ΑΡΧΑΙΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ |
|
ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ |
Η ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ (ΠΑΛΙΑ ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΙΕΒΟΥΣ)
Η Ιερουσαλήμ είναι η μεγαλύτερη πόλη του Ισραήλ, με 544.000 κατοίκους (1993). Η παλιά της ονομασία ήταν Ιεβούς και ανήκε στους Ιεβουσαίους. Ο βασιλιάς Δαβίδ την κατέλαβε από τους Ιεβουσαίους και την έκανε πρωτεύουσα του κράτους του. Χάρτης B1,C6. Αποτελεί ιερή πόλη για τις τρεις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες, τον ιουδαϊσμό, τον ισλαμισμό και το χριστιανισμό, αλλά και αντικείμενο διαμάχης μεταξύ των διαφορετικών κοινοτήτων της. Στην Ιερουσαλήμ βρίσκεται η έδρα του ορθόδοξου Πατριαρχείου των Ιεροσολύμων, που αποτελεί την ιστορική συνέχεια της πρώτης χριστιανικής εκκλησίας.
ΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ
Η Παλιά Πόλη περιβάλλεται από τείχος χτισμένο τον 16ο αι. από τους Τούρκους και διαιρείται σε 4 τομείς, τον εβραϊκό, τον χριστιανικό, τον μουσουλμανικό και τον αρμενικό. Το ιερότερο σημείο της εβραϊκής συνοικίας είναι ο Ναός του Όρους. Ξεχωρίζουν, επίσης, το Δυτικό Τείχος, γνωστό ως Τείχος των Δακρύων, το οποίο αποτελεί έναν από τους ιερότερους βωμούς των Ιουδαίων, το όρος Σιών με τον τάφο του Δαβίδ, το όρος των Ελαιών και πολλές αναστηλωμένες και σύγχρονες συναγωγές. Το θρησκευτικό κέντρο του χριστιανικού τομέα αποτελούν ο Γολγοθάς, ο ναός της Αναστάσεως με τον μεγαλοπρεπή τρούλο στο κέντρο του και πλήθος κτισμάτων, καθώς και ο τάφος του Χριστού, στον οποίο καταλήγει η οδός του Μαρτυρίου ή του Σταυρού, που περιλαμβάνει τις 14 Στάσεις που συνδέονται με τα Πάθη του Χριστού. Τα σπουδαιότερα κτίσματα της μουσουλμανικής συνοικίας είναι ο Τρούλος του Βράχου ή Τέμενος του Ομάρ, χτισμένος πάνω σε ιερό βράχο των μουσουλμάνων και τόπος προσκυνήματος, καθώς και το Αλ-Άκσα του 8ου μ.Χ. αι. με ασημένιο τρούλο.
|
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ
Είναι αρχαία πόλη και πιθανώς πρόκειται για την αρχαία πόλη Σαλήμ, της οποίας βασιλιάς υπήρξε ο Μελχισεδέκ. Οι πρώτοι που εγκαταστάθηκαν στα Ιεροσόλυμα ήταν οι Ιεβουσαίοι στις αρχές της 2ης χιλιετηρίδας π.Χ. και ονομαζόταν Ιεβούς. Αργότερα, η πόλη έγινε αυτόνομο βασίλειο, κάτω από την κυριαρχία της Αιγύπτου (1400 π.Χ.).
Η ένωση των κρατιδίων σ' ένα ενιαίο κράτος της Ιουδαίας, έδωσε την αφορμή στο βασιλιά Δαβίδ, στις αρχές του 10ου αιώνα π.Χ., να κυριεύσει με αιφνιδιασμό την πόλη και να την κάνει πρωτεύουσα της Ιουδαίας. Ο βασιλιάς Δαβίδ οχύρωσε την πόλη χτίζοντας τείχη γύρω από αυτήν και ο γιος του Σολομώντας, που έμεινε γνωστός για τη μεγάλη του σοφία, έχτισε τον περίφημο ναό των Ιεροσολύμων. Αμέσως μετά το θάνατο του Σολομώντα το ενιαίο βασίλειο διασπάστηκε και δημιουργήθηκαν δύο βασίλεια: το Βόρειο και το Νότιο. Το Βόρειο Βασίλειο περιλάμβανε τις 10 φυλές και γι’ αυτό διατήρησε το όνομα Ισραήλ. Πρώτος του βασιλιάς ήταν ο αξιωματικός του Σολομώντα, ο Ιεροβοάμ. Πρωτεύουσά του ήταν αρχικά η Συχέμ και αργότερα η Σαμάρεια. Το Νότιο Βασίλειο αποτελείτο από δύο μόνο φυλές, του Ιούδα και του Βενιαμίν, γι’ αυτό κι επικράτησε να λέγεται Ιούδας. Πρώτος του βασιλιάς ήταν ο γιος και διάδοχος του Σολομώντα, ο Ροβοάμ και πρωτεύουσά του η Ιερουσαλήμ. Το βασίλειο του Ισραήλ, αν και μεγαλύτερο και ισχυρότερο, καταλύθηκε αρκετά νωρίς από τους Ασσύριους, το 722 π.Χ. Το Βασίλειο του Ιούδα έζησε περισσότερο. Ωστόσο, κι αυτό στο τέλος, το 587 π.Χ., υποτάχθηκε στη δύναμη των Βαβυλωνίων. Από τότε αρχίζει η βαβυλώνια αιχμαλωσία. Ο ναός διατηρήθηκε μέχρι το 586 π.Χ., οπότε καταστράφηκε από τους Βαβυλώνιους του Ναβουχοδονόσορα. Ο Ναβουχοδονόσορας εκτόπισε τους κατοίκους, οι οποίοι επέστρεψαν μόνον όταν ο βασιλιάς των Περσών Κύρος έθεσε τέρμα στη Βαβυλώνεια αιχμαλωσία. Μετά την εξορία Ζοροβάβελ ξανάχτισε τον Ναό και τα τείχη.
Στη συνέχεια, την πόλη κατέλαβε ο Μ. Αλέξανδρος. Στα χρόνια των διαδόχων του, ο Αντίοχος Δ΄ ο Επιφανής (175 -164 π.Χ.) κατέστρεψε την πόλη και έλαβε προσωρινά την ονομασία Αντιόχεια. Η πόλη ελευθερώθηκε από τους Μακκαβαίους και διοικήθηκε απ' αυτούς μέχρι την κατάκτησή της από το Ρωμαίο Πομπήιο. Μια όμως εξέγερση των Ιουδαίων οδήγησε τον Τίτο (70 μ.Χ.) στην πόλη και προκάλεσε την πιο μεγάλη καταστροφή της. Μεγάλη καταστροφή επίσης έπαθε και ο Ναός του Σολομώντα, ο οποίος από τότε δεν έχει ξαναχτιστεί. Σήμερα σώζεται ένα μέρος του τείχους που περιέβαλε το ναό, το Τείχος των Δακρύων. Η πόλη ξαναχτίστηκε από τον αυτοκράτορα Αδριανό το 134 μ.Χ. δίνοντας της το όνομα Αιλία Καπιτωλίνα. Στα βυζαντινά χρόνια έγινε τμήμα του κράτους του Βυζαντίου και ο Μέγας Κωνσταντίνος της έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Έτσι της απόδωσε το παλιό της όνομα, έχτισε με τη μητέρα του την Αγία Ελένη το ναό της Ανάστασης στο λόφο του Γολγοθά και τη στόλισε με πολλά μνημεία. Οι Πέρσες, με βασιλιά το Χοσρόη Β' κατέλαβαν την πόλη το 614, άρπαξαν τον Τίμιο Σταυρό και αιχμαλώτισαν τον πατριάρχη Ζαχαρία. Η νίκη του Ηρακλείου επανέφερε την πόλη στη Βυζαντινή αυτοκρατορία και οι Πέρσες αναγκάστηκαν να επιστρέψουν τον Τίμιο Σταυρό και ν' απελευθερώσουν τον πατριάρχη. Το 637 την κατέλαβαν οι Άραβες οι οποίοι την έλεγαν Κουντούς Σερίφ, που σημαίνει ιερή πόλη. Το 788 κατά τον εμφύλιο των Σαρακηνών στην Παλαιστίνη, οι Σαρακηνοί προσπάθησαν να καταλάβουν την Ιερουσαλήμ, αλλά οι υπερασπιστές της, αν και ήταν ολιγάριθμοι, κατόρθωσαν να αποκρούσουν τις επιθέσεις τους. Το 1099 την πήραν οι Σταυροφόροι, οι οποίοι ίδρυσαν το κράτος των Ιεροσολύμων. Το 1187 την πήραν ξανά οι Άραβες, το 1516 κυριεύτηκε από τους Τούρκους, που την κράτησαν μέχρι το 1917, οπότε έγινε πρωτεύουσα του αγγλικού προτεκτοράτου της Παλαιστίνης.
Με βάση την οριοθέτηση που προέκυψε το 1948, το κράτος του Ισραήλ κατοχύρωσε το δυτικό τμήμα της Παλαιστίνης και η Ιορδανία κατοχύρωσε το ανατολικό, η Ιερουσαλήμ χωρίστηκε σε δύο τομείς, τον εβραϊκό και τον αραβικό.
|
Η ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ
Η ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ (ΙΕΒΟΥΣ) ΩΣ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΤΩΝ ΙΕΒΟΥΣΑΙΩΝ
Την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης την Ιερουσαλήμ την κατοικούσαν οι Ιεβουσαίοι, που ονομαζόταν την εποχή εκείνη Ιεβούς ή Ιεβουσαί (Ιησούς του Ναυή 15,8. 18,16. Κριτές 19,11. Α' Παραλειπομένων 11,4), μέχρι τις ημέρες που κατακτήθηκε επί των ημερών του Δαβίδ, όταν έστειλε τον Ιωάβ με τους άνδρες του (Α' Παραλειπομένων 11,1-9). Οι Ιεβουσαίοι, που κατοικούσαν στην ορεινή περιοχή της Χαναάν, αναφέρονται ως Αμορραίοι (Ιησούς του Ναυή 10,5-6). Οι απόγονοι του Ιεροάμ και κάποιοι από τους γιους του Γαβαών, οι οποίοι ήταν απόγονοι του Βενιαμίν, κατοικούσαν στην Ιερουσαλήμ (Α' Παραλειπομένων 8,26-32). Μετά την κατάληψη της πόλης από τον Δαβίδ ονομάστηκε Ιερουσαλήμ και «Πόλη του Δαβίδ» (Β' Βασιλειών 5,9. 6,10. 6,12. 6,16. Α' Παραλειπομένων 11,7. 13,6. 13,13. 15,1. 15,29). Η Ιερουσαλήμ αναφέρεται ως «πόλη του Κυρίου» (Γ' Βασιλέων 11,13. Ψαλμός 86), την οποία ο Κύριος διάλεξε για να κατοικεί (Γ' Βασιλέων 11,32. Ψαλμοί 9,12. 19,3. 75,3. 127,5. 131,13-14). Στο βιβλίο των Ψαλμών η Ιερουσαλήμ περιγράφεται ως πόλη συγκροτημένη, στην οποία ανεβαίνουν όλες οι φυλές για να υμνήσουν τον Κύριο (Ψαλμοί 121,3-4).
Η ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΨΑΛΜΩΝ ΚΑΙ ΣΤΑ ΠΟΙΗΤΙΚΑ-ΔΙΔΑΚΤΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ
Στους Ψαλμούς και στα ποιητική-διδακτικά βιβλία η Ιερουσαλήμ αναφέρεται ως Σιών (Ψαλμοί 9,12. 9,15. 19,3. 47,13. 49,2. 50,20. 52,7. 64,2. 68,36. 83,8. 86,2. 86,5. 96,8. 98,2. 101,14. 101,17. 101,22. 127.5. 128,5. 131,13. 133,3. 134,21. 136,1. 136,3. 145,10. 147,1. 149,2. Άσμα Ασμάτων 3,11) και ως Ιερουσαλήμ (Ψαλμοί 64,2. 67,30. 78,1-3. 101,22. 115,10. 121,2-3. 121,6. 124,1. 127,5. 136,5-7. 146,2. 147,1). Στους Ψαλμούς η Σιών αποκαλείται η πόλη του Θεού (Ψαλμός 86), όπου ο Κύριος βασιλεύει (Ψαλμοί 98,2. 133,3. 134,21). Η Ιερουσαλήμ ονομάζεται πόλη του Θεού (Ψαλμοί 145,10) και θυγατέρα του Κυρίου (Ψαλμοί 9,15. 72,28). Η Ιερουσαλήμ αποτελεί τον ιερό τόπο κατοικίας του Κυρίου (Ψαλμοί 9,12. 19,3. 75,3. 127,5. 131,13-14). Στον Ψαλμό 47 ο Δαβίδ ονομάζει την Ιερουσαλήμ "πόλη του Κυρίου των Δυνάμεων". Η Ιερουσαλήμ αναφέρεται στους Ψαλμούς ως κατοικητήριο του Θεού και πολιτεία του Δαβίδ (Ψαλμός 131). Ακόμη στους Ψαλμούς αναφέρεται και ο ναός των Ιεροσολύμων (Ψαλμοί 67,30). Στον Ψαλμό 78, που αποδίδεται στον Ασάφ, αναφέρεται στην καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τα ειδωλολατρικά έθνη. Ο Ψαλμός 83, που αποδίδεται στους γιους του Κορέ, αποτελεί ένα άσμα προσκυνητών καθώς φτάνουν για προσκύνημα στην Ιερουσαλήμ. Στον Ψαλμό 121 αναφέρονται ευχές για την ειρήνη στην Ιερουσαλήμ. Ο Ψαλμός 136 γραμμένος από τον προφήτη Ιερεμία και επηρεασμένος από το ύφος του Δαβίδ, αναφέρεται στα χρόνια της αιχμαλωσίας των Ισραηλιτών στη Βαβυλώνα και αναπολεί την Ιερουσαλήμ. Στον Ψαλμό 136 μάλιστα, ο ποιητής εύχεται στον Κύριο να τιμωρήσει τους Εδωμίτες, διότι την ημέρα της πτώσης και της καταστροφής της Ιερουσαλήμ, έλεγαν στους Βαβυλώνιους ν' αδειάσουν και να καταστρέψουν την Ιερουσαλήμ από τα θεμέλιά της (Ψαλμός 136,7). Ο Ψαλμός 146 γραμμένος από τους προφήτες Αγγαίο και Ζαχαρία, μετά τη Βαβυλώνια αιχμαλωσία, αποτελούν δοξολογία προς τον Κύριο, ο οποίος οικοδομεί την Ιερουσαλήμ και συγκεντρώνει τους διασκορπισμένους Ισραηλίτες (Ψαλμός 146,2).
Η Ιερουσαλήμ αναφέρεται και στο βιβλίο του Εκκλησιαστή ως πρωτεύουσα του βασιλείου του Σολομώντα (Γ' Βασιλέων 2,46λ. Εκκλησιαστής 1,1. 1,12). Επίσης αναφέρεται και στο Άσμα Ασμάτων του Σολομώντα, όπου η νύμφη και ο νυμφίος απευθύνονται στις κοπέλες της Ιερουσαλήμ (Άσμα Ασμάτων 1,5. 2,7. 3,5. 3,11. 5,8. 5,16. 8,4). Το δάπεδο από το φορείο του Σολομώντα ήταν λαμπρό και λιθόστρωτο, έργο και δώρο των θυγατέρων της Ιερουσαλήμ (Άσμα Ασμάτων 3,10). Πιο κάτω ο νυμφίος εξυμνεί την ομορφιά της νύμφης και την αποκαλεί καλή και ωραία, όπως η Ιερουσαλήμ (Άσμα Ασμάτων 6,4). Η Ιερουσαλήμ αναφέρεται ως Ιερουσαλήμ ή ως Σιών και στο βιβλίο της Σοφίας Σειράχ (Σοφία Σειράχ 24,10-11. 36,12-13).
Η ΙΕΒΟΥΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΤΟΥ ΝΑΥΗ
Ο Αδωνιβεζέκ, βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, όταν έμαθε τι έκαναν οι Ισραηλίτες στην Ιεριχώ και στη Γαΐ, και την παράδοση της Γαβαών, έστειλε αγγελιαφόρους στον Ελάμ, βασιλιά της Χεβρών, στον Φιδών, βασιλιά της Ιεριμούθ, στον Ιεφθά, βασιλιά της Λαχίς, και στον Δαβίν, βασιλιά της Οδολλάμ, για να πολεμήσουν εναντίον των Γαβαωνιτών, διότι συμμάχησαν με τους Ισραηλίτες. Έτσι οι πέντε Ιεβουσαίοι (Αμορραίοι) βασιλιάδες, επιτέθηκαν και πολιόρκησαν τη Γαβαών με όλα τους τα στρατεύματα (Ιησούς του Ναυή 10,1-5). Οι Γαβαωνίτες έστειλαν μήνυμα στον Ιησού του Ναυή, στο στρατόπεδο στα Γάλγαλα και του ζητούσαν βοήθεια. Αμέσως ο Ιησούς έφυγε μαζί με όλο το στρατό του και μετά από ολονύκτια πορεία επιτέθηκε αιφνιδιαστικά εναντίον των πέντε Ιεβουσαίων (Αμορραίων) βασιλιάδων. Οι Ιεβουσαίοι μόλις αντίκρυσαν τους Ισραηλίτες πανικοβλήθηκαν και οι Ισραηλίτες τους καταδίωκαν και τους σκότωναν. Και καθώς έτρεχαν πανικόβλητοι, ο Θεός έριξε εναντίον τους χοντρό χαλάζι, σαν πέτρες, με αποτέλεσμα πιο πολλοί σκοτώθηκαν από το χαλάζι παρά από τους Ισραηλίτες στη μάχη. Και επειδή η μάχη κράτησε ως το βράδυ χωρίς να νικήσουν ολοκληρωτικά, τότε ο Ιησούς του Ναυή παρακάλεσε τον Κύριο να σταματήσει τον ήλιο, ώσπου να τελειώσουν τη μάχη. Πράγματι, ο ήλιος στάθηκε, καταμεσής του ουρανού και δεν πήγαινε να δύσει κι αυτό κράτησε σχεδόν μια μέρα (Ιησούς του Ναυή 10,6-15). Οι πέντε βασιλιάδες πανικόβλητοι, τράπηκαν σε φυγή και κρύφτηκαν σε μια σπηλιά. Κάποιοι τους είδαν και το ανάγγειλαν στον Ιησού, ο οποίος διέταξε να κλείσουν την είσοδο με μεγάλες πέτρες και να εγκαταστήσουν φρουρά. Κατόπιν χτύπησαν τους Ιεβουσαίους, την ώρα που έτρεχαν πανικόβλητοι να σωθούν. Όσοι απ' αυτούς μπόρεσαν να ξεφύγουν, κατέφυγαν στις οχυρωμένες πόλεις τους. Στο τέλος ο Ιησούς διέταξε να βγάλουν τους πέντε βασιλιάδες από τη σπηλιά και έδωσε εντολή στους αρχηγούς του στρατού να βάλουν τα πόδια τους πάνω στον τράχηλο των βασιλιάδων αυτών, ως ένδειξη εξουσίας και δύναμης. Έπειτα τους θανάτωσε και τους κρέμασε σε πέντε ξύλα, όπου έμειναν κρεμασμένοι ως το βράδυ. Πριν νυχτώσει τους κατέβασαν και τους έριξαν στην ίδια σπηλιά, όπου είχαν κρυφτεί και έφραξαν την είσοδο της σπηλιάς με μεγάλες πέτρες (Ιησούς του Ναυή 10,16-27). Ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ ήταν ένας από τους 29 Χαναναίους βασιλιάδες που νίκησε ο Ιησούς του Ναυή κατά την κατάληψη της Χαναάν (Ιησούς του Ναυή 12,10). Οι άντρες της φυλής Ιούδα κυρίευσαν την Ιερουσαλήμ. Κατέσφαξαν τους κατοίκους της και παρέδωσαν την πόλη στη φωτιά (Κριτές 1,8).
Η ΙΕΒΟΥΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΧΑΝΑΑΝ
Μετά την κατάληψη της Χαναάν από τους Ισραηλίτες, τα βόρεια σύνορα της φυλής Ιούδα ξεκινούσαν από τις εκβολές του Ιορδάνη στη Νεκρά Θάλασσα, περνούσαν από κάποιες τοποθεσίες, στη συνέχεια περνούσαν από την πηγή του Ήλιου (πηγές Εν-Σεμές) και την πηγή Ρωγήλ, έπειτα ανέβαιναν προς το φαράγγι Ονόμ, νότια της Ιεβούς, δηλαδή της Ιερουσαλήμ, και μετά από πολλές τοποθεσίες κατέληγαν στη Μεσόγειο θάλασσα (Ιησούς του Ναυή 15,5-11). Αλλά και τα νότια σύνορα της φυλής Βενιαμίν περνούσαν από τη Γαίεννα, στη νότια πλευρά της Ιεβούς (Ιερουσαλήμ) και κατέληγαν στη βόρεια πλευρά της Νεκράς Θάλασσας, στις εκβολές του Ιορδάνη (Ιησούς του Ναυή 18,16-20).
Μετά τη διανομή της Χαναάν από τον Ιησού του Ναυή, η Ιεβούς (Ιερουσαλήμ), μαζί με τις κωμοπόλεις και τις αγροτικές κατοικίες γύρω από αυτή, δόθηκε στη φυλή Βενιαμίν (Ιησούς του Ναυή 18,28). Όμως οι άνδρες της φυλής Βενιαμίν, κατά την κατάληψη της Χαναάν, δεν μπόρεσαν να εκδιώξουν τους Ιεβουσαίους, που κατοικούσαν στην Ιεβούς (Ιερουσαλήμ), και δεν κατέλαβαν την περιοχή τους. Έτσι οι Ιεβουσαίοι κατοικούσαν μαζί με τους Ισραηλίτες στην Ιερουσαλήμ (Ιησούς του Ναυή 15,63-64. Κριταί 1,21). Στο βιβλίο των Κριτών, στο κεφάλαιο 19, αναφέρεται η ιστορία ενός Λευίτη, ο οποίος είχε πάει στη Βηθλεέμ για να πάρει πίσω την παλλακίδα του, επειδή είχαν τσακωθεί. Κατά το δρόμο της επιστροφής αναφέρεται, ότι κόντευε να βασιλέψει όταν βρίσκονταν κοντά στην Ιεβούς (Ιερουσαλήμ). Ο υπηρέτης του του είπε να διανυκτερεύσουν στην πόλη, αλλά επειδή η πόλη κατοικούνταν από αλλόφυλους κι όχι Ισραηλίτες, προχώρησαν κι έφτασαν στη Γαβαά, που ανήκει στη φυλή Βενιαμίν (Κριταί 19,10-21).
Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ (ΙΕΒΟΥΣ) ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΑΒΙΔ
Ο Δαβίδ όταν έγινε βασιλιάς όλου του Ισραήλ επιχείρησε να καταλάβει την Ιερουσαλήμ, που μέχρι τότε ονομαζόταν Ιεβούς. Οι Ιεβουσαίοι, που κατοικούσαν στην περιοχή, αρνήθηκαν να παραδώσουν την πόλη στον Δαβίδ. Μάλιστα του είπαν πως ακόμα οι τυφλοί και οι κουτσοί θα τον αποκρούσουν, γιατί η πόλη ήταν καλά οχυρωμένη. Παρ' όλα αυτά όμως ο Δαβίδ κυρίεψε το φρούριο της Σιών, που ονομάστηκε στη συνέχεια, Πόλη Δαβίδ. Εκείνη την ημέρα ο Δαβίδ είχε δώσει διαταγή να χτυπάνε και να σκοτώσουν τους Ιεβουσαίους, ακόμη και τους τυφλούς και τους κουτσούς, γιατί τον περιφρόνησαν (Β' Βασιλειών 5,6-9). Α' Παραλειπομένων 11,4-7). Πριν την κατάληψη της πόλης, ο Δαβίδ είχε βγάλει μια διαταγή, ότι ο πρώτος που θα σκότωνε Ιεβουσαίο, θα γινόταν αρχιστράτηγός του. Ο πρώτος που επιτέθηκε στο οχυρωμένο αυτό φρούριο ήταν ο Ιωάβ, ανιψιός του Δαβίδ, κι έτσι έγινε αρχιστράτηγος (Α' Παραλειπομένων 11,6).
Η ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ
Μόλις ανέλαβε βασιλιάς ο Δαβίδ, πήρε την Κιβωτό της Διαθήκης από την Κιριάθ-Ιαρίμ που βρισκόταν πρώτα στο σπίτι του Αμιναδάβ και μετά στο σπίτι του Αβεδδαρά του Γεθθαίου και τη μετέφερε στην Ιερουσαλήμ μέσα σε πανηγυρισμούς (Β' Βασιλειών 6,1-12. Α' Παραλειπομένων 13,14. 15,2-3. Β' Παραλειπομένων 1,4). Έτσι οι Λευίτες σήκωσαν την Κιβωτό στους ώμους τους και ο Δαβίδ μετέφερε την Κιβωτό και την ανέβασε στην Πόλη Δαβίδ με πανηγυρική συνοδεία. Ακολουθούσε ο λαός με κραυγές αγαλλιάσεως, παίζοντας μουσικά όργανα κάτω από τους ήχους των σαλπίγγων. Ο ίδιος ο Δαβίδ χόρευε μ' όλη του τη δύναμη κι έπαιζε μουσική ενώπιον του Κυρίου, φορώντας μια λινή ιερατική ενδυμασία, όπως οι Λευίτες (Β' Βασιλειών 6,13-15. Α' Παραλειπομένων 15,25-28). Έφεραν την Κιβωτό της Διαθήκης και την τοποθέτησαν στη μέση της Σκηνής που είχε στήσει ο Δαβίδ γι' αυτήν και πρόσφερε ολοκαυτώματα και θυσίες ενώπιον του Κυρίου. Η Κιβωτός τοποθετήθηκε πάνω στο λόφο της Σιών στην Ιερουσαλήμ, δίπλα στο παλάτι του Δαβίδ (Β' Βασιλειών 6,17. Α' Παραλειπομένων 16,1).
Όταν ο Δαβίδ νίκησε τον Αδρααζάρ, το βασιλιά της Σουβά (Σωβά), πήρε τα χρυσά αντικείμενα που φορούσαν οι στρατιώτες του Αδρααζάρ και τα έφερε στην Ιερουσαλήμ. Αυτά τα πήρε ως λάφυρα ο Σουσακίμ, ο βασιλιάς της Αιγύπτου, όταν μπήκε στην Ιερουσαλήμ, τον καιρό που κυβερνούσε ο Ροβοάμ, ο γιος του Σολομώντα. Ακόμη ο Δαβίδ πήρε από τη Μασβάκ, την Μεταβηχάς και από τις άλλες πόλεις του Αδρααζάρ, μεγάλες ποσότητες χαλκού, με τις οποίες ο Σολομώντας κατασκεύασε αργότερα τη λεγόμενη χάλκινη θάλασσα, του στύλους και όλα τα χάλκινα σκεύη του Ναού του Σολομώντα (Β' Βασιλειών 8,7-8. Α' Παραλειπομένων 18,7-8).
Πριν ο Αβεσσαλώμ εξεγερθεί κατά του πατέρα του, του Δαβίδ, σηκωνόταν κάθε πρωΐ και στεκόταν στο πλάι του δρόμου που οδηγούσε στην πύλη της Ιερουσαλήμ. Κάθε φορά που πήγαινε κάποιος στο βασιλιά για κρίση και είχε κάποια διαφορά, ο Αβεσσαλώμ του έλεγε, ότι η υπόθεση του ήταν σωστή και δίκαιη, αλλά ο βασιλιάς δεν νοιάζεται για την υπόθεσή του. Τους έλεγε ότι, εάν έκρινε ο ίδιος τις διαφορές θα έδινε σε όλους το δίκιο τους. Κι όταν κανείς ερχόταν να τον προσκυνήσει, τότε ο Αβεσσαλώμ άπλωνε το χέρι του και τον φιλούσε. Αυτά έκανε ο Αβεσσαλώμ κι έτσι κέρδιζε τις καρδιές των Ισραηλιτών (Β' Βασιλειών 15,1-6). Μετά την εξέγερση του Αβεσσαλώμ, ο Δαβίδ έφυγε από την Ιερουσαλήμ. Έτσι ο Αβεσσαλώμ μαζί με τους στασιαστές μπήκαν στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 16,15). Ο Δαβίδ, μετά την ήττα των στασιαστών από το στρατό του, επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ.
Στα τέλη της βασιλείας του Δαβίδ, ο αρχιστράτηγος Ιωάβ μαζί με άλλους αξιωματούχους, απέγραψαν το λαό, όπως ζήτησε ο Δαβίδ. Έτσι πέρασαν τον Ιορδάνη κι άρχισαν από την Αροήρ. Μετά συνέχισαν στη Γαλαάδ, στη Θαβασών, στη Δανιδάν και Ουδάν, και έφτασαν μέχρι τη Σιδώνα. Μετά πέρασαν από την Τύρο, απ' όλες τις πόλεις των Ευαίων και των Χαναναίων, και αφού πέρασαν απ' όλες τις φυλές του Ισραήλ, έφτασαν μέχρι νότια του Ιούδα, στη Βηρσαβεέ. Αφού περιόδευσαν όλη τη χώρα, μετά από εννέα μήνες και είκοσι μέρες, επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 24,5-8). Όμως ο Κύριος τιμώρησε το Δαβίδ γι' αυτή την απερισκεψία. Έτσι έστειλε τον άγγελο Κυρίου να εξολοθρεύσει τους Ισραηλίτες, κατά την εποχή του θερισμού των σιτηρών. Πέθαναν τότε 70.000 άνδρες σε όλη τη χώρα. Όταν όμως ο άγγελος του Κυρίου έφτασε πάνω από την Ιερουσαλήμ και σκόρπιζε τον όλεθρο, ο Κύριος ανακάλεσε την απόφασή του και είπε στον άγγελο να σταματήσει το θανατικό (Β' Βασιλειών 24,10-16. Α' Παραλειπομένων 21,7-15).
Όταν ο Δαβίδ πέθανε σε ηλικία 70 ετών, τον έθαψαν στην Πόλη Δαβίδ. Στο θρόνο τον διαδέχτηκε ο γιος του ο Σολομών (Γ' Βασιλειών 2,10-12). Ο Δαβίδ βασίλεψε για 33 χρόνια στην Ιερουσαλήμ, η οποία ήταν η δεύτερη πρωτεύουσα του βασιλείου του. Στο θρόνο τον διαδέχτηκε ο γιος του ο Σολομών (Β' Βασιλειών 5,1-5. Γ' Βασιλειών 2,11. Α' Παραλειπομένων 3,4. 11,1-3).
Η ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΣΟΛΟΜΩΝΤΑ
Ο Σολομώντας, έπειτα από την εκδίωξη του Αβιάθαρ και τη δολοφονία του Ιωάβ, ύστερα από εντολή του πατέρα του, περιόρισε τον Σεμεΐ, συγγενή του Σαούλ, στο σπίτι του στην Ιερουσαλήμ και για κανένα λόγο δεν έπρεπε να βγει από την Ιερουσαλήμ, διότι θα θανατωθεί. Ο Σεμεΐ έμεινε πράγματι στην Ιερουσαλήμ για τρία χρόνια, αλλά όταν δύο δούλοι του δραπέτευσαν προς τον Αγχούς, βασιλιά της Γεθ, βγήκε από την Ιερουσαλήμ και πήγε στη Γεθ, για να πάρει πίσω τους δούλους του. Έπειτα γύρισε μαζί τους στην Ιερουσαλήμ. Όταν αναγγέλθηκε στο Σολομώντα, ότι ο Σεμεΐ πήγε από την Ιερουσαλήμ στη Γεθ και ξαναγύρισε, έδωσε διαταγή στο Βαναία, αρχιστράτηγο του στρατού, να θανατώσει το Σεμεΐ (Γ' Βασιλειών 2,35λ-46).
Ο Σολομώντας βασίλευσε σε όλους τους Ισραηλίτες, έχοντας ως πρωτεύουσα του βασιλείου του την Ιερουσαλήμ (Γ' Βασιλέων 2,46λ). Η πρώτη σύζυγος του Σολομώντα ήταν η θυγατέρα του Φαραώ, την οποία και εγκατέστησε στην πόλη Δαβίδ στο όρος Σιών, μέχρις ότου τελειώσει η ανοικοδόμηση του βασιλικού ανακτόρου (Γ' Βασιλειών 2,35γ. 3,1. 5,14α). Ο Σολομών μετά το όνειρο που είδε στη Γαβαών, όπου ο Κύριος τον ρώτησε τι θέλει να του δώσει και ο Σολομών προτίμησε τη σοφία, γύρισε στην Ιερουσαλήμ και πήγε στο θυσιαστήριο, μπροστά στην Κιβωτό της Διαθήκης του Κυρίου στη Σιών. Εκεί πρόσφερε ολοκαυτώματα και θυσίες ειρηνικές και τέλος κάλεσε σε συμπόσιο όλους τους δούλους του (Γ' Βασιλειών 3,15. Β' Παραλειπομένων 1,13).
Ο Σολομώντας κατασκεύασε το Ναό των Ιεροσολύμων, τα σχέδια του οποίου είχε κάνει ο πατέρας του ο Δαβίδ (Γ' Βασιλέων 2,35γ). Ο Δαβίδ είχε διαλέξει το αλώνι του Ορνά του Ιεβουσαίου, ως τον τόπο που θα χτιζόταν ο Ναός του Κυρίου (Α' Παραλειπομένων 22,1. Β' Παραλειπομένων 3,1). Όταν ο Σολομών ολοκλήρωσε το Ναό του Κυρίου (Γ' Βασιλέων 7,37. Β' Παραλειπομένων 5,1) μετέφερε την Κιβωτό της Διαθήκης, τη Σκηνή του Μαρτυρίου κι όλα τα ιερά σκεύη που υπήρχαν σ' αυτή, στο Ναό, μέσα στα Άγια των Αγίων (Γ' Βασιλέων 8,1-14. Β' Παραλειπομένων 5,2-14). Κατά την προσευχή του Σολομώντα προς τον Κύριο κατά τα εγκαίνια του Ναού τονίζεται, ότι η Ιερουσαλήμ είναι η πόλη που διάλεξε ο Κύριος για να δοξάζεται και να υμνείται (Γ' Βασιλέων 8,16. Β' Παραλειπομένων 6,6). Εκτός από το Ναό, ο Σολομώντας κατασκεύασε και μεγαλοπρεπές παλάτι του οποίου η ανοικοδόμηση κράτησε 13 χρόνια (Γ' Βασιλέων 2,35γ). Ανοικοδόμησε την ακρόπολη και τις επάλξεις της Πόλης Δαβίδ και έτσι την απομόνωσε από την έξω περιοχή (Γ' Βασιλέων 2,35ζ). Συνέχισε το κτίσιμο του τοίχους της Ιερουσαλήμ (Γ' Βασιλέων 2,35γ). Η ξυλεία που έδωσε ο Χιράμ, βασιλιάς της Τύρου, στο Σολομώντα, για την κατασκευή του Ναού των Ιεροσολύμων, μεταφέρονταν από αχθοφόρους από το όρος Λίβανος στη θάλασσα και από κει φορτώνονταν πάνω σε σχεδίες, οι οποίες μετέφεραν τους κορμούς δια θαλάσσης στην Ιόππη. Από εκεί παραλαμβάνονταν και μεταφέρονταν στην Ιερουσαλήμ (Β' Παραλειπομένων 2,16).
Ο Σολομών οχύρωσε την Ιερουσαλήμ (Γ' Βασιλέων 10,22α. Β' Παραλειπομένων 8,6). Στα χρόνια της βασιλείας του, έκανε την Ιερουσαλήμ ν' αφθονεί ο άργυρος και το χρυσάφι, όπως οι πέτρες και να έχει τόσους πολλούς κέδρους, όσες ήταν και οι συκομουριές στην πεδιάδα (Γ' Βασιλέων 10,27. Β' Παραλειπομένων 1,15. 9,27).
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Σολομώντα, η Βασίλισσα του Σαβά τον επισκέφτηκε στην Ιερουσαλήμ, προκειμένου να τον γνωρίσει από κοντά, μιας και η φήμη και η σοφία του Σολομώντα είχαν απλωθεί σ' όλο τον κόσμο. Έτσι, λοιπόν, πήγε στην Ιερουσαλήμ με πολύ μεγάλη συνοδεία, με καμήλες που ήσαν φορτωμένες με δώρα, όπως αρώματα, χρυσός και πολύτιμοι λίθοι (Γ' Βασιλέων 10,1-13. Β' Παραλειπομένων 9,1-12).
Ο Ιεροβοάμ, ως επιστάτης αρχικά του Σολομώντα, ανοικοδόμησε το φρούριο της Ιερουσαλήμ με άνδρες από τη φυλή Εφραίμ, καθώς επίσης επέβλεψε και αποπεράτωσε την οχύρωση της Πόλης Δαβίδ (Γ' Βασιλέων 12,24β). Όταν ο Σολομών οχύρωσε την Πόλη Δαβίδ, κάποια μέρα ο Ιεροβοάμ είχε βγει από την Ιερουσαλήμ. Εκεί τον συνάντησε στο δρόμο ο προφήτης Αχιά ο Σηλωνίτης, ο οποίος τον έβγαλε από το δρόμο του και πήραν το δρόμο προς την πεδιάδα. Τότε ο Αχιά πήρε το καινούριο ρούχο που φορούσε, το έσχισε σε 12 κομμάτια και είπε στον Ιεροβοάμ να πάρει τα δέκα κομμάτια, γιατί ο Κύριος αποφάσισε να διασπάσει τη βασιλεία του Σολομώντα και θα δώσει στον Ιεροβοάμ την αρχηγία των 10 φυλών, επειδή ο Σολομώντας λάτρεψε άλλες θεότητες. Μόνο δύο φυλές θα μείνουν στο Σολομώντα κι αυτό για χάρη του Δαβίδ και της Ιερουσαλήμ, της ιερής πόλης του Θεού (Γ' Βασιλέων 11,27-39). Ο Σολομώντας βασίλευσε στην Ιερουσαλήμ για 40 χρόνια και όταν πέθανε το 931 π.X. τον έθαψαν στην πόλη Δαβίδ, στην Ιερουσαλήμ (Α' Βασιλέων 11,42-43. Β' Παραλειπομένων 9,30-31. Εκκλησιαστής 1,1. 1,12).
Η ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΡΟΒΟΑΜ
Η Ιερουσαλήμ υπήρξε πρωτεύουσα του βασιλείου του Ιούδα, μετά τη διαίρεση του βασιλείου σε βόρειο και νότιο. Όταν οι Ισραηλίτες του βορρά, πριν την απόσχισή τους, διέκοψαν τις σχέσεις τους με τους απογόνους του Δαβίδ, ο Ροβοάμ έστειλε για συμβιβασμό προς τις βόρειες φυλές τον Αδωνιράμ, που ήταν ο επόπτης των φόρων, τον οποίο οι Ισραηλίτες του βορρά τον λιθοβόλησαν και τον σκότωσαν. Μετά απ' αυτό, ο Ροβοάμ ανέβηκε στην άμαξά του κι έφυγε εσπευσμένα για την Ιερουσαλήμ (Γ' Βασιλέων 12,18. 12,24υ. Β' Παραλειπομένων 10,18). Όταν ο Ροβοάμ έφτασε στην Ιερουσαλήμ, συγκέντρωσε από τις φυλές Ιούδα και Βενιαμίν 180.000 άνδρες, για να πολεμήσει με τις βόρειες φυλές και να τους υποτάξει στη βασιλεία του. Έπειτα από παρέμβαση του Κυρίου ο εμφύλιος πόλεμος ματαιώθηκε (Γ' Βασιλέων 12,21-24. Β' Παραλειπομένων 11,1-4). Ο Ροβοάμ βασίλευσε για 17 ή 12 έτη στην Ιερουσαλήμ (Γ' Βασιλέων 12,24α. 14,21). Όταν ο Ιεροβοάμ ανέβηκε στην εξουσία επανέφερε την ειδωλολατρία στο λαό του Ισραήλ με ανέγερση βωμών προκειμένου ν' ανταγωνιστεί την Ιερουσαλήμ. Έτσι η Βαιθήλ και η Δαν έγιναν ξακουστές ως κέντρα ειδωλολατρίας καθώς ο βασιλιάς είχε ανεγείρει σε αυτές χρυσά μοσχάρια ώστε να κάνει τον λαό να πάψει να πηγαίνει για λατρεία στον Ναό της Ιερουσαλήμ. Η πράξη όμως αυτή του Ιεροβοάμ έγινε η αφορμή να παρασυρθούν οι Ισραηλίτες του βορρά στην ειδωλολατρία και να εγκαταλείψουν το Ναό του Κυρίου (Γ' Βασιλέων 12,26-33). Στο μεταξύ οι ιερείς και οι λευίτες, που κατοικούσαν στο βόρειο βασίλειο, εγκατέλειψαν τις πόλεις και τα βοσκοτόπια τους και ήρθαν στην περιοχή του Ιούδα και στην Ιερουσαλήμ, γιατί ο Ιεροβοάμ και οι διάδοχοί του τους απαγόρευσαν να υπηρετούν ως ιερείς τον Κύριο (Β' Παραλειπομένων 11,13-16).
Το πέμπτο έτος της βασιλείας του Ροβοάμ, ο βασιλιάς της Αιγύπτου Σισάκ (Σουσακίμ) εισέβαλε στον Ιούδα, με 1200 πολεμικά άρματα και 60.000 ιππείς. Ο ίδιος ήταν επικεφαλής ενός αναρίθμητου στρατού που τον αποτελούσαν Λίβυοι, Αιθίοπες και Τρωγλοδύτες. Αφού κυρίεψε τις οχυρωμένες πόλεις του Ιούδα, έφτασε και στην Ιερουσαλήμ. Ο Σισάκ (Σουσακίμ), κατά παραχώρηση του Κυρίου, μπήκε νικητής στην Ιερουσαλήμ, λεηλάτησε την πόλη και άρπαξε από το Ναό και το βασιλικό ανάκτορο ως λάφυρα όλα τα χρυσά δόρατα και τα χρυσά αντικείμενα που φορούσαν οι στρατιώτες του Αδρααζάρ, βασιλιά της Σουβά, τα οποία ο Δαβίδ είχε πάρει όταν νίκησε το στρατό του Αδρααζάρ και τα είχε φέρει στην Ιερουσαλήμ, καθώς και όλα τα χρυσά όπλα, ασπίδες και δόρατα, που είχε κατασκευάσει ο Σολομώντας, και τα πήγε στην Αίγυπτο (Β' Βασιλειών 8,7. Γ' Βασιλέων 14,25-26. Α' Παραλειπομένων 18,7. Β' Παραλειπομένων 12,2-11).
Η ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΒΑΣΙΛΕΩΝ
Ο βασιλιάς του Ιούδα Ιωσαφάτ δημιούργησε στην Ιερουσαλήμ δικαστήριο που αποτελούνταν από ιερείς, Λευίτες και τους γεροντότερους του λαού, έτσι ώστε να κρίνουν με βάση τη δικαιοσύνη του Κυρίου. Και όρισε ως αρχηγό του δικαστηρίου τον αρχιερέα Αμαρία και βοηθό του τον Ζαβδία, γιο του Ισμαήλ, ώστε να καθοδηγούν το δικαστήριο μα βάση το Νόμο του Θεού (Β' Παραλειπομένων 19,8-11).
|
Η ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ
Στο Ναό των Ιεροσολύμων έφεραν τον Ιησού βρέφος στα 12 χρόνια Του. Ο Ιησούς επισκέφτηκε την Ιερουσαλήμ κατά το διάστημα της διακονίας Του. Στο τέλος της δημόσιας δράσης του, σ' αυτή την πόλη έγιναν η Δίκη, η Σταύρωση και η Ανάστασή Του. Λίγο καιρό αργότερα σ' αυτή την πόλη γεννήθηκε η Εκκλησία κατά την Πεντηκοστή, κι από εδώ απλώθηκε στα πέρατα του κόσμου. και τέλος στην Ιερουσαλήμ έγινε η Αποστολική σύνοδος, η οποία άνοιξε το δρόμο της εξάπλωσης του Χριστιανισμού στον τότε γνωστό κόσμο.
|