ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΚΡΙΤΑΙ- ΚΕΦ. 9-12

 

 

Ο ΙΕΦΘΑΕ - ΑΛΛΟΙ ΚΡΙΤΕΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9- ΑΒΙΜΕΛΕΧ ΚΑΙ ΙΩΑΘΑΜ

                                    Ο Αβιμέλεχ αρπάζει την εξουσία

Κρ. 9,1              Καὶ ἐπορεύθη Ἀβιμέλεχ υἱὸς Ἱεροβάαλ εἰς Συχὲμ πρὸς ἀδελφοὺς μητρὸς αὐτοῦ καὶ ἐλάλησε πρὸς αὐτοὺς καὶ πρὸς πᾶσαν συγγένειαν οἴκου πατρὸς μητρὸς αὐτοῦ λέγων·

Κρ. 9,1                       Ο Αβιμέλεχ ο υιός του Ιεροβάαλ επήγεν εις την Συχέμ προς τους αδελφούς της μητρός του, ωμίλησε προς αυτούς και προς όλους τους συγγενείς του πατρικού οίκου της μητρός του και είπε·

Κρ. 9,2              λαλήσατε δὴ ἐν τοῖς ὠσὶ πάντων τῶν ἀνδρῶν Συχέμ· τί τὸ ἀγαθὸν ὑμῖν, κυριεῦσαι ὑμῶν ἑβδομήκοντα ἄνδρας, πάντας υἱοὺς Ἱεροβάαλ, ἢ κυριεύειν ὑμῶν ἄνδρα ἕνα; καὶ μνήσθητε ὅτι ὀστοῦν ὑμῶν καὶ σὰρξ ὑμῶν εἰμι.

Κρ. 9,2                      “είπατε σας παρακαλώ, ώστε να ακούσουν όλοι οι άνδρες της Συχέμ· Τι είναι το καλύτερον δια σας, να βασιλεύσουν εις σας εβδομήκοντα άνδρες, όλοι δηλαδή οι υιοί του Ιεροβάαλ, η να είναι ένας ο άρχων σας, δηλαδή εγώ; Ενθυμηθήτε δε ότι εγώ είμαι ιδικόν σας οστούν και ιδική σας σαρξ”.

Κρ. 9,3              καὶ ἐλάλησαν περὶ αὐτοῦ οἱ ἀδελφοὶ τῆς μητρὸς αὐτοῦ ἐν τοῖς ὠσὶ πάντων τῶν ἀνδρῶν Συχὲμ πάντας τοὺς λόγους τούτους, καὶ ἔκλινεν ἡ καρδία αὐτῶν ὀπίσω Ἀβιμέλεχ, ὅτι εἶπαν· ἀδελφὸς ἡμῶν ἐστι.

Κρ. 9,3                      Οι θείοι αυτού, δηλαδή οι αδελφοί της μητρός του, ωμίλησαν περί αυτού και ανεκοίνωσαν όλους αυτούς τους λόγους του προς όλους τους άνδρας της Συχέμ, και η καρδία εκείνων έκλινεν υπέρ του Αβιμέλεχ, διότι εσκέφθησαν και είπαν· “αδελφός μας είναι αυτός”.

Κρ. 9,4              καὶ ἔδωκαν αὐτῷ ἑβδομήκοντα ἀργυρίου ἐξ οἴκου Βααλβερίθ, καὶ ἐμισθώσατο ἑαυτῷ Ἀβιμέλεχ ἄνδρας κενοὺς καὶ δειλούς, καὶ ἐπορεύθησαν ὀπίσω αὐτοῦ.

Κρ. 9,4                      Επήραν δε από τον ναόν του Βααλ και έδωκαν εις αυτόν εβδομήκοντα σίκλους αργυρίου. Με τα χρήματα αυτά επεστράτευσεν ο Αβιμέλεχ ως μισθοφόρους του άνδρας αδιστάκτους και τυχοδιώκτας οι οποίοι και τον ηκολούθησαν.

Κρ. 9,5              καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρὸς αὐτοῦ εἰς Ἐφραθὰ καὶ ἀπέκτεινε τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ υἱοὺς Ἱεροβάαλ ἑβδομήκοντα ἄνδρας ἐπὶ λίθον ἕνα· καὶ κατελείφθη Ἰωάθαμ υἱὸς Ἱεροβάαλ ὁ νεώτερος, ὅτι ἐκρύβη.

Κρ. 9,5                      Εισήλθε μαζή με αυτούς στον πατρικόν του οίκον εις Εφραθά και εφόνευσε τους αδελφούς του, τους υιούς του Γεδεών, εβδομήκοντα εν όλω άνδρας επάνω εις την αυτήν πέτραν. Διέφυγεν όμως τον θάνατον ο νεώτερος υιός του Γεδεών, ο Ιωάθαμ, διότι εκρύφθη.

Κρ. 9,6              καὶ συνήχθησαν πάντες ἄνδρες Σικίμων καὶ πᾶς οἶκος Βηθμααλὼν καὶ ἐπορεύθησαν καὶ ἐβασίλευσαν τὸν Ἀβιμέλεχ πρὸς τῇ βαλάνῳ τῇ εὑρετῇ τῆς στάσεως τῆς ἐν Σικίμοις.

Κρ. 9,6                      Τοτε συνεκεντρώθησαν όλοι οι άνδρες της Συχέμ και όλος ο οίκος Βηθμααλών, μετέβησαν και ανεκήρυξαν βασιλέα τον Αβιμέλεχ πλησίον εις την βαλανιδιάν την ευρισκομένην εις κάποιαν τοποθεσίαν της Συχέμ.

 

                                    Το αίνιγμα του Ιωάθαμ

Κρ. 9,7              Καὶ ἀνηγγέλη τῷ Ἰωάθαμ, καὶ ἐπορεύθη καὶ ἔστη ἐπὶ κορυφὴν ὄρους Γαριζὶν καὶ ἐπῇρε τὴν φωνὴν αὐτοῦ καὶ ἔκλαυσε καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἀκούσατέ μου, ἄνδρες Σικίμων, καὶ ἀκούσεται ὑμῶν ὁ Θεός.

Κρ. 9,7                      Ανεκοινώθη το γεγονός αυτό στον Ιωάθαμ, ο οποίος επήγε και εστάθη όρθιος εις κάποιαν κορυφήν του Γαριζίν και αφού έκλαυσε δια τα θλιβερά αυτά γεγονότα, εφώναξε δυνατά προς τους Συχεμίτας και τους είπεν· “ακούσατέ μου άνδρες της Συχέμ δια να ακούση και σας ο Θεός.

Κρ. 9,8              πορευόμενα ἐπορεύθη τὰ ξύλα τοῦ χρῖσαι ἐφ᾿ ἑαυτὰ βασιλέα καὶ εἶπον τῇ ἐλαίᾳ· βασίλευσον ἐφ᾿ ἡμῶν.

Κρ. 9,8                      Τα δένδρα επήγαν να ανακηρύξουν βασιλέα των και είπαν εις την εληά· Γινε εσύ βασιλεύς μας.

Κρ. 9,9              καὶ εἶπεν αὐτοῖς ἡ ἐλαία· μὴ ἀπολείψασα τὴν ποιότητά μου, ἐν ᾗ δοξάσουσι τὸν Θεὸν ἄνδρες, πορεύσομαι κινεῖσθαι ἐπὶ τῶν ξύλων;

Κρ. 9,9                      Η εληά απήντησεν εις αυτούς· Εγώ να εγκαταλείψω τους καρπούς μου, το έλαιόν μου, με το οποίον οι άνθρωποι δοξάζουν τον Θεόν και να σείωμαι μόνον επιδεικτικώς ως βασίλισσα των άλλων δένδρων; Δεν θέλω να γίνω βασίλισσα.

Κρ. 9,10             καὶ εἶπον τὰ ξύλα τῇ συκῇ· δεῦρο βασίλευσον ἐφ᾿ ἡμῶν.

Κρ. 9,10                    Τοτε τα δένδρα είπαν εις την συκήν· Ελα συ να βασιλεύσης εις ημάς.

Κρ. 9,11             καὶ εἶπεν αὐτοῖς ἡ συκῆ· μὴ ἀπολείψασα ἐγὼ τὴν γλυκύτητά μου καὶ τὰ γενήματά μου τὰ ἀγαθά, πορεύσομαι κινεῖσθαι ἐπὶ τῶν ξύλων;

Κρ. 9,11                     Η συκή απήντησεν εις αυτά· Εγώ να αφήσω την γλυκύτητά μου, τους γευστικούς και ωφελίμους καρπούς μου και να αρκεσθώ μόνον να σείωμαι επιδεικτικώς ως βασίλισσα των άλλων δένδρων; Οχι.

Κρ. 9,12             καὶ εἶπαν τὰ ξύλα πρὸς τὴν ἄμπελον· δεῦρο βασίλευσον ἐφ᾿ ἡμῶν.

Κρ. 9,12                    Τα δένδρα μετέβησαν προς την άμπελον και της είπαν· Ελα συ να γίνης βασίλισσά μας.

Κρ. 9,13             καὶ εἶπεν αὐτοῖς ἡ ἄμπελος· μὴ ἀπολείψασα τὸν οἶνόν μου τὸν εὐφραίνοντα Θεὸν καὶ ἀνθρώπους, πορεύσομαι κινεῖσθαι ἐπὶ τῶν ξύλων;

Κρ. 9,13                     Η άμπελος απήντησεν εις αυτά· Να εγκαταλείψω εγώ τον οίνον μου, ο οποίος ευφραίνει Θεόν και ανθρώπους και να αρκεσθώ να σείωμαι μόνον ως βασίλισσα των άλλων δένδρων; Αυτό δεν το δέχομαι.

Κρ. 9,14             καὶ εἶπαν πάντα τὰ ξύλα τῇ ῥάμνῳ· δεῦρο σὺ βασίλευσον ἐφ᾿ ἡμῶν.

Κρ. 9,14                    Είπαν τότε όλα τα δένδρα εις ένα ευτελή και ακανθώδη θάμνον, την ράμνον· Ελα συ να γίνης βασίλισσά μας.

Κρ. 9,15             καὶ εἶπεν ἡ ῥάμνος πρὸς τὰ ξύλα· εἰ ἐν ἀληθείᾳ χρίετέ με ὑμεῖς τοῦ βασιλεύειν ἐφ᾿ ὑμᾶς, δεῦτε ὑπόστητε ἐν τῇ σκιᾷ μου· καὶ εἰ μή, ἐξέλθοι πῦρ ἀπ᾿ ἐμοῦ καὶ καταφάγοι τὰς κέδρους τοῦ Λιβάνου.

Κρ. 9,15                     Η χωρίς αξίαν και μωροφιλόδοξος ράμνος είπε τότε εις τα δένδρα· Εάν πράγματι θέλετε να με χρίσετε βασίλισσάν σας, ελάτε και πέσετε κάτω από την σκιάν μου ! Ει δ' άλλως φωτιά θα βγη από εμέ και θα κατακαύση τας κέδρους του Λιβάνου (αυτός είναι ο μύθος).

Κρ. 9,16             καὶ νῦν εἰ ἐν ἀληθείᾳ καὶ τελειότητι ἐποιήσατε καὶ ἐβασιλεύσατε τὸν Ἀβιμέλεχ, καὶ εἰ ἀγαθωσύνην ἐποιήσατε μετὰ Ἱεροβάαλ, καὶ μετὰ τοῦ οἴκου αὐτοῦ, καὶ εἰ ὡς ἀνταπόδοσις χειρὸς αὐτοῦ ἐποιήσατε αὐτῷ,

Κρ. 9,16                    Και τώρα ας σας ερωτήσω, εάν εν αληθεία και δικαιοσύνη επράξατε ανακηρύττοντες βασιλέα τον Αβιμέλεχ· εάν εφερθήκατε καλά πρας την μνήμην του Γεδεών και προς τα παιδιά του και εάν αυτό που εκάματε αποτελή ανταπόδοσιν της ευεργεσίας που ελάβατε από αυτόν.

Κρ. 9,17             ὡς παρετάξατο ὁ πατήρ μου ὑπὲρ ὑμῶν καὶ ἐξέῤῥιψε τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἐξεναντίας καὶ ἐῤῥύσατο ὑμᾶς ἐκ χειρὸς Μαδιάμ,

Κρ. 9,17                     Ενθυμείσθε πως εξήλθε κατά των εχθρών και επολέμησεν ο πατήρ μου προς χάριν σας; Και εξέθεσεν εις κίνδυνον την ζωήν του ενώπιόν σας, και πως σας εγλύτωσε από τα χέρια των Μαδιανιτών.

Κρ. 9,18             καὶ ὑμεῖς ἐπανέστητε ἐπὶ τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου σήμερον καὶ ἀπεκτείνατε τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ ἑβδομήκοντα ἄνδρας ἐπὶ λίθον ἕνα, καὶ ἐβασιλεύσατε τὸν Ἀβιμέλεχ υἱὸν παιδίσκης αὐτοῦ ἐπὶ τοὺς ἄνδρας Σικίμων, ὅτι ἀδελφὸς ὑμῶν ἐστι,

Κρ. 9,18                    Σεις όμως εκάματε σήμερον επανάστασιν κατά του πατρικού μου οίκου, εφονεύσατε τους υιούς του Γεδεών, εβδομήκοντα άνδρας, επάνω εις την ιδίαν πέτραν και ανεκηρύξατε βασιλέα σας τον Αβιμέλεχ, υιόν της δούλης του, διότι είναι συγγενής σας !

Κρ. 9,19             καὶ εἰ ἐν ἀληθείᾳ καὶ τελειότητι ἐποιήσατε μετὰ Ἱεροβάαλ καὶ μετὰ τοῦ οἴκου αὐτοῦ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ, εὐφρανθείη τε ἐν Ἀβιμέλεχ, καὶ εὐφρανθείη καί γε αὐτὸς ἐφ᾿ ὑμῖν.

Κρ. 9,19                    Εάν λοιπόν κατ' αλήθειαν και δικαιοσύνην επράξατε απέναντι του Γεδεών και του οίκου του κατά την ημέραν αυτήν, να χαίρεσθε σστον Αβιμέλεχ και εκείνος να χαίρεται σας !

Κρ. 9,20             εἰ δὲ οὔ, ἐξέλθοι πῦρ ἀπὸ Ἀβιμέλεχ καὶ καταφάγοι τοὺς ἄνδρας Σικίμων καὶ τὸν οἶκον Βηθμααλὼν καὶ ἐξέλθοι πῦρ ἀπὸ ἀνδρῶν Σικίμων καὶ ἐκ τοῦ οἴκου Βηθμααλὼν καὶ καταφάγοι τὸν Ἀβιμέλεχ.

Κρ. 9,20                    Εάν όμως δεν έχετε φερθή καλά, φωτιά θα βγη από τον Αβιμέλεχ και θα κατακαύση τους κατοίκους της Συχέμ και τον οίκον Βηθμααλών. Αλλά και από σας τους κατοίκους της Συχέμ και από τον οίκον Βηθμααλών φωτιά θα βγη και θα κατακαύση τον 'Αβιμέλεχ”.

Κρ. 9,21             καὶ ἔφυγεν Ἰωάθαμ καὶ ἀπέδρα καὶ ἐπορεύθη ἕως Βαιὴρ καὶ ᾤκησεν ἐκεῖ ἀπὸ προσώπου Ἀβιμέλεχ ἀδελφοῦ αὐτοῦ.

Κρ. 9,21                    Επειτα από τους λόγους αυτούς έφυγεν ο Ιωάθαμ δρομέως, έφθασεν εις Βαιήρ, όπου και εγκατεστάθη, μακράν από τον αδελφόν του τον Αβιμέλεχ.

 

                                    Ο Αβιμέλεχ κυριεύει και καταστρέφει τη Συχέμ

Κρ. 9,22             Καὶ ἦρξεν Ἀβιμέλεχ ἐπὶ Ἰσραὴλ τρία ἔτη.

Κρ. 9,22                    Ο Αβιμέλεχ τρία μόνον έτη εβασίλευσεν στους Ισραηλίτας.

Κρ. 9,23             καὶ ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς πνεῦμα πονηρὸν ἀνὰ μέσον Ἀβιμέλεχ καὶ ἀνὰ μέσον τῶν ἀνδρῶν Σικίμων, καὶ ἠθέτησαν ἄνδρες Σικίμων ἐν τῷ οἴκῳ Ἀβιμέλεχ,

Κρ. 9,23                    Διότι επέτρεψεν ο Θεός να εμφιλοχωρήση μεταξύ του Αβιμέλεχ και των κατοίκων της Συχέμ πνεύμα δυσφορίας και διχονοίας, εξ αιτίας του οποίου απεκήρυξαν οι άνδρες της Συχέμ τον οίκον του Αβιμέλεχ.

Κρ. 9,24             τοῦ ἐπαγαγεῖν τὴν ἀδικίαν τῶν ἑβδομήκοντα υἱῶν Ἱεροβάαλ καὶ τὰ αἵματα αὐτῶν τοῦ θεῖναι ἐπὶ Ἀβιμέλεχ τὸν ἀδελφὸν αὐτῶν, ὃς ἀπέκτεινεν αὐτούς, καὶ ἐπὶ ἄνδρας Σικίμων, ὅτι ἐνίσχυσαν τὰς χεῖρας αὐτοῦ ἀποκτεῖναι τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ.

Κρ. 9,24                    Επέτρεψεν ο Θεός (να αναστατώση εκείνους το πνεύμα) αυτό (της διχονοίας), διότι ηθέλησε να τιμωρήση την άδικον σφαγήν των εδδομήκοντα υιών του Γεδεών επιρρίπτων το αδικοχυμένον αίμα των εις την κεφαλήν του αδελφού των Αβιμέλεχ, ο οποίος τους εφόνευσεν, αλλά και στους κατοίκους της Συχέμ οι οποίοι έδωσαν εις αυτόν τα μέσα και τον ενίσχυσαν να φονεύση τους αδελφούς του.

Κρ. 9,25             καὶ ἔθηκαν αὐτῷ οἱ ἄνδρες Σικίμων ἐνεδρεύοντας ἐπὶ τὰς κεφαλὰς τῶν ὀρέων καὶ διήρπαζον πάντα, ὃς παρεπορεύετο ἐπ᾿ αὐτοὺς ἐν τῇ ὁδῷ· καὶ ἀπηγγέλη τῷ βασιλεῖ Ἀβιμέλεχ.

Κρ. 9,25                    Οι άνδρες της Συχέμ ετοποθέτουν ενέδρας εις τας κορυφάς των ορέων εναντίον του Αβιμέλεχ. Οι δε ενεδρεύοντες ελήστευαν κάθε άνθρωπον ο οποίος διήρχετο πλησίον των στον δρόμον. Τα γεγονότα αυτά ανηγγέλθησαν στον βασιλέα Αβιμέλεχ, ο οποίος και εξήλθεν να τιμωρήση εκείνους.

Κρ. 9,26             καὶ ἦλθε Γαὰλ υἱὸς Ἰωβὴλ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ παρῆλθον ἐν Σικίμοις, καὶ ἤλπισαν ἐν αὐτῷ οἱ ἄνδρες Σικίμων.

Κρ. 9,26                    Τοτε ο Γααλ, ο υιός του Ιωβήλ, μαζή με τους αδελφούς του ήλθον εις την Συχέμ. Οι δε Συχεμίται εις αυτόν πλέον εστήριξαν τας ελπίδας των, εγκαταλείψαντες τον Αβιμέλεχ.

Κρ. 9,27             καὶ ἐξῆλθον εἰς ἀγρὸν καὶ ἐτρύγησαν τοὺς ἀμπελῶνας αὐτῶν καὶ ἐπάτησαν καὶ ἐποίησαν Ἐλλουλὶμ καὶ εἰσήνεγκαν εἰς οἶκον Θεοῦ αὐτῶν καὶ ἔφαγον καὶ ἔπιον καὶ κατηράσαντο τὸν Ἀβιμέλεχ.

Κρ. 9,27                    Εξήλθον δε από την Συχέμ στους αγρούς των, ετρύγησαν τα αμπέλια των, επάτησαν τα σταφύλια και έκαμαν εορτήν. Εισήλθον εν συνεχεία στον ναόν του Θεού των, έφαγον, έπιον και εκεί εν συνεχεία ανεθεμάτισαν τον Αβιμέλεχ.

Κρ. 9,28             καὶ εἶπε Γαὰλ υἱὸς Ἰωβήλ· τίς ἐστιν Ἀβιμέλεχ καὶ τίς ἐστιν υἱὸς Συχέμ, ὅτι δουλεύσομεν αὐτῷ; οὐχ υἱὸς Ἱεροβάαλ, καὶ Ζεβοὺλ ἐπίσκοπος αὐτοῦ δοῦλος αὐτοῦ σὺν τοῖς ἀνδράσιν Ἐμμὼρ πατρὸς Συχέμ; καὶ τί ὅτι δουλεύσομεν αὐτῷ ἡμεῖς;

Κρ. 9,28                    Ο Γαάλ, ο υιός του Ιωβήλ, ο αρχηγός των είπε με περιφρόνησιν· “και ποιός είναι αυτός ο Αβιμέλεχ; Ποιός είναι αυτός ο Συχεμίτης, ώστε ημείς να είμεθα εις αυτόν δούλοι; Δεν είναι αυτός παιδί του Ιεροβάαλ που έχει ως τοποτηρητήν του εις την Συχέμ τον δούλον του, τον Ζεβούλ, μαζή με μερικούς άνδρας απογόνους του Εμμώρ, πατρός της Συχέμ; Διατί ημείς να είμεθα δούλοι εις εκείνον;

Κρ. 9,29             καὶ τίς δῴη τὸν λαὸν τοῦτον ἐν χειρί μου; καὶ μεταστήσω τὸν Ἀβιμέλεχ καὶ ἐρῶ πρὸς αὐτόν· πλήθυνον τὴν δύναμίν σου καὶ ἔξελθε.

Κρ. 9,29                    Ποιός τάχα θα δώση υπό την εξουσίαν μου τον λαόν τούτον της Συχέμ; Εάν εγώ αποκτήσω αυτήν την εξουσίαν, θα διώξω από εδώ τον Αβιμέλεχ και θα του είπω· Αύξησε όσον θέλστον στρατόν σου και εβγα έξω ! εγώ θα σε κάμω να φύγης από εδώ”.

Κρ. 9,30             καὶ ἤκουσε Ζεβοὺλ ἄρχων τῆς πόλεως τοὺς λόγους Γαὰλ υἱοῦ Ἰωβὴλ καὶ ὠργίσθη θυμῷ αὐτός.

Κρ. 9,30                    Ο Ζεβούλ, ο εκπρόσωπος του Αβιμέλεχ και διοικητής της πόλεως ήκουσε τα λόγια αυτά του Γαάλ, υιού του Ιωβήλ και κατελήφθη από μεγάλην οργήν.

Κρ. 9,31             καὶ ἀπέστειλεν ἀγγέλους πρὸς Ἀβιμέλεχ ἐν κρυφῇ λέγων· ἰδοὺ Γαὰλ υἱὸς Ἰωβὴλ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ ἔρχονται εἰς Συχέμ, καὶ ἰδοὺ αὐτοὶ περικάθηνται τὴν πόλιν ἐπὶ σέ·

Κρ. 9,31                     Αμέσως δε έστειλε κρυφίως προς τον Αβιμέλεχ αγγελιαφόρους και του είπε· “ιδού ο Γαάλ, ο υιός του Ιωβήλ, και οι αδελφοί του ήλθον εις την Συχέμ και αναταράσσουν εις εξέγερσιν εναντίον σου την πόλιν.

Κρ. 9,32             καὶ νῦν ἀνάστηθι νυκτός, σὺ καὶ ὁ λαὸς ὁ μετὰ σοῦ, καὶ ἐνέδρευσον ἐν τῷ ἀγρῷ,

Κρ. 9,32                    Λοιπόν, χωρίς να χάσης καιρόν σήκω κατά την νύκτα συ και ο λαός που είναι μαζή σου και στήσε ενέδραν στους αγρούς έξω από την Συχέμ.

Κρ. 9,33             καὶ ἔσται τὸ πρωΐ ἅμα τῷ ἀνατεῖλαι τὸν ἥλιον, ὀρθριεῖς καὶ ἐκτενεῖς ἐπὶ τὴν πόλιν, καὶ ἰδοὺ αὐτὸς καὶ ὁ λαὸς ὁ μετ᾿ αὐτοῦ ἐκπορεύονται πρὸς σέ, καὶ ποιήσεις αὐτῷ ὅσα ἂν εὕρῃ ἡ χείρ σου.

Κρ. 9,33                    Κατά δε την πρωΐαν συγχρόνως με την ανατολήν του ηλίου θα βαδίσης κατά της πόλεως. Αυτός δε και όσοι είναι μαζή του θα εξέλθουν εναντίον σου. Τοτε συ θα τους καταπολεμήσης και θα κάμης εναντίον των όσα ημπορεί το χέρι σου”.

Κρ. 9,34             καὶ ἀνέστη Ἀβιμέλεχ καὶ πᾶς ὁ λαὸς μετ᾿ αὐτοῦ νυκτὸς καὶ ἐνήδρευσαν ἐπὶ Συχὲμ τέτρασιν ἀρχαῖς.

Κρ. 9,34                    Πράγματι ο Αβιμέλεχ εσηκώθη αυτός και ο λαός που ήτο μαζή του και έστησαν ενέδρας εναντίον της Συχέμ με τέσσαρας ομάδας στρατού.

Κρ. 9,35             καὶ ἐξῆλθε Γαὰλ υἱὸς Ἰωβὴλ καὶ ἔστη πρὸς τῇ θύρᾳ τῆς πύλης τῆς πόλεως, καὶ ἀνέστη Ἀβιμέλεχ καὶ ὁ λαὸς ὁ μετ᾿ αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ ἐνέδρου.

Κρ. 9,35                    Ο Γαάλ, υιός του Ιωβήλ, εβγήκεν από την πόλιν και εστάθη πλησίον εις την πύλην του τείχους. Τοτε ο Αβιμέλεχ και ο λαός που ήτο μαζή του εξήλθον από τας ενέδρας των.

Κρ. 9,36             καὶ εἶδε Γαὰλ υἱὸς Ἰωβὴλ τὸν λαὸν καὶ εἶπε πρὸς Ζεβούλ· ἰδοὺ λαὸς καταβαίνει ἀπὸ τῶν κεφαλῶν τῶν ὀρέων. καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν Ζεβούλ· τὴν σκιὰν τῶν ὀρέων σὺ βλέπεις ὡς ἄνδρας.

Κρ. 9,36                    Ο Γαάλ, υιός του Ιωβήλ, είδε τον λαόν εκείνον και είπε προς τον Ζεβούλ· “ιδού ο λαός κατεβαίνει από τας κορυφάς των ορέων, τι συμβαίνει;” Ο Ζεβουλ του απήντησε· “βλέπεις τας σκιας των ορέων και τας νομίζεις ως άνδρας”.

Κρ. 9,37             καὶ προσέθετο ἔτι Γαὰλ τοῦ λαλῆσαι καὶ εἶπεν· ἰδοὺ λαὸς καταβαίνων κατὰ θάλασσαν ἀπὸ τοῦ ἐχόμενα ὀμφαλοῦ τῆς γῆς, καὶ ἀρχὴ ἑτέρα ἔρχεται δι᾿ ὁδοῦ Ἡλωνμαωνενίμ.

Κρ. 9,37                    Ο Γαάλ επανήλθε και πάλιν εις τα λόγια του και είπε· “ιδού, κατεβαίνει στρατός προς δυσμάς από περιοχήν ευρισκομένην πλησίον στο κέντρον της χώρας, ενώ άλλο τμήμα στρατού έρχεται από την οδόν Ηλωνμαωνενίμ”.

Κρ. 9,38             καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν Ζεβούλ· καὶ ποῦ ἐστι τὸ στόμα σου ὡς ἐλάλησας, τίς ἐστιν Ἀβιμέλεχ, ὅτι δουλεύσομεν αὐτῷ; μὴ οὐχὶ οὗτος ὁ λαός, ὃν ἐξουδένωσας; ἔξελθε δὴ νῦν καὶ παράταξαι αὐτῷ.

Κρ. 9,38                    Ο Ζεβούλ είπε τότε προς αυτόν ειρωνικώς· “που είναι το στόμα σου που ωμίλησες με περιφρόνησιν και είπες· Ποιός είναι αυτός ο Αβιμέλεχ, ώστε ημείς να γίνωμεν δούλοι του; Ιδέ· μήπως τάχα αυτός ο λαός που έρχεται είναι εκείνος τον οποίον συ κατεφρόνησες; Εμπρός λοιπόν τώρα έβγα να τον πολεμήσης”.

Κρ. 9,39             καὶ ἐξῆλθε Γαὰλ ἐνώπιον ἀνδρῶν Συχὲμ καὶ παρετάξατο πρὸς Ἀβιμέλεχ.

Κρ. 9,39                    Ο Γαάλ, αρχηγός των Συχεμιτών εξήλθε μαζή των, επολέμησε κατά του Αβιμέλεχ και ενικήθη.

Κρ. 9,40             καὶ ἐδίωξεν αὐτὸν Ἀβιμέλεχ, καὶ ἔφυγεν ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ· καὶ ἔπεσον τραυματίαι πολλοὶ ἕως τῆς θύρας τῆς πύλης.

Κρ. 9,40                    Τον κατεδίωξεν ο Αβιμέλεχ αλλ' εκείνος ετράπη εις φυγήν και διέφυγε την σύλληψίν του από τον Αβιμέλεχ. Πολλοί όμως εφονεύθησαν από τους ανθρώπους του έως εις την πύλην του τείχους.

Κρ. 9,41             καὶ εἰσῆλθεν Ἀβιμέλεχ ἐν Ἀρημά· καὶ ἐξέβαλε Ζεβοὺλ τὸν Γαὰλ καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ μὴ οἰκεῖν ἐν Συχέμ.

Κρ. 9,41                    Ο Αβιμέλεχ νικητής εισήλθεν εις την πόλιν Αρημά. Ο Ζεβούλ εξεδίωξε τον Γαάλ και τους αδελφούς του ώστε να μη μένουν πλέον εις την Συχέμ.

Κρ. 9,42             καὶ ἐγένετο τῇ ἐπαύριον καὶ ἐξῆλθεν ὁ λαὸς εἰς τὸν ἀγρόν, καὶ ἀνήγγειλε τῷ Ἀβιμέλεχ.

Κρ. 9,42                    Κατά την επομένην ημέραν οι Συχεμίται εξήλθον στους αγρούς των. Τούτο έγινε γνωστόν στον Αβιμέλεχ.

Κρ. 9,43             καὶ ἔλαβε τὸν λαόν, καὶ διεῖλεν αὐτοὺς εἰς τρεῖς ἀρχὰς καὶ ἐνήδρευσεν ἐν ἀγρῷ· καὶ εἶδε καὶ ἰδοὺ λαὸς ἐξῆλθεν ἐκ τῆς πόλεως, καὶ ἀνέστη ἐπ᾿ αὐτοὺς καὶ ἐπάταξεν αὐτούς.

Κρ. 9,43                    Επήρεν αυτός τον στρατόν του τον κατένειμεν εις τρεις ομάδας και έστησεν ενέδρας στους αγρούς. Και ιδού είδε λαόν πολύν να εξέρχεται από την πόλιν. Ωρμησεν από την ενέδραν του, επετέθη εναντίον των και τους ενίκησε.

Κρ. 9,44             καὶ Ἀβιμέλεχ καὶ οἱ ἀρχηγοὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ ἐξέτειναν καὶ ἔστησαν παρὰ τὴν θύραν τῆς πύλης τῆς πόλεως, καὶ αἱ δύο ἀρχαὶ ἐξέτειναν ἐπὶ πάντας τοὺς ἐν τῷ ἀγρῷ καὶ ἐπάταξαν αὐτούς.

Κρ. 9,44                    Ο Αβιμέλεχ και οι άλλοι αρχηγοί που ήσαν μαζή του εβάδισαν και εσταμάτησαν πλησίον εις την πύλην του τείχους της πόλεως, ενώ τα δυο άλλα τμήματα του στρατού ώρμησαν εναντίον όλων των Συχεμιτών που ευρίσκοντο στους αγρούς και τους εφόνευσαν.

Κρ. 9,45             καὶ Ἀβιμέλεχ παρετάσσετο ἐν τῇ πόλει ὅλην τὴν ἡμέραν ἐκείνην καὶ κατελάβετο τὴν πόλιν καὶ τὸν λαὸν τὸν ἐν αὐτῇ ἀπέκτεινε καὶ τὴν πόλιν καθεῖλε καὶ ἔσπειρεν αὐτὴν ἅλας.

Κρ. 9,45                    Ο Αβιμέλεχ επετέθη καθ' όλην την ημέραν εκείνην εναντίον της πόλεως, την κατέλαβε και τους μεν κατοίκους αυτής εφόνευσε, την δε πόλιν κατεδάφισε και την έσπειραν άλατι.

Κρ. 9,46             καὶ ἤκουσαν πάντες οἱ ἄνδρες πύργων Συχὲμ καὶ ἦλθον εἰς συνέλευσιν Βαιθηλβερίθ.

Κρ. 9,46                    Τα γεγονότα αυτά επληροφορήθησαν όλοι οι άνδρες, που έμεναν στους πύργους της Συχέμ, και συνεκεντρώθησαν στον ναόν του Βαιθηλβερίθ (του Βααλ).

Κρ. 9,47             καὶ ἀνηγγέλη τῷ Ἀβιμέλεχ ὅτι συνήχθησαν πάντες οἱ ἄνδρες πύργων Συχέμ.

Κρ. 9,47                    Εγνωστοποιήθη στον Αβιμέλεχ ότι όλοι οι άνδρες των πύργων της Συχέμ είχον συγκεντρωθή εκεί.

Κρ. 9,48             καὶ ἀνέβη Ἀβιμέλεχ εἰς ὄρος Ἑρμὼν καὶ πᾶς ὁ λαὸς ὁ μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἔλαβεν Ἀβιμέλεχ τὰς ἀξίνας ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ καὶ ἔκοψε κλάδον ξύλου καὶ ᾖρε καὶ ἔθηκεν ἐπὶ ὤμων αὐτοῦ καὶ εἶπε τῷ λαῷ τῷ μετ᾿ αὐτοῦ· ὃ εἴδετέ με ποιοῦντα, ταχέως ποιήσατε ὡς ἐγώ.

Κρ. 9,48                    Ο 'Αβιμέλεχ και όλος ο στρατός μαζή του ανέβησαν στο όρος Ερμών. Επήραν όλοι πελέκεις εις τα χέρια των και ο Αβιμέλεχ έκοψε κλάδον από ένα δένδρον, τον έθεσεν στους ώμους του και είπεν στον λαόν, που ήτο μαζή του· “αυτό που με είδατε να κάμνω, κάμετε και σεις ταχέως”.

Κρ. 9,49             καὶ ἔκοψαν καί γε ἀνὴρ κλάδον πᾶς ἀνὴρ καὶ ἐπορεύθησαν ὀπίσω Ἀβιμέλεχ καὶ ἐπέθηκαν ἐπὶ τὴν συνέλευσιν καὶ ἐνεπύρισαν ἐπ᾿ αὐτοὺς τὴν συνέλευσιν ἐν πυρί, καὶ ἀπέθανον καί γε πάντες οἱ ἄνδρες πύργου Σικίμων ὡσεὶ χίλιοι ἄνδρες καὶ γυναῖκες.

Κρ. 9,49                    Καθένας από τους άνδρας έκοψαν από ένα κλάδον, έθεσαν αυτόν στους ώμους των, ηκολούθησαν τον Αβιμέλεχ και έθεσαν τους κλάδους κολλητά στον ναόν όπου ήτο η συγκέντρωσις των ανδρών της Συχέμ. Ηναψαν φωτιά και όλοι οι άνδρες των πύργων της Συχέμ απέθανον από το πυρ, χίλιοι περίπου άνδρες και γυναίκες.

 

                                    Ο Θάνατος του Αβιμέλεχ

Κρ. 9,50             Καὶ ἐπορεύθη Ἀβιμέλεχ ἐκ Βαιθηλβερὶθ καὶ παρενέβαλεν ἐν Θήβης καὶ κατέλαβεν αὐτήν.

Κρ. 9,50                    Από τον ναόν του θεού Βαιθηλβερίθ εβάδισεν ο Αβιμέλεχ, επολιόρκησε την Θηβην και την κατέλαβε.

Κρ. 9,51             καὶ πύργος ἰσχυρὸς ἦν ἐν μέσῳ τῆς πόλεως, καὶ ἔφυγον ἐκεῖ πάντες οἱ ἄνδρες καὶ αἱ γυναῖκες τῆς πόλεως καὶ ἔκλεισαν ἔξωθεν αὐτῶν καὶ ἀνέβησαν ἐπὶ τὸ δῶμα τοῦ πύργου.

Κρ. 9,51                     Εις το μέσον της πόλεως υπήρχε πύργος οχυρός. Προς αυτόν κατέφυγον όλοι οι κάτοικοι της πόλεως, άνδρες και γυναίκες, έκλεισαν τας εξωτερικάς θύρας και ανέβησαν στο ηλιακωτό του πύργου.

Κρ. 9,52             καὶ ἦλθεν Ἀβιμέλεχ ἕως τοῦ πύργου, καὶ παρετάξαντο αὐτῷ· καὶ ἤγγισεν Ἀβιμέλεχ ἕως τῆς θύρας τοῦ πύργου τοῦ ἐμπρῆσαι αὐτὸν ἐν πυρί.

Κρ. 9,52                    Εφθασεν έως τον πύργον ο Αβιμέλεχ και επετέθη εναντίον αυτού· επλησίασε δε μέχρι της θύρας του πύργου, δια να θέση πυρ εις αυτόν.

Κρ. 9,53             καὶ ἔῤῥιψε γυνὴ μία κλάσμα ἐπιμύλιον ἐπὶ κεφαλὴν Ἀβιμέλεχ καὶ ἔκλασε τὸ κρανίον αὐτοῦ.

Κρ. 9,53                    Μια όμως γυνή έρριψεν από το ηλιακωτό του πύργου τεμάχιον μυλόπετρας εις την κεφαλήν του Αβιμέλεχ και του έθραυσε το κρανίον.

Κρ. 9,54             καὶ ἐβόησε ταχὺ πρὸς τὸ παιδάριον τὸ αἶρον τὰ σκεύη αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· σπάσον τὴν ῥομφαίαν μου καὶ θανάτωσόν με, μή ποτε εἴπωσι· γυνὴ ἀπέκτεινεν αὐτόν. καὶ ἐξεκέντησεν αὐτὸν τὸ παιδάριον αὐτοῦ, καὶ ἀπέθανε.

Κρ. 9,54                    Ο Αβιμέλεχ εφώναξεν αμέσως προς τον υπηρέτην του, ο οποίος του εκρατούσε τα όπλα και του είπε· “τράβηξε την μάχαιράν σου και σκότωσέ με, δια να μη είπουν ποτέ· Γυναίκα τον εθανάτωσε”. Πράγματι ο υπηρέτης τον διετρύπησε με την μάχαιραν και έτσι απέθανεν ο Αβιμέλεχ.

Κρ. 9,55             καὶ εἶδεν ἀνὴρ Ἰσραὴλ ὅτι ἀπέθανεν Ἀβιμέλεχ, καὶ ἐπορεύθησαν ἀνὴρ εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ.

Κρ. 9,55                    Οταν οι Ισραηλίται είδον ότι ο Αβιμέλεχ εφονεύθη, επήγεν έκαστος εις την πατρίδα του.

Κρ. 9,56             καὶ ἐπέστρεψεν ὁ Θεὸς τὴν πονηρίαν Ἀβιμέλεχ, ἣν ἐποίησε τῷ πατρὶ αὐτοῦ ἀποκτεῖναι τοὺς ἑβδομήκοντα ἀδελφοὺς αὐτοῦ.

Κρ. 9,56                    Εφερεν ο Θεός έτσι τα πράγματα, ώστε να επιστρέψη εις την κεφαλήν του Αβιμέλεχ η αδικία, την οποίαν αυτός διέπραξε εναντίον του πατρός του φονεύσας τους εβδομήκοντα αδελφούς του.

Κρ. 9,57             καὶ τὴν πᾶσαν πονηρίαν ἀνδρῶν Συχὲμ ἐπέστρεψεν ὁ Θεὸς εἰς κεφαλὴν αὐτῶν, καὶ ἐπῆλθεν ἐπ᾿ αὐτοὺς ἡ κατάρα Ἰωάθαμ υἱοῦ Ἱεροβάαλ.

Κρ. 9,57                    Αφήκεν επίσης ο Θεός να πέση εις τας κεφαλάς των ανδρών της Συχέμ η αδικία, την οποίαν ως συνένοχοι του Αβιμέλεχ είχαν διαπράξει. Ετσι δε εξέσπασεν εναντίον των η κατάρα του Ιωάθαμ, υιού του Ιεροβάαλ, δηλαδή του Γεδεών.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10- ΟΙ ΚΡΙΤΕΣ ΘΩΛΑ ΚΑΙ ΙΑΪΡ - ΕΚΤΡΟΠΕΣ ΤΩΝ ΙΣΡΑΗΛΙΤΩΝ

                                    Ο Θωλά

Κρ. 10,1             Καὶ ἀνέστη μετὰ Ἀβιμέλεχ τοῦ σῶσαι τὸν Ἰσραὴλ Θωλὰ υἱὸς Φουά, υἱὸς πατραδέλφου αὐτοῦ, ἀνὴρ Ἰσσάχαρ, καὶ αὐτὸς ᾤκει ἐν Σαμὶρ ἐν ὄρει Ἐφραίμ.

Κρ. 10,1                     Επειτα από τον Αβιμέλεχ παρουσιάσθη Κριτής να σώση τον ισραηλιτικόν λαόν ο Θωλά, υιός του Φουα, ο οποίος ήτο αδελφός του Γεδεών. Αυτός ήτο ανήρ της φυλής Ισσάχαρ και κατοικούσεν εις την Σαμίρ η οποία ευρίσκετο στο όρος Εφραίμ.

Κρ. 10,2             καὶ ἔκρινε τὸν Ἰσραὴλ εἴκοσι τρία ἔτη καὶ ἀπέθανε καὶ ἐτάθη ἐν Σαμίρ.

Κρ. 10,2                    Αυτός εκυβέρνησε τον ισραηλιτικόν λαόν επί είκοσι τρία έτη, μετά τα οποία απέθανε και ετάφη εις την πόλιν Σαμίρ.

 

                                    Ο Ιαΐρ

Κρ. 10,3             Καὶ ἀνέστη μετ᾿ αὐτὸν Ἰαΐρ ὁ Γαλαάδ, καὶ ἔκρινε τὸν Ἰσραὴλ εἴκοσι δύο ἔτη.

Κρ. 10,3                     Επειτα από αυτόν παρουσιάσθη ο Ιαΐρ, από την χώραν Γαλαάδ, ο οποίος εκυβέρνησε και έσωσε τον Ισραήλ επί είκοσι δύο έτη.

Κρ. 10,4             καὶ ἦσαν αὐτῷ τριάκοντα καὶ δύο υἱοὶ ἐπιβαίνοντες ἐπὶ τριάκοντα δύο πώλους· καὶ τριάκοντα δύο πόλεις αὐτοῖς, καὶ ἐκάλουν αὐτὰς ἐπαύλεις Ἰαΐρ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης ἐν γῇ Γαλαάδ.

Κρ. 10,4                    Αυτός είχε τριάκοντα δύο υιούς οι οποίοι ως πλούσιοι που ήσαν, επέβαιναν εις τριάκοντα δύο πώλους, είχον δε αυτοί εις την Γαλαάδ τριάκοντα δύο πόλεις όπου κατοικούσαν και τας οποίας ωνόμαζαν μέχρι της ημέρας αυτής “Επαύλστου Ιαΐρ”.

Κρ. 10,5             καὶ ἀπέθανεν Ἰαΐρ καὶ ἐτάφη ἐν Ῥαμνών.

Κρ. 10,5                     Ο Ιαΐρ απέθανε και ετάφη εις την Ραμνών.

 

                                    Εκτροπές και τιμωρίες των Ισραηλιτών

Κρ. 10,6             Καὶ προσέθεντο οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ τοῦ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου καὶ ἐδούλευσαν τοῖς Βααλὶμ καὶ τοῖς Ἀσταρὼθ καὶ τοῖς θεοῖς Ἀρὰδ καὶ τοῖς θεοῖς Σιδῶνος καὶ τοῖς θεοῖς Μωὰβ καὶ τοῖς θεοῖς υἱῶν Ἀμμὼν καὶ τοῖς θεοῖς Φυλιστιΐμ καὶ ἐγκατέλιπον τὸν Κύριον καὶ οὐκ ἐδούλευσαν αὐτῷ.

Κρ. 10,6                    Οι Ισραηλίται όμως διέπραξαν και πάλιν το πονηρόν ενώπιον του Κυρίου, ελάτρευσαν τα αγάλματα του Βααλ και της Αστάρτης, τους θεούς της Αράδ, τους θεούς της Σιδώνος, τους θεούς των Μωαβιτών, τους θεούς των Αμμωνιτών και τους θεούς των Φιλισταίων. Εγκατέλειψαν τον Κυριον και δεν τον ελάτρευαν πλέον.

Κρ. 10,7             καὶ ὠργίσθη θυμῷ Κύριος ἐν Ἰσραὴλ καὶ ἐπέδοτο αὐτοὺς ἐν χειρὶ Φυλιστιΐμ καὶ ἐν χειρὶ υἱῶν Ἀμμών.

Κρ. 10,7                     Διο τούτο ωργίσθη οργήν μεγάλην εναντίον των ο Κυριος και τους παρέδωσεν εις τα χέρια των Φιλισταίων και εις τα χέρια των Αμμωνιτών.

Κρ. 10,8             καὶ ἔθλιψαν καὶ ἔθλασαν τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ὀκτωκαίδεκα ἔτη, τοὺς πάντας υἱοὺς Ἰσραὴλ τοὺς ἐν τῷ πέραν τοῦ Ἰορδάνου ἐν γῇ τοῦ Ἀμοῤῥὶ τοῦ ἐν Γαλαάδ.

Κρ. 10,8                    Εκείνοι δε κατέθλιψαν και συνέτριψαν τους Ισραηλίτας κατά την περίοδον εκείνην επί δέκα οκτώ έτη, μάλιστα δε όλους τους Ισραηλίτας, οι οποίοι κατοικούσαν ανατολικώς πέραν από τον Ιορδάνην εις την χώραν των Αμορραίων της περιοχής Γαλαάδ.

Κρ. 10,9             καὶ διέβησαν οἱ υἱοὶ Ἀμμὼν τὸν Ἰορδάνην παρατάξασθαι πρὸς Ἰούδαν καὶ Βενιαμὶν καὶ πρὸς Ἐφραὶμ καὶ ἐθλίβη Ἰσραὴλ σφόδρα.

Κρ. 10,9                    Οι Αμμωνίται αποθρασυνθέντες επέρασαν τον Ιορδάνην ποταμόν, επολέμησαν και ενίκησαν τας φυλάς του Ιούδα, του Βενιαμίν και του Εφραίμ. Ετσι δε και αυταί αι φυλαί κατετυραννήθησαν πολύ.

Κρ. 10,10           καὶ ἐβόησαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ πρὸς Κύριον λέγοντες· ἡμάρτομέν σοι, ὅτι ἐγκατελίπομεν τὸν Θεὸν καὶ ἐδουλεύσαμεν τῷ Βααλίμ.

Κρ. 10,10                   Τοτε οι Ισραηλίται εφώναξαν εν μετανοία προς τον Θεόν λέγοντες· “ημαρτήσαμεν απέναντί σου, διότι εγκατελείψαμεν σε τον αληθινόν Θεόν και ελατρεύσαμεν τα αγάλματα του Βααλ”.

Κρ. 10,11           καὶ εἶπε Κύριος πρὸς τοὺς υἱοὺς Ἰσραήλ· μὴ οὐχὶ ἐξ Αἰγύπτου καὶ ἀπὸ τοῦ Ἀμοῤῥαίου καὶ ἀπὸ υἱῶν Ἀμμὼν καὶ ἀπὸ Φυλιστιΐμ

Κρ. 10,11                   Είπε δε ο Κυριος προς τους Ισραηλίτας· “εγώ δεν είμαι εκείνος ο οποίος σας απηλευθέρωσα από τους Αιγυπτίους και σας έσωσα από τους Αμορραίους τους Αμμωνίτας και Φιλισταίους;

Κρ. 10,12           καὶ Σιδωνίων καὶ Ἀμαλὴκ καὶ Μαδιάμ, οἳ ἔθλιψαν ὑμᾶς, καὶ ἐβοήσατε πρός με, καὶ ἔσωσα ὑμᾶς ἐκ χειρὸς αὐτῶν;

Κρ. 10,12                   Εγώ δεν σας έσωσα από τα χέρια των Σιδωνίων και των Αμαληκιτών και των Μαδιανιτών, οι οποίοι σας κατατυραννούσαν όταν με πίστιν και ευλάβειάν με είχατε παρακαλέσει;

Κρ. 10,13           καὶ ὑμεῖς ἐγκατελίπετέ με καὶ ἐδουλεύσατε θεοῖς ἑτέροις· διὰ τοῦτο οὐ προσθήσω τοῦ σῶσαι ὑμᾶς.

Κρ. 10,13                   Παρ' όλα όμως αυτά σεις επανειλημμένως με εγκαταλείψατε και ελατρεύσατε άλλους θεούς. Δια τούτο εγώ δεν θα σας σώσω άλλην φοράν.

Κρ. 10,14           πορεύεσθε καὶ βοήσατε πρὸς τοὺς θεούς, οὓς ἐξελέξασθε ἑαυτοῖς, καὶ αὐτοὶ σωσάτωσαν ὑμᾶς ἐν καιρῷ θλίψεως ὑμῶν.

Κρ. 10,14                   Πηγαίνετε και φωνάξατε προς τους θεούς, τους οποίους σεις μόνοι δια τον εαυτόν σας εδιαλέξατε, και ας έλθουν αυτοί να σας σώσουν κατά τον καιρόν αυτόν της θλίψεως σας”.

Κρ. 10,15           καὶ εἶπαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ πρὸς Κύριον· ἡμάρτομεν, ποίησον σὺ ἡμῖν κατὰ πᾶν τὸ ἀγαθὸν ἐν ὀφθαλμοῖς σου, πλὴν ἐξελοῦ ἡμᾶς ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ.

Κρ. 10,15                   Συντετριμμένοι οι Ισραηλίται είπαν προς τον Κυριον· “πράγματι ημαρτήσαμεν ! Δεν είμεθα άξιοι της προστασίας σου ! Καμε προς ημάς ο,τι φανή καλόν στους οφθαλμούς σου. Αλλά σε παρακαλούμεν απάλλαξέ μας και κατά την περίοδον αυτήν από την θλίψιν μας”.

Κρ. 10,16           καὶ ἐξέκλιναν τοὺς θεοὺς τοὺς ἀλλοτρίους ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἐδούλευσαν τῷ Κυρίῳ μόνῳ, καὶ ὠλιγώθη ἡ ψυχὴ αὐτοῦ ἐν κόπῳ Ἰσραήλ.

Κρ. 10,16                   Οι Ισραηλίται επέταξαν τους ξένους θεούς από ανάμεσά των και ελάτρευσαν πάλιν τον Κυριον. Η καρδιά του Κυρίου επόνεσε δια τας ταλαιπωρίας του ισραηλιτικού λαού.

Κρ. 10,17           Καὶ ἀνέβησαν οἱ υἱοὶ Ἀμμών, καὶ παρενέβαλον ἐν Γαλαάδ. καὶ συνήχθησαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ καὶ παρενέβαλον ἐν τῇ σκοπιᾷ.

Κρ. 10,17                   Τοτε οι Αμμωνίται μετέβησαν και εστρατοπέδευσαν εις την χώραν Γαλαάδ. Οι Ισραηλίται συνεκεντρώθησαν και εστρατοπέδευσαν εις την Σκοπιάν.

Κρ. 10,18           καὶ εἶπον ὁ λαὸς οἱ ἄρχοντες Γαλαάδ, ἀνὴρ πρὸς τὸν πλησίον αὐτοῦ· τίς ὁ ἀνήρ, ὅστις ἂν ἄρξεται παρατάξασθαι πρὸς υἱοὺς Ἀμμών; καὶ ἔσται εἰς ἄρχοντα πᾶσι τοῖς κατοικοῦσι Γαλαάδ.

Κρ. 10,18                   Ο ισραηλιτιτικός λαός και οι άρχοντές του, εκεί εις την χώραν Γαλαάδ, είπαν μεταξύ των· “ποίος ανήρ θα γίνη αρχιστράτηγος δια να παραταχθή και πολεμήση κατά των Αμμωνιτών; Αυτός θα γίνη και άρχων όλων όσων κατοικούν εις την περιοχήν Γαλαάδ”.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11- Ο ΙΕΦΘΑΕ ΚΡΙΤΗΣ ΤΩΝ ΙΣΡΑΗΛΙΤΩΝ

Ο ΙΕΦΘΑΕ ΝΙΚΑΕΙ ΤΟΥΣ ΑΜΜΩΝΙΤΕΣ

                                    Ο Ιεφθάε γίνεται κριτής των Ισραηλιτών

Κρ. 11,1             Καὶ Ἰεφθάε ὁ Γαλααδίτης ἐπῃρμένος δυνάμει· καὶ αὐτὸς υἱὸς γυναικὸς πόρνης, ἣ ἐγέννησε τῷ Γαλαὰδ τὸν Ἰεφθάε.

Κρ. 11,1                      Υπήρχεν εκεί μεταξύ των Ισραηλιτών ένας Ισραηλίτης, Ιεφθάε ο Γαλααδίτης, πολύ ισχυρός κατά το σώμα. Αυτός ήτο υιός γυναικός πόρνης, η οποία δια του Γαλαάδ εγέννησε τον Ιεφθάε.

Κρ. 11,2             καὶ ἔτεκεν ἡ γυνὴ Γαλαὰδ αὐτῷ υἱούς· καὶ ἡδρύνθησαν οἱ υἱοὶ τῆς γυναικὸς καὶ ἐξέβαλον τὸν Ἰεφθάε καὶ εἶπαν αὐτῷ· οὐ κληρονομήσεις ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρὸς ἡμῶν, ὅτι υἱὸς γυναικὸς ἑταίρας σύ.

Κρ. 11,2                     Η νόμιμος όμως σύζυγος του Γαλαάδ εγέννησε και αυτή στον Γαλαάδ υιούς. Οι υιοί της νομίμου συζύγου, όταν εμεγάλωσσν και έγιναν άνδρες, εξεδίωξαν τον Ιεφθάε και του είπαν· “δεν θα κληρονομήσης και συ μαζή με μας την πατρικήν περιουσίαν, διότι είσαι παιδί γυναικός πόρνης”.

Κρ. 11,3             καὶ ἔφυγεν Ἰεφθάε ἀπὸ προσώπου τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ καὶ ᾤκησεν ἐν γῇ Τώβ, καὶ συνεστράφησαν πρὸς Ἰεφθάε ἄνδρες κενοὶ καὶ ἐξῆλθον μετ᾿ αὐτοῦ.

Κρ. 11,3                     Ο Ιεφθάε έφυγε μακράν από τους αδελφούς του και εγκατεστάθη εις την περιοχήν Τωβ. Εκεί δε τον ηκολούθησαν και συνεκεντρώθησαν γύρω του μερικοί τοιχοδιώκται.

Κρ. 11,4             καὶ ἐγένετο ἡνίκα παρετάξαντο οἱ υἱοὶ Ἀμμὼν μετὰ Ἰσραήλ,

Κρ. 11,4                     Οταν δε μετά τινα χρόνον οι Αμμωνίται εξήλθον εις πόλεμον εναντίον των Ισραηλιτών,

Κρ. 11,5             καὶ ἐπορεύθησαν οἱ πρεσβύτεροι Γαλαὰδ λαβεῖν τὸν Ἰεφθάε ἀπὸ τῆς γῆς Τὼβ

Κρ. 11,5                     οι άρχοντες των Ισραηλιτών οι οποίοι κατοικούσαν εις Γαλαάδ μετέβησαν εις την χώραν Τωβ, δια να πάρουν από εκεί μαζή των ως αρχηγόν τον Ιεφθάε.

Κρ. 11,6             καὶ εἶπαν τῷ Ἰεφθάε· δεῦρο καὶ ἔσῃ ἡμῖν εἰς ἀρχηγόν, καὶ παραταξόμεθα πρὸς υἱοὺς Ἀμμών.

Κρ. 11,6                     Οταν έφθασαν του είπαν· “έλα μαζή μας και γίνε αρχηγός μας δια να πολεμήσωμεν εναντίον των Αμμωνιτών”.

Κρ. 11,7             καὶ εἶπεν Ἰεφθάε τοῖς πρεσβυτέροις Γαλαάδ· οὐχὶ ὑμεῖς ἐμισήσατέ με καὶ ἐξεβάλατέ με ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός μου καὶ ἐξαπεστείλατέ με ἀφ᾿ ὑμῶν; καὶ διατὶ ἤλθατε πρός με νῦν, ἡνίκα χρῄζετε;

Κρ. 11,7                     Ο Ιεφθάε, ενθυμούμενος την αδικίαν που του έκαμαν, είπεν στους άρχοντας της Γαλαάδ· “σεις δεν είσθε εκείνοι που με εμισήσατε και με εξεδιώξατε από τον οίκον του πατρός μου και με εστείλατε μακράν από σας; Και διότι ήλθατε προς εμέ τώρα, που με έχετε ανάγκην;”

Κρ. 11,8             καὶ εἶπαν οἱ πρεσβύτεροι Γαλαὰδ πρὸς Ἰεφθάε· διὰ τοῦτο νῦν ἐπεστρέψαμεν πρός σε, καὶ πορεύσῃ μεθ᾿ ἡμῶν καὶ παρατάξῃ πρὸς υἱοὺς Ἀμμών· καὶ ἔσῃ ἡμῖν εἰς ἄρχοντα πᾶσι τοῖς κατοικοῦσι Γαλαάδ.

Κρ. 11,8                     Οι άρχοντες της χώρας Γαλαάδ απήντησαν προς τον Ιεφθάε· “ακριβώς διότι έχομεν την ανάγκην σου ήλθομεν προς σε και σε παρακαλούμεν να έλθης μαζή μας δια να αντιπαραταχθής εναντίον των Αμμωνιτών. Ημείς δε εις επανόρθωσιν της αδικίας, που σου εκάμαμεν, θα σε ανακηρύξωμεν αρχηγόν όλων των Ισραηλιτών που κατοικούν εις την Γαλαάδ”.

Κρ. 11,9             καὶ εἶπεν Ἰεφθάε πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους Γαλαάδ· εἰ ἐπιστρέφετέ με ὑμεῖς παρατάξασθαι ἐν υἱοῖς Ἀμμὼν καὶ παραδῷ αὐτοὺς Κύριος ἐνώπιον ἐμοῦ, καὶ ἐγὼ ὑμῖν ἔσομαι εἰς ἄρχοντα.

Κρ. 11,9                     Είπε δε ο Ιεφθάε προς τους άρχοντας της Γαλαάδ· “εάν πράγματι θέλετε να επιστρέψω μαζή σας, να αντιπαραταχθώ ως αρχηγός σας εναντίον των Αμμωνιτών και ευδοκήση ο Κυριος να παραδώση αυτούς νικημένους υπό την εξουσίαν μου, τότε πρέπει να με αναγνωρίσετε ως ισόβιον αρχηγόν σας”.

Κρ. 11,10           καὶ εἶπαν οἱ πρεσβύτεροι Γαλαὰδ πρὸς Ἰεφθάε· Κύριος ἔστω ἀκούων ἀνὰ μέσον ἡμῶν, εἰ μὴ κατὰ τὸ ῥῆμά σου οὕτω ποιήσομεν.

Κρ. 11,10                   Απήντησαν οι άρχοντες Γαλαάδ προς τον Ιεφθάε· “ο Κυριος που μας ακούει ας είναι μάρτυς μεταξύ μας ότι ημείς θα πράξωμεν σύμφωνα με τον λόγον σου αυτόν”.

Κρ. 11,11           καὶ ἐπορεύθη Ἰεφθάε μετὰ τῶν πρεσβυτέρων Γαλαάδ, καὶ ἔθηκαν αὐτὸν ὁ λαὸς ἐπ᾿ αὐτοὺς εἰς κεφαλὴν καὶ εἰς ἀρχηγόν. καὶ ἐλάλησεν Ἰεφθάε πάντας τοὺς λόγους αὐτοῦ ἐνώπιον Κυρίου ἐν Μασσηφά.

Κρ. 11,11                    Τοτε ο Ιεφθάε μετέβη μαζή με τους Ισραηλίτας άρχοντας της Γαλαάδ εις Μασσηφά, όπου ο ισραηλιτικός λαός τον ανεγνώρισε και τον ανεκήρυξεν ως κεφαλήν και ως αρχηγόν του. Εκεί ο Ιεφθάε επανέλαβεν ενώπιον του Κυρίου τους λόγους, τους οποίους είχεν είπει στους πρεσβυτέρους δια την ισόβιον αρχηγίαν του.

 

                                    Ο Ιεφθάε κάνει διαπραγματεύσεις με τους Αμμωνίτες

Κρ. 11,12           Καὶ ἀπέστειλεν Ἰεφθάε ἀγγέλους πρὸς βασιλέα υἱῶν Ἀμμὼν λέγων· τί ἐμοὶ καὶ σοί, ὅτι ἦλθες πρός με τοῦ παρατάξασθαι ἐν τῇ γῇ μου;

Κρ. 11,12                   Εστειλεν ο Ιεφθάε αγγελιαφόρους προς τον βασιλέα των Αμμωνιτών και του παρήγγειλε· “τι διαφορά υπάρχει μεταξύ μας ώστε να έλθης συ εις την χώραν μου, δια να με πολεμήσης;”

Κρ. 11,13           καὶ εἶπε βασιλεὺς υἱῶν Ἀμμὼν πρὸς τοὺς ἀγγέλους Ἰεφθάε· ὅτι ἔλαβεν Ἰσραὴλ τὴν γῆν μου ἐν τῷ ἀναβαίνειν αὐτὸν ἐξ Αἰγύπτου ἀπὸ Ἀρνὼν ἕως Ἰαβὸκ καὶ ἕως τοῦ Ἰορδάνου· καὶ νῦν ἐπίστρεψον αὐτὰς ἐν εἰρήνῃ, καὶ πορεύσομαι.

Κρ. 11,13                    Ο βασιλεύς των Αμμωνιτών απήντησε προς τους αγγελιαφόρους του Ιεφθάε· “έρχομαι να πολεμήσω εναντίον σου, διότι σεις οι Ισραηλίται όταν ανεβήκατε από την Αίγυπτον, κατελάβατε την χώραν μου από του παραποτάμου Αρνών μέχρι του άλλου παραποτάμου, του Ιαβόκ, και δυτικώς μέχρι του Ιορδάνου. Απόδωσε λοιπόν αυτάς ειρηνικώς προς ημάς και εγώ θα αναχωρήσω από την χώραν σου”.

Κρ. 11,14           καὶ προσέθηκεν ἔτι Ἰεφθάε καὶ ἀπέστειλεν ἀγγέλους πρὸς βασιλέα υἱῶν Ἀμμών.

Κρ. 11,14                   Ο Ιεφθάε απέστειλε και πάλιν αγγελιαφόρους προς τον βασιλέα των Αμμωνιτών,

Κρ. 11,15           καὶ εἶπεν αὐτῷ· οὕτω λέγει Ἰεφθάε· οὐκ ἔλαβεν Ἰσραὴλ τὴν γῆν Μωὰβ καὶ τὴν γῆν υἱῶν Ἀμμών·

Κρ. 11,15                    δια να του είπουν· “αυτά παραγγέλλει ο Ιεφθάε· Οι Ισραηλίται δεν κατέλαβαν ούτε την χώραν των Μωαβιτών ούτε την χώραν των Αμμωνιτών (αλλά μόνον την χώραν των Αμορραίων).

Κρ. 11,16           ὅτι ἐν τῷ ἀναβαίνειν αὐτοὺς ἐξ Αἰγύπτου ἐπορεύθη Ἰσραὴλ ἐν τῇ ἐρήμῳ ἕως θαλάσσης Σὶφ καὶ ἦλθεν εἰς Κάδης.

Κρ. 11,16                   Διότι οι Ισραηλίται, όταν ελεύθεροι εξήλθον από την Αίγυπτον, εβάδισαν δια της ερήμου Σινά μέχρι της Ερυθράς Θαλάσσης και ήλθον εις Καδης.

Κρ. 11,17           καὶ ἀπέστειλεν Ἰσραὴλ ἀγγέλους πρὸς βασιλέα Ἐδὼμ λέγων· παρελεύσομαι δὴ ἐν τῇ γῇ σου· καὶ οὐκ ἤκουσε βασιλεὺς Ἐδώμ. καί γε πρὸς βασιλέα Μωὰβ ἀπέστειλε, καὶ οὐκ εὐδόκησε. καὶ ἐκάθισεν Ἰσραὴλ ἐν Κάδης.

Κρ. 11,17                    Από εκεί έστειλαν αγγελιαφόρους προς τον βασιλέα των Ιδουμαίων και του είπαν· Ημείς σκεπτόμεθα να περάσωμεν δια μέσου της χώρας σου. Αλλά ο βασιλεύς των Ιδουμαίων δεν εδέχθη την πρότασίν μας. Τοτε οι Ισραηλίται έστειλαν αγγελιαφόρους και προς τον βασιλέα των Μωαβιτών, αλλά και εκείνος απέρριψε την πρότασιν αυτήν. Ετσι οι Ισραηλίται ηναγκάσθησαν και έμειναν εις την Καδης.

Κρ. 11,18           καὶ ἐπορεύθη ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ ἐκύκλωσε τὴν γῆν Ἐδὼμ καὶ τὴν γῆν Μωὰβ καὶ ἦλθεν ἀπὸ ἀνατολῶν ἡλίου τῇ γῇ Μωὰβ καὶ παρενέβαλεν ἐν πέραν Ἀρνὼν καὶ οὐκ εἰσῆλθεν ἐν ὁρίοις Μωάβ, ὅτι Ἀρνὼν ὅριον Μωάβ.

Κρ. 11,18                   Κατόπιν επορεύθηρεν εις την έρημον, παρεκάμψαμεν την χώραν των Ιδουμαίων και την χώραν των Μωαβιτών προχωρούντες προς ανατολάς της Μωάβ. Εστρατοπεδεύσαμεν πέραν από τον χείμαρρον Αρνών και δεν εισήλθομεν εις την χώραν των Μωαβιτών, διότι ο Αρνών είναι το βόρειον σύνορον της Μωάβ.

Κρ. 11,19           καὶ ἀπέστειλεν Ἰσραὴλ ἀγγέλους πρὸς Σηὼν βασιλέα τοῦ Ἀμοῤῥαίου βασιλέα Ἐσεβών, καὶ εἶπεν αὐτῷ Ἰσραήλ· παρέλθωμεν δὴ ἐν τῇ γῇ σου ἕως τοῦ τόπου ἡμῶν.

Κρ. 11,19                   Από εκεί εστείλαμεν αγγελιαφόρους προς Σηών τον βασιλέα των Αμορραίων, ο οποίος είχεν ως πρωτεύουσάν του την Εσεβών και του είπομεν· Θα περάσωμεν δια μέσου της ιδικής σου χώρας, μέχρις ότου φθάσωμεν στον τόπον μας, δηλαδή εις την Χαναάν.

Κρ. 11,20           καὶ οὐκ ἐνεπίστευσε Σηὼν τῷ Ἰσραὴλ παρελθεῖν ἐν τῷ ὁρίῳ αὐτοῦ· καὶ συνῆξε Σηὼν πάντα τὸν λαὸν αὐτοῦ, καὶ παρενέβαλον εἰς Ἰασά, καὶ παρετάξατο πρὸς Ἰσραήλ.

Κρ. 11,20                   Ο Σηών όμως δεν έδωσεν εμπιστοσύνην στους λόγους μας και δεν επέτρεψεν στους Ισραηλίτας να περάσουν δια μέσου της χώρας του. Εξ αντιθέτου δε συνεκέντρωσεν όλον τον στρατόν του, εστρατοπέδευσεν εις Ιασά και επολέμησε, χωρίς λόγον και αφορμήν, τους Ισραηλίτας.

Κρ. 11,21           καὶ παρέδωκε Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραὴλ τὸν Σηὼν καὶ πάντα τὸν λαὸν αὐτοῦ ἐν χειρὶ Ἰσραήλ, καὶ ἐπάταξεν αὐτόν· καὶ ἐκληρονόμησεν Ἰσραὴλ πᾶσαν τὴν γῆν τοῦ Ἀμμοραίου τοῦ κατοικοῦντος τὴν γῆν ἐκείνην.

Κρ. 11,21                   Δια τούτο και ο Κυριος, κατά την γενομένην σύγκρουσιν, παρέδωκε τον Σηών και όλον τον λαόν του εις τα χέρια του Ισραηλιτικού λαού, ο οποίος και τους εξωλόθρευσεν. Ετσι δε οι Ισραηλίται επήραν υπό την κατοχήν των ως κληρονομίαν όλην εκείνην την χώραν, την οποίαν κατοικούσαν οι Αμορραίοι·

Κρ. 11,22           ἀπὸ Ἀρνὼν καὶ ἕως τοῦ Ἰαβὸκ καὶ ἀπὸ τοῦ ἐρήμου ἕως τοῦ Ἰορδάνου.

Κρ. 11,22                   δηλαδή από του παραποτάμου Αρνών μέχρι του παραποτάμου Ιαβόκ, και από της ερήμου μέχρι του Ιορδάνου. ( Αρα οι Ισραηλίται κατέλαβον χώραν Αμορραίων και οχι Αμμωνιτών).

Κρ. 11,23           καὶ νῦν Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραὴλ ἐξῇρε τὸν Ἀμοῤῥαῖον ἀπὸ προσώπου λαοῦ αὐτοῦ Ἰσραήλ, καὶ σὺ κληρονομήσεις αὐτόν;

Κρ. 11,23                   Εν συνεχεία δε Κυριος ο Θεός του Ισραήλ εξεδίωξε τους Αμορραίους απ' έμπροσθεν του λαού του. Λοιπόν με ποία δικαιώματα τώρα συ θέλεις να κληρονομήσης χώραν που μας ανήκει;

Κρ. 11,24           οὐχὶ ἃ ἐὰν κληρονομήσει σε Χαμὼς ὁ θεός σου, αὐτὰ κληρονομήσεις, καὶ τοὺς πάντας, οὓς ἐξῇρε Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν ἀπὸ προσώπου ὑμῶν, αὐτοὺς κληρονομήσομεν;

Κρ. 11,24                   Δεν είναι ορθόν και δίκαιον, συ μεν να κληρονομήσης όλα όσα ο θεός σου Χαμώς σου έδωσε, ημείς δε να κληρονομήσωμεν όλους εκείνους, τους οποίους ο ιδικός μας Κυριος και Θεός εξεδίωξεν από εμπρός μας;

Κρ. 11,25           καὶ νῦν μὴ ἐν ἀγαθῷ ἀγαθώτερος σὺ ὑπὲρ Βαλὰκ υἱὸν Σεπφὼρ βασιλέως Μωάβ; μὴ μαχόμενος ἐμαχέσατο μετὰ Ἰσραὴλ ἢ πολεμῶν ἐπολέμησεν αὐτόν;

Κρ. 11,25                   Αλλά εκτός αυτού μήπως συ είσαι καλύτερος και ισχυρότερος από τον Βαλάκ, υιόν του Σεπφώρ βασιλέα των Μωαβιτών; Μηπως αυτός ήλθεν εις αντιλογίαν και φιλονεικίαν με τους Ισραηλίτας η επολέμησεν εναντίον αυτών, όταν ούτοι κατέλαβον την χώραν, την οποίαν συ τώρα διεκδικείς;

Κρ. 11,26           ἐν τῷ οἰκῆσαι ἐν Ἐσεβὼν καὶ ἐν τοῖς ὁρίοις αὐτῆς καὶ ἐν γῇ Ἀροὴρ καὶ ἐν τοῖς ὁρίοις αὐτῆς καὶ ἐν πάσαις ταῖς πόλεσι ταῖς παρὰ τὸν Ἰορδάνην τριακόσια ἔτη, καὶ διατί οὐκ ἐῤῥύσω αὐτοὺς ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ;

Κρ. 11,26                   Επί τούτοις ημείς επί τριακόσια χρόνια κατοικούμεν εις την πρωτεύουσαν των Αμορραίων την Εσεβών και τας πόλεις που εξαρτώνται από αυτήν, την χώραν Αροήρ και τας πόλεις που εξαρτώνται από αυτήν και όλας τας πόλεις πλησίον του Ιορδάνου, και επομένως έχομεν ήδη αποκτήση δικαιώματα εις τας χώρας αυτάς. Επί τρεις αιώνας διατί σεις δεν επιχειρήσατε να αποσπάσετε την χώραν αυτήν και να την κάμετε ιδικήν σας;

Κρ. 11,27           καὶ νῦν ἐγώ εἰμι οὐχ ἥμαρτόν σοι, καὶ σὺ ποιεῖς μετ᾿ ἐμοῦ πονηρίαν τοῦ παρατάξασθαι ἐν ἐμοί· κρίναι Κύριος ὁ κρίνων σήμερον ἀνὰ μέσον υἱῶν Ἰσραὴλ καὶ ἀνὰ μέσον υἱῶν Ἀμμών.

Κρ. 11,27                   Ημείς μεν δεν διεπράξαμεν αδικίαν τινά απέναντί σας μένοντες εις την χώραν που κατέχομεν. Σεις όμως διαπράττετε αδικίαν με το να θέλετε να μας πολεμήσετε. Κριτής και δικαστής σήμερον εις την υπόθεσιν αυτήν είναι ο Κυριος. Αυτός ας κρίνη και ας δικάση μεταξύ Ισραηλιτών και Αμμωνιτών”.

 

                                    Το τάξιμο και η νίκη του Ιεφθάε

Κρ. 11,28           καὶ οὐκ ἤκουσε βασιλεὺς Ἀμμὼν τῶν λόγων Ἰεφθάε, ὧν ἀπέστειλε πρὸς αὐτόν.

Κρ. 11,28                   Ο βασιλεύς όμως των Αμμωνιτών δεν εδέχθη τους συνετούς λόγους, τους οποίους ο Ιεφθάε δι' αγγελιαφόρων του παρήγγειλε. Επέμενε να πολεμήση.

Κρ. 11,29           Καὶ ἐγένετο ἐπὶ Ἰεφθάε πνεῦμα Κυρίου, καὶ παρῆλθε τὸν Γαλαὰδ καὶ τὸν Μανασσῆ καὶ παρῆλθε τὴν σκοπιὰν Γαλαὰδ εἰς τὸ πέραν υἱῶν Ἀμμών.

Κρ. 11,29                   Το Πνεύμα όμως του Κυρίου ήλθεν επί τον Ιεφθάε και τον ενίσχυσε. Αυτός δε διήλθε την χώραν Γαλαάδ και την χώραν Μανασσή, δια να ενισχύση τους Ισραηλίτας, έπειτα επέστρεψεν εις την Σκοπιάν της χώρας Γαλαάδ και από εκεί εβάδισε προς πόλεμον εναντίον των Αμμωνιτών, οι οποίοι ευρίσκοντο απέναντι.

Κρ. 11,30           καὶ ηὔξατο Ἰεφθάε εὐχὴν τῷ Κυρίῳ καὶ εἶπεν· ἐὰν διδοὺς δῷς μοι τοὺς υἱοὺς Ἀμμὼν ἐν τῇ χειρί μου,

Κρ. 11,30                   Εκαμε δε ο Ιεφθάε και ένα τάξιμον προς τον Κυριον και είπε· “εάν θελήσης, Κυριε, και παραδώσης εις τα χέρια μου τους Αμμωνίτας,

Κρ. 11,31           καὶ ἔσται ὁ ἐκπορευόμενος, ὃς ἂν ἐξέλθῃ ἀπὸ τῆς θύρας τοῦ οἴκου μου εἰς συνάντησίν μου ἐν τῷ ἐπιστρέφειν με ἐν εἰρήνῃ ἀπὸ υἱῶν Ἀμμών, καὶ ἔσται τῷ Κυρίῳ ἀνοίσω αὐτὸν ὁλοκαύτωμα.

Κρ. 11,31                    σου τάζω, ότι εκείνος που θα εξέλθη από την θύραν της οικίας μου εις συνάντησίν μου, όταν θα επιστρέψω νικητής από τον πόλεμον κατά των Αμμωνιτών, θα προσφερθή ολοκαύτωμα εις σέ, τον Κυριον”.

Κρ. 11,32           καὶ παρῆλθεν Ἰεφθάε πρὸς υἱοὺς Ἀμμὼν παρατάξασθαι πρὸς αὐτούς, καὶ παρέδωκεν αὐτοὺς Κύριος ἐν χειρὶ αὐτοῦ.

Κρ. 11,32                   Ο Ιεφθάε εβάδισεν εναντίον των Αμμωνιτών δια να τους πολεμήση, και ο Κυριος παρέδωκεν αυτούς νικημένους εις τα χέρια του.

Κρ. 11,33           καὶ ἐπάταξεν αὐτοὺς ἀπὸ Ἀροὴρ ἕως ἐλθεῖν ἄχρις Ἀρνὼν ἐν ἀριθμῷ εἴκοσι πόλεις καὶ ἕως Ἐβελχαρμὶμ πληγὴν μεγάλην σφόδρα, καὶ συνεστάλησαν οἱ υἱοὶ Ἀμμὼν ἀπὸ προσώπου υἱῶν Ἰσραήλ.

Κρ. 11,33                   Οι Ισραηλίται εκτύπησαν αυτούς από Αροήρ μέχρις Αρνών κατέλαβον είκοσι πόλεις μέχρι της χώρας Εβελχαρμίμ και επέφεραν μεγάλην καταστροφήν. Οι Αμμωνίται νικηθέντες εταπεινώθησαν και εσυμμαζεύθησαν ενώπιον των Ισραηλιτών

Κρ. 11,34           Καὶ ἦλθεν Ἰεφθάε εἰς Μασσηφὰ εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ ἡ θυγάτηρ αὐτοῦ ἐξεπορεύετο εἰς ὑπάντησιν ἐν τυμπάνοις καὶ χοροῖς· καὶ αὕτη ἦν μονογενής, οὐκ ἦν αὐτῷ ἕτερος υἱὸς ἢ θυγάτηρ.

Κρ. 11,34                   Ο Ιεφθάε επέστρεφε νικητής εις την πόλιν Μασσηφά, στον οίκον του. Αίφνης είδε την κόρην του να εξέρχεται με τύμπανα και χορούς εις συνάντησίν του. Αυτή δε ήτο μονογενής θυγάτηρ του και δεν είχεν άλλον υιόν η άλλην θυγατέρα.

Κρ. 11,35           καὶ ἐγένετο ὡς εἶδεν αὐτὴν αὐτός, διέῤῥηξε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ εἶπεν· ἆ ἆ, θυγάτηρ μου, ταραχῇ ἐτάραξάς με καὶ σὺ ἦς ἐν τῷ ταράχῳ μου, καὶ ἐγώ εἰμι ἤνοιξα κατὰ σοῦ τὸ στόμα μου πρὸς Κύριον καὶ οὐ δυνήσομαι ἀποστρέψαι.

Κρ. 11,35                   Οταν ο Ιεφθάε την είδεν, έσχισε το ιμάτιά του και έκραξεν· “πω ! πω ! κόρη μου ! Συ με συνεκλόνισες, συ είσαι η πηγή και η αιτία της ταραχής μου ! Εγώ ο ταλαίπωρος ήνοιξα το στόμα μου προς τον Κυριον εναντίον σου και δεν θα ημπορέσω τώρα να αρνηθώ το τάμα μου”.

Κρ. 11,36           ἡ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· πάτερ, ἤνοιξας τὸ στόμα σου πρὸς Κύριον; ποίησόν μοι ὃν τρόπον ἐξῆλθεν ἐκ στόματός σου, ἐν τῷ ποιῆσαί σοι Κύριον ἐκδίκησιν τῶν ἐχθρῶν σου ἀπὸ τῶν υἱῶν Ἀμμών.

Κρ. 11,36                   Εκείνη δε του είπε· “πατέρα μου, ήνοιξες το στόμα σου και υπεσχέθης κάποιο τάμα στον Κυριον; Καμε ο,τι έταξες, αφού ο Κυριος σου έδωσε την νίκην κι ετιμώρησες τους εχθρούς σου τους Αμμωνίτας”.

Κρ. 11,37           καὶ ἥδε εἶπε πρὸς τὸν πατέρα αὐτῆς· ποιησάτω δὴ ὁ πατήρ μου τὸν λόγον τοῦτον· ἔασόν με δύο μῆνας, καὶ πορεύσομαι καὶ καταβήσομαι ἐπὶ τὰ ὄρη καὶ κλαύσομαι ἐπὶ τὰ παρθένιά μου, ἐγώ εἰμι καὶ αἱ συνεταιρίδες μου.

Κρ. 11,37                   Οταν δε έμαθε το τάξιμον του πατρός της προσέθεσε· “ας μου κάμη ο πατέρας μου μίαν μόνην χάριν· άφησέ με να ζήσω δύο μήνας ακόμη. Θέλω να ανεβώ και να κατεβώ τα όρη κι να κλαύσω την παρθενίαν μου εγώ μαζή μα άλλας συντρόφους μου”.

Κρ. 11,38           καὶ εἶπε· πορεύου· καὶ ἀπέστειλεν αὐτὴν δύο μῆνας. καὶ ἐπορεύθη, αὐτὴ καὶ αἱ συνεταιρίδες αὐτῆς, καὶ ἔκλαυσεν ἐπὶ τὰ παρθένια αὐτῆς ἐπὶ τὰ ὄρη.

Κρ. 11,38                   Ο πατήρ της απήντησε· “πήγαινε”. Και την έστειλεν επί δύο μήνας. Και αυτή μαζή με τας συντρόφους της μετέβη και έκλαυσε την παρθενικότητά της επάνω εις τα όρη·

Κρ. 11,39           καὶ ἐγένετο ἐν τέλει τῶν δύο μηνῶν καὶ ἐπέστρεψε πρὸς τὸν πατέρα αὐτῆς, καὶ ἐποίησεν ἐν αὐτῇ εὐχὴν αὐτοῦ, ἣν ηὔξατο· καὶ αὕτη οὐκ ἔγνω ἄνδρα. καὶ ἐγένετο εἰς πρόσταγμα ἐν Ἰσραήλ·

Κρ. 11,39                   Οταν δε επέρασαν οι δύο μήνες επέστρεψεν στον πατέρα της, ο οποίος και εξεπλήρωσε το τάξιμο που είχε κάμει δι' αυτήν. Αυτή δε δεν είχε γνωρίσει άνδρα. Ητο παρθένος. Εκτοτε επεκράτησε συνήθεια μεταξύ των Ισραηλιτών,

Κρ. 11,40           ἀπὸ ἡμερῶν εἰς ἡμέρας ἐπορεύοντο θυγατέρες Ἰσραὴλ θρηνεῖν τὴν θυγατέρα Ἰεφθάε τοῦ Γαλααδίτου ἐπὶ τέσσαρας ἡμέρας ἐν τῷ ἐνιαυτῷ.

Κρ. 11,40                   και κάθε έτος επί τέσσαρας ημέρας αι ισραηλίτιδες θυγατέρες μετέβαινον να θρηνούν την θυγατέρα του Ιεφθάε του Γαλααδίτου.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12- Ο ΙΕΦΘΑΕ ΚΑΙ ΟΙ ΕΦΡΑΙΜΙΤΕΣ

ΟΙ ΚΡΙΤΕΣ ΑΒΑΙΣΣΑΝ, ΑΪΛΩΜ ΚΑΙ ΑΒΔΩΝ

                                    Ο Ιεφθάε και οι Εφραιμίτες

Κρ. 12,1             Καὶ ἐβόησεν ἀνὴρ Ἐφραίμ, καὶ παρῆλθαν εἰς βοῤῥᾶν καὶ εἶπαν πρὸς Ἰεφθάε· διατὶ παρῆλθες παρατάξασθαι ἐν υἱοῖς Ἀμμὼν καὶ ἡμᾶς οὐ κέκληκας πορευθῆναι μετὰ σοῦ; τὸν οἶκόν σου ἐμπρήσομεν ἐπὶ σὲ ἐν πυρί.

Κρ. 12,1                     Οι άνθρωποι της φυλής Εφραίμ, όταν έμαθαν τας νίκας του Ιεφθάε, αντί να χαρούν εφθόνησαν, συνεκεντρώθησαν αλαλάζοντες και εβάδισαν προς βορράν και, κρύπτοντες τον φθόνον των, είπεν προς τον Ιεφθάε· “διότι εβγήκες να πολεμήσης τους Αμμωνίτας μόνος σου και δεν εκάλεσες και ημάς να πορευθώμεν και να πολεμήσωμεν μαζή σου; Θα κάψωμε το σπίτι σου και σε τον ίδιον μαζή μέ αυτό”.

Κρ. 12,2             καὶ εἶπε πρὸς αὐτοὺς Ἰεφθάε· ἀνὴρ μαχητὴς ἤμην ἐγὼ καὶ ὁ λαός μου, καὶ οἱ υἱοὶ Ἀμμὼν σφόδρα· καὶ ἐβόησα ὑμᾶς, καὶ οὐκ ἐσώσατέ με ἐκ χειρὸς αὐτῶν.

Κρ. 12,2                    Ο Ιεφθάε απήντησε προς αυτούς· “ανδρείος μαχητής ήμουνα και εγώ και ο λαός μου· αλλά και οι Αμμωνίται ήσαν πολλοί και ισχυροί. Εφώναξα προς σας να μας σώσετε από τα χέρια εκείνων, και δεν μας εδώσατε καμμίαν βοήθειαν.

Κρ. 12,3             καὶ εἶδον ὅτι οὐκ εἶ σωτήρ, καὶ ἔθηκα τὴν ψυχήν μου ἐν χειρί μου καὶ παρῆλθον πρὸς υἱοὺς Ἀμμών, καὶ ἔδωκεν αὐτοὺς Κύριος ἐν χειρί μου· καὶ εἰς τί ἀνέβητε ἐπ᾿ ἐμὲ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ παρατάξασθαι ἐν ἐμοί;

Κρ. 12,3                     Επειδή είδα ότι καμμίαν ελπίδα σωτηρίας δεν είχα από σας εξέθεσα εγώ ο ίδιος τον εαυτόν μου εις κίνδυνον και εβάδισα κατά των Αμμωνιτών. Τους ενίκησα, διότι ο Κυριος τους είχε παραδώσει εις τα χέρια μου. Διατί λοιπόν σεις τώρα, μετά την νίκην ήλθατε εναντίον μου δια να με πολεμήσετε;”

Κρ. 12,4             καὶ συνέστρεψεν Ἰεφθάε πάντας τοὺς ἄνδρας Γαλαὰδ καὶ παρετάξατο τῷ Ἐφραίμ, καὶ ἐπάταξαν ἄνδρες Γαλαὰδ τὸν Ἐφραίμ, ὅτι εἶπαν, οἱ διασωζόμενοι τοῦ Ἐφραὶμ ἡμεῖς, Γαλαὰδ ἐν μέσῳ τοῦ Ἐφραὶμ καὶ ἐν μέσῳ τοῦ Μανασσῆ.

Κρ. 12,4                    Συνεκέντρωσεν ο Ιεφθάε όλους τους άνδρας της χώρας Γαλαάδ, επολέμησεν εναντίον της φυλής Εφραίμ και ο στρατός των Γαλααδιτών ενίκησε τους άνδρας της φυλής Εφραίμ οι οποίοι κομπάζοντες έλεγαν· Φυγάδες της φυλής Εφραίμ είσθε σεις οι Γαλααδίται, οι οποίοι κατοικείτε μεταξύ των φυλών Εφραίμ και Μανασσή.

Κρ. 12,5             καὶ προκατελάβετο Γαλαὰδ τὰς διαβάσεις τοῦ Ἰορδάνου τοῦ Ἐφραίμ, καὶ εἶπαν αὐτοῖς οἱ διασωζόμενοι Ἐφραίμ· διαβῶμεν, καὶ εἶπαν αὐτοῖς οἱ ἄνδρες Γαλαάδ· μὴ Ἐφραθίτης εἶ; καὶ εἶπεν· οὔ.

Κρ. 12,5                     Οι άνδρες Γαλαάδ, μετά την νίκην των κατέλαβαν εγκαίρως τας διαβάσστου Ιορδάνου, αι οποίαι έφερον προς την χώραν Εφραίμ. Οι άνδρες της φυλής Εφραίμ, οι διασωθέντες κατά την μάχην ήλθον εις τας διαβάσεις αυτάς, δια να περάσουν εις την χώραν των και είπαν στους φρουρούντας Γαλααδίτας· “αφήστε μας να περάσωμεν”. Οι Γαλααδίται ερωτούσαν τον καθένα τους· “μήπως ήσαι Εφραθίτης;” Εκείνος απαντούσε· “οχι”.

Κρ. 12,6             καὶ εἶπαν αὐτῷ· εἶπον δὴ Στάχυς· καὶ οὐ κατεύθυνε τοῦ λαλῆσαι οὕτως. καὶ ἐπελάβοντο αὐτοῦ, καὶ ἔθυσαν αὐτὸν πρὸς τὰς διαβάσεις τοῦ Ἰορδάνου, καὶ ἔπεσαν ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἀπὸ Ἐφραὶμ δύο καὶ τεσσαράκοντα χιλιάδες.

Κρ. 12,6                    Οι Γαλααδίται έλεγον εις αυτόν· “ειπέ την λέξιν· Στάχυς”. Κανείς όμως από τους Εφραιμίτας δεν την επρόφερεν ορθώς. Ετσι οι φρουροί Γαλααδίται συνελάμβανον τον κάθε Εφραιμίτην και τον εφόνευον εις τα περάσματα αυτά του Ιορδάνου. Κατά τον πόλεμον εκείνον εφονεύθησαν σαράντα δύο χιλιάδες Εφραιμίται.

Κρ. 12,7             καὶ ἔκρινεν Ἰεφθάε τὸν Ἰσραὴλ ἓξ ἔτη. καὶ ἀπέθανεν Ἰεφθάε ὁ Γαλααδίτης, καὶ ἐτάφη ἐν πόλει αὐτοῦ Γαλαάδ.

Κρ. 12,7                     Ο Ιεφθάε έμεινεν επί εξ έτη Κριτής, μετά τα οποία απέθανε και ετάφη εις την πόλιν του, εις την χώραν Γαλαάδ.

 

                                    Οι κριτές Αβαισσάν, Αϊλώμ και Αβδών

Κρ. 12,8             Καὶ ἔκρινε μετ᾿ αὐτὸν τὸν Ἰσραὴλ Ἀβαισσὰν ἀπὸ Βαιθλεέμ.

Κρ. 12,8                    Επειτα από τον Ιεφθάε Κριτής του Ισραήλ ανεδείχθη ο Αβαισσάν, ο οποίος κατήγετο από την Βηθλεέμ.

Κρ. 12,9             καὶ ἦσαν αὐτῷ τριάκοντα υἱοὶ καὶ τριάκοντα θυγατέρες, ἃς ἐξαπέστειλεν ἔξω, καὶ τριάκοντα θυγατέρας εἰσήνεγκε τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ ἔξωθεν. καὶ ἔκρινε τὸν Ἰσραὴλ ἑπτὰ ἔτη.

Κρ. 12,9                    Αυτός είχε τριάκοντα υιούς και τριάκοντα θυγατέρας. Τας μεν θυγατέρας του έδωκεν ως συζύγους εις άνδρας μακράν από τον οίκον του, δια δε τους υιούς του έλαβεν άλλας τριάκοντα νύμφας εντός του οίκου του. Αυτός έκρινε τον Ισραήλ επί επτά έτη.

Κρ. 12,10           καὶ ἀπέθανεν Ἀβαισσὰν καὶ ἐτάφη ἐν Βαιθλεέμ.

Κρ. 12,10                   Απέθανε δε και ετάφη εις την Βηθλεέμ.

Κρ. 12,11           καὶ ἔκρινε μετ᾿ αὐτὸν τὸν Ἰσραὴλ Αἰλὼμ ὁ Ζαβουλωνίτης δέκα ἔτη.

Κρ. 12,11                   Επειτα από αυτόν Κριτής του Ισραήλ εγινεν ο Αιλώμ ο καταγόμενος από την φυλήν Ζαβουλών. Εκυβέρνησε τον λαόν του Ισραήλ επί δέκα έτη.

Κρ. 12,12           καὶ ἀπέθανεν Αἰλὼμ ὁ Ζαβουλωνίτης καὶ ἐτάφη ἐν Αἰλὼμ ἐν γῇ Ζαβουλών.

Κρ. 12,12                   Απέθανεν Αιλώμ ο εκ της φυλής Ζαβουλών και ετάφη εις την πόλιν Αιλώμ της χώρας Ζαβουλών.

Κρ. 12,13           καὶ ἔκρινε μετ᾿ αὐτὸν τὸν Ἰσραὴλ Ἀβδὼν υἱὸς Ἐλλὴλ ὁ Φαραθωνίτης.

Κρ. 12,13                   Επειτα από αυτόν Κριτής του Ισραήλ ανεδείχθη ο Αβδών, υιός του Ελλήλ, ο καταγόμενος από την Φαραθών.

Κρ. 12,14           καὶ ἦσαν αὐτῷ τεσσαράκοντα υἱοὶ καὶ τριάκοντα υἱῶν υἱοὶ ἐπιβαίνοντες ἐπὶ ἑβδομήκοντα πώλους. καὶ ἔκρινε τὸν Ἰσραὴλ ὀκτὼ ἔτη.

Κρ. 12,14                   Αυτός είχε σαράντα υιούς και τριάντα εγγονούς οι οποίοι επέβαινον εις εβδομόκοντα πώλους. Εκυβέρνησε τους Ισραηλίτας επί οκτώ έτη.

Κρ. 12,15           καὶ ἀπέθανεν Ἀβδὼν υἱὸς Ἐλλὴλ ὁ Φαραθωνίτης καὶ ἐτάφη ἐν Φαραθὼν ἐν γῇ Ἐφραὶμ ἐν ὄρει τοῦ Ἀμαλήκ.

Κρ. 12,15                   Απέθανε και ο Αβδών, ο υιός του Ελλήλ, ο Φαραθωνίτης και ετάφη εις την πόλιν Φαραθών της περιοχής Εφραίμ εις όρος των Αμαληκιτών.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10

 

11

12

13

14

15

16

17

18

19

20

21