ΑΡΧΑΙΕΣ ΧΩΡΕΣ ΚΑΙ ΛΑΟΙ |
|
ΤΟ ΙΣΡΑΗΛ
Κράτος της Μέσης Ανατολής, με έκταση 20.770 τ.χλμ. και πληθυσμό 7.587.000 κατοίκους περίπου. Ιδρύθηκε το 1948. Η ονομασία Ισραήλ εμφανίζεται για πρώτη φορά γύρω στο 1200 π.Χ., οπότε και αρχίζει η ιουδαϊκή ιστορία. Μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τους Ρωμαίους το 70 μ.Χ., οι Ιουδαίοι διασκορπίστηκαν σε όλο τον κόσμο. Οι Ρωμαίοι μετονόμασαν τη χώρα από Ιουδαία σε Παλαιστίνη κατά την "Παλαιστίνη Συρία" του Ηροδότου.
Πρωτεύουσα του Ισραήλ είναι η Ιερουσαλήμ (773.800 κάτ), η οποία βρίσκεται στο εσωτερικό της χώρας. Άλλες μεγάλες πόλεις είναι το παραθαλάσσιο Τελ Αβίβ (400.000 κάτ.), η Χάϊφα στο βορρά, είναι η τρίτη μεγαλύτερη πόλη (249.800 κάτ.), σημαντικό λιμάνι και βιομηχανικό κέντρο. Επίσης μεγάλες πόλεις είναι η Ρισόν Λε Ζιόν (217.500 κάτ.), Ασντόντ (200.800 κάτ.), η Μπερ Σεβά (184.800 κάτ.), Ραμάτ Γκαν (124.100 κάτ.), Χολόν (162.800 κάτ.), Πέταχ Τίκβα (150.900 κάτ.). Επίσης στο Ισραήλ υπάρχουν άλλες μικρότερες πόλεις, που είναι όμως γνωστές, γιατί αναφέρονται στην Παλαιά Διαθήκη και στην Καινή Διαθήκη. Τέτοιες είναι η Βηθλεέμ, η γενέτειρα του Χριστού, η Ναζαρέτ, η πόλη στην οποία κατοικούσε η Άγια οικογένεια, η Κανά, η Ιεριχώ, η Χεβρώνα κ.α.. Στο νότο, βρίσκεται το Ελάτ, που είναι λιμάνι στην Ερυθρά Θάλασσα. Στις πόλεις αυτές και στην Ιερουσαλήμ υπάρχουν σημαντικότατα ιερά μνημεία και των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών.
Το Ισραήλ έχει δύο επίσημες γλώσσες, την Εβραϊκή (νεοεβραϊκή Ιβρίθ) και την Αραβική, που είναι σημιτικές γλώσσες. Εβραϊκά μιλά η εβραϊκή πλειονότητα (περίπου 80%) και Αραβικά κυρίως οι Παλαιστίνιοι (ζουν στην κατεχόμενη Δυτική Ιορδανία και στη λωρίδα της Γάζας). Το 81,8% του Ισραήλ είναι Εβραίοι, το 14,1% είναι Μουσουλμάνοι, το 2,4% Χριστιανοί και το 1,7% είναι Δρούζοι.
Το Ισραήλ είναι, γενικά, πεδινή χώρα. Έχει αρκετές εύφορες πεδιάδες, κυρίως στη Γαλιλαία, στο βόρειο Ισραήλ. Τα βουνά της χώρας είναι το Μερών (1.208 μ.) στο βορρά, το Κάρμηλο, το Θαβώρ, το χιονοσκέπαστο βουνό Ερμών (2.244μ.) στην περιοχή του Γκολάν. Στο νότιο Ισραήλ βρίσκεται η Έρημος Νέγκεβ που σε μέγεθος ξεπερνά τη μισή έκταση της χώρας. Το Ισραήλ έχει έναν μόνο αξιόλογο ποταμό, τον Ιορδάνη (320 χλμ. μήκους), που τα νερά του αρδεύουν σχεδόν όλη τη χώρα. Οι λίμνες της χώρας είναι η Τιβεριάδα ή λίμνη της Γαλιλαίας και η Νεκρά Θάλασσα, η οποία έχει μεγάλη περιεκτικότητα σε αλάτι και στην οποία δεν υπάρχει καθόλου ζωή.
ΟΙ ΕΒΡΑΙΟΙ Ή ΙΣΡΑΗΛΙΤΕΣ
Λαός του βόρειου σημιτικού κλάδου που έζησε και έδρασε κυρίως στην περιοχή της Παλαιστίνης. Στη διάρκεια της πολύχρονης ιστορίας του παρουσιάζεται με τρία διαφορετικά ονόματα: α) Εβραίοι, ονομασία που προέρχεται από τον Έβερ, απόγονο του Νώε, β) Ισραηλίτες ή Ισραήλ ή υιοί Ισραήλ, όνομα που κατά την Παλαιά Διαθήκη δόθηκε στον Ιακώβ από τον ίδιο τον Θεό και γ) Ιουδαίοι, όνομα που πήραν οι Ισραηλίτες μετά τη βαβυλώνια αιχμαλωσία, επειδή οι περισσότεροι απ' όσους επέστρεψαν ήταν μέλη της φυλής του Ιούδα.
ΙΣΤΟΡΙΑ
Η πρώτη προσπάθεια για να δημιουργηθεί το κράτος του Ισραήλ έγινε με εντολή της Αγγλίας, όταν το 1920 παραχωρήθηκε έδαφος μεταξύ Παλαιστίνης, Ιορδανίας και Λιβάνου στους Εβραίους της διασποράς που ήθελαν να επιστρέψουν στη γενέτειρά τους. Ο ΟΗΕ το 1948 ψήφισε υπέρ της δημιουργίας ξεχωριστού κράτους που ανακηρύχτηκε αυτόνομο το 1948 και αναγνωρίστηκε αμέσως από τις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ. Την επόμενη μέρα ιορδανικά και αιγυπτιακά στρατεύματα εισέβαλαν στο καινούριο κράτος αρχίζοντας έναν πόλεμο που κράτησε 6 μήνες. Τον Ιανουάριο του 1949 υπογράφτηκε ανακωχή από την οποία επωφελήθηκε το Ισραήλ για να επεκτείνει τα σύνορά του, καταλαμβάνοντας τμήμα της Ιερουσαλήμ και την περιοχή της Νεγκέβ. Οι Άραβες αναγκάστηκαν να δεχτούν την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ.
Η επόμενη σύγκρουση ήρθε το 1956, όταν οι Αιγύπτιοι εθνικοποίησαν το στενό του Σουέζ και απαγόρεψαν τη διέλευση ισραηλινών πλοίων. Το Ισραήλ κατέλαβε, με τη βοήθεια αγγλογαλλικών δυνάμεων, τη λωρίδα της Γάζας και έφτασε, μέσω του Σινά, ως στην ανατολική πλευρά της Διώρυγας του Σουέζ. Αναγκάστηκε όμως να αποσυρθεί κάτω από την πίεση των ΗΠΑ και του ΟΗΕ λίγο αργότερα. Το 1967 το Ισραήλ απείλησε τα σύνορα της Συρίας, η οποία ζήτησε τη βοήθεια της Αιγύπτου. Η Αίγυπτος μέσα στις επόμενες μέρες έκλεισε τον κόλπο της Άκαμπα, ζήτησε την αποχώρηση των ειρηνευτικών στρατευμάτων του ΟΗΕ από το Σουέζ και προώθησε στρατεύματα στο Σινά. Το Ισραήλ απάντησε με μια γενική επίθεση εναντίον των ιορδανικών, αιγυπτιακών και συριακών στρατευμάτων (5 Ιουνίου 1967) και σε 6 ημέρες κατέλαβε την ανατολική όχθη του Ιορδάνη, τα υψώματα του Γκολάν και όλη τη χερσόνησο του Σινά, μέχρι την ανατολική πλευρά του Σουέζ (Πόλεμος των 6 ημερών). Έγινε ανακωχή, αλλά οι διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν ήταν ανεπιτυχείς.
Στις 6 Οκτωβρίου 1973, ξεσπά ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ, όταν η Αίγυπτος και η Συρία επιτέθηκαν στο Ισραήλ με στόχο την ανάκτηση των περιοχών τους που αυτό προσάρτησε το 1967 στον "πόλεμο των 6 ημερών" (δηλ. τη Γάζα και τη χερσόνησο του Σινά από την Αίγυπτο και τα υψώματα του Γκολάν από τη Συρία). Ο πόλεμος διήρκεσε 3 εβδομάδες και νικητής αναδείχτηκε το Ισραήλ. Η Συρία και το Ισραήλ στις 31 Μαΐου 1974, υπόγραψαν συνθήκη ειρήνης, κατά την οποία το Ισραήλ επέστρεψε τον έλεγχο των υψωμάτων του Γκολάν στη Συρία. Εν συνεχεία ακολούθησε ο πόλεμος του Λιβάνου το 1982. Ο ισραηλινός στρατός εισέβαλε στη συνέχεια στον Λίβανο με τη συνδρομή Λιβανέζων Χριστιανών. Μετά από μάχες με ένοπλους Λιβανέζους και Παλαιστίνιους, οι Ισραηλινοί κατέλαβαν μεγάλο μέρος της χώρας και τελικά εξεδίωξαν τους Παλαιστίνιους μαχητές από τη Δυτική Βηρυτό. Στη συνέχεια ο ισραηλινός στρατός αυτοπεριορίστηκε στην κατοχή του Νοτίου Λίβανου μέχρι το 2000 οπότε και αποχώρησαν και οι τελευταίες δυνάμεις.
Η Ιντιφάντα, η συνεχιζόμενη ένοπλη εξέγερση Παλαιστινίων στα κατεχόμενα από το Ισραήλ εδάφη της Δυτικής Όχθης, ξεκίνησε το 1987 και συνεχίζεται σε μικρότερη κλίμακα έως τις μέρες μας.
|
Η ΙΕΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΒΡΑΙΩΝ - ΟΙ ΙΣΡΑΗΛΙΤΕΣ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
Α) Η ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΒΡΑΙΩΝ
Κύρια πηγή της ιστορίας του Ισραήλ είναι η Παλαιά Διαθήκη. Ο χρονολογικός προσδιορισμός των συμβάντων που ανάγονται στην προϊστορία και η διαδοχή τους, καθώς και η «απόλυτη» χρονολόγηση των ιστορικών γεγονότων δεν είναι πάντοτε εύκολη υπόθεση, γιατί οι ιστορικοί της Παλαιάς Διαθήκης προκειμένου να καθορίσουν χρονολογικά ένα γεγονός το συσχετίζουν σχεδόν πάντοτε με ένα άλλο (σχετική χρονολόγηση), χωρίς να ενδιαφέρονται για την απόλυτη χρονολόγησή του, αλλά για τη θέση του στο σχέδιο της θείας οικονομίας. Ότι προηγείται της πατριαρχικής ιστορίας, δηλαδή δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου, παράδεισος, δοκιμασία και πτώση, πρωτευαγγέλιο, Κάΐν και Άβελ, Νώε και κατακλυσμός, Βαβέλ και διασπορά (Γένεσις 1-11) αποτελεί την ιερή «προϊστορία» των Εβραίων. Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη ο γενάρχης των Εβραίων ήταν ο Σημ, ο γιος του Νώε (Γένεση 10,21). Η ονομασία τους, όμως, προέρχεται από τον Έβερ, απόγονο του Σημ και του Νώε (Γένεση 10,24. 11,16-17).
Β) Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΩΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΩΝ
Οι Πατριάρχες με πρώτο τον Αβραάμ καλούνται να διαδραματίσουν μοναδικό ρόλο στη θεία οικονομία για τη σωτηρία του κόσμου ως γενάρχες του λαού του Θεού. Για το λόγο αυτό η πατριαρχική περίοδος έχει ιδιαίτερη σημασία και αποτελεί τον «ιστορικό πρόλογο» της ιερής ιστορίας της Παλαιάς Διαθήκης και γενικότερα της ιστορίας των Εβραίων. Η μετάβαση από την προϊστορία στην ιστορία του Ισραήλ γίνεται με την κλήση του γενάρχη των Εβραίων Αβραάμ (Γένεσις κεφ. 12-25). Ο Αβραάμ ζούσε στην Ουρ της νότιας Μεσοποταμίας γύρω στο 2100-2000 π.Χ., δηλαδή σ' ένα πολιτιστικό περιβάλλον που γέννησε τον τελευταίο και μεγαλύτερο βασιλιά της πρώτης βαβυλωνιακής δυναστείας, το νομοθέτη Χαμμουραμπί. Για λόγους που δεν αναφέρονται στη βιβλική παράδοση, ο Αβραάμ με την οικογένειά του, άφησαν την Ουρ των Χαλδαίων, και μετακινήθηκαν προς τη Μεσοποταμία, στη Χαρράν. Εκεί ο Αβραάμ πήρε την εντολή από τον Θεό και εγκαταστάθηκε στη γη Χαναάν, στη νότια Παλαιστίνη. Η πρώτη εγκατάστασή τους στην περιοχή φαίνεται ότι έγινε ειρηνικά, αν και η αιγυπτιακή κυριαρχία στην Παλαιστίνη τους περιόρισε αναγκαστικά στις ορεινές της περιοχές. Εκεί ο Θεός συνομολόγησε μαζί του διαθήκη αιώνια και όρισε την περιτομή ως το σύμβολό της. Μετά τον Αβραάμ ακολούθησε ο Ισαάκ (Γένεσις κεφ. 21-35), γιος του Αβραάμ, και μετά ο Ιακώβ (Γένεσις κεφ. 25-50), γιος του Ισαάκ, ο οποίος ήταν ο γενάρχης των 12 φυλών του Ισραήλ (Γένεση 42,5. 45,21. Ιησούς του Ναυή 24,4). Ο Ιακώβ ονομάστηκε από το Θεό Ισραήλ και τ' όνομα αυτό θα γίνει αργότερα το εθνικό όνομα όλων των Εβραίων. Οι γιοι του Ιακώβ πούλησαν τον αδερφό τους Ιωσήφ σε εμπόρους, κι αυτοί με τη σειρά τους στην Αίγυπτο. Εκεί ο Ιωσήφ αναδείχτηκε σε σύμβουλο του Φαραώ και είχε υψηλή θέση στη διοίκηση της χώρας. Οι δύσκολες συνθήκες ζωής, η ξηρασία και η πείνα που ακολούθησαν, ανάγκασαν τ' αδέρφια του να εγκαταλείψουν τη χώρα και να μεταναστέψουν στην Αίγυπτο, ύστερα από πρόσκληση του Ιωσήφ. Εκεί εγκαταστάθηκαν στη Ραμεσσή. Η ανάδειξη του Ιωσήφ πρέπει να συσχετιστεί με την κυριαρχία των Υκσώς που την εποχή εκείνη κυβερνούσαν την Αίγυπτο. Οι Υκσώς ήταν λαός σύμμικτος από διάφορα φύλα κατά το πλείστο σημιτικής προέλευσης, που περνώντας απ' τη Συρία και την Παλαιστίνη εισέβαλαν στην Αίγυπτο σε εποχή παρακμής της. Χρησιμοποιώντας νέο επιθετικό όπλο, την πολεμική ιππήλατη άμαξα, κατέλαβαν τη χώρα των φαραώ, ανοικοδόμησαν νέα πρωτεύουσα στο Δέλτα του Νείλου, την Άβαρι (Τανίς), και κυριάρχησαν στην Αίγυπτο για 150 χρόνια περίπου.
Γ) Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΟΥ ΜΩΥΣΗ
Η ιστορία του Ισραήλ ως έθνους με την κοσμική και ως λαού του Θεού με τη θεολογική της διάσταση αρχίζει από την Έξοδο και το Σινά. Η έξοδος από την Αίγυπτο είναι το ιστορικό ορόσημο της διαθήκης του Σινά και η αφετηρία της εθνικής ιστορίας του Ισραήλ. Έξοδος και Σινά είναι οι καθαρές πηγές του Μωσαϊσμού στις οποίες προσέβλεπε κάθε θρησκευτική μεταρρύθμιση και προφητική ενόραση για μια νέα ερμηνεία των θεμελιακών αρχών της ιστορικής παραδοσιακής πίστης.
Στη νέα πατρίδα τους, την Αίγυπτο, εγκαταστάθηκαν οι Ισραηλίτες ανατολικά του Νείλου στη Γη Γεσέμ, συνεχίζοντας μακριά από τα μεγάλα αστικά κέντρα τον ποιμενικό βίο τους. Πόσο χρόνο παρέμειναν οι Ισραηλίτες στην Αίγυπτο δεν γνωρίζουμε, γιατί στις σχετικές αφηγήσεις λείπουν στοιχεία, ώστε να δημιουργείται στο σημείο αυτό ένα μεγάλο ιστορικό κενό. Σύμφωνα με το εβραϊκό κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης, οι ισραηλιτικές φυλές έμειναν στην Αίγυπτο τετρακόσια τριάντα χρόνια (Έξοδος 12,40 ΜΤ), ενώ για τους Ο' η περίοδος των τετρακοσίων τριάντα χρόνων περιλαμβάνει την εποχή των Πατριαρχών και την παραμονή στην Αίγυπτο. Οπωσδήποτε όμως η μεγάλη αύξηση του πληθυσμού στην Αίγυπτο προϋποθέτει μια μεγάλη περίοδο παραμονής εκεί, πράγμα που είχε ως συνέπεια να υποστεί ο ισραηλιτικός λαός την επίδραση του αιγυπτιακού πολιτισμού στη ζωή του, όχι όμως και στη θρησκεία του. Μεγάλη περίοδο της παραμονής τους εκεί οι απόγονοι του Ιακώβ έζησαν χωρίς περιπέτειες, αλλά αργότερα νέοι φαραώ, επειδή φοβήθηκαν την αύξηση του πληθυσμού τους και τη σύμπραξή τους με άλλους λαούς της ερήμου και νέα κατάληψη της Αιγύπτου, άρχισαν να εφαρμόζουν καταπιεστικά μέτρα κατά των Ισραηλιτών, έλεγχο των γεννήσεων, σκληρή καταναγκαστική εργασία σε εργοτάξια πλινθοποιίας και ανοικοδόμηση πόλεων. Αν δεχτούμε ότι ο φαραώ των καταδυναστεύσεων και του αφανισμού των Ισραηλιτών ήταν ο Ραμσής Β' (1290-1224 π.Χ.), ο καλούμενος και «οικοδόμος», και ο φαραώ της Εξόδου ο διάδοχος του στο θρόνο Μερνεπτά (1224-1214 π.Χ.), τότε μπορούμε να ορίσουμε την περίοδο της παραμονής των Ισραηλιτών στην Αίγυπτο από το 16ο μέχρι το 13ο π.Χ. αιώνα και την έξοδό τους από την Αίγυπτο περί το 1200 π.Χ.
Στην Αίγυπτο γεννήθηκε ο Μωυσής. Διασώθηκε θαυματουργικά, ανατράφηκε στη βασιλική αυλή και διαδραμάτισε μοναδικό ρόλο στην ιστορία του Ισραήλ. Κλήθηκε από το Θεό να βγάλει τον Ισραήλ από την Αίγυπτο και να τον οδηγήσει στη χώρα των πατέρων του. Ο Φαραώ παρά τις θεϊκές τιμωρίες, οι οποίες, εκτός από το φόβο που ενέσπειραν, είχαν παραλύσει και την οικονομία της Αιγύπτου, κώφευε αρχικά στις εκκλήσεις του Μωυσή και αρνιόταν επίμονα να επιτρέψει την αποχώρηση των Ισραηλιτών από τη χώρα του. Τελικά όμως αναγκάστηκε να υποχωρήσει και ν' αφήσει τους Ισραηλίτες να φύγουν από τη χώρα, ύστερα από 430 χρόνια στην Αίγυπτο.
Όλοι οι Ισραηλίτες, με ηγέτη το Μωυσή έφυγε απ' την Αίγυπτο. Μπήκαν μπροστά οι πολεμιστές, που ήταν 600.000 και ξεκίνησαν. Όταν όμως οι Ισραηλίτες αναχώρησαν από την Αίγυπτο ο Φαραώ μετάνιωσε και τους κυνήγησε. Μετά από δυναμική επέμβαση του Θεού τα νερά της Ερυθράς θάλασσας άνοιξαν, με αποτέλεσμα οι Ισραηλίτες να σωθούν και να περάσουν απέναντι. Κι αμέσως μετά ο Θεός έκλεισε τα νερά με αποτέλεσμα να πνιγεί όλος ο στρατός των Αιγυπτίων (Έξοδος κεφ. 14).
Μετά από ταλαιπωρία και περιπλάνηση στην έρημο, έλλειψη τροφής και νερού καθώς και επιδρομές ληστρικών λαών, οι Ισραηλίτες έφτασαν στο όρος Σινά, όπου ο Μωυσής ανέβηκε στο βουνό και πήρε από το Θεό τις "Δέκα Εντολές". Έτσι συνομολογήθηκε στο Σινά μεταξύ Θεού και Ισραήλ η Διαθήκη με εξωτερικά σημεία το Σάββατο και το Νόμο, που αποτέλεσε από τότε ιστορικό ορόσημο για τον ισραηλιτικό λαό. Επειδή όμως ο Μωυσής αργούσε να κατεβεί, οι Ισραηλίτες είπαν στον Ααρών πως ο Μωυσής θα χάθηκε και δεν ήταν ανάγκη πια να τον περιμένουν. Ζήτησαν λοιπόν από αυτόν να τους φτιάξει ένα θεό είδωλο, όπως ήξεραν από την Αίγυπτο, για να κάνουν σ' αυτό τη λατρεία τους και να τους οδηγήσει στην πορεία τους. Ο Ααρών αναγκάστηκε να δεχτεί. Τους διάταξε κι έφεραν όλοι τα χρυσά τους κοσμήματα και μ' αυτά έφτιαξε ένα χρυσό μοσχάρι. Το έστησε σ' ένα μέρος ψηλό και οι Ισραηλίτες έρχονταν και το προσκυνούσαν. Ο Μωυσής όταν κατέβηκε από το όρος Σινά και είδε τους Ισραηλίτες να προσκυνούν το χρυσό μοσχάρι, τόσος θυμός τον έπιασε, που του έπεσαν οι πλάκες με το Νόμο κι έσπασαν. Έπειτα αφού κατέστρεψε το χρυσό μοσχάρι, τιμώρησε με θάνατο όσους αμάρτησαν μπροστά στον Κύριο. Κατόπιν ο Μωυσής ανέβηκε πάλι στο όρος Σινά και πήρε δυο νέες πλάκες που τις έβαλε μέσα σ' ένα κιβώτιο φτιαγμένο από πολύτιμο ξύλο, που ονομάστηκε Κιβωτός της Διαθήκης. Την Κιβωτό της Διαθήκης την έβαλε μέσα σε μια σκηνή, που την είπαν Σκηνή του Μαρτυρίου, η οποία αποτέλεσε το κινητό ιερό τους κατά τα χρόνια της περιπλάνησης στην έρημο.
Οι Ισραηλίτες μετά από δύο χρόνια περιπλάνησης στην έρημο του Σινά, έφτασαν στην έρημο Φαράν, έξω από τη Χαναάν. Τότε ο Μωυσής έστειλε 12 κατασκόπους για να κατασκοπεύσουν τη χώρα. Οι κατάσκοποι εξερεύνησαν τη χώρα για σαράντα μέρες, από το νότο ως το βορρά, πήραν μαζί τους κάποια από τα προϊόντα του τόπου και γύρισαν πίσω στο στρατόπεδο (Αριθμοί 13,1-27. Δευτερονόμιο 1,19-24). Οι κατάσκοποι εκτός από τον Ιησού του Ναυή και τον Χάλεβ, άρχισαν να διαδίδουν στους Ισραηλίτες φοβερά πράγματα σχετικά με τη χώρα που είχαν εξερευνήσει. Τους είπαν πως πράγματι είναι μια χώρα όπου ρέει γάλα και μέλι, αλλά ο λαοί που κατοικούν εκεί είναι πολύ δυνατοί, με πόλεις καλά οχυρωμένες και πολύ μεγάλες. Ανέφεραν επίσης, πως ανάμεσα στους λαούς που κατοικούσαν στη χώρα, ήταν και οι απόγονοι του Ανάκ, οι γίγαντες, όπου μπροστά τους ένοιωθαν σαν ακρίδες (Αριθμοί 13,30-33). Τότε ολόκληρη η κοινότητα άρχισε να φωνάζει και να παραπονιέται ενάντια στο Μωυσή και στον Ααρών (Αριθμοί 13,27-30. 14,1-4. Δευτερονόμιο 1,25-28). Μάταια προσπάθησαν ο Μωυσής, ο Ααρών, ο Ιησούς του Ναυή κι ο Χάλεβ να τους καθησυχάσουν και να μην επαναστατήσουν εναντίον του Θεού και ότι με τη βοήθειά του θα κατακτήσουν τη χώρα που τους υποσχέθηκε (Αριθμοί 14,5-9). Κι ενώ ολόκληρη η κοινότητα σκεφτόταν να τους λιθοβολήσει, φάνηκε η δόξα του Θεού πάνω από τη Σκηνή του Μαρτυρίου μπροστά στα μάτια των Ισραηλιτών. Ο Κύριος αρχικά απείλησε με θάνατο και καταστροφή τους Ισραηλίτες, αλλά στη συνέχεια είπε στους Ισραηλίτες ότι κανείς από αυτούς που ήταν από είκοσι ετών και πάνω δε θα δει τη χώρα της Χαναάν και τα κορμιά τους θα μείνουν στην έρημο. Όλοι εκτός από το Χάλεβ και τον Ιησού του Ναυή. Θα περιπλανιούνται όλοι για σαράντα χρόνια, ώσπου όλοι να πεθάνουν στην έρημο. Μόνο τα παιδιά τους θα γνωρίσουν τη χώρα που αυτοί περιφρόνησαν (Αριθμοί 14,10-35. Δευτερονόμιο 1,34-40). Τους άντρες που είχε στείλει ο Μωυσής για να κατασκοπεύσουν τη χώρα, επειδή διέδιδαν συκοφαντίες γι' αυτήν και τη δυσφημούσαν, ο Κύριος τους χτύπησε με θανατικό και πέθαναν (Αριθμοί 14,36-38).
Ακολούθησε η ανταρσία του Κορέ, του Δαθάν και του Αβειρών, εναντίον του Μωυσή και του Ααρών. Μαζί τους ήταν και 250 ονομαστοί άντρες από τους Ισραηλίτες. Κατηγόρησαν τον Μωυσή, ότι τους έβγαλε από την Αίγυπτο και τους υποσχέθηκε μια χώρα, στην οποία ρέει γάλα και μέλι και αντί γι' αυτή τους έφερε στην έρημο για να πεθάνουν. Όταν ο Κορέ είχε συγκεντρώσει όλη την κοινότητα εναντίον του Μωυσή και του Ααρών στην είσοδο της Σκηνής του Μαρτυρίου, τότε παρουσιάστηκε η δόξα του Κυρίου μπροστά σ' όλη την κοινότητα και τους απείλησε με αφανισμό. Κατόπιν ο Κύριος άνοιξε τη γη και κατάπιε τους στασιαστές μαζί με τα ζώα τους και όλα τους τα υπάρχοντα (Αριθμοί 16,27-35). Την άλλη μέρα, ολόκληρη η ισραηλιτική κοινότητα δυσανασχέτησε εναντίον του Μωυσή και του Ααρών για το θάνατο που προκάλεσαν ανάμεσα στο λαό. Αλλά καθώς η κοινότητα ήταν έξαλλη, όρμησε εναντίον του Μωυσή και του Ααρών, οι οποίοι κατέφυγαν στη Σκηνή του Μαρτυρίου για να αποφύγουν τη μανία των Ισραηλιτών. Αμέσως φάνηκε η δόξα του Κυρίου, ο οποίος οργίστηκε με το λαό και άρχισε να σπέρνει θανατικό στους Ισραηλίτες. Ο Μωυσής και ο Ααρών καταλάγιασαν την οργή του Κυρίου και σταμάτησε η συμφορά. Από την συμφορά αυτή πέθαναν 14.700 (Αριθμοί 17,6-15).
Οι Ισραηλίτες έφυγαν από την Κάδης και πήραν το δρόμο προς την Ερυθρά θάλασσα. Παρέκαμψαν την Εδώμ, οι οποίοι δεν τους επέτρεψαν να περάσουν μέσα από τη χώρα τους (Αριθμοί 20,14-21). Εκεί, στα σύνορα με την Εδώμ, στο όρος Ωρ, πέθανε ο Ααρών (Αριθμοί 20,22-29). Για πολύ καιρό οι Ισραηλίτες τριγύριζαν γύρω από την ορεινή περιοχή του Σηείρ, σε απόσταση από τους Εδωμίτες. Κατόπιν κατευθύνθηκαν προς τα βόρεια και προχώρησαν προς την έρημο της Μωάβ (Δευτερονόμιο 2,1-8). Κατά την πορεία τους αυτή τους επιτέθηκαν οι Αραδαίοι. Στη μάχη που ακολούθησε οι Ισραηλίτες κατέστρεψαν ολοσχερώς τους Αραδαίους και τις πόλεις τους, χωρίς να πάρουν τίποτα ως λάφυρο (Αριθμοί 21,1-3). Από τότε που ξεκίνησαν από την Κάδης μέχρι που έφτασαν στην έρημο της Μωάβ, πέρασαν 38 χρόνια. Στο διάστημα αυτό πέθανε όλη εκείνη η γενιά των πολεμιστών, που είχε δείξει ασέβεια προς τον Κύριο, όταν ήταν έξω από τη Χαναάν (Αριθμοί 21,12. Δευτερονόμιο 2,13-18). Οι Ισραηλίτες αφού διέσχισαν την περιοχή της Σηείρ και της Μωάβ, έφτασαν έξω από την περιοχή των Αμμανιτών, δυτικά της Νεκράς θάλασσας (Δευτερονόμιο 2,18-19). Κατόπιν έστειλαν αγγελιοφόρους στο Σηών, βασιλιά των Αμορραίων, και του ζήτησαν να τους επιτρέψει να περάσουν ειρηνικά μέσα από τη χώρα του. Ο Σηών όμως δεν τους επέτρεψε να περάσουν από το έδαφος του και συγκέντρωσε όλο το στρατό του εναντίον των Ισραηλιτών. Οι Ισραηλίτες όμως πέρασαν τον ποταμό Αρνών, που ήταν στα σύνορα με τη Μωάβ, νίκησαν τον Σηών στη μάχη που έγινε στην Ιασσά και κυρίεψαν τη χώρα του. Κυρίεψαν την πρωτεύουσα Εσεβών και όλες τις πόλεις των Αμορραίων με τα περίχωρα τους κι εγκαταστάθηκαν σ' αυτές (Αριθμοί 21,21-26. 21,31-32. Δευτερονόμιο 2,24-36). Έπειτα οι Ισραηλίτες πήγαν βορειότερα προς τη Βασάν. Ο βασιλιάς της Βασάν, ο Ωγ, βγήκε με το στρατό του να τους πολεμήσει. Οι Ισραηλίτες, με τη βοήθεια του Κυρίου, χτύπησαν τη Βασάν και το στρατό της στην Εδραείν και κυρίεψαν τη χώρα (Αριθμοί 21,33-35. Δευτερονόμιο 3,1-11). Ο λαός του Ισραήλ, πριν μπει στη Χαναάν, είχε εγκατασταθεί στην κοιλάδα της Μωάβ. Εκεί άρχισε να πορνεύεται με τις Μωαβίτισσες και τις Μαδιανίτισσες. Αυτές τους προσκάλεσαν να συμμετάσχουν στις θυσίες των θεών τους και λάτρεψαν το Βάαλ. Ο Κύριος οργίστηκε πάρα πολύ με τους Ισραηλίτες που πήραν μέρος στη λατρεία του Βάαλ και άρχισε να θανατώνει τους Ισραηλίτες. Τότε ο Φινεές, γιος του Ελεάζαρ, πήρε ένα δόρυ και μ' αυτό σκότωσε ένα Ισραηλίτη, που είχε φέρει στο στρατόπεδο μια Μαδιανίτισσα. Τότε σταμάτησε η συμφορά του Κυρίου ανάμεσα στους Ισραηλίτες. Αυτοί που πέθαναν από τη συμφορά ήταν 24.000 (Αριθμοί 25,1-17). Έπειτα οι Ισραηλίτες επιτέθηκαν στους Μαδιανίτες, προκειμένου να πάρουν εκδίκηση για την προηγούμενη απιστία του λαού. Οι Ισραηλίτες πολέμησαν εναντίον των Μαδιανιτών και σκότωσαν τους πέντε βασιλιάδες των Μαδιανιτών και όλους τους άντρες τους. Ακόμη σκότωσαν όλες τις γυναίκες μαζί με τα παιδιά τους, εκτός από τις νεαρές κοπέλες, άρπαξαν τα ζώα τους, όλα τους τα υπάρχοντα και πυρπόλησαν τις πόλεις τους (Αριθμοί 31,1-24).
Κατά το δεύτερο χρόνο μετά την έξοδο των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο, κατά την απογραφή που έγινε στο Σινά, το σύνολο των Ισραηλιτών που απογράφηκαν κατά φυλές και στρατιωτικές μονάδες, οι άντρες από 20 ετών και πάνω, ήταν 603.550 άντρες (Αριθμοί 1,1-46). Κατόπιν απογράφηκαν όλα τα αρσενικά παιδιά της φυλής Λευΐ από ενός μηνός και πάνω. Σύμφωνα με την απογραφή οι Λευίτες ήταν 22.000 άτομα (Αριθμοί 3,14-39). Λίγο πριν την είσοδο των Ισραηλιτών στη γη Χαναάν, στην πεδιάδα Μωάβ, έγινε η δεύτερη απογραφή και οι Ισραηλίτες ανέρχονταν σε 601.730 άντρες (Αριθμοί 26,51).
Ο Μωυσής, όμως, δε μπόρεσε να μπει στη Χαναάν, παρά μόνο ανέβηκε στο όρος Νεβώ, στην κορυφή Φασγά, κι από κει ο Κύριος του έδειξε τη Γη της Επαγγελίας (Δευτερονόμιο 32,48-52. 34,1-4. Ιησούς του Ναυή 13,7). Αμέσως μετά πέθανε εκεί πάνω στο βουνό και ο Κύριος τον έθαψε σε μια κοιλάδα της Μωάβ, κοντά στη Βαιθ-Φεγώρ (Δευτερονόμιο 31,2. 34,5-8). Ο Μωυσής, λίγο πριν πεθάνει παρέδωσε το «νόμο» του Θεού στον Ισραήλ και την αρχηγία στο συνεργάτη, διάδοχο και συνεχιστή του έργου του Ιησού του Ναυή (Αριθμοί 27,12-23. Δευτερονόμιο 31,1-8). Το βιβλίο των Ψαλμών αναφέρεται στα θαυμαστά έργα του Θεού στην Αίγυπτο την εποχή του Μωυσή (Ψαλμοί 77,12-13. 77,43. 104,27. 105,21-22. 134,8-9. 135,10-15) και ότι ο Κύριος μετέφερε τους Ισραηλίτες από την Αίγυπτο στη Γη της Επαγγελίας (Ψαλμοί 79,9. 80,6).
Δ) Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΤΟΥ ΝΑΥΗ
Μετά από 40 χρόνια περιπλάνησης στην έρημο, οι Ισραηλίτες με επικεφαλής τον Ιησού του Ναυή εισέβαλαν στη Χαναάν, στη Γη της Επαγγελίας. Έπειτα από τη θαυματουργική διάβαση του Ιορδάνη οι Ισραηλίτες χρειάστηκαν να πολεμήσουν με διάφορους λαούς, που στάθηκαν εμπόδιο στο δρόμο τους. Οι λαοί αυτοί είχαν πολιτείες με ισχυρά τείχη και πολεμιστές πολλούς και δυνατούς. Όμως, με τη βοήθεια του Κυρίου κατόρθωσαν να τους νικήσουν. Τα όρια της χώρας, που υποσχέθηκε ο Θεός στους Ισραηλίτες, εκτεινόταν από την Ερυθρά θάλασσα ως τη Μεσόγειο θάλασσα και τη χώρα των Φιλισταίων, και από την έρημο Σουρ ως τον Ευφράτη (Έξοδος 23,31). Σύμφωνα με τις Αγία Γραφή, οι Ισραηλίτες κατέλαβαν σταδιακά, όλη την γεωγραφική περιοχή που είχε υποσχεθεί ο Θεός στον προπάτορα τους τον Αβραάμ, εξολοθρεύοντας τις φυλές των Χαναναίων (Γένεση 12,7. 13,14-17. 15,7. 13-21. 17,8).
Η πρώτη πόλη που κατέλαβαν οι Ισραηλίτες ήταν η Ιεριχώ. Με τη βοήθεια του Κυρίου σωριάστηκαν τα τείχη της πόλης και τότε ο στρατός επιτέθηκε στην πόλη και την κατέλαβαν. Όλοι οι άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, καθώς και τα ζώα της πόλης παραδόθηκαν στη σφαγή. Ύστερα έβαλαν φωτιά στην πόλη κι έκαναν στάχτη ότι βρισκόταν μέσα σ' αυτήν (Ιησούς του Ναυή 6,1-25). Μετά την ήττα στη Γαΐ (Ιησούς του Ναυή 7,2-9), οι Ισραηλίτες επιτέθηκαν στη Γαΐ και έστησαν ενέδρα στο στρατό της πόλης, τον οποίο κύκλωσαν και συνέτριψαν. Κατέλαβαν την πόλη και την παρέδωσαν στη φωτιά. Αφού σκότωσαν όλους τους κατοίκους της πόλης, τη μετέβαλαν σε σωρό ερειπίων (Ιησούς του Ναυή 8,1-29). Αμέσως μετά οι πέντε Ιεβουσαίοι (Αμορραίοι) βασιλιάδες, της Ιερουσαλήμ, της Χεβρών, της Ιεριμούθ, της Λαχίς και της Οδολλάμ, συμμάχησαν, επιτέθηκαν και πολιόρκησαν τη Γαβαών με όλα τους τα στρατεύματα, επειδή συμμάχησε με τους Ισραηλίτες. Οι Γαβαωνίτες ζήτησαν τη βοήθεια των Ισραηλιτών, οι οποίοι επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά εναντίον των πέντε βασιλιάδων. Οι Ιεβουσαίοι (Αμορραίοι) μόλις αντίκρυσαν τους Ισραηλίτες πανικοβλήθηκαν και οι Ισραηλίτες τους νίκησαν και τους συνέτριψαν. Τους καταδίωξαν μέχρι τις πόλεις τους και τους σκότωναν όπου τους έβρισκαν. Τους πέντε βασιλιάδες, που είχαν κρυφτεί σε μια σπηλιά, τους συνέλαβαν και τους θανάτωσαν (Ιησούς του Ναυή 10,1-27). Κατά τη μάχη του Ιησού του Ναυή με τους πέντε Αμορραίους βασιλιάδες, επειδή η μάχη κράτησε ως το βράδυ, ο Ιησούς παρακάλεσε τον Κύριο να σταματήσει τον ήλιο πάνω από τη Γαβαών, ώσπου να τελειώσουν τη μάχη. Πράγματι, ο ήλιος στάθηκε, καταμεσής του ουρανού και δεν πήγαινε να δύσει κι αυτό κράτησε σχεδόν μια μέρα (Ιησούς του Ναυή 10,12-14) Μετά την ήττα των πέντε βασιλιάδων, ο Ιησούς του Ναυή πολιόρκησε και κατέλαβε όλες τις ορεινές και πεδινές περιοχές του νότου (Ιησούς του Ναυή 10,28-42).
Όταν οι βασιλιάδες σε όλη την πεδινή και ορεινή περιοχή της Χαναάν, δηλαδή οι βασιλιάδες των Χετταίων, των Αμορραίων, των Χαναναίων, των Φερεζαίων, των Ευαίων, των Γεργεσαίων και των Ιεβουσαίων, έμαθαν τις πρώτες νίκες και τα κατορθώματα των Ισραηλιτών, συνασπίστηκαν για να πολεμήσουν ενωμένοι τον Ιησού του Ναυή και τους Ισραηλίτες. Ο Ιαβίν, βασιλιάς της Ασώρ, έστειλε αγγελιαφόρους και συμμάχησε με τον Ιωβάβ, βασιλιά της Μαρών, τον Συμοών, βασιλιά της Αζίφ, το βασιλιά της Σιδώνας, καθώς και με άλλους βασιλιάδες των ορεινών περιοχών της βόρειας Χαναάν, καθώς και στους λαούς που κατοικούσαν στις περιοχές δυτικά και ανατολικά της Χαναάν. Όλοι αυτοί οι βασιλιάδες ένωσαν τις δυνάμεις τους για πόλεμο κατά των Ισραηλιτών και ξεκίνησαν με αναρίθμητο στρατό, με πάρα πολλά άλογα και άμαξες, και στρατοπέδευσαν κοντά στη λίμνη Μαρών (Σαμαχωνίτιδα λίμνη) (Ιησούς του Ναυή 9,1. 11,1-5). Ο Ιησούς του Ναυή και οι πολεμιστές του, με τη βοήθεια του Κυρίου, τους επιτέθηκαν με ορμή αιφνιδιαστικά στη λίμνη Μαρών (Σεμαχωνίτιδα), τους χτύπησαν και τους καταδίωξαν. Τους κατατρόπωσαν και τους σκότωσαν όλους και δεν ξέφυγε κανένας (Ιησούς του Ναυή 11,6-9). Μετά τη μάχη αυτή ο Ιησούς του Ναυή κατέκτησε όλες τις πόλεις και τις περιοχές του βορρά (Ιησούς του Ναυή 11,10-15). Στη συνέχεια νίκησε και θανάτωσε τους βασιλιάδες της υπόλοιπης Χαναάν, τους οποίους πολέμησε για πολύ καιρό (Ιησούς του Ναυή 11,16-20). Τέλος ο Ιησούς του Ναυή, εξολόθρευσε τους γίγαντες Ανακίμ, που ζούσαν στη Χεβρών και σ' ολόκληρη την ορεινή περιοχή της φυλής Ιούδα. Τους αφάνισε και κατέστρεψε τις πόλεις τους. Δεν απόμεινε πια απόγονος του γίγαντα Ανάκ στη χώρα, παρά μόνο μερικοί στη Γάζα, στη Γεθ και στην Ασδώδ (Ιησούς του Ναυή 11,21-22).
Έτσι ο Ιησούς του Ναυή κατέλαβε ολόκληρη τη χώρα, όχι όμως πλήρως και σε χρόνο μεγαλύτερο απ' όσο αφήνει να νοηθεί η βιβλική αφήγηση, όταν παρουσιάζει ραγδαία την εξέλιξη των γεγονότων. Μετά έγινε η διανομή της Χαναάν στις 12 φυλές των Ισραηλιτών. Η διανομή έγινε ενώπιον του Κυρίου στη Σηλώ, στην είσοδο της Σκηνής του Μαρτυρίου (Ιησούς του Ναυή 14,2. 18,1). Οι 12 φυλές ενώθηκαν με κοινή πίστη στον Κύριο και καλλιέργησαν την εθνική συνείδηση. Τόνισαν τις κοινές θρησκευτικές παραδόσεις και έδεσαν με συγγένεια αίματος τις φυλές. Για τη σύσφιγξη μάλιστα αυτού του δεσμού και την ανανέωση της Διαθήκης οι φυλές συνέρχονταν σε ετήσιες συνελεύσεις στη Συχέμ (κατά τους Ο' στη Σηλώ). Όμως είχαν απομείνει κι άλλες περιοχές, που οι Ισραηλίτες δεν μπόρεσαν να κατακτήσουν και να εκδιώξουν όλους τους παλιούς κατοίκους της Χαναάν, όπως η περιοχή των Φιλισταίων, η Ιεβούς (Ιερουσαλήμ) κ.α. Υπήρξαν περιπτώσεις που δεν κατέστρεψαν τα θυσιαστήριά τους, όπως είχε δώσει εντολή ο Κύριος (Ιησούς του Ναυή 13,1-6. 17,12-13). Γρήγορα οι Ισραηλίτες ήρθαν σε επαφή με τον πολιτισμό των Χαναναίων. Σιγά σιγά υιοθέτησαν το χαναανιτικό τρόπο ζωής. Έτσι, η λιτότητα και η αυστηρότητα της ερήμου αντικαταστάθηκε από την πολυτέλεια και τη χαλαρότητα της ζωής. Αμέσως μετά το θάνατο του Ιησού του Ναυή, οι Ισραηλίτες άρχισαν να ξεχνούν τις παραδόσεις τους και τον Κύριο, λατρεύοντας άλλους θεούς, όπως ο Βάαλ, η Αστάρτη και η Ασταρώθ (Ιησούς του Ναυή 24,33). Γι' αυτό ο Κύριος τους παρέδωσε στον Εγλώμ, βασιλιά της Μωάβ, ο οποίος τους υποδούλωσε για 18 χρόνια (Ιησούς του Ναυή 24,33). Ο Ψαλμός 77 αναφέρεται στις ευεργεσίες του Θεού και τα θαυμαστά έργα που είχε κάνει ο Κύριος στην ιστορία του ισραηλιτικού λαού, αλλά και τονίζεται η απιστία και η αχαριστία των Ισραηλιτών απέναντι στο Θεό (Ψαλμός 77).
Ε) Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΩΝ ΚΡΙΤΩΝ
Από την εγκατάστασή τους στη Χαναάν και ως τα τέλη περίπου της 2ης χιλιετηρίδας ακολουθεί μια αρκετά ταραχώδης και επικίνδυνη περίοδος για τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ, που εξακολουθούν πάντα να ζουν στα πλαίσια μιας εντελώς χαλαρής πολιτικής ενώσεως. Είναι μια εποχή αδιάκοπων αγώνων εναντίον πολλών και ποικίλων εχθρών, σημαντικότεροι από τους οποίους υπήρξαν οι Φιλισταίοι, οι οποίοι μάλιστα και ίδρυσαν ισχυρότατο βασίλειο, στο οποίο τελικά οι Εβραίοι αναγκάστηκαν να υποταχτούν. Σ' αυτή την περίοδο των ταραχών και των κινδύνων και σε στιγμές έκτακτης ανάγκης ο Θεός τους έστελνε στρατιωτικούς αρχηγούς, για την αντιμετώπιση των εχθρών. Τους αρχηγούς αυτούς ονόμαζαν Κριτές και όλη η περίοδος λέγεται περίοδος των Κριτών. Οι Κριτές κυβερνούσαν τη χώρα μέχρι το θάνατό τους, χωρίς να μπορούν να αφήσουν κληρονομικούς διαδόχους. Η εποχή των Κριτών καλύπτει περίοδο 150 ετών, δηλαδή από το 1180 μέχρι το 1040 π.Χ. περίπου.
Επειδή οι Ισραηλίτες ξέχασαν πολλές φορές τον Κύριο, ο Κύριος τους παρέδωσε πρώτα στον Χουσαρσαθαΐμ, βασιλιά της Μεσοποταμίας κι έγιναν υποτελείς του για 8 χρόνια. Αυτός που τους ελευθέρωσε από τον Χουσαρσαθαΐμ ήταν ο Γοθονιήλ (Κριταί 3,7-11). Μετά από 40 χρόνια υποτάχτηκαν στον Εγλώμ, βασιλιά της Μωάβ, για 18 χρόνια. Οι Ισραηλίτες ελευθερώθηκαν χάρη στη δυναμική παρέμβαση του Αώδ, ο οποίος σκότωσε τον Εγλώμ μέσα στο παλάτι του (Κριταί 3,12-30). Στη συνέχεια ο Σαμεγάρ λύτρωσε τους Ισραηλίτες, όταν αυτοί βρίσκονταν σε δύσκολη θέση απέναντι στους Φιλισταίους (Κριταί 3,31). Έπειτα υποτάχτηκαν για 20 χρόνια στον Ιαβίν, έναν Χαναναίο βασιλιά, που βασίλευε στην Ασώρ, από τον οποίο και ελευθερώθηκαν χάρη στην επέμβαση της Δεββώρας και του Βαράκ (Κριτές 4,1-24. Α' Βασιλειών 12,11). Μετά από 40 χρόνια παραδόθηκαν στους Μαδιανίτες, οι οποίοι για 7 χρόνια λεηλατούσαν τα σπαρτά και τα κοπάδια των Ισραηλιτών. Από τους Μαδιανίτες οι Ισραηλίτες σώθηκαν χάρη στην επέμβαση του Γεδεών, ο οποίος κατατρόπωσε το στρατό των Μαδιανιτών (Κριτές κεφ. 6-8. Α' Βασιλειών 12,11). Μετά το Γεδεών, επειδή οι Ισραηλίτες λάτρεψαν τον Βάαλ και την Αστάρτη, καθώς και άλλες χαναανιτικές θεότητες, τότε ο Κύριος τους παρέδωσε στους Αμμωνίτες για 18 χρόνια. Έτσι οι Ισραηλίτες βρέθηκαν σε μεγάλη απόγνωση και λυτρώθηκαν χάρη στην επέμβαση του Ιεφθάε (Κριτές 10,17-11,33. Α' Βασιλειών 12,11). Μετά τον Ιεφθάε, επειδή οι Ισραηλίτες δυσαρέστησαν πάλι με τις πράξεις τους τον Κύριο, αυτός τους παρέδωσε στους Φιλισταίους για 40 χρόνια, από τους οποίους λυτρώθηκαν χάρη στην επέμβαση του Σαμψών (Κριτές κεφ. 13-16).
Την περίοδο των Κριτών, η φυλή Βενιαμίν προέβηκε σ' ένα ανοσιούργημα. Κάποιος Λευίτης που ζούσε στ' απομακρυσμένα μέρη της ορεινής περιοχής της φυλής Εφραίμ, πήρε για παλλακίδα του μια γυναίκα από τη Βηθλεέμ, της φυλής Ιούδα. Αλλά η παλλακίδα του τσακώθηκε μαζί του, τον άφησε και γύρισε στο πατρικό της σπίτι, στη Βηθλεέμ. Ο Λευίτης πήγε στο σπίτι του πεθερού του, όπου τον καλοδέχτηκαν και μετά από πέντε μέρες πήρε τη γυναίκα του κι έφυγε. Κατά το δρόμο της επιστροφής διανυκτέρευσαν στη Γαβαά, που ανήκει στη φυλή Βενιαμίν. Εκεί κανείς δεν τους φιλοξένησε, παρά μόνο ένας γέροντας που καταγόταν από τη φυλή Εφραίμ, αλλά ζούσε στη Γαβαά (Κριταί 19,1-21). Οι άντρες της πόλης όμως, άνθρωποι ανήθικοι και διεφθαρμένοι, περικύκλωσαν το σπίτι, χτυπούσαν την πόρτα και φώναζαν στον οικοδεσπότη να τους δώσει τον άνθρωπο που μπήκε στο σπίτι του για να ασελγήσουν πάνω του. Ο οικοδεσπότης βγήκε και τους είπε να μην κάνουν αυτό το κακό. Τους πρότεινε την κόρη του που ήταν παρθένα και την παλλακίδα του επισκέπτη του. Αυτοί όμως δεν ήθελαν ν' ακούσουν. Τότε πήρε ο Λευίτης την παλλακίδα του και την έβγαλε έξω από το σπίτι. Εκείνοι τη βίασαν και ασέλγησαν πάνω της όλη τη νύχτα, ώσπου το πρωί ο άντρας της τη βρήκε νεκρή στο κατώφλι του σπιτιού. Ο Λευίτης φόρτωσε το σώμα της σ' ένα γαϊδούρι κι έφυγε για τον τόπο του. Όταν έφτασε στο σπίτι του, πήρε ένα μαχαίρι και διαμέλισε τη νεκρή γυναίκα σε δώδεκα κομμάτια και τα έστειλε σε όλες τις φυλές του Ισραήλ (Κριταί 19,22-30).
Όλοι οι Ισραηλίτες, όταν άκουσαν για το ανοσιούργημα αυτό, συγκεντρώθηκαν στη Μασσηφά (Μισπά). Εκεί οι φυλές των Ισραηλιτών αποφάσισαν ομόφωνα, να τιμωρήσουν παραδειγματικά τους ενόχους αυτού του αποτρόπαιου εγκλήματος. Έστειλαν αγγελιοφόρους στη φυλή Βενιαμίν και τους ζήτησαν να παραδώσουν τους διεστραμμένους κατοίκους της Γαβαά, για να τους σκοτώσουνε και να εξαλείψουν το κακό από τον ισραηλιτικό λαό (Κριταί 20,1-13). Οι Βενιαμινίτες όμως αρνήθηκαν και συγκεντρώθηκαν στη Γαβαά για να πολεμήσουν εναντίον των άλλων Ισραηλιτών. Οι άνδρες της φυλής Βενιαμίν ήταν 26.000 πολεμιστές και 700 ήταν οι άνδρες της Γαβαά, οι οποίοι ήταν όλοι τους ικανοί πολεμιστές. Οι Ισραηλίτες ήταν 400.000 άνδρες, καλά οπλισμένοι και πολύ ικανοί στον πόλεμο (Κριταί 20,13-17). Μετά από δύο αποτυχημένες μάχες, ο στρατός των Ισραηλιτών χωρίστηκε στα δύο. Το ένα μέρος είχε στήσει ενέδρα γύρω από τη Γαβαά, ενώ το άλλο βάδισε κατά της πόλης. Οι άνδρες της φυλής Βενιαμίν άρχισαν να καταδιώκουν τους Ισραηλίτες, οι οποίοι άρχισαν να υποχωρούν, ώστε ν' αναγκάσουν τους Βενιαμινίτες να τους ακολουθήσουν. Τότε όρμησαν από την ενέδρα 10.000 Ισραηλίτες, οι οποίοι μπήκαν στη Γαβαά, βάλανε φωτιά στην πόλη και σκότωσαν όλους τους κατοίκους της. Όταν οι άνδρες της φυλής Βενιαμίν είδαν τις φωτιές από την πόλη, κατάλαβαν ότι αυτή είχε καταληφθεί. Τότε οι Ισραηλίτες σταμάτησαν να υποχωρούν και άρχισαν να χτυπούν τους άνδρες της φυλής Βενιαμίν. Κατά τη μάχη αυτή σκοτώθηκαν συνολικά 25.100 άνδρες της φυλής Βενιαμίν. Τέλος οι Ισραηλίτες πέρασαν απ' όλες τις πόλεις της φυλής Βενιαμίν κι απ' όπου περνούσαν σκότωναν ότι έβρισκαν μπροστά τους, ανθρώπους και ζώα, κι ύστερα έβαζαν φωτιά στις πόλεις (Κριταί 20,30-48). Οι Ισραηλίτες μετά τη νίκη τους λυπήθηκαν για το κακό που βρήκε τη φυλή Βενιαμίν και αποφάσισαν να ξαναδημιουργήσουν τη φυλή από την αρχή (Κριταί 21,2-7).
Στο τέλος της περιόδου των Κριτών, όταν Κριτής ήταν ο αρχιερέας Ηλί, σε μια μάχη με τους Φιλισταίους, οι Ισραηλίτες νικήθηκαν, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης 30.000 νεκρούς. Η Κιβωτός της Διαθήκης έπεσε στα χέρια των Φιλισταίων και οι δύο γιοι του Ηλί, οι οποίοι ήταν ασεβείς και βλάσφημοι, σκοτώθηκαν (Α' Βασιλειών 4,1-15). Μετά από πολλές συμφορές που συνέβησαν στη χώρα τους, οι Φιλισταίοι παρέδωσαν την Κιβωτό (Α' Βασιλειών κεφ. 5-6)
ΣΤ) Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΣΑΟΥΛ
Το έτος 1040 π.Χ. αποτελεί σταθμό στην πολιτική και θρησκευτική ιστορία του αρχαίου Ισραήλ, γιατί τότε συντελέστηκε η αλλαγή του πολιτεύματός του. Ο λαός απαίτησε από τον τελευταίο κριτή Σαμουήλ την εγκαθίδρυση βασιλείας και τελικά το πέτυχε, παρά τις αιτιολογημένες επιφυλάξεις του Σαμουήλ για την αξία του θεσμού της βασιλείας. Από το σημείο αυτό χρονολογείται η δημιουργία για πρώτη φορά ισχυρού και ενωμένου βασιλείου των Εβραίων. Τρεις υπήρξαν οι σημαντικότερες μορφές της σχετικά σύντομης ζωής του ενωμένου αυτού βασιλείου: ο Σαούλ (1040-1010 π.Χ.) , ο Δαβίδ (1010-971 π.Χ.) και ο Σολομώντας (971-931 π.Χ.). Η βασιλεία των δύο πρώτων συνδέεται με μια σειρά προσπαθειών και αγώνων που απέβλεπαν στην εξωτερική στήριξη του κράτους και στην εξουδετέρωση και καθυπόταξη των πολλών και ποικίλων εχθρών του (Φιλισταίοι, Μωαβίτες κ.ά.). Το ισραηλιτικό κράτος κατά τους χρόνους αυτούς γνώρισε μέρες δόξας, διεθνή ακτινοβολία και ευημερία τέτοια, όση ποτέ άλλοτε στην ιστορία του.
Στην αρχή της βασιλείας του Σαούλ, ο Νάας, βασιλιάς των Αμμωνιτών, προχώρησε με στρατό προς το βορρά και στρατοπέδευσε στην Ιαβίς στη Γαλαάδ. Οι κάτοικοι της Ιαβίς του πρότειναν συνθήκη και ο Νάας προκειμένου να συνθηκολογήσει μαζί τους, απαίτησε να βγάλει το δεξί μάτι ολονών των κατοίκων για να εξευτελίσει τους Ισραηλίτες. Οι πρεσβύτεροι της Ιαβίς ζήτησαν εφτά μέρες προθεσμία. Στο μεταξύ έστειλαν αγγελιαφόρους στη Γαβαά, την πόλη του Σαούλ, και του ανακοίνωσαν τα γεγονότα (Α' Βασιλειών 11,1-4). Ο Σαούλ όταν άκουσε τα γεγονότα οργίστηκε πάρα πολύ εναντίον των Αμμωνιτών. Πήρε δυο βόδια, τα κομμάτιασε κι έστειλε τα κομμάτια τους με αγγελιοφόρους σ' όλη τη χώρα με το μήνυμα, ότι όποιος δεν τον ακολουθήσει εναντίον των Αμμωνιτών, τα βόδια του θα πάθουν τα ίδια. Τότε έτρεξαν όλοι να τον ακολουθήσουν. Ο Σαούλ συγκέντρωσε τους Ισραηλίτες στην Αβιεζέκ, κοντά στη Βαμά. Όταν τους μέτρησε, ήταν 600.000 άντρες. Μόνο από τη φυλή του Ιούδα πήγαν 70.000 άνδρες. Ο Σαούλ είπε στους αγγελιαφόρους ότι την επόμενη μέρα θα εκστρατεύσουν εναντίον των Αμμωνιτών (Α' Βασιλειών 11,5-10). Όταν ξημέρωσε ο Σαούλ χώρισε το στρατό σε τρία τμήματα και επιτέθηκε με δύναμη στο κέντρο της παράταξης των Αμμωνιτών. Οι Ισραηλίτες χτυπούσαν τους Αμμωνίτες και ως το μεσημέρι είχαν σκοτώσει τους περισσότερους. Όσοι γλίτωσαν σκορπίστηκαν (Α' Βασιλειών 11,11).
Ο Ιωνάθαν, ο γιος του Σαούλ, χτύπησε τη φρουρά των Φιλισταίων στη Βαμά και οι Φιλισταίοι συγκεντρώθηκαν για να πολεμήσουν τους Ισραηλίτες. Ο στρατός των Φιλισταίων αποτελούνταν από 30.000 πολεμικά άρματα, 6.000 ιππείς και χιλιάδες πεζούς, οι οποίοι στρατοπέδευσαν στη Μαχμάς, απέναντι από τη Βαιθωρών. Οι Ισραηλίτες από φόβο κρύφτηκαν στις σπηλιές και όπου αλλού έβρισκαν, ενώ άλλοι πέρασαν τον Ιορδάνη, προς τις περιοχές Γαδ και Γαλαάδ. Τότε ο Σαούλ διέπραξε την πρώτη του απερισκεψία προς το Θεό. Επειδή ο Σαμουήλ άργησε να έρθει στα Γάλγαλα για να προσφέρει θυσία στο Θεό και ο στρατός άρχισε να εγκαταλείπει το Σαούλ, τότε ο Σαούλ έκανε μόνος του τη θυσία στο Θεό. Ο Σαμουήλ τον επέκρινε γι' αυτό κι αναχώρησε από τα Γάλγαλα. Ο Σαούλ, με το στρατό που του είχε απομείνει περίπου 600 άντρες, είχε στρατοπεδεύσει στη Γαβαά στην περιοχή Βενιαμίν, ενώ οι Φιλισταίοι ήταν στρατοπεδευμένοι στη Μαχμάς. Ο στρατός των Φιλισταίων λεηλάτησε τη γύρω περιοχή (Α' Βασιλειών 13,1-18). Ο Ιωνάθαν, γιος του Σαούλ, μαζί μ' ένα νεαρό οπλοφόρο που κρατούσε τον οπλισμό του, επιτέθηκαν μόνοι τους σ' ένα φυλάκιο Φιλισταίων. Έτσι σκότωσαν περίπου 20 Φιλισταίους. Μετά από το γεγονός αυτό επικράτησε πανικός και φόβος στο στρατόπεδο των Φιλισταίων. Οι Ισραηλίτες που είχαν κρυφτεί στα βουνά, όταν άκουσαν ότι οι Φιλισταίοι είχαν τραπεί σε φυγή, ενώθηκαν με τους άλλους Ισραηλίτες και τους καταδίωξαν (Α' Βασιλειών 14,1-23). Ο στρατός που ακολουθούσε τώρα το Σαούλ έφτανε περίπου τους 10.000 άντρες και ο πόλεμος επεκτάθηκε σ' όλη την ορεινή περιοχή της φυλής Εφραίμ. Αλλά ο Σαούλ εκείνη τη ημέρα έκανε ένα μεγάλο σφάλμα. Απείλησε και καταράστηκε το στρατό του να μη φάει τίποτα ώσπου να εξοντώσει τους Φιλισταίους. Έτσι κανένας από το στρατό δεν έφαγε τίποτα. Έτσι όμως άφησε το στρατό του εξαντλημένο από την πείνα να καταδιώκει τους Φιλισταίους. Αφού χτύπησαν τους Φιλισταίους στη Μαχμάς, πήραν τα ζώα από τα λάφυρα, τα έσφαξαν επί τόπου και τα έτρωγαν με το αίμα. Όταν ανάγγειλαν στο Σαούλ ότι ο στρατός αμάρτανε τρώγοντας και το αίμα των ζώων, τότε ο Σαούλ επέτρεψε στο στρατό να φάει κανονικά και να μην αμαρτάνει τρώγοντας το αίμα (Α' Βασιλειών 14,23-35). Όταν ο Σαούλ έμαθε ότι ο γιος του ο Ιωνάθαν καταπάτησε τη διαταγή του και είχε φάει παρά την απαγόρευση, θα τον σκότωνε οπωσδήποτε. Αλλά ο στρατός διαμαρτυρήθηκε και έσωσε τον Ιωνάθαν από βέβαιο θάνατο. Μετά απ' αυτά, ο Σαούλ συνέχισε την καταδίωξη των Φιλισταίων, οι οποίοι πανικόβλητοι γύρισαν πίσω στον τόπο τους (Α' Βασιλειών 14,36-46).
Από τότε που έγινε ο Σαούλ βασιλιάς, πολέμησε και νίκησε όλους τους εχθρούς του Ισραήλ. Τους Μωαβίτες, τους Αμμωνίτες, τους Ιδουμαίους, τους Φιλισταίους, τους Αμαληκίτες κ.α., με τους οποίους οι Ισραηλίτες ήταν συνεχώς σε πόλεμο (Α' Βασιλειών 14,47-48). Μετά από αυτά ο Σαούλ συγκέντρωσε το στρατό για να πολεμήσει τους Αμαληκίτες. Ο στρατός του απ' όλες τις φυλές του Ισραήλ ήταν 400.000 άνδρες. Απ' αυτούς οι 30.000 ήταν από τη φυλή του Ιούδα. Ο Σαούλ επιτέθηκε και νίκησε τους Αμαληκίτες. Αιχμαλώτισε τον Αγάγ, βασιλιά των Αμαληκιτών, και κατέσφαξε όλο τον πληθυσμό της περιοχής. Αλλά ο Σαούλ έπεσε στη δυσμένεια του Θεού, επειδή αυτός και ο στρατός του λυπήθηκαν τον ίδιο τον Αγάγ και τα καλύτερα λάφυρα από τη μάχη, ζώα και γενικά κάθε αγαθό αξίας δεν θέλησαν να τα καταστρέψουν, όπως τους είχε πει ο Κύριος (Α' Βασιλειών 15,1-9).
Λίγο καιρό αργότερα οι Φιλισταίοι συγκέντρωσαν το στρατό τους για πόλεμο με τους Ισραηλίτες και στρατοπέδευσαν μεταξύ Σοκχώθ και Αζηκά, που βρίσκεται στην περιοχή της φυλής Ιούδα. Οι Ισραηλίτες στρατοπέδευσαν απέναντι από τους Φιλισταίους. Ανάμεσα στους Φιλισταίους υπήρχε ένας δυνατός πολεμιστής, που ονομαζόταν Γολιάθ, από τη Γεθ, που το ύψος του ήταν περίπου 2,5 μέτρα. Φορούσε περικεφαλαία στο κεφάλι του και αλυσιδωτό θώρακα, από χαλκό και σίδηρο, που το βάρος του ήταν περίπου 50 κιλά. Είχε χάλκινες περικνημίδες στα πόδια του και χάλκινη ασπίδα στους ώμους του. Το δόρυ του ήταν χοντρό και μεγάλο, σαν το αντί του αργαλειού και η σιδερένια λόγχη του ζύγιζε περίπου 6,5 κιλά. Ο Γολιάθ για σαράντα μέρες προκαλούσε και έβριζε τους Ισραηλίτες για να μονομαχήσει κάποιος μαζί του (Α' Βασιλειών 17,1-11). Κάποια μέρα ένας νεαρός ο Δαβίδ, έτυχε να βρίσκεται στο στρατόπεδο που βρίσκονταν και τ' αδέρφια του και άκουσε τον γίγαντα, να μιλάει υβριστικά και εμπαικτικά εναντίον των Ισραηλιτών. Έτσι πήρε την άδεια από το Σαούλ ν' αναμετρηθεί μαζί του. Πήρε μόνο το ραβδί του, διάλεξε πέντε λεία λιθάρια και τα έβαλε στο σακούλι που είχε μαζί του, πήρε τη σφεντόνα του και πήγε στο πεδίο της μάχης για να συναντήσει το Φιλισταίο (Α' Βασιλειών 17,19-40). Όταν έφτασε ο Δαβίδ απέναντι από το Γολιάθ, εκείνος δεν του έδωσε σημασία και τον κοίταξε υποτιμητικά. Μόλις ο Γολιάθ προχώρησε προς το μέρος του Δαβίδ, ο Δαβίδ, άπλωσε το χέρι του στο σακούλι, πήρε ένα λιθάρι και το εκσφενδόνισε ενάντια στο Φιλισταίο. Το λιθάρι τρύπησε την περικεφαλαία και χώθηκε στο μέτωπο του Γολιάθ, ο οποίος πληγώθηκε θανάσιμα κι έπεσε με το πρόσωπο στη γη. Έπειτα ο Δαβίδ στάθηκε πάνω απ' το βαριά τραυματισμένο Γολιάθ, τράβηξε το ξίφος από τη θήκη του Φιλισταίου και τον αποτέλειωσε, κόβοντάς του το κεφάλι (Α' Βασιλειών 17,41-51). Οι Φιλισταίοι, όταν είδαν ότι σκοτώθηκε ο ακατανίκητος ήρωάς τους, πανικοβλήθηκαν και τράπηκαν σε φυγή. Τότε οι Ισραηλίτες τους καταδίωξαν ως τη Γεθ, την Ασκάλωνα και την Ακκαρών. Όλη η περιοχή γέμισε με νεκρούς και τραυματίες των Φιλισταίων (Α' Βασιλειών 17,51-54).
Την περίοδο που ο Σαούλ ήταν σε αντιπαράθεση με το Δαβίδ, υπήρξαν κάποιες προστριβές και διαμάχες με τους Φιλισταίους. Σε μία από αυτές ο Δαβίδ ελευθέρωσε την Κεϊλά της φυλής Ιούδα από τις ληστρικές επιδρομές των Φιλισταίων (Α' Βασιλειών 18,27. 23,1-5. 23,27-28). Λίγο καιρό αργότερα οι Φιλισταίοι συγκέντρωσαν όλες τις στρατιωτικές τους δυνάμεις για να πολεμήσουν εναντίον των Ισραηλιτών. Οι Φιλισταίοι στρατοπέδευσαν στην Αφέκ, ενώ οι Ισραηλίτες στην Αενδώρ, στην κοιλάδα της Ιεζραέλ (Α' Βασιλειών 29,1). Η μάχη μεταξύ των δύο στρατών έγινε στο όρος Γελβουέ. Οι Ισραηλίτες τράπηκαν σε φυγή και θανατώθηκαν πολλοί. Οι Φιλισταίοι καταδίωξαν το Σαούλ και σκότωσαν τους γιους του Ιωνάθαν, Αμιναδάβ και Μελχισά. Τελικά οι τοξότες των Φιλισταίων χτύπησαν το Σαούλ και πληγώθηκε βαριά. Τότε είπε στον οπλοφόρο του να τον σκοτώσει για να μην πέσει ζωντανός στα χέρια των Φιλισταίων, αλλά εκείνος δεν ήθελε να το κάνει γιατί φοβόταν. Έτσι ο Σαούλ πήρε το ξίφος του κι έπεσε μόνος του πάνω σ' αυτό. Όταν ο οπλοφόρος του είδε ότι ο Σαούλ πέθανε, έπεσε κι αυτός πάνω στο ξίφος του και πέθανε μαζί του (Α' Βασιλειών 31,1-6. Α' Παραλειπομένων 10,1-6). Την άλλη μέρα οι Φιλισταίοι λεηλάτησαν τους νεκρούς. Βρήκαν το Σαούλ και τους γιους του ανάμεσα στους νεκρούς. Τότε οι Φιλισταίοι του έβγαλαν την πανοπλία, του έκοψαν το κεφάλι και πήραν τα όπλα του ως τρόπαια και τα περιέφεραν στη χώρα τους. Τα όπλα του Σαούλ και των γιων του τα τοποθέτησαν στο ναό της Αστάρτης. Το κεφάλι του το τοποθέτησαν στο ναό του Δαγών και το σώμα του, όπως και των γιων του, τα κρέμασαν στα τείχη της Βαιθσάν (Α' Βασιλειών 31,7-10. Α' Παραλειπομένων 10,7-10). Οι κάτοικοι της Ιαβές στη Γαλαάδ όταν άκουσαν όσα έκαναν οι Φιλισταίοι στο Σαούλ, πήγαν οι πιο θαρραλέοι τη νύχτα και πήραν τα πτώματα του Σαούλ και των γιων του από το τείχος της Βαιθσάν, τα έφεραν στην Ιαβές και τα έκαψαν εκεί. Τα οστά τους τα έθαψαν κάτω από μια βελανιδιά σε καλλιεργημένη γη στην Ιαβές. Κατόπιν σε ένδειξη πένθους νήστεψαν εφτά μέρες (Α' Βασιλειών 31,11-13. Α' Παραλειπομένων 10,11-12).
Ζ) Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ
Μετά το θάνατο του Σαούλ, ο Δαβίδ εγκαταστάθηκε στη Χεβρών, η οποία έγινε η πρώτη πρωτεύουσα του Δαβίδ (Β' Βασιλειών 2,1-2). Καθημερινά ερχόντουσαν στη Χεβρών πολεμιστές απ' όλες τις φυλές του Ισραήλ. Όλοι αυτοί ήταν ετοιμοπόλεμοι άνδρες, οι οποίοι ενώθηκαν με το στρατό του Δαβίδ και αποδέχτηκαν το βασιλικό του αξίωμα. Ήταν καλογυμνασμένοι, έμπειροι για πόλεμο, εξοπλισμένοι με κάθε είδους όπλα και αποφασισμένοι να βοηθήσουν το Δαβίδ με όλη τους την καρδιά (Α' Παραλειπομένων 12,24-41).
Στο μεταξύ όμως, ο Αβεννήρ, ο αρχιστράτηγος του Σαούλ, ανακήρυξε στη Μαναέμ τον Ιεβοσθέ, γιο του Σαούλ, βασιλιά στον Ισραήλ. Αλλά η φυλή Ιούδα ακολούθησε το Δαβίδ. Σ' αυτούς ο Δαβίδ βασίλεψε για εφτά χρόνια κι έξι μήνες στη Χεβρών. Ο Αβεννήρ μετά την ανακήρυξη του Ιεβοσθέ, εκστράτευσε εναντίον του Δαβίδ και κατευθύνθηκε στη Γαβαών. Ο στρατός του Δαβίδ, με αρχιστράτηγο τον Ιωάβ, παρατάχτηκε απέναντί του για μάχη. Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν κοντά σε μια πηγή στη Γαβαών. Εκείνη την ημέρα ξέσπασε σκληρή μάχη και νικήθηκε ο Αβεννήρ από τους άνδρες του Δαβίδ (Β' Βασιλειών 2,8-32).
Μετά από μια διαμάχη που είχε ο Αβεννήρ με τον Ιεβοσθέ, ο Αβεννήρ πήγε με το μέρος του Δαβίδ και τον βοήθησε να επεκτείνει τη βασιλεία του σε όλο το Ισραήλ (Β' Βασιλειών 3,6-11. 3,17-19). Στη συνέχεια ο Ιωάβ, ο αρχιστράτηγος του Δαβίδ, σκότωσε τον Αβεννήρ στη Χεβρών, επειδή κι εκείνος είχε σκοτώσει τον αδερφό του τον Ασαήλ (Β' Βασιλειών 3,26-27). Αμέσως μετά ο Ρεκχά (Ρηχάβ) και ο Βαανά, οι γιοι του Ρεμμών από την Βηρώθ, που ήταν αρχηγοί ληστρικών συμμοριών, μπήκαν στην κατοικία του Ιεβοσθέ, την ώρα που αυτός κοιμόταν για μεσημέρι. Τα δυο αδέρφια σκότωσαν τον Ιεβοσθέ και του πήραν το κεφάλι και το έφεραν στο Δαβίδ, στη Χεβρών, περιμένοντας ανταμοιβή για την πράξη τους. Ο Δαβίδ, όμως, πρόσταξε τους άνδρες του και σκότωσαν τους δύο γιους του Ρεμμών (Β' Βασιλειών 4,1-12).
Οι πρεσβύτεροι, απ' όλες τις φυλές των Ισραηλιτών ήρθαν στο Δαβίδ, στη Χεβρών, και έχρισαν το Δαβίδ βασιλιά όλου του Ισραήλ. Ο Δαβίδ ήταν 30 ετών όταν έγινε βασιλιάς όλου του Ισραήλ και βασίλεψε 40 χρόνια. Εφτά χρόνια και έξι μήνες ήταν βασιλιάς της φυλής Ιούδα, στη Χεβρών, και 33 τρία χρόνια ήταν βασιλιάς όλου του Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 5,1-5. Α' Παραλειπομένων 3,4. 11,1-3). Ο Δαβίδ βασίλεψε σε όλο το Ισραήλ και οργάνωσε το βασίλειό του. Δίκαζε κι απέδιδε το δίκαιο σε όλους αμερόληπτα. Τοποθέτησε ικανά στελέχη σε όλες τις κρατικές και στρατιωτικές θέσεις (Β' Βασιλειών 8,15-18. Α' Παραλειπομένων 18,14-17).
Μετά απ' αυτά τα γεγονότα, ο Δαβίδ κυρίεψε την Ιερουσαλήμ και το φρούριο της Σιών, που μέχρι τότε ονομαζόταν Ιεβούς (Β' Βασιλειών 5,6-9). Α' Παραλειπομένων 11,4-7). Ο Δαβίδ ανοικοδόμησε την πόλη κι εγκαταστάθηκε στην Ιερουσαλήμ το 1004 π.Χ., την οποία έκανε νέα πρωτεύουσα του βασιλείου του. Στη συνέχεια έχτισε κι άλλα οχυρωματικά έργα γύρω από την πόλη, καθώς επίσης και την κατοικία του. Έτσι ο Δαβίδ γινόταν συνεχώς ισχυρότερος, γιατί ο Κύριος ήταν μαζί του και η βασιλεία του έφτασε σε μεγάλη ακμή (Β' Βασιλειών 5,9-10. 5,12). Α' Παραλειπομένων 11,8-9. 14,2). Ο Χειράμ, βασιλιάς της Τύρου, έστειλε στο Δαβίδ διπλωματική αντιπροσωπεία. Επίσης του έστειλε ξύλα κέδρων, ξυλουργούς και χτίστες, για να του χτίσουν το ανάκτορό του (Β' Βασιλειών 5,11). Α' Παραλειπομένων 14,1).
Όταν άκουσαν οι Φιλισταίοι ότι ο Δαβίδ χρίστηκε βασιλιάς του Ισραήλ, ξεκίνησαν με όλο το στρατό τους για να τον θέσουν υπό την εξουσία τους. Ο Δαβίδ με τη βοήθεια του Κυρίου τους νίκησε και τους κατατρόπωσε. Οι Φιλισταίοι φεύγοντας πανικόβλητοι άφησαν εκεί τα αγάλματα των θεών τους, τα οποία ο Δαβίδ και οι άνδρες του τα πήραν και τα έριξαν στη φωτιά. Οι Φιλισταίοι όμως ξαναγύρισαν κι αυτή τη φορά ήταν περισσότεροι. Ο Δαβίδ, πάλι με τη βοήθεια και τις οδηγίες του Κυρίου, τους χτύπησε στα νώτα τους και τους έτρεψε σε φυγή καταδιώκοντάς τους από τη Γαβαών έως τη Γαζηρά (Β' Βασιλειών 5,17-25. Α' Παραλειπομένων 14,8-17).
Ο Δαβίδ, μετά τη μεταφορά της Κιβωτού στην Ιερουσαλήμ, επέκτεινε τα σύνορα του βασιλείου του, νικώντας όλους τους εχθρούς του. Νίκησε τους Φιλισταίους, τους υποδούλωσε και πήρε από τους Φιλισταίους την πόλη Γεθ και τις πόλεις γύρω από αυτή, όπου άλλοτε ανήκαν στους Φιλισταίους. Έπειτα ο Δαβίδ χτύπησε τους Μωαβίτες και τους νίκησε. Κι έγιναν οι Μωαβίτες φόρου υποτελείς στο Δαβίδ (Β' Βασιλειών 8,1-2. Α' Παραλειπομένων 18,1-2).
Ο Δαβίδ νίκησε στην Ημάθ τον Αδρααζάρ, το βασιλιά της Σουβά (Σωβά). Ο Δαβίδ μετά τη μάχη που έγινε κυρίεψε τα 1000 άρματά του, 7.000 ιππείς και 20.000 πεζούς. Διέλυσε και αχρήστευσε όλα τ' άρματα εκτός από 100, τα οποία κράτησε για τον εαυτό του. Όταν ήρθαν οι Σύροι από τη Δαμασκό για να βοηθήσουν τον Αδρααζάρ, ο Δαβίδ νίκησε τους Σύρους, οι οποίοι ανέρχονταν σε 22.000 άντρες. Μετά ο Δαβίδ εγκατέστησε στρατιωτική φρουρά στη Δαμασκό και οι Σύροι έγιναν φόρου υποτελείς στον Δαβίδ. Ακόμη ο Δαβίδ πήρε από τις πόλεις του Αδρααζάρ, μεγάλες ποσότητες χαλκού, με τις οποίες ο Σολομώντας κατασκεύασε αργότερα τη λεγόμενη χάλκινη θάλασσα και όλα τα χάλκινα σκεύη του Ναού του Σολομώντα (Β' Βασιλειών 8,3-8. Α' Παραλειπομένων 18,3-8).
Ο Θοού (Θωά), βασιλιάς της Ημάθ (Χαμάθ), όταν έμαθε ότι ο Δαβίδ νίκησε κατά κράτος τον Αδρααζάρ, έστειλε σ' αυτόν το γιο του τον Ιεδδουράν (Αδουράμ) για να τον χαιρετίσει και να τον συγχαρεί γι' αυτή τη νίκη του, γιατί ο Αδρααζάρ ήταν αντίπαλος του Αδρααζάρ. Στην επιστροφή του από τη μάχη με τους Σύρους, ο Αβεσσά, στρατηγός του Δαβίδ, νίκησε στην κοιλάδα της Νεκράς Θάλασσας, 18.000 Ιδουμαίους (Εδωμίτες) και τοποθέτησε στην Εδώμ στρατιωτικούς διοικητές και οι Εδωμίτες έγιναν υποτελείς στο Δαβίδ (Β' Βασιλειών 8,9-14. Α' Παραλειπομένων 18,9-13). Τότε ο αρχιστράτηγος Ιωάβ διέταξε τη θανάτωση όλου του ανδρικού πληθυσμού της Εδώμ. Για 6 μήνες ο Ιωάβ και ο ισραηλιτικός στρατός εγκαταστάθηκε στην Ιδουμαία, μέχρις ότου φονεύτηκε όλος ο ανδρικός πληθυσμός (Γ' Βασιλέων 11,15-16).
Μετά από αρκετό καιρό πέθανε ο βασιλιάς των Αμμωνιτών, ο Ναάς (Ναχάς) και τον διαδέχτηκε ο γιος του ο Αννών (Ανάν). Επειδή Ο Ναάς παλιότερα είχε φερθεί με καλοσύνη στο Δαβίδ, ο Δαβίδ έστειλε απεσταλμένους να συλλυπηθούν τον Αννών για το θάνατο του πατέρα του. Όταν όμως οι απεσταλμένοι του Δαβίδ πήγαν στη χώρα των Αμμωνιτών, οι άρχοντες του Αννών είπαν στον κύριό τους, ότι πρόκειται για τέχνασμα του Δαβίδ για να κατασκοπεύσει τη χώρα και αργότερα να την καταλάβει. Έτσι ο Αννών παρασύρθηκε από τις εισηγήσεις των αρχόντων του και συνέλαβε τους απεσταλμένους του Δαβίδ. Ξύρισε τα γένια τους και έκοψε απ' τη μέση και κάτω τα ρούχα τους ως τους μηρούς, και τους έδιωξε πίσω (Β' Βασιλειών 10,1-5. Α' Παραλειπομένων 19,1-5).
Οι Αμμωνίτες επειδή με την πράξη τους πρόσβαλαν το Δαβίδ και φοβήθηκαν πόλεμο, έδωσαν 1000 ασημένια τάλαντα και πήραν μισθοφόρους από τη Συρία, 20.000 πεζούς από τα βασίλεια Βαιθραάμ και της Σουβά (Σωβά), 1000 άντρες από το βασιλιά της Μααχά (Μοοχά) και 12.000 άντρες από το βασίλειο της Ιστώβ. Συνολικά ήταν 32.000 πεζοί, ιππείς και πολεμικά άρματα. Μόλις το 'μαθε ο Δαβίδ, έστειλε εναντίον τους τον αρχιστράτηγο Ιωάβ με όλο το στράτευμα. Οι Αμμωνίτες βγήκαν και παρατάχθηκαν σε θέση μάχης έξω από την πύλη της πρωτεύουσάς τους, ενώ οι μισθοφόροι παρατάχθηκαν πιο πέρα στους αγρούς, απέναντι από τη Μαιδαβά. Όταν ο Ιωάβ τους είδε, παρέταξε τους καλύτερους άντρες του απέναντι από τους Σύρους. Το υπόλοιπο του στρατού το έθεσε στις διαταγές του Αβεσσά, του αδερφού του, ο οποίος το παρέταξε απέναντι στους Αμμωνίτες. Ο Ιωάβ κι ο στρατός του νίκησαν τους Σύρους και τους έτρεψαν σε φυγή. Μόλις είδαν οι Αμμωνίτες ότι οι Σύροι τράπηκαν σε φυγή, έφυγαν κι αυτοί πανικόβλητοι από τον Αβεσσά και μπήκαν στην πόλη τους. Έτσι ο Ιωάβ σταμάτησε να πολεμάει τους Αμμωνίτες και γύρισε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 10,6-14. Α' Παραλειπομένων 19,6-15).
Όταν όμως οι Σύροι είδαν ότι νικήθηκαν από τους Ισραηλίτες, έκαναν γενική ανασυγκρότηση των δυνάμεων τους, για ν' ανακτήσουν την τιμή τους. Ο Αδρααζάρ πήρε με το μέρος του τους Σύρους που κατοικούσαν πέρα από τον ποταμό Χαλαμάκ, πέρα από τον Ιορδάνη. Αυτοί συγκεντρώθηκαν στην Αιλάμ με επικεφαλής τον Σωβάκ (Σωφά), αρχιστράτηγο του Αδρααζάρ. Όταν το έμαθε ο Δαβίδ, συγκέντρωσε το στρατό του, πέρασε τον Ιορδάνη και έφτασε στην Αιλάμ. Οι Σύροι παρατάχθηκαν απέναντι στο Δαβίδ και άρχισαν την επίθεση. Αλλά οι Ισραηλίτες τους νίκησαν και τους έτρεψαν σε φυγή. Κατέστρεψαν 7.000 άρματα και σκότωσαν 40.000 πεζούς και ιππείς. Ο Σωβάκ (Σωφά), ο αρχιστράτηγος του Αδρααζάρ, χτυπήθηκε και πέθανε στο πεδίο της μάχης. Οι ηγεμόνες που ως τότε ήταν υποτελείς στον Αδρααζάρ, συνθηκολόγησαν με τους Ισραηλίτες κι έγιναν υποτελείς τους. Από τότε οι Σύροι δεν τόλμησαν πια να βοηθήσουν τους Αμμωνίτες (Β' Βασιλειών 10,15-19. Α' Παραλειπομένων 19,16-19).
Τον επόμενο χρόνο, ο Δαβίδ μαζί με τον Ιωάβ πολέμησαν τους Αμμωνίτες. Λεηλάτησαν τη χώρα τους και πολιόρκησαν την πρωτεύουσα Ραββάθ (Ραββά), που ήταν χτισμένη στις όχθες του ποταμού Ιαβώκ. Ο Δαβίδ πήρε το στέμμα από το κεφάλι του βασιλιά Μολχόμ, καθώς και πολλά λάφυρα. Έβγαλε από την πόλη τους κατοίκους της και τους σκότωσε. Το ίδιο έκανε και με όλες τις άλλες πόλεις των Αμμωνιτών (Β' Βασιλειών 11,1. 12,26-31. Α' Παραλειπομένων 19,16-19. 20,1-3).
Ο Αβεσσαλώμ, ένας από τους γιους του Δαβίδ, ξεκίνησε από τη Χεβρών την εξέγερση κατά του πατέρα του. Από τη Χεβρών ο Αβεσσαλώμ έστειλε ανθρώπους σ' όλες τις φυλές του Ισραήλ και τους μήνυσε για τις προθέσεις του, οι οποίοι και ενίσχυσαν τη συνωμοσία κατά του βασιλιά Δαβίδ (Β' Βασιλειών 15,7-12). Μετά την εξέγερση του Αβεσσαλώμ, ο Δαβίδ έφυγε από την Ιερουσαλήμ. Έτσι ο Αβεσσαλώμ μαζί με τους στασιαστές μπήκαν στην πρωτεύουσα Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 16,15). Ο Δαβίδ πέρασε τον Ιορδάνη και κατέφυγε στη Μαναΐμ (Μαχαναΐμ). Λίγες μέρες αργότερα ο Αβεσσαλώμ πέρασε κι αυτός τον Ιορδάνη για ν' αντιμετωπίσει τον πατέρα του, μαζί με όλο τον ισραηλιτικό στρατό και στρατοπέδευσε στη Γαλαάδ (Β' Βασιλειών 17,24-26). Η μάχη έγινε στο δάσος του Εφραίμ. Εκεί ο στρατός του Αβεσσαλώμ νικήθηκε από τα στρατεύματα του Δαβίδ κι έπαθε την ημέρα εκείνη μεγάλη καταστροφή, με 20.000 νεκρούς. Από το στρατό του Αβεσσαλώμ σκοτώθηκαν περισσότεροι κατά τη φυγή τους, παρά στο πεδίο της μάχης. Ο Αβεσσαλώμ στην προσπάθειά του να διαφύγει μπήκε στο δάσος, αλλά τα μεγάλα του μαλλιά πιάστηκαν από τα κλαδιά μιας μεγάλης βελανιδιάς και κρεμόταν εκεί μετέωρος (Β' Βασιλειών 18,6-9). Τότε οι στρατιώτες του Δαβίδ τον χτύπησαν με τα όπλα τους και τον αποτελείωσαν (Β' Βασιλειών 18,10-16). Έτσι ο Δαβίδ, μετά την ήττα των στασιαστών, επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 19,9-19).
Μετά από την αποτυχημένη ανταρσία του Σαβεέ κατά του Δαβίδ (Β' Βασιλειών 20,1-26), έγιναν καινούριες μάχες μεταξύ των Φιλισταίων και των Ισραηλιτών. Στο στρατό των Φιλισταίων υπήρχαν και απόγονοι των Γιγάντων, από τον οίκο του Ραφά, οι οποίοι σκοτώθηκαν από το Δαβίδ και τους στρατιώτες του (Β' Βασιλειών 21,15-22).
Η) Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΣΟΛΟΜΩΝΤΑ
Ο Δαυίδ κατά το τέλος της βασιλείας του όρισε τον Σολομώντα διάδοχο του θρόνου (971-931 π.Χ.). Η χρίση του Σολομώντα έγινε κατ' εντολή του πατέρα του, την ώρα που ο μεγαλύτερος αδερφός του Αδωνίας είχε σφετεριστεί το θρόνο (Γ' Βασιλέων κεφ. 1). Ο Σολομώντας ανέβηκε στο θρόνο του Ισραήλ το 972 π.Χ. και βασίλεψε για 40 χρόνια. Ο Κύριος στερέωσε τη βασιλεία του και ήταν μαζί του (Β' Παραλειπομένων 1,1). Ο Σολομώντας βασίλευσε σε όλους τους Ισραηλίτες, έχοντας ως πρωτεύουσα του βασιλείου του την Ιερουσαλήμ (Γ' Βασιλέων 2,46λ). Η χώρα εκτεινόταν την εποχή του Σολομώντα από τον Ευφράτη έως την Αίγυπτο (Γ' Βασιλέων 2,46ζ. 2,46κ. 5,1. Β' Παραλειπομένων 9,26). Οι βασιλιάδες, των οποίων τα βασίλεια βρισκόντουσαν μεταξύ των ορίων της βασιλείας του Σολομώντα, του προσέφεραν δώρα και ήσαν υποτελείς σ' αυτόν για όλο το διάστημα της βασιλείας του (Γ' Βασιλέων 5,1. 10,26α).
Ο Σολομώντας απέβλεψε στην εσωτερική οργάνωση του κράτους. Τη βασιλεία του χαρακτηρίζει γενικά περίοδος ειρήνης και προσπάθεια διοικητικής και οικονομικής αναδιαρθρώσεως του κράτους. Χαρακτηριστική υπήρξε η διοικητική διαίρεση της χώρας σε δώδεκα γεωγραφικά διαμερίσματα, ανάλογα με τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ. Φρόντισε επίσης να αναδιοργανώσει το φορολογικό σύστημα και να επιβάλει νέους βαρύτερους φόρους, αλλά και υποχρεωτική προσφορά εργασίας, πράγματα οπωσδήποτε απαραίτητα για την εξυπηρέτηση του μεγαλόπνοου οικοδομικού προγράμματος, με το οποίο κυρίως έγινε γνωστή και απόκτησε φήμη η βασιλεία του Σολομώντα. Ο Σολομών οργάνωσε το βασίλειο και έκανε συμμαχίες και εμπορικές συμφωνίες με τα γειτονικά βασίλεια. Συνεργαζόμενος με τους Φοίνικες συγκρότησε μεγάλο εμπορικό στόλο, ώστε άρχισε εντατικό εμπόριο με μακρινές χώρες αποκομίζοντας τεράστια πλούτη. Στη συνέχεια ανέπτυξε ιδιαίτερες σχέσεις με την Αίγυπτο όπου και νυμφεύθηκε την κόρη του Φαραώ, η οποία για τον γάμο της πήρε ως προίκα τις πόλεις Γαζέρ και Μεργάβ, που είχε καταλάβει ο Φαραώ παλιότερα από τους Χαναναίους (Ιησούς του Ναυή 16,10. Κριταί 1,29. Γ' Βασιλέων 5,14β).
Με τα πλούτη που συγκέντρωσε ο Σολομών εκτέλεσε πλήθος έργων όπως συγκοινωνιακά, καλλωπισμού και ανέγερσης κτιρίων. Κατασκεύασε το Ναό των Ιεροσολύμων, στο ψηλότερο σημείο της Ιερουσαλήμ από πέτρα και κέδρο του Λιβάνου, τα σχέδια του οποίου είχε κάνει ο πατέρας του ο Δαβίδ (Γ' Βασιλέων 2,35γ. 2,35κ). Εκτός από το Ναό, κατασκεύασε και μεγαλοπρεπές παλάτι του οποίου η ανοικοδόμηση κράτησε 13 χρόνια (Γ' Βασιλέων 2,35γ). Ανοικοδόμησε την ακρόπολη και τις επάλξεις της Πόλης Δαβίδ και έτσι την απομόνωσε από την έξω περιοχή (Γ' Βασιλέων 2,35ζ). Συνέχισε το κτίσιμο του τοίχους της Ιερουσαλήμ (Γ' Βασιλέων 2,35γ. 2,35κ). Ο Σολομώντας έχτισε και οχύρωσε πολλές πόλεις (Γ' Βασιλέων 2,35ι-κ. 2,46γ-δ. 5,14β. 10,22α. Β' Παραλειπομένων 8,4-6). Οχύρωσε την Ιερουσαλήμ και όλες τις πόλεις, όπου υπήρχαν πολεμικά άρματα (Γ' Βασιλέων 10,22α. Β' Παραλειπομένων 8,6).
Επί των ημερών του ο λαός ευημερούσε (Γ' Βασιλέων 2,46η. 4,20). Σε όλη την περίοδο της βασιλείας του Σολομώντα επικρατούσε ειρήνη με τους γύρω λαούς, αλλά και μέσα στη χώρα οι Ισραηλίτες ζούσαν με ασφάλεια (Γ' Βασιλέων 2,46η. 5,4). Δημιούργησε ένα ισχυρό και πλούσιο βασίλειο που η φήμη του ήταν γνωστή παντού (Γ' Βασιλέων 10,23-25. Β' Παραλειπομένων 9,22-24). Γνωστή είναι η επίσκεψη της Βασίλισσας του Σαβά στο Σολομώντα, για να τον γνωρίσει προσωπικά και να δει τη σοφία του (Γ' Βασιλέων 10,1-13. Β' Παραλειπομένων 9,1-12).
Ο Σολομών οργάνωσε και εξόπλισε σημαντικά το στρατό του. Συγκέντρωσε πολεμικά άρματα και ιππείς, τα οποία τοποθέτησε σε διάφορες πόλεις, ενώ ο στρατός ήταν μαζί με τον βασιλιά στην Ιερουσαλήμ (Β' Παραλειπομένων 1,14. 10,26). Τους παλιούς κατοίκους της Χαναάν, που είχαν απομείνει μετά από την εγκατάσταση των Ισραηλιτών, δηλαδή οι εναπομείναντες κάτοικοι των Χαναναίων, των Χετταίων, των Αμορραίων, των Φερεζαίων, των Ευαίων, των Ιεβουσαίων και των Γεργεσαίων, που δεν μπόρεσαν οι Ισραηλίτες να εξολοθρεύσουν, ο Σολομών τους υποχρέωσε σε καταναγκαστικές εργασίες και τους έκανε φόρου υποτελείς (Γ' Βασιλέων 10,22β-γ. Β' Παραλειπομένων 8,7-9).
Κάθε χρόνο ερχόταν στο ταμείο του Σολομώντα αρκετός χρυσός από διάφορα μέρη. Σ' αυτόν δεν συμπεριλαμβανόταν οι φόροι σε χρυσό και άργυρο των υποτελών βασιλιάδων και εμπόρων, καθώς και των διοικητών των επαρχιών και των βασιλιάδων της Αραβίας (Γ' Βασιλέων 10,14-15. Β' Παραλειπομένων 9,13-14).
Θ) Η ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Με το θάνατο του Σολομώντα το 931 π.Χ. και την άνοδο στο θρόνο του γιου του Ροβοάμ τερματίζεται οριστικά και η ύπαρξη ενός ισχυρού και ενωμένου εβραϊκού βασιλείου. Ο Ροβοάμ μετά το θάνατο του πατέρα του πήγε στη Συχέμ, προκειμένου οι βόρειες φυλές να τον ανακηρύξουν βασιλιά. Στη συγκέντρωση βρισκόταν και ο Ιεροβοάμ, ο οποίος είχε επιστρέψει από την Αίγυπτο. Οι εκπρόσωποι των δέκα βόρειων φυλών είπαν στο Ροβοάμ, ότι εάν τους ελαφρύνει από το ζυγό της σκληρής δουλείας που τους είχε επιφορτίσει ο πατέρας του, τότε θα τον αναγνωρίσουν ως βασιλιά και θα τον υπηρετήσουν. Ο Ροβοάμ όμως απέρριψε την πρόταση των βόρειων φυλών και δεν έκανε δεκτά τα αιτήματα του λαού. Όταν οι Ισραηλίτες του βορρά είδαν ότι ο βασιλιάς δεν τους άκουσε, αποφάσισαν να διακόψουν τις σχέσεις τους με τους απογόνους του Δαβίδ και να μην αναγνωρίσουν τη διαδοχή τους στο βασιλικό θρόνο. Έτσι οι φυλές του βορείου Ισραήλ αποσχίστηκαν από το βασιλικό οίκο του Δαβίδ και ανακήρυξαν τον Ιεροβοάμ ως βασιλιά του Ισραήλ, δηλαδή των δέκα βόρειων φυλών (Γ' Βασιλέων 12,1-20. 12,24ξ-υ. Β' Παραλειπομένων 10,1-19). Έτσι το βασίλειο χωρίστηκε στα δύο. Στο Βόρειο που ονομάστηκε Βασίλειο του Ισραήλ με τις δέκα βόρειες φυλές, με πρωτεύουσα τη Συχέμ και με βασιλιά τον Ιεροβοάμ Α' και στο Νότιο με τις υπόλοιπες δύο φυλές που ονομάστηκε Βασίλειο του Ιούδα, με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ και με βασιλιά το γιο του Σολομώντα Ροβοάμ. Η ιστορία της περιόδου αυτής αρχίζει και για τα δύο βασίλεια από τη διάσπαση του ενιαίου βασιλείου το 930 π.Χ. και τερματίζεται για τον Ισραήλ με την κατάλυσή του από τον Ασσύριο μονάρχη Σαργών Β' το 722 π.Χ. και για τον Ιούδα με την κατάληψη και καταστροφή της Ιερουσαλήμ απ' το Βαβυλώνιο ηγεμόνα Ναβουχοδονόσορα Β' το 586 π.Χ. Έτσι το Βόρειο βασίλειο επέζησε διακόσια περίπου χρόνια και το Νότιο περίπου τριακόσια πενήντα. Ύστερα από την απόσχιση των βόρειων φυλών, ο Ροβοάμ συγκέντρωσε από τις φυλές Ιούδα και Βενιαμίν 180.000 άνδρες, για να πολεμήσει με τις βόρειες φυλές και να τους υποτάξει στη βασιλεία του. Όμως με εντολή του Κυρίου ο εμφύλιος ματαιώθηκε (Γ' Βασιλέων 12,21-24. 12,24φ-ψ. Β' Παραλειπομένων 11,1-4).
Βιβλικές πληροφορίες υπογραμμίζουν τις συνέπειες της πολιτικής και θρησκευτικής ρήξης για τον Ισραήλ και τον Ιούδα και ακριβής εκτίμηση των ιστορικών δεδομένων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι σχέσεις μεταξύ των δύο αδελφών βασιλείων δεν ήταν πάντοτε φιλικές. Ποτέ πια τα δύο βασίλεια δεν μπόρεσαν να ασκήσουν στην περιοχή της Παλαιστίνης την επιρροή του παρελθόντος. Πολλές φορές τα δύο βασίλεια αντιμάχονταν το ένα το άλλο και έρχονταν σε εμφύλιες συγκρούσεις. Αλλά σε κρίσιμες στιγμές η κοινή καταγωγή τους ένωνε και τα δύο βασίλεια συμπολεμούσαν κατά των εχθρών.
Το Βασίλειο του Ισραήλ αποκομμένο πολιτικά και θρησκευτικά από το εθνικό κέντρο, την Ιερουσαλήμ, μετέπεσε κατά τη βιβλική παράδοση στην ειδωλολατρία, στην οποία τον οδήγησαν, οι κληρονομικοί βασιλείς του. Για το λόγο αυτό κανένας βασιλιάς του Ισραήλ δεν επαινείται για τα έργα του, αλλά αντίθετα όλοι κατακρίνονται, γιατί έπραξαν αντίθετα με το θέλημα του Κυρίου. Πάνω στην ίδια περίπου γραμμή ήταν και η ιστορία του Βασιλείου του Ιούδα. Οι πόλεμοι ήταν συνεχείς, η αποστασία γενική, η βασιλεία κληρονομική, το προφητικό κήρυγμα ελεγκτικό κλπ. Από τους βασιλείς του Ιούδα μόνο οι Εζεκίας και Ιωσίας εγκωμιάζονται για την προσπάθειά τους να προχωρήσουν σε θρησκευτική μεταρρύθμιση και να απαλλάξουν τη λατρεία από ξένα στοιχεία. Όλα αυτά είχαν σαν αποτέλεσμα την εξασθένηση των δύο Βασιλείων και τελικά το βόρειο υπέκυψε στους Ασσύριους και το νότιο στους Βαβυλώνιους.
Ι) Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΡΟΒΟΑΜ ΚΑΙ ΙΕΡΟΒΟΑΜ Α'
Ο Ροβοάμ διαδέχτηκε τον πατέρα του (Γ' Βασιλέων 11,42-44. Β' Παραλειπομένων 9,30-31) σε ηλικία 41 ετών και βασίλευσε για 17 έτη στην Ιερουσαλήμ (Γ' Βασιλέων 14,21. Β' Παραλειπομένων 12,13). Ο Ροβοάμ εγκαταστάθηκε στην Ιερουσαλήμ. Στα χρόνια της βασιλείας του ανοικοδόμησε και οχύρωσε πολλές πόλεις στο βασίλειο του Ιούδα. Τις πόλεις αυτές ο Ροβοάμ τις οχύρωσε με τείχη, γέμισε τις αποθήκες τους με τρόφιμα και τις εφοδίασε με ασπίδες και δόρατα, έτσι ώστε να είναι πολύ ισχυρές (Β' Παραλειπομένων 11,5-12).
Ο Ιεροβοάμ με τη σειρά του οχύρωσε τη Συχέμ και την έκανε πρωτεύουσα του νέου βασιλείου. Στη συνέχεια ο Ιεροβοάμ επανέφερε την ειδωλολατρία στο λαό του Ισραήλ και η πράξη του αυτή έγινε η αφορμή να παρασυρθεί ο λαός στην ειδωλολατρία και να εγκαταλείψει το ναό του Κυρίου. Συγκεκριμένα ο Ιεροβοάμ κατασκεύασε δύο χρυσά μοσχάρια και έδωσε εντολή στο λαό να τα λατρεύουν ως θεούς. Τοποθέτησε το ένα ομοίωμα στη Βαιθήλ και το άλλο το παραχώρησε στη φυλή Δαν στο βορρά. Ακόμη ο Ιεροβοάμ κατασκεύασε και ναούς στα ψηλότερα σημεία και τοποθέτησε ιερείς από το λαό, οι οποίοι δεν κατάγονταν από τη φυλή Λευΐ. Επίσης όρισε ως επίσημη γιορτή τη δέκατη πέμπτη μέρα του όγδοου μήνα, ως αντίστοιχη της γιορτής της Σκηνοπηγίας, που εορτάζονταν στο βασίλειο του Ιούδα στην Ιερουσαλήμ (Γ' Βασιλέων 12,25-33. Β' Παραλειπομένων 11,13-16). Οι ιερείς και οι λευίτες, που κατοικούσαν σ' όλη την περιοχή του Ισραήλ, δηλαδή στο βόρειο βασίλειο, εγκατέλειψαν τις πόλεις και τα βοσκοτόπια τους και ήρθαν στην περιοχή του Ιούδα και στην Ιερουσαλήμ (Β' Παραλειπομένων 11,13-17).
Το πέμπτο έτος της βασιλείας του Ροβοάμ, ο βασιλιάς της Αιγύπτου Σισάκ (Σουσακίμ) επιτέθηκε στην Ιερουσαλήμ με 1200 πολεμικά άρματα και 60.000 ιππείς. Ο ίδιος ήταν επικεφαλής ενός αναρίθμητου στρατού που τον αποτελούσαν Λίβυοι, Αιθίοπες και Τρωγλοδύτες. Αφού κυρίεψε τις οχυρωμένες πόλεις του Ιούδα, ο Σισάκ (Σουσακίμ), με παραχώρηση του Κυρίου, μπήκε νικητής στην Ιερουσαλήμ και άρπαξε τους θησαυρούς του Ναού και του βασιλικού ανακτόρου και τους πήγε στην Αίγυπτο (Β' Βασιλειών 8,7. Γ' Βασιλέων 14,25-28. Α' Παραλειπομένων 18,7. Β' Παραλειπομένων 12,2-11).
ΙΑ) Ο ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΑΒΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΙΕΡΟΒΟΑΜ
Ο εμφύλιος πόλεμος που είχε ξεσπάσει ανάμεσα στο Ροβοάμ και στον Ιεροβοάμ, συνεχίστηκε και σε όλη τη διάρκεια της βασιλείας του Αβιά. Κάποτε ο Αβιά παρατάχθηκε εναντίον του Ιεροβοάμ με 400.000 άντρες και ο Ιεροβοάμ αντιπαρατάχθηκε με 800.000 άντρες. Ο Ιεροβοάμ χτύπησε τον Αβιά από πίσω, ενώ ο υπόλοιπος στρατός του πολεμούσε από μπροστά. Όταν οι άνδρες του Ιούδα γύρισαν και είδαν ότι τους χτυπούσαν από μπροστά κι από πίσω, επικαλέστηκαν τον Κύριο. Τότε ο Κύριος χτύπησε τον Ιεροβοάμ και τους Ισραηλίτες μπροστά από τον Αβιά και το στρατό του Ιούδα. Οι Ισραηλίτες τράπηκαν σε φυγή κι έτσι ο Θεός τους παρέδωσε στα χέρια των Ιουδαίων. Οι Ιουδαίοι τους χτύπησαν και τους επέφεραν μεγάλη καταστροφή, ώστε έπεσαν στο πεδίο της μάχης 500.000 Ισραηλίτες. Ο Αβιά καταδίωξε τον Ιεροβοάμ και πήρε απ' αυτόν τις πόλεις Βαιθήλ, Ισανά και Εφρών. Σε όλη τη διάρκεια της βασιλείας του Αβιά, ο Ιεροβοάμ δεν απόκτησε ποτέ πια την αρχική του δύναμη. Τελικά ο Κύριος τον χτύπησε και πέθανε. Αντίθετα, ο Αβιά γινόταν ολοένα και πιο ισχυρός (Β' Παραλειπομένων 13,3-21).
ΙΒ) Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΑΣΑ ΣΤΟΝ ΙΟΥΔΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΑΑΣΑ, ΗΛΑ, ΖΑΜΒΡΙ ΚΑΙ ΑΜΒΡΙ ΣΤΟΝ ΙΣΡΑΗΛ
Ο Ασά βασίλεψε για 41 χρόνια στην Ιερουσαλήμ (Γ' Βασιλέων 15,8-10. Β' Παραλειπομένων 14,1). Ο Ασά καταδίωξε την ειδωλολατρία από το βασίλειο του Ιούδα και κατέστρεψε τα είδωλα. Πρόσταξε το λαό να λατρεύουν τον Κύριο, τον Θεό των προγόνων τους, και να εφαρμόζουν το Νόμο και τις εντολές του. Κι επειδή κατήργησε απ' όλες τις πόλεις του Ιούδα τους ιερούς τόπους και τα θυσιαστήρια, το βασίλειο είχε ειρήνη για πολλά χρόνια που ήταν βασιλιάς ο Ασά (Γ' Βασιλέων 15,11-15. Β' Παραλειπομένων 14,1-5. 15,16-17).
Στο βόρειο βασίλειο ο Βαασά συνωμότησε εναντίον του Ναδάβ, γιο του Ιεροβοάμ, και τον σκότωσε όταν αυτός βρισκόταν στη Γαβαθών, τον καιρό που ο Ναδάβ πολιορκούσε την πόλη από τους Φιλισταίους. Το γεγονός αυτό συνέβη το 3ο έτος της βασιλείας του Ασά στον Ιούδα. Έτσι το Ναδάβ τον διαδέχτηκε στο θρόνο ο Βαασά. Αυτός όταν έγινε βασιλιάς, εξόντωσε ολόκληρη την οικογένεια του Ιεροβοάμ και δεν άφησε κανένα ζωντανό απ' τους απογόνους του (Γ' Βασιλέων 15,27-30). Ο Βαασά βασίλευσε βασίλευσε 24 έτη, έχοντας ως πρωτεύουσα την πόλη Θερσά (Γ' Βασιλέων 15,33).
Κατά το 15ο έτος της βασιλείας του Ασά, εκστράτευσε εναντίον του Ιούδα ο Ζαρέ από την Αιθιοπία με ένα εκατομμύριο στρατό και 300 πολεμικές άμαξες, κι έφτασε έως τη Μαρισά. Τότε ο Ασά βγήκε να τον αντικρούσει και παρατάχθηκε σε μάχη στην κοιλάδα που βρίσκεται βόρεια της Μαρισά. Ο Ασά, με τη βοήθεια του Κυρίου, χτύπησε τους Αιθίοπες και τους καταδίωξε μέχρι τη Γεδώρ (Γέραρα). Σκοτώθηκαν τόσοι πολλοί Αιθίοπες, ώστε ήταν αδύνατο πια οι υπόλοιποι ν' ανασυγκροτηθούν (Β' Παραλειπομένων 14,9-15. 16,8).
Κατά το 38ο έτος της βασιλείας του Ασά, ο Βαασά, βασιλιάς του Ισραήλ, εκστράτευσε εναντίον του βασιλείου του Ιούδα, καταλαμβάνοντας και οχυρώνοντας τη Ραμά. Τότε ο Ασά πήρε όλο το ασήμι και το χρυσάφι που υπήρχε στα θησαυροφυλάκια του ναού του Κυρίου και του βασιλικού ανακτόρου και έκλεισε συμφωνία με το βασιλιά της Συρίας, έτσι ώστε να διαλύσει τη συμμαχία του με το Βαασά, για ν' αποσύρει το στρατό του από την περιοχή του Ιούδα. Ο βασιλιάς της Συρίας χτύπησε τις πόλεις του Ισραήλ και ο Βαασά σταμάτησε να οχυρώνει τη Ραμά και επέστρεψε στην πατρίδα του (Γ' Βασιλέων 15,16-22. Β' Παραλειπομένων 16,1-6).
Στο βόρειο βασίλειο τον Βαασά διαδέχτηκε ο γιος του, ο Ηλά, ο οποίος βασίλευσε για 2 έτη, έχοντας ως πρωτεύουσα την πόλη Θερσά (Γ' Βασιλέων 16,8-9). Ο Ζαμβρί, ο αρχηγός του μισού ιππικού, συνωμότησε εναντίον του Ηλά και τον βρήκε να πίνει και να μεθοκοπάει στο σπίτι του Ωσά, του αρχιοικονόμου του βασιλικού οίκου. Ο Ζαμβρί μπήκε στο σπίτι, σκότωσε τον Ηλά και βασίλευσε αυτός στη θέση του, σκοτώνοντας όλους τους απογόνους του Βαασά και του Ηλά (Γ' Βασιλέων 16,9-11). Μετά το θάνατο του Ζαμβρί ο ισραηλιτικός λαός διχάστηκε. Οι μισοί ακολούθησαν τον Θαμνί, γιο του Γωνάθ, και ανέδειξαν αυτόν βασιλιά και το άλλο μισό ακολούθησε τον Αμβρί. Ο λαός, όμως, που ακολούθησε τον Αμβρί, επικράτησε εκείνων που ακολούθησαν τον Θαμνί. Ο Θαμνί φονεύθηκε, καθώς κι ο αδελφός του ο Ιωράμ, κι έτσι έγινε βασιλιάς ο Αμβρί. Ο Αμβρί έγινε βασιλιάς του Ισραήλ το 31ο έτος της βασιλείας του Ασά στον Ιούδα, και βασίλεψε 12 χρόνια. Τα πρώτα έξι χρόνια βασίλεψε στην Θερσά. Αγόρασε από τον Σεμήρ το όρος Σεμερών, στον οποίο ανήκε, πληρώνοντας δύο ασημένια τάλαντα, και πάνω του έχτισε μια πόλη που την ονόμασε Σαμάρεια, από το όνομα του Σεμήρ, ιδιοκτήτη του βουνού και την έκανε πρωτεύουσά του (Γ' Βασιλέων 16,21-24). Όλοι οι διάδοχοι του Ιεροβοάμ την περίοδο αυτή έπραξαν ό,τι δυσαρεστεί τον Κύριο, παρασύρθηκαν στην ειδωλολατρία και μαζί παρέσυραν και τον ισραηλιτικό λαό στα είδωλα.
ΙΓ) Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΙΩΣΑΦΑΤ ΣΤΟΝ ΙΟΥΔΑ
Ο Ιωσαφάτ ανέβηκε στο θρόνο του βασιλείου του Ιούδα, μετά το θάνατο του πατέρα του, κατά το 11ο έτος της βασιλείας του Αμβρί στο Ισραήλ. Ήταν τότε 35 ετών και βασίλεψε για 25 έτη στην Ιερουσαλήμ (Γ' Βασιλειών 16,28α. 22,42. Β' Παραλειπομένων 17,1. 20,31). Το δεύτερο έτος της βασιλείας του Ιωσαφάτ στον Ιούδα, ανέβηκε στο θρόνο του βασιλείου του Ισραήλ ο Αχαάβ (Γ' Βασιλειών 16,29) ή κατά άλλη διήγηση ο Ιωσαφάτ ανέβηκε στο θρόνο κατά το τέταρτο έτος της βασιλείας του Αχαάβ (Γ' Βασιλειών 22,41-42). Το 17ο έτος της βασιλείας του Ιωσαφάτ στο θρόνο του Ισραήλ ανέβηκε ο Οχοζίας, ο οποίος βασίλευσε για 2 χρόνια (Γ' Βασιλειών 22,52) και το 18ο έτος της βασιλείας του ανέβηκε ο αδερφός του Οχοζία, ο Ιωράμ (Δ' Βασιλειών 1,18α).
Ο Ιωσαφάτ ακολούθησε το δρόμο του ευσεβούς πατέρα του, του Ασά, και δεν εξέκλινε από τον δρόμο του Θεού, αλλά έπραττε πάντοτε το σωστό ενώπιον του Κυρίου. Γι' αυτό ο Κύριος ήταν μαζί του. Όλος ο λαός στο βασίλειο του Ιούδα του προσέφερε δώρα κι έτσι ο Ιωσαφάτ απέκτησε πλούτο και δόξα. Κατέστρεψε πολλούς ειδωλολατρικούς ιερούς τόπους που βρίσκονταν στις υψηλές τοποθεσίες και στα άλση. Όμως δεν μπόρεσε να εξαλείψει τελείως την ειδωλολατρία, αλλά σε κάποιες υψηλές τοποθεσίες προσφέρονταν ακόμη θυσίες και θυμιάματα σε ειδωλολατρικούς θεούς, γιατί ο λαός δεν είχε τελείως την καρδιά του στον Κύριο (Γ' Βασιλειών 16,28β. 22,43-44. Β' Παραλειπομένων 17,3-6. 20,32-33). Ο Ιωσαφάτ εξαφάνισε από τη χώρα τα υπολείμματα της διαφθοράς, που είχαν απομείνει από τη βασιλεία του πατέρα του (Γ' Βασιλειών 22,47). Ακόμη και τις ιερόδουλες γυναίκες που απέκτησε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του ο πατέρας του, ο Ασά, τις έδιωξε από τη χώρα (Γ' Βασιλειών 16,28δ). Κατά το τρίτο έτος της βασιλείας του έστειλε αξιωματούχους, μαζί με Λευίτες και ιερείς, για να διδάξουν στο λαό το Νόμο του Θεού. Αυτοί περιόδευσαν σε όλο το βασίλειο του Ιούδα έχοντας μαζί τους το βιβλίο του Νόμου του Κυρίου και δίδαξαν σε όλο το λαό (Β' Παραλειπομένων 17,7-9). Μια μέρα ο Ιωσαφάτ βγήκε από την Ιερουσαλήμ και περιόδευσε στη χώρα. Μίλησε στο λαό για τον Κύριο και τους οδήγησε στο σωστό δρόμο. Διόρισε δικαστές σε όλες τις πόλεις του Ιούδα και τους είπε να μην αδικούν, να μην παίρνουν δώρα και να μην κρίνουν ανθρώπινα, αλλά πάντα με φόβο Θεού. Και στην Ιερουσαλήμ δημιούργησε δικαστήριο που αποτελούνταν από ιερείς, Λευίτες και τους γεροντότερους του λαού, έτσι ώστε να κρίνουν με βάση τη δικαιοσύνη του Κυρίου. Και όρισε ως αρχηγό του δικαστηρίου τον αρχιερέα Αμαρία και βοηθό του τον Ζαβδία, γιο του Ισμαήλ, ώστε να καθοδηγούν το δικαστήριο μα βάση το Νόμο του Θεού (Β' Παραλειπομένων 19,4-11).
Σε όλη τη διάρκεια της βασιλείας του Ιωσαφάτ το βασίλειο του Ιούδα υπερίσχυσε του βασιλείου του Ισραήλ. Τοποθέτησε στρατιωτική δύναμη σε όλες τις οχυρές πόλεις του Ιούδα και διόρισε διοικητές σε όλες τις πόλεις του Ιούδα και του Εφραίμ, που είχε καταλάβει ο πατέρας του ο Ασά (Β' Παραλειπομένων 17,1-2). Ο στρατός του αποτελούνταν από άνδρες δυνατούς και έμπειρους στον πόλεμο (Β' Παραλειπομένων 17,13-19). Όλα τα βασίλεια που ήταν γύρω από το βασίλειο του Ιούδα, δεν τόλμησαν να πολεμήσουν εναντίον του Ιωσαφάτ. Μάλιστα οι Φιλισταίοι πρόσφεραν πολλά δώρα και ασήμι στον Ιωσαφάτ. Οι Άραβες του έφεραν 7.700 κριάρια από τα κοπάδια τους. Έτσι ο Ιωσαφάτ γινόταν ολοένα και ισχυρότερος. Έκαμε πολλά έργα και έχτισε στο βασίλειο του Ιούδα συνοικισμούς και πόλεις οχυρωμένες (Β' Παραλειπομένων 17,10-13).
Κάποτε οι Μωαβίτες, οι Αμμωνίτες, οι Εδωμίτες και οι Μιναίοι εξεστράτευσαν να πολεμήσουν εναντίον του Ιωσαφάτ. Αγγελιαφόροι πληροφόρησαν τον Ιωσαφάτ ότι ήρθε μεγάλος στρατός πέρα από την Νεκρά Θάλασσα και βρίσκονται ήδη στην Ασασάν Θαμάρ (Εγγαδί). Ο Ιωσαφάτ φοβήθηκε, έστρεψε το πρόσωπό του στον Κύριο και ζήτησε την βοήθειά του. Στο μεταξύ κήρυξε νηστεία σε όλο το βασίλειο του Ιούδα. Έτσι όλοι οι Ιουδαίοι συγκεντρώθηκαν απ' όλες τις πόλεις του Ιούδα, για να ζητήσουν με θερμή προσευχή τη βοήθεια του Κυρίου. Ο Ιωσαφάτ σηκώθηκε όρθιος ανάμεσα στη συγκέντρωση του λαού που έγινε στην αυλή του Ναού στην Ιερουσαλήμ και προσευχήθηκε στον Κύριο (Β' Παραλειπομένων 20,1-13). Κάποια στιγμή κατέβηκε το Πνεύμα του Κυρίου στον Οζιήλ, γιο του Ζαχαρία, που ήταν απόγονος του Ασάφ, και είπε να μην φοβηθούν το μεγάλο στρατό γιατί ο Κύριος θα είναι μαζί τους (Β' Παραλειπομένων 20,14-19). Το επόμενο πρωϊνό ο Ιωσαφάτ όρισε ψαλμωδούς να προπορεύονται του στρατού και να δοξολογούν τον Κύριο. Όταν ο στρατός του Ιωσαφάτ έφτασε στο πεδίο της μάχης και οι ψαλμωδοί δοξολογούσαν τον Κύριο, ο Κύριος έκανε ώστε οι Αμμωνίτες και οι Μωαβίτες να μάχονται εναντίον των Εδωμιτών. Κι έτσι πολέμησαν ο ένας εναντίον του άλλου και αλληλοεξοντώθηκαν. Όταν οι Αμμωνίτες και οι Μωαβίτες νίκησαν τους Εδωμίτες, τότε πολέμησαν μεταξύ τους. Ο στρατός του Ιωσαφάτ είχε ανεβεί σε κάποιο ύψωμα της ερήμου και παρατηρούσαν το στρατό των εχθρών που πολεμούσαν μεταξύ τους και αλληλοεξοντώθηκαν σχεδόν όλοι. Τότε ο Ιωσαφάτ με το στρατό πήγαν για να πάρουν τα λάφυρα των εχθρών τους. Πήραν πολλά ζώα και πολύτιμα σκεύη. Για τρεις ημέρες μάζευαν τα λάφυρα των εχθρών γιατί ήταν πολλά. Μετά την εξόντωση των εχθρών, ο Ιωσαφάτ με το στρατό του πήγαν στο Ναό του Κυρίου κι εκεί ύμνησαν και δοξολόγησαν το Θεό για τη σωτηρία τους. Οι κάτοικοι των άλλων βασιλείων τρόμαξαν, όταν πληροφορήθηκαν ότι ο ίδιος ο Κύριος πολέμησε εναντίον των εχθρών του Ισραηλιτικού λαού. Έτσι ειρήνευσε η βασιλεία του Ιωσαφάτ, διότι ο Κύριος τον περιφρούρησε και τον γλύτωσε από τους εχθρούς του (Β' Παραλειπομένων 20,20-30).
ΙΔ) Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΑΧΑΑΒ ΣΤΟΝ ΙΣΡΑΗΛ
Ο Αχαάβ, όταν πέθανε ο πατέρας του, ο Αμβρί, κατά το δεύτερο έτος της βασιλείας του Ιωσαφάτ στον Ιούδα, ανέβηκε στο θρόνο του βασιλείου του Ισραήλ (Γ' Βασιλέων 16,28-29). Ο Αχαάβ έπραξε ό,τι δυσαρεστεί τον Κύριο, ξεπερνώντας στην ασέβεια όλους τους προκατόχους του. Και δεν του έφτανε αυτό, αλλά πήρε ακόμα για γυναίκα του την Ιεζάβελ, κόρη του Ιεθεβαάλ (Εθβαάλ), βασιλιά των Σιδωνίων, και λάτρεψε το Βάαλ και τον προσκύνησε. Έχτισε, μάλιστα, θυσιαστήριο στο Βάαλ, στον ομώνυμο ναό, που είχε χτίσει στη Σαμάρεια. Ο Αχαάβ έκανε περισσότερες αμαρτίες απ' όλους τους προκατόχους του, εξοργίζοντας έτσι τον Κύριο (Γ' Βασιλέων 16,30-33). Την ίδια περίοδο εμφανίστηκε και ο προφήτης Ηλίας. Ο προφήτης, ως απεσταλμένος του Θεού, πηγαίνει στο βασιλιά Αχαάβ και προφητεύει ότι θ' ακολουθήσουν τρία χρόνια ανομβρίας στη χώρα. Έπειτα για ν' αποφύγει την οργή του Αχαάβ, κατέφυγε στο χείμαρρο Χορράθ, ανατολικά του Ιορδάνη (Γ' Βασιλέων 17,1-7).
Μετά από πολύ καιρό, το τρίτο έτος της ξηρασίας, ο προφήτης Ηλίας απέδειξε την ανωτερότητα του αληθινού Θεού απέναντι στους ιερείς του Βάαλ και της Αστάρτης, τους οποίους με τη βοήθεια του λαού τους οδήγησε στο χείμαρρο Κισσών και τους έσφαξε εκεί (Γ' Βασιλέων 18,20-40). Αμέσως μετά ο προφήτης για να γλιτώσει την οργή της βασίλισσας Ιεζάβελ κατέφυγε στο όρος Χωρήβ (Γ' Βασιλέων 19,1-21). Όταν επέστρεψε έλεγξε τον Αχαάβ για το φόνο του Ναβουθαί και προφήτευσε το θάνατο του Αχαάβ και της Ιεζάβελ (Γ' Βασιλέων 20,17-24).
Επί βασιλείας Αχαάβ οι Σύριοι προσπάθησαν να εισβάλουν στο βασίλειο του Ισραήλ δύο φορές, απωθήθηκαν όμως, την πρώτη στη Σαμάρεια (Γ' Βασιλειών 20,1-21) και τη δεύτερη στην Αφέκ (Γ' Βασιλειών 20,26-34). Έτσι ο γιος Άδερ (Βεν Αδάδ), βασιλιάς των Συρίων, συγκέντρωσε όλο το στρατό του, που αποτελούνταν από συμμαχία 32 βασιλιάδων, με ιππικό και πολεμικά άρματα, και πολιόρκησε την πόλη της Σαμάρειας, με σκοπό να την κυριέψει. Στη μάχη που ακολούθησε οι Ισραηλίτες ανάγκασαν τους Σύριους να υποχωρήσουν και τους έτρεψαν σε φυγή. Έπειτα τους καταδίωξαν και ο Σύρος βασιλιάς σώθηκε ανεβαίνοντας πάνω στο άλογο κάποιου στρατιώτη. Ο στρατός του Αχαάβ επέφερε μεγάλη καταστροφή στους Σύρους και πήραν ως λάφυρα πολλά άλογα και άρματα (Γ' Βασιλέων 21,1-22).
Μετά από ένα χρόνο ο γιος Άδερ (Βεν Αδάδ) συγκέντρωσε στρατό και εκστράτευσε εναντίον της Αφέκ (Αφεκά) για να πολεμήσει τους Ισραηλίτες. Ο στρατός του Αχαάβ είχε προετοιμαστεί και είχε ανεφοδιαστεί. Οι δύο στρατοί έμειναν στρατοπεδευμένοι ο ένας απέναντι στον άλλον εφτά μέρες. Την έβδομη μέρα άρχισε η μάχη και οι Ισραηλίτες θανάτωσαν 100.000 πεζούς Σύριους. Όσοι επέζησαν κατέφυγαν στην Αφέκ, αλλά το τείχος της πόλης έπεσε πάνω τους και σκοτώθηκαν άλλοι 27.000 Σύριοι στρατιώτες. Ο γιος Άδερ (Βεν Αδάδ) τράπηκε σε φυγή και στη συνάντηση που είχε με τον Αχαάβ, του επέστρεψε όλες τις πόλεις που είχε πάρει ο πατέρας του από τον πατέρα του και του έδωσε το δικαίωμα να χτίσει για τον εαυτό του αγορές στη Δαμασκό, όπως είχε ο πατέρας μου στη Σαμάρεια. Με αυτή τη συμφωνία ο Αχαάβ συμφώνησε και τον άφησε ελεύθερο (Γ' Βασιλέων 21,23-34).
Η πόλη Ρεμμάθ (Ραμώθ) της Γαλαάδ την εποχή του βασιλιά Αχαάβ είχε καταλειφθεί από τους Σύριους. Ο Αχαάβ, ο βασιλιάς του Ισραήλ, συμφώνησε με τον Ιωσαφάτ, βασιλιά του Ιούδα, να πολεμήσουν μαζί στη Γαλαάδ για να πάρουν πίσω τη Ρεμμάθ (Ραμώθ) από τους Σύριους. Στην εκστρατεία του Αχαάβ συνέβαλαν και οι ψευδοπροφήτες του με τις ευνοϊκές τους προβλέψεις, παρά τις αντίθετες προβλέψεις του προφήτη Μιχαία (Γ' Βασιλέων 22,1-28). Έτσι ο Αχαάβ, βασιλιάς του Ισραήλ, και ο Ιωσαφάτ, βασιλιάς του Ιούδα, πήγαν στη Γαλαάδ για να πάρουν από τους Σύριους τη Ρεμμάθ (Ραμμώθ). Ο Αχαάβ είπε στον Ιωσαφάτ, ότι θα πάρει τη στολή ενός στρατιώτη και θα πάει να πολεμήσει ως ένας απλός στρατιώτης και πρότεινε στον Ιωσαφάτ να φορέσει τη δική του βασιλική στολή. Έτσι ο Αχαάβ μπήκε στη μάχη ντυμένος ως απλός στρατιώτης. Ο βασιλιάς των Συρίων είχε δώσει στους 32 αρχηγούς των πολεμικών αρμάτων του ρητή διαταγή να μη χτυπήσουν κανέναν, ούτε απλό στρατιώτη ούτε αξιωματικό, παρά μόνο το βασιλιά του Ισραήλ. Οι αρχηγοί των πολεμικών αρμάτων, όταν είδαν τον Ιωσαφάτ θεώρησαν πως αυτός ήταν ο βασιλιάς του Ισραήλ κι έτρεξαν καταπάνω του να τον χτυπήσουν. Αλλά ο Ιωσαφάτ έβγαλε μια πολεμική κραυγή και οι αρχηγοί των πολεμικών αρμάτων, όταν είδαν ότι δεν ήταν αυτός ο βασιλιάς του Ισραήλ, σταμάτησαν να τον καταδιώκουν. Αλλά ένας από αυτούς τέντωσε το τόξο και το βέλος τυχαία χτύπησε τον Αχαάβ και τον σκότωσε. Έτσι με το θάνατο του Αχαάβ σταμάτησε ο πόλεμος εναντίον των Συρίων (Γ' Βασιλέων 22,29-37).
ΙΕ) Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΙΩΡΑΜ ΣΤΟΝ ΙΣΡΑΗΛ
Ο Ιωράμ διαδέχτηκε τον αδελφό του Οχοζία και ήταν γιοι του Αχαάβ και οι δύο. Ο Ιωράμ ανέβηκε στο θρόνο του Ισραήλ το 18ο έτος της βασιλείας του Ιωσαφάτ στον Ιούδα και βασίλευσε για 12 χρόνια, έχοντας ως πρωτεύουσα την Σαμάρεια (Δ' Βασιλειών 1,18α. 3,1). Η Μωάβ την εποχή αυτή ήταν υποτελής στο βασίλειο του Ισραήλ. Ο Μωσά (Μεσά), βασιλιάς της Μωάβ, είχε πολλά κοπάδια. Εξαιτίας μιας αποτυχημένης επανάστασής του πλήρωνε κάθε χρόνο στο βασιλιά του Ισραήλ 100.000 αρνιά και 100.000 κριάρια ακούρευτα. Όταν όμως πέθανε ο Αχαάβ, ο Μωσά αρνήθηκε να πληρώσει το φόρο στο νέο βασιλιά. Ο Ιωράμ έστειλε ανθρώπους στον Ιωσαφάτ, βασιλιά του Ιούδα, και του ζήτησε να τον βοηθήσει στον πόλεμο κατά της Μωάβ. Ο Ιωσαφάτ δέχτηκε. Έτσι ο Ιωράμ και ο Ιωσαφάτ, μαζί με τον βασιλιά της Εδώμ προχώρησαν για να πολεμήσουν τους Μωαβίτες. Μετά από 7 ημέρες πορεία, εκεί που έφτασαν δεν υπήρχε νερό για το στρατό και για τα ζώα τους. Τότε οι τρεις βασιλιάδες ξεκίνησαν για να συναντήσουν τον προφήτη Ελισαίο για να πάρουν τη γνώμη του. Ο Ελισαίος για χάρη του Ιωσαφάτ του είπε ν' ανοίξουν μέσα στον ξηροπόταμο λάκκους και με τη βοήθεια του Θεού θα γεμίσει με νερό. Και ο Κύριος θα παραδώσει τη χώρα των Μωαβιτών στην εξουσία τους και θα καταστρέψουν τη Μωάβ (Δ' Βασιλειών 3,4-19).
Πράγματι το επόμενο πρωϊνό, όταν προσφέρθηκε η θυσία στον Κύριο, η περιοχή γέμισε με νερό. Στο μεταξύ, όταν οι Μωαβίτες πληροφορήθηκαν ότι οι τρεις βασιλιάδες εκστράτευσαν εναντίον τους, φοβήθηκαν και ετοιμάστηκαν για πόλεμο. Παρατάχτηκαν στα σύνορα της χώρας τους. Το πρωΐ όταν είδαν τον ήλιο να πέφτει πάνω στα νερά, τα είδαν να είναι κόκκινα σαν το αίμα. Νόμισαν πως οι τρεις βασιλιάδες πολέμησαν μεταξύ τους και αλληλοεξοντώθηκαν. Έτσι ξεκίνησαν για να πάρουν τα λάφυρα των εχθρών. Οι Μωαβίτες όρμησαν στο στρατόπεδο των Ισραηλιτών και των Ιδουμαίων, αλλά οι Ισραηλίτες και οι Ιδουμαίοι τους νίκησαν και τους έτρεψαν σε φυγή. Έπειτα μπήκαν στη χώρα των Μωαβιτών και κατέστρεψαν όλες τις πόλεις. Προκάλεσαν τέτοια καταστροφή, ώστε δεν έμειναν παρά μόνο οι πέτρες από τις κατεστραμένες πόλεις. Οι Ισραηλίτες που χειρίζονταν τις σφενδόνες, περικύκλωσαν την πρωτεύουσα της Μωάβ και την κατέλαβαν. Όταν ο βασιλιάς της Μωάβ είδε ότι έχασε τον πόλεμο, πήρε μαζί του 700 άνδρες και προσπάθησε να επιτεθεί στους Ιδουμαίους, αλλά δεν το κατόρθωσε. Τότε πήρε τον πρωτότοκο γιο του και τον προσέφερε θυσία ολοκαυτώματος πάνω στα τείχη της πόλεως. Οι Ισραηλίτες, όταν είδαν αυτή την τραγική θυσία, συγκλονίστηκαν και αποχώρησαν από την Μωάβ (Δ' Βασιλειών 3,20-27).
ΙΣΤ) Ο ΕΛΙΣΑΙΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΡΙΟΙ
Την εποχή που ο βασιλιάς των Συρίας ήταν σε πόλεμο με τους Ισραηλίτες, συσκέφτηκε με τους αξιωματούχους του και αποφάσισε σε ποιο σημείο θα στρατοπεδεύσει. Στο μεταξύ, ο Ελισαίος φωτισμένος από το Θεό, έστειλε άνθρωπο στον βασιλιά των Ισραηλιτών και του έλεγε να μην περάσει από εκείνο, γιατί έχουν στρατοπεδεύσει οι Σύριοι κι έχουν στήσει ενέδρα. Ο βασιλιάς των Ισραηλιτών έστειλε στρατιώτες να επιτηρούν το σημείο εκείνο που του υπέδειξε ο προφήτης και κάθε φορά που οι Σύριοι έστηναν ενέδρα, ο Ελισαίος ειδοποιούσε το βασιλιά κι αυτός έπαιρνε τις προφυλάξεις του (Δ' Βασιλειών 6,8-10). Ο βασιλιάς της Συρίας θύμωσε και κάλεσε τους αξιωματούχους του και τους ζήτησε να μάθουν, ποιος είναι αυτός που τον προδίδει στο βασιλιά των Ισραηλιτών. Ένας από τους αξιωματούχους του είπε, πως ο προφήτης Ελισαίος ήταν αυτός που φανερώνει τις θέσεις των Συρίων στους Ισραηλίτες. Έτσι ο βασιλιάς των Συρίων διέταξε να μάθουν που μένει. Εκείνοι του είπαν στη Δωθαΐμ. Τότε έστειλε ισχυρό στρατό, ιππικό και πολεμικά άρματα για να τον συλλάβουν. Ο στρατός των Συρίων έφτασε στη Δωθαΐμ το βράδυ και περικύκλωσε την πόλη. Οι Σύριοι επιτέθηκαν με σκοπό να συλλάβουν τον προφήτη. Τότε ο Ελισαίος προσευχήθηκε στον Κύριο, για να χτυπήσει το στρατό των Συρίων με τύφλωση. Πράγματι ο Κύριος τύφλωσε τους Σύριους και ο Ελισαίος είπε στους προελαύνοντες στρατιώτες να τον ακολουθήσουν, για να τους οδηγήσει στον άνθρωπο που ζητάνε. Ο Ελισαίος τους οδήγησε στη Σαμάρεια. Όταν ο στρατός των Συρίων μπήκε μέσα στη Σαμάρεια, ο Ελισαίος προσευχήθηκε στον Κύριο για να τους ανοίξει τα μάτια. Τότε είδαν ότι βρισκόντουσαν μέσα στην πόλη. Ο βασιλιάς των Ισραηλιτών όταν είδε τους Σύριους εγκλωβισμένους μέσα στην πόλη, ζήτησε την άδεια του προφήτη για να τους χτυπήσει. Ο Ελισαίος του είπε πως δεν έχει το δικαίωμα να τους χτυπήσει, γιατί δεν ήταν δικοί του αιχμάλωτοι. Παρά μόνο να τους δώσει φαγητό και νερό και μετά να τους αφήσει ελεύθερους να φύγουν. Ο βασιλιάς των Ισραηλιτών έπραξε όπως του είπε ο Ελισαίος. Τους έδωσε φαγητό και νερό και τους άφησε ελεύθερους να φύγουν. Από τότε σταμάτησαν οι Σύριοι τις ληστρικές επιδρομές στο βασίλειο του Ισραήλ (Δ' Βασιλειών 6,11-23).
Μετά από τα γεγονότα αυτά ο γιος Άδερ, βασιλιάς της Συρίας, συγκέντρωσε το στρατό του και επιτέθηκε εναντίον της Σαμάρειας, την οποία και πολιόρκησε. Έτσι έπεσε μεγάλη πείνα μέσα στην πόλη. Μάλιστα λόγω της πολιορκίας ένα κεφάλι γαϊδουριού πωλούνταν για 50 ασημένιους σίκλους και μισό λίτρο κοπριάς περιστεριών για 5 ασημένιους σίκλους. Ο βασιλιάς των Ισραηλιτών περπατούσε κάποια μέρα πάνω στα τείχη της πόλης. Κάποια γυναίκα του φώναξε για να τη σώσει που πεθαίνει από την πείνα. Ο βασιλιάς της απάντησε, πως εάν ο Κύριος δεν τη σώσει, πως θα μπορέσει αυτός; Έπειτα ο βασιλιάς τη ξαναρώτησε τι της συμβαίνει; Εκείνη απάντησε πως μια γυναίκα της είπε να φέρει το παιδί της να το φάνε σήμερα και την άλλη μέρα θα φέρει το δικό της. Έτσι η γυναίκα που μιλούσε με το βασιλιά έφερε το δικό της παιδί και το φάγανε. Κι όταν την επόμενη έπρεπε να φέρει η άλλη το δικό της, εκείνη το έκρυψε. Ο βασιλιάς των Ισραηλιτών άκουσε τα λόγια της γυναίκας και κατελήφθη από μεγάλη οδύνη, έσχισε τα ρούχα του και προχωρούσε πάνω στα τείχη φορώντας μόνο σάκκινα ενδύματα. Και ο λαός έβλεπε το βασιλιά να βαδίζει πάνω στα τείχη φορώντας σάκκινα ενδύματα. Και πάνω στο θυμό του ο βασιλιάς ορκίστηκε στο Θεό πως θα πάρει το κεφάλι του Ελισαίου. Έτσι ο βασιλιάς πήγε στο σπίτι του προφήτη για να του πάρει το κεφάλι (Δ' Βασιλειών 6,32-33);
Είπε ο Ελισαίος στον βασιλιά «Άκουσε τον λόγο του Κυρίου. Αύριο η κατάσταση θ' αλλάξει κι ένα μέτρο σιμιγδάλι θα πωλείται για ένα ασημένιο σίκλο και δύο μέτρα κριθάρι θα πωλούνται επίσης για ένα ασημένιο σίκλο στην πύλη της Σαμάρειας». Ο υπασπιστής του βασιλιά, στον οποίο ο βασιλιάς ανέπαυε και στήριζε το χέρι του, είπε στον Ελισαίο με ειρωνεία «Μήπως μπορεί ο Θεός ν' ανοίξει καταρράκτες από τον ουρανό και να μας στείλει τα τρόφιμα αυτά; Αυτό είναι πράγμα αδύνατον». Ο Ελισαίος του είπε «Εσύ ο ίδιος θα δεις την αφθονία των αγαθών, από τα οποία όμως για την απιστία σου δεν θα φας τίποτα από αυτά» (Δ' Βασιλειών 7,1-2).
Στο μεταξύ τέσσερις λεπροί άνδρες βρίσκονταν έξω από την πύλη της Σαμάρειας. Αυτοί λοιπόν αποφάσισαν να πάνε στο στρατόπεδο των Σύρων, μήπως τους λυπηθούν και τους δώσουν λίγα τρόφιμα. Κι έτσι σηκώθηκαν και καθώς είχε πέσει το σκοτάδι, μπήκαν στο στρατόπεδο των Σύρων. Και στο στρατόπεδο δεν βρισκόταν κανένας στρατιώτης. Ο Κύριος έκαμε, ώστε οι Σύριοι ν' ακούσουν κάποιο μεγάλο θόρυβο, σαν να προέρχονταν από μεγάλο στρατό και πολεμικά άρματα. Τότε νόμισαν πως ο βασιλιάς των Ισραηλιτών πήρε μισθοφορικό στρατό από τους Χετταίους και τους Αιγύπτιους και επιτέθηκε εναντίον τους. Έτσι τράπηκαν πανικόβλητοι σε φυγή μέσα στη νύχτα, αφήνοντας πίσω στο στρατόπεδο τις σκηνές και τ' άλογά τους. Οι λεπροί μπήκαν στο στρατόπεδο και πήραν ότι μπορούσαν. Έπειτα ανήγγειλαν στην Σαμάρεια το χαρμόσυνο γεγονός. Ο βασιλιάς έστειλε δύο άνδρες για να βεβαιωθούν εάν οι Σύριοι έφυγαν. Εκείνοι προχώρησαν μέχρι τον Ιορδάνη και πήραν την κατεύθυνση της φυγής των Σύρων. Ο δρόμος ήταν γεμάτος από ρούχα κι αντικείμενα που πετούσαν οι Σύριοι, καθώς έφευγαν πανικόβλητοι για να σωθούν. Οι απεσταλμένοι του βασιλιά επέστρεψαν και ανήγγειλαν τα γεγονότα στο βασιλιά. Τότε όλος ο λαός της Σαμάρειας βγήκε από την πόλη και πήγε στο στρατόπεδο των Σύρων, όπου επιδόθηκε σε λεηλασίες. Ήταν τόσα πολλά τα λάφυρα και τα τρόφιμα, ώστε σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου, ένα μέτρο σιμιγδάλι και δύο μέτρα κριθάρι πωλούνταν για ένα ασημένιο σίκλο. Ο βασιλιάς έστειλε στην πύλη της πόλης τον υπασπιστή του για να εποπτεύει. Ο λαός όμως καθώς έβγαινε με ορμή από την πύλη, τον καταπάτησε και τον σκότωσε, όπως είχε προαναγγείλει ο Ελισαίος (Δ' Βασιλειών 7,3-20).
Μερικά χρόνια αργότερα ο Ελισαίος πήγε στη Δαμασκό. Ο γιος Άδερ, ο βασιλιάς της Συρίας, ήταν άρρωστος. Ο βασιλιάς είπε στον Αζαήλ, να πάρει δώρα και να πάει να συναντήσει τον προφήτη και να τον ρωτήσει εάν θα θεραπευτεί από την ασθένεια. Ο Αζαήλ πήρε πολλά δώρα και πήγε να συναντήσει τον Ελισαίο. Όταν ο Αζαήλ συνάντησε τον Ελισαίο τον ρώτησε για την ασθένεια του βασιλιά της Συρίας. Ο Ελισαίος του είπε πως ο βασιλιάς της Συρίας θα θεραπευτεί, αλλά ο Κύριος του υπέδειξε πως θα πεθάνει με άλλο τρόπο. Τότε ο Ελισαίος στάθηκε μπροστά στον Αζαήλ και τον παρατηρούσε. Τότε προφήτευσε πως ο Αζαήλ θα γίνει βασιλιάς της Συρίας και θα γίνει αιτία για πολλά κακά στους Ισραηλίτες. Ο Αζαήλ έφυγε από τον Ελισαίο και ξαναγύρισε στο παλάτι, όπου είπε στο βασιλιά της Συρίας πως θα θεραπευτεί από την αρρώστια και θα ζήσει. Την επόμενη όμως μέρα πήρε ένα σκέπασμα, το βούτηξε μέσα στο νερό και μ' αυτό τύλιξε ασφυκτικά το πρόσωπο του βασιλιά και τον έπνιξε. Κι έτσι ο Αζαήλ έγινε βασιλιάς στη Συρία (Δ' Βασιλειών 8,7-15).
Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΒΑΣΙΛΕΩΝ
Ο βασιλιάς της Βαβυλώνας, Ναβουχοδονόσορας Β΄ κατέστρεψε την Ιερουσαλήμ, έκαψε τον ναό του Σολομώντα και οδήγησε τους Ισραηλίτες στη βαβυλώνια αιχμαλωσία (586 ή 581 π.Χ.). Η αιχμαλωσία στη Βαβυλώνα δε διαρκεί πολύ. Ο Πέρσης βασιλιάς Κύρος κατέλυσε τη βαβυλωνιακή αυτοκρατορία και επέτρεψε την επάνοδο των Εβραίων στις εστίες τους και την ανοικοδόμηση του ναού του Σολομώντα (583 π.Χ.). Την περσική κυριαρχία ακολούθησε η υποταγή στους Έλληνες και τέλος στους Ρωμαίους. Το 70 μ.Χ., έπειτα από εξέγερση των Εβραίων εναντίον των Ρωμαίων, ο Τίτος κατέστρεψε την Ιερουσαλήμ. Από τότε και έπειτα οι Εβραίοι δεν υπάρχουν πια ως ανεξάρτητη και συγκροτημένη πολιτική οντότητα και με την πάροδο του χρόνου διασκορπίζονται στα πέρατα του τότε γνωστού κόσμου. Ο Ψαλμός 136 αναφέρεται στα χρόνια της αιχμαλωσίας των Ισραηλιτών στη Βαβυλώνα και ο Ψαλμός 125 αναφέρεται στην επιστροφή των αιχμαλώτων από τη Βαβυλώνα, τους οποίους ο Κύριος επανέφερε στην πατρίδα τους.
Η περιοχή κατακτήθηκε μεταγενέστερα από τους Βυζαντινούς (330 - 640 μ.Χ.), τους Άραβες (7ο αιώνας μ.Χ), τους Σελτζούκους Τούρκους (1071 μ.Χ.), τους Σταυροφόρους (1099 - 1187 μ.Χ.), τους Μαμελούκους Αιγύπτιους (περί το 1250 - 1516 μ.Χ.), τους Οθωμανούς (1516 - 1831 μ.Χ.), τους Αιγύπτιους (1831 - 1841 μ.Χ.) και πάλι τους Οθωμανούς Τούρκους (1841 - 1917 μ.Χ.) ενώ διετέλεσε βρετανικό προτεκτοράτο μεταξύ 1920 - 1948 μ.Χ..
Ο πρώτος μαζικός επαναπατρισμός Εβραίων συνέβη κατά τον 14ο αιώνα κυρίως από την Ισπανία προς την Ιερουσαλήμ. Η Εβραϊκή μετανάστευση συνεχίστηκε και αυξήθηκε σημαντικά στα επόμενα χρόνια, ιδιαίτερα μετά το 1917, και πολλές καθαρά εβραϊκές νέες πόλεις και ιδρύματα χτίστηκαν. Με την έναρξη του δεύτερου παγκόσμιου πόλεμου και καθ' όλη τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος οι Βρετανοί απαγόρευσαν την είσοδο Εβραίων στη χώρα. Μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου μια εβραϊκή μυστική στρατιωτική οργάνωση, η Χαγκανά (Άμυνα), που σχηματίστηκε στα χρόνια μετά το Ολοκαύτωμα, άρχισε να μάχεται τους Βρετανούς και τους Άραβες, επιχειρήσεις που η ισραηλινή ιστορία καταγράφει ως την αρχή του ισραηλινού πολέμου της ανεξαρτησίας. Το σύγχρονο ανεξάρτητο κράτος του Ισραήλ, δημιουργήθηκε το 1948 μ.Χ. με πρωτεύουσα το Τελ Αβίβ.
Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ
Η θρησκεία των Εβραίων ονομάζεται Ιουδαϊσμός και είναι μονοθεϊστική. Πυρήνας της θρησκείας τους αποτελεί ο Νόμος, ο Δεκάλογος, η Διαθήκη, που μετά την έξοδο και στη διάρκεια της πορείας προς την Παλαιστίνη, ο Θεός (Γιαχβέ) εμπιστεύτηκε στον εκλεκτό του λαό.
ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ
Η σύγχρονη ισραηλινή κοινωνία διαχωρίζεται ανάμεσα στους κοσμικούς φιλελεύθερους (συνήθως περισσότερο μορφωμένους και πιο εύπορους) και τους υπερ-ορθόδοξους Εβραίους με επίκεντρο το Τελ Αβίβ και την Ιερουσαλήμ αντίστοιχα. Ως επί το πλείστον οι πρώτοι είναι ρεαλιστικοί εθνικιστές και επιζητούν ειρηνική γειτονία με ένα ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος και την εκλαΐκευση του οικογενειακού δικαίου που παραμένει θρησκευτικό. Οι δε δεύτεροι, ακολουθώντας την Παλαιά Διαθήκη θεωρούν ότι ο Θεός υποσχέθηκε στους Εβραίους όλη την περιοχή της Βιβλικής Χαναάν, μέρος της οποίας είναι και η πατρίδα των Παλαιστινίων, και γι' αυτό το λόγο εποικίζουν διαρκώς τη Δυτική Όχθη κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου αλλά και απαιτούν να γίνει ο Ιουδαϊκός νόμος η αποκλειστική πηγή δικαίου της χώρας.
Παραδόξως ένας μικρός αριθμός υπερορθόδοξων Εβραίων ισραηλινών (υπολογίζονται σε 5.000 άτομα εκ των οποίων περίπoυ 100 δραστηριοποιούνται πολιτικά υπέρ των Αράβων) είναι αντισιωνιστές. Τα μέλη της οργάνωσης τoυς, επονομαζόμενης Naturei Karta, αρνούνται να αναγνωρίσουν το κράτος του Ισραήλ με τον ισχυρισμό ότι μόνον ο ερχόμενος Μεσσίας δικαιούται να ανασυστήσει αυτό το αρχαίο κράτος. Μία άλλη κοινωνική διαφοροποίηση εντοπίζεται ανάμεσα στους Ασκενάζι, Σεφαρδίτες και Μιζραχί δηλ. Εβραίους πολίτες που ήρθαν στη χώρα αντίστοιχα από την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη οι πρώτοι, την Ιβηρική χερσόνησο, Μαρόκο και Βαλκάνια, οι δεύτεροι από τις αραβικές χώρες, την Αιθιοπία, τον Καύκασο, το Αφγανιστάν, το Πακιστάν και οι τρίτοι από την Ινδία . Η ελίτ της διανόησης, οικονομίας, διοίκησης και της πολιτικής στελεχώνεται, σε δυσανάλογα μεγάλο ποσοστό, από Ασκενάζι.
|