ΟΙ ΦΥΛΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ |
||
|
||
Η ΦΥΛΗ ΒΕΝΙΑΜΙΝ |
||
Α) Η ΦΥΛΗ ΒΕΝΙΑΜΙΝ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΜΩΥΣΗ
Οι απόγονοι του Βενιαμίν κατά την Έξοδο των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο αποτέλεσαν τη φυλή Βενιαμίν, η οποία απαριθμούσε 35.400 άντρες (Αριθμοί 1,34-35. 2,10-11). Λίγο πριν την είσοδο των Ισραηλιτών στη γη Χαναάν, στην πεδιάδα Μωάβ, η φυλή απαριθμούσε 35.500 άντρες (Αριθμοί 26,45). Χάρτης C6.
Σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, η φυλή Βενιαμίν στρατοπέδευε δυτικά της Σκηνής του Μαρτυρίου, κοντά στη φυλή Μανασσή, γύρω από τη σημαία και τα εμβλήματα της φυλής τους. Αρχηγός της φυλής Μανασσή την εποχή του Μωυσή, ήταν ο Αβιδάν, γιος του Γαδεωνί (Αριθμοί 2,22-23). Οι φυλές Μανασσή και Βενιαμίν ήταν κάτω από την αρχηγία της φυλής Εφραίμ, με συνολικό αριθμό 108.100 πολεμιστές. Πάντα κατά την αναχώρηση από κάποιο μέρος αυτές οι τρεις φυλές ακολουθούσαν τρίτες και μετά τη Σκηνή του Μαρτυρίου (Αριθμοί 2,24). Ο Μωυσής είχε δώσει ευλογίες και κατάρες στους Ισραηλίτες, για την πιστή τήρηση των εντολών του Κυρίου. Έτσι ο Μωυσής προέτρεψε τους Ισραηλίτες, όταν θα μπουν στη Χαναάν, θα περάσουν τον Ιορδάνη πρώτα οι φυλές Συμεών, Λευΐ, Ιούδα, Ισσάχαρ, Μανασσή, Εφραίμ και Βενιαμίν, και θα σταθούν στο όρος Γαριζίν, για να απαγγείλουν τις ευλογίες προς τον λαό (Δευτερονόμιο 11,26-32. 27,11-14).
Όταν ο Ιακώβ, λίγο πριν το θάνατό του, είχε καλέσει τα παιδιά του για να τους ευλογήσει και να τους αναγγείλει τι θα συνέβαινε στο μέλλον, προφήτευσε ότι οι απόγονοί του Βενιαμίν θα είναι σαν λύκοι αρπακτικοί που το πρωί τρώνε τη λεία τους και το βράδυ μοιράζουν το θήραμά τους (Γένεση 49,27). Ο Μωυσής λίγο πριν πεθάνει, είπε προφητικά για τη φυλή Βενιαμίν, ότι η αγαπημένη αυτή φυλή του Κυρίου, θα κατοικεί με ασφάλεια κοντά του και ο Κύριος θα τον προστατεύει, και ότι ανάμεσα στη φυλή αυτή ο Κύριος θ' αναπαύεται (Δευτερονόμιο 33,12).
Β) ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΥΛΗΣ ΒΕΝΙΑΜΙΝ ΚΑΙ Η ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗ ΧΑΝΑΑΝ
Μετά την είσοδο των Ισραηλιτών στη γη Χαναάν, ο πρώτος κλήρος έπεσε στη φυλή Βενιαμίν, η οποία εγκαταστάθηκε ανάμεσα στα εδάφη της φυλής Ιούδα και των φυλών Εφραίμ και Μανασσή (Ιησούς του Ναυή 18,11). Έτσι τα βόρεια σύνορα της φυλής Βενιαμίν άρχιζαν από τον Ιορδάνη, ανέβαιναν στα υψώματα της Ιεριχούς, πήγαιναν δυτικά και κατέληγαν στη Μαβδαρίτιδα Βαιθών. Από κει τα δυτικά σύνορα της φυλής Βενιαμίν κατευθύνονταν προς τη Λουζά (Βαιθήλ) και μετά νότια προς τη Μααταρωθορέχ, στην ορεινή περιοχή που βρίσκεται νότια της Κάτω Βαιθωρών. Έπειτα προχωρούσαν νότια από το βουνό που βρίσκεται απέναντι από τη Βαιθωρών και κατέληγαν στην Καριαθβάαλ (Καριαθιαρίν, Κιριάθ-Ιαρίμ) της φυλής Ιούδα. Τα νότια σύνορα της φυλής Βενιαμίν άρχιζαν από την άκρη της Καριαθιαρίν και μετά περνούσαν από την Γασίν, κοντά στην πηγή Ναφθώ. Μετά κατέβαιναν από την άκρη του όρους, το οποίο βρίσκεται απέναντι από τη δασώδη περιοχή Οννάμ, βόρεια της Εμεκραφαΐν. Από κει τα όρια περνούσαν από τη Γαίεννα, στη νότια πλευρά της Ιεβούς (Ιερουσαλήμ) και κατέληγαν στην πηγή Ρωγήλ. Από κει περνούσαν από την πηγή Βαιθσαμύς και μετά από τη Γαλιλώθ, η οποία βρίσκεται απέναντι από τα υψώματα Αιθαμίν. Μετά περνούσαν από την περιοχή "Λίθος Βαιών", η οποία ανήκει στη φυλή Ρουβήν. Στη συνέχεια περνούσαν από τη βόρεια πλευρά της Βαιθάραβα και κατέβαιναν στη βόρεια πλευρά της Νεκράς Θάλασσας, στις εκβολές του Ιορδάνη, ο οποίος αποτελεί και τα ανατολικά σύνορα της φυλής Βενιαμίν (Ιησούς του Ναυή 18,12-20).
Οι κυριότερες πόλεις της φυλής Βενιαμίν ήταν η Ιεβούς (Ιερουσαλήμ), η Ιεριχώ, η Γαβαά και η Γαβαών, η Κεφιρά, η Ραμά, η Μισπά (Ιησούς του Ναυή 18,21-28). Οι άνδρες της φυλής Βενιαμίν όμως δεν μπόρεσαν να εκδιώξουν τους Ιεβουσαίους, που κατοικούσαν στην Ιερουσαλήμ, και δεν κατέλαβαν την περιοχή τους. Έτσι οι Ιεβουσαίοι κατοικούσαν μαζί με τους Ισραηλίτες στην Ιερουσαλήμ (Κριταί 1,21).
Γ) Η ΦΥΛΗ ΒΕΝΙΑΜΙΝ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗ ΧΑΝΑΑΝ
Οι απόγονοι του Βενιαμίν, ήταν αρχηγοί των αντίστοιχων πατριαρχικών οικογενειών και ήταν άνδρες γενναίοι. Οι απόγονοι του Βαλά, του πρωτότοκου γιου του Βενιαμίν ανερχόταν 22.034, οι απόγονοι του Βαχίρ, του δεύτερου γιου του Βενιαμίν ανερχόταν 20.200, οι απόγονοι του Ιαδιήλ, του τρίτου γιου του Βενιαμίν ανερχόταν 17.200 (Α' Παραλειπομένων 7,7. 7,9. 7,11).
Οι Ισραηλίτες, την περίοδο των Κριτών, άρχισαν να ξεχνούν τις παραδόσεις τους και τον Κύριο. Λάτρεψαν τον Βάαλ, την Αστάρτη και άλλες θεότητες. Γι' αυτό ο Κύριος οργίστηκε εναντίον τους και τους παρέδωσε σε διάφορους λαούς, που κατοικούσαν στη Χαναάν (Κριταί 10,6-7). Στον ύμνο της Δεββώρας και του Βαράκ αναφέρεται, ότι στον πόλεμο κατά του Σισάρα, του Χαναναίου αρχιστράτηγου του βασιλιά Ιαβίν της Ασώρ, εκτός από τις φυλές Ζαβουλών και Νεφθαλί, ακολούθησαν κι άλλοι το Βαράκ, όπως οι Ισραηλίτες από τις φυλές Εφραίμ και Βενιαμίν, καθώς επίσης και η πατριά του Μαχίρ από τη φυλή Μανασσή. Οι υπόλοιπες φυλές δεν έλαβαν μέρος για διάφορους λόγους (Κριταί 5,13-18). Την περίοδο του Ιεφθάε οι Αμμωνίτες πέρασαν τον Ιορδάνη, πολέμησαν εναντίον των φυλών Ιούδα, Βενιαμίν και Εφραίμ και τους νίκησαν (Κριταί 10,9). Από τη φυλή Βενιαμίν καταγόταν ο αγγελιαφόρος, που ανήγγειλε στον αρχιερέα Ηλί στη Σηλώ την είδηση ότι οι Φιλισταίοι νίκησαν τους Ισραηλίτες, ότι οι δυο γιοί του σκοτώθηκαν στη μάχη και η Κιβωτός της Διαθήκης έπεσε στα χέρια των Φιλισταίων (Α' Βασιλειών 4,12-18).
ΤΟ ΑΝΟΣΙΟΥΡΓΗΜΑ ΤΗΣ ΦΥΛΗΣ ΒΕΝΙΑΜΙΝ
Την περίοδο των Κριτών, η φυλή Βενιαμίν προέβηκε σ' ένα ανοσιούργημα. Κάποιος Λευίτης που ζούσε στ' απομακρυσμένα μέρη της ορεινής περιοχής της φυλής Εφραίμ, πήρε για παλλακίδα του μια γυναίκα από τη Βηθλεέμ, της φυλής Ιούδα. Αλλά η παλλακίδα του τσακώθηκε μαζί του, τον άφησε και γύρισε στο πατρικό της σπίτι, στη Βηθλεέμ, κι έμεινε εκεί τέσσερις μήνες. Ο άντρας της, μαζί με τον υπηρέτη του, ξεκίνησε να πάει να τη βρει, για να τα φτιάξει πάλι μαζί της και να την κάνει να γυρίσει. Η γυναίκα του και ο πεθερός του τον καλοδέχτηκαν στο πατρικό της κι έμεινε μαζί τους τρεις ημέρες. Με την επιμονή όμως του πεθερού του έμεινε άλλες δύο. Επειδή η τελευταία μέρα πλησίαζε στο τέλος της, ο πεθερός του προσπάθησε να τον κρατήσει κι άλλη μέρα. Ο Λευίτης δεν δέχτηκε κι αναχώρησε από τη Βηθλεέμ μαζί με την παλλακίδα του και τον υπηρέτη του (Κριταί 19,1-10). Ο ήλιος κόντευε να βασιλέψει όταν βρίσκονταν κοντά στην Ιεβούς (Ιερουσαλήμ). Ο υπηρέτης του του είπε να διανυκτερεύσουν στην πόλη, αλλά επειδή η πόλη κατοικούνταν από αλλόφυλους κι όχι Ισραηλίτες, προχώρησαν κι έφτασαν στη Γαβαά, που ανήκει στη φυλή Βενιαμίν. Μπήκαν στην πόλη και κάθησαν στην πλατεία. Εκεί κανείς δεν τους πήρε σπίτι του για να κοιμηθούν. Μόνο ένας γέροντας που καταγόταν από τη φυλή Εφραίμ, αλλά ζούσε στη Γαβαά, τον έφερε στο σπίτι του και τους φιλοξένησε (Κριταί 19,10-21).
Ενώ αυτοί απολάμβαναν τη φιλοξενία, οι άντρες της πόλης, άνθρωποι ανήθικοι και διεφθαρμένοι, περικύκλωσαν το σπίτι, χτυπούσαν την πόρτα και φώναζαν στον οικοδεσπότη να τους δώσει τον άνθρωπο που μπήκε στο σπίτι του για να ασελγήσουν πάνω του. Ο οικοδεσπότης βγήκε και τους είπε να μην κάνουν αυτό το κακό. Τους πρότεινε την κόρη του που ήταν παρθένα και την παλλακίδα του επισκέπτη του. Αυτοί όμως δεν ήθελαν ν' ακούσουν. Τότε πήρε ο Λευίτης την παλλακίδα του και την έβγαλε έξω από το σπίτι. Εκείνοι τη βίασαν και ασέλγησαν πάνω της όλη τη νύχτα, ως το πρωί. Με την αυγή, την άφησαν ελεύθερη. Όταν άρχισε να φωτίζει, η γυναίκα ήρθε κι έπεσε στην πόρτα του σπιτιού, όπου βρισκόταν ο άντρας της κι έμεινε εκεί ώσπου ξημέρωσε. Το πρωί, όταν σηκώθηκε ο άντρας της κι άνοιξε την πόρτα βρήκε την παλλακίδα του νεκρή. Ο Λευίτης φόρτωσε το σώμα της σ' ένα γαϊδούρι κι έφυγε για τον τόπο του. Όταν έφτασε στο σπίτι του, πήρε ένα μαχαίρι και διαμέλισε τη νεκρή γυναίκα σε δώδεκα κομμάτια και τα έστειλε σε όλες τις φυλές του Ισραήλ (Κριταί 19,22-30).
Όλοι οι Ισραηλίτες, όταν άκουσαν για το ανοσιούργημα αυτό, συγκεντρώθηκαν στη Μασσηφά (Μισπά), για να συζητήσουν το γεγονός, ενώπιον του Κυρίου. Στη συγκέντρωση αυτή ήταν και 400.000 άνδρες, πεζοί, καλά οπλισμένοι. Εκεί ο Λευίτης τους διηγήθηκε το γεγονός με κάθε λεπτομέρεια. Οι φυλές των Ισραηλιτών αποφάσισαν ομόφωνα, να τιμωρήσουν παραδειγματικά τους ενόχους αυτού του αποτρόπαιου εγκλήματος. Έστειλαν αγγελιοφόρους στη φυλή Βενιαμίν και τους ζήτησαν να παραδώσουν τους διεστραμμένους κατοίκους της Γαβαά, για να τους σκοτώσουνε και να εξαλείψουν το κακό από τον ισραηλιτικό λαό (Κριταί 20,1-13).
Οι Βενιαμινίτες όμως δεν ήθελαν ν' ακούσουν τους συμπατριώτες τους Ισραηλίτες. Συγκεντρώθηκαν λοιπόν στη Γαβαά για να πολεμήσουν εναντίον των άλλων Ισραηλιτών. Οι άνδρες της φυλής Βενιαμίν ήταν 26.000 πολεμιστές και 700 ήταν οι άνδρες της Γαβαά, οι οποίοι ήταν ικανοί πολεμιστές, χρησιμοποιούσαν με την ίδια ευχέρεια και τα δυο τους χέρια, χρησιμοποιούσαν με καταπληκτική δεξιότητα τη σφενδόνη, ώστε πετύχαιναν ακόμη και μία τρίχα από μεγάλη απόσταση, χωρίς ν' αποτύχουν. Οι Ισραηλίτες ήταν 400.000 άνδρες, καλά οπλισμένοι και πολύ ικανοί στον πόλεμο (Κριταί 20,13-17).
Οι Ισραηλίτες συγκεντρώθηκαν στη Βαιθήλ και σύμφωνα με εντολή του Κυρίου, η φυλή του Ιούδα θα ηγούνταν της εκστρατείας. Οι Ισραηλίτες στρατοπέδευσαν απέναντι από την πόλη Γαβαά. Στην πρώτη μάχη η φυλή Βενιαμίν νίκησε, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης 22.000 Ισραηλίτες (Κριταί 20,18-21). Μετά τη μάχη αυτή οι Ισραηλίτες πήγαν στη Βαιθήλ, εκεί που ήταν η Σκηνή του Μαρτυρίου και η Κιβωτός της Διαθήκης και έκλαψαν ενώπιον του Κυρίου μέχρι το βράδυ. Οι Ισραηλίτες ρώτησαν τον Κύριο, εάν έπρεπε να συνεχίσουν τον πόλεμο και πήραν θετική απάντηση. Κατά τη δεύτερη μάχη η φυλή Βενιαμίν πάλι νίκησε, αφήνοντας αυτή τη φορά στο πεδίο της μάχης 18.000 Ισραηλίτες, ικανότατους πολεμιστές (Κριταί 20,22-25). Μετά από τη μάχη οι Ισραηλίτες ξαναπήγαν στη Βαιθήλ και έκλαψαν ενώπιον του Κυρίου. Νήστεψαν μέχρι το βράδυ και πρόσφεραν θυσίες στον Κύριο. Κατά τις ημέρες εκείνες αρχιερέας ήταν ο Φινεές, γιος του Ελεάζαρ. Οι Ισραηλίτες ρώτησαν ξανά τον Κύριο, εάν έπρεπε να συνεχίσουν τον πόλεμο και ο Κύριος τους απάντησε, ότι την επόμενη φορά θα τους παραδώσει στα χέρια τους (Κριταί 20,26-29).
Κατά την τρίτη μάχη ο στρατός των Ισραηλιτών χωρίστηκε στα δύο. Το ένα μέρος είχε στήσει ενέδρα γύρω από τη Γαβαά, ενώ το άλλο βάδισε κατά της πόλης. Οι άνδρες της φυλής Βενιαμίν άρχισαν να καταδιώκουν τους Ισραηλίτες, οι οποίοι άρχισαν να υποχωρούν προς τη Βααλθαμάρ, ώστε ν' αναγκάσουν τους Βενιαμινίτες να τους ακολουθήσουν. Τότε από την πλευρά της Μαοραγαβέ όρμησαν από την ενέδρα 10.000 εκλεκτοί Ισραηλίτες, οι οποίοι μπήκαν στη Γαβαά, βάλανε φωτιά στην πόλη και σκότωσαν όλους τους κατοίκους της. Στο μεταξύ οι Βενιαμινίτες που καταδίωκαν τους Ισραηλίτες, κατά την καταδίωξη είχαν σκοτώσει 30 πολεμιστές. Όταν οι άνδρες της φυλής Βενιαμίν είδαν τις φωτιές από την πόλη, κατάλαβαν ότι αυτή είχε καταληφθεί. Τότε οι Ισραηλίτες σταμάτησαν να υποχωρούν και άρχισαν να χτυπούν τους άνδρες της φυλής Βενιαμίν, οι οποίοι άρχισαν να υποχωρούν προς την έρημο. Οι Ισραηλίτες τους χτυπούσαν από παντού και τους καταδίωξαν από τη Νουά έως και τ' ανατολικά της Γαβαά. Κατά τη μάχη αυτή σκοτώθηκαν από τους Βενιαμινίτες 18.000 πολεμιστές. Οι υπόλοιποι τράπηκαν σε φυγή προς τον βράχο Ρεμμών, στην έρημο. Αλλά κι εκεί οι Ισραηλίτες τους χτύπησαν και σκότωσαν άλλους 5.000 Βενιαμινίτες. Κάποιους τους καταδίωξαν μέχρι τη Γεδά και σκότωσαν άλλους 2.000 άνδρες. Συνολικά την ημέρα εκείνη σκοτώθηκαν 25.100 άνδρες της φυλής Βενιαμίν. Όλοι τους ήταν ικανοί και εμπειροπόλεμοι πολεμιστές. Οι υπόλοιποι 600 άνδρες κατέφυγαν στο βράχο Ρεμμών όπου και έμειναν 4 μήνες. Τέλος οι Ισραηλίτες, πέρασαν από την πόλη Μεθλά, όπου σκότωσαν όλους τους κατοίκους της. Στη συνέχεια πέρασαν απ' όλες τις πόλεις της φυλής Βενιαμίν κι απ' όπου περνούσαν σκότωναν ότι έβρισκαν μπροστά τους, ανθρώπους και ζώα, κι ύστερα έβαζαν φωτιά στις πόλεις (Κριταί 20,30-48).
Οι Ισραηλίτες μετά τη νίκη τους πήγαν στη Βαιθήλ, πρόσφεραν θυσίες στον Κύριο και θρηνούσαν μπροστά στην Κιβωτό της Διαθήκης για το κακό που βρήκε το λαό τους. Λυπήθηκαν για το κακό που βρήκε τη φυλή Βενιαμίν και αποφάσισαν να ξαναδημιουργήσουν τη φυλή από την αρχή. Επειδή όμως είχαν ορκιστεί στη Μασσηφά να μη δώσουν τις γυναίκες τους σε άνδρα της φυλής Βενιαμίν, αποφάσισαν να εξοντώσουν όλους τους κατοίκους της Ιαβές (Ιαβίς) στη Γαλαάδ, επειδή αυτοί δεν ακολούθησαν τους άλλους Ισραηλίτες εναντίον της φυλής Βενιαμίν (Κριταί 21,1-9). Τότε οι Ισραηλίτες έστειλαν 12.000 πολεμιστές να πάνε στην Ιαβές και να σκοτώσουν όλους τους κατοίκους της, εκτός από τις νεαρές παρθένες. Ανάμεσα στους κατοίκους της Ιαβές βρήκαν 400 νέες που δεν είχαν σχετιστεί με άντρα, και τις έδωσαν στους 600 Βενιαμινίτες που είχαν απομείνει στο βράχο Ρεμμών. Επειδή όμως δεν έφτασαν για όλους, αποφάσισαν να δώσουν στους υπόλοιπους γυναίκες από τη Σηλώ. Επειδή όμως είχαν ορκιστεί να μη δώσουν τις γυναίκες τους σε άνδρα της φυλής Βενιαμίν, αποφάσισαν κατά το διάστημα που γίνονται γιορτές στη Σηλώ, να πάνε οι Βενιαμινίτες και να στήσουν ενέδρα στους αμπελώνες της πόλης κι όταν οι νεαρές κοπέλες θ' αρχίσουν να χορεύουν, ν' αρπάξει ο καθένας τους από μία για γυναίκα του (Κριταί 21,10-22). Έτσι οι 600 άνδρες της φυλής Βενιαμίν επέστρεψαν στη χώρα τους, ξανάχτισαν τις πόλεις τους κι εγκαταστάθηκαν σ' αυτές (Κριταί 21,23-25).
Δ) Η ΦΥΛΗ ΒΕΝΙΑΜΙΝ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΒΑΣΙΛΕΩΝ
Πριν ο Σαούλ γίνει βασιλιάς του Ισραήλ, μαζί με τον υπηρέτη του πέρασαν από την ορεινή περιοχή της φυλής Εφραίμ και από τη φυλή Βενιαμίν, για να βρει τα γαϊδούρια του πατέρα του που είχαν χαθεί (Α' Βασιλειών 9,4). Ο Σαμουήλ συγκέντρωσε το λαό ενώπιον του Κυρίου στη Μασσηφά (Μισπά), προκειμένου να κάνει την εκλογή του βασιλιά. Τους διέταξε να πλησιάσουν όλες οι φυλές των Ισραηλιτών, έριξαν κλήρο κι ο κλήρος έπεσε στη φυλή Βενιαμίν. Μετά διέταξε να πλησιάσει η φυλή Βενιαμίν κατά οικογένειες κι ο κλήρος έπεσε στην οικογένεια του Ματταρί, έπειτα ο κλήρος έπεσε στο Σαούλ, γιο του Κις, ο οποίος ήταν ο πρώτος βασιλιάς των Ισραηλιτών (Α' Βασιλειών 10,17-21).
Όταν ο Δαβίδ, για ν' αποφύγει την οργή του Σαούλ, κατέφυγε στη Σικελάγ (Σικλάγ) τον ακολούθησαν αρκετοί από διάφορες φυλές του Ισραήλ, κυρίως από τις φυλές Βενιαμίν, Ιούδα, Γαδ και Μανασσή. Αυτοί που ήταν από τη φυλή Βενιαμίν, ήταν πολύ καλοί τοξότες και άριστοι χειριστές της σφενδόνης. Μπορούσαν να ρίχνουν βέλη και πέτρες και με τα δυο τους χέρια (Α' Παραλειπομένων 12,1-2. 12,17). Μετά το θάνατο του Σαούλ, όταν ο Δαβίδ εγκαταστάθηκε στη Χεβρών, καθημερινά πήγαιναν πολεμιστές απ' όλες τις φυλές του Ισραήλ, οι οποίοι ενώθηκαν με το στρατό του Δαβίδ και αποδέχτηκαν το βασιλικό του αξίωμα. Από τη φυλή του Βενιαμίν ήταν 3.000 άνδρες, γιατί οι περισσότεροι ήταν ακόμη στη φρουρά του Σαούλ (Α' Παραλειπομένων 12,24. 12,30). Ο Ιεβοσθέ, γιος του Σαούλ, ανακηρύχτηκε βασιλιάς του Ισραήλ στη Μαναέμ (Μαχαναΐμ), από τον αρχιστράτηγο του Σαούλ, τον Αβεννήρ. Σύμφωνα με το κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης ανακηρύχτηκε βασιλιάς του Ισραήλ, της Γαλαάδ, της χώρας Θασιρί, της Ιεζράελ και των φυλών Εφραίμ και Βενιαμίν και των άλλων βόρειων φυλών (Β' Βασιλειών 2,8-9). Όμως ο Αβεννήρ, μετά τη διαμάχη του με τον Ιεβοσθέ, μίλησε με τους πρεσβυτέρους του Ισραήλ και της φυλής Βενιαμίν, και τους πρότεινε, αυτό που κι αυτοί ζητάγανε από καιρό, να γίνει, δηλαδή, ο Δαβίδ βασιλιάς όλου του Ισραήλ. Εκείνοι αποδέχτηκαν την πρόταση του Αβεννήρ (Β' Βασιλειών 3,17-19).Από τη Βηρώθ της φυλής Βενιαμίν κατάγονταν ο Ρεκχά (Ρηχάβ) και ο Βαανά, οι γιοι του Ρεμμών (Ριμμών), οι οποίοι δολοφόνησαν τον Ιεβοσθέ μέσα στο σπίτι του (Β' Βασιλειών 4,2-12). Όταν ο Δαβίδ, μετά την ήττα του Αβεσσαλώμ, πήρε το δρόμο της επιστροφής προς την Ιερουσαλήμ, ο Σεμεΐ, που καταγόταν από τη Βαχουρίμ, πήγε κι αυτός, μαζί μ' έναν άνδρα από τη φυλή Ιούδα, για να προϋπαντήσει το βασιλιά Δαβίδ. Μαζί του ήταν και 1.000 άνδρες από τη φυλή Βενιαμίν (Β' Βασιλειών 19,16-17). Από τη φυλή Βενιαμίν καταγόταν και ο Σαβεέ, γιος του Βοχορί, ο οποίος επαναστάτησε κατά του Δαβίδ, μετά την ανταρσία του Αβεσσαλώμ (Β' Βασιλειών 20,1). Στην απογραφή του λαού, που έγινε στα τέλη της βασιλείας του Δαβίδ, η φυλή Βενιαμίν δεν συμμετείχε στην απογραφή, διότι έτσι ήταν η διαταγή του Δαβίδ (Α' Παραλειπομένων 21,5-6).
Ο Σαμαά, γιος του Ηλά, ήταν ένας από τους δώδεκα διοικητές επαρχιών, που είχε ορίσει ο Σολομώντας, για να εφοδιάζουν με τρόφιμα το βασιλιά και τον οίκο του. Ο Βαανά είχε στη δικαιοδοσία του την περιοχή της φυλής Βενιαμίν (Γ' Βασιλειών 4,7. 4,17). Στο βιβλίο των Ψαλμών, ο ποιητής προτρέπει τον Κύριο, να βοηθήσει τις φυλές Εφραίμ, Μανασσή και Βενιαμίν, ώστε να βοηθήσουν τους Ισραηλίτες απέναντι στους εχθρούς τους (Ψαλμός 79,3).
Δ) Η ΦΥΛΗ ΒΕΝΙΑΜΙΝ ΜΕΤΑ ΤΗ ΔΙΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Η Ιερουσαλήμ υπήρξε πρωτεύουσα του βασιλείου του Ιούδα, μετά τη διαίρεση του βασιλείου σε βόρειο και νότιο. Κανένας δεν ακολούθησε τους απογόνους του Δαβίδ, παρά μόνο οι φυλές του Ιούδα και του Βενιαμίν (Γ' Βασιλέων 12,20. 12,24υ. Β' Παραλειπομένων 10,17). Μετά την απόσχιση των βόρειων φυλών, ο Ροβοάμ συγκέντρωσε στην Ιερουσαλήμ από τις φυλές Ιούδα και Βενιαμίν 180.000 άνδρες, για να πολεμήσει με τις βόρειες φυλές και να τους υποτάξει στη βασιλεία του. Έπειτα από παρέμβαση του Κυρίου ο εμφύλιος πόλεμος ματαιώθηκε (Γ' Βασιλέων 12,21-24. 12,24φ-ψ. Β' Παραλειπομένων 11,1-4).
Όταν βασίλευε ο Ασά στον Ιούδα, ο Βαασά, βασιλιάς του Ισραήλ, εξεστράτευσε εναντίον του βασιλείου του Ιούδα και οχύρωσε τη Ραμά, έτσι ώστε κανένας από τους κατοίκους του Ιούδα να μη μπορεί να κυκλοφορήσει ελεύθερα από την πλευρά αυτή. Τότε ο Ασά πήρε όλο το ασήμι και το χρυσάφι που υπήρχε στα θησαυροφυλάκια του ναού του Κυρίου και του βασιλικού ανακτόρου και τα έστειλε με τους δούλους του στη Δαμασκό, στο βασιλιά της Συρίας Άδερ το νεότερο, με το μήνυμα να συνάψουν συμφωνία οι δυο τους, έτσι ώστε να διαλύσει τη συμμαχία του με το Βαασά, βασιλιά του Ισραήλ, για ν' αποσύρει το στρατό του από την περιοχή του Ιούδα. Ο Άδερ ο νεότερος δέχτηκε την πρόταση του βασιλιά Ασά κι έστειλε τους στρατηγούς του εναντίον των πόλεων του Ισραήλ. Όταν το έμαθε ο Βαασά σταμάτησε να οχυρώνει τη Ραμά και επέστρεψε στην πόλη Θερσά. Τότε ο Ασά κάλεσε όλους τους κατοίκους του Ιούδα, για να μεταφέρουν από τη Ραμά όλες τις πέτρες και τα ξύλα που ο Βαασά είχε συγκεντρώσει για να οχυρώσει την πόλη. Με τα ίδια υλικά ο Ασά οχύρωσε όλους τους λόφους της φυλής Βενιαμίν (Γ' Βασιλέων 15,16-22).
|
||