΜ)  

(Β' Βασιλειών 3,16. 16,5. 17,18. Γ' Βασιλειών 2,8)

 

Η Βαρακίμ (Βαχουρίμ) ήταν αρχαία πόλη του Ισραήλ, κοντά στην Ιερουσαλήμ, στα όρια της φυλής Βενιαμίν (Β' Βασιλειών 3,16. 19,16). Βαχουρίμ- Χάρτης B1.

Ο Δαβίδ έστειλε ανθρώπους στον Ιεβοσθέ, γιο του Σαούλ, και του ζητούσε να του δώσει πίσω την αδερφή του, επειδή παλιότερα ο πατέρας της την είχε δώσει σε άλλον. Ο Αβεννήρ, με τη σύμφωνη γνώμη του Ιεβοσθέ, παρέλαβε τη Μελχόλ από τον άντρα της, τον Φαλτί (Φαλτιήλ), ο οποίος τη συνόδεψε μέχρι τη Βαρακίμ κλαίγοντας, και την παρέδωσε στο Δαβίδ (Β' Βασιλειών 3,12-16).

Από τη Βαχουρίμ (Βαουρίμ) καταγόταν ο Σεμεΐ, που ήταν γιος του Γηρά και ήταν συγγενής του Σαούλ από τη φυλή Βενιαμίν (Β' Βασιλειών 16,5. 19,16. Γ' Βασιλειών 2,8). Όταν ο Δαβίδ μετά την εξέγερση του Αβεσσαλώμ έφευγε από την Ιερουσαλήμ, καθώς πλησίαζε στη Βαχουρίμ, τον πλησίασε κάποιος που ονομαζόταν Σεμεΐ. Αυτός άρχισε να καταριέται το Δαβίδ για το χαμό των απογόνων του Σαούλ και να του ρίχνει πέτρες, καθώς και σ' όλους τους αξιωματούχους του. Τότε ο Αβεσσά, ανιψιός και στρατηγός του Δαβίδ, του ζήτησε την άδεια, να πάρει το κεφάλι αυτού του ανθρώπου, επειδή έβρισε το βασιλιά. Τότε ο Δαβίδ τον επιτίμισε και του είπε, ότι αν ο γιος του, ο Αβεσσαλώμ, ζητάει το θάνατο του πατέρα του, γιατί όχι κι αυτός ο άνθρωπος; Έτσι τον άφησαν να βρίζει και ο Δαβίδ και οι άντρες του συνέχισαν το δρόμο τους, ενώ ο Σεμεΐ βάδιζε στην πλαγιά του βουνού δίπλα τους, ξεστομίζοντας κατάρες και πετώντας πέτρες και χώμα (Β' Βασιλειών 16,5-13).

Λίγες ώρες αργότερα, όταν ο Χουσί, σύμβουλος και φίλος του Δαβίδ, γνωστοποίησε στους ιερείς Σαδώκ και Αβιάθαρ, για τα σχέδια του Αχιτόφελ και του Αβεσσαλώμ, αυτοί με τη σειρά τους με μια υπηρέτρια, μετέφεραν το μήνυμα στους γιους τους, τον Αχιμάας και τον Ιωνάθαν, που περίμεναν κοντά στην πηγή Ρωγήλ.

Ένας νεαρός όμως τους είδε και το είπε στον Αβεσσαλώμ, ο οποίος έστειλε ανθρώπους για να τους συλλάβουν. Αλλά ο Ιωνάθαν και ο Αχιμάας μπήκαν γρήγορα σ' ένα σπίτι στη Βαουρίμ, που είχε στην αυλή του πηγάδι και κρύφτηκαν εκεί. Η γυναίκα του σπιτιού έκλεισε το πηγάδι μ' ένα σκέπασμα και σκόρπισε από πάνω του κόκκους σιταριού κι έτσι δεν φαινόταν τίποτα από κάτω.

Οι άνθρωποι του Αβεσσαλώμ πήγαν στο σπίτι αυτό και ρώτησαν τη γυναίκα, εάν είδε τους δύο άντρες. Η γυναίκα τους απάντησε ότι πέρασαν πέρα απ' το ποτάμι. Εκείνοι τους αναζήτησαν, αλλά επειδή δεν τους βρήκαν, επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ. Έτσι ο Ιωνάθαν κι ο Αχιμάας βγήκαν απ' το πηγάδι και έδωσαν στο βασιλιά Δαβίδ το μήνυμα του Χουσί (Β' Βασιλειών 17,15-21).

 

 

ΓΑΒAA (ΓΕΒΑ, ΓΑΒΑΕΘ)

(Ιησούς του Ναυή 18,24. Κριτές 19,14. 20,5. Α' Βασιλειών 10,26. 11,4. 15,34. 26,1)

(Β' Βασιλειών 23,29. Α' Παραλειπομένων 8,6. 11,31)

 

Η Γαβαά (Γεβά) ήταν αρχαία πόλη του Ισραήλ, δυτικά του Ιορδάνη, στα όρια της φυλής Βενιαμίν. Η Γαβαά ήταν η πατρίδα του Σαούλ (Α' Βασιλειών 10,26). Γαβαά- Χάρτης B1, C6.

Μετά την κατάληψη της Χαναάν από τον Ιησού του Ναυή και τη διανομή της χώρας, η πόλη Γαβαά (Γεβά), μαζί με τις κωμοπόλεις και τις αγροτικές κατοικίες γύρω από αυτή, δόθηκε στη φυλή Βενιαμίν (Ιησούς του Ναυή 18,24). Οι απόγονοι του Αώδ (Εχούδ) κατοικούσαν στη Γαβεέ (Γεβά), απ' όπου αναγκάστηκαν να μετοικήσουν στη Μαναχαθί (Μαναχάθ) (Α' Παραλειπομένων 8,6).

 

 

 

ΙΕΡΙΧΩ

(Αριθμοί 22,1. 26,3. Δευτερονόμιο 34,3. Ιησούς του Ναυή 2,1. 6,1. 12,9. 16,1. 18,21)

(Κριταί 3,13. Β' Βασιλειών 10,5. Α' Παραλειπομένων 19,5)

(Σοφία Σειράχ 24,14)

 

Η Ιεριχώ είναι μια από τις αρχαιότερες γνωστές πόλεις του Ισραήλ και της Χαναάν. Βρίσκεται στην κοιλάδα του ποταμού Ιορδάνη, κοντά στα Ιεροσόλυμα, Βόρεια της Νεκρής θάλασσας στη δυτική όχθη των Παλαιστινιακών περιοχών. Είναι πρωτεύουσα της Επαρχίας Ιεριχούς και έχει πληθυσμό 18.346 κάτοικους (2007).

Η πόλη αναφέρεται πολλές φορές στην Παλαιά Διαθήκη, όπου περιγράφεται ως «Πόλη των Φοινικόδεντρων» (Δευτερονόμιο 34,3. Κριταί 1,16), ενώ άφθονες πηγές και μέσα και γύρω από την Ιεριχώ την κατέστησαν προσφιλή τόπο για εγκατάσταση ανθρώπων για χιλιάδες χρόνια. Η Ιεριχώ αναφέρεται για τα ρόδα της στο βιβλίο της Σοφίας Σειράχ (Σοφία Σειράχ 24,14). Χάρτης C6.

 

 

 

ΝΟΜΒΑ (ΝΟΜΒΕ, ΝΩΒ)

(Α' Βασιλειών 21,2. 30,30)

 

Η Νομβά ή Νομβέ (Νωβ) ήταν αρχαία πόλη του Ισραήλ, κοντά στην Ιερουσαλήμ. Ήταν πόλη ιερέων (Α' Βασιλειών 21,2). Εάν υπολογίσουμε από τις κινήσεις του Δαβίδ για ν' αποφύγει την οργή του Σαούλ, θα πρέπει η Νομβά να βρισκόταν στα όρια της φυλής Βενιαμίν ή του Ιούδα.

 

Έτσι ο Δαβίδ, για να γλιτώσει από την οργή του Σαούλ, πήγε στην πόλη Νομβά, στον ιερέα Αβιμέλεχ. Ο Δαβίδ προσποιήθηκε ότι ήταν σε μια μυστική υπόθεση του βασιλιά και ζήτησε φαγητό. Ο ιερέας του έδωσε αγιασμένους άρτους της προθέσεως, γιατί δεν είχε τίποτα άλλο να του δώσει.

Εκείνη την ημέρα βρισκόταν εκεί κι ένας δούλος του Σαούλ, ο Δωήκ ο Σύρος, ο οποίος έβοσκε τα μουλάρια του Σαούλ. Ο Δαβίδ ρώτησε τον Αβιμέλεχ εάν υπάρχει κάποιο ακόντιο ή ξίφος, γιατί έφυγε βιαστικά και δεν πρόλαβε να πάρει μαζί του όπλα. Αυτός του είπε ότι έχει μόνο το ξίφος του Γολιάθ του Φιλισταίου, που ο ίδιος ο Δαβίδ  είχε σκοτώσει στην κοιλάδα Ηλά. Ο Δαβίδ το πήρε και συνέχισε το δρόμο του μακριά από το Σαούλ (Α' Βασιλειών 21,2-10).

Στο μεταξύ ο Δωήκ ο Σύρος ενημέρωσε το Σαούλ για τη φιλοξενία του Δαβίδ από τον ιερέα Αβιμέλεχ. Ο Σαούλ κάλεσε τον Αβιμέλεχ, καθώς και όλους τους συγγενείς του και τους ιερείς στη Νομβά, και του ζήτησε ευθύνες που φιλοξένησε το Δαβίδ και συνωμότησε εναντίον του βασιλιά. Ο Σαούλ διέταξε το θάνατο όλων των συγγενών του Αβιμέλεχ και όλων των ιερέων στη Νομβά. Επειδή όμως οι άνδρες της σωματοφυλακής που στέκονταν γύρω του, δεν θέλησαν ν' απλώσουν χέρι στους ιερείς του Κυρίου και να τους σκοτώσουν, τότε διέταξε τον Δωήκ τον Σύρο να πραγματοποιήσει τη διαταγή. Έτσι ο Δωήκ ο Σύρος σκότωσε όλους τους ιερείς  από τη Νομβά, περίπου 305 άνδρες. Ακόμη ο Σαούλ παρέδωσε στη σφαγή κι όλους τους κατοίκους της Νομβά, άντρες, γυναίκες, παιδιά και ζώα. Γλίτωσε μόνο ο Αβιάθαρ, ένας από τους γιους του Αβιμέλεχ, ο οποίος πήγε στο Δαβίδ  και του ανάγγειλε ότι ο Σαούλ σκότωσε όλους τους ιερείς του Κυρίου (Α' Βασιλειών 22,6-23).

 

Όταν ο Δαβίδ νίκησε τους Αμαληκίτες και πήρε πίσω όλους τους αιχμαλώτους που είχαν πάρει μαζί τους, πήρε πίσω και όλα τα λάφυρα που είχαν πάρει οι Αμαληκίτες από την επιδρομή τους στο νότιο Ιούδα. Τα λάφυρα αυτά τα μοίρασε στους άνδρες του και στις πόλεις απ' όπου είχε περάσει και τον είχαν βοηθήσει. Μεταξύ των πόλεων αυτών ήταν και η Νομβέ (Νομβά) (Α' Βασιλειών 30,26-30).

 

 

ΡΕΜΜΩΝ (ΡΙΜΜΩΝ)

(Κριταί 20,45)

 

Η Ρεμμών (Ριμμών) ήταν αρχαία πόλη του Ισραήλ, στα όρια της φυλής Βενιαμίν (Κριταί 20,45). Ριμών- Χάρτης B1.

Όταν οι Ισραηλίτες πολέμησαν κατά της φυλής Βενιαμίν, για το ανοσιούργημα των ανδρών της Γαβαά, κατά την τρίτη μάχη οι Ισραηλίτες κατέλαβαν τη Γαβαά, έβαλαν φωτιά στην πόλη και σκότωσαν όλους τους κατοίκους της. Στο μεταξύ όταν οι άνδρες της φυλής Βενιαμίν, που ήταν έξω από την πόλη, είδαν τις φωτιές από την Γαβαά, κατάλαβαν ότι αυτή είχε καταληφθεί. Τότε οι Ισραηλίτες άρχισαν να χτυπούν τους άνδρες της φυλής Βενιαμίν, οι οποίοι άρχισαν να υποχωρούν προς την έρημο. Οι Ισραηλίτες τους χτυπούσαν από παντού και τους καταδίωξαν από τη Νουά έως και τ' ανατολικά της Γαβαά. Κατά τη μάχη αυτή σκοτώθηκαν από τους Βενιαμινίτες 18.000 πολεμιστές. Οι υπόλοιποι τράπηκαν σε φυγή προς τον βράχο Ρεμμών, στην έρημο. Αλλά κι εκεί οι Ισραηλίτες τους χτύπησαν και σκότωσαν άλλους 5.000 Βενιαμινίτες. Κάποιους τους καταδίωξαν μέχρι τη Γεδά και σκότωσαν άλλους 2.000 άνδρες. Συνολικά την ημέρα εκείνη σκοτώθηκαν 25.100 άνδρες της φυλής Βενιαμίν. Όλοι τους ήταν ικανοί και εμπειροπόλεμοι πολεμιστές. Οι υπόλοιποι 600 άνδρες κατέφυγαν στο βράχο Ρεμμών όπου και έμειναν 4 μήνες (Κριταί 20,30-47).