ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΚΡΙΤΑΙ- ΚΕΦ. 13-16

 

 

Ο ΣΑΜΨΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13- Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΣΑΜΨΩΝ

                                    Άγγελος προαναγγέλει τη γέννηση του Σαμψών

Κρ. 13,1             Καὶ προσέθηκαν ἔτι οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου, καὶ παρέδωκεν αὐτοὺς Κύριος ἐν χειρὶ Φυλιστιΐμ τεσσαράκοντα ἔτη.

Κρ. 13,1                     Και πάλιν οι Ισραηλίται εξέκλιναν εις την ειδωλολατρείαν και την φαυλότητα ενώπιον του Κυρίου δια τούτο και παρέδωκεν αυτούς ο Κυριος εις τα χέρια των Φιλισταίων επί τεσσαράκοντα έτη.

Κρ. 13,2             καὶ ἦν ἀνὴρ εἷς ἀπὸ Σαραὰ ἀπὸ δήμου συγγενείας τοῦ Δανί, καὶ ὄνομα αὐτῷ Μανωέ, καὶ γυνὴ αὐτοῦ στεῖρα καὶ οὐκ ἔτεκε.

Κρ. 13,2                     Υπήρχε τότε μεταξύ των Ισραηλιτών ανήρ καταγόμενος από την πόλιν Σαραά η οποία ανήκεν εις την φυλήν του Δαν, ονόματι Μανωέ. Η σύζυγός του ήτο στείρα και δεν ετεκνοποίει.

Κρ. 13,3             καὶ ὤφθη ἄγγελος Κυρίου πρὸς τὴν γυναῖκα, καὶ εἶπε πρὸς αὐτήν· ἰδοὺ σὺ στεῖρα καὶ οὐ τέτοκας, καὶ συλλήψῃ υἱόν.

Κρ. 13,3                     Αγγελος Κυρίου παρουσιάσθη εις την γυναίκα αυτήν και της είπεν· “ιδού συ είσαι στείρα και έως τώρα δεν εγέννησες υιόν. Τωρα όμως θα συλλάβης υιόν.

Κρ. 13,4             καὶ νῦν φύλαξαι δὴ καὶ μὴ πίῃς οἶνον καὶ μέθυσμα καὶ μὴ φάγῃς πᾶν ἀκάθαρτον·

Κρ. 13,4                     Από τώρα λοιπόν πρόσεξε να μη πίης οίνον η άλλο μεθυστικόν ποτόν· πρόσεξε επί πλέον να μη φάγης τίποτε από εκείνα, τα οποία ο νόμος του Θεού χαρακτηρίζει ακάθαρτα.

Κρ. 13,5             ὅτι ἰδοὺ σὺ ἐν γαστρὶ ἔχεις καὶ τέξῃ υἱόν, καὶ σίδηρος ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ οὐκ ἀναβήσεται, ὅτι ναζὶρ Θεοῦ ἔσται τὸ παιδάριον ἀπὸ τῆς κοιλίας, καὶ αὐτὸς ἄρξεται σῶσαι τὸν Ἰσραὴλ ἐκ χειρὸς Φυλιστιΐμ.

Κρ. 13,5                     Διότι συ θα συλλάβης εν γαστρί και θα γεννήσης υιόν. Ψαλλίδι δεν θα ανεβή εις την κεφαλήν αυτού δια να κόψη την κόμην του, διότι το παιδίον τούτο θα είναι ναζιραίος (αφιερωμένος δηλαδή στον Θεόν) εκ κοιλίας μητρός του. Και αυτός θα κάμη αρχήν του έργου της σωτηρίας και απελευθερώσεως των Ισραηλιτών από την εξουσίαν των Φιλισταίων”.

Κρ. 13,6             καὶ εἰσῆλθεν ἡ γυνὴ καὶ εἶπε τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς λέγουσα· ἄνθρωπος Θεοῦ ἦλθε πρός με, καὶ εἶδος αὐτοῦ ὡς εἶδος ἀγγέλου Θεοῦ, φοβερὸν σφόδρα· καὶ οὐκ ἠρώτησα αὐτόν, πόθεν ἐστί, καὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ οὐκ ἀπήγγειλέ μοι.

Κρ. 13,6                     Η γυναίκα αυτή εισήλθε κατόπιν στον οίκον της και είπεν στον άνδρα της· “ενας άνθρωπος του Θεού, ο οποίος είχε την εμφάνισιν αγγέλου, συγκλονιστικήν και πολύ φοβεράν, ήλθε προς εμέ. Δεν τον ηρώτησα πόθεν κατάγεται ούτε και ο ίδιος μου εγνωστοποίησε το όνομά του.

Κρ. 13,7             καὶ εἶπέ μοι· ἰδοὺ σὺ ἐν γαστρὶ ἔχεις καὶ τέξῃ υἱόν· καὶ νῦν μὴ πίῃς οἶνον καὶ μέθυσμα καὶ μὴ φάγῃς πᾶν ἀκάθαρτον, ὅτι Θεοῦ ἅγιον ἔσται τὸ παιδάριον ἀπὸ γαστρὸς ἕως ἡμέρας θανάτου αὐτοῦ.

Κρ. 13,7                     Μου είπεν όμως τα εξής· Ιδού συ θα μείνης έγκυος και θα γεννήσης υιόν. Από τώρα και στο εξής μη πίης οίνον η άλλο μεθυστικόν ποτόν ούτε και να φάγης τίποτε από εκείνα, τα οποία ο νόμος του Θεού χαρακτηρίζει ακάθαρτα. Και τούτο διότι το παιδίον αυτό θα είναι αφιερωμένον στον Κυριον εκ κοιλίας μητρός μέχρι της ημέρας του θανάτου του”.

Κρ. 13,8             καὶ προσηύξατο Μανωὲ πρὸς Κύριον καὶ εἶπεν· ἐν ἐμοί, Κύριε Ἀδωναϊέ, τὸν ἄνθρωπον τοῦ Θεοῦ, ὃν ἀπέστειλας, ἐλθέτω δὴ ἔτι πρὸς ἡμᾶς καὶ συμβιβασάτω ἡμᾶς τί ποιήσωμεν τῷ παιδίῳ τῷ τικτομένῳ.

Κρ. 13,8                     Ο Μανωέ προσηυχήθη προς τον Κυριον και είπε· “Κυριε Αδωναϊέ, σε παρακαλώ, ο άνθρωπος του Θεού, τον οποίον συ απέστειλες, ας έλθη πάλιν προς ημάς και ας μας συμβουλεύση τι πρέπει να πράξωμεν δια το παιδίον, το οποίον μέλλει να γεννηθή.

Κρ. 13,9             καὶ εἰσήκουσεν ὁ Θεὸς τῆς φωνῆς Μανωέ, καὶ ἦλθεν ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ ἔτι πρὸς τὴν γυναῖκα, καὶ αὕτη ἐκάθητο ἐν ἀγρῷ, καὶ Μανωὲ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς οὐκ ἦν μετ᾿ αὐτῆς.

Κρ. 13,9                     Ο Θεός ήκουσε την δέησιν του Μανωέ και ο άγγελος του ήλθε πάλιν προς την γυναίκα, όταν αυτή εκάθητο στον αγρόν, ο δε σύζυγός της ο Μανωέ δεν ευρίσκετο μαζή της.

Κρ. 13,10           καὶ ἐτάχυνεν ἡ γυνὴ καὶ ἔδραμε καὶ ἀνήγγειλε τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἰδοὺ ὦπται πρός με ὁ ἀνήρ, ὃς ἦλθεν ἐν ἡμέρᾳ πρός με.

Κρ. 13,10                   Η γυνή έσπευσε δρομέως και συνήντησε τον άνδρα της στον οποίον ανήγγειλε· “ιδού παρουσιάσθη εις εμέ και πάλιν ο ανήρ, ο οποίος και προηγουμένως μου είχεν εμφανισθή”.

Κρ. 13,11           καὶ ἀνέστη καὶ ἐπορεύθη Μανωὲ ὀπίσω τῆς γυναικὸς αὐτοῦ καὶ ἦλθε πρὸς τὸν ἄνδρα καὶ εἶπεν αὐτῷ· εἰ σὺ εἶ ὁ ἀνὴρ ὁ λαλήσας πρὸς τὴν γυναῖκα; καὶ εἶπεν ὁ ἄγγελος· ἐγώ.

Κρ. 13,11                    Ο Μανωέ ηγέρθη, ηκολούθησε την σύζυγόν του, ήλθε προς τον άγνωστον αυτόν άνδρα και του είπε· “συ είσαι πράγματι ο ανήρ ο οποίος συνωμίλησες με την γυναίκα μου;” Ο δε άγγελος απήντησεν· “εγώ είμαι”.

Κρ. 13,12           καὶ εἶπε Μανωέ· νῦν ἐλεύσεται ὁ λόγος σου· τίς ἔσται κρίσις τοῦ παιδίου καὶ τὰ ποιήματα αὐτοῦ;

Κρ. 13,12                   Ο Μανωέ είπε προς αυτόν· “τώρα όταν ο λόγος σου γίνη πραγματικότης και αποκτήσω υιόν, ποίος θα είναι ο νόμος, που θα ρυθμίζη την ζωήν του παιδίου, και ποία τα έργα αυτού;”

Κρ. 13,13           καὶ εἶπεν ὁ ἄγγελος Κυρίου πρὸς Μανωέ· ἀπὸ πάντων, ὧν εἴρηκα πρὸς τὴν γυναῖκα, φυλάξεται·

Κρ. 13,13                   Απήντησεν ο άγγελος του Κυρίου προς τον Μανωέ· “το παιδί που θα γεννηθή θα φυλαχθή από όλα εκείνα, που είπα προς την γυναίκα σου·

Κρ. 13,14           ἀπὸ παντός, ὃ ἐκπορεύεται ἐξ ἀμπέλου τοῦ οἴνου, οὐ φάγεται καὶ οἶνον καὶ μέθυσμα μὴ πιέτω καὶ πᾶν ἀκάθαρτον μὴ φαγέτω· πάντα ὅσα ἐνετειλάμην αὐτῇ, φυλάξεται.

Κρ. 13,14                   κάθε προϊόν το οποίον παράγεται από άμπελον, με τας σταφυλάς της οποίας γίνεται ο οίνος, δεν θα φάγη· οίνον και μεθυστικά ποτά δεν θα πίη Καθε τι που ο νόμος του Θεού χαρακτηρίζει ακάθαρτον, δεν θα φάγη. Ολα όσα διέταξα αυτήν να φυλάξη, θα τα φυλάξη και το παιδίον”.

Κρ. 13,15           καὶ εἶπε Μανωὲ πρὸς τὸν ἄγγελον Κυρίου· κατάσχωμεν ὧδέ σε καὶ ποιήσωμεν ἐνώπιόν σου ἔριφον αἰγῶν.

Κρ. 13,15                   Είπε τότε ο Μανωέ προς τον άγγελον του Κυρίου· “θα μας επιτρέψης να σε κρατήσωμεν εδώ, δια να σου προσφέρωμεν να φάγης από τας αίγας μας ερίφιον;”

Κρ. 13,16           καὶ εἶπεν ὁ ἄγγελος Κυρίου πρὸς Μανωέ· ἐὰν κατάσχῃς με, οὐ φάγομαι ἀπὸ τῶν ἄρτων σου, καὶ ἐὰν ποιήσῃς ὁλοκαύτωμα, τῷ Κυρίῳ ἀνοίσεις αὐτό· ὅτι οὐκ ἔγνω Μανωὲ ὅτι ἄγγελος Κυρίου αὐτός.

Κρ. 13,16                   Ο άγγελος του Κυρίου είπε προς τον Μανωέ· “εάν με κρατήσης θα μείνω, αλλά δεν θα φάγω από την τράπεζάν σου. Εάν θελήσης να κάμης θυσίαν ολοκαυτώματος, στον Κυριον θα προσφέρης αυτήν”. Παρεκάλεσεν ο Μανωέ τον ξένον να μείνη, διότι δεν είχεν αντιληφθή, ότι αυτός ήτο άγγελος Κυρίου.

Κρ. 13,17           καὶ εἶπε Μανωὲ πρὸς τὸν ἄγγελον Κυρίου· τί τὸ ὄνομά σοι; ὅτι ἔλθοι τὸ ῥῆμά σου, καὶ δοξάσομέν σε.

Κρ. 13,17                   Ο Μανωέ είπε προς τον άγγελον του Κυρίου· “ειπέ μου, ποίον είναι το όνομά σου, ώστε όταν εκπληρωθούν τα λόγια σου να σου προσφέρωμεν εις ένδειξιν εκτιμήσεως και ευγνωμοσύνης ένα δώρον”.

Κρ. 13,18           καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος Κυρίου· εἰς τί τοῦτο ἐρωτᾷς τὸ ὄνομά μου; καὶ αὐτό ἐστι θαυμαστόν.

Κρ. 13,18                   Ο άγγελος του απήντησε· “διατί ερωτάς να μάθης το όνομά μου; Το όνομά μου είναι σεβαστόν και ανέκφραστον”.

Κρ. 13,19           καὶ ἔλαβε Μανωὲ τὸν ἔριφον τῶν αἰγῶν καὶ τὴν θυσίαν καὶ ἀνήνεγκεν ἐπὶ τήν πέτραν τῷ Κυρίῳ· καὶ διεχώρισε ποιῆσαι, καὶ Μανωὲ καὶ γυνὴ αὐτοῦ βλέποντες.

Κρ. 13,19                   Ο Μανωέ επήρε το ερίφιον από τα γίδια του και την άλλην αναίμακτον θυσίαν και προσέφερεν αυτά θυσίαν προς τον Κυριον επάνω εις λίθον, ο οποίος επείχε θέσιν θυσιαστηρίου. Ο άγγελος απεμακρύνθη ολίγον από αυτούς δια να προσφέρη την θυσίαν, ο δε Μανωέ και η γυνή του παρετήρουν.

Κρ. 13,20           καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἀναβῆναι τὴν φλόγα ἐπάνω τοῦ θυσιαστηρίου ἕως τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἀνέβη ὁ ἄγγελος Κυρίου ἐν τῇ φλογὶ τοῦ θυσιαστηρίου, καὶ Μανωὲ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ βλέποντες καὶ ἔπεσαν ἐπὶ πρόσωπον αὐτῶν ἐπὶ τὴν γῆν.

Κρ. 13,20                  Οταν ήναψεν η φλόγα επάνω στο θυσιαστήριον και ανέβαινε προς τον ουρανόν, ανέβη και ο άγγελος Κυρίου δια της φλογός αυτής του θυσιαστηρίου. Ο Μανωέ και η γυνή του έβλεπον αυτόν έκπληκτοι και έπεσαν πρηνείς κάτω στο έδαφος.

Κρ. 13,21           καὶ οὐ προσέθηκεν ἔτι ὁ ἄγγελος Κυρίου ὀφθῆναι πρὸς Μανωὲ καὶ πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ· τότε ἔγνω Μανωὲ ὅτι ἄγγελος Κυρίου οὗτος.

Κρ. 13,21                   Ο άγγελος του Κυρίου δεν ενεφανίσθη πλέον ούτε προς τον Μανωέ, ούτε προς την γυναίκα αυτού. Τοτε ενόησεν ο Μανωέ ότι ο άγνωστος εκείνος ανήρ ήτο άγγελος Κυρίου.

Κρ. 13,22           καὶ εἶπε Μανωὲ πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ· θανάτῳ ἀποθανούμεθα, ὅτι Θεὸν εἴδομεν.

Κρ. 13,22                  Γεμάτος φόβον ο Μανωέ είπε προς την σύζυγόν του· “θα αποθάνωμεν, διότι είδομεν τον Θεόν”.

Κρ. 13,23           καὶ εἶπεν αὐτῷ ἡ γυνὴ αὐτοῦ· εἰ ἤθελεν ὁ Κύριος θανατῶσαι ἡμᾶς, οὐκ ἂν ἔλαβεν ἐκ χειρὸς ἡμῶν ὁλοκαύτωμα καὶ θυσίαν καὶ οὐκ ἂν ἔδειξεν ἡμῖν ταῦτα πάντα καὶ καθὼς καιρὸς οὐκ ἂν ἠκούτισεν ἡμᾶς ταῦτα.

Κρ. 13,23                  Η γυναίκα του όμως του είπε· “εάν ο Κυριος ήθελε να μας θανατώση, δεν θα εδέχετο από τα χέρια μας την αιματηράν θυσίαν του ολοκαυτώματος και την αναίμακτον θυσίαν. Δεν θα εφανέρωνεν εις η μας όλα όσα εξαίρετα είδομεν και δεν θα συγκατέβαινεν ώστε να ακρυσωμεν κατά την ημέραν αυτήν αυτά, που ηκούσαμεν”.

Κρ. 13,24           καὶ ἔτεκεν ἡ γυνὴ υἱὸν καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Σαμψών· καὶ ἡδρύνθη τὸ παιδάριον, καὶ εὐλόγησεν αὐτὸ Κύριος.

Κρ. 13,24                  Οταν ήλθεν ο καιρός, εγέννησεν η σύζυγος του Μανωέ υιόν και ωνόμασεν αυτόν Σαμψών. Εμεγάλωσε το παιδίον, ο δε Κυριος ευλόγησεν αυτό.

Κρ. 13,25           καὶ ἤρξατο πνεῦμα Κυρίου συνεκπορεύεσθαι αὐτῷ ἐν παρεμβολῇ Δὰν καὶ ἀνὰ μέσον Σαραὰ καὶ ἀνὰ μέσον Ἐσθαόλ.

Κρ. 13,25                  Πνεύμα δε Κυρίου ήρχισε να συνοδεύη αυτό εντός και εκτός του στρατοπέδου της φυλής Δαν, το οποίον στρατόπεδον ευρίσκετο μεταξύ Σαραά και Εσθαόλ.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14- Ο ΓΑΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΟΥ ΣΑΜΨΩΝ

                                    Ο γάμος του Σαμψών

Κρ. 14,1             Καὶ κατέβη Σαμψὼν εἰς Θαμναθὰ καὶ εἶδε γυναῖκα ἐν Θαμναθὰ ἀπὸ τῶν θυγατέρων τῶν ἀλλοφύλων.

Κρ. 14,1                     Οταν πλέον είχε μεγαλώσει ο Σαμψών κατέβη μίαν ημέραν από την πόλιν Σαραά εις την πόλιν Θαμναθά. Εκεί είδε μίαν γυναίκα από τας θυγατέρας των Φιλισταίων, την οποίαν και συνεπάθησε.

Κρ. 14,2             καὶ ἀνέβη καὶ ἀπήγγειλε τῷ πατρὶ αὐτοῦ καὶ τῇ μητρὶ αὐτοῦ καὶ εἶπε· γυναῖκα ἑώρακα ἐν Θαμναθὰ ἀπὸ τῶν θυγατέρων Φυλιστιΐμ, καὶ νῦν λάβετε αὐτὴν ἐμοὶ εἰς γυναῖκα.

Κρ. 14,2                    Επέστρεψεν εις την Σαραά, ανήγγειλε το γεγονός στον πατέρα και την μητέρα του και είπε· “είδα εις Θαμναθά μίαν γυναίκα από τας θυγατέρας των Φιλισταίων, την οποίαν και συνεπάθησα. Λαβετε λοιπόν αυτήν και δώσατέ την εις εμέ ως σύζυγόν μου”.

Κρ. 14,3             καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ· μὴ οὐκ εἰσὶ θυγατέρες τῶν ἀδελφῶν σου καὶ ἐκ παντὸς τοῦ λαοῦ μου γυνή, ὅτι σὺ πορεύῃ λαβεῖν γυναῖκα ἀπὸ τῶν ἀλλοφύλων τῶν ἀπεριτμήτων; καὶ εἶπε Σαμψὼν πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ· ταύτην λάβε μοι, ὅτι αὕτη εὐθεῖα ἐν ὀφθαλμοῖς μου.

Κρ. 14,3                     Ο πατήρ και η μήτηρ αυτού του είπον· “μήπως δεν υπάρχουν θυγατέρες μεταξύ των ομοεθνών σου, γυνή κατάλληλος δια σε μεταξύ του λαού μου και μετέβης να εκλέξης γυναίκα από τους αλλοφύλους αυτούς και απεριτμήτους;” Ο Σαμψών επιμένων είπε προς τον πατέρα του· “αυτήν πάρε δι' εμέ ως σύζυγον διότι αυτή είναι ωραία και συμπαθής εις τα μάτια μου”.

Κρ. 14,4             καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ οὐκ ἔγνωσαν ὅτι παρὰ Κυρίου ἐστίν, ὅτι ἐκδίκησιν αὐτὸς ζητεῖ ἐκ τῶν ἀλλοφύλων· καὶ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ οἱ ἀλλόφυλοι κυριεύοντες ἐν Ἰσραήλ.

Κρ. 14,4                    Ο πατήρ και η μήτηρ αυτού δεν εγνώριζαν, ότι κατά παραχώρησιν Θεού έγινε τούτο, δια να γίνη, το γεγονός αυτό αφορμή να τιμωρηθούν οι Φιλισταίοι. Κατά την εποχήν δε εκείνην οι Φιλισταίοι ήσαν αυθένται και κύριοι των Ισραηλιτών.

Κρ. 14,5             καὶ κατέβη Σαμψὼν καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ εἰς Θαμναθά. καὶ ἦλθεν ἕως τοῦ ἀμπελῶνος Θαμναθά, καὶ ἰδοὺ σκύμνος λέοντος ὠρυόμενος εἰς συνάντησιν αὐτοῦ·

Κρ. 14,5                     Ο Σαμψών κατέβαινε μαζή με τον πατέρα του και την μητέρα του προς την πάλιν Θαμναθά, εις την οποίαν εκείνοι και επορεύθησαν. Οταν ο Σαμψών έφθασεν στους αμπελώνας Θαμναθά, ιδού ένας νεαρός λέων ώρμησεν εναντίον του ωρυόμενος.

Κρ. 14,6             καὶ ἥλατο ἐπ᾿ αὐτὸν πνεῦμα Κυρίου, καὶ συνέτριψεν αὐτόν, ὡσεὶ συντρίψει ἔριφον αἰγῶν, καὶ οὐδὲν ἦν ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ. καὶ οὐκ ἀπήγγειλε τῷ πατρὶ αὐτοῦ καὶ τῇ μητρὶ αὐτοῦ ὃ ἐποίησε.

Κρ. 14,6                    Πνεύμα όμως Κυρίου επλημμύρισε τον Σαμψών, ο οποίος ενισχυθείς συνέτριψε τον λέοντα, όπως ένας άλλος θα συνέτριβεν ένα ερίφιον, καίτοι δεν εκρατούσεν εις τα χέρια του κανένα όπλον. Το κατόρθωμά του αυτό δεν το ανέφερεν ο Σαμψών στον πατέρα του και την μητέρα του.

Κρ. 14,7             καὶ κατέβησαν καὶ ἐλάλησαν τῇ γυναικί, καὶ ηὐθύνθη ἐν ὀφθαλμοῖς Σαμψών.

Κρ. 14,7                     Οι γονείς του και αυτός ήλθον εις την Θαμναθά και συνωμίλησαν με την γυναίκα, η οποία είχεν αρέσει στους οφθαλμούς του Σαμψών. Εκανόνισαν τα του γάμου και ανεχώρησαν.

Κρ. 14,8             καὶ ὑπέστρεψε μεθ᾿ ἡμέρας λαβεῖν αὐτὴν καὶ ἐξέκλινεν ἰδεῖν τὸ πτῶμα τοῦ λέοντος, καὶ ἰδοὺ συναγωγὴ μελισσῶν ἐν τῷ στόματι τοῦ λέοντος καὶ μέλι.

Κρ. 14,8                    Μετά παρέλευσιν μερικών ημερών επέστρεψεν ο Σαμψών εις Θαμναθά, δια να λάβη αυτήν επισήμως ως σύζυγόν του. Καθ' οδόν ελοξοδρόμησε προς την άμπελον, δια να ίδη το πτώμα του λέοντος. Και ιδού ένα σμήνος μελισσών είχε φωληάσει στο στόμα του λέοντος και κηρύθρα με μέλι υπήρχεν εις αυτό.

Κρ. 14,9             καὶ ἐξεῖλεν αὐτὸ εἰς χεῖρας αὐτοῦ καὶ ἐπορεύετο πορευόμενος καὶ ἐσθίων· καὶ ἐπορεύθη πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ πρὸς τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς, καὶ ἔφαγον· καὶ οὐκ ἀνήγγειλεν αὐτοῖς ὅτι ἀπὸ στόματος τοῦ λέοντος ἐξεῖλε τὸ μέλι.

Κρ. 14,9                    Επήρε την κηρύθραν του μέλιτος εις τα χέρια του και εβάδιζε τρώγων αυτό. Επέστρεψε προς τον πατέρα και την μητέρα του, έδωκεν εις αυτούς κηρύθραν και έφαγον, αλλά δεν τους ανέφερε ότι αφήρεσε το μέλι από το στόμα του λέοντος. Κατόπιν μετέβη εις την Θαμναθά.

 

                                   Το αίνιγμα του Σαμψών

Κρ. 14,10           καὶ κατέβη ὁ πατὴρ αὐτοῦ πρὸς τὴν γυναῖκα· καὶ ἐποίησεν ἐκεῖ Σαμψὼν πότον ἡμέρας ἑπτά, ὅτι οὕτως ποιοῦσιν οἱ νεανίσκοι.

Κρ. 14,10                   Κατέβηκεν ο πατήρ του Σαμψών εις Θαμναθά προς την γυναίκα του παιδιού του. Εκεί ο Σαμψών είχεν επταήμερον συμπόσιον εις πανηγυρισμόν του γάμου του, διότι αυτό το έθιμον επικρατούσε κατά την τέλεσιν των γάμων των νέων.

Κρ. 14,11           καὶ ἐγένετο ὅτε εἶδον αὐτόν, καὶ ἔλαβον τριάκοντα κλητούς, καὶ ἦσαν μετ᾿ αὐτοῦ.

Κρ. 14,11                   Οι γονείς της νύμφης όταν εδαν τον Σαμψών εκάλεσαν τριάκοντα παρανύμφους και τους έθεσαν τιμητικώς πλησίον του.

Κρ. 14,12           καὶ εἶπεν αὐτοῖς Σαμψών· πρόβλημα ὑμῖν προβάλλομαι· ἐὰν ἀπαγγέλλοντες ἀπαγγείλητε αὐτὸ ἐν ταῖς ἑπτὰ ἡμέραις τοῦ πότου καὶ εὕρητε, δώσω ὑμῖν τριάκοντα σινδόνας καὶ τριάκοντα στολὰς ἱματίων·

Κρ. 14,12                   Ο Σαμψών είπεν εις αυτούς· “θα σας προτείνω ένα αίνιγμα. Εάν το λύσετε κατά τας επτά ημέρας του συμποσίου, εάν βρήτε την εξήγησίν του, θα σας δώσω τριάκοντα χιτώνας λινούς και τριάκοντα στολάς.

Κρ. 14,13           καὶ ἐὰν μὴ δύνησθε ἀπαγγεῖλαί μοι, δώσετε ὑμεῖς ἐμοὶ τριάκοντα ὀθόνια καὶ τριάκοντα ἀλλασσομένας στολὰς ἱματίων· καὶ εἶπαν αὐτῷ· προβάλλου τὸ πρόβλημά σου, καὶ ἀκουσόμεθα αὐτό.

Κρ. 14,13                   Εάν όμως δεν ημπορέσετε να μου το ερμηνεύσετε, θα μου δώσετε σεις τριάκοντα λινούς χιτώνας και τριάκοντα καινουργείς στολάς”. Εκείνοι του είπαν· “πές μας το αίνιγμά σου και ημείς θα το ακούσωμεν”.

Κρ. 14,14           καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τί βρωτὸν ἐξῆλθεν ἐκ βιβρώσκοντος καὶ ἀπὸ ἰσχυροῦ γλυκύ; καὶ οὐκ ἠδύναντο ἀπαγγεῖλαι τὸ πρόβλημα ἐπί τρεῖς ἡμέρας.

Κρ. 14,14                   Ο Σαμψών τους είπεν· “ποίον είναι το βρώσιμον εκείνο που εξήλθεν από κατατρώγοντα, και ποίον το γλυκύ που εξήλθεν από κάποιον ισχυρόν; Εκείνοι επί τρεις ημέρας δεν ημπόρεσαν να εξηγήσουν το αίνιγμα.

Κρ. 14,15           καὶ ἐγένετο ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ τετάρτῃ καὶ εἶπαν τῇ γυναικὶ Σαμψών· ἀπάτησον δὴ τὸν ἄνδρα σου καὶ ἀπαγγειλάτω σοι τὸ πρόβλημα, μή ποτε κατακαύσωμέν σε καὶ τὸν οἶκον τοῦ πατρός σου ἐν πυρί· ἦ ἐκβιάσαι ἡμᾶς κεκλήκατε;

Κρ. 14,15                   Κατά την τετάρτην ημέραν είπαν εις την γυναίκα του Σαμψών· “κύτταξε να ξεγελάσης τον άνδρα σου, δια να σου αναγγείλη την λύσιν του αινίγματος. Εάν όμως και δεν κάμης αυτό που σου λέγομεν θα κατακαύσωμεν σε και την πατρικήν σου οικογένειαν. Η μήπως και μας εκαλέσατε εδώ δια να μας ληστεύσετε με τα αινίγματα;”

Κρ. 14,16           καὶ ἔκλαυσεν ἡ γυνὴ Σαμψὼν πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπε· πλὴν μεμίσηκάς με καὶ οὐκ ἠγάπησάς με, ὅτι τὸ πρόβλημα, ὃ προεβάλου τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ μου, οὐκ ἀπήγγειλάς μοι αὐτό· καὶ εἶπεν αὐτῇ Σαμψών· εἰ τῷ πατρί μου καὶ τῇ μητρί μου οὐκ ἀπήγγελκα, σοὶ ἀπαγγείλω;

Κρ. 14,16                   Εκλαυσεν η γυνή του Σαμψών ενώπιον αυτού και μετά δακρύων του είπε· “με εμίσησες και δεν με αγάπησες. Και αυτό το συμπεραίνω εκ του γεγονότος, ότι το αίνιγμα, το οποίον επρότεινες εις τους συμπατριώτας μου δεν μου το εξήγησες”. Ο Σαμψών της είπε· “μη σου φαίνεται παράδοξον αυτό. Αφού ούτε στον πατέρα μου και την μητέρα μου δεν το ανέφερα, και θα το είπω εις σέ;”

Κρ. 14,17           καὶ ἔκλαυσε πρὸς αὐτὸν ἐπὶ τὰς ἑπτὰ ἡμέρας, ἃς ἦν αὐτοῖς ὁ πότος· καὶ ἐγένετο ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ καὶ ἀπήγγειλεν αὐτῇ, ὅτι παρηνώχλησεν αὐτῷ· καὶ αὐτὴ ἀπήγγειλε τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ αὐτῆς.

Κρ. 14,17                   Η γυνή επί επτά ημέρας, κατά τας οποίας διήρκει το συμπόσιον του γάμου, έκλαιε και παρεκάλει τον Σαμψών. Κατά την εβδόμην ημέραν της είπεν ο Σαμψών την εξήγησιν του αινίγματος, διότι τον είχε πολύ στενοχωρήσει. Εκείνη δε κατέστησεν αμέσως τούτο γνωστόν στους συμπατριώτας της.

Κρ. 14,18           καὶ εἶπαν αὐτῷ οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ πρὸ τοῦ ἀνατεῖλαι τὸν ἥλιον· τί γλυκύτερον μέλιτος, καὶ τί ἰσχυρότερον λέοντος; καὶ εἶπεν αὐτοῖς Σαμψών· εἰ μὴ ἠροτριάσατε ἐν τῇ δαμάλει μου, οὐκ ἂν ἔγνωτε τὸ πρόβλημά μου.

Κρ. 14,18                   Κατά την εβδόμην και τελευταίαν ημέραν του συμποσίου, πριν ανατείλη ο ήλιος, οι άνδρες της Θαμναθά είπον την εξήγησιν του αινίγματος στον Σαμψών· “τι γλυκύτερον υπάρχει από το μέλι, και τι ισχυρότερον από τον λέοντα;” Είπεν εις αυτούς ο Σαμψών· “εάν δεν εξεβιάζατε με απειλάς την σύζυγόν μου, δεν θα ημπορούσατε να εύρετε ποτέ την ερμηνείαν του αινίγματός μου”.

Κρ. 14,19           καὶ ἥλατο ἐπ᾿ αὐτὸν πνεῦμα Κυρίου, καὶ κατέβη εἰς Ἀσκάλωνα καὶ ἐπάταξεν ἐξ αὐτῶν τριάκοντα ἄνδρας καὶ ἔλαβε τὰ ἱμάτια αὐτῶν καὶ ἔδωκε τὰς στολὰς τοῖς ἀπαγγείλασι τὸ πρόβλημα. καὶ ὠργίσθη θυμῷ Σαμψὼν καὶ ἀνέβη εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρὸς αὐτοῦ.

Κρ. 14,19                   Επέπεσεν στον Σαμψών πνεύμα Κυρίου, ενισχύθη, κατέβη εις την Ασκάλωνα, πόλιν των Φιλισταίων, εφόνευσε τριάκοντα άνδρας εκεί, επήρε τα ιμάτια και τας στολάς των και τα έδωκεν στους τριάκοντα νέους που είχαν λύσει το αίνιγμα. Εκυριεύθη από οργήν δια την απάτην που του είχαν κάμει και επέστρεψεν εις τον πατρικόν του οίκον εγκαταλείψας την γυναίκα του.

Κρ. 14,20           καὶ ἐγένετο ἡ γυνὴ Σαμψὼν ἑνὶ τῶν φίλων αὐτοῦ, ὧν ἐφιλίασεν.

Κρ. 14,20                  Η σύζυγος όμως αυτή του Σαμψών υπανδρεύθη ένα από τους τριάκοντα παρανύμφους μέ τους οποίους προηγουμένως είχε φιλικώς συμφάγει ο Σαμψών.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15- Ο ΣΑΜΨΩΝ ΠΡΟΚΑΛΕΙ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΕΣ  ΚΑΙ ΝΙΚΑΕΙ ΤΟΥΣ ΦΙΛΙΣΤΑΙΟΥΣ

                                    Ο Σαμψών καίει τα σιτηρά των Φιλισταίων

Κρ. 15,1             Καὶ ἐγένετο μεθ᾿ ἡμέρας ἐν ἡμέραις θερισμοῦ πυρῶν καὶ ἐπεσκέψατο Σαμψὼν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ ἐν ἐρίφῳ αἰγῶν καὶ εἶπεν· εἰσελεύσομαι πρὸς τὴν γυναῖκά μου καὶ εἰς τὸ ταμιεῖον· καὶ οὐκ ἔδωκεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτῆς εἰσελθεῖν.

Κρ. 15,1                     Επειτα από χρόνον τινά, κατά την εποχήν του θερισμού των σιτηρών, επεσκέφθη ο Σαμψών την γυναίκα του, φέρων προς αυτήν ως δώρον ένα ερίφιον. Είπε δε προς τον πατέρα της· “θα εισέλθω στο δωμάτιον προς την γυναίκά μου”. Ο πατέρας όμως εκείνης δεν του επέτρεψε να εισέλθη,

Κρ. 15,2             καὶ εἶπεν ὁ πατὴρ αὐτῆς λέγων· εἶπα ὅτι μισῶν ἐμίσησας αὐτήν, καὶ ἔδωκα αὐτὴν ἑνὶ τῶν ἐκ τῶν φίλων σου· μὴ οὐχὶ ἡ ἀδελφὴ αὐτῆς ἡ νεωτέρα ἀγαθωτέρα ὑπὲρ αὐτήν; ἔστω δή σοι ἀντὶ αὐτῆς.

Κρ. 15,2                     και του είπεν· “εγώ ενόμισα ότι εμίσησες αυτήν πάρα πολύ και ότι την εγκατέλειψες οριστικώς. Δια τούτο και εγώ την έδωκα εις ένα από τους φίλους σου, με τους οποίους συνέφαγες κατά το επταήμερον συμπόσιον. Αλλά το πράγμα ημπορεί να τακτοποιηθή. Η μικρότερα αδελφή της μήπως δεν είναι πολύ ωραιότερα από εκείνην; Ας είναι λοιπόν αυτή αντί εκείνης σύζυγός σου”.

Κρ. 15,3             καὶ εἶπεν αὐτοῖς Σαμψών· ἠθώωμαι καὶ τὸ ἅπαξ ἀπὸ ἀλλοφύλων, ὅτι ποιῶ ἐγὼ μετ᾿ αὐτῶν πονηρίαν.

Κρ. 15,3                     Ο Σαμψών είπε τότε ωργισμένος προς αυτούς· “αυτήν την φοράν δεν θα έχω καμμίαν ενοχήν δι' όσα κακά θα προξενήσω εναντίον των Φιλισταίων”.

Κρ. 15,4             καὶ ἐπορεύθη Σαμψὼν καὶ συνέλαβε τριακοσίας ἀλώπεκας καὶ ἔλαβε λαμπάδας καὶ ἐπέστρεψε κέρκον πρὸς κέρκον καὶ ἔθηκε λαμπάδα μίαν ἀναμέσον τῶν δύο κέρκων καὶ ἔδησε·

Κρ. 15,4                     Ο Σαμψών μετέβη και συνέλαβε τριακοσίας αλώπεκας και κατόπιν επήρε εκατόν πενήντα ρητινώδεις δαυλούς. Ετοποθέτησεν ανά δύο τας αλώπεκας, ώστε να έχουν τας ουράς των την μίαν απέναντι της άλλης, έθεσεν ένα ρητινώδες δαυλί ανάμεσα εις τας δύο ουράς και έδεσεν αυτό με εκείνας.

Κρ. 15,5             καὶ ἐξέκαυσε πῦρ ἐν ταῖς λαμπάσι καὶ ἐξαπέστειλεν ἐν τοῖς στάχυσι τῶν ἀλλοφύλων, καὶ ἐκάησαν ἀπὸ ἅλωνος καὶ ἕως σταχύων ὀρθῶν καὶ ἕως ἀμπελῶνος καὶ ἐλαίας.

Κρ. 15,5                     Ηναψε κατόπιν το ρητινώδες δαυλί και εξαπέλυσε τας αλώπεκας εις τα σιτηρά των Φιλισταίων. Εκάησαν όλα, τόσον τα ευρισκόμενα εις τα αλώνια όσον και τα αθέριστα στους αγρούς. Η πυρκαϊά επεξετάθη μέχρι των αμπελώνων και των ελαιώνων.

Κρ. 15,6             καὶ εἶπαν οἱ ἀλλόφυλοι· τίς ἐποίησε ταῦτα; καὶ εἶπαν· Σαμψὼν ὁ νυμφίος τοῦ Θαμνί, ὅτι ἔλαβε τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ ἔδωκεν αὐτὴν τῷ ἐκ τῶν φίλων αὐτοῦ· καὶ ἀνέβησαν οἱ ἀλλόφυλοι καὶ ἐνέπρησαν αὐτὴν καὶ τὸν οἶκον τοῦ πατρὸς αὐτῆς ἐν πυρί.

Κρ. 15,6                     Οι Φιλισταίοι ηρώτησαν· “ποίος έκαμε αυτά;” Και είπαν· “ο Σαμψών, ο γαμβρός του Θαμνί, διότι αυτός επήρε την γυναίκα του Σαμψών και την έδωκεν εις ένα από τους φίλους του”. Οι Φιλισταίοι αγανακτησμένοι μετέβησαν εις Θαμναθά, έκαυσαν την γυναίκα του Σαμψών και όλον τον πατρικόν της οίκον.

Κρ. 15,7             καὶ εἶπεν αὐτοῖς Σαμψών· ἐὰν ποιήσητε οὕτως ταύτην, ὅτι ἦ μὴν ἐκδικήσω ἐν ὑμῖν καὶ ἔσχατον κοπάσω.

Κρ. 15,7                     Ο Σαμψών παρήγγειλε προς αυτούς· “επειδή έτσι εφερθήκατε προς την γυναίκα μου, εγώ θα σας εκδικηθώ οπωσδήποτε και έπειτα θα ησυχάσω”.

Κρ. 15,8             καὶ ἐπάταξεν αὐτοὺς κνήμην ἐπὶ μηρὸν πληγὴν μεγάλην· καὶ κατέβη καὶ ἐκάθισεν ἐν τρυμαλιᾷ τῆς πέτρας Ἠτάμ.

Κρ. 15,8                     Και πράγματι ο Σαμψών τους εκτύπησε κατά σκληρόν τρόπον, τους επέφερε μεγάλην καταστροφήν και έπειτα εκάθησεν εις ένα σπήλαιον του βράχου Ητάμ.

 

                                    Ο Σαμψών νικάει τους Φιλισταίους

Κρ. 15,9             Καὶ ἀνέβησαν οἱ ἀλλόφυλοι καὶ παρενέβαλον ἐν Ἰούδᾳ καὶ ἐξεῤῥίφησαν ἐν Λεχί.

Κρ. 15,9                     Οι Φιλισταίοι, στρατός πολύς, ανέβησαν και εστρατοπέδευσαν εις την χώραν της φυλής του Ιούδα και εξεχύθησαν προς καταστροφήν εις Λεχί.

Κρ. 15,10           καὶ εἶπαν ἀνὴρ Ἰούδα· εἰς τί ἀνέβητε ἐφ᾿ ἡμᾶς; καὶ εἶπον οἱ ἀλλόφυλοι· δῆσαι τὸν Σαμψὼν ἀνέβημεν καὶ ποιῆσαι αὐτῷ ὃν τρόπον ἐποίησεν ἡμῖν.

Κρ. 15,10                   Οι άνδρες της φυλής του Ιούδα ηρώτησαν τους Φιλισταίους· “διατί εισωρμήσατε εις την χώραν μας εναντίον μας;” Και οι Φιλισταίοι τους απήντησαν· “ήλθομεν δια να συλλάβωμεν και δέσωμεν τον Σαμψών και να κάμωμεν εις αυτόν ο,τι αυτός έκαμεν εις ημάς”.

Κρ. 15,11           καὶ κατέβησαν τρισχίλιοι ἀπὸ Ἰούδα ἄνδρες εἰς τρυμαλιὰν πέτρας Ἠτὰμ καὶ εἶπαν πρὸς Σαμψών· οὐκ οἶδας ὅτι κυριεύουσιν οἱ ἀλλόφυλοι ἡμῶν, καὶ τί τοῦτο ἐποίησας ἡμῖν; καὶ εἶπεν αὐτοῖς Σαμψών· ὃν τρόπον ἐποίησάν μοι, οὕτως ἐποίησα αὐτοῖς.

Κρ. 15,11                    Τρεις χιλιάδες άνδρες από την φυλήν Ιούδα κατέβησαν στο σπήλαιον του βράχου Ητάμ και είπαν προς τον Σαμψών· “δεν γνωρίζεις ότι ευρισκόμεθα κάτω από την κυριαρχίαν των Φιλισταίων; Τι είναι αυτό το οποίον μας έκαμες;” Απήντησεν εις αυτούς ο Σαμψών· “ο,τι μου έκαμαν εκείνοι το ίδιο έκαμα και εγώ εις εκείνους”.

Κρ. 15,12           καὶ εἶπαν αὐτῷ· δῆσαί σε κατέβημεν τοῦ δοῦναί σε ἐν χειρὶ ἀλλοφύλων. καὶ εἶπεν αὐτοῖς Σαμψών· ὀμόσατέ μοι μή ποτε συναντήσητε ἐν ἐμοὶ ὑμεῖς.

Κρ. 15,12                   Οι άνδρες της φυλής Ιούδα του είπαν· “ημείς κατέβημεν δια να σε δέσωμεν και δεμένον να σε παραδώσωμεν εις τα χέρια των αλλοφύλων”. Ο Σαμψών τους είπε· “δέσατέ με. Ορκισθήτε μου όμως ότι δεν θα επιτεθήτε δια να με φονεύσετε”.

Κρ. 15,13           καὶ εἶπον αὐτῷ λέγοντες· οὐχί, ὅτι ἀλλ᾿ ἢ δεσμῷ δήσομέν σε καὶ παραδώσομέν σε ἐν χειρὶ αὐτῶν καὶ θανάτῳ οὐ θανατώσομέν σε· καὶ ἔδησαν αὐτὸν ἐν δυσὶ καλωδίοις καινοῖς καὶ ἀνήνεγκαν αὐτὸν ἀπὸ τῆς πέτρας ἐκείνης.

Κρ. 15,13                   Εκείνοι του απήντησαν· “οχι δεν θα σε φονεύσωμεν, αλλά μόνον θα σε δέσωμεν στερεά και δεμένον θα σε παραδώσωμεν εις τα χέρια των Φιλισταίων”. Πράγματι τον έδεσάν με δύο καινούρια σχοινιά και μετέφεραν αυτόν από τον βράχον εκείνον.

Κρ. 15,14           καὶ ἦλθον ἕως Σιαγόνος· καὶ οἱ ἀλλόφυλοι ἠλάλαξαν καὶ ἔδραμον εἰς συνάντησιν αὐτοῦ· καὶ ἥλατο ἐπ᾿ αὐτὸν πνεῦμα Κυρίου, καὶ ἐγενήθη τὰ καλώδια τὰ ἐπὶ βραχίοσιν αὐτοῦ ὡσεὶ στυππίον, ὃ ἐξεκαύθη ἐν πυρί, καὶ ἐτάκησαν δεσμοὶ αὐτοῦ ἀπὸ χειρῶν αὐτοῦ.

Κρ. 15,14                   Ηλθον φέροντες δεμένον τον Σαμψών έως την τοποθεσίαν, η οποία λέγεται· “Σιαγών”. Οι αλλόφυλοι όταν είδαν δεμένον τον Σαμψών ώρμησαν με αλαλαγμούς χαράς εναντίον του. Τοτε ήλθεν εις αυτόν Πνεύμα Κυρίου, του έδωσε δύναμιν μεγάλην, και τα σχοινία με τα οποία είχαν δεθή τα χέρια του έγιναν σαν στουπί που το είχε κάψει η φωτιά. Διελύθησαν και έπεσαν από τα χέρια του.

Κρ. 15,15           καὶ εὗρε σιαγόνα ὄνου ἐξεῤῥιμένη καὶ ἐξέτεινε τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ἔλαβεν αὐτὴν καὶ ἐπάταξεν ἐν αὐτῇ χιλίους ἄνδρας.

Κρ. 15,15                   Ο Σαμψών εύρε κάπου εκεί πεταγμένην μίαν σιαγόνα όνου, άπλωσε το χέρι του και την επήρε και με αυτήν εξωλόθρευσε χιλίους Φιλισταίους.

Κρ. 15,16           καὶ εἶπε Σαμψών· ἐν σιαγόνι ὄνου ἐξαλείφων ἐξήλειψα αὐτούς, ὅτι ἐν τῇ σιαγόνι τοῦ ὄνου ἐπάταξα χιλίους ἄνδρας.

Κρ. 15,16                   Είπε δε τότε ο Σαμψών· “με μίαν σιαγόνα όνου εκτύπησα και εξωλόθρευσα αυτούς· με την σιαγόνα του όνου εξώντωσα χιλίους Φιλισταίους” !

Κρ. 15,17           καὶ ἐγένετο ὡς ἐπαύσατο λαλῶν, καὶ ἔῤῥιψε τὴν σιαγόνα ἐκ τῆς χειρὸς αὐτοῦ· καὶ ἐκάλεσε τὸν τόπον ἐκεῖνον Ἀναίρεσις σιαγόνος.

Κρ. 15,17                   Οταν ετελείωσε τα λόγια του αυτά, επέταξε την σιαγόνα από το χέρι του και ωνόμασε τον τόπον εκείνον· “Αναίρεσις σιαγόνος”.

Κρ. 15,18           καὶ ἐδίψησε σφόδρα, καὶ ἔκλαυσε πρὸς Κύριον καὶ εἶπε· σὺ εὐδόκησας ἐν χειρὶ δούλου σου τὴν σωτηρίαν τὴν μεγάλην ταύτην, καὶ νῦν ἀποθανοῦμαι τῷ δίψει καὶ ἐμπεσοῦμαι ἐν χειρὶ τῶν ἀπεριτμήτων.

Κρ. 15,18                   Εκεί όμως εδίψασε πάρα πολύ και μετά δακρύων παρεκάλεοε τον Κυριον λέγων· “συ, Κυριε, ευδόκησας με το χέρι εμού του δούλου σου να πραγματοποιηθή η μεγάλη αυτή νίκη κατά των Φιλισταίων εις σωτηρίαν του λαού σου. Λοιπόν τώρα θα αποθάνω από την δίψαν και θα πέσω εις τα χέρια αυτών των απεριτμήτων”.

Κρ. 15,19           καὶ ἔῤῥηξεν ὁ Θεὸς τὸν λάκκον τὸν ἐν τῇ σιαγόνι, καὶ ἐξῆλθεν ἐξ αὐτοῦ ὕδωρ, καὶ ἔπιε, καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτοῦ καὶ ἔζησε. διὰ τοῦτο ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτῆς Πηγὴ τοῦ ἐπικαλουμένου, ἥ ἐστιν ἐν Σιαγόνι, ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης.

Κρ. 15,19                   Ο Θεός διέρρηξε και ήνοιξε λάκκον εις την τοποθεσίαν “Σιαγών”, ανέβλυσεν από αυτήν ύδωρ και έπιεν ο Σαμψών. Συνήλθεν από την κατάστασιν της ατονίας και λιποθυμίας, έζησε και δεν απέθανε. Δια τούτο ωνομάσθη η τοποθεσία εκείνη “Πηγή του επικαλουμένου”. Αυτή δε η πηγή υπάρχει μέχρι σήμερον εις την τοποθεσίαν, που λέγεται “Σιαγών”.

Κρ. 15,20           καὶ ἔκρινε τὸν Ἰσραὴλ ἐν ἡμέραις ἀλλοφύλων εἴκοσιν ἔτη.

Κρ. 15,20                  Ο Σαμψών έμεινε Κριτής, του Ισραηλιτικού λαού επί είκοσιν έτη από τα τεσσαράκοντα, κατά τα οποία οι Φιλισταίοι κατείχον την γην Ισραήλ.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16- Ο ΣΑΜΨΩΝ ΣΤΗ ΓΑΖΑ - ΣΑΜΨΩΝ ΚΑΙ ΔΑΛΙΔΑ

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΣΑΜΨΩΝ

                                    Ο Σαμψών στη Γάζα

Κρ. 16,1             Καὶ ἐπορεύθη Σαμψὼν εἰς Γάζαν· καὶ εἶδεν ἐκεῖ γυναῖκα πόρνην καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτήν.

Κρ. 16,1                     Ο Σαμψών επήγε εις την πόλιν Γαζαν. Είδεν εκεί γυναίκα πόρνην και εισήλθεν στον οίκον της.

Κρ. 16,2             καὶ ἀνηγγέλη τοῖς Γαζαίοις λέγοντες· ἥκει Σαμψὼν ὧδε. καὶ ἐκύκλωσαν καὶ ἐνήδρευσαν ἐπ᾿ αὐτὸν ὅλην τὴν νύκτα ἐν τῇ πύλῃ τῆς πόλεως καὶ ἐκώφευσαν ὅλην τὴν νύκτα λέγοντες· ἕως διαφαύσῃ ὁ ὄρθρος, καὶ φονεύσωμεν αὐτόν.

Κρ. 16,2                    Διεδόθη το γεγονός στους κατοίκους της Γαζης και ελέχθη ότι έχει ελθει εδώ ο Σαμψών. Οι κάτοικοι της Γαζης καθ' όλην την νύκτα περιεκύκλωσαν την πόλιν και έστησαν ενέδραν εις την πύλην της πόλεως και ετήρουν σιγήν καθ' όλον το διάστημα της νυκτός λέγοντες μεταξύ των· Ας περιμένωμεν έδω έως ότου φωτίση η πρωΐα, δια να φονεύσωμεν αυτόν όταν εξέλθη.

Κρ. 16,3             καὶ ἐκοιμήθη Σαμψὼν ἕως μεσονυκτίου· καὶ ἀνέστη ἐν ἡμίσει τῆς νυκτὸς καὶ ἐπελάβετο τῶν θυρῶν τῆς πύλης τῆς πόλεως σὺν τοῖς δυσὶ σταθμοῖς καὶ ἀνεβάσταζεν αὐτὰς σὺν τῷ μοχλῷ καὶ ἔθηκεν ἐπὶ ὤμων αὐτοῦ καὶ ἀνέβη ἐπὶ τὴν κορυφὴν τοῦ ὄρους τοῦ ἐπὶ προσώπου τοῦ Χεβρὼν καὶ ἔθηκεν αὐτὰ ἐκεῖ.

Κρ. 16,3                     Ο Σαμψών εκοιμήθη μέχρι του μεσονυκτίου. Κατά δε το μεσονύκτιον ηγέρθη, εβγήκεν από την οικίαν και ελθών εις την θύραν της πόλεως επήρε τα θυρόφυλλα της πύλης μαζή με τους δύο ορθοστάτας και τον μοχλόν, ανεσήκωσε και εφορτώθη αυτά στους ώμους του, ανέβη εις την κορυφήν του όρους από όπου φαίνεται η περιοχή της πόλεως Χεβρών και απέθεσεν αυτά εκεί.

 

                                    Σαμψών και Δαλιδά

Κρ. 16,4             Καὶ ἐγένετο μετὰ τοῦτο καὶ ἠγάπησε γυναῖκα ἐν Ἀλσωρήχ, καὶ ὄνομα αὐτῇ Δαλιδά.

Κρ. 16,4                    Επειτα από το γεγονός αυτό ηγάπησεν ο Σαμψών εις την πόλιν Αλσωρήχ μίαν γυναίκα, ονόματι Δαλιδά.

Κρ. 16,5             καὶ ἀνέβησαν πρὸς αὐτὴν οἱ ἄρχοντες τῶν ἀλλοφύλων καὶ εἶπαν αὐτῇ· ἀπάτησον αὐτόν, καὶ ἰδὲ ἐν τίνι ἡ ἰσχὺς αὐτοῦ ἡ μεγάλη καὶ ἐν τίνι δυνησόμεθα αὐτῷ καὶ δήσομεν αὐτὸν τοῦ ταπεινῶσαι αὐτόν, καὶ ἡμεῖς δώσομέν σοι ἀνὴρ χιλίους καὶ ἑκατὸν ἀργυρίου.

Κρ. 16,5                     Επήγαν προς αυτήν οι άρχοντες των Φιλισταίων και της είπαν· “κοίταξε να ξεγελάσης τον Σαμψών και μάθε που έγκειται η δύναμις αυτού η μεγάλη και με ποίον τρόπον θα κατορθώσωμεν ημείς να τον δέσωμεν και ταπεινωμένον να τον έχωμεν εις τα χέρια μας. Εάν μας δώσης αυτήν την πληροφορίαν, ο καθένας από ημάς θα σου δώση χίλια εκατόν αργυρά νομίσματα (σίκλους)”.

Κρ. 16,6             καὶ εἶπε Δαλιδὰ πρὸς Σαμψών· ἀπάγγειλον δή μοι ἐν τίνι ἡ ἰσχύς σου ἡ μεγάλη καὶ ἐν τίνι δεθήσῃ τοῦ ταπεινωθῆναί σε.

Κρ. 16,6                    Η Δαλιδά ηρώτησε τον Σαμψών· “πές μου λοιπόν που έγκειται η μεγάλη δύναμίς σου, και με τι τάχα είναι δυνατόν να δεθής, ώστε να σε καταστήση κανείς υποχείριόν του;”

Κρ. 16,7             καὶ εἶπε πρὸς αὐτὴν Σαμψών· ἐὰν δήσωσί με ἐν ἑπτὰ νευραῖς ὑγραῖς μὴ διεφθαρμέναις, καὶ ἀσθενήσω καὶ ἔσομαι ὡς εἷς τῶν ἀνθρώπων.

Κρ. 16,7                     Ο Σαμψών της είπε· “εάν με δέσουν με επτά υγράς καινουργείς νευράς αι οποίαι δεν έχουν καθόλου ψθαρή, τότε εγώ θα χάσω την μεγάλην μου δύναμιν και θα είμαι ως ενας από τους συνήθεις ανθρώπους”.

Κρ. 16,8             καὶ ἀνήνεγκαν αὐτῇ οἱ ἄρχοντες τῶν ἀλλοφύλων ἑπτὰ νευρὰς ὑγρὰς μὴ διεφθαρμένας, καὶ ἔδησεν αὐτὸν ἐν αὐταῖς·

Κρ. 16,8                    Οι άρχοντες των Φιλισταίων έφεραν εις την Δαλιδά επτά σχοινία κατασκευασμένα από νεύρα υγρά και αχρησιμοποίητα, και με αυτά εκείνη τον έδεσε.

Κρ. 16,9             καὶ τὸ ἔνεδρον αὐτῇ ἐκάθητο ἐν τῷ ταμιείῳ· καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀλλόφυλοι ἐπὶ σέ, Σαμψών· καὶ διέσπασε τὰς νευράς, ὡς εἴ τις ἀποσπάσοι στρέμμα στυπίου ἐν τῷ ὀσφρανθῆναι αὐτὸ πυρός· καὶ οὐκ ἐγνώσθη ἡ ἰσχὺς αὐτοῦ.

Κρ. 16,9                    Εις το παράπλευρον εσωτερικόν δωμάτιον είχαν στήσει ενέδραν οι Φιλισταίοι. Η Δαλιδά είπε τότε στον Σαμψών· “Σαμψών, αλλόφυλοι ορμουν εναντίον σου” ! Ο Σαμψών έκοψε τότε τας νευράς, όπως ημπορεί να κόψη κανείς μίαν κλωστήν από στουπί την οποίαν έχει εγγίσει η φωτιά. Ετσι δε δεν έγινε γνωστόν πως θα ηχρηστεύετο η δύναμις αυτού.

Κρ. 16,10           καὶ εἶπε Δαλιδὰ πρὸς Σαμψών· ἰδοὺ ἐπλάνησάς με καὶ ἐλάλησας πρός με ψευδῆ· νῦν οὖν ἀνάγγειλόν μοι ἐν τίνι δεθήσῃ.

Κρ. 16,10                   Η Δαλιδά είπεν στον Σαμψών· “ιδού, ότι με εγέλασες. Μου είπες ψέματα. Τωρα όμως πές μου την αλήθειαν· με τι πρέπει να δεθής, ώστε να μη ημπορής να λυθής”.

Κρ. 16,11           καὶ εἶπε πρὸς αὐτήν· ἐὰν δεσμεύοντες δήσωσί με ἐν καλωδίοις καινοῖς, οἷς οὐκ ἐγένετο ἐν αὐτοῖς ἔργον, καὶ ἀσθενήσω καὶ ἔσομαι ὡς εἷς τῶν ἀνθρώπων.

Κρ. 16,11                   Ο Σαμψών της απήντησεν· “εάν με δέσουν καλά με καινούργια σχοινία τα οποία δεν έχουν καθόλου χρησιμοποιηθή, τότε θα είμαι ένας αδύνατος άνθρωπος ωσάν τους άλλους”.

Κρ. 16,12           καὶ ἔλαβε Δαλιδὰ καλώδια καινὰ καὶ ἔδησεν αὐτὸν ἐν αὐτοῖς· καὶ τὰ ἔνεδρα ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ ταμιείου· καὶ εἶπεν· ἀλλόφυλοι ἐπὶ σέ, Σαμψών· καὶ διέσπασεν αὐτὰ ἀπὸ βραχιόνων αὐτοῦ ὡσεὶ σπαρτίον.

Κρ. 16,12                   Η Δαλιδά επήρε σχοινία καινούργια και με αυτά τον έδεσε. Οι ενεδρεύοντες Φιλισταίοι εξήλθον από το δωμάτιον, έτοιμοι να τον συλλάβουν. Η Δαλιδά εφώναξε προς αυτόν· “Σαμψών, αλλόφυλοι έρχονται εναντίον σου”. Εκείνος έσπασε τα δεσμά των χειρών του ως εάν αυτά ήσαν κάποιο αδύνατον νήμα.

Κρ. 16,13           καὶ εἶπε Δαλιδὰ πρὸς Σαμψών· ἰδοὺ ἐπλάνησάς με καὶ ἐλάλησας πρός με ψευδῆ· ἀνάγγειλον δή μοι ἐν τίνι δεθήσῃ. καὶ εἶπε πρὸς αὐτήν· ἐὰν ὑφάνῃς τὰς ἑπτὰ σειρὰς τῆς κεφαλῆς μου σὺν τῷ διάσματι καὶ ἐγκρούσῃς τῷ πασσάλῳ εἰς τὸν τοῖχον, καὶ ἔσομαι ὡς εἷς τῶν ἀνθρώπων ἀσθενής.

Κρ. 16,13                   Του είπε πάλιν η Δαλιδά· “ιδού, με εγέλασες πάλιν και μου είπες ψέματα. Τωρα όμως πές μου, με τι πρέπει να δεθής ώστε να μη σου είναι δυνατόν να λυθής;” Εκείνος της είπε· “εάν υφάνης τας επτά πλεξίδας της κεφαλής μου με το στημόνι του αργαλειού σου και στερεώσης αυτά με ένα πάσσαλον στον τοίχον, θα είμαι τότε τόσον αδύνατος, όσον και ένας από τους άλλους ανθρώπους”.

Κρ. 16,14           καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κοιμᾶσθαι αὐτὸν καὶ ἔλαβε Δαλιδὰ τὰς ἑπτὰ σειρὰς τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ καὶ ὕφανεν ἐν τῷ διάσματι καὶ ἔπηξε τῷ πασσάλῳ εἰς τὸν τοῖχον καὶ εἶπεν· ἀλλόφυλοι ἐπὶ σέ, Σαμψών· καὶ ἐξυπνίσθη ἀπὸ τοῦ ὕπνου αὐτοῦ καὶ ἐξῇρε τὸν πάσσαλον τοῦ ὑφάσματος ἐκ τοῦ τοίχου.

Κρ. 16,14                   Οταν κατόπιν ο Σαμψών απεκοιμήθη επήρεν η Δαλιδά τας επτά πλεξίδας της κεφαλής του, τας ύφανε με το στημόνι του αργαλειού της, τας εκάρφωσεν στον τοίχον με πάσσαλον και εφώναξε· “αλλόφυλοι επί σε Σαμψών”. Ο Σαμψών εξύπνησεν από τον ύπνον του και εξεκάρφωσε τον πάσσαλον, επί του οποίου ετυλίγετο το ύφασμα από τον τοίχον όπου ήτο στερεωμένος.

Κρ. 16,15           καὶ εἶπε πρὸς Σαμψὼν Δαλιδά· πῶς λέγεις, ἠγάπηκά σε, καὶ ἡ καρδία σου οὐκ ἔστι μετ᾿ ἐμοῦ; τοῦτο τρίτον ἐπλάνησάς με καὶ οὐκ ἀπήγγειλάς μοι ἐν τίνι ἡ ἰσχύς σου ἡ μεγάλη.

Κρ. 16,15                   Τοτε παραπονουμένη δήθεν η Δαλιδά του είπε· “πως λέγεις ότι με έχεις αγαπήσει ενώ η καρδιά σου δεν είναι μαζή μου; Τρίτην αυτήν φοράν με εγέλασες και δεν μου είπές που έγκειται η μεγάλη δύναμίς σου”.

Κρ. 16,16           καὶ ἐγένετο ὅτε ἐξέθλιψεν αὐτὸν ἐν λόγοις αὐτῆς πάσας τὰς ἡμέρας καὶ ἐστενοχώρησεν αὐτόν, καὶ ὠλιγοψύχησεν ἕως τοῦ ἀποθανεῖν·

Κρ. 16,16                   Με τέτοιους λόγους εταλαιπωρούσε κάθε ημέραν η Δαλιδά τον Σαμψών και τον εστενοχωρούσε τόσον μάλιστα πολύ, ώστε εκείνος ελιποθύμησε μέχρι σημείου να πλησίαση τον θάνατον.

Κρ. 16,17           καὶ ἀνήγγειλεν αὐτῇ πᾶσαν τὴν καρδίαν αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῇ· σίδηρος οὐκ ἀνέβη ἐπὶ τὴν κεφαλήν μου, ὅτι ἅγιος Θεοῦ ἐγώ εἰμι ἀπὸ κοιλίας μητρός μου· ἐὰν οὖν ξυρήσωμαι, ἀποστήσεται ἀπ᾿ ἐμοῦ ἡ ἰσχύς μου, καὶ ἀσθενήσω καὶ ἔσομαι ὡς πάντες οἱ ἄνθρωποι.

Κρ. 16,17                   Αποκαμωμένος πλέον ο Σαμψών ήνοιξεν εις αυτήν την καρδίαν του και της εφανέρωσε το μυστικόν του λέγων· “ψαλλίδι δεν έχει ανεβή εις την κεφαλήν μου δια να μου κόψη την κόμην, διότι εγώ είμαι αφιερωμένος στον Θεόν εκ κοιλίας μητρός μου. Εάν λοιπόν ξυρίσω την κεφαλήν μου, θα φύγη από εμέ η δύναμίς μου, θα εξασθενήσω και θα είμαι όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι”.

Κρ. 16,18           καὶ εἶδε Δαλιδά, ὅτι ἀπήγγειλεν αὐτῇ πᾶσαν τὴν καρδίαν αὐτοῦ, καὶ ἀπέστειλε καὶ ἐκάλεσε τοὺς ἄρχοντας τῶν ἀλλοφύλων, λέγουσα· ἀνάβητε ἔτι τὸ ἅπαξ τοῦτο, ὅτι ἀπήγγειλέ μοι πᾶσαν τὴν καρδίαν αὐτοῦ· καὶ ἀνέβησαν πρὸς αὐτὴν οἱ ἄρχοντες τῶν ἀλλοφύλων καὶ ἀνήνεγκαν τὸ ἀργύριον ἐν χερσὶν αὐτῶν.

Κρ. 16,18                   Η Δαλιδά αντελήφθη ότι αυτήν την φοράν ο Σαμψών ήνοιξε την καρδίαν του και της είπεν όλην την αλήθειαν. Εστειλεν ανθρώπους και εκάλεσε τους αρχηγούς των Φιλισταίων, στους οποίους είπεν· “ελάτε δια μίαν ακόμη φοράν, διότι τώρα ο Σαμψών μου εφανέρωσεν όλην την αλήθειαν”. Ηλθον αρχηγοί των Φιλισταίων φέροντες εις τα χέρια των τους αργυρούς σίκλους, που της είχαν υποσχεθή.

Κρ. 16,19           καὶ ἐκοίμισε Δαλιδὰ τὸν Σαμψὼν ἐπὶ τὰ γόνατα αὐτῆς· καὶ ἐκάλεσεν ἄνδρα, καὶ ἐξύρησε τὰς ἑπτὰ σειρὰς τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ· καὶ ἤρξατο ταπεινῶσαι αὐτόν, καὶ ἀπέστη ἡ ἰσχὺς αὐτοῦ ἀπ᾿ αὐτοῦ.

Κρ. 16,19                   Η Δαλιδά απεκοίμησε τον Σαμψών εις τα γόνατά της και προσεκάλεσεν εναν άνδρα, ο οποίος εξύρισε τας επτά πλεξίδας της κεφαλής του Σαμψών. Ο Σαμψών από τότε περιήλθεν εις τα χέρια των Φιλισταίων και ήρχισεν ο εξευτελισμός του, διότι έφυγε πλέον από αυτόν η θεία δύναμις·

Κρ. 16,20           καὶ εἶπε Δαλιδά· ἀλλόφυλοι ἐπὶ σέ, Σαμψών. καὶ ἐξυπνίσθη ἐκ τοῦ ὕπνου αὐτοῦ καὶ εἶπεν· ἐξελεύσομαι ὡς ἅπαξ καὶ ἅπαξ καὶ ἐκτιναχθήσομαι· καὶ αὐτὸς οὐκ ἔγνω ὅτι ὁ Κύριος ἀπέστη ἀπάνωθεν αὐτοῦ.

Κρ. 16,20                  διότι όταν είπεν εις αυτόν η Δαλιδά· “αλλόφυλοι έρχονται εναντίον σου, Σαμψών”· εκείνος εξύπνησεν από τον ύπνον του και είπε· “θα εξέλθω από εδώ όπως έκαμα και τας άλλας φοράς και θα εκτιναχθώ με δύναμιν”. Αλλά δεν εγνώριζεν ότι ο Κυριος και η δύναμις του Κυρίου είχον πλέον απομακρυνθή από αυτόν.

Κρ. 16,21           καὶ ἐκράτησαν αὐτὸν οἱ ἀλλόφυλοι καὶ ἐξέκοψαν τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ· καὶ κατήνεγκαν αὐτὸν εἰς Γάζαν καὶ ἐπέδησαν αὐτὸν ἐν πέδαις χαλκείαις, καὶ ἦν ἀλήθων ἐν οἴκῳ τοῦ δεσμωτηρίου.

Κρ. 16,21                   Αδύνατον πλέον τον συνέλαβον οι αλλόφυλοι και του έβγαλαν τους οφθαλμούς. Τον κατεβίβασαν εις την Γαζαν και έδεσαν με χαλκίνας χειροπέδας αυτόν και τον υπεχρέωσαν να γυρίζη μυλόπετραν και να αλέθη σίτον εις την φυλακήν.

Κρ. 16,22           Καὶ ἤρξατο θρὶξ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ βλαστάνειν, καθὼς ἐξυρήσατο.

Κρ. 16,22                  Μετά το ξύρισμα στο οποίον υπεβλήθη, ήρχισαν να φυτρώνουν πάλιν και να αυξάνουν αι τρίχες της κεφαλής του.

 

                                    Ο θάνατος του Σαμψών

Κρ. 16,23           καὶ οἱ ἄρχοντες τῶν ἀλλοφύλων συνήχθησαν θυσιάσαι θυσίασμα μέγα τῷ Δαγὼν θεῷ αὐτῶν καὶ εὐφρανθῆναι καὶ εἶπαν· ἔδωκεν ὁ Θεὸς ἐν χειρὶ ἡμῶν τὸν Σαμψὼν τὸν ἐχθρὸν ἡμῶν.

Κρ. 16,23                  Μιαν από τας ημέρας εκείνας οι άρχοντες των Φιλισταίων συνεκεντρώθησαν δια να προσφέρουν μεγάλην θυσίαν στον θεόν των Δαγών και να ευφρανθούν λέγοντες· “ο θεός παρέδωσεν εις τα χέρια μας τον Σαμψών, τον εχθρόν μας.

Κρ. 16,24           καὶ εἶδον αὐτὸν ὁ λαὸς καὶ ὕμνησαν τὸν θεὸν αὐτῶν, ὅτι παρέδωκεν ὁ θεὸς ἡμῶν τὸν ἐχθρὸν ἡμῶν ἐν χειρὶ ἡμῶν, τὸν ἐρημοῦντα τὴν γῆν ἡμῶν, καὶ ὃς ἐπλήθυνε τοὺς τραυματίας ἡμῶν.

Κρ. 16,24                  Ο λαός των Φιλισταίων είδον δέσμιον τον Σαμψών και εδοξολόγησαν τον θεόν των λέγοντες ότι “ο θεός μας παρέδωκεν εις τα χέρια μας τον εχθρόν μας, αυτόν που ερήμωνε την χώραν μας και εφόνευε πολλούς από ημάς”.

Κρ. 16,25           καὶ ὅτε ἠγαθύνθη ἡ καρδία αὐτῶν, καὶ εἶπαν· καλέσατε τὸν Σαμψὼν ἐξ οἴκου φυλακῆς, καὶ παιξάτω ἐνώπιον ἡμῶν. καὶ ἐκάλεσαν τὸν Σαμψὼν ἐξ οἴκου δεσμωτηρίου, και ἔπαιζεν ἐνώπιον αὐτῶν, καὶ ἐῤῥάπιζον αὐτὸν καὶ ἔστησαν αὐτὸν ἀνὰ μέσον τῶν κιόνων.

Κρ. 16,25                  Οταν δε αι καρδίαι των είχαν ευφρανθή από την εορτήν, είπαν “καλέσατε και φέρετε από την φυλακήν εδώ τον Σαμψών και ας παίξη ενώπιόν μας, δια να διασκεδάσωμεν” Πράγματι μετέφεραν τον Σαμψών από την φυλακήν, τον υπεχρέωναν να παίζη ενώπιόν των, τον ερράπιζαν και τον ετοποθέτησαν όρθιον ανάμεσα από δύο στύλους του οικοδομήματος.

Κρ. 16 ,26          καὶ εἶπε Σαμψὼν πρὸς τὸν νεανίαν τὸν κρατοῦντα τὴν χεῖρα αὐτοῦ· ἄφες με καὶ ψηλαφήσω τοὺς κίονας, ἐφ᾿ οἷς ὁ οἶκος ἐπ᾿ αὐτούς, καὶ ἐπιστηριχθήσομαι ἐπ᾿ αὐτούς.

Κρ. 16,26                  Είπε δε ο Σαμψών προς τον άνδρα ο οποίος τον κρατούσε από το χέρι, δια να τον οδηγή· “άφησέ με να ψηλαφήσω τους δύο στύλους οι οποίοι υποβαστάζουν το οικοδόμημα τούτο και να στηριχθώ ολίγον εις αυτούς”.

Κρ. 16,27           καὶ ὁ οἶκος πλήρης τῶν ἀνδρῶν καὶ τῶν γυναικῶν, καὶ ἐκεῖ πάντες οἱ ἄρχοντες τῶν ἀλλοφύλων, καὶ ἐπὶ τὸ δῶμα ὡσεὶ τρισχίλιοι ἄνδρες καὶ γυναῖκες οἱ θεωροῦντες ἐν παγνίαις Σαμψών.

Κρ. 16,27                  Το οικοδόμημά ήτο γεμάτο από άνδρας και γυναίκας. Εκεί ήσαν όλοι οι άρχοντες των Φιλισταίων, επάνω δε στο ηλιακωτόν τρεις περίπου χιλιάδες άνδρες και γυναίκες, οι οποίοι παρηκολούθουν τους εμπαιγμούς και εξευτελισμούς του Σαμψών.

Κρ. 16,28           καὶ ἔκλαυσε Σαμψὼν πρὸς Κύριον, καὶ εἶπεν· Ἀδωναϊὲ Κύριε, μνήσθητι δή μου νῦν καὶ ἐνίσχυσόν με ἔτι τὸ ἅπαξ τοῦτο, Θεέ, καὶ ἀνταποδώσω ἀνταπόδοσιν μίαν περὶ τῶν δύο ὀφθαλμῶν μου τοῖς ἀλλοφύλοις.

Κρ. 16,28                  Ο Σαμψών μέσα εις την θλίψιν του συνησθάνθη το σφάλμα του, έκλαυσεν ενώπιον του Θεού και προσηυχήθη προς αυτόν λέγων· “Αδωναϊέ Κυριε, μνήσθητί μου και τώρα, ενίσχυσέ με μίαν ακόμη φοράν, Θεέ μου, δια να ανταποδώσω σκληράν τιμωρίαν κατά των Φιλισταίων οι οποίοι μου έβγαλαν τα δυο μου μάτια”.

Κρ. 16,29           καὶ περιέλαβε Σαμψὼν τοὺς δύο κίονας τοῦ οἴκου, ἐφ᾿ οὓς ὁ οἶκος εἱστήκει, καὶ ἐπεστηρίχθη ἐπ᾿ αὐτοὺς καὶ ἐκράτησεν ἕνα τῇ δεξιᾷ αὐτοῦ καὶ ἕνα τῇ ἀριστερᾷ αὐτοῦ.

Κρ. 16,29                  Αγκάλιασε ο Σαμψών τους δύο στύλους επάνω στους οποίους υπεβαστάζετο ο οίκος, εστηρίχθη εις αυτούς, εκράτησε τον ένα στύλον με το δεξί του χέρι και τον άλλον με το αριστερόν,

Κρ. 16,30           καὶ εἶπε Σαμψών· ἀποθανέτω ψυχή μου μετὰ τῶν ἀλλοφύλων· καὶ ἐβάσταξεν ἐν ἰσχύϊ, καὶ ἔπεσεν ὁ οἶκος ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας καὶ ἐπὶ πάντα τὸν λαὸν τὸν ἐν αὐτῷ· καὶ ἦσαν οἱ τεθνηκότες, οὓς ἐθανάτωσε Σαμψὼν ἐν τῷ θανάτῳ αὐτοῦ, πλείους ἢ οὓς ἐθανάτωσεν ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ.

Κρ. 16,30                  και είπε μεγαλοφώνως· “ας αποθάνω μαζή με τους αλλοφύλους”. Εκράτησε και συνεκλόνισε με δύναμιν τους στύλους και κατεκρημνίσθη όλον το οικοδόμημα επάνω στους άρχοντας και επάνω στον λαόν των Φιλισταίων που ευρίσκοντο εντός αυτού. Αυτοί τους οποίους εφόνευσεν ο Σαμψών εκεί κατά τον θάνατόν του ήσαν περισσότεροι από όσους είχε φονεύσει κατά το διάστημα της ζωής του.

Κρ. 16,31           καὶ κατέβησαν οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ ὁ οἶκος τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ ἔλαβον αὐτὸν καὶ ἀνέβησαν καὶ ἔθαψαν αὐτὸν ἀνὰ μέσον Σαραὰ καὶ ἀνὰ μέσον Ἐσθαὸλ ἐν τῷ τάφῳ Μανωὲ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ. καὶ αὐτὸς ἔκρινε τὸν Ἰσραὴλ εἴκοσιν ἔτη.

Κρ. 16,31                   Οι ομοεθνείς του Σαμψών και οι συγγενείς αυτού κατέβησαν εις την Γαζαν, έλαβαν το νεκρόν σώμα του Σαμψών, ανέβησαν και έθαψαν αυτόν μεταξύ Σαραά και Εσθαόλ στον τάφον του πατρός του, του Μανωέ. Ο Σαμψών έκρινε τον Ισραήλ επί είκοσιν έτη.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10

 

11

12

13

14

15

16

17

18

19

20

21