Ο Αβιμέλεχ αρπάζει την εξουσία
Κρ. 9,1 Καὶ
ἐπορεύθη Ἀβιμέλεχ υἱὸς Ἱεροβάαλ εἰς
Συχὲμ πρὸς ἀδελφοὺς μητρὸς αὐτοῦ
καὶ ἐλάλησε πρὸς αὐτοὺς καὶ πρὸς
πᾶσαν συγγένειαν οἴκου πατρὸς μητρὸς
αὐτοῦ λέγων·
Κρ. 9,1 Ο Αβιμέλεχ ο υιός του Ιεροβάαλ επήγεν εις
την Συχέμ προς τους αδελφούς της μητρός του, ωμίλησε προς αυτούς και προς
όλους τους συγγενείς του πατρικού οίκου της μητρός του και είπε·
Κρ. 9,2 λαλήσατε δὴ
ἐν τοῖς ὠσὶ πάντων τῶν ἀνδρῶν
Συχέμ· τί τὸ ἀγαθὸν ὑμῖν, κυριεῦσαι
ὑμῶν ἑβδομήκοντα ἄνδρας, πάντας υἱοὺς
Ἱεροβάαλ, ἢ κυριεύειν ὑμῶν ἄνδρα ἕνα;
καὶ μνήσθητε ὅτι ὀστοῦν ὑμῶν καὶ
σὰρξ ὑμῶν εἰμι.
Κρ. 9,2 “είπατε σας παρακαλώ, ώστε να ακούσουν όλοι
οι άνδρες της Συχέμ· Τι είναι το καλύτερον δια σας, να βασιλεύσουν εις σας
εβδομήκοντα άνδρες, όλοι δηλαδή οι υιοί του Ιεροβάαλ, η να είναι ένας ο άρχων
σας, δηλαδή εγώ; Ενθυμηθήτε δε ότι εγώ είμαι ιδικόν σας οστούν και ιδική σας
σαρξ”.
Κρ. 9,3 καὶ
ἐλάλησαν περὶ αὐτοῦ οἱ ἀδελφοὶ
τῆς μητρὸς αὐτοῦ ἐν τοῖς ὠσὶ
πάντων τῶν ἀνδρῶν Συχὲμ πάντας τοὺς λόγους
τούτους, καὶ ἔκλινεν ἡ καρδία αὐτῶν ὀπίσω
Ἀβιμέλεχ, ὅτι εἶπαν· ἀδελφὸς
ἡμῶν ἐστι.
Κρ. 9,3 Οι θείοι αυτού, δηλαδή οι αδελφοί της μητρός
του, ωμίλησαν περί αυτού και ανεκοίνωσαν όλους αυτούς τους λόγους του προς
όλους τους άνδρας της Συχέμ, και η καρδία εκείνων έκλινεν υπέρ του Αβιμέλεχ,
διότι εσκέφθησαν και είπαν· “αδελφός μας είναι αυτός”.
Κρ. 9,4 καὶ
ἔδωκαν αὐτῷ ἑβδομήκοντα ἀργυρίου ἐξ
οἴκου Βααλβερίθ, καὶ ἐμισθώσατο ἑαυτῷ
Ἀβιμέλεχ ἄνδρας κενοὺς καὶ δειλούς, καὶ
ἐπορεύθησαν ὀπίσω αὐτοῦ.
Κρ. 9,4 Επήραν δε από τον ναόν του Βααλ και έδωκαν
εις αυτόν εβδομήκοντα σίκλους αργυρίου. Με τα χρήματα αυτά επεστράτευσεν ο
Αβιμέλεχ ως μισθοφόρους του άνδρας αδιστάκτους και τυχοδιώκτας οι οποίοι και
τον ηκολούθησαν.
Κρ. 9,5 καὶ
εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρὸς
αὐτοῦ εἰς Ἐφραθὰ καὶ ἀπέκτεινε
τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ υἱοὺς
Ἱεροβάαλ ἑβδομήκοντα ἄνδρας ἐπὶ λίθον
ἕνα· καὶ κατελείφθη Ἰωάθαμ υἱὸς
Ἱεροβάαλ ὁ νεώτερος, ὅτι ἐκρύβη.
Κρ. 9,5 Εισήλθε μαζή με αυτούς στον πατρικόν του
οίκον εις Εφραθά και εφόνευσε τους αδελφούς του, τους υιούς του Γεδεών,
εβδομήκοντα εν όλω άνδρας επάνω εις την αυτήν πέτραν. Διέφυγεν όμως τον
θάνατον ο νεώτερος υιός του Γεδεών, ο Ιωάθαμ, διότι εκρύφθη.
Κρ. 9,6 καὶ
συνήχθησαν πάντες ἄνδρες Σικίμων καὶ πᾶς οἶκος
Βηθμααλὼν καὶ ἐπορεύθησαν καὶ ἐβασίλευσαν
τὸν Ἀβιμέλεχ πρὸς τῇ βαλάνῳ τῇ
εὑρετῇ τῆς στάσεως τῆς ἐν Σικίμοις.
Κρ. 9,6 Τοτε συνεκεντρώθησαν όλοι οι άνδρες της Συχέμ
και όλος ο οίκος Βηθμααλών, μετέβησαν και ανεκήρυξαν βασιλέα τον Αβιμέλεχ
πλησίον εις την βαλανιδιάν την ευρισκομένην εις κάποιαν τοποθεσίαν της Συχέμ.
Το αίνιγμα του Ιωάθαμ
Κρ. 9,7 Καὶ
ἀνηγγέλη τῷ Ἰωάθαμ, καὶ ἐπορεύθη καὶ
ἔστη ἐπὶ κορυφὴν ὄρους Γαριζὶν καὶ
ἐπῇρε τὴν φωνὴν αὐτοῦ καὶ
ἔκλαυσε καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἀκούσατέ
μου, ἄνδρες Σικίμων, καὶ ἀκούσεται ὑμῶν ὁ
Θεός.
Κρ. 9,7 Ανεκοινώθη το γεγονός αυτό στον Ιωάθαμ, ο
οποίος επήγε και εστάθη όρθιος εις κάποιαν κορυφήν του Γαριζίν και αφού
έκλαυσε δια τα θλιβερά αυτά γεγονότα, εφώναξε δυνατά προς τους Συχεμίτας και
τους είπεν· “ακούσατέ μου άνδρες της Συχέμ δια να ακούση και σας ο Θεός.
Κρ. 9,8 πορευόμενα ἐπορεύθη
τὰ ξύλα τοῦ χρῖσαι ἐφ᾿ ἑαυτὰ
βασιλέα καὶ εἶπον τῇ ἐλαίᾳ· βασίλευσον
ἐφ᾿ ἡμῶν.
Κρ. 9,8 Τα δένδρα επήγαν να ανακηρύξουν βασιλέα των
και είπαν εις την εληά· Γινε εσύ βασιλεύς μας.
Κρ. 9,9 καὶ
εἶπεν αὐτοῖς ἡ ἐλαία· μὴ
ἀπολείψασα τὴν ποιότητά μου, ἐν ᾗ δοξάσουσι τὸν
Θεὸν ἄνδρες, πορεύσομαι κινεῖσθαι ἐπὶ τῶν
ξύλων;
Κρ. 9,9 Η εληά απήντησεν εις αυτούς· Εγώ να εγκαταλείψω
τους καρπούς μου, το έλαιόν μου, με το οποίον οι άνθρωποι δοξάζουν τον Θεόν
και να σείωμαι μόνον επιδεικτικώς ως βασίλισσα των άλλων δένδρων; Δεν θέλω να
γίνω βασίλισσα.
Κρ. 9,10 καὶ
εἶπον τὰ ξύλα τῇ συκῇ· δεῦρο βασίλευσον
ἐφ᾿ ἡμῶν.
Κρ. 9,10 Τοτε τα δένδρα είπαν εις την συκήν· Ελα συ να
βασιλεύσης εις ημάς.
Κρ. 9,11 καὶ
εἶπεν αὐτοῖς ἡ συκῆ· μὴ
ἀπολείψασα ἐγὼ τὴν γλυκύτητά μου καὶ τὰ
γενήματά μου τὰ ἀγαθά, πορεύσομαι κινεῖσθαι ἐπὶ
τῶν ξύλων;
Κρ. 9,11 Η συκή απήντησεν εις αυτά· Εγώ να αφήσω την
γλυκύτητά μου, τους γευστικούς και ωφελίμους καρπούς μου και να αρκεσθώ μόνον
να σείωμαι επιδεικτικώς ως βασίλισσα των άλλων δένδρων; Οχι.
Κρ. 9,12 καὶ
εἶπαν τὰ ξύλα πρὸς τὴν ἄμπελον·
δεῦρο βασίλευσον ἐφ᾿ ἡμῶν.
Κρ. 9,12 Τα δένδρα μετέβησαν προς την άμπελον και της
είπαν· Ελα συ να γίνης βασίλισσά μας.
Κρ. 9,13 καὶ
εἶπεν αὐτοῖς ἡ ἄμπελος· μὴ
ἀπολείψασα τὸν οἶνόν μου τὸν εὐφραίνοντα
Θεὸν καὶ ἀνθρώπους, πορεύσομαι κινεῖσθαι
ἐπὶ τῶν ξύλων;
Κρ. 9,13 Η άμπελος απήντησεν εις αυτά· Να εγκαταλείψω
εγώ τον οίνον μου, ο οποίος ευφραίνει Θεόν και ανθρώπους και να αρκεσθώ να
σείωμαι μόνον ως βασίλισσα των άλλων δένδρων; Αυτό δεν το δέχομαι.
Κρ. 9,14 καὶ
εἶπαν πάντα τὰ ξύλα τῇ ῥάμνῳ· δεῦρο
σὺ βασίλευσον ἐφ᾿ ἡμῶν.
Κρ. 9,14 Είπαν τότε όλα τα δένδρα εις ένα ευτελή και
ακανθώδη θάμνον, την ράμνον· Ελα συ να γίνης βασίλισσά μας.
Κρ. 9,15 καὶ
εἶπεν ἡ ῥάμνος πρὸς τὰ ξύλα· εἰ
ἐν ἀληθείᾳ χρίετέ με ὑμεῖς τοῦ βασιλεύειν
ἐφ᾿ ὑμᾶς, δεῦτε ὑπόστητε ἐν
τῇ σκιᾷ μου· καὶ εἰ μή, ἐξέλθοι πῦρ
ἀπ᾿ ἐμοῦ καὶ καταφάγοι τὰς κέδρους
τοῦ Λιβάνου.
Κρ. 9,15 Η χωρίς αξίαν και μωροφιλόδοξος ράμνος είπε
τότε εις τα δένδρα· Εάν πράγματι θέλετε να με χρίσετε βασίλισσάν σας, ελάτε
και πέσετε κάτω από την σκιάν μου ! Ει δ' άλλως φωτιά θα βγη από εμέ και θα
κατακαύση τας κέδρους του Λιβάνου (αυτός είναι ο μύθος).
Κρ. 9,16 καὶ
νῦν εἰ ἐν ἀληθείᾳ καὶ τελειότητι
ἐποιήσατε καὶ ἐβασιλεύσατε τὸν Ἀβιμέλεχ,
καὶ εἰ ἀγαθωσύνην ἐποιήσατε μετὰ
Ἱεροβάαλ, καὶ μετὰ τοῦ οἴκου αὐτοῦ,
καὶ εἰ ὡς ἀνταπόδοσις χειρὸς αὐτοῦ
ἐποιήσατε αὐτῷ,
Κρ. 9,16 Και τώρα ας σας ερωτήσω, εάν εν αληθεία και
δικαιοσύνη επράξατε ανακηρύττοντες βασιλέα τον Αβιμέλεχ· εάν εφερθήκατε καλά
πρας την μνήμην του Γεδεών και προς τα παιδιά του και εάν αυτό που εκάματε
αποτελή ανταπόδοσιν της ευεργεσίας που ελάβατε από αυτόν.
Κρ. 9,17 ὡς
παρετάξατο ὁ πατήρ μου ὑπὲρ ὑμῶν καὶ
ἐξέῤῥιψε τὴν ψυχὴν αὐτοῦ
ἐξεναντίας καὶ ἐῤῥύσατο ὑμᾶς
ἐκ χειρὸς Μαδιάμ,
Κρ. 9,17 Ενθυμείσθε πως εξήλθε κατά των εχθρών και
επολέμησεν ο πατήρ μου προς χάριν σας; Και εξέθεσεν εις κίνδυνον την ζωήν του
ενώπιόν σας, και πως σας εγλύτωσε από τα χέρια των Μαδιανιτών.
Κρ. 9,18 καὶ
ὑμεῖς ἐπανέστητε ἐπὶ τὸν οἶκον
τοῦ πατρός μου σήμερον καὶ ἀπεκτείνατε τοὺς
υἱοὺς αὐτοῦ ἑβδομήκοντα ἄνδρας
ἐπὶ λίθον ἕνα, καὶ ἐβασιλεύσατε τὸν
Ἀβιμέλεχ υἱὸν παιδίσκης αὐτοῦ ἐπὶ
τοὺς ἄνδρας Σικίμων, ὅτι ἀδελφὸς
ὑμῶν ἐστι,
Κρ. 9,18 Σεις όμως εκάματε σήμερον επανάστασιν κατά του
πατρικού μου οίκου, εφονεύσατε τους υιούς του Γεδεών, εβδομήκοντα άνδρας,
επάνω εις την ιδίαν πέτραν και ανεκηρύξατε βασιλέα σας τον Αβιμέλεχ, υιόν της
δούλης του, διότι είναι συγγενής σας !
Κρ. 9,19 καὶ εἰ
ἐν ἀληθείᾳ καὶ τελειότητι ἐποιήσατε μετὰ
Ἱεροβάαλ καὶ μετὰ τοῦ οἴκου αὐτοῦ
ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ, εὐφρανθείη τε ἐν
Ἀβιμέλεχ, καὶ εὐφρανθείη καί γε αὐτὸς
ἐφ᾿ ὑμῖν.
Κρ. 9,19 Εάν λοιπόν κατ' αλήθειαν και δικαιοσύνην επράξατε
απέναντι του Γεδεών και του οίκου του κατά την ημέραν αυτήν, να χαίρεσθε
σστον Αβιμέλεχ και εκείνος να χαίρεται σας !
Κρ. 9,20 εἰ δὲ
οὔ, ἐξέλθοι πῦρ ἀπὸ Ἀβιμέλεχ καὶ
καταφάγοι τοὺς ἄνδρας Σικίμων καὶ τὸν οἶκον
Βηθμααλὼν καὶ ἐξέλθοι πῦρ ἀπὸ
ἀνδρῶν Σικίμων καὶ ἐκ τοῦ οἴκου
Βηθμααλὼν καὶ καταφάγοι τὸν Ἀβιμέλεχ.
Κρ. 9,20 Εάν όμως δεν έχετε φερθή καλά, φωτιά θα βγη από
τον Αβιμέλεχ και θα κατακαύση τους κατοίκους της Συχέμ και τον οίκον
Βηθμααλών. Αλλά και από σας τους κατοίκους της Συχέμ και από τον οίκον
Βηθμααλών φωτιά θα βγη και θα κατακαύση τον 'Αβιμέλεχ”.
Κρ. 9,21 καὶ
ἔφυγεν Ἰωάθαμ καὶ ἀπέδρα καὶ ἐπορεύθη
ἕως Βαιὴρ καὶ ᾤκησεν ἐκεῖ ἀπὸ
προσώπου Ἀβιμέλεχ ἀδελφοῦ αὐτοῦ.
Κρ. 9,21 Επειτα από τους λόγους αυτούς έφυγεν ο Ιωάθαμ
δρομέως, έφθασεν εις Βαιήρ, όπου και εγκατεστάθη, μακράν από τον αδελφόν του
τον Αβιμέλεχ.
Ο Αβιμέλεχ κυριεύει και καταστρέφει τη Συχέμ
Κρ. 9,22 Καὶ
ἦρξεν Ἀβιμέλεχ ἐπὶ Ἰσραὴλ τρία ἔτη.
Κρ. 9,22 Ο Αβιμέλεχ τρία μόνον έτη εβασίλευσεν στους
Ισραηλίτας.
Κρ. 9,23 καὶ
ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς πνεῦμα πονηρὸν
ἀνὰ μέσον Ἀβιμέλεχ καὶ ἀνὰ μέσον
τῶν ἀνδρῶν Σικίμων, καὶ ἠθέτησαν ἄνδρες
Σικίμων ἐν τῷ οἴκῳ Ἀβιμέλεχ,
Κρ. 9,23 Διότι επέτρεψεν ο Θεός να εμφιλοχωρήση μεταξύ
του Αβιμέλεχ και των κατοίκων της Συχέμ πνεύμα δυσφορίας και διχονοίας, εξ
αιτίας του οποίου απεκήρυξαν οι άνδρες της Συχέμ τον οίκον του Αβιμέλεχ.
Κρ. 9,24 τοῦ
ἐπαγαγεῖν τὴν ἀδικίαν τῶν ἑβδομήκοντα
υἱῶν Ἱεροβάαλ καὶ τὰ αἵματα
αὐτῶν τοῦ θεῖναι ἐπὶ Ἀβιμέλεχ
τὸν ἀδελφὸν αὐτῶν, ὃς ἀπέκτεινεν
αὐτούς, καὶ ἐπὶ ἄνδρας Σικίμων, ὅτι
ἐνίσχυσαν τὰς χεῖρας αὐτοῦ
ἀποκτεῖναι τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ.
Κρ. 9,24 Επέτρεψεν ο Θεός (να αναστατώση εκείνους το
πνεύμα) αυτό (της διχονοίας), διότι ηθέλησε να τιμωρήση την άδικον σφαγήν των
εδδομήκοντα υιών του Γεδεών επιρρίπτων το αδικοχυμένον αίμα των εις την
κεφαλήν του αδελφού των Αβιμέλεχ, ο οποίος τους εφόνευσεν, αλλά και στους
κατοίκους της Συχέμ οι οποίοι έδωσαν εις αυτόν τα μέσα και τον ενίσχυσαν να
φονεύση τους αδελφούς του.
Κρ. 9,25 καὶ
ἔθηκαν αὐτῷ οἱ ἄνδρες Σικίμων ἐνεδρεύοντας
ἐπὶ τὰς κεφαλὰς τῶν ὀρέων καὶ
διήρπαζον πάντα, ὃς παρεπορεύετο ἐπ᾿ αὐτοὺς
ἐν τῇ ὁδῷ· καὶ ἀπηγγέλη τῷ
βασιλεῖ Ἀβιμέλεχ.
Κρ. 9,25 Οι άνδρες της Συχέμ ετοποθέτουν ενέδρας εις τας
κορυφάς των ορέων εναντίον του Αβιμέλεχ. Οι δε ενεδρεύοντες ελήστευαν κάθε
άνθρωπον ο οποίος διήρχετο πλησίον των στον δρόμον. Τα γεγονότα αυτά
ανηγγέλθησαν στον βασιλέα Αβιμέλεχ, ο οποίος και εξήλθεν να τιμωρήση
εκείνους.
Κρ. 9,26 καὶ
ἦλθε Γαὰλ υἱὸς Ἰωβὴλ καὶ οἱ
ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ παρῆλθον ἐν
Σικίμοις, καὶ ἤλπισαν ἐν αὐτῷ οἱ
ἄνδρες Σικίμων.
Κρ. 9,26 Τοτε ο Γααλ, ο υιός του Ιωβήλ, μαζή με τους
αδελφούς του ήλθον εις την Συχέμ. Οι δε Συχεμίται εις αυτόν πλέον εστήριξαν
τας ελπίδας των, εγκαταλείψαντες τον Αβιμέλεχ.
Κρ. 9,27 καὶ
ἐξῆλθον εἰς ἀγρὸν καὶ ἐτρύγησαν
τοὺς ἀμπελῶνας αὐτῶν καὶ ἐπάτησαν
καὶ ἐποίησαν Ἐλλουλὶμ καὶ εἰσήνεγκαν
εἰς οἶκον Θεοῦ αὐτῶν καὶ ἔφαγον
καὶ ἔπιον καὶ κατηράσαντο τὸν Ἀβιμέλεχ.
Κρ. 9,27 Εξήλθον δε από την Συχέμ στους αγρούς των,
ετρύγησαν τα αμπέλια των, επάτησαν τα σταφύλια και έκαμαν εορτήν. Εισήλθον εν
συνεχεία στον ναόν του Θεού των, έφαγον, έπιον και εκεί εν συνεχεία
ανεθεμάτισαν τον Αβιμέλεχ.
Κρ. 9,28 καὶ
εἶπε Γαὰλ υἱὸς Ἰωβήλ· τίς ἐστιν
Ἀβιμέλεχ καὶ τίς ἐστιν υἱὸς Συχέμ, ὅτι
δουλεύσομεν αὐτῷ; οὐχ υἱὸς Ἱεροβάαλ,
καὶ Ζεβοὺλ ἐπίσκοπος αὐτοῦ δοῦλος αὐτοῦ
σὺν τοῖς ἀνδράσιν Ἐμμὼρ πατρὸς Συχέμ;
καὶ τί ὅτι δουλεύσομεν αὐτῷ ἡμεῖς;
Κρ. 9,28 Ο Γαάλ, ο υιός του Ιωβήλ, ο αρχηγός των είπε με
περιφρόνησιν· “και ποιός είναι αυτός ο Αβιμέλεχ; Ποιός είναι αυτός ο
Συχεμίτης, ώστε ημείς να είμεθα εις αυτόν δούλοι; Δεν είναι αυτός παιδί του
Ιεροβάαλ που έχει ως τοποτηρητήν του εις την Συχέμ τον δούλον του, τον
Ζεβούλ, μαζή με μερικούς άνδρας απογόνους του Εμμώρ, πατρός της Συχέμ; Διατί
ημείς να είμεθα δούλοι εις εκείνον;
Κρ. 9,29 καὶ τίς
δῴη τὸν λαὸν τοῦτον ἐν χειρί μου; καὶ
μεταστήσω τὸν Ἀβιμέλεχ καὶ ἐρῶ πρὸς
αὐτόν· πλήθυνον τὴν δύναμίν σου καὶ ἔξελθε.
Κρ. 9,29 Ποιός τάχα θα δώση υπό την εξουσίαν μου τον
λαόν τούτον της Συχέμ; Εάν εγώ αποκτήσω αυτήν την εξουσίαν, θα διώξω από εδώ
τον Αβιμέλεχ και θα του είπω· Αύξησε όσον θέλστον στρατόν σου και εβγα έξω !
εγώ θα σε κάμω να φύγης από εδώ”.
Κρ. 9,30 καὶ
ἤκουσε Ζεβοὺλ ἄρχων τῆς πόλεως τοὺς λόγους
Γαὰλ υἱοῦ Ἰωβὴλ καὶ ὠργίσθη
θυμῷ αὐτός.
Κρ. 9,30 Ο Ζεβούλ, ο εκπρόσωπος του Αβιμέλεχ και
διοικητής της πόλεως ήκουσε τα λόγια αυτά του Γαάλ, υιού του Ιωβήλ και
κατελήφθη από μεγάλην οργήν.
Κρ. 9,31 καὶ
ἀπέστειλεν ἀγγέλους πρὸς Ἀβιμέλεχ ἐν
κρυφῇ λέγων· ἰδοὺ Γαὰλ υἱὸς
Ἰωβὴλ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ
ἔρχονται εἰς Συχέμ, καὶ ἰδοὺ αὐτοὶ
περικάθηνται τὴν πόλιν ἐπὶ σέ·
Κρ. 9,31 Αμέσως δε έστειλε κρυφίως προς τον Αβιμέλεχ
αγγελιαφόρους και του είπε· “ιδού ο Γαάλ, ο υιός του Ιωβήλ, και οι αδελφοί
του ήλθον εις την Συχέμ και αναταράσσουν εις εξέγερσιν εναντίον σου την
πόλιν.
Κρ. 9,32 καὶ
νῦν ἀνάστηθι νυκτός, σὺ καὶ ὁ λαὸς
ὁ μετὰ σοῦ, καὶ ἐνέδρευσον ἐν τῷ
ἀγρῷ,
Κρ. 9,32 Λοιπόν, χωρίς να χάσης καιρόν σήκω κατά την
νύκτα συ και ο λαός που είναι μαζή σου και στήσε ενέδραν στους αγρούς έξω από
την Συχέμ.
Κρ. 9,33 καὶ
ἔσται τὸ πρωΐ ἅμα τῷ ἀνατεῖλαι τὸν
ἥλιον, ὀρθριεῖς καὶ ἐκτενεῖς
ἐπὶ τὴν πόλιν, καὶ ἰδοὺ αὐτὸς
καὶ ὁ λαὸς ὁ μετ᾿ αὐτοῦ
ἐκπορεύονται πρὸς σέ, καὶ ποιήσεις αὐτῷ
ὅσα ἂν εὕρῃ ἡ χείρ σου.
Κρ. 9,33 Κατά δε την πρωΐαν συγχρόνως με την ανατολήν
του ηλίου θα βαδίσης κατά της πόλεως. Αυτός δε και όσοι είναι μαζή του θα
εξέλθουν εναντίον σου. Τοτε συ θα τους καταπολεμήσης και θα κάμης εναντίον
των όσα ημπορεί το χέρι σου”.
Κρ. 9,34 καὶ
ἀνέστη Ἀβιμέλεχ καὶ πᾶς ὁ λαὸς μετ᾿
αὐτοῦ νυκτὸς καὶ ἐνήδρευσαν ἐπὶ
Συχὲμ τέτρασιν ἀρχαῖς.
Κρ. 9,34 Πράγματι ο Αβιμέλεχ εσηκώθη αυτός και ο λαός
που ήτο μαζή του και έστησαν ενέδρας εναντίον της Συχέμ με τέσσαρας ομάδας
στρατού.
Κρ. 9,35 καὶ
ἐξῆλθε Γαὰλ υἱὸς Ἰωβὴλ καὶ
ἔστη πρὸς τῇ θύρᾳ τῆς πύλης τῆς πόλεως,
καὶ ἀνέστη Ἀβιμέλεχ καὶ ὁ λαὸς ὁ
μετ᾿ αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ ἐνέδρου.
Κρ. 9,35 Ο Γαάλ, υιός του Ιωβήλ, εβγήκεν από την πόλιν
και εστάθη πλησίον εις την πύλην του τείχους. Τοτε ο Αβιμέλεχ και ο λαός που
ήτο μαζή του εξήλθον από τας ενέδρας των.
Κρ. 9,36 καὶ
εἶδε Γαὰλ υἱὸς Ἰωβὴλ τὸν λαὸν
καὶ εἶπε πρὸς Ζεβούλ· ἰδοὺ λαὸς
καταβαίνει ἀπὸ τῶν κεφαλῶν τῶν ὀρέων.
καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν Ζεβούλ· τὴν
σκιὰν τῶν ὀρέων σὺ βλέπεις ὡς ἄνδρας.
Κρ. 9,36 Ο Γαάλ, υιός του Ιωβήλ, είδε τον λαόν εκείνον
και είπε προς τον Ζεβούλ· “ιδού ο λαός κατεβαίνει από τας κορυφάς των ορέων,
τι συμβαίνει;” Ο Ζεβουλ του απήντησε· “βλέπεις τας σκιας των ορέων και τας
νομίζεις ως άνδρας”.
Κρ. 9,37 καὶ
προσέθετο ἔτι Γαὰλ τοῦ λαλῆσαι καὶ
εἶπεν· ἰδοὺ λαὸς καταβαίνων κατὰ θάλασσαν
ἀπὸ τοῦ ἐχόμενα ὀμφαλοῦ τῆς
γῆς, καὶ ἀρχὴ ἑτέρα ἔρχεται δι᾿
ὁδοῦ Ἡλωνμαωνενίμ.
Κρ. 9,37 Ο Γαάλ επανήλθε και πάλιν εις τα λόγια του και
είπε· “ιδού, κατεβαίνει στρατός προς δυσμάς από περιοχήν ευρισκομένην πλησίον
στο κέντρον της χώρας, ενώ άλλο τμήμα στρατού έρχεται από την οδόν
Ηλωνμαωνενίμ”.
Κρ. 9,38 καὶ
εἶπε πρὸς αὐτὸν Ζεβούλ· καὶ ποῦ
ἐστι τὸ στόμα σου ὡς ἐλάλησας, τίς ἐστιν
Ἀβιμέλεχ, ὅτι δουλεύσομεν αὐτῷ; μὴ
οὐχὶ οὗτος ὁ λαός, ὃν ἐξουδένωσας;
ἔξελθε δὴ νῦν καὶ παράταξαι αὐτῷ.
Κρ. 9,38 Ο Ζεβούλ είπε τότε προς αυτόν ειρωνικώς· “που
είναι το στόμα σου που ωμίλησες με περιφρόνησιν και είπες· Ποιός είναι αυτός
ο Αβιμέλεχ, ώστε ημείς να γίνωμεν δούλοι του; Ιδέ· μήπως τάχα αυτός ο λαός
που έρχεται είναι εκείνος τον οποίον συ κατεφρόνησες; Εμπρός λοιπόν τώρα έβγα
να τον πολεμήσης”.
Κρ. 9,39 καὶ
ἐξῆλθε Γαὰλ ἐνώπιον ἀνδρῶν Συχὲμ
καὶ παρετάξατο πρὸς Ἀβιμέλεχ.
Κρ. 9,39 Ο Γαάλ, αρχηγός των Συχεμιτών εξήλθε μαζή των,
επολέμησε κατά του Αβιμέλεχ και ενικήθη.
Κρ. 9,40 καὶ
ἐδίωξεν αὐτὸν Ἀβιμέλεχ, καὶ ἔφυγεν
ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ· καὶ ἔπεσον
τραυματίαι πολλοὶ ἕως τῆς θύρας τῆς πύλης.
Κρ. 9,40 Τον κατεδίωξεν ο Αβιμέλεχ αλλ' εκείνος ετράπη
εις φυγήν και διέφυγε την σύλληψίν του από τον Αβιμέλεχ. Πολλοί όμως
εφονεύθησαν από τους ανθρώπους του έως εις την πύλην του τείχους.
Κρ. 9,41 καὶ
εἰσῆλθεν Ἀβιμέλεχ ἐν Ἀρημά· καὶ
ἐξέβαλε Ζεβοὺλ τὸν Γαὰλ καὶ τοὺς
ἀδελφοὺς αὐτοῦ μὴ οἰκεῖν ἐν
Συχέμ.
Κρ. 9,41 Ο Αβιμέλεχ νικητής εισήλθεν εις την πόλιν
Αρημά. Ο Ζεβούλ εξεδίωξε τον Γαάλ και τους αδελφούς του ώστε να μη μένουν
πλέον εις την Συχέμ.
Κρ. 9,42 καὶ
ἐγένετο τῇ ἐπαύριον καὶ ἐξῆλθεν ὁ
λαὸς εἰς τὸν ἀγρόν, καὶ ἀνήγγειλε
τῷ Ἀβιμέλεχ.
Κρ. 9,42 Κατά την επομένην ημέραν οι Συχεμίται εξήλθον
στους αγρούς των. Τούτο έγινε γνωστόν στον Αβιμέλεχ.
Κρ. 9,43 καὶ
ἔλαβε τὸν λαόν, καὶ διεῖλεν αὐτοὺς
εἰς τρεῖς ἀρχὰς καὶ ἐνήδρευσεν ἐν
ἀγρῷ· καὶ εἶδε καὶ ἰδοὺ
λαὸς ἐξῆλθεν ἐκ τῆς πόλεως, καὶ
ἀνέστη ἐπ᾿ αὐτοὺς καὶ ἐπάταξεν
αὐτούς.
Κρ. 9,43 Επήρεν αυτός τον στρατόν του τον κατένειμεν εις
τρεις ομάδας και έστησεν ενέδρας στους αγρούς. Και ιδού είδε λαόν πολύν να
εξέρχεται από την πόλιν. Ωρμησεν από την ενέδραν του, επετέθη εναντίον των
και τους ενίκησε.
Κρ. 9,44 καὶ
Ἀβιμέλεχ καὶ οἱ ἀρχηγοὶ οἱ μετ᾿
αὐτοῦ ἐξέτειναν καὶ ἔστησαν παρὰ
τὴν θύραν τῆς πύλης τῆς πόλεως, καὶ αἱ δύο
ἀρχαὶ ἐξέτειναν ἐπὶ πάντας τοὺς ἐν
τῷ ἀγρῷ καὶ ἐπάταξαν αὐτούς.
Κρ. 9,44 Ο Αβιμέλεχ και οι άλλοι αρχηγοί που ήσαν μαζή
του εβάδισαν και εσταμάτησαν πλησίον εις την πύλην του τείχους της πόλεως,
ενώ τα δυο άλλα τμήματα του στρατού ώρμησαν εναντίον όλων των Συχεμιτών που
ευρίσκοντο στους αγρούς και τους εφόνευσαν.
Κρ. 9,45 καὶ
Ἀβιμέλεχ παρετάσσετο ἐν τῇ πόλει ὅλην τὴν
ἡμέραν ἐκείνην καὶ κατελάβετο τὴν πόλιν καὶ
τὸν λαὸν τὸν ἐν αὐτῇ ἀπέκτεινε
καὶ τὴν πόλιν καθεῖλε καὶ ἔσπειρεν
αὐτὴν ἅλας.
Κρ. 9,45 Ο Αβιμέλεχ επετέθη καθ' όλην την ημέραν εκείνην
εναντίον της πόλεως, την κατέλαβε και τους μεν κατοίκους αυτής εφόνευσε, την
δε πόλιν κατεδάφισε και την έσπειραν άλατι.
Κρ. 9,46 καὶ
ἤκουσαν πάντες οἱ ἄνδρες πύργων Συχὲμ καὶ
ἦλθον εἰς συνέλευσιν Βαιθηλβερίθ.
Κρ. 9,46 Τα γεγονότα αυτά επληροφορήθησαν όλοι οι
άνδρες, που έμεναν στους πύργους της Συχέμ, και συνεκεντρώθησαν στον ναόν του
Βαιθηλβερίθ (του Βααλ).
Κρ. 9,47 καὶ
ἀνηγγέλη τῷ Ἀβιμέλεχ ὅτι συνήχθησαν πάντες οἱ
ἄνδρες πύργων Συχέμ.
Κρ. 9,47 Εγνωστοποιήθη στον Αβιμέλεχ ότι όλοι οι άνδρες
των πύργων της Συχέμ είχον συγκεντρωθή εκεί.
Κρ. 9,48 καὶ
ἀνέβη Ἀβιμέλεχ εἰς ὄρος Ἑρμὼν καὶ
πᾶς ὁ λαὸς ὁ μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ
ἔλαβεν Ἀβιμέλεχ τὰς ἀξίνας ἐν τῇ
χειρὶ αὐτοῦ καὶ ἔκοψε κλάδον ξύλου καὶ ᾖρε
καὶ ἔθηκεν ἐπὶ ὤμων αὐτοῦ καὶ
εἶπε τῷ λαῷ τῷ μετ᾿ αὐτοῦ·
ὃ εἴδετέ με ποιοῦντα, ταχέως ποιήσατε ὡς ἐγώ.
Κρ. 9,48 Ο 'Αβιμέλεχ και όλος ο στρατός μαζή του
ανέβησαν στο όρος Ερμών. Επήραν όλοι πελέκεις εις τα χέρια των και ο Αβιμέλεχ
έκοψε κλάδον από ένα δένδρον, τον έθεσεν στους ώμους του και είπεν στον λαόν,
που ήτο μαζή του· “αυτό που με είδατε να κάμνω, κάμετε και σεις ταχέως”.
Κρ. 9,49 καὶ ἔκοψαν
καί γε ἀνὴρ κλάδον πᾶς ἀνὴρ καὶ
ἐπορεύθησαν ὀπίσω Ἀβιμέλεχ καὶ ἐπέθηκαν
ἐπὶ τὴν συνέλευσιν καὶ ἐνεπύρισαν
ἐπ᾿ αὐτοὺς τὴν συνέλευσιν ἐν πυρί,
καὶ ἀπέθανον καί γε πάντες οἱ ἄνδρες πύργου Σικίμων
ὡσεὶ χίλιοι ἄνδρες καὶ γυναῖκες.
Κρ. 9,49 Καθένας από τους άνδρας έκοψαν από ένα κλάδον,
έθεσαν αυτόν στους ώμους των, ηκολούθησαν τον Αβιμέλεχ και έθεσαν τους
κλάδους κολλητά στον ναόν όπου ήτο η συγκέντρωσις των ανδρών της Συχέμ.
Ηναψαν φωτιά και όλοι οι άνδρες των πύργων της Συχέμ απέθανον από το πυρ, χίλιοι
περίπου άνδρες και γυναίκες.
Ο Θάνατος του Αβιμέλεχ
Κρ. 9,50 Καὶ
ἐπορεύθη Ἀβιμέλεχ ἐκ Βαιθηλβερὶθ καὶ
παρενέβαλεν ἐν Θήβης καὶ κατέλαβεν αὐτήν.
Κρ. 9,50 Από τον ναόν του θεού Βαιθηλβερίθ εβάδισεν ο
Αβιμέλεχ, επολιόρκησε την Θηβην και την κατέλαβε.
Κρ. 9,51 καὶ πύργος
ἰσχυρὸς ἦν ἐν μέσῳ τῆς πόλεως, καὶ
ἔφυγον ἐκεῖ πάντες οἱ ἄνδρες καὶ αἱ
γυναῖκες τῆς πόλεως καὶ ἔκλεισαν ἔξωθεν
αὐτῶν καὶ ἀνέβησαν ἐπὶ τὸ
δῶμα τοῦ πύργου.
Κρ. 9,51 Εις το μέσον της πόλεως υπήρχε πύργος οχυρός.
Προς αυτόν κατέφυγον όλοι οι κάτοικοι της πόλεως, άνδρες και γυναίκες,
έκλεισαν τας εξωτερικάς θύρας και ανέβησαν στο ηλιακωτό του πύργου.
Κρ. 9,52 καὶ
ἦλθεν Ἀβιμέλεχ ἕως τοῦ πύργου, καὶ παρετάξαντο
αὐτῷ· καὶ ἤγγισεν Ἀβιμέλεχ ἕως
τῆς θύρας τοῦ πύργου τοῦ ἐμπρῆσαι
αὐτὸν ἐν πυρί.
Κρ. 9,52 Εφθασεν έως τον πύργον ο Αβιμέλεχ και επετέθη
εναντίον αυτού· επλησίασε δε μέχρι της θύρας του πύργου, δια να θέση πυρ εις
αυτόν.
Κρ. 9,53 καὶ
ἔῤῥιψε γυνὴ μία κλάσμα ἐπιμύλιον ἐπὶ
κεφαλὴν Ἀβιμέλεχ καὶ ἔκλασε τὸ κρανίον
αὐτοῦ.
Κρ. 9,53 Μια όμως γυνή έρριψεν από το ηλιακωτό του
πύργου τεμάχιον μυλόπετρας εις την κεφαλήν του Αβιμέλεχ και του έθραυσε το
κρανίον.
Κρ. 9,54 καὶ
ἐβόησε ταχὺ πρὸς τὸ παιδάριον τὸ αἶρον
τὰ σκεύη αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ·
σπάσον τὴν ῥομφαίαν μου καὶ θανάτωσόν με, μή ποτε
εἴπωσι· γυνὴ ἀπέκτεινεν αὐτόν. καὶ
ἐξεκέντησεν αὐτὸν τὸ παιδάριον αὐτοῦ,
καὶ ἀπέθανε.
Κρ. 9,54 Ο Αβιμέλεχ εφώναξεν αμέσως προς τον υπηρέτην
του, ο οποίος του εκρατούσε τα όπλα και του είπε· “τράβηξε την μάχαιράν σου
και σκότωσέ με, δια να μη είπουν ποτέ· Γυναίκα τον εθανάτωσε”. Πράγματι ο
υπηρέτης τον διετρύπησε με την μάχαιραν και έτσι απέθανεν ο Αβιμέλεχ.
Κρ. 9,55 καὶ
εἶδεν ἀνὴρ Ἰσραὴλ ὅτι ἀπέθανεν
Ἀβιμέλεχ, καὶ ἐπορεύθησαν ἀνὴρ εἰς
τὸν τόπον αὐτοῦ.
Κρ. 9,55 Οταν οι Ισραηλίται είδον ότι ο Αβιμέλεχ
εφονεύθη, επήγεν έκαστος εις την πατρίδα του.
Κρ. 9,56 καὶ
ἐπέστρεψεν ὁ Θεὸς τὴν πονηρίαν Ἀβιμέλεχ,
ἣν ἐποίησε τῷ πατρὶ αὐτοῦ
ἀποκτεῖναι τοὺς ἑβδομήκοντα ἀδελφοὺς
αὐτοῦ.
Κρ. 9,56 Εφερεν ο Θεός έτσι τα πράγματα, ώστε να
επιστρέψη εις την κεφαλήν του Αβιμέλεχ η αδικία, την οποίαν αυτός διέπραξε
εναντίον του πατρός του φονεύσας τους εβδομήκοντα αδελφούς του.
Κρ. 9,57 καὶ
τὴν πᾶσαν πονηρίαν ἀνδρῶν Συχὲμ
ἐπέστρεψεν ὁ Θεὸς εἰς κεφαλὴν
αὐτῶν, καὶ ἐπῆλθεν ἐπ᾿
αὐτοὺς ἡ κατάρα Ἰωάθαμ υἱοῦ
Ἱεροβάαλ.
Κρ. 9,57 Αφήκεν επίσης ο Θεός να πέση εις τας κεφαλάς
των ανδρών της Συχέμ η αδικία, την οποίαν ως συνένοχοι του Αβιμέλεχ είχαν
διαπράξει. Ετσι δε εξέσπασεν εναντίον των η κατάρα του Ιωάθαμ, υιού του
Ιεροβάαλ, δηλαδή του Γεδεών.
|