ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΚΡΙΤΑΙ- ΚΕΦ. 17-21

 

 

Η ΔΙΑΦΘΟΡΑ ΚΑΙ Η ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17- ΤΑ ΕΙΔΩΛΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΙΑ

                                    Τα είδωλα του Μιχαία

Κρ. 17,1             Καὶ ἐγένετο ἀνὴρ ἀπὸ ὄρους Ἐφραίμ, καὶ ὄνομα αὐτῷ Μιχαίας.

Κρ. 17,1                     Εζούσε τότε ενας άνθρωπος καταγόμενος από την ορεινήν περιοχήν της φυλής Εφραίμ, ονόματι Μιχαίας.

Κρ. 17,2             καὶ εἶπε τῇ μητρὶ αὐτοῦ· οἱ χίλιοι καὶ ἑκατόν, οὓς ἔλαβες ἀργυρίου σεαυτῇ καί με ἠράσω καὶ προσεῖπας ἐν ὠσί μου, ἰδοὺ τὸ ἀργύριον παρ᾿ ἐμοί, ἐγὼ ἔλαβον αὐτό. καὶ εἶπεν ἡ μήτηρ αὐτοῦ· εὐλογητὸς ὁ υἱός μου τῷ Κυρίῳ.

Κρ. 17,2                     Είπεν αυτός εις την μητέρα του· “οι χίλιοι εκατόν αργυροί σίκλοι, τους οποίους εκρατούσες δια τον εαυτόν σου και κατηράσθης αυτόν που σου τους εκλέψε, εμέ κατηράσθης, όπως το ήκουσα με τα αυτιά μου, διότι εγώ έκλεψα τα χρήματα. Ιδού το αργύριον ευρίσκεται πλησίον μου”. Είπε τότε η μητέρα του· “ας είναι ευλογημένος από τον Κυριον ο υιός μου”.

Κρ. 17,3             καὶ ἀπέδωκε τοὺς χιλίους καὶ ἑκατὸν τοῦ ἀργυρίου τῇ μητρὶ αὐτοῦ· καὶ εἶπεν ἡ μήτηρ αὐτοῦ· ἁγιάζουσα ἡγίασα τὸ ἀργύριον τῷ Κυρίῳ ἐκ τῆς χειρός μου τῷ υἱῷ μου τοῦ ποιῆσαι γλυπτὸν καὶ χωνευτόν, καὶ νῦν ἀποδώσω αὐτό σοι.

Κρ. 17,3                     Ο Μιχαίας έδωσεν εις την μητέρα του τους χιλίους εκατόν σίκλους αργυρίου. Η δε μητέρα του είπεν· “έταξα να αφιερώσω με τα ίδια μου τα χέρια στον Κυριον το αργύριον αυτό προς χάριν του υιού μου δια να κατασκευασθή χωνευτόν και γλυπτόν άγαλμα. Τωρα όμως θα παραδώσω εις σε αυτό”.

Κρ. 17,4             καὶ ἀπέδωκε τὸ ἀργύριον τῇ μητρὶ αὐτοῦ· καὶ ἔλαβεν ἡ μήτηρ αὐτοῦ διακοσίους ἀργυρίου καὶ ἔδωκεν αὐτὸ ἀργυροκόπῳ, καὶ ἐποίησεν αὐτὸ γλυπτὸν καὶ χωνευτόν· καὶ ἐγενήθη ἐν οἴκῳ Μιχαία.

Κρ. 17,4                     Ο Μιχαίας όμως επέστρεψε το πόσον εις την μητέρα του. Εκείνη επήρεν από αυτό διακοσίους αργυρούς σίκλους, έδωσεν αυτούς εις αργυροκόπον και εκείνος τους έλυωσε εις χωνευτήριον και κατεσκεύασεν άγαλμα χωνευτόν και γλυπτόν. Αυτό δε μετεφέρθη στον οίκον του Μιχαία.

Κρ. 17,5             καὶ ὁ οἶκος Μιχαία, αὐτῷ οἶκος Θεοῦ· καὶ ἐποίησεν ἐφὼδ καὶ θεραφὶν καὶ ἐπλήρωσε τὴν χεῖρα ἀπὸ ἑνὸς υἱῶν αὐτοῦ, καὶ ἐγένετο αὐτῷ εἰς ἱερέα.

Κρ. 17,5                     Ετσι δε ο οίκος Μιχαία έγινε δι' αυτόν ναός Θεού. Κατεσκεύασεν επίσης ο Μιχαίας ένα ιερατικόν άμφιον, εφώδ και ένα άγαλμα θεραφίν, καθιέρωσε δε και εχειροτόνησεν έναν από τους υιούς του ως ιερέα, τον οποίον και είχεν ιερέα του στον ναόν αυτόν.

Κρ. 17,6             ἐν δὲ ταῖς ἡμέραις ἐκείναις οὐκ ἦν βασιλεὺς ἐν Ἰσραήλ· ἀνὴρ τὸ εὐθὲς ἐν ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ ἐποίει.

Κρ. 17,6                     Κατά την εποχήν δηλαδή εκείνην δεν υπήρχε βασιλεύς στον ισραηλιτικόν λαόν και ο καθένας έκανε ο,τι του εφαίνετο ορθόν και ευχάριστον εις τα μάτια του.

Κρ. 17,7             Καὶ ἐγενήθη νεανίας ἐκ Βηθλεὲμ δήμου Ἰούδα, καὶ αὐτὸς Λευίτης, καὶ οὗτος παρῴκει ἐκεῖ.

Κρ. 17,7                     Εζούσεν επίσης τότε ένας νέος από την Βηθλεέμ της φυλής Ιούδα, ο οποίος ήτο Λευίτης και κατοικούσεν εις την Βηθλεέμ.

Κρ. 17,8             καὶ ἐπορεύθη ὁ ἀνὴρ ἀπὸ Βηθλεὲμ τῆς πόλεως Ἰούδα παροικῆσαι ἐν ᾧ ἐὰν εὕρῃ τόπῳ, καὶ ἦλθεν ἕως ὄρους Ἐφραὶμ καὶ ἕως οἴκου Μιχαία τοῦ ποιῆσαι ὁδὸν αὐτοῦ.

Κρ. 17,8                     Αυτός μετέβη από την Βηθλεέμ, την πόλιν της Ιουδαίας, να εγκατασταθή, όπου θα εύρισκε τόπον κατάλληλον. Ηλθεν εις την ορεινήν περιοχήν της φυλής Εφραίμ, έφθασε έως στον οίκον του Μιχαία, δια να συνεχίση τον δρόμον του.

Κρ. 17,9             καὶ εἶπεν αὐτῷ Μιχαίας· πόθεν ἔρχῃ; καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· Λευίτης εἰμὶ ἐκ Βηθλεὲμ Ἰούδα, καὶ ἐγὼ πορεύομαι παροικῆσαι ἐν ᾧ ἐὰν εὕρω τόπῳ.

Κρ. 17,9                     Ηρώτησεν αυτόν ο Μιχαίας· “από που έρχεσαι;” Εκείνος του απήντησεν· “εγώ είμαι Λευίτης από την Βηθλεέμ της Ιουδαίας και πηγαίνω να εγκατασταθώ όπου εύρω κατάλληλον δι' εμέ τόπον”.

Κρ. 17,10           καὶ εἶπεν αὐτῷ Μιχαίας· κάθου μετ᾿ ἐμοῦ καὶ γίνου μοι εἰς πατέρα καὶ εἰς ἱερέα, καὶ ἐγὼ δώσω σοι δέκα ἀργυρίου εἰς ἡμέραν καὶ στολὴν ἱματίων καὶ τὰ πρὸς ζωήν σου.

Κρ. 17,10                   Ο Μιχαίας του είπε· “μείνε μαζή μου και γίνε δι' εμέ πνευματικός πατήρ και ιερεύς. Εγώ δε θα σου δίδω κάθε ημέραν δέκα αργυρά νομίσματα, τα ενδύματά σου και όλα όσα χρειάζονται προς συντήρησίν σου”.

Κρ. 17,11           καὶ ἐπορεύθη ὁ Λευίτης καὶ ἤρξατο παροικεῖν παρὰ τῷ ἀνδρί, καὶ ἐγενήθη ὁ νεανίας αὐτῷ ὡς εἷς ἀπὸ υἱῶν αὐτοῦ.

Κρ. 17,11                    Ο Λευίτης εδέχθη την πρότασιν και χωρίς αναβολήν εγκατεστάθη πλησίον του ανθρώπου αυτού. Ο νεαρός αυτός Λευίτης ηγαπήθη από τον Μιχαίαν και εγινεν ωσάν ενας από τους υιούς του.

Κρ. 17,12           καὶ ἐπλήρωσε Μιχαίας τὴν χεῖρα τοῦ Λευίτου, καὶ ἐγένετο αὐτῷ εἰς ἱερέα καὶ ἐγένετο ἐν τῷ οἴκῳ Μιχαία.

Κρ. 17,12                   Ο Μιχαίας καθιέρωσεν αυτόν ως ιερέα του και αυτός έγινε πράγματι ιερεύς στον οίκον του Μιχαία.

Κρ. 17,13           καὶ εἶπε Μιχαίας· νῦν ἔγνων ὅτι ἀγαθυνεῖ μοι Κύριος, ὅτι ἐγένετό μοι ὁ Λευίτης εἰς ἱερέα.

Κρ. 17,13                   Είπε δε τότε ο Μιχαίας· “τώρα αντελήφθην καλά ότι ο Κυριος θα με ελεήση και θα μου στείλη αγαθά, διότι έχω αυτόν τον Λευίτην ως ιερέα.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18- Ο ΜΙΧΑΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΑΝΙΤΕΣ

                                    Ο Μιχαίας και οι Δανίτες

Κρ. 18,1             Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις οὐκ ἦν βασιλεὺς ἐν Ἰσραήλ. καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἡ φυλὴ Δὰν ἐζήτει ἑαυτῇ κληρονομίαν κατοικῆσαι, ὅτι οὐκ ἐνέπεσεν αὐτῇ ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης ἐν μέσῳ φυλῶν υἱῶν Ἰσραὴλ κληρονομία.

Κρ. 18,1                     Κατά την εποχήν εκείνην δεν υπήρχε βασιλεύς μεταξύ των Ισραηλιτών. Τας ημέρας δε εκείνας η φυλή του Δαν αναζητούσε δια τον εαυτόν της περιοχήν δια να εγκατασταθή, επειδή έως τότε δεν είχεν υπό την δικαιοδοσίαν της την περιοχήν που είχε κληροδοτηθή εις αυτήν μεταξύ των άλλων φύλων του Ισραήλ.

Κρ. 18,2             καὶ ἀπέστειλαν οἱ υἱοὶ Δὰν ἀπὸ δήμων αὐτῶν πέντε ἄνδρας υἱοὺς δυνάμεως ἀπὸ Σαραὰ καὶ ἀπὸ Ἐσθαὸλ τοῦ κατασκέψασθαι τὴν γῆν καὶ ἐξιχνιάσαι αὐτὴν καὶ εἶπαν πρὸς αὐτούς· πορεύεσθε καὶ ἐξιχνιάσατε τὴν γῆν. καὶ ἦλθον ἕως ὄρους Ἐφραὶμ ἕως οἴκου Μιχαία καὶ ηὐλίσθησαν αὐτοὶ ἐκεῖ

Κρ. 18,2                    Οι της φυλής Δαν εξέλεξαν από τας οικογενείας της φυλής πέντε γενναίους άνδρας και τους έστειλαν από τας πόλεις Σαραά και Εσθαόλ να κατασκοπεύσουν την χώραν, να εξερευνήσουν αυτήν και τους είπαν· “πηγαίνετε και εξερευνήσατε την χώραν της Παλαιστίνης”. Οι πέντε αυτοί κατάσκοποι ήλθον εις την ορεινήν περιοχήν Εφραίμ, έφθασαν έως τον οίκον του Μιχαία και κατέλυσαν εκεί,

Κρ. 18,3             ἐν οἴκῳ Μιχαία, καὶ αὐτοὶ ἐπέγνωσαν τὴν φωνὴν τοῦ νεανίσκου τοῦ Λευίτου καὶ ἐξέκλιναν ἐκεῖ καὶ εἶπαν αὐτῷ· τίς ἤνεγκέ σε ὧδε, καὶ σὺ τί ποιεῖς ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ, καὶ τί σοι ὧδε;

Κρ. 18,3                     στον οίκον του Μιχαία. Αυτοί ανεγνώρισαν από την λαλιάν του τον νεαρόν εκείνον Λευίτην, ελοξοδρόμησαν εκεί και τον ηρώτησαν· “ποιός σε έφερεν εδώ και τι κάνεις στον τόπον τούτον; Ποία η απασχόλησίς σου εδώ;”

Κρ. 18,4             καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· οὕτω καὶ οὕτως ἐποίησέ μοι Μιχαίας καὶ ἐμισθώσατό με, καὶ ἐγενόμην αὐτῷ εἰς ἱερέα.

Κρ. 18,4                    Εκείνος τους απήντησε· “αυτά και αυτά μου επρότεινεν ο Μιχαίας, εγώ εδέχθην, έγινα εις αυτόν ιερεύς και εργάζομαι εδώ ως μισθωτός του”.

Κρ. 18,5             καὶ εἶπαν αὐτῷ· ἐπερώτησον δὴ ἐν τῷ Θεῷ, καὶ γνωσόμεθα εἰ εὐοδωθήσεται ἡ ὁδὸς ἡμῶν, ἐν ᾗ ἡμεῖς πορευόμεθα ἐν αὐτῇ.

Κρ. 18,5                     Εκείνοι είπαν προς αυτόν· “ερώτησε, σε παρακαλούμεν, τον Θεόν δια να μάθωμεν εάν θα κατευοδωθή το ταξίδιόν μας, ο σκοπός δια τον οποίον πορευόμεθα”.

Κρ. 18,6             καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ ἱερεύς· πορεύεσθε ἐν εἰρήνῃ· ἐνώπιον Κυρίου ἡ ὁδὸς ὑμῶν, ἐν ᾗ πορεύεσθε ἐν αὐτῇ.

Κρ. 18,6                    Είπε δε προς αυτούς ο Λευίτης εκείνος ιερεύς· “πηγαίνετε ειρηνικοί, ο δρόμος και ο σκοπός σας είναι με την ευλογίαν του Κυρίου”.

Κρ. 18,7             καὶ ἐπορεύθησαν οἱ πέντε ἄνδρες καὶ ἦλθον εἰς Λαισά· καὶ εἶδαν τὸν λαὸν τὸν ἐν μέσῳ αὐτῆς καθήμενον ἐπ᾿ ἐλπίδι, ὡς κρίσις Σιδωνίων ἡσυχάζουσα, καὶ οὐκ ἔστι διατρέπων ἢ καταισχύνων λόγον ἐν τῇ γῇ, κληρονόμος ἐκπιέζων θησαυρούς, καὶ μακράν εἰσι Σιδωνίων καὶ λόγον οὐκ ἔχουσι πρὸς ἄνθρωπον.

Κρ. 18,7                     Οι πέντε εκείνοι άνδρες συνέχισαν την πορείαν των και ήλθον εις Λαισά. Είδον τον λαόν τον κατοικούντα εις την πόλιν αυτήν να κάθεται αμέριμνος και ύσυχος όπως ήσυχοι κατοικούσαν οι άνρωποι της μεγάλης πόλεως Σιδών. Εις την πόλιν αυτήν Λαισά δεν υπήρχε κανείς που να φιλονική με τον άλλον, να εντροπιάζη και να εξευτελίζη με τα λόγια του ο ενας τον άλλον, ούτε και κληρονόμος επιζητών δια της βίας να κληρονομήση θησαυρούς. Επί πλέον ήσαν μακράν από τους κατοίκους της Σιδώνος και δεν είχαν καμμίαν διαφοράν προς κανένα άνθρωπον από τους γύρω λαούς.

Κρ. 18,8             καὶ ἦλθον οἱ πέντε ἄνδρες πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς αὐτῶν εἰς Σαραὰ καὶ Ἐσθαὸλ καὶ εἶπον τοῖς ἀδελφοῖς αὐτῶν· τί ὑμεῖς κάθησθε;

Κρ. 18,8                    Οι πέντε κατάσκοποι επανήλθαν στους αδελφούς των εις Σαραά και Εσθαόλ και είπαν προς αυτούς· “τι καθέσθε εδώ και χάνετε τον καιρόν σας;”

Κρ. 18,9             καὶ εἶπαν· ἀνάστητε καὶ ἀναβῶμεν ἐπ᾿ αὐτούς, ὅτι εἴδομεν τὴν γῆν καὶ ἰδοὺ ἀγαθὴ σφόδρα· καὶ ὑμεῖς ἡσυχάζετε; μὴ ὀκνήσητε τοῦ πορευθῆναι καὶ εἰσελθεῖν τοῦ κληρονομῆσαι τὴν γῆν.

Κρ. 18,9                    Και εν συνεχεία τους είπαν· “σηκωθήτε και ετοιμασθήτε να βαδίσωμεν εναντίον των ανθρώπων εκείνων, διότι κατεσκοπεύσαμεν την χώραν των και την είδομεν πολύ εύφορον και πλουσίαν. Και σεις ακόμη ησυχάζετε εδώ; Μη αμελήσετε να βαδίσετε και να εισέλθετε εις την χώραν εκείνην και να την κατακτήσετε ως ιδικήν σας πλέον.

Κρ. 18,10           καὶ ἡνίκα ἐὰν ἔλθητε, εἰσελεύσεσθε πρὸς λαὸν ἐπ᾿ ἐλπίδι, καὶ ἡ γῆ πλατεῖα, ὅτι ἔδωκεν αὐτὴν ὁ Θεός ἐν χειρὶ ὑμῶν, τόπος, ὅπου οὐκ ἔστιν ἐκεῖ ὑστέρημα παντὸς ῥήματος τῶν ἐν τῇ γῇ.

Κρ. 18,10                   Οταν δε εισέλθετε δια την κατάκτησιν αυτής της χώρας θα βρήτε ένα λαόν ήσυχον και ειρηνικόν και μίαν χώραν ευρείαν και πλουσίαν. Ο δε Θεός, όπως μας επληροφόρησεν ο Λευίτης ιερεύς, έχει παραδώσει εις τα χέρια σας την χώραν αυτήν, από την οποίαν τίποτε δεν λείπει”.

Κρ. 18,11           Καὶ ἀπῇραν ἐκεῖθεν ἀπὸ δήμων τοῦ Δὰν ἀπὸ Σαραὰ καὶ ἀπὸ Ἐσθαὸλ ἑξακόσιοι ἄνδρες ἐζωσμένοι σκεύη παρατάξεως.

Κρ. 18,11                   Αμέσως εξακόσιοι άνδρες από τους δήμους της φυλής Δαν εξεκίνησαν ζωσμένοι με τα πολεμικά των όπλα, από τας πόλεις Σαραά και Εσθαόλ.

Κρ. 18,12           καὶ ἀνέβησαν καὶ παρενέβαλον ἐν Καριαθιαρὶμ ἐν Ἰούδα· διὰ τοῦτο ἐκλήθη ἐν ἐκείνῳ τῷ τόπῳ Παρεμβολὴ Δὰν ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης, ἰδοὺ ὀπίσω Καριαθιαρίμ.

Κρ. 18,12                   Ανέβησαν και εστρατοπέδευσαν εις την πόλιν Καριαθιαρίμ της φυλής Ιούδα. Δι' αυτό και ο τόπος εκείνος ωνομάσθη “Στρατόπεδον Δαν” μέχρι της ημέρας αυτής. Η τοποθεσία αυτή ευρίσκεται εις τα δυτικά της Καριαθιαρίμ.

Κρ. 18,13           καὶ παρῆλθον ἐκεῖθεν ὄρος Ἐφραὶμ καὶ ἦλθον ἕως οἴκου Μιχαία.

Κρ. 18,13                   Από εκεί ανέβησαν εις την ορεινήν περιοχήν της φυλής Εφραίμ και ήλθον έως στον οίκον του Μιχαία.

Κρ. 18,14           καὶ ἀπεκρίθησαν οἱ πέντε ἄνδρες οἱ πορευόμενοι κατασκέψασθαι τὴν γῆν Λαισὰ καὶ εἶπαν πρὸς τοὺς ἀδελφούς· ἔγνωτε ὅτι ἐστὶν ἐν τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐφὼδ καὶ θεραφὶν καὶ γλυπτὸν καὶ χωνευτόν; καὶ νῦν γνῶτε ὅ,τι ποιήσετε.

Κρ. 18,14                   Οι πέντε άνδρες οι οποίοι είχαν προηγουμένως πορευθή δια να κατασκοπεύσουν την χώραν Λαισά, είπαν τότε προς τους ομοφύλους των· “γνωρίζετε ότι στον οίκον τούτον του Μιχαία υπάρχει ιερατικόν άμφιον εφώδ, θεραφίν, χωνευτόν και γλυπτόν άγαλμα; Μαθετέ το τώρα και κάμετε ο,τι νομίζετε”.

Κρ. 18,15           καὶ ἐξέκλιναν ἐκεῖ καὶ εἰσῆλθον εἰς τόν οἶκον τοῦ νεανίσκου τοῦ Λευίτου, εἰς τὸν οἶκον Μιχαία, καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν εἰς εἰρήνην.

Κρ. 18,15                   Οι πέντε αυτοί άνδρες ελοξοδρόμησαν προς τα εκεί, εισήλθον στον οίκον του νεαρού Λευίτου ιερέως, στον οίκον του Μιχαία και εχαιρέτησαν αυτόν χαιρετισμόν ειρήνης.

Κρ. 18,16           καὶ οἱ ἑξακόσιοι ἄνδρες οἱ ἀνεζωσμένοι τὰ σκεύη τῆς παρατάξεως αὐτῶν ἑστῶτες παρὰ θύρας τῆς πύλης, οἱ ἐκ τῶν υἱῶν Δάν.

Κρ. 18,16                   Οι δε άλλοι εξακόσιοι άνδρες, οι της φυλής Δαν, οι ωπλισμένοι με τα πολεμικά των σκεύη, έμειναν όρθιοι εις την εξωτερικήν πύλην της αγροτικής αυτής κατοικίας.

Κρ. 18,17           καὶ ἀνέβησαν οἱ πέντε ἄνδρες οἱ πορευθέντες κατασκέψασθαι τὴν γῆν καὶ εἰσῆλθον ἐκεῖ εἰς οἶκον Μιχαία, καὶ ὁ ἱερεὺς ἑστώς·

Κρ. 18,17                   Εν τω μεταξύ οι πέντε άνδρες, οι οποίοι είχαν προηγουμένως κατασκοπεύσει την χώραν, εισήλθον στον οίκον του Μιχαία. Ο Λευίτης ιερεύς ήτο όρθιος.

Κρ. 18,18           καὶ ἔλαβον τὸ γλυπτὸν καὶ τὸ ἐφὼδ καὶ τὸ θεραφὶν καὶ τὸ χωνευτόν. καὶ εἶπε πρὸς αὐτοὺς ὁ ἱερεύς· τί ὑμεῖς ποιεῖτε;

Κρ. 18,18                   Εκείνοι ήρπασαν το γλυπτόν άγαλμα, το ιερατικόν ένδυμα εφώδ και το χυτόν άγαλμα. Ο Λευίτης- ιερεύς είπε προς αυτούς· “τι είναι αυτό που κάνετε;”

Κρ. 18,19           καὶ εἶπαν αὐτῷ· κώφευσον, ἐπίθες τὴν χεῖρά σου ἐπὶ τὸ στόμα σου καὶ δεῦρο μεθ᾿ ἡμῶν καὶ γένου ἡμῖν εἰς πατέρα καὶ εἰς ἱερέα· μὴ ἀγαθὸν εἶναί σε ἱερέα οἴκου ἀνδρὸς ἑνὸς ἢ γενέσθαι σε ἱερέα φυλῆς καὶ οἴκου εἰς δῆμον Ἰσραήλ;

Κρ. 18,19                   Εκείνοι του είπαν· “πάψε· βούλωσε το στόμα σου με το χέρι σου, έλα μαζή μας και γίνε εις ημάς πνευματικός πατήρ και ιερεύς. Είναι, τάχα, καλύτερον δια σε να είσαι ιερεύς στον οίκον ενός μόνον ανδρός η να γίνης ιερεύς μιας ολοκλήρου φυλής, μιας μεγάλης οικογενείας του ισραηλιτικού λαού;”

Κρ. 18,20           καὶ ἠγαθύνθη ἡ καρδία τοῦ ἱερέως, καὶ ἔλαβε τὸ ἐφὼδ καὶ τὸ θεραφὶν καὶ τὸ γλυπτὸν καὶ τὸ χωνευτὸν καὶ ἦλθεν ἐν μέσῳ τοῦ λαοῦ.

Κρ. 18,20                  Η καρδία του ιερέως ηυχαριστήθη από την πρότασιν αυτήν. Επήρεν ο ίδιος το εφώδ, το θεραφίν, το γλυπτόν και το χωνευτόν άγαλμα και ήλθε μαζή των εν μέσω των εξακοσίων εκείνων στρατιωτών.

Κρ. 18,21           καὶ ἐπέστρεψαν καὶ ἀπῆλθαν· καὶ ἔθηκαν τὰ τέκνα καὶ τὴν κτῆσιν καὶ τὸ βάρος ἔμπροσθεν αὐτῶν.

Κρ. 18,21                   Επέστρεψαν κατόπιν όλοι και έφυγαν από εκεί. Εβαλαν εμπρός από την παράταξίν των τα παιδιά των, τα ζώα των και όλα τα άλλα πράγματά των.

Κρ. 18,22           αὐτοὶ ἐμάκρυναν ἀπὸ οἴκου Μιχαία καὶ ἰδοὺ Μιχαίας καὶ οἱ ἄνδρες οἱ ἐν ταῖς οἰκίαις ταῖς μετὰ οἴκου Μιχαία ἐβόησαν καὶ κατελάβοντο τοὺς υἱοὺς Δάν.

Κρ. 18,22                  Είχον πλέον απομακρυνθή από την έπαυλιν του Μιχαία και ιδού ο Μιχαίας και οι άνδρες οι οποίοι κατοικούσαν εις οικίας κοντά στον οίκον του Μιχαία, ενεφανίσθησαν, εφώναξαν και επλησίασαν τους άνδρας της φυλής Δαν.

Κρ. 18,23           καὶ ἐπέστρεψαν οἱ υἱοὶ Δὰν τὸ πρόσωπον αὐτῶν καὶ εἶπαν τῷ Μιχαίᾳ· τί ἐστί σοι, ὅτι ἐβόησας;

Κρ. 18,23                  Οι άνδρες της φυλής Δαν εστράφησαν οπίσω προς αυτούς και είπαν στον Μιχαίαν· “τι έχεις και κραυγάζεις;” Ο Μιχαίας απήντησε·

Κρ. 18,24           καὶ εἶπε Μιχαίας· ὅτι τὸ γλυπτόν μου, ὃ ἐποίησα, ἐλάβετε καὶ τὸν ἱερέα καὶ ἐπορεύθητε· καὶ τί μοι ἔτι; καὶ τί τοῦτο λέγετε πρός με· τί κράζεις;

Κρ. 18,24                  “φωνάζω διότι μου επήρατε το γλυπτόν το οποίον κατεσκεύασα και τον ιερέα μου και εφύγατε. Τι άλλο ηθέλατε να μου κάμετε και μου λέγετε τώρα τι κραυγάζεις;”

Κρ. 18,25           καὶ εἶπαν πρὸς αὐτὸν οἱ υἱοὶ Δάν· μὴ ἀκουσθήτω δὴ φωνή σου μεθ᾿ ἡμῶν, μή ποτε συναντήσωσιν ἡμῖν ἄνδρες πικροὶ ψυχῇ καὶ προσθήσουσι ψυχήν σου καὶ τὴν ψυχὴν τοῦ οἴκου σου.

Κρ. 18,25                  Οι άνδρες της φυλής Δαν του είπαν· “μη ακουσθή πλέον φωνή από το στόμα σου προς ημάς, διότι υπάρχουν μεταξύ μας άνδρες οξύθυμοι και σκληροί μήπως και ορμήσουν εναντίον σου και αφαιρέσουν την ζωήν την ιδικήν σου και την ζωήν όλων των ανθρώπων του οίκου σου”.

Κρ. 18,26           καὶ ἐπορεύθησαν οἱ υἱοὶ Δὰν εἰς ὁδὸν αὐτῶν· καὶ εἶδε Μιχαίας ὅτι δυνατώτεροί εἰσιν ὑπὲρ αὐτόν, καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ.

Κρ. 18,26                  Επειτα από τους λόγους αυτούς οι άνδρες της φυλής Δαν συνέχισαν τον δρόμον των. Ο Μιχαίας είδεν ότι εκείνοι είναι ισχυρότεροι από αυτόν και επέστρεψεν στον οίκον του.

Κρ. 18,27           καὶ οἱ υἱοὶ Δὰν ἔλαβον ὃ ἐποίησε Μιχαίας, καὶ τὸν ἱερέα, ὃς ἦν αὐτῷ, καὶ ἦλθον ἐπὶ Λαισά, ἐπὶ λαὸν ἡσυχάζοντα καὶ πεποιθότα ἐπ᾿ ἐλπίδι καὶ ἐπάταξαν αὐτοὺς ἐν στόματι ῥομφαίας καὶ τὴν πόλιν ἐνέπρησαν ἐν πυρί·

Κρ. 18,27                  Οι άνδρες της φυλής Δαν έχοντες μαζή των όσα ιερά αντικείμενα είχε κατασκευάσει ο Μιχαίας και τον ιερέα του, ήλθον εις την πόλιν Λαισά, την οποίαν κατοικούσαν άνθρωποι ήσυχοι με ακλόνητον την ελπίδα δια την ησυχίαν των. Οι άνδρες της φυλής Δαν επετέθησαν εναντίον των και τους κατέστρεψαν, την δε πόλιν των παρέδωκαν στο πυρ.

Κρ. 18,28           καὶ οὐκ ἦν ὁ ῥυόμενος, ὅτι μακράν ἐστιν ἀπὸ Σιδωνίων, καὶ λόγος οὐκ ἔστιν αὐτοῖς μετὰ ἀνθρώπου, καὶ αὐτὴ ἐν τῇ κοιλάδι τοῦ οἴκου Ῥαάβ. καὶ ᾠκοδόμησαν τὴν πόλιν καὶ κατεσκήνωσαν ἐν αὐτῇ

Κρ. 18,28                  Κανείς δεν έσπευσε να τους γλυτώση διότι η πόλις των ήτο πολύ μακράν από την Σιδώνα και διότι ακόμη δεν είχον καμμίαν αυτοί επικοινωνίαν με άλλον τινά γειτονικόν λαόν. Εξ άλλου η πόλις των ευρίσκετο μεμονωμένη και ανοχύρωτος εις την κοιλάδα του οίκου Ραάβ. Οι άνδρες της φυλής Δαν ανοικοδόμησαν την πόλιν και εγκατεστάθησαν εις αυτήν.

Κρ. 18,29           καὶ ἐκάλεσαν τὸ ὄνομα τῆς πόλεως Δὰν ἐν ὀνόματι Δὰν πατρὸς αὐτῶν, ὃς ἐτέχθη τῷ Ἰσραήλ· καὶ ἦν Οὐλαμαΐς ὄνομα τῆς πόλεως τὸ πρότερον.

Κρ. 18,29                  Εδωσαν δε νέον όνομα εις αυτήν, το όνομα του προπάτορός των, του Δαν, ο οποίος ήτο υιός του Ισραήλ. Το προηγούμενον όνομα της πόλεως ήτο Ουλαμαΐς.

Κρ. 18,30           καὶ ἔστησαν ἑαυτοῖς οἱ υἱοὶ Δὰν τὸ γλυπτόν· καὶ Ἰωνάθαν υἱὸς Γηρσὼν υἱὸς Μανασσῆ, αὐτὸς καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ ἦσαν ἱερεῖς τῇ φυλῇ Δὰν ἕως ἡμέρας τῆς ἀποικίας τῆς γῆς.

Κρ. 18,30                  Εκεί οι άνδρες της φυλής Δαν έστησαν το γλυπτόν άγαλμα. Ο δε Ιωνάθαν, υιός του Γηρσών, υιού του Μανασσή, αυτός και οι υιοί του έγιναν ιερείς εις την φυλήν Δαν μέχρι της εποχής κατά την οποίαν αυτοί εζούσαν μακράν από την πατρίδα των.

Κρ. 18,31           καὶ ἔθηκαν ἑαυτοῖς τὸ γλυπτόν, ὃ ἐποίησε Μιχαίας πάσας τὰς ἡμέρας, ἃς ἦν ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ ἐν Σηλώμ.

Κρ. 18,31                   Εκεί εχρησιμοποίησαν δια τον εαυτόν των το γλυπτόν άγαλμα που είχε κατασκευάσει ο Μιχαίας, όταν ακόμη η Σκηνή του Μαρτυρίου ευρίσκετο εις Σηλώμ.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19- Ο ΛΕΥΙΤΗΣ ΚΑΙ Η ΠΑΛΛΑΚΙΔΑ ΤΟΥ

Η ΔΙΑΦΘΟΡΑ ΚΑΙ Η ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΦΥΛΗΣ ΒΕΝΙΑΜΙΝ

                                    Ο Λευίτης και η παλλακίδα του

Κρ. 19,1             Καὶ ἐγένετο ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις οὐκ ἦν βασιλεὺς ἐν Ἰσραήλ· καὶ ἐγένετο ἀνὴρ Λευίτης παροικῶν ἐν μηροῖς ὄρους Ἐφραὶμ καὶ ἔλαβεν αὐτῷ γυναῖκα παλλακὴν ἀπὸ Βηθλεὲμ Ἰούδα.

Κρ. 19,1                     Κατά την εποχήν εκείνην δεν υπήρχεν ακόμη βασιλεύς στον ισραηλιτικόν λαόν· εζούσεν ενας ανήρ Λευίτης, ο οποίος κατοικούσε εις κάποιο πρανές της ορεινής περιοχής της φυλής Εφραίμ. Αυτός έλαβεν ως παλλακήν, σύζυγον δηλαδή δευτέρας σειράς, μίαν γυναίκα από την Βηθλεέμ της Ιουδαίας.

Κρ. 19,2             καὶ ἐπορεύθη ἀπ᾿ αὐτοῦ ἡ παλλακὴ αὐτοῦ καὶ ἀπῆλθε παρ᾿ αὐτοῦ εἰς οἶκον πατρὸς αὐτῆς εἰς Βηθλεὲμ Ἰούδα καὶ ἦν ἐκεῖ ἡμέρας μηνῶν τεσσάρων.

Κρ. 19,2                    Η παλλακή όμως αυτή έφυγεν από αυτόν, τον εγκατέλειψε και επανήλθεν στον οίκον του πατρός της, εις την Βηθλεέμ της Ιουδαίας. Εκεί έμεινεν επί τέσσαρας μήνας.

Κρ. 19,3             καὶ ἀνέστη ὁ ἀνὴρ αὐτῆς καὶ ἐπορεύθη ὀπίσω αὐτῆς τοῦ λαλῆσαι ἐπὶ καρδίαν αὐτῆς τοῦ ἐπιστρέψαι αὐτὴν αὐτῷ, καὶ νεανίας αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ καὶ ζεῦγος ὄνων· ἡ δὲ εἰσήνεγκεν αὐτὸν εἰς οἶκον πατρὸς αὐτῆς, καὶ εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ τῆς νεάνιδος καὶ ηὐφράνθη εἰς συνάντησιν αὐτοῦ.

Κρ. 19,3                     Κατόπιν ο σύζυγός της μετέβη προς αυτήν, να ομιλήση εις την καρδίαν της και να την πείση να επιστρέψη πλησίον του. Μαζή του επήρεν ως συνοδόν ένα νεαρόν υπηρέτην του και ένα ζεύγος όνων. Εκείνη τον υπεδέχθη εις την Βηθλεέμ και τον εισήγαγεν στον πατρικόν της οίκον. Ο δε πατήρ της όταν είδεν αυτόν ηυχαριστήθη πάρα πολύ από την συνάντησίν του.

Κρ. 19,4             καὶ κατέσχεν αὐτὸν ὁ γαμβρὸς αὐτοῦ ὁ πατὴρ τῆς νεάνιδος καὶ ἐκάθισε μετ᾿ αὐτοῦ ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας, καὶ ἔφαγον καὶ ἔπιον καὶ ηὐλίσθησαν ἐκεῖ.

Κρ. 19,4                    Αυτός ο πενθερός του, ο πατήρ της νεάνιδος, τον εκράτησε μαζή του και εκείνος έμεινεν επί τρεις ημέρας. Εφαγον, έπιον και παρέμειναν εκεί μαζή.

Κρ. 19,5             καὶ ἐγένετο τῇ ἡμέρᾳ τῇ τετάρτῃ καὶ ὤρθρισαν τὸ πρωΐ καὶ ἀνέστη τοῦ πορευθῆναι· καὶ εἶπεν ὁ πατὴρ τῆς νεάνιδος πρὸς τὸν νυμφίον αὐτοῦ· στήρισον τὴν καρδίαν σου ψωμῷ ἄρτου, καὶ μετὰ τοῦτο πορεύσεσθε.

Κρ. 19,5                     Κατά την τετάρτην ημέραν ηγέρθησαν πολύ πρωί και ο Λευίτης ητοιμάσθη να αναχωρήση. Ο πατήρ όμως της νεάνιδος είπεν στον γαμβρόν του· “στήλωσε και τόνωσε την καρδία σου με ένα κόμματι ψωμί και έπειτα αναχωρείτε”.

Κρ. 19,6             καὶ ἐκάθισαν καὶ ἔφαγον οἱ δύο ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ ἔπιον· καὶ εἶπεν ὁ πατὴρ τῆς νεάνιδος πρὸς τὸν ἄνδρα· ἄγε δὴ αὐλίσθητι, καὶ ἀγαθυνθήσεται ἡ καρδία σου.

Κρ. 19,6                    Εκάθησαν και οι δύο μαζή έφαγον και έπιον. Εν συνεχεία δε του είπεν ο πατήρ της νεάνιδος· “μη διάζεσαι να φύγης. Ας περάσωμεν μαζή και αυτήν την νύκτα και θα ευφρανθή η καρδία σου”. Εκείνος υπεχώρησε.

Κρ. 19,7             καὶ ἀνέστη ὁ ἀνὴρ τοῦ πορεύεσθαι αὐτός· καὶ ἐβιάσατο αὐτὸν ὁ γαμβρὸς αὐτοῦ, καὶ ἐκάθισε καὶ ηὐλίσθη ἐκεῖ.

Κρ. 19,7                     Την άλλην όμως πρωίαν ηγέρθη ο γαμβρός και ητοιμάζετο να αναχωρήση. Ο πενθερός του όμως επέμενε και τον επειθανάγκασε να μείνη, ο δε Λευίτης υποχωρών παρέμεινε και την ημέραν εκείνην.

Κρ. 19,8             καὶ ὤρθρισε τὸ πρωΐ τῇ ἡμέρᾳ τῇ πέμπτῃ τοῦ πορευθῆναι· καὶ εἶπεν ὁ πατὴρ τῆς νεάνιδος· στήρισον δὴ τὴν καρδίαν σου καὶ στράτευσον ἕως κλῖναι τὴν ἡμέραν· καὶ ἔφαγον οἱ δύο.

Κρ. 19,8                    Την πέμπτην ημέραν το πρωί ηγέρθη δια να αναχωρήση πλέον οριστικώς. Ο πατέρας όμως της νεάνιδος του είπε· “τόνωσε και πάλιν την καρδία σου με φάγητον και αναχώρησε όταν θα κλίνη προς την δύσιν της η ημέρα”. Εφαγον και πάλιν οι δύο μαζή.

Κρ. 19,9             καὶ ἀνέστη ὁ ἀνὴρ τοῦ πορευθῆναι, αὐτὸς καὶ ἡ παλλακὴ αὐτοῦ καὶ ὁ νεανίας αὐτοῦ· καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ γαμβρὸς αὐτοῦ ὁ πατὴρ τῆς νεάνιδος· ἰδοὺ δὴ ἠσθένησεν ἡμέρα εἰς τὴν ἑσπέραν· αὐλίσθητι ὧδε, καὶ ἀγαθυνθήσεται ἡ καρδία σου, καὶ ὀρθριεῖτε αὔριον εἰς ὁδὸν ὑμῶν καὶ πορεύσῃ εἰς τὸ σκήνωμά σου.

Κρ. 19,9                    Ο Λευίτης εσηκώθη δια να αναχωρήση αυτός και η σύζυγός του και ο νεαρός υπηρέτης του. Ο πατέρας της νεάνιδος του είπε· “τώρα η ημέρα κλίνει προς την δύσιν της. Διανυκτέρευσε πάλιν εδώ, δια να ευφρανθή η καρδία σου και αύριον λίαν πρωί αναχωρείτε δια να επανέλθετε στον οίκον σας”.

Κρ. 19,10           καὶ οὐκ εὐδόκησεν ὁ ἀνὴρ αὐλισθῆναι καὶ ἀνέστη καὶ ἀπῆλθε καὶ ἦλθεν ἕως ἀπέναντι Ἰεβοὺς (αὕτη ἐστὶν Ἱερουσαλήμ), καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ζεῦγος ὄνων ἐπισεσαγμένων, καὶ ἡ παλλακὴ αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ.

Κρ. 19,10                   Ο Λευίτης όμως δεν συγκατετέθη να διανυκτερεύση και πάλιν εκεί. Εσηκώθη, ανεχώρησε και έφθασεν απέναντι της Ιεβούς ( Ιεβούς είναι η Ιερουσαλήμ), επήρε μαζή του τους δύο σαμαρωμένους όνους και μαζή του ανεχώρησεν η της δευτέρας σειράς αυτή σύζυγός του.

Κρ. 19,11           καὶ ἤλθοσαν ἕως Ἰεβούς, καὶ ἡ ἡμέρα προβεβήκει σφόδρα· καὶ εἶπεν ὁ νεανίας πρὸς τὸν κύριον αὐτοῦ· δεῦρο δὴ καὶ ἐκκλίνωμεν εἰς πόλιν τοῦ Ἰεβουσὶ ταύτην καὶ αὐλισθῶμεν ἐν αὐτῇ.

Κρ. 19,11                   Οταν έφθασαν μέχρι της Ιεβούς, η ημέρα είχε πολύ προχωρήσει. Είπε τότε ο νεαρός υπηρέτης προς τον κύριόν του· “ας λοξοδρομήσωμεν και ας εισέλθωμεν εις την πόλιν αυτήν του Ιεβουσί, δια να διανυκτερεύσωμεν εις αυτήν”.

Κρ. 19,12           καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ· οὐκ ἐκκλινοῦμεν εἰς πόλιν ἀλλοτρίαν, ἐν ᾗ οὐκ ἔστιν ἀπὸ υἱῶν Ἰσραὴλ ὧδε, καὶ παρελευσόμεθα ἕως Γαβαά.

Κρ. 19,12                   Ο κύριός του του απήντησε· “δεν θα μεταβώμεν να μείνωμεν εις πόλιν ξένην, εις την οποίαν δεν κατοικεί κανείς Ισραηλίτης, αλλά θα προχωρήσωμεν έως εις την πόλιν Γαβαά”.

Κρ. 19,13           καὶ εἶπε τῷ νεανίᾳ αὐτοῦ· δεῦρο καὶ ἐγγίσωμεν ἑνὶ τῶν τόπων καὶ αὐλισθησόμεθα ἐν Γαβαὰ ἢ ἐν Ῥαμά.

Κρ. 19,13                   Είπε δε ακόμη ο Λευίτης προς τον νεαρόν υπηρέτην του· “εμπρός, ας πλησιάσωμεν το συντομώτερον εις μίαν από τας δύο πόλεις, την Γαβαά η την Ραμά, δια να διανυκτερεύσωμεν εκεί”.

Κρ. 19,14           καὶ παρῆλθον καὶ ἐπορεύθησαν, καὶ ἔδυ αὐτοῖς ὁ ἥλιος ἐχόμενα τῆς Γαβαά, ἥ ἐστι τῷ Βενιαμίν.

Κρ. 19,14                   Συνέχισαν την πορείαν των και επροχώρησαν. Οταν δε έδυσεν ο ήλιος, αυτοί ήσαν πλησίον της Γαβαά πόλεως, η οποία ανήκει εις την φυλήν του Βενιαμίν.

Κρ. 19,15           καὶ ἐξέκλιναν ἐκεῖ τοῦ εἰσελθεῖν αὐλισθῆναι ἐν Γαβαά· καὶ εἰσῆλθον καὶ ἐκάθισαν ἐν τῇ πλατείᾳ τῆς πόλεως, καὶ οὐκ ἦν ἀνὴρ συνάγων αὐτοὺς εἰς οἰκίαν αὐλισθῆναι.

Κρ. 19,15                   Επροχώρησαν προς τα εκεί δια να εισέλθουν και διανυκτερεύσουν εις την Γαβαά. Εισήλθον πράγματι και εκάθησαν εις την πλατείαν της πόλεως. Αλλά δεν παρουσιάσθη κανείς να τους παραλάβη δια να διανυκτερεύσουν στον οίκον του.

Κρ. 19,16           καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ πρεσβύτης ἤρχετο ἐξ ἔργων αὐτοῦ ἐξ ἀγροῦ ἐν ἑσπέρᾳ· καὶ ὁ ἀνὴρ ἦν ἐξ ὄρους Ἐφραίμ, καὶ αὐτὸς παρῴκει ἐν Γαβαά, καὶ οἱ ἄνδρες τοῦ τόπου υἱοὶ Βενιαμίν.

Κρ. 19,16                   Αλλά ιδού, ότι κατά την ώραν εκείνην ένας γέρων επέστρεφε την εσπέραν από τας εργασίας του αγρού του. Αυτός κατήγετο από την ορεινήν περιοχήν της φυλής Εφραίμ και κατοικούσε εις Γαβαά. Οι κάτοικοι όμως της Γαβαά ανήκον εις την φυλήν του Βενιαμίν.

Κρ. 19,17           καὶ ᾖρε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ καὶ εἶδε τὸν ὁδοιπόρον ἄνδρα ἐν τῇ πλατείᾳ τῆς πόλεως· καὶ εἶπεν ὁ ἀνὴρ ὁ πρεσβύτης· ποῦ πορεύῃ καὶ πόθεν ἔρχῃ;

Κρ. 19,17                   Εσήκωσεν αυτός τα μάτια του και είδεν εις την πλατείαν τον οδοιπόρον αυτόν άνθρωπον. Τον επλησιασε και τον ηρώτησε· “που πηγαίνεις και από που έρχεσαι;”

Κρ. 19,18           καὶ εἶπεν πρὸς αὐτόν· παραπορευόμεθα ἡμεῖς ἀπὸ Βηθλεὲμ Ἰούδα ἕως μηρῶν ὄρους Ἐφραίμ· ἐκεῖθεν ἐγώ εἰμι καὶ ἐπορεύθην ἕως Βηθλεὲμ Ἰούδα, καὶ εἰς τὸν οἶκόν μου ἐγὼ πορεύομαι, καὶ οὐκ ἔστιν ἀνὴρ συνάγων με εἰς τὴν οἰκίαν·

Κρ. 19,18                   Ο Λευίτης του απήντησε· “ερχόμεθα από την Βηθλεέμ της φυλής Ιούδα και πηγαίνομεν εις την ορεινήν περιοχήν της φυλής Εφραίμ. Από εκεί εγώ κατάγομαι. Είχα μεταβή εις την Βηθλεέμ της Ιουδαίας και τώρα επανέρχομαι στον οίκόν μου. Εδώ όμως δεν ευρέθη κανείς άνθρωπος να με φιλοξενήση στο σπίτι του.

Κρ. 19,19           καί γε ἄχυρα καὶ χορτάσματά ἐστι τοῖς ὄνοις ἡμῶν, καὶ ἄρτος καὶ οἶνός ἐστιν ἐμοὶ καὶ τῇ παιδίσκῃ καὶ τῷ νεανίσκῳ μετὰ τῶν παίδων σου, οὐκ ἔστιν ὑστέρημα παντὸς πράγματος.

Κρ. 19,19                   Μολονότι έχω άχυρα και άλλας τροφάς δια τους όνους μας, όπως επίσης άρτον και οίνον δια τον εαυτόν μου, δια την δούλην μου και τον νεαρόν πηρέτην μου. Εις τους τρεις ημάς, τους δούλους σου, δεν λείπει τίποτε. Εχομεν όσα μας χρειάζονται”.

Κρ. 19,20           καὶ εἶπεν ὁ ἀνὴρ πρεσβύτης· εἰρήνη σοι, πλὴν πᾶν τὸ ὑστέρημά σου ἐπ᾿ ἐμέ· πλὴν ἐν τῇ πλατείᾳ οὐ μὴ αὐλισθήσῃ.

Κρ. 19,20                  Ο γέρων εκείνος απήντησε· “η ειρήνη ας είναι μαζή σου. Καθε τι που σου λείπει εγώ θα σου το δώσω. Και εις την πλατείαν δεν θα διανυκτέρευσης”.

Κρ. 19,21           καὶ εἰσήνεγκεν αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ καὶ τόπον ἐποίησε τοῖς ὄνοις, καὶ αὐτοὶ ἐνίψαντο τοὺς πόδας αὐτῶν καὶ ἔφαγον καὶ ἔπιον.

Κρ. 19,21                   Ωδήγησεν αυτόν στον οίκον του και έκαμε τόπον στους σταύλους δια τους όνους. Οι ταξιδιώται έπλυναν τους πόδας των και κατόπιν έφαγον και έπιον μαζή με τον οικοδεσπότην.

 

                                    Διαφθορά και εγκληματικότητα της φυλής Βενιαμίν

Κρ. 19,22           αὐτοὶ δὲ ἀγαθύνοντες καρδίαν αὐτῶν καὶ ἰδοὺ ἄνδρες τῆς πόλεως υἱοὶ παρανόμων ἐκύκλωσαν τὴν οἰκίαν κρούοντες ἐπὶ τὴν θύραν. καὶ εἶπον πρὸς τὸν ἄνδρα τὸν κύριον τοῦ οἴκου τὸν πρεσβύτην λέγοντες· ἐξένεγκε τὸν ἄνδρα, ὃς εἰσῆλθεν εἰς τὴν οἰκίαν σου, ἵνα γνῶμεν αὐτόν.

Κρ. 19,22                  Καθ' ον χρόνον αυτοί ηυφραίνοντο εις την κοινήν τράπεζαν ιδού, οι άνδρες της πόλεως, ασεβείς και διεφθαρμένοι, υιοί παρανόμων, περιεκύκλωσαν την οικίαν, έκρουον συνεχώς την θύραν και εφωναζαν προς τον γέροντα οικοδεσπότην της οικίας εκείνης· “βγάλε και δος μας τον άνδρα ο οποίος εισήλθεν εις την οικίαν σου, δια να ασελγήσωμεν επάνω εις αυτόν”.

Κρ. 19,23           καὶ ἐξῆλθε πρὸς αὐτοὺς ὁ ἀνὴρ ὁ κύριος τοῦ οἴκου καὶ εἶπε· μὴ ἀδελφοί, μὴ κακοποιήσητε δὴ μετὰ τὸ εἰσελθεῖν τὸν ἄνδρα τοῦτον εἰς τὴν οἰκίαν μου, μὴ ποιήσητε τὴν ἀφροσύνην ταύτην·

Κρ. 19,23                  Ο γέρων εκείνος, ο οικοδεσπότης, εξήλθεν από την οικίαν και τους είπε· “μη αδελφοί ! Σας παρακαλώ μη κακοποιήσετε τον άνδρα αυτόν ο οποίος φιλοξενείται εις την οικίαν μου· μη διαπράξετε αυτήν την αφροσύνην.

Κρ. 19,24           ἰδὲ ἡ θυγάτηρ μου ἡ παρθένος καὶ ἡ παλλακὴ αὐτοῦ, ἐξάξω αὐτάς, καὶ ταπεινώσατε αὐτὰς καὶ ποιήσατε αὐταῖς τὸ ἀγαθὸν ἐν ὀφθαλμοῖς ὑμῶν· καὶ τῷ ἀνδρὶ τούτῳ μὴ ποιήσητε τὸ ῥῆμα τῆς ἀφροσύνης ταύτης.

Κρ. 19,24                  Ιδού, η παρθένος θυγάτηρ μου και η παλλακή του ανθρώπου αυτού είναι εις την διάθεσίν σας. Θα τας φέρω προς σας εξευτελίσατέ τας. Καμετε εις αυτάς κατά τας ορέξεις σας, ο,τι σας αρέσει. Αλλά στον άνδρα αυτόν μη θελήσετε να πραγματοποιήσετε την αφροσύνην αυτήν”.

Κρ. 19,25           καὶ οὐκ εὐδόκησαν οἱ ἄνδρες τοῦ εἰσακοῦσαι αὐτοῦ. καὶ ἐπελάβετο ὁ ἀνὴρ τῆς παλλακῆς αὐτοῦ καὶ ἐξήγαγεν αὐτὴν πρὸς αὐτοὺς ἔξω, καὶ ἔγνωσαν αὐτὴν καὶ ἐνέπαιζον ἐν αὐτῇ ὅλην τὴν νύκτα ἕως τὸ πρωΐ· καὶ ἐξαπέστειλαν αὐτήν, ὡς ἀνέβη τὸ πρωΐ.

Κρ. 19,25                  Οι άνδρες όμως εκείνοι δεν ηθέλησαν να υπακούσουν εις αυτόν. Τοτε ο Λευίτης έπιασε την γυναίκα του και την έβγαλεν έξω από το σπίτι και την παρέδωσεν εις αυτούς. Οι δε διεφθαρμένοι εκείνοι άνδρες ικανοποίησαν τας ορέξεις των και την εξηυτέλιζαν καθ' όλην την νύκτα έως το πρωι. Οταν δε ήρχισε να εξημερώνη την εγκατέλειψαν ελευθέραν.

Κρ. 19,26           καὶ ἦλθεν ἡ γυνὴ πρὸς τὸν ὄρθρον καὶ ἔπεσε παρὰ τὴν θύραν τοῦ οἴκου, οὗ ἦν αὐτῆς ἐκεῖ ὁ ἀνήρ, ἕως οὗ διέφαυσε.

Κρ. 19,26                  Ενώ ακόμη ήτο όρθρος ήλθεν η γυναίκα εκείνη μέχρι της θύρας του οίκου, όπου ήτο ο σύζυγός της, έπεσεν αναίσθητος εμπρός εις την θύραν και έμεινεν εκεί έως ότου εφώτισεν.

Κρ. 19,27           καὶ ἀνέστη ὁ ἀνὴρ αὐτῆς τὸ πρωΐ καὶ ἤνοιξε τὰς θύρας τοῦ οἴκου, καὶ ἐξῆλθε τοῦ πορευθῆναι τὴν ὁδὸν αὐτοῦ, καί ἰδοὺ ἡ γυνὴ αὐτοῦ ἡ παλλακὴ πεπτωκυῖα παρὰ τὰς θύρας τοῦ οἴκου, καὶ αἱ χεῖρες αὐτῆς ἐπὶ τὸ πρόθυρον.

Κρ. 19,27                  Την πρωίαν εσηκώθη ο σύζυγός της, ήνοιξε τας θύρας της οικίας και εξήλθε δια να συνεχίση τον δρόμον του. Αίφνης είδε την σύζυγόν του πεσμένην προ της θύρας και τας χείρας της να εγγίζουν το κατώφλιον.

Κρ. 19,28           καὶ εἶπε πρὸς αὐτήν· ἀνάστα καὶ ἀπέλθωμεν· καὶ οὐκ ἀπεκρίθη, ὅτι ἦν νεκρά. καὶ ἔλαβεν αὐτὴν ἐπὶ τὸν ὄνον καὶ ἐπορεύθη εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ.

Κρ. 19,28                  Είπε προς αυτήν· “σήκω δια να φύγωμεν”. Εκείνη όμως δεν απεκρίθη διότι ήτο νεκρά. Την επήρεν αυτός και την ετοποθέτησεν επάνω στον όνον του και επέστρεψεν στον τόπον του.

Κρ. 19,29           καὶ ἔλαβε τὴν ῥομφαίαν καὶ ἐκράτησε τὴν παλλακὴν αὐτοῦ καὶ ἐμέλισεν αὐτὴν εἰς δώδεκα μέλη καὶ ἀπέστειλεν αὐτὰ ἐν παντὶ ὁρίῳ Ἰσραήλ.

Κρ. 19,29                  Οταν έφθασεν επήρε την μάχαιράν του, εκράτησε την νεκράν γυναίκα του, την διεμέλισε εις δώδεκα τεμάχια, τα οποία και απέστειλεν εις όλην την περιοχήν των φυλών του Ισραήλ.

Κρ. 19,30           καὶ ἐγένετο πᾶς ὁ βλέπων ἔλεγεν· οὐκ ἐγένετο καὶ οὐχ ἑώραται ἀπὸ ἡμέρας ἀναβάσεως υἱῶν Ἰσραὴλ ἐκ γῆς Αἰγύπτου ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης· θέσθε ὑμῖν αὐτοῖς βουλὴν ἐπ᾿ αὐτὴν καὶ λαλήσατε.

Κρ. 19,30                  Ολοι οι Ισραηλίται οι οποίοι είδον αυτά και έμαθαν το γεγονός έλεγαν· «ποτέ δεν συνέβη ούτε και είδαμε τέτοιο φρικτό κακούργημα από την ημέραν που έφυγαν οι Ισραηλίται εκ της Αιγύπτου μέχρι σήμερον. Σκεφθήτε δια το εγκλημα αυτό, πάρετε απόφασιν και αναλόγως να πράξετε”.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20- Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΦΥΛΗΣ ΒΕΝΙΑΜΙΝ

ΗΤΤΑ ΤΩΝ ΒΕΝΙΑΜΙΝΙΤΩΝ

                                    Ο πόλεμος κατά της φυλής Βενιαμίν

Κρ. 20,1             Καὶ ἐξῆλθον πάντες οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ, καὶ ἐξεκκλησιάσθη ἡ συναγωγὴ ὡς ἀνὴρ εἷς ἀπὸ Δὰν καὶ ἕως Βηρσαβεὲ καὶ γῆ τοῦ Γαλαὰδ πρὸς Κύριον εἰς Μασσηφά.

Κρ. 20,1                    Οτον όλοι οι Ισραηλίται ήκουσαν το ανοσιούργημα αυτό, εβγήκαν όλοι ωσάν ένας άνθρωπος από την περιοχήν Δαν μέχρι της Βηρσαδεέ, και από την χώραν Γαλαάδ έως την Μασσηφά όπου και συνεκεντρώθησαν ενώπιον του Κυρίου.

Κρ. 20,2             καὶ ἐστάθησαν κατὰ πρόσωπον Κυρίου πᾶσαι αἱ φυλαὶ τοῦ Ἰσραὴλ ἐν ἐκκλησίᾳ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, τετρακόσιαι χιλιάδες ἀνδρῶν πεζῶν ἕλκοντες ῥομφαίαν.

Κρ. 20,2                    Εστάθησαν όλοι οι άνδρες του ισραηλιτικού λαού όρθιοι ενώπιον του Κυρίου. Τετρακόσιαι χιλιάδες άνδρες πεζοί ωπλισμένοι με ρομφαίας ήτο η συγκέντρωσις αυτή του λαού του Θεού.

Κρ. 20,3             καὶ ἤκουσαν οἱ υἱοὶ Βενιαμὶν ὅτι ἀνέβησαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ εἰς Μασσηφά. καὶ ἐλθόντες εἶπαν οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ· λαλήσατε, ποῦ ἐγένετο ἡ πονηρία αὕτη;

Κρ. 20,3                    Οι άνδρες της φυλής Βενιαμίν επληροφορήθησαν ότι οι άλλοι Ισραηλίται ήλθον εις Μασσηφά. Αυτοί λοιπόν οι Ισραηλίται όταν ήλθαν εις Μασσηφά ηρώτησαν· “πέστε μας που διεπράχθη το κακούργημα αυτό;”

Κρ. 20,4             καὶ ἀπεκρίθη ὁ ἀνὴρ ὁ Λευίτης, ὁ ἀνὴρ τῆς γυναικὸς τῆς φονευθείσης, καὶ εἶπεν· εἰς Γαβαὰ τῆς Βενιαμὶν ἦλθον ἐγὼ καὶ ἡ παλλακή μου τοῦ αὐλισθῆναι.

Κρ. 20,4                    Ο Λευίτης, ο σύζυγος της φονευθείσης γυναικός απήντησεν· “εις την πόλιν Γαβαά της φυλής Βενιαμίν ήλθον εγώ και η σύζυγός μου να διανυκτερεύσωμεν.

Κρ. 20,5             καὶ ἀνέστησαν ἐπ᾿ ἐμὲ οἱ ἄνδρες τῆς Γαβαὰ καὶ ἐκύκλωσαν ἐπ᾿ ἐμὲ ἐπὶ τὴν οἰκίαν νυκτός· ἐμὲ ἠθέλησαν φονεῦσαι καὶ τὴν παλλακήν μου ἐταπείνωσαν καὶ ἀπέθανε.

Κρ. 20,5                    Οι άνδρες όμως της πόλεως Γαβαά ηγέρθησαν εναντίον μου, περιεκύκλωσαν κατά την νύκτα την οικίαν με ελεεινάς διαθέσεις εναντίον μου. Εμέ μεν ηθέλησαν να φονεύσουν, την δε σύζυγόν μου εξηυτέλισαν κατά τας ορέξεις των μέχρι σημείου που αυτή απέθανε.

Κρ. 20,6             καὶ ἐκράτησα τὴν παλλακήν μου καὶ ἐμέλισα αὐτὴν καὶ ἐξαπέστειλα ἐν παντὶ ὁρίῳ κληρονομίας υἱῶν Ἰσραήλ, ὅτι ἐποίησαν ζέμα καὶ ἀπόπτωμα ἐν Ἰσραήλ.

Κρ. 20,6                    Επήρα εγώ αυτήν νεκράν πλέον, την ετεμάχισα και απέστειλα τα κομμάτια εις όλην την χώραν του Ισραήλ δια να μάθουν όλοι ότι αυτό το εξοργιστικόν και εξευτελιστικόν ανοσιούργημα διέπραξαν οι κάτοικοι της Γαβαά εν μέσω των Ισραηλιτών.

Κρ. 20,7             ἰδοὺ πάντες ὑμεῖς, υἱοὶ Ἰσραήλ, δότε ἑαυτοῖς λόγον καὶ βουλὴν ἐκεῖ.

Κρ. 20,7                    Ιδού λοιπόν τώρα σεις όλοι οι Ισραηλίται, σκεφθήτε, συζητήσατε και αποφασίσατε επ' αυτού”.

Κρ. 20,8             καὶ ἀνέστη πᾶς ὁ λαὸς ὡς ἀνὴρ εἷς, λέγοντες· οὐκ ἀπελευσόμεθα ἀνὴρ εἰς σκήνωμα αὐτοῦ καὶ οὐκ ἐπιστρέψομεν ἀνὴρ εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ.

Κρ. 20,8                    Συσσωμος ο ισραηλιτικός λαός, ως εάν ήτο ένας άνθρωπος, εσηκώθη και είπε· “κανένας από ημάς δεν θα επιστρέψη εις την σκηνήν του, κανείς δεν θα επανέλθη στον οίκον του, εάν δεν τιμωρήσωμεν τους κακούς εκείνους ανθρώπους.

Κρ. 20,9             καὶ νῦν τοῦτο τὸ ῥῆμα, ὃ ποιηθήσεται τῇ Γαβαά· ἀναβησόμεθα ἐπ᾿ αὐτὴν ἐν κλήρῳ,

Κρ. 20,9                    Λοιπόν, ιδού τώρα η τιμωρία την οποίαν θα επιβάλωμεν εις την πόλιν Γαβαά. Θα εκστρατεύσωμεν εναντίον της, όλοι εκείνοι οι οποίοι θα επιλεγούν δια κλήρου.

Κρ. 20,10           πλὴν ληψόμεθα δέκα ἄνδρας τοῖς ἑκατὸν εἰς πάσας φυλὰς Ἰσραὴλ καὶ ἑκατὸν τοῖς χιλίοις καὶ χιλίους τοῖς μυρίοις, λαβεῖν ἐπισιτισμὸν τοῦ ποιῆσαι ἐλθεῖν αὐτοὺς εἰς Γαβαὰ Βενιαμίν, ποιῆσαι αὐτῇ κατὰ πᾶν τὸ ἀπόπτωμα, ὃ ἐποίησεν ἐν Ἰσραήλ.

Κρ. 20,10                  Θα πάρωμεν δηλαδή από όλας τας φυλάς του Ισραήλ δια κλήρου δέκα άνδρας εκ των εκατόν, εκατόν από τους χιλίους, χιλίους από τας δέκα χιλιάδας. Αυτοί θα πάρουν μαζή των τροφάς, δια να επέλθουν κατά της Γαβαά, πόλεως της φυλής Βενιαμίν, και θα ανταποδώσουν εις αυτήν τιμωρίαν ανάλογον προς το έγκλημα, το οποίον διέπραξαν μεταξύ των Ισραηλιτών”.

Κρ. 20,11           καὶ συνήχθη πᾶς ἀνὴρ Ἰσραὴλ εἰς τὴν πόλιν ὡς ἀνὴρ εἷς.

Κρ. 20,11                   Ολοι οι Ισραηλίται συνήχθησαν ως ένας άνθρωπος εις την πόλιν Μασσηφά.

Κρ. 20,12           Καὶ ἀπέστειλαν αἱ φυλαὶ Ἰσραὴλ ἄνδρας ἐν πάσῃ φυλῇ Βενιαμὶν λέγοντες· τίς ἡ πονηρία αὕτη ἡ γενομένη ἐν ὑμῖν;

Κρ. 20,12                  Αι φυλαί του Ισραήλ απέστειλαν άνδρας εις όλην την φυλήν Βενιαμίν και τους είπαν· “ποίον φοβερόν έγκλημα διεπράχθη από σας;

Κρ. 20,13           καὶ νῦν δότε τοὺς ἄνδρας υἱοὺς παρανόμων τοὺς ἐν Γαβαά, καὶ θανατώσομεν αὐτοὺς καὶ ἐκκαθαριοῦμεν πονηρίαν ἀπὸ Ἰσραήλ. καὶ οὐκ εὐδόκησαν οἱ υἱοὶ Βενιαμὶν ἀκοῦσαι τῆς φωνῆς τῶν ἀδελφῶν αὐτῶν υἱῶν Ἰσραήλ.

Κρ. 20,13                  Και τώρα παραδώσατέ μας αμέσως τους διεστραμμένους αυτούς κατοίκους της Γαβαά, δια να τους θανατώσωμεν και ξεπλύνωμεν έτσι εκ μέσου του ισραηλιτικού λαού την φοβεράν αυτήν παρανομίαν”. Οι άνθρωποι όμως της φυλής Βενιαμίν δεν ηθέλησαν να ακούσουν τους λόγους αυτούς των αδελφών των Ισραηλιτών.

Κρ. 20,14           καὶ συνήχθησαν οἱ υἱοὶ Βενιαμὶν ἀπὸ τῶν πόλεων αὐτῶν εἰς Γαβαὰ ἐξελθεῖν εἰς παράταξιν πρὸς υἱοὺς Ἰσραήλ.

Κρ. 20,14                  Εξ αντιθέτου συνεκεντρώθησαν από όλας τας πόλεις των εις την Γαβαά, δια να εξέλθουν και πολεμήσουν εναντίον των Ισραηλιτών.

Κρ. 20,15           καὶ ἐπεσκέπησαν οἱ υἱοὶ Βενιαμὶν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἀπὸ τῶν πόλεων εἴκοσι τρεῖς χιλιάδες, ἀνὴρ ἕλκων ῥομφαίαν, ἐκτὸς τῶν οἰκούντων τὴν Γαβαά, οἳ ἐπεσκέπησαν ἑπτακόσιοι ἄνδρες

Κρ. 20,15                  Οι ετοιμοπόλεμοι αυτοί άνδρες από τας διαφόρους πόλεις της φυλής Βενιαμίν εμετρήθησαν κατά την ημέραν εκείνην και ευρέθησαν εικοσιτρείς χιλιάδες ωπλισμένοι όλοι με ρομφαίας, εκτός των επτακοσίων ανδρών οι οποίοι κατοικούσαν εις την Γαβαά,

Κρ. 20,16           ἐκλεκτοὶ ἐκ παντὸς λαοῦ ἀμφοτεροδέξιοι· πάντες οὗτοι σφενδονῆται ἐν λίθοις πρὸς τρίχα, καὶ οὐκ ἐξαμαρτάνοντες.

Κρ. 20,16                  και οι οποίοι ήσαν εκλεκτοί από όλον τον λαόν, αμφοτεροδέξιοι, ικανοί να χρησιμοποιούν με ίσην ευχέρειαν και τας δύο χείρας. Ολοι αυτοί οι επτακόσιοι άνδρες εχρησιμοποιούσαν με καταπληκτικήν δεξιότητα την σφενδόνην, ώστε με τον ριπτόμενον λίθον να επιτυγχάνουν και την τρίχα, και ποτέ δεν έχαναν τον στόχον των.

Κρ. 20,17           καὶ ἀνὴρ Ἰσραὴλ ἐπεσκέπησαν ἐκτὸς τοῦ Βενιαμίν, τετρακόσιαι χιλιάδες ἀνδρῶν ἑλκόντων ῥομφαίαν· πάντες οὗτοι ἄνδρες παρατάξεως.

Κρ. 20,17                  Εκ παραλλήλου όμως προς τους άνδρας της φυλής Βενιαμίν εμετρήθησαν και οι άλλοι Ισραηλίται και ευρέθησαν τετρακόσιοι χιλιάδες άνδρες ωπλισμένοι με μαχαίρας. Ολοι αυτοί ήσαν ικανοί προς πόλεμον.

Κρ. 20,18           καὶ ἀνέστησαν καὶ ἀνέβησαν εἰς Βαιθὴλ καὶ ἠρώτησαν ἐν τῷ Θεῷ καὶ εἶπαν οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ· τίς ἀναβήσεται ἡμῖν ἐν ἀρχῇ εἰς παράταξιν πρὸς υἱοὺς Βενιαμίν; καὶ εἶπε Κύριος· Ἰούδας ἐν ἀρχῇ ἀναβήσεται ἀφηγούμενος.

Κρ. 20,18                  Συνετάχθησαν, ανέβησαν εις την πόλιν Βαιθήλ και εκεί οι Ισραηλίται αυτοί ηρώτησαν τον Θεόν· “ποίος θα είναι ο αρχηγός εις την εκστρατείαν αυτήν κατά της φυλής Βενιαμίν;” Ο δε Κυριος απήντησεν· “η φυλή του Ιούδα θα είναι αρχηγός της εκστρατείας”.

Κρ. 20,19           καὶ ἀνέστησαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ τὸ πρωΐ καὶ παρενέβαλον ἐπὶ Γαβαά.

Κρ. 20,19                  Ηγέρθησαν οι Ισραηλίται την πρωίαν και εστρατοπέδευσαν απέναντι της πόλεως Γαβαά.

Κρ. 20,20           καὶ ἐξῆλθον πᾶς ἀνὴρ Ἰσραὴλ εἰς παράταξιν πρὸς Βενιαμὶν καὶ συνῆψαν αὐτοῖς ἐπὶ Γαβαά.

Κρ. 20,20                 Ολοι οι Ισραηλίται άνδρες εξήλθον εις πόλεμον εναντίον της φυλής Βενιαμίν και συνήψαν μάχην κατά των ανδρών της πόλεως Γαβαά.

Κρ. 20,21           καὶ ἐξῆλθον οἱ υἱοὶ Βενιαμὶν ἀπὸ τῆς Γαβαὰ καὶ διέφθειραν ἐν Ἰσραὴλ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ δύο καὶ εἴκοσι χιλιάδας ἀνδρῶν ἐπὶ τὴν γῆν.

Κρ. 20,21                  Οι άνδρες της φυλής Βενιαμίν εξώρμησαν από την Γαβαά και εξήπλωσαν νεκρούς εις την γην κατά την ημέραν εκείνην είκοσι δύο χιλιάδας Ισραηλίτας.

Κρ. 20,22           καὶ ἐνίσχυσαν ἀνὴρ Ἰσραὴλ καὶ προσέθηκαν συνάψαι παράταξιν ἐν τῷ τόπῳ, ὅπου συνῆψαν ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ πρώτῃ.

Κρ. 20,22                 Οι Ισραηλίται όμως δεν επτοηθήσαν αλλά με θάρρος απεφάσισαν να συνάψουν νέαν μάχην στον ίδιον τόπον, όπου επολέμησαν προηγουμένως.

Κρ. 20,23           καὶ ἀνέβησαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ καὶ ἔκλαυσαν ἐνώπιον Κυρίου ἕως ἑσπέρας καὶ ἠρώτησαν ἐν Κυρίῳ λέγοντες· εἰ προσθῶμεν ἐγγίσαι εἰς παράταξιν πρὸς υἱοὺς Βενιαμὶν ἀδελφοὺς ἡμῶν; καὶ εἶπε Κύριος· ἀνάβητε πρὸς αὐτούς.

Κρ. 20,23                 Προ της μάχης όμως ανέβησαν οι Ισραηλίται εκεί όπου ήτο η Κιβωτός του Μαρτυρίου, έκλαυσαν ενώπιον του Κυρίου μέχρι της εσπέρας και κατόπιν ηρώτησαν τον Κυριον· “να επιχειρήσωμεν και πάλιν πόλεμον κατά των αδελφών μας, των ανδρών της φυλής Βενιαμίν;” Ο δε Κυριος τους απήντησε· “βαδίσατε εναντίον των”.

Κρ. 20,24           καὶ προσῆλθον οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ πρὸς υἱοὺς Βενιαμὶν ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ δευτέρᾳ.

Κρ. 20,24                 Εβάδισαν πράγματι οι Ισραηλίται κατά την δευτέραν ημέραν εις πόλεμον εναντίον των ανδρών της φυλής Βενιαμίν.

Κρ. 20,25           καὶ ἐξῆλθον οἱ υἱοὶ Βενιαμὶν εἰς συνάντησιν αὐτοῖς ἀπὸ τῆς Γαβαὰ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ δευτέρᾳ καὶ διέφθειραν ἀπὸ υἱῶν Ἰσραὴλ ἔτι ὀκτωκαίδεκα χιλιάδας ἀνδρῶν ἐπί τὴν γῆν· πάντες οὗτοι ἕλκοντες ῥομφαίαν.

Κρ. 20,25                 Εκείνοι δε εξήλθον από την Γαβαά εις πολεμικήν συνάντησιν κατά την δευτέραν ημέραν εναντίον των Ισραηλιτών και εφόνευσαν εξαπλώσαντες στο έδαφος νεκρούς δέκα οκτώ χιλιάδας άνδρας. Ολοι δε αυτοί ήσαν ικανοί εις πόλεμον διότι εγνώριζαν να χειρίζωνται την ρομφαίαν.

Κρ. 20,26           καὶ ἀνέβησαν πάντες οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ καὶ πᾶς ὁ λαὸς καὶ ἦλθον εἰς Βαιθὴλ καὶ ἔκλαυσαν, καὶ ἐκάθισαν ἐκεῖ ἐνώπιον Κυρίου καὶ ἐνήστευσαν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἕως ἑσπέρας καὶ ἀνήνεγκαν ὁλοκαυτώσεις καὶ τελείας ἐνώπιον Κυρίου·

Κρ. 20,26                 Ολοι οι πολεμισταί Ισραηλίται και όλος ο λαός ανέβησαν και ήλθον πάλιν εις την Βαιθήλ, εκαθησαν κλαίοντες εκεί ενώπιον του Κυρίου, ενήστευσαν όλην την ημέραν εκείνην έως την εσπέραν και προσέφεραν στον Θεόν ολοκαυτώματα και ειρηνικάς θυσίας.

Κρ. 20,27           ὅτι ἐκεῖ κιβωτὸς διαθήκης Κυρίου τοῦ Θεοῦ,

Κρ. 20,27                 Εκεί δε εις την Βαιθήλ ευρίσκετο η Κιβωτός της Διαθήκης του Κυρίου.

Κρ. 20,28           καὶ Φινεὲς υἱὸς Ἐλεάζαρ υἱοῦ Ἀαρὼν παρεστηκὼς ἐνώπιον αὐτῆς ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις. καὶ ἐπηρώτησαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ ἐν Κυρίῳ λέγοντες· εἰ προσθῶμεν ἔτι ἐξελθεῖν εἰς παράταξιν πρὸς υἱοὺς Βενιαμὶν ἀδελφοὺς ἡμῶν ἢ ἐπίσχωμεν; καὶ εἶπε Κύριος· ἀνάβητε, ὅτι αὔριον δώσω αὐτοὺς εἰς χεῖρας ὑμῶν.

Κρ. 20,28                 Εκεί επίσης ευρίσκετο κατά τας ημέρας εκείνας, αρχιερεύς ενώπιον της Κιβωτού, ο Φινεές υιός του Ελεάζαρ, υιού του Ααρών. Ηρώτησαν δε οι Ισραηλίται τον Κυριον· “να εξέλθωμεν και πάλιν εις πόλεμον εναντίον των αδελφών μας, των ανδρών της φυλής Βενιαμίν η να σταματήσωμεν;” Ο δε Κυριος τους απήντησε· “πηγαίνετε, διότι εγώ αύριον θα παραδώσω αυτούς εις τα χέρια σας”.

Κρ. 20,29           Καὶ ἔθηκαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ ἔνεδρα τῇ Γαβαὰ κύκλῳ.

Κρ. 20,29                 Οι Ισραηλίται έστησαν ενέδραν γύρω από την Γαβαά.

Κρ. 20,30           καὶ ἀνέβησαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ πρὸς υἱοὺς Βενιαμὶν ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ καὶ συνῆψαν πρὸς τὴν Γαβαὰ ὡς ἅπαξ καὶ ἅπαξ.

Κρ. 20,30                 Εβάδισαν εναντίον των ανδρών Βενιαμίν τρίτην ημέραν, συνήψαν προς αυτούς μάχην όπως και κατά τας δύο τφοηγουμένας.

Κρ. 20,31           καὶ ἐξῆλθον οἱ υἱοὶ Βενιαμὶν εἰς συνάντησιν τοῦ λαοῦ καὶ ἐξεκενώθησαν ἐκ τῆς πόλεως καὶ ἤρξαντο πατάσσειν ἀπὸ τοῦ λαοῦ τραυματίας ὡς ἅπαξ καὶ ἅπαξ ἐν ταῖς ὁδοῖς, ἥ ἐστι μία ἀναβαίνουσα εἰς Βαιθὴλ καὶ μία εἰς Γαβαὰ ἐν ἀγρῷ, ὡς τριάκοντα ἄνδρας ἐν Ἰσραήλ.

Κρ. 20,31                  Οι άνδρες της φυλής Βενιαμίν εξήλθον και πάλιν εις πόλεμον και εξεκενώθη η πόλις από τους μαχίμους άνδρας της. Ηρχισαν δε να κτυπούν και να φονεύουν από τον ισραηλιτικόν λαόν όπως έκαμαν και κατά τας δύο προηγουμένας φοράς στους δρόμους, εκ των οποίων ο ενας ωδηγούσε προς την Βαιθήλ, ο δε άλλος στους αγρούς της Γαβαά. Και κατά την ημέραν αυτήν εφόνευσαν τριάκοντα Ισραηλίτας.

Κρ. 20,32           καὶ εἶπαν οἱ υἱοὶ Βενιαμίν· πίπτουσιν ἐνώπιον ἡμῶν ὡς τὸ πρῶτον. καὶ οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ εἶπαν· φύγωμεν καὶ ἐκκενώσωμεν αὐτοὺς ἀπὸ τῆς πόλεως εἰς τὰς ὁδούς· καὶ ἐποίησαν οὕτω.

Κρ. 20,32                 Είπαν τότε μεταξύ των οι Βενιαμίται· “πάλιν οι Ισραηλίται φονεύονται και υποχωρούν ενώπιον μας, όπως και προηγουμένως”. Οι δε Ισραηλίται είπαν· “ας προσποιηθώμεν ότι φεύγομεν δια να εκκενώσουν εκείνοι την πόλιν των και να εξέλθουν απ' αυτήν στους δρόμους των αγρών”. Ετσι και εκαμαν.

Κρ. 20,33           καὶ πᾶς ἀνὴρ ἀνέστη ἐκ τοῦ τόπου αὐτῶν καὶ συνῆψαν ἐν Βααλθαμάρ, καὶ τό ἔνεδρον Ἰσραὴλ ἐπήρχετο ἐκ τοῦ τόπου αὐτοῦ ἀπὸ Μαοραγαβέ.

Κρ. 20,33                  Ολοι οι Ισραηλίται τότε εσηκώθηκαν και ανεχώρησαν από τας θέσεις που κατείχον και έφυγαν εις Βααλθαμάρ, όπου και συνήψαν μάχην με τους Βενιαμίτας που τους είχαν ακολουθήσει. Τοτε, όταν οι Βενιαμίται είχαν πλέον εξέλθει από την πόλιν των, εξώρμησεν η ενέδρα των Ισραηλιτών από τον τόπον της, από την Μαοραγαβέ.

Κρ. 20,34           καὶ ἦλθον ἐξ ἐναντίας Γαβαὰ δέκα χιλιάδες ἀνδρῶν ἐκλεκτῶν ἐκ παντὸς Ἰσραὴλ καὶ παράταξις βαρεῖα· καὶ αὐτοὶ οὐ ἔγνωσαν, ὅτι φθάνει ἐπ᾿ αὐτοὺς ἡ κακία.

Κρ. 20,34                 Ετσι δέκα χιλιάδες εκλεκτοί Ισραηλίται άνδρες έφθασαν απέναντι της Γαβαά. Η μάχη υπήρξε σφοδρά. Οι Βενιαμίται, εν μέσω των δύο παρατάξεων, δεν είχον αντιληφθή ότι ήλθεν η ώρα να πληρώσουν την κακίαν των.

Κρ. 20,35           καὶ ἐπάταξε Κύριος τὸν Βενιαμὶν ἐνώπιον υἱῶν Ἰσραήλ, καὶ διέφθειραν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ ἐκ τοῦ Βενιαμὶν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ εἴκοσι καὶ πέντε χιλιάδας καὶ ἑκατὸν ἄνδρας· πάντες οὗτοι εἷλκον ῥομφαίαν.

Κρ. 20,35                  Ο Κυριος εκτύπησε τους Βενιαμίτας ενώπιον των Ισραηλιτών. Οι Ισραηλίται εξώντωσαν κατά την ημέραν εκείνην είκοσι πέντε χιλιάδας εκατόν άνδρας Βενιαμίτας. Ησαν δε όλοι αυτοί άξιοι πολεμισταί, διότι εγνώριζαν να χειρίζωνται την ρομφαίαν.

Κρ. 20,36           καὶ εἶδον οἱ υἱοὶ Βενιαμὶν ὅτι ἐπλήγησαν· καὶ ἔδωκεν ἀνὴρ Ἰσραὴλ τῷ Βενιαμὶν τόπον, ὅτι ἤλπισαν πρὸς τό ἔνεδρον, ὃ ἔθηκαν ἐπὶ τῇ Γαβαά.

Κρ. 20,36                 Οι Βενιαμίται είδαν πλέον ότι είχαν νικηθή. Οι Ισραηλίται υπεχώρησαν κατ' αρχάς ενώπιον των Βενιαμιτών, διότι είχαν πεποίθησιν εις την ενέδραν, που είχαν στήσει πλησίον της Γαβαά.

Κρ. 20,37           καὶ ἐν τῷ αὐτοὺς ὑποχωρῆσαι καὶ τὸ ἔνεδρον ἐκινήθη καί ἐξέτειναν ἐπὶ τὴν Γαβαά, καὶ ἐξεχύθη τὸ ἔνεδρον καὶ ἐπάταξαν τὴν πόλιν ἐν στόματι ῥομφαίας.

Κρ. 20,37                  Οταν λοιπόν αυτοί υποχωρούσαν και οι Βενιαμίται τους κατεδίωκαν, εκινήθησαν οι ενεδρεύοντες Ισραηλίται, ηπλώθησαν προς την Γαβαά, εξώρμησαν εναντίον της, εκτύπησαν την πόλιν και επέρασαν εν στόματι μαχαίρας τους κατοίκους της.

Κρ. 20,38           καὶ σημεῖον ἦν τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ μετὰ τοῦ ἐνέδρου τῆς μάχης ἀνενέγκαι αὐτοὺς σύσσημον καπνοῦ ἀπὸ τῆς πόλεως.

Κρ. 20,38                 Είχαν δε συνεννοηθή οι άλλοι Ισραηλίται με τους ενεδρεύοντας, ώστε όταν αυτοί θα κατελάμβαναν την πόλιν να ανάψουν φωτιά της οποίας ο καπνός θα ήτο σημείον ότι κατελήφθη η πόλις.

Κρ. 20,39           καὶ εἶδον οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ ὅτι προκατελάβετο τὸ ἔνεδρον τὴν Γαβαά, καὶ ἔστησαν ἐν τῇ παρατάξει, καὶ Βενιαμὶν ἤρξατο πατάσσειν τραυματίας ἐν ἀνδράσιν Ἰσραὴλ ὡς τριάκοντα ἄνδρας, ὅτι εἶπαν· πάλιν πτώσει πίπτουσιν ἐνώπιον ἡμῶν ὡς ἡ παράταξις ἡ πρώτη.

Κρ. 20,39                 Ετσι και έγινε. Οι Ισραηλίται είδον τον καπνόν, ενόησαν ότι οι άνδρες της ενέδρας κατέλαβον την πόλιν και εσταμάτησαν να υποχωρούν. Τοτε οι Βενιαμιται ήρχισαν να κτυπούν τους Ισραηλίτας, εφόνευσαν τους τριάκοντα άνδρας και είπαν· “πάλιν πίπτουν ενώπιόν μας όπως και κατά την μάχην της πρώτης ημέρας”.

Κρ. 20,40           καὶ τὸ σύσσημον ἀνέβη ἐπὶ πλεῖον ἐπὶ τῆς πόλεως ὡς στῦλος καπνοῦ· καὶ ἐπέβλεψε Βενιαμὶν ὀπίσω αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ ἀνέβη συντέλεια τῆς πόλεως ἕως οὐρανοῦ.

Κρ. 20,40                 Το συμφωνηθέν όμως σημείον, στύλος καπνού, όλονεν και πυκνότερος ανέβαινεν από την πόλιν. Οι Βενιαμίται έστρεψαν τα βλέμματά των προς τα οπίσω και είδαν αίφνης τον πυκνόν καπνόν να ανεβαίνη έως τον ουρανόν και αντελήφθησαν ότι κατεστράφη πλέον η πόλις των.

Κρ. 20,41           καὶ ἀνὴρ Ἰσραὴλ ἐπέστρεψε, καὶ ἔσπευσαν ἄνδρες Βενιαμίν, ὅτι εἶδον ὅτι συνήντησεν ἐπ᾿ αὐτούς ἡ πονηρία.

Κρ. 20,41                  Ανέκοψαν τότε την υποχώρησίν των οι Ισραηλίται, εστράφησαν εναντίον των Βενιαμιτών, οι οποίοι έσπευσαν να σωθούν δια της φυγής διότι είδαν ότι έφθασεν η ώρα της τιμωρίας των δια τας πονηρίας των.

Κρ. 20,42           καὶ ἐπέβλεψαν ἐνώπιον υἱῶν Ἰσραὴλ εἰς τὴν ὁδὸν τῆς ἐρήμου καὶ ἔφυγον, καὶ ἡ παράταξις ἔφθασεν ἐπ᾿ αὐτούς, καὶ οἱ ἀπὸ τῶν πόλεων διέφθειρον αὐτοὺς ἐν μέσῳ αὐτῶν.

Κρ. 20,42                 Εστράφησαν προς την έρημον και ετράπησαν εις φυγήν ενώπιον των Ισραηλιτών. Οι Ισραηλίται όμως τους κατέφθασαν, τους εφόνευσαν, και οι άνδρες ακόμη των γύρω πόλεων, εις τας οποίας εζήτησαν αυτοί να σωθούν, τους εφόνευον.

Κρ. 20,43           καὶ κατέκοπτον τὸν Βενιαμὶν καὶ ἐδίωξαν αὐτὸν ἀπὸ Νουὰ κατὰ πόδα αὐτοῦ ἕως ἀπέναντι Γαβαὰ πρὸς ἀνατολὰς ἡλίου.

Κρ. 20,43                 Ετσι δε οι Ισραηλίται κατέκοπτον εν συνεχεία τους Βενιαμίτας και τους κατεδίωξαν κατά πόδας από την Νουά μέχρι και των ανατολικών μερών της Γαβαά.

Κρ. 20,44           καὶ ἔπεσον ἀπὸ Βενιαμὶν ὀκτωκαίδεκα χιλιάδες ἀνδρῶν· οἱ πάντες οὗτοι ἄνδρες δυνάμεως.

Κρ. 20,44                 Εφονεύθησαν από τους Βενιαμίτας δέκα οκτώ χιλιάδες άνδρες ισχυροί και εμπειροπόλεμοι.

Κρ. 20,45           καὶ ἐπέβλεψαν οἱ λοιποὶ καὶ ἔφευγον εἰς τὴν ἔρημον πρὸς τὴν πέτραν τοῦ Ῥεμμών, καὶ ἐκαλαμήσαντο ἐξ αὐτῶν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ πεντακισχιλίους ἄνδρας· καὶ κατέβησαν ὀπίσω αὐτῶν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ ἕως Γεδᾶν καὶ ἐπάταξαν ἐξ αὐτῶν δισχιλίους ἄνδρας.

Κρ. 20,45                 Οι υπόλοιποι ετράπησαν εις φυγήν εις την έρημον προς τον βράχον Ρεμμών. Αλλά και εκεί επελέκησαν οι Ισραηλίται από αυτούς πέντε χιλιάδας. Αλλους από αυτούς κατεδίωξαν οι Ισραηλίται μέχρι της Γεδάν και εφόνευσαν δύο χιλιάδας άνδρας.

Κρ. 20,46           καὶ ἐγένοντο πάντες οἱ πεπτωκότες ἀπὸ Βενιαμὶν εἰκοσιπέντε χιλιάδες ἀνδρῶν ἑλκόντων ῥομφαίαν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ· οἱ πάντες οὗτοι ἄνδρες δυνάμεως.

Κρ. 20,46                 Ανήλθον δε όλοι οι φονευθέντες Βενιαμίται κατά την ημέραν εκείνην εις είκοσι πέντε χιλιάδας, άνδρες ικανοί να χειρίζωνται επιτυχώς την ρομφαίαν. Ολοι ήσαν ισχυροί και εμπειροπόλεμοι.

Κρ. 20,47           καὶ ἐπέβλεψαν οἱ λοιποὶ καὶ ἔφυγον εἰς τὴν ἔρημον πρὸς τὴν πέτραν τοῦ Ῥεμμών, ἑξακόσιοι ἄνδρες, καὶ ἐκάθισαν ἐν πέτρᾳ Ῥεμμὼν τέσσαρας μῆνας.

Κρ. 20,47                 Οι υπόλοιποι, εξακόσιοι άνδρες, έστρεψαν τα νώτα των και κατέφυγον εις την έρημον, στον βράχον Ρεμμών, όπου και έμειναν επί τέσσαρας μήνας.

Κρ. 20,48           καὶ οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ ἐπέστρεψαν πρὸς υἱοὺς Βενιαμὶν καὶ ἐπάταξαν αὐτοὺς ἐν στόματι ῥομφαίας ἀπὸ πόλεως Μεθλὰ καὶ ἕως κτήνους καὶ ἕως παντὸς τοῦ εὑρισκομένου εἰς πάσας τὰς πόλεις· καὶ τὰς πόλεις τὰς εὑρεθείσας ἐνέπρησαν ἐν πυρί.

Κρ. 20,48                 Οι Ισραηλίται εκυνήγησαν τους άνδρας της φυλής Βενιαμίν, επέρασαν εν στόματι μαχαίρας όλους, από ανθρώπους κατοικούντας εις την πόλιν Μεθλά μέχρι ζώου και μέχρι παντός που τυχόν ευρίσκετο εις όλας τας πόλεις. Αυτάς δε τας κυριευθείσας πόλεις των Βενιαμιτών παρέδωσαν οι Ισραηλίται στο πυρ.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21- Η ΛΥΠΗ ΤΩΝ ΙΣΡΑΗΛΙΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΦΥΛΗ ΒΕΝΙΑΜΙΝ

                                    Η λύπη των Ισραηλιτών για τη φυλή Βενιαμίν

Κρ. 21,1             Καὶ οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ ὤμοσαν ἐν Μασσηφὰθ λέγοντες· ἀνὴρ ἐξ ἡμῶν οὐ δώσει θυγατέρα αὐτοῦ τῷ Βενιαμὶν εἰς γυναῖκα.

Κρ. 21,1                     Οι Ισραηλίται είχον ορκισθή εις Μασηφάθ λέγοντες· “κανείς από ημάς δεν θα δώση σύζυγον την θυγατέρα του εις άνδρα της φυλής Βενιαμίν”.

Κρ. 21,2             καὶ ἦλθεν ὁ λαὸς εἰς Βαιθὴλ καὶ ἐκάθισαν ἐκεῖ ἕως ἑσπέρας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ᾖραν φωνὴν αὐτῶν καὶ ἔκλαυσαν κλαυθμὸν μέγαν

Κρ. 21,2                    Ο Ισραηλιτικός λαός, μετά την νίκην του, ήλθεν εις Βαιθήλ, εκάθησαν εκεί έως την εσπέραν ενώπιον της Κιβωτού της Διαθήκης, ύψωσαν την φωνήν των και έκλαυσαν με μεγάλον σπαραγμόν,

Κρ. 21,3             καὶ εἶπαν· εἰς τί, Κύριε Θεὲ Ἰσραήλ, ἐγενήθη αὕτη τοῦ ἐπισκεπῆναι σήμερον ἀπὸ Ἰσραὴλ φυλὴν μίαν;

Κρ. 21,3                     και είπαν· “διατί, Κυριε, και Θεέ του Ισραηλιτικού λαού έγινε αυτή η μεγάλη συμφορά, ώστε να εξοντωθή σήμερον ολόκληρος φυλή του Ισραήλ;”

Κρ. 21,4             καὶ ἐγένετο τῇ ἐπαύριον καὶ ὤρθρισεν ὁ λαὸς καὶ ᾠκοδόμησαν ἐκεῖ θυσιαστήριον, καὶ ἀνήνεγκαν ὁλοκαυτώσεις καὶ τελείας.

Κρ. 21,4                    Την επομένην ημέραν ηγέρθησαν οι Ισραηλίται, οικοδόμησαν εκεί θυσιαστήριον και προσέφεραν ολοκαυτώματα και άλλας ειρηνικάς θυσίας.

Κρ. 21,5             καὶ εἶπαν οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ· τίς οὐκ ἀνέβη ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἀπὸ πασῶν φυλῶν Ἰσραὴλ πρὸς Κύριον; ὅτι ὁ ὅρκος μέγας ἦν τοῖς οὐκ ἀναβεβηκόσι πρὸς Κύριον εἰς Μασσηφὰθ λέγοντες· θανάτῳ θανατωθήσεται.

Κρ. 21,5                     Εκεί δε ηρώτησαν· “ποίος από τους Ισραηλίτας δεν εβάδισε μαζή με τους συγκεντρωθέντας Ισραηλίτας εναντίον των Βενιαμιτών, όπως είχε διατάξει ο Κυριος;” Ηρεύνησαν δε να μάθουν, διότι είχαν κάμει βαρύν όρκον ενώπιον του Κυρίου εις Μασσηφάθ, εναντίον εκείνων που δεν είχαν ακολουθήσει εις την κατά των Βενιαμιτών εκστρατείαν λέγοντες· “ότι αυτός θα θανατωθή”.

Κρ. 21,6             καὶ παρεκλήθησαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ πρὸς Βενιαμὶν ἀδελφὸν αὐτῶν καὶ εἶπαν· ἐξεκόπη σήμερον φυλὴ μία ἀπὸ Ἰσραήλ·

Κρ. 21,6                    Οι Ισραηλίται, κατόπιν όλων αυτών, ελυπήθησαν τους αδελφούς των τους Βενιαμίτας και είπαν· “εξωλοθρεύθη σήμερον μία από τας φυλάς του Ισραήλ.

Κρ. 21,7             τί ποιήσωμεν αὐτοῖς τοῖς περισσοῖς τοῖς ὑπολειφθεῖσιν εἰς γυναῖκας; καὶ ἡμεῖς ὠμόσαμεν ἐν Κυρίῳ τοῦ μὴ δοῦναι αὐτοῖς ἀπὸ τῶν θυγατέρων ἡμῶν εἰς γυναῖκας.

Κρ. 21,7                     Τι λοιπόν πρέπει να κάμωμεν δια τους υπολειφθέντας εξακοσίους Βενιαμίτας; Θα δώσωμεν εις αυτούς συζύγους; Ημείς όμως ωρκίσθημεν ενώπιον του Κυρίου να μη τους δώσωμεν συζύγους από τας θυγατέρας μας”.

Κρ. 21,8             καὶ εἶπαν· τίς εἷς ἀπὸ φυλῶν Ἰσραήλ, ὃς οὐκ ἀνέβη πρὸς Κύριον εἰς Μασσηφάθ; καὶ ἰδοὺ οὐκ ἦλθεν ἀνὴρ εἰς τὴν παρεμβολὴν ἀπὸ Ἰαβὶς Γαλαὰδ εἰς τὴν ἐκκλησίαν.

Κρ. 21,8                    Εσκέφθησαν όμως και είπαν· “ποιός από τας φυλάς του Ισραήλ δεν ηκολούθησεν εις Μασσηφάθ ενώπιον του Κυρίου;” Εγνωστοποιήθη τότε εις αυτούς ότι κανένας από τους Ισραηλίτας της πόλεως Ιαβίς της χώρας Γαλαάδ δεν ήλθεν στο στρατόπεδον κατά την συγκέντρωσιν του λαού.

Κρ. 21,9             καὶ ἐπεσκέπη ὁ λαός, καί οὐκ ἦν ἐκεῖ ἀνὴρ ἀπὸ οἰκούντων Ἰαβὶς Γαλαάδ.

Κρ. 21,9                    Εγινεν έρευνα και διεπιστώθη ότι πράγματι κανείς δεν ευρέθη εκεί από τους κατοικούντας την Ιαβίς της χώρας Γαλαάδ.

Κρ. 21,10           καὶ ἀπέστειλεν ἐκεῖ ἡ συναγωγὴ δώδεκα χιλιάδας ἀνδρῶν ἀπὸ υἱῶν τῆς δυνάμεως καὶ ἐνετείλατο αὐτοῖς λέγοντες· πορεύεσθε καὶ πατάξατε τοὺς οἰκοῦντας Ἰαβὶς Γαλαὰδ ἐν στόματι ῥομφαίας.

Κρ. 21,10                   Τοτε ο ισραηλιτικός λαός έστειλε δώδεκα χιλιάδας πολεμιστάς άνδρας και έδωσεν εις αυτούς την εντολήν· “πηγαίνετε και φονεύσατε τους κατοίκους της Ιαβίς εις Γαλαάδ περνώντες αυτούς εν στόματι μαχαίρας.

Κρ. 21,11           καὶ τοῦτο ποιήσετε· πᾶν ἄρσεν καὶ πᾶσαν γυναῖκα εὐδυῖαν κοίτην ἄρσενος ἀναθεματιεῖτε, τὰς δὲ παρθένους περιποιήσεσθε. καὶ ἐποίησαν οὕτως.

Κρ. 21,11                   Θα κάμετε όμως και τούτο ακόμη· κάθε άνδρα και κάθε γυναίκα η οποία έχει έλθει εις γάμον με άνδρα, θα τους αναθεματίσετε και θα τους εξοντώσετε. Τας παρθένους όμως θα τας διαφυλάξετε εν τη ζωή και θα τας περιποιηθήτε”. Ετσι και έκαμαν.

Κρ. 21,12           καὶ εὗρον ἀπὸ οἰκούντων Ἰαβὶς Γαλαὰδ τετρακοσίας νεάνιδας παρθένους, αἵτινες οὐκ ἔγνωσαν ἄνδρα εἰς κοίτην ἄρσενος, καὶ ἤνεγκαν αὐτὰς εἰς τὴν παρεμβολὴν εἰς Σηλὼμ τὴν ἐν γῇ Χαναάν.

Κρ. 21,12                   Οι Ισραηλίται που ήλθον εις την Ιαβίς της Γαλαάδ ευρήκαν τετρακοσίας νεαράς παρθένους, αι οποίαι δεν είχαν έλθει εις ουδεμίαν συνάφειαν με άνδρα. Τας έφεραν στο στρατόπεδον, το οποίον ευρίσκετο εις Σηλώμ της χώρας Χαναάν.

Κρ. 21,13           καὶ ἀπέστειλαν πᾶσα ἡ συναγωγὴ καὶ ἐλάλησαν πρὸς τοὺς υἱοὺς Βενιαμὶν ἐν τῇ πέτρᾳ Ῥεμμὼν καὶ ἐκάλεσαν αὐτοὺς εἰς εἰρήνην.

Κρ. 21,13                   Οι Ισραηλίται, όλος ο λαός, έστειλαν αγγελιαφόρους, οι οποίοι ωμίλησαν προς τους Βενιαμίτας, που ευρίσκοντο στον βράχον Ρεμμών, και τους προσεκάλεσαν εις ειρήνην και συμφιλίωσιν.

Κρ. 21,14           καὶ ἐπέστρεψε Βενιαμὶν πρὸς τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, καὶ ἔδωκαν αὐτοῖς οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ τὰς γυναῖκας, ἃς ἐζωοποίησαν ἀπὸ τῶν θυγατέρων Ἰαβὶς Γαλαάδ· καὶ ἤρεσεν αὐτοῖς οὕτω.

Κρ. 21,14                   Οι Βενιαμίται, πεισθέντες, επέστρεψαν κατά τον καιρόν εκείνον προς τους Ισραηλίτας, οι οποίοι και έδωκαν εις αυτούς ως συζύγους τας παρθένους, τας οποίας από τας θυγατέρας των κατοίκων της Ιαβίς είχον διατηρήσει εν τη ζώη. Αυτό ηυχαρίστησε τους Βενιαμίτας.

Κρ. 21,15           Καὶ ὁ λαὸς παρεκλήθη ἐπὶ τῷ Βενιαμίν, ὅτι ἐποίησε Κύριος διακοπὴν ἐν ταῖς φυλαῖς Ἰσραήλ.

Κρ. 21,15                   Ο ισραηλιτικός λαός ησθάνθη συμπάθειαν προς τους Βενιαμίτας και μετεμελήθη τρόπον τινά, διότι ο Κυριος ήνοιξεν ένα ρήγμα εις τας φυλάς του Ισραήλ.

Κρ. 21,16           καὶ εἶπον οἱ πρεσβύτεροι τῆς συναγωγῆς· τί ποιήσωμεν τοῖς περισσοῖς εἰς γυναῖκας; ὅτι ἠφανίσθη ἀπὸ Βενιαμὶν γυνή.

Κρ. 21,16                   Οι άρχοντες όμως της Ισραηλιτικής κοινότητος είπον· “τι θα κάμωμεν τώρα δια τους υπολοίπους Βενιαμίτας δια την εξεύρεσιν συζύγων προς αυτούς; Διότι εξωντώθησαν όλαι αι γυναίκες της φυλής Βενιαμίν”.

Κρ. 21,17           καὶ εἶπαν· Κληρονομία διασωζομένων τῶν Βενιαμίν, καὶ οὐκ ἐξαλειφθήσεται φυλὴ ἀπὸ Ἰσραήλ·

Κρ. 21,17                   Είπαν και απεφάσισαν· “η δια κλήρου δοθείσα περιοχή εις την φυλήν Βενιαμίν παραμένεις στους διισωθέντος Βενιαμίτας διότι ουδεμία φυλή εκ των Ισραηλιτών δεν πρέπει να εξαφανισθή.

Κρ. 21,18           ὅτι ἡμεῖς οὐ δυνησόμεθα δοῦναι αὐτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν θυγατέρων ἡμῶν, ὅτι ὠμόσαμεν ἐν υἱοῖς Ἰσραὴλ λέγοντες· ἐπικατάρατος ὁ διδοὺς γυναῖκα τῷ Βενιαμίν.

Κρ. 21,18                   Ημείς όμως δεν ημπορούμεν να δώσωμεν εις αυτούς συζύγους από τας θυγατέρας μας, διότι ωρκίσθημεν μεταξύ μας λέγοντες· Κατηραμένος θα είναι εκείνος που θα δώση σύζυγον στους άνδρας της φυλής Βενιαμίν”.

Κρ. 21,19           καὶ εἶπαν· ἰδοὺ δὴ ἑορτὴ Κυρίου ἐν Σηλὼμ ἀφ᾿ ἡμερῶν εἰς ἡμέρας, ἥ ἐστιν ἀπὸ βοῤῥᾶ τῆς Βαιθὴλ κατ᾿ ἀνατολάς ἡλίου ἐπὶ τῆς ὁδοῦ τῆς ἀναβαινούσης ἀπό Βαιθὴλ εἰς Συχέμ καὶ ἀπὸ νότου τῆς Λεβωνά.

Κρ. 21,19                   Εσκέφθησαν όμως μεταξύ των και είπον· “ιδού, κατά το διάστημα του έτους τελούνται εορταί προς τιμήν του Κυρίου εις Σηλώμ”. Η πόλις αυτή ευρίσκεται προς βορράν της Βαιθήλ, ανατολικώς της οδού η οποία ανεβαίνει από Βαιθήλ εις Συχέμ και προς νότον της πόλεως Λεβωνά.

Κρ. 21,20           καὶ ἐνετείλαντο τοῖς υἱοῖς Βενιαμὶν λέγοντες· πορεύεσθε καὶ ἐνεδρεύσατε ἐν τοῖς ἀμπελῶσι·

Κρ. 21,20                  Παρήγγειλαν λοιπόν στους άνδρας της φυλής Βενιαμίν και τους είπαν· “πηγαίνετε και στήσατε ενέδρας στους αμπελώνας έξω από την πόλιν.

Κρ. 21,21           καὶ ὄψεσθε καὶ ἰδού, ἐὰν ἐξέλθωσιν αἱ θυγατέρες τῶν οἰκούντων Σηλὼ χορεύειν ἐν τοῖς χοροῖς, καὶ ἐξελεύσεσθε ἐκ τῶν ἀμπελώνων καὶ ἁρπάσατε ἑαυτοῖς ἀνὴρ γυναῖκα, ἀπὸ τῶν θυγατέρων Σηλὼμ καὶ πορεύεσθε εἰς γῆν Βενιαμίν.

Κρ. 21,21                   Προσέξατε ώστε όταν εξέλθουν αι θυγατέρες των κατοίκων Σηλώμ να χορεύσουν, αρπάξατε ο καθένας από σας μίαν γυναίκα ως σύζυγόν του από τας θυγατέρας των κατοίκων Σηλώμ και πηγαίνετε εις την χώραν της φυλής Βενιαμίν.

Κρ. 21,22           καὶ ἔσται ὅταν ἔλθωσιν οἱ πατέρες αὐτῶν ἢ οἱ ἀδελφοὶ αὐτῶν κρίνεσθαι πρὸς ἡμᾶς, καὶ ἐροῦμεν αὐτοῖς· ἔλεος ποιήσατε ἡμῖν αὐτάς, ὅτι οὐκ ἐλάβομεν ἀνὴρ γυναῖκα αὐτοῦ ἐν τῇ παρατάξει, ὅτι οὐχ ὑμεῖς ἐδώκατε αὐτοῖς· ὡς κλῆρος πλημμελήσατε.

Κρ. 21,22                  Εάν δε οι πατέρες η οι αδελφοί αυτών των γυναικών έλθουν να αντιδικήσουν προς σας, ημείς θα είπωμεν προς αυτούς· Δείξατε κατανόησιν και καλωσύνην προς χάριν ημών, διότι κατά την μάχην της Ιαβίς δεν ηχμαλωτίσαμεν γυναίκας ώστε να επαρκέσουν δι' ένα έκαστον άνδρα από τους διισωθέντος Βενιαμίτας. Αλλωστε δεν εδώσατε σεις τας θυγατέρας σας εις αυτούς, ώστε να θεωρηθή αυτό αμάρτημα της φυλής σας δια παράβασιν όρκου”.

Κρ. 21,23           καὶ ἐποίησαν οὕτως οἱ υἱοὶ Βενιαμὶν καὶ ἔλαβον γυναῖκας εἰς ἀριθμὸν αὐτῶν ἀπὸ τῶν χορευουσῶν, ὧν ἥρπασαν· καὶ ἐπορεύθησαν καὶ ὑπέστρεψαν εἰς τὴν κληρονομίαν αὐτῶν καὶ ᾠκοδόμησαν τὰς πόλεις καὶ ἐκάθισαν ἐν αὐταῖς.

Κρ. 21,23                  Οι άνδρες της φυλής Βενιαμίν έτσι έκαμαν. Επήραν από εκείνας που εχόρευαν τόσας εις αριθμόν, όσαι τους έλειπον. Ηρπασαν τας γυναίκας, ανεχώρησαν και επέστρεψαν εις την χώραν των. Ανοικοδόμησαν τας κατεστραμμένας πόλεις των και εγκατεστάθησαν εις αυτάς.

Κρ. 21,24           καὶ περιεπάτησαν ἐκεῖθεν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἀνὴρ εἰς φυλὴν αὐτοῦ καὶ εἰς συγγένειαν αὐτοῦ, καὶ ἐξῆλθον ἐκεῖθεν ἀνὴρ εἰς τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ.

Κρ. 21,24                  Μετά δε το πέρας των πολεμικών αυτών συρράξεων επανήλθον οι Ισραηλίται ο καθένας εις την φυλήν του και την οικογένειάν του. Επέστρεψεν έτσι ο καθένας από εκεί στον τόπον του.

Κρ. 21,25           ἐν δὲ ταῖς ἡμέραις ἐκείναις οὐκ ἦν βασιλεὺς ἐν Ἰσραήλ· ἀνὴρ τὸ εὐθὲς ἐνώπιον αὐτοῦ ἐποίει.

Κρ. 21,25                  Κατά την εποχήν εκείνην δεν υπήρχεν ακόμη βασιλεύς μεταξύ των Ισραηλιτών και ο καθένας από αυτούς έκανεν ο,τι ενόμιζεν ορθόν.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10

 

11

12

13

14

15

16

17

18

19

20

21