ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΚΡΙΤΑΙ- ΚΕΦ. 1-5

 

 

ΟΙ ΙΣΡΑΗΛΙΤΕΣ ΠΟΛΕΜΟΥΝ ΤΟΥΣ ΧΑΝΑΝΑΙΟΥΣ

ΚΑΙ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΟΥΝ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ - ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΚΡΙΤΕΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1- ΟΙ ΙΣΡΑΗΛΙΤΕΣ ΠΟΛΕΜΟΥΝ ΤΟΥΣ ΧΑΝΑΝΑΙΟΥΣ

OI ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΟΠΟΥ ΔΕΝ ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΑΝ ΟΙ ΙΣΡΑΗΛΙΤΕΣ

                                    Οι άντρες των φυλών Ιούδα και Συμεών πολεμούν τους Χαναναίους

Κρ. 1,1              Καὶ ἐγένετο μετὰ τὴν τελευτὴν Ἰησοῦ καὶ ἐπηρώτων οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ διὰ τοῦ Κυρίου λέγοντες· τίς ἀναβήσεται ἡμῖν πρὸς τοὺς Χαναναίους ἀφηγούμενος τοῦ πολεμῆσαι πρὸς αὐτούς;

Κρ. 1,1                        Μετά τον θάνατον του Ιησού του Ναυή ηρώτησαν οι Ισραηλίται τον Κυριον λέγοντες· “ποία από τας φυλάς μας θα αναλάβη να επιτεθή κατά των Χαναναίων ως αρχηγός του πολέμου εναντίον αυτών”.

Κρ. 1,2              καὶ εἶπε Κύριος· Ἰούδας ἀναβήσεται. ἰδοὺ δέδωκα τὴν γῆν ἐν χειρὶ αὐτοῦ.

Κρ. 1,2                       Ο Κυριος απήντησε· “η φυλή του Ιούδα θα αναλάβη ως αρχηγός τον πόλεμον αυτόν. Ιδού, έχω παραδώσει εις τα χέρια αυτής την χώραν των Χαναναίων”.

Κρ. 1,3              καὶ εἶπεν Ἰούδας τῷ Συμεὼν ἀδελφῷ αὐτοῦ· ἀνάβηθι μετ᾿ ἐμοῦ ἐν τῷ κλήρῳ μου, καὶ παραταξώμεθα πρὸς τοὺς Χαναναίους, καὶ πορεύσομαι κἀγὼ μετὰ σοῦ ἐν τῷ κλήρῳ σου. καὶ ἐπορεύθη μετ᾿ αὐτοῦ Συμεών.

Κρ. 1,3                       Η δε φυλή του Ιούδα είπε τότε εις την γειτονικήν της φυλήν του Συμεών· “έλα και συ μαζή μου εις την κληρονομίαν μου, δια να αντιπαραταχθώμεν μαζή εναντίον των Χαναναίων. Επειτα δε και εγώ θα έλθω μαζή σου δια να εκκαθαρίσωμεν την ιδικήν σου κληρονομίαν”. Πράγματι η φυλή του Συμεών επορεύθη μαζή με την φυλήν Ιούδα στον πόλεμον.

Κρ. 1,4              καὶ ἀνέβη Ἰούδας, καὶ παρέδωκε Κύριος τὸν Χαναναῖον καὶ τὸν Φερεζαῖον εἰς τὰς χεῖρας αὐτῶν. καὶ ἔκοψαν αὐτοὺς ἐν Βεζὰκ εἰς δέκα χιλιάδας ἀνδρῶν.

Κρ. 1,4                       Η φυλή του Ιούδα εβάδισε κατά των Χαναναίων, ο δε Κυριος παρέδωκε τους Χαναναίους και τους Φερεζαίους εις τας χείρας αυτών. Εφόνευσαν δε από αυτούς εις την πόλιν Βεζέκ δέκα χιλιάδας άνδρας.

Κρ. 1,5              καὶ κατέλαβον τὸν Ἀδωνιβεζὲκ ἐν τῇ Βεζὲκ καὶ παρετάξαντο πρὸς αὐτὸν καὶ ἔκοψαν τὸν Χαναναῖον καὶ Φερεζαῖον.

Κρ. 1,5                       Κατέλαβαν δε τον Αδωνιβεζέκ δηλαδή τον βασιλέα της Βεζέκ εντός της πόλεως, επετέθησαν εναντίον αυτού και εφόνευσαν τους Χαναναίους και Φερεζαίους.

Κρ. 1,6              καὶ ἔφυγεν Ἀδωνιβεζέκ, καὶ κατέδραμον ὀπίσω αὐτοῦ καὶ ἐλάβοσαν αὐτὸν καὶ ἀπέκοψαν τὰ ἄκρα τῶν χειρῶν αὐτοῦ καὶ τὰ ἄκρα τῶν ποδῶν αὐτοῦ.

Κρ. 1,6                       Ο βασιλεύς της Βεζέκ ετράπη εις φυγήν. Αλλά τον κατεδίωξαν οι Ισραηλίται, τον συνέλαβαν και του έκοψαν τα μεγάλα δάκτυλα από τας χείρας και τους πόδας του.

Κρ. 1,7              καὶ εἶπεν Ἀδωνιβεζέκ· ἑβδομήκοντα βασιλεῖς τὰ ἄκρα τῶν χειρῶν αὐτῶν καὶ τὰ ἄκρα τῶν ποδῶν αὐτῶν ἀποκεκομμένοι ἦσαν συλλέγοντες τὰ ὑποκάτω τῆς τραπέζης μου· καθὼς οὖν ἐποίησα, οὕτως ἀνταπέδωκέ μοι ὁ Θεός. καὶ ἄγουσιν αὐτὸν εἰς Ἱερουσαλήμ, καὶ ἀπέθανεν ἐκεῖ.

Κρ. 1,7                       Είπε δε ο Αδωνιβεζέκ· “εγώ έκοψα τα δάκτυλα των χειρών και των ποδών εβδόμηκοντά βασιλέων, οι οποίοι και συνέλεγαν κάτω από την τράπεζάν μου τα μικρά κομματάκια ψωμιού και τροφών που έπιπτον. Οπως λοιπόν εγώ έκαμα εναντίον εκείνων, έτσι και με ετιμώρησε τώρα ο Θεός”. Οι Ισραηλίται ωδήγησαν αυτόν εις την Ιερουσαλήμ, όπου και απέθανεν.

 

                                    Οι κατακτήσεις των φυλών Ιούδα και Βενιαμίν

Κρ. 1,8              Καὶ ἐπολέμουν υἱοὶ Ἰούδα τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ κατελάβοντο αὐτὴν καὶ ἐπάταξαν αὐτὴν ἐν στόματι ῥομφαίας καὶ τὴν πόλιν ἐνέπρησαν ἐν πυρί.

Κρ. 1,8                       Οι άνδρες της φυλής του Ιούδα ανέλαβον πόλεμον εναντίον της Ιερουσαλήμ, κατέλαβον αυτήν και επέρασαν εν στόματι μαχαίρας τους κατοίκους της, την δε πόλιν παρέδωσαν στο πυρ.

Κρ. 1,9              καὶ μετὰ ταῦτα κατέβησαν οἱ υἱοὶ Ἰούδα πολεμῆσαι πρὸς τὸν Χαναναῖον τὸν κατοικοῦντα τὴν ὀρεινὴν καὶ τὸ νότιον καὶ τὴν πεδινήν.

Κρ. 1,9                       Μετά ταύτα οι άνδρες της φυλής Ιούδα κατέβησαν προς νότον, δια να πολεμήσουν τους Χαναναίους, οι οποίοι κατοικούσαν την ορεινήν και την νότιον πεδινήν περιοχήν.

Κρ. 1,10             καὶ ἐπορεύθη Ἰούδας πρὸς τὸν Χαναναῖον τὸν κατοικοῦντα ἐν Χεβρών, καὶ ἐξῆλθε Χεβρὼν ἐξ ἐναντίας· καὶ τὸ ὄνομα ἦν Χεβρὼν τὸ πρότερον Καριαθαρβοκσεφέρ. καὶ ἐπάταξαν τὸν Σεσσὶ καὶ Ἀχιναὰν καὶ Θολμί, γεννήματα τοῦ Ἐνάκ.

Κρ. 1,10                     Εδάδισαν εναντίον των Χαναναίων οι οποίοι κατοικούσαν εις Χεβρών. Οι πολεμισταί της Χεβρών εξήλθον να αντιπαραταχθούν εναντίον εκείνων το όνομα της Χεβρών ήτο προηγουμένως Καριαθαρβοκσεφέρ. Εκεί εκτύπησαν οι Ιουδαίοι και κατέλαβον τας φυλάς Σεσσί, Αχιναάν και Θολμί, απογόνους των Ενακίμ, της φυλής των γιγάντων.

Κρ. 1,11             καὶ ἀνέβησαν ἐκεῖθεν πρὸς τοὺς κατοικοῦντας Δαβίρ· τὸ δὲ ὄνομα τῆς Δαβὶρ ἦν ἔμπροσθεν Καριαθσεφάρ, Πόλις γραμμάτων.

Κρ. 1,11                      Από εκεί εβάδισαν προς τους κατοίκους της Δαβίρ. Το όνομα της Δαβίρ ήτο προηγουμένως Καριαθσεφάρ, Πολις Γραμμάτων.

Κρ. 1,12             καὶ εἶπε Χάλεβ· ὃς ἂν πατάξῃ τὴν Πόλιν τῶν γραμμάτων καὶ προκαταλάβηται αὐτήν, δώσω αὐτῷ τὴν Ἀσχὰ θυγατέρα μου εἰς γυναῖκα.

Κρ. 1,12                     Ο Χαλεβ είπεν· “εις εκείνον, ο οποίος θα κτυπήση και θα κυριεύση την Πολιν των Γραμμάτων, θα δώσω εγώ ως σύζυγόν του την θυγατέρα μου Ασχά”.

Κρ. 1,13             καὶ προκατελάβετο αὐτὴν Γοθονιὴλ υἱὸς Κενὲζ ἀδελφοῦ Χάλεβ ὁ νεώτερος, καὶ ἔδωκεν αὐτῷ Χάλεβ τὴν Ἀσχὰ θυγατέρα αὐτοῦ εἰς γυναῖκα.

Κρ. 1,13                     Εκυρίευσε την πόλιν ο Γοθονιήλ, υιός του Κενέζ ο οποίος ήτο αδελφός νεώτερος του Χαλεβ. Ο δε Χαλεδ έδωκε σύμφωνα με την υπόσχεσίν του, εις αυτόν ως σύζυγον την θυγατέρα του.

Κρ. 1,14             καὶ ἐγένετο ἐν τῇ εἰσόδῳ αὐτῆς καὶ ἐπέσεισεν αὐτὴν Γοθονιὴλ τοῦ αἰτῆσαι παρὰ τοῦ πατρὸς αὐτῆς ἀγρόν, καὶ ἐγόγγυζε καὶ ἔκραξεν ἀπὸ τοῦ ὑποζυγίου· εἰς γῆν νότου ἐκδέδοσαί με. καὶ εἶπεν αὐτῇ Χάλεβ· τί ἐστί σοι;

Κρ. 1,14                     Οταν δε αυτή εβάδιζε να εισέλθη στον οίκον του Γοθονιήλ εκείνος την επίεσε να ζητήση από τον πατέρα της ένα αγρόν. Αυτή δε από τον όνον, επί του οποίου εκάθητο, εγόγγυσε και έκραξε δήθεν παραπονουμένη· “με έδωκες ως σύζυγον εις χώραν μακρυνήν προς νότον”. Ο δε Χαλεβ την ηρώτησε· “τι σου συμβαίνει;”

Κρ. 1,15             καὶ εἶπεν αὐτῷ Ἀσχά· δὸς δή μοι εὐλογίαν, ὅτι εἰς γῆν νότου ἐκδέδοσαί με, καὶ δώσεις μοι λύτρωσιν ὕδατος. καὶ ἔδωκεν αὐτῇ Χάλεβ κατὰ τὴν καρδίαν αὐτῆς λύτρωσιν μετεώρων καὶ λύτρωσιν ταπεινῶν.

Κρ. 1,15                     Η Ασχά του απήντησε· “δος μου μίαν ευλογημένην περιοχήν γης διότι με στέλνεις εις την κατάξηρον γην του νότου· θέλω να μου δώσης μέρος να ποτίζεται από ύδατα”. Ο Χαλεβ έδωκεν εις αυτήν, σύμφωνα με την επιθυμίαν της καρδίας της, περιοχήν εις υψηλά και χαμηλά μέρη διαρρεόμενα από ύδατα.

Κρ. 1,16             Καὶ οἱ υἱοὶ Ἰοθὸρ τοῦ Κιναίου τοῦ γαμβροῦ Μωυσῆ ἀνέβησαν ἐκ πόλεως τῶν φοινίκων μετὰ τῶν υἱῶν Ἰούδα εἰς τὴν ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῷ νότῳ Ἰούδα, ἥ ἐστιν ἐπὶ καταβάσεως Ἀράδ, καὶ κατῴκησαν μετὰ τοῦ λαοῦ.

Κρ. 1,16                     Οι απόγονοι του Ιοθόρ, του Κιναίου, πενθερού του Μωϋσέως ανέβησαν από την πόλιν των Φοινίκων, δηλαδή την Ιεριχώ, μαζή με την φυλήν Ιούδα εις την έρημον νοτίως εις την περιοχήν της φυλής Ιούδα, η οποία ευρίσκεται εις την κατωφέρειαν της Αράδ, και εγκατεστάθησαν εκεί μαζή με τον λαόν.

Κρ. 1,17             καὶ ἐπορεύθη Ἰούδας μετὰ Συμεὼν τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ καὶ ἔκοψε τὸν Χαναναῖον τὸν κατοικοῦντα Σεφέκ· καὶ ἐξωλόθρευσεν αὐτούς, καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα τῆς πόλεως Ἀνάθεμα.

Κρ. 1,17                     Η φυλή του Ιούδα μαζή με την γειτονικήν της φυλήν του Συμεών εβάδισε και κατέκοψε τους Χαναναίους, οι οποίοι, κατοικούσαν την Σεφέκ· εξωλόθρευσεν αυτούς και ωνόμασαν την πόλιν εκείνην “Ανάθεμα”.

Κρ. 1,18             καὶ οὐκ ἐκληρονόμησεν Ἰούδας τὴν Γάζαν οὐδὲ τὰ ὅρια αὐτῆς, οὐδὲ τὴν Ἀσκάλωνα οὐδὲ τὰ ὅρια αὐτῆς, οὐδὲ τὴν Ἀκκαρὼν οὐδὲ τὰ ὅρια αὐτῆς, τὴν Ἄζωτον οὐδὲ τὰ περισπόρια αὐτῆς.

Κρ. 1,18                     Αλλά η φυλή του Ιούδα δεν κατέκτησε την Γαζαν ούτε την γύρω αυτής περιοχήν, ούτε την Ασκάλωνα με την περιοχήν της, ούτε την Ακκαρών με την περιοχήν της, ούτε την Αζωτον με την γύρω αυτής καλλιεργήσιμον περιοχήν.

Κρ. 1,19             καὶ ἦν Κύριος μετὰ Ἰούδα καὶ ἐκληρονόμησε τὸ ὄρος, ὅτι οὐκ ἠδυνάσθησαν ἐξολοθρεῦσαι τοὺς κατοικοῦντας τὴν κοιλάδα, ὅτι Ῥηχὰβ διεστείλατο αὐτοῖς.

Κρ. 1,19                     Ο Κυριος ήτό με την φυλήν Ιούδα, η οποία κατέλαβε και εκληρονόμησε την ορεινήν περιοχήν· εγκατεστάθη δε εκεί διότι δεν ημπόρεσαν να εξολοθρεύσουν τους κατοικούντας εις τα πεδινά μέρη, ο δε Ρηχάβ συνέστησεν εις αυτούς να μη καταλάβουν την πεδινήν περιοχήν.

Κρ. 1,20             καὶ ἔδωκαν τῷ Χάλεβ τὴν Χεβρών, καθὼς ἐλάλησε Μωυσῆς, καὶ ἐκληρονόμησεν ἐκεῖθεν τὰς τρεῖς πόλεις τῶν υἱῶν Ἐνάκ.

Κρ. 1,20                    Οι Ισραηλίται έδωκαν στον Χαλεβ την Χεβρών όπως είχε παραγγείλει ο Μωϋσής, ο δε Χαλεβ εξώρμησεν από εκεί και κατέλαβε τας τρεις πόλεις των απογόνων του Ενάκ.

Κρ. 1,21             καὶ τὸν Ἰεβουσαῖον τὸν κατοικοῦντα ἐν Ἱερουσαλὴμ οὐκ ἐκληρονόμησαν οἱ υἱοὶ Βενιαμίν, καὶ κατῴκησεν ὁ Ἰεβουσαῖος μετὰ τῶν υἱῶν Βενιαμὶν ἐν Ἱερουσαλὴμ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης.

Κρ. 1,21                     Η φυλή Βενιαμίν δεν εξεδίωξαν τους Ιεβουσαίους οι οποίοι κατοικούσαν εις την Ιερουσαλήμ και δεν κατέλαβαν την περιοχήν των· έτσι δε οι Ιεβουσαίοι κατοικούσαν μαζή με την φυλήν Βενιαμίν εις την Ιερουσαλήμ και την περιοχήν μέχρι της ημέρας αυτής.

 

                                    Οι απόγονοι του Ιωσήφ κυριεύουν τη Βαιθήλ

Κρ. 1,22             καὶ ἀνέβησαν οἱ υἱοὶ Ἰωσὴφ καί γε αὐτοὶ εἰς Βαιθήλ, καὶ Κύριος ἦν μετ᾿ αὐτῶν.

Κρ. 1,22                    Η φυλή των υιών του Ιωσήφ εβάδισε και αυτή εναντίον της Βαιθήλ ο δε Κυριος ήτο μαζή των.

Κρ. 1,23             καὶ παρενέβαλον καὶ κατεσκέψαντο Βαιθήλ· τὸ δὲ ὄνομα τῆς πόλεως ἦν ἔμπροσθεν Λουζά.

Κρ. 1,23                     Επολιόρκησαν και κατεσκόπευσαν την Βαιθήλ, της οποίας το όνομα προηγουμένως ήτο Λουζά.

Κρ. 1,24             καὶ εἶδον οἱ φυλάσσοντες, καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ἐξεπορεύετο ἐκ τῆς πόλεως· καὶ ἔλαβον αὐτὸν καὶ εἶπον αὐτῷ· δεῖξον ἡμῖν τῆς πόλεως τὴν εἴσοδον, καὶ ποιήσομεν μετὰ σοῦ ἔλεος.

Κρ. 1,24                    Οι Ισραηλίται κατάσκοποι επρόσεξαν και είδον και ιδού ένας άνδρας εξήρχετο από την πόλιν. Τον συνέλαβαν και του είπον “δείξε μας την είσοδον της πόλεως και ημείς θα δείξωμεν προς σε έλεος και δεν θα σε φονεύσωμεν”.

Κρ. 1,25             καὶ ἔδειξεν αὐτοῖς τὴν εἴσοδον τῆς πόλεως, καὶ ἐπάταξαν τὴν πόλιν ἐν στόματι ῥομφαίας, τὸν δὲ ἄνδρα καὶ τὴν συγγένειαν αὐτοῦ ἐξαπέστειλαν.

Κρ. 1,25                     Εκείνος τους έδειξε την είσοδον της πόλεως, από την οποίαν οι Ισραηλίται εισήλθον και κατέλαβον την πόλιν και επέρασαν εν στόματι μαχαίρας όλους τους κατοίκους της. Αφήκαν όμως ελευθέρους τον άνδρα εκείνον που τους έδειξε την είσοδον και τους συγγενείς του.

Κρ. 1,26             καὶ ἐπορεύθη ὁ ἀνὴρ εἰς γῆν Χεττὶν καὶ ᾠκοδόμησεν ἐκεῖ πόλιν καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτῆς Λουζά· τοῦτο ὄνομα αὐτῆς ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης.

Κρ. 1,26                    Ο άνθρωπος δε εκείνος μετέβη εις την χώραν των Χετταίων, έκτισεν εκεί πόλιν και της έδωσε το όνομα Λουζά. Αυτό δε και είναι το όνομα της πόλεως μέχρις αυτής της ημέρας.

 

                                    Περιοχές όπου δεν επικράτησαν οι Ισραηλίτες

Κρ. 1,27             καὶ οὐκ ἐξῇρε Μανασσῆ τὴν Βαιθσάν, ἥ ἐστι Σκυθῶν πόλις, οὐδὲ τὰς θυγατέρας αὐτῆς οὐδὲ τὰ περίοικα αὐτῆς οὐδὲ τὴν Θανὰκ οὐδὲ τὰς θυγατέρας αὐτῆς, οὐδὲ τοὺς κατοικοῦντας Δὼρ οὐδὲ τὰς θυγατέρας αὐτῆς, οὐδὲ τὸν κατοικοῦντα Βαλὰκ οὐδὲ τὰ περίοικα αὐτῆς οὐδὲ τὰς θυγατέρας αὐτῆς, οὐδὲ τοὺς κατοικοῦντας Μαγεδὼ οὐδὲ τὰ περίοικα αὐτῆς καὶ τὰς θυγατέρας αὐτῆς, οὐδὲ τοὺς κατοικοῦντας Ἰεβλαὰμ οὐδὲ τὰ περίοικα αὐτῆς οὐδὲ τὰς θυγατέρας αὐτῆς· καὶ ἤρξατο ὁ Χαναναῖος κατοικεῖν ἐν τῇ γῇ ταύτῃ.

Κρ. 1,27                     Η ημίσεια φυλή του Μανασσή δεν εξεδίωξε τους κατοίκους της πόλεως Βαιθσάν αυτή είναι η Σκυθόπολις ούτε τους κατοίκους των χωρίων της και της γύρω περιοχής. Δεν εξεδίωξεν επίσης τους κατοίκους της Θανάκ ούτε τους κατοίκους των χωρίων της και της γύρω περιοχής· δεν εξεδίωξε τους κατοίκους της Δωρ ούτε τους κατοίκους των γύρω χωρίων της, ούτε και τους κατοικούντας εις την Βαλάκ, εις την γύρω περιοχήν και τα χωρία της, ούτε τους κατοικούντας εις Μαγεδώ εις την γύρω περιοχήν και τα χωρία της, ούτε τους κατοικούντας εις την Ιεβλαάμ εις την γύρω περιοχήν και τα χωρία της. Δια τούτο οι Χαναναίοι ανεθάρρησαν, κατοικούσαν και ήρχισαν να επεκτείνωνται εις την περιοχήν αυτήν.

Κρ. 1,28             καὶ ἐγένετο ὅτε ἐνίσχυσεν Ἰσραήλ, καὶ ἐποίησε τὸν Χαναναῖον εἰς φόρον καὶ ἐξαίρων οὐκ ἐξῇρεν αὐτόν.

Κρ. 1,28                    Οι Ισραηλίται έγιναν βεβαίως ισχυροί αλλά δεν εξώντωσαν τους Χαναναίους τελείως. Ηρκέσθησαν να τους κάμουν φόρου υποτελείς.

Κρ. 1,29             καὶ Ἐφραὶμ οὐκ ἐξῇρε τὸν Χαναναῖον τὸν κατοικοῦντα ἐν Γαζέρ· καὶ κατῴκησεν ὁ Χαναναῖος ἐν μέσῳ αὐτοῦ ἐν Γαζὲρ καὶ ἐγένετο εἰς φόρον.

Κρ. 1,29                    Και οι της φυλής Εφραίμ δεν εξεδίωξαν τους Χαναναίους τους κατοικούντας εις Γαζέρ. Ετσι δε οι Χαναναίοι εγκατεστάθησαν εν μέσω των Ισραηλιτών και εις την Γαζέρ γενόμενοι μόνον φόρου υποτελείς εις αυτούς.

Κρ. 1,30             καὶ Ζαβουλὼν οὐκ ἐξῇρε τοὺς κατοικοῦντας Κέδρων, οὐδὲ τοὺς κατοικοῦντας Δωμανά· καὶ κατῴκησεν ὁ Χαναναῖος ἐν μέσῳ αὐτῶν καὶ ἐγένετο αὐτῷ εἰς φόρον.

Κρ. 1,30                     Και η φυλή Ζαβουλών δεν εξεδίωξε τους κατοίκους της πόλεως Κέδρων ούτε τους κατοίκους Δωμανά. Δια τούτο οι Χαναναίοι κατοικούσαν εν μέσω των Ισραηλιτών, πληρώνοντες μόνον εις αυτούς φόρον υποτελείας.

Κρ. 1,31             καὶ Ἀσὴρ οὐκ ἐξῇρε τοὺς κατοικοῦντας Ἀκχώ, καὶ ἐγένετο αὐτῷ εἰς φόρον, καὶ τοὺς κατοικοῦντας Δὼρ καὶ τοὺς κατοικοῦντας Σιδῶνα καὶ τοὺς κατοικοῦντας Ἀαλάφ, τὸν Ἀσχαζὶ καὶ τὸν Χελβὰ καὶ τὸν Ναΐ καὶ τὸν Ἐρεώ.

Κρ. 1,31                     Και η φυλή του Ασήρ δεν εξεδίωξε τους κατοίκους της Ακχώ οι οποίοι έγιναν μόνον φόρου υποτελείς εις αυτήν. Δεν εξεδίωξαν επίσης τους κατοίκους της Δωρ, τους κατοίκους της Σιδώνος, τους κατοίκους της Ααλάφ, τας φυλάς Ασχαζί, Χελβά, Ναϊ και Ερεώ.

Κρ. 1,32             καὶ κατῴκησεν ὁ Ἀσὴρ ἐν μέσῳ τοῦ Χαναναίου τοῦ κατοικοῦντος τὴν γῆν, ὅτι οὐκ ἠδυνήθη ἐξᾶραι αὐτόν.

Κρ. 1,32                     Ετσι δε η φυλή του Ασήρ συγκατώκησε μαζή με τους Χαναναίους, τους κατοίκους της περιοχής, διότι δεν έδειξε διάθεσιν να εκδιώξη αυτούς.

Κρ. 1,33             καὶ Νεφθαλὶ οὐκ ἐξῇρε τοὺς κατοικοῦντας Βαιθσαμὺς καὶ τοὺς κατοικοῦντας Βαιθανάθ, καὶ κατῴκησε Νεφθαλὶ ἐν μέσῳ τοῦ Χαναναίου τοῦ κατοικοῦντος τὴν γῆν· οἱ δὲ κατοικοῦντες Βαιθσαμὺς καὶ τὴν Βαιθενὲθ ἐγένοντο αὐτοῖς εἰς φόρον.

Κρ. 1,33                     Ομοίως και η φυλή του Νεφθαλί δεν εξεδίωξε τους κατοίκους της Βαιθσαμύς και τους κατοίκους της Βαιθανάθ. Ετσι δε η φυλή αυτή κατώκησεν εν μέσω των Χαναναίων, οι οποίοι ήσαν εγκατεστημένοι εις την χώραν των. Μονον ότι οι κάτοικοι της Βαιθσαμύς και της Βαιθανάθ έγιναν φόρου υποτελείς εις την φυλήν Νεφθαλί.

Κρ. 1,34             καὶ ἐξέθλιψεν ὁ Ἀμοῤῥαῖος τοὺς υἱοὺς Δὰν εἰς τὸ ὄρος, ὅτι οὐκ ἀφῆκαν αὐτὸν καταβῆναι εἰς τὴν κοιλάδα.

Κρ. 1,34                     Οι Αμορραίοι μάλιστα ανεθάρρησαν και εστενοχώρησαν πολύ τους υιούς της φυλής Δαν που κατοικούσαν στο όρος και δεν τους επέτρεπαν να κατέρχωνται εις την πεδιάδα.

Κρ. 1,35             καὶ ἤρξατο ὁ Ἀμοῤῥαῖος κατοικεῖν ἐν τῷ ὄρει τῷ ὀστρακώδει, ἐν ᾧ αἱ ἄρκοι καὶ ἐν ᾧ αἱ ἀλώπεκες, ἐν τῷ Μυρσινῶνι καὶ ἐν Θαλαβίν· καὶ ἐβαρύνθη ἡ χεὶρ οἴκου Ἰωσὴφ ἐπὶ τὸν Ἀμοῤῥαῖον, καὶ ἐγενήθη αὐτοῖς εἰς φόρον.

Κρ. 1,35                     Ηρχισαν δε οι Αμορραίοι να ανέρχωνται και να κατοικούν στο όρος το οστρακώδες στο οποίον υπήρχον άρκτοι και αλώπεκες, στον Μυρσινώνα και Θαλαβίν. Οι απόγονοι όμως της φυλής του Ιωσήφ επεβλήθησαν με την ισχύν των στους Αμορραίους και τους ηνάγκασαν να γίνουν φόρου υποτελείς εις αυτούς.

Κρ. 1,36             καὶ τὸ ὅριον τοῦ Ἀμοῤῥαίου ἀπὸ τῆς ἀναβάσεως Ἀκραβὶν ἀπὸ τῆς Πέτρας καὶ ἐπάνω.

Κρ. 1,36                     Η δε περιοχή την οποίαν κατείχον οι Αμορραίοι εξετείνετο από την ανωφέρειαν Ακραβίν, από την πόλιν Πέτρα και επάνω.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2- Ο ΘΕΟΣ ΕΠΙΤΙΜΑ ΤΟΥΣ ΙΣΡΑΗΛΙΤΕΣ

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΤΟΥ ΝΑΥΗ - ΟΙ ΙΣΡΑΗΛΙΤΕΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΟΥΝ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ

                                    Επιτίμιση του Θεού κατά των Ισραηλιτών

Κρ. 2,1              Καὶ ἀνέβη ἄγγελος Κυρίου ἀπὸ Γαλγὰλ ἐπὶ τὸν Κλαυθμῶνα καὶ ἐπὶ Βαιθὴλ καἱ ἐπὶ τὸν οἶκον Ἰσραὴλ καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· τάδε λέγει Κύριος· ἀνεβίβασα ὑμᾶς ἐξ Αἰγύπτου καὶ εἰσήγαγον ὑμᾶς εἰς τὴν γῆν, ἣν ὤμοσα τοῖς πατράσιν ὑμῶν, καὶ εἶπα· οὐ διασκεδάσω τὴν διαθήκην μου τὴν μεθ᾿ ὑμῶν εἰς τὸν αἰῶνα·

Κρ. 2,1                       Αγγελος Κυρίου ανέβη από τα Γαλγαλα στοποθεσίαν την οποίαν ωνόμαζον “Κλαυθμώνα” και εις την Βαιθήλ, όπού κατοικούσαν οι Ισραηλίται, και είπεν εις αυτούς· “αυτά λέγει ο Κυριος· σας έβγαλα ελευθέρους από την Αίγυπτον και σας ωδήγησα εις την χώραν αυτήν, δια την οποίαν ωρκίσθηκα στους προπάτορας σας και είπα· Ουδέποτε θα αθετήσω την συμφωνίαν μου με σας.

Κρ. 2,2              καὶ ὑμεῖς οὐ διαθήσεσθε διαθήκην τοῖς ἐγκαθημένοις εἰς τὴν γῆν ταύτην, οὐδὲ τοῖς θεοῖς αὐτῶν προσκυνήσετε, ἀλλὰ τὰ γλυπτὰ αὐτῶν συντρίψετε, τὰ θυσιαστήρια αὐτῶν καθελεῖτε. καὶ οὐκ εἰσηκούσατε τῆς φωνῆς μου, ὅτι ταῦτα ἐποιήσατε.

Κρ. 2,2                      Ούτε όμως και σεις θα έλθετε εις συμφωνίαν με τους κατοίκους της χώρας αυτής, ούτε και τους θεούς των ποτέ θα προσκυνήσετε αλλά τα είδωλά των θα συντρίψετε και τα θυσιαστήριά των θα καταστρέψετε. Σεις όμως δεν υπηκούσατε εις την εντολήν μου και εκάματε αυτά που σας είχα απαγορεύσει.

Κρ. 2,3              κἀγὼ εἶπον· οὐ μὴ ἐξάρω αὐτοὺς ἐκ προσώπου ὑμῶν, καὶ ἔσονται ὑμῖν εἰς συνοχάς, καὶ οἱ θεοὶ αὐτῶν ἔσονται ὑμῖν εἰς σκάνδαλον.

Κρ. 2,3                      Και εγώ είπα και απεφάσισα· Δεν θα εκδιώξω και δεν θα εξαφανίσω από εμπρός σας τους Χαναναίους, και έτσι αυτοί παραμένοντες μεταξύ σας θα είναι δια σας διαρκής στενοχωρία, οι δε θεοί των θα είναι δια σας συνεχές σκάνδαλον προς το πονηρόν”.

Κρ. 2,4              καὶ ἐγένετο ὡς ἐλάλησεν ὁ ἄγγελος Κυρίου τοὺς λόγους τούτους πρὸς πάντας υἱοὺς Ἰσραήλ, καὶ ἐπῇραν ὁ λαὸς τὴν φωνὴν αὐτῶν καὶ ἔκλαυσαν.

Κρ. 2,4                      Οταν ο άγγελος διελάλησε τα λόγια αυτά προς όλους τους Ισραηλίτας, όλος ο λαός έβγαλε κραυγήν και έκλαυσε.

Κρ. 2,5              καὶ ἐπωνόμασαν τὸ ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου, Κλαυθμῶνες· καὶ ἐθυσίασαν ἐκεῖ τῷ Κυρίῳ.

Κρ. 2,5                      Δια τούτο δε και ωνόμασαν τον τόπον εκείνον “Κλαυθμώνες”. Εκεί προσέφεραν θυσίας προς τον Κυριον.

 

                                    Ο θάνατος του Ιησού του Ναυή

Κρ. 2,6              Καὶ ἐξαπέστειλεν Ἰησοῦς τὸν λαόν, καὶ ἦλθεν ἀνὴρ εἰς τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ κατακληρονομῆσαι τὴν γῆν.

Κρ. 2,6                      Ο Ιησούς του Ναυή απέλυσε τον λαόν και κάθε Ισραηλίτης μετέβη εις την κληρονομίαν του, δια να γίνη κύριος της χώρας.

Κρ. 2,7              καὶ ἐδούλευσεν ὁ λαὸς τῷ Κυρίῳ πάσας τὰς ἡμέρας Ἰησοῦ καὶ πάσας τὰς ἡμέρας τῶν πρεσβυτέρων, ὅσοι ἐμακροημέρευσαν μετὰ Ἰησοῦ, ὅσοι ἔγνωσαν πᾶν τὸ ἔργον Κυρίου τὸ μέγα, ὃ ἐποίησεν ἐν τῷ Ἰσραήλ.

Κρ. 2,7                      Ο ισραηλιτικός λαός υπήκουε και ελάτρευε τον Κυριον όλον το διάστημα κατά το οποίον εζούσεν ο Ιησούς του Ναυη, και όλον το διάστημα κατά το οποίον εζούσαν οι γεροντότεροι, οι σύγχρονοι του Ιησού του Ναυη, οι οποίοι είχον ίδει και γνωρίσει όλα τα μεγάλα και θαυμαστά έργα, τα οποία εκαμεν ο Κυριος προς χάριν του Ισραηλιτικού λαού.

Κρ. 2,8              καὶ ἐτελεύτησεν Ἰησοῦς υἱὸς Ναυὴ δοῦλος Κυρίου, υἱὸς ἑκατὸν δέκα ἐτῶν.

Κρ. 2,8                      Ο Ιησούς του Ναυη, ο πιστός αυτός δούλος του Κυρίου, απέθανε εις ηλικίαν εκατόν δέκα ετών.

Κρ. 2,9              καὶ ἔθαψαν αὐτὸν ἐν ὁρίῳ τῆς κληρονομίας αὐτοῦ ἐν Θαμναθαρές, ἐν ὄρει Ἐφραὶμ ἀπὸ βοῤῥᾶ τοῦ ὄρους Γαάς.

Κρ. 2,9                      Εθαψαν δε αυτόν οι Ισραηλίται εις την περιοχήν της κληρονομίας του, την πόλιν Θαμναθαρές, στο όρος Εφραίμ βορείως του όρους Γαάς.

Κρ. 2,10             καί γε πᾶσα ἡ γενεὰ ἐκείνη προσετέθησαν πρὸς τοὺς πατέρας αὐτῶν, καὶ ἀνέστη γενεὰ ἑτέρα μετ᾿ αὐτούς, οἳ οὐκ ἔγνωσαν τὸν Κύριον καί γε τὸ ἔργον, ὃ ἐποίησεν ἐν τῷ Ἰσραήλ.

Κρ. 2,10                    Αλλά και όλη εκείνη η γενεά η σύγχρονος του Ιησού του Ναυή προσετέθη με την σειράν της στους προγόνους της, και υστερα από αυτούς ανεφάνη άλλη γενεά, της οποίας οι άνθρωποι δεν εγνώριζαν τον Κυριον ούτε και τα μεγάλα έργα, τα οποία είχε κάμει προς χάριν των Ισραηλιτών. Επαυσαν να τον λατρεύουν.

 

                                    Οι Ισραηλίτες εγκαταλείπουν τον Κύριο

Κρ. 2,11             Καὶ ἐποίησαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ τὸ πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου καὶ ἐλάτρευσαν τοῖς Βααλίμ.

Κρ. 2,11                     Ετσι δε οι Ισραηλίται εξέκλιναν και έπραξαν έργα πονηρά, μισητά ενώπιον του Κυρίου, και ελάτρευσαν τον ειδωλολατρικόν θεόν Βααλ.

Κρ. 2,12             καὶ ἐγκατέλιπον τὸν Κύριον τὸν Θεὸν τῶν πατέρων αὐτῶν τὸν ἐξαγαγόντα αὐτοὺς ἐκ γῆς Αἰγύπτου καὶ ἐπορεύθησαν ὀπίσω θεῶν ἑτέρων ἀπὸ τῶν θεῶν τῶν ἐθνῶν τῶν περικύκλῳ αὐτῶν καί προσεκύνησαν αὐτοῖς καὶ παρώργισαν τὸν Κύριον

Κρ. 2,12                    Εγκατέλιπον Κυριον τον Θεόν των προγόνων των, ο οποίος τους είχε βγάλει ελευθέρους από την χώραν της Αιγύπτου και ηκολούθησαν άλλους θεούς από τους ειδωλολατρικούς θεούς των γύρω εθνών και προσεκύνησαν αυτούς. Ετσι όμως εξώργισαν τον Κυριον,

Κρ. 2,13             καὶ ἐγκατέλιπον αὐτὸν καὶ ἐλάτρευσαν τῷ Βάαλ καὶ ταῖς Ἀστάρταις.

Κρ. 2,13                     διότι εγκατέλιπον αυτόν και ελάτρευσαν ως θεούς τον Βααλ και την Αστάρτην.

Κρ. 2,14             καὶ ὠργίσθη θυμῷ Κύριος ἐν τῷ Ἰσραὴλ καὶ παρέδωκεν αὐτοὺς εἰς χεῖρας προνομευόντων, καὶ κατεπρονόμευσαν αὐτούς· καὶ ἀπέδοτο αὐτοὺς ἐν χερσὶ τῶν ἐχθρῶν αὐτῶν κυκλόθεν, καὶ οὐκ ἠδυνήθησαν ἔτι ἀντιστῆναι κατὰ πρόσωπον τῶν ἐχθρῶν αὐτῶν.

Κρ. 2,14                    Δια την ασέβειαν και αχαριστίαν των αυτήν ωργίσθη οργήν μεγάλην εναντίον των ο Θεός και τους παρέδωκεν εις χείρας επιδρομέων οι οποίοι ελεηλατούσαν την χώραν των, και τους κατελήστευσαν. Τους παρέδωσεν εξ ολοκλήρου εις τα χέρια των γύρω εχθρών των και δεν ημπόρεσαν πλέον να αντισταθούν ενώπιον αυτών.

Κρ. 2,15             ἐν πᾶσιν, οἷς ἐπορεύοντο, καὶ χεὶρ Κυρίου ἦν ἐπ᾿ αὐτοὺς εἰς κακά, καθὼς ἐλάλησε Κύριος καὶ καθὼς ὤμοσε Κύριος αὐτοῖς, καὶ ἐξέθλιψεν αὐτοὺς σφόδρα.

Κρ. 2,15                     Οπου και αν επήγαιναν, η παντοδύναμος και τιμωρός χειρ του Κυρίου ήτο εναντίον των και τους παρέδιδεν εις θλίψεις, όπως άλλωστε είχε με όρκον προαναγγείλει εις αυτούς ο Κυριος. Δι' αυτό και τους κατέθλιψε πολύ.

Κρ. 2,16             καὶ ἤγειρε Κύριος κριτάς, καὶ ἔσωσεν αὐτοὺς Κύριος ἐκ χειρὸς τῶν προνομευόντων αὐτούς. καί γε τῶν κριτῶν οὐχ ὑπήκουσαν,

Κρ. 2,16                    Ο Κυριος όμως, δια το πολύ του έλεος, ανέδειξεν ευσεβείς ηγέτας, τους Κριτάς, και δι' αυτών τους έσωσεν από τα χέρια των εχθρών οι οποίοι τους ελεηλατούσαν. Δυστυχώς όμως οι Ισραηλίται και εις αυτούς ακόμη τους Κριτάς δεν υπήκουσαν πάντοτε.

Κρ. 2,17             ὅτι ἐξεπόρνευσαν ὀπίσω θεῶν ἑτέρων καὶ προσεκύνησαν αὐτοῖς· καὶ ἐξέκλιναν ταχὺ ἐκ τῆς ὁδοῦ, ἧς ἐπορεύθησαν οἱ πατέρες αὐτῶν τοῦ εἰσακούειν τῶν λόγων Κυρίου, οὐκ ἐποίησαν οὕτως.

Κρ. 2,17                     Διότι εξετράπησαν και ελάτρευσαν άλλους θεούς και προσεκύνησαν αυτούς. Πολύ σύντομα παρεξέκλιναν από τον δρόμον, που είχαν ακολουθήσει οι πατέρες των οι οποίοι υπήκουαν εις τας εντολάς του Κυρίου. Αυτοί όμως δεν έπραξαν σύμφωνα με το καλόν παράδειγμα εκείνων.

Κρ. 2,18             καὶ ὅτι ἤγειρε Κύριος αὐτοῖς κριτάς, καὶ ἦν Κύριος μετὰ τοῦ κριτοῦ καὶ ἔσωσεν αὐτοὺς ἐκ χειρὸς ἐχθρῶν αὐτῶν πάσας τὰς ἡμέρας τοῦ κριτοῦ, ὅτι παρεκλήθη Κύριος ἀπὸ τοῦ στεναγμοῦ αὐτῶν ἀπὸ προσώπου τῶν πολιορκούντων αὐτοὺς καί ἐκθλιβόντων αὐτούς.

Κρ. 2,18                    Καθε φοράν που ο Κυριος ανεδείκνυε Κριτάς, ήτο μαζή με τον εκάστοτε Κριτήν και έτσι έσωζε και ηλευθέρωνεν αυτούς από τα χέρια των εχθρών των, όσον χρόνον εζούσεν ο Κριτής. Τούτο δε διότι ο Κυριος τους ελυπείτο βλέπων αυτούς να θλίβωνται και να στενάζουν εξ αιτίας των εχθρών των, οι οποίοι τους κατέθλιβον και τους εβασάνιζον.

Κρ. 2,19             καὶ ἐγένετο ὡς ἀπέθνησκεν ὁ κριτής, καὶ ἀπέστρεψαν καὶ πάλιν διέφθειραν ὑπὲρ τοὺς πατέρας αὐτῶν πορεύεσθαι ὀπίσω θεῶν ἑτέρων, λατρεύειν αὐτοῖς καὶ προσκυνεῖν αὐτοῖς· οὐκ ἀπέῤῥιψαν τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτῶν, καὶ τὰς ὁδοὺς αὐτῶν τὰς σκληράς.

Κρ. 2,19                    Οταν όμως ο Κριτής απέθνησκεν, οι Ισραηλίται απεμακρύνοντο από τον Θεόν, εξέκλιναν προς το κακόν, διεφβείροντο περισσότερον από τους πατέρας των, ώστε να πορεύωνται οπίσω άλλων θεών, να λατρεύουν αυτούς και να προσκυνούν αυτούς. Δεν ήθελαν να απαρνηθούν τας πονηράς συνηθείας των, τους σκληρούς και διεστραμμένους τρόπους της ζωής των.

Κρ. 2,20             καὶ ὠργίσθη θυμῷ Κύριος ἐν τῷ Ἰσραὴλ καὶ εἶπεν· ἀνθ᾿ ὧν ὅσα ἐγκατέλιπον τὸ ἔθνος τοῦτο τὴν διαθήκην μου, ἣν ἐνετειλάμην τοῖς πατράσιν αὐτῶν, καὶ οὐκ εἰσήκουσαν τῆς φωνῆς μου,

Κρ. 2,20                    Δι' αυτό και ωργίσθη οργήν μεγάλην ο Κυριος εναντίον των Ισραηλιτών και είπεν· “επειδή ο λαός αυτός εγκατέλειψε και κατεπάτησε την διαθήκην μου, την οποίαν εγώ είχα διατάξει προς τους προγόνους των, και δεν υπήκουσαν εις την εντολήν μου,

Κρ. 2,21             καὶ ἐγὼ οὐ προσθήσω τοῦ ἐξᾶραι ἄνδρα ἐκ προσώπου αὐτῶν ἀπὸ τῶν ἐθνῶν, ὧν κατέλιπεν Ἰησοῦς υἱὸς Ναυὴ ἐν τῇ γῇ

Κρ. 2,21                    εγώ δεν θα ενδιαφερθώ πλέον δια να εκδιώξω από εμπρός των ούτε ένα άνδρα από τα ειδωλολατρικά έθνη, τα οποία αφήκεν εις την χώραν των ο Ιησούς του Ναυη”.

Κρ. 2,22             καὶ ἀφῆκε, τοῦ πειράσαι ἐν αὐτοῖς τὸν Ἰσραήλ, εἰ φυλάσσονται τὴν ὁδὸν Κυρίου πορεύεσθαι ἐν αὐτῇ, ὃν τρόπον ἐφύλαξαν οἱ πατέρες αὐτῶν, ἢ οὔ.

Κρ. 2,22                    Ο Θεός επέτρεψε να μείνουν οι λαοί αυτοί δια να δοκιμάση δι' αυτών τους 'Ισραηλιτας, εάν θα ενδιαφερθούν και θα φροντίσουν να βαδίζουν την οδόν του Κυρίου και να τηρούν τας εντολάς του, όπως τας είχαν τηρήσει οι πατέρες των η οχι.

Κρ. 2,23             καὶ ἀφῆκε Κύριος τὰ ἔθνη ταῦτα τοῦ μὴ ἐξᾶραι αὐτὰ τὸ τάχος καὶ οὐ παρέδωκεν αὐτὰ ἐν χειρὶ Ἰησοῦ.

Κρ. 2,23                    Δι' αυτό και αφήκεν ο Κυριος τα έθνη αυτά και δεν τα εξεδίωξεν αμέσως και δεν τα παρέδωκεν εις τα χέρια Ιησού του Ναυή.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3- ΤΑ ΕΘΝΗ ΠΟΥ ΠΑΡΕΜΕΙΝΑΝ ΣΤΗ ΧΩΡΑ

ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΚΡΙΤΑΙ: ΓΟΘΟΝΙΗΛ, ΑΩΔ ΚΑΙ ΣΑΜΕΓΑΡ

                                    Τα έθνη που παρέμειναν στη χώρα

Κρ. 3,1              Καὶ ταῦτα τὰ ἔθνη, ἃ ἀφῆκε Κύριος αὐτὰ ὥστε πειράσαι ἐν αὐτοῖς τὸν Ἰσραήλ, πάντας τοὺς μή ἐγνωκότας τοὺς πολέμους Χαναάν.

Κρ. 3,1                       Αυτά δε είναι τα έθνη, τα οποία αφήκεν ανυπότακτα ο Κυριος μεταξύ των Ισραηλιτών, ώστε να δοκιμάζη την πίστιν και την υπακοήν όλων αυτών, οι οποίοι δεν εγνώρισαν και δεν έλαβον μέρος στους κατά των Χαναναίων πολέμους.

Κρ. 3,2              πλὴν διὰ τὰς γενεὰς υἱῶν Ἰσραὴλ τοῦ διδάξαι αὐτοὺς πόλεμον, πλὴν οἱ ἔμπροσθεν αὐτῶν οὐκ ἔγνωσαν αὐτά·

Κρ. 3,2                      Ακόμη δε και δια να διδάξη τας κατόπιν γενεάς των Ισραηλιτών προς πόλεμον, διότι αι μεταγενέστεροι αύται γενεαί δεν έλαβον μέρος και δεν εγνώρισαν τας πολεμικάς επιχειρήσεις των προγόνων των.

Κρ. 3,3              τὰς πέντε σατραπείας τῶν ἀλλοφύλων καὶ πάντα τὸν Χαναναῖον καὶ τὸν Σιδώνιον καὶ τὸν Εὐαῖον τὸν κατοικοῦντα τὸν Λίβανον ἀπὸ τοῦ ὄρους τοῦ Ἀερμὼν ἕως Λαβωεμάθ.

Κρ. 3,3                       Τα ειδωλολατρικά δε αυτά έθνη είναι τα εξής· Αι πέντε σατραπείαι των αλλοφύλων (Φιλισταίων), όλοι οι Χαναναίοι, οι Σιδώνιοι και οι Ευαίοι οι οποίοι κατοικούσαν το όρος Λιβανον, από το όρος Αερμών μέχρι της Λαβωεμάθ.

Κρ. 3,4              καὶ ἐγένετο ὥστε πειράσαι ἐν αὐτοῖς τὸν Ἰσραήλ, γνῶναι εἰ ἀκούσονται τὰς ἐντολὰς Κυρίου, ἃς ἐνετείλατο τοῖς πατράσιν αὐτῶν ἐν χειρὶ Μωυσῆ.

Κρ. 3,4                      Αφήκε δηλαδή ο Κυριος αυτά τα έθνη δια να δοκιμάση δι' αυτών τους Ισραηλιίας και να μάθη εάν αυτοί υπακούουν και τηρούν τας εντολάς τας οποίας δια μέσου του Μωϋσέως είχε δώσει ο Κυριος στους προγόνους των.

Κρ. 3,5              καὶ οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ κατῴκησαν ἐν μέσῳ τοῦ Χαναναίου καὶ τοῦ Χετταίου καὶ τοῦ Ἀμοῤῥαίου καὶ τοῦ Φερεζαίου καὶ τοῦ Εὐαίου καὶ τοῦ Ἰεβουσαίου

Κρ. 3,5                       Οι Ισραηλίται κατώκησαν και ανεμίχθησαν μαζή με τους Χαναναίους, τους Χετταίους, τους Αμορραίους, τους Φερεζαίους, τους Ευαίους και τους Ιεβουσαίους.

Κρ. 3,6              καὶ ἔλαβον τὰς θυγατέρας αὐτῶν ἑαυτοῖς εἰς γυναῖκας καὶ τὰς θυγατέρας αὐτῶν ἔδωκαν τοῖς υἱοῖς αὐτῶν καὶ ἐλάτρευσαν τοῖς θεοῖς αὐτῶν.

Κρ. 3,6                      Οι Ισραηλίται έλαβον ως συζύγους των τας θυγατέρας εκείνων και έδωκαν εις εκείνους ως συζύγους τας θυγατέρας των, και ελάτρευσαν τους ειδωλολατρικούς θεούς εκείνων.

 

                                    Ο Γοθονιήλ

Κρ. 3,7              Καὶ ἐποίησαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ τὸ πονηρὸν ἐναντίον Κυρίου καὶ ἐπελάθοντο Κυρίου τοῦ Θεοῦ αὐτῶν καὶ ἐλάτρευσαν τοῖς Βααλὶμ καὶ τοῖς ἄλσεσι.

Κρ. 3,7                       Διέπραξαν έτσι οι Ισραηλίται φαύλα και παράνομα ενώπιον του Κυρίου, ελησμόνησαν Κυριον τον Θεόν των και ελάτρευσαν τα είδωλα του Βααλ και τα ιερά άλση όπου υπήρχον και οι βωμοί των ειδώλων.

Κρ. 3,8              καὶ ὠργίσθη θυμῷ Κύριος ἐν τῷ Ἰσραὴλ καὶ ἀπέδοτο αὐτοὺς ἐν χειρὶ Χουσαρσαθαὶμ βασιλέως Συρίας ποταμῶν. καὶ ἐδούλευσαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ τῷ Χουσαρσαθαὶμ ἔτη ὀκτώ.

Κρ. 3,8                      Δι' αυτό και ήναψεν η οργή του Κυρίου εναντίον των Ισραηλιτών και παρέδωσεν αυτούς δούλους εις τα χέρια του Χουσαρσαθαίμ, βασιλέως της Μεσοποταμίας. Και έγιναν οι Ισραηλίται δούλοι και φόρου υποτελείς επί οκτώ έτη στον Χουσαρσαθαίμ.

Κρ. 3,9              καὶ ἐκέκραξαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ πρὸς Κύριον· καί ἤγειρε Κύριος σωτῆρα τῷ Ἰσραήλ, καὶ ἔσωσεν αὐτούς, τὸν Γοθονιὴλ υἱὸν Κενέζ ἀδελφοῦ Χάλεβ τὸν νεώτερον ὑπὲρ αὐτόν,

Κρ. 3,9                      Οι Ισραηλίται μέσα από την κάμινον της θλίψεώς των έκραξαν προς τον Κυριον ζητούντες την λύτρωσιν. Ο δε Κυριος ανέδειξε τότε σωτήρα του ισραηλιτικού λαού τον Γοθονιήλ, υιόν του Κενέζ, νεωτέρου αδελφού του Χαλεβ.

Κρ. 3,10             καὶ ἐγένετο ἐπ᾿ αὐτὸν πνεῦμα Κυρίου, καὶ ἔκρινε τὸν Ἰσραήλ. καὶ ἐξῆλθεν εἰς πόλεμον πρὸς Χουσαρσαθαίμ· καὶ παρέδωκε Κύριος ἐν χειρὶ αὐτοῦ τὸν Χουσαρσαθαὶμ βασιλέα Συρίας ποταμῶν, καὶ ἐκραταιώθη χεὶρ αὐτοῦ ἐπὶ τὸν Χουσαρσαθαίμ.

Κρ. 3,10                     Πνεύμα Κυρίου ήλθεν εις αυτόν και τον ανέδειξε Κριτήν του ισραηλιτικού λαού. Τοτε αυτός εξήλθεν μαζή με Ισραηλίτας πολεμιστάς εις πόλεμον εναντίον του Χουσαρσαθαίμ. Ο δε Κυριος παρέδωκεν εις τα χέρια αυτού νικημένον τον Χουσαοσαθαίμ, βασιλέα της Μεσοποταμίας, και ανεδείχθη έτσι η εξουσία και η δύναμις του Γοθονιήλ ισχυρά και μεγάλη επί του Χουσαρσαθαίμ.

Κρ. 3,11             καὶ ἡσύχασεν ἡ γῆ ἔτη τεσσαράκοντα· καὶ ἀπέθανε Γοθονιὴλ υἱὸς Κενέζ.

Κρ. 3,11                     Ησύχασε δε τότε η χώρα από τας επιδρομάς επί τεσσαράκοντα έτη· και απέθανεν ο Γοθονιήλ ο υιός του Κενέζ.

 

                                    Ο Αώδ

Κρ. 3,12             Καὶ προσέθεντο οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου. καὶ ἐνίσχυσε Κύριος τὸν Ἐγλὼμ βασιλέα Μωὰβ ἐπὶ τὸν Ἰσραὴλ διὰ τὸ πεποιηκέναι αὐτούς τὸ πονηρὸν ἔναντι Κυρίου.

Κρ. 3,12                     Και πάλιν όμως οι Ισραηλίται διέπραξαν φαύλα και αμαρτωλά ενώπιον του Κυρίου. Ο δε Κυριος ενεδυνάμωσε τον Εγλώμ, τον βασιλέα των Μωαβιτών να επέλθη εναντίον των Ισραηλιτών, διότι αυτοί είχαν διαπράξει το πονηρόν ενώπιον του Κυρίου.

Κρ. 3,13             καὶ συνήγαγε πρὸς ἑαυτὸν πάντας τοὺς υἱοὺς Ἀμμὼν καὶ Ἀμαλὴκ καὶ ἐπορεύθη καὶ ἐπάταξε τὸν Ἰσραὴλ καὶ ἐκληρονόμησε τὴν πόλιν τῶν φοινίκων.

Κρ. 3,13                     Ο Εγλώμ συνεκέντρωσε γύρω του τους Αμμωνίτας και Αμαληκίτας, εβάδισεν εναντίον των Ισραηλιτών, τους ενίκησε και κατέλαβε την Ιεριχώ.

Κρ. 3,14             καὶ ἐδούλευσαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ τῷ Ἐγλὼμ βασιλεῖ Μωὰβ ἔτη δεκαοκτώ.

Κρ. 3,14                     Οι Ισραηλίται έγιναν δούλοι, φόρου υποτελείς στον Εγλώμ, βασιλέα των Μωαβιτών, επί δέκα οκτώ έτη.

Κρ. 3,15             καὶ ἐκέκραξαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ πρὸς Κύριον· καὶ ἤγειρεν αὐτοῖς σωτῆρα τὸν Ἀὼδ υἱὸν Γηρὰ υἱὸν τοῦ Ἰεμενί, ἄνδρα ἀμφοτεροδέξιον. καὶ ἐξαπέστειλαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ δῶρα ἐν χειρὶ αὐτοῦ τῷ Ἐγλὼμ βασιλεῖ Μωάβ.

Κρ. 3,15                     Εκραξαν οι Ισραηλίται προς τον Κυριον ζητούντες την επέμβασίν του, ο δε Κυριος ανέδειξε τότε δι' αυτούς σωτήρα τον Αώδ, υιόν Γηρά, υιόν του Ιεμενί, άνδρα που εχρησιμοποίει και την αριστεράν χείρα του ως δεξιάν. Οι Ισραηλίται έστειλαν δώρα προς τον Εγλώμ βασιλέα των Μωαβιτών, δι' επιτροπής της οποίας αρχηγός ήτο ο Αώδ.

Κρ. 3,16             καὶ ἐποίησεν ἑαυτῷ Ἀὼδ μάχαιραν δίστομον, σπιθαμῆς τὸ μῆκος αὐτῆς, καὶ περιεζώσατο αὐτὴν ὑπὸ τὸν μανδύαν ἐπὶ τὸν μηρὸν αὐτοῦ τὸν δεξιόν.

Κρ. 3,16                     Ο Αώδ κατεσκεύασε μίαν δίκοπον μάχαιραν μήκους μιας σπιθαμής, και πριν αναχωρήση δια τον Εγλώμ εκρέμασεν αυτήν κάτω από τον μανδύαν στον δεξιόν μηρόν του.

Κρ. 3,17             καὶ ἐπορεύθη καὶ προσήνεγκε τὰ δῶρα τῷ Ἐγλὼμ βασιλεῖ Μωάβ· καὶ Ἐγλὼμ ἀνὴρ ἀστεῖος σφόδρα.

Κρ. 3,17                     Μετέβη μαζή με τους άλλους άνδρας της αποστολής και παρέδωσε τα δώρα, τον φόρον δηλαδή υποτελείας, στον Εγλώμ τον βασιλέα των Μωαβιτών. Ο δε Εγλώμ ήτο πολύ ωραίος και εύσωμος ανήρ.

Κρ. 3,18             καὶ ἐγένετο ἡνίκα συνετέλεσεν Ἀὼδ προσφέρων τὰ δῶρα, καὶ ἐξαπέστειλε τοὺς φέροντας τὰ δῶρα·

Κρ. 3,18                     Οταν ετελείωσεν ο Αώδ προσφέρων τα δώρα, διέταξε τους άνδρας που τα έφεραν να απέλθουν. Μαζή δε με αυτούς ανεχώρησε και ο ίδιος μέχρι πλησίον εις την τοποθεσίαν Γαλγάλ.

Κρ. 3,19             καὶ αὐτὸς ὑπέστρεψεν ἀπὸ τῶν γλυπτῶν τῶν μετὰ τῆς Γαλγάλ. καὶ εἶπεν Ἀώδ· λόγος μοι κρύφιος πρός σε, βασιλεῦ. καὶ εἶπεν Ἐγλὼμ πρὸς αὐτόν· σιώπα· καὶ ἐξαπέστειλεν ἀφ᾿ ἑαυτοῦ πάντας τοὺς ἐφεστῶτας ἐπ᾿ αὐτόν.

Κρ. 3,19                     Ο Αώδ όμως επέστρεψε μόνος του από την περιοχήν των ειδωλολατρικών αγαλμάτων, που ήσαν πλησίον της Γαλγάλ προς τον βασιλέα Εγλώμ. Είπε δε προς αυτόν· “βασιλεύ, έχω κάποιο μυστικόν να ανακοινώσω προς σέ”. Ο Εγλώμ του είπε· “σιώπα, μη ομιλής”. Αμέσως δε διέταξε και έφυγαν από κοντά του όλοι όσοι υπήρχον γύρω του.

Κρ. 3,20             καὶ Ἀὼδ εἰσῆλθε πρὸς αὐτόν, καὶ αὐτὸς ἐκάθητο ἐν τῷ ὑπερῴῳ τῷ θερινῷ τῷ ἑαυτοῦ μονώτατος. καὶ εἶπεν Ἀώδ· λόγος Θεοῦ μοι πρός σε, βασιλεῦ· καὶ ἐξανέστη ἀπὸ τοῦ θρόνου Ἐγλὼμ ἐγγὺς αὐτοῦ.

Κρ. 3,20                    Ο Αώδ κατά διαταγήν του Εγλώμ ανήλθεν στο υπερώον προς τον Εγλώμ, ο οποίος εκάθητο στο θερινόν υπερώον του εντελώς μόνος. Ο Αώδ τότε του είπε· “βασιλεύ, ο Θεός μου με έστειλε να σου φανερώσω θείαν αποκάλυψιν”. Ο Εγλώμ ηγέρθη με ορμήν από τον θρόνον του και επλησίασε με ενδιαφέρον τον Αώδ.

Κρ. 3,21             καὶ ἐγένετο ἅμα τῷ ἀναστῆναι αὐτὸν καὶ ἐξέτεινεν Ἀὼδ τὴν χεῖρα τὴν ἀριστερὰν αὐτοῦ καὶ ἔλαβε τὴν μάχαιραν ἐπάνωθεν τοῦ μηροῦ αὐτοῦ τοῦ δεξιοῦ καὶ ἐνέπηξεν αὐτὴν ἐν τῇ κοιλίᾳ αὐτοῦ

Κρ. 3,21                     Οταν ο Εγλώμ ηγέρθη, ήπλωσε την αριστεράν του χείρα ο Αώδ ετράβηξε την μάχαιραν, η οποία εκρέματο επάνω στον δεξιόν μηρόν του και την εβύθισεν εις την κοιλίαν του Εγλώμ.

Κρ. 3,22             καὶ ἐπεισήνεγκε καί γε τὴν λαβὴν ὀπίσω τῆς φλογός, καὶ ἐπέκλεισε τὸ στέαρ κατὰ τῆς φλογός, ὅτι οὐκ ἐξέσπασε τὴν μάχαιραν ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ.

Κρ. 3,22                    Ωθησε δε και την λαβήν της μαχαίρας και την εισήγαγεν εις την κοιλίαν μαζή με την λεπίδα. Το δε λίπος της κοιλίας του Εγλώμ εσκέπασε όλην την μάχαιραν, διότι ο Αώδ δεν την ανέσπασε από την κοιλίαν εκείνου.

Κρ. 3,23             καὶ ἐξῆλθεν Ἀὼδ τὴν προστάδα καὶ ἐξῆλθε τοὺς διατεταγμένους καὶ ἀπέκλεισε τὰς θύρας τοῦ ὑπερῴου κατ᾿ αὐτοῦ καὶ ἐσφήνωσε·

Κρ. 3,23                    Κατόπιν ο Αώδ εβγήκεν στον προθάλαμον, επέρασεν εμπρός από τους φρουρούς, αφού προηγουμένως έκλεισε την θύραν του υπερώου και έσυρε το σχοινί, ώστε να σφηνώση εκ των έσω η θύρα.

Κρ. 3,24             καὶ αὐτὸς ἐξῆλθε. καὶ οἱ παῖδες αὐτοῦ εἰσῆλθον καὶ εἶδον καὶ ἰδοὺ αἱ θύραι τοῦ ὑπερῴου ἐσφηνωμέναι, καὶ εἶπαν· μή ποτε ἀποκενοῖ τοὺς πόδας αὐτοῦ ἐν τῷ ταμείῳ τῷ θερινῷ;

Κρ. 3,24                    Οταν ο Αώδ εξήλθεν, οι σωματοφύλακες του βασιλέως εισήλθον στον προθάλαμον και είδον ότι αι θύραι του υπερώου, όπου έμενεν ο βασιλεύς, ήσαν κλεισταί εσωτερικώς. Είπαν δε μεταξύ των· “αι θύραι είναι κλεισμέναι· μήπως ο βασιλεύς βγάζη τα πόδια του από τα υποδήματα προς ανάπαυσιν στο ιδιαίτερον μέρος του θερινού δωματίου του;”

Κρ. 3,25             καὶ ὑπέμειναν ἕως ᾐσχύνοντο, καὶ ἰδοὺ οὐκ ἔστιν ὁ ἀνοίγων τὰς θύρας τοῦ ὑπερῴου· καὶ ἔλαβον τὴν κλεῖδα καὶ ἤνοιξαν, καὶ ἰδοὺ ὁ κύριος αὐτῶν πεπτωκὼς ἐπὶ τὴν γῆν τεθνηκώς.

Κρ. 3,25                    'Επεριμεναν στον προθάλαμον, μέχρις ότου ανησύχησαν και εντράπησαν να περιμένουν περισσότερον. Εκτύπησαν, και ιδού κανείς δεν ανοίγει από μέσα τας θύρας του υπερώου. Επήραν το κλειδί, ήνοιξαν και είδον αίφνης τον βασιλέα των νεκρόν πεσμένον κατά γης.

Κρ. 3,26             καὶ Ἀὼδ διεσώθη ἕως ἐθορυβοῦντο, καὶ οὐκ ἦν ὁ προσνοῶν αὐτῷ· καὶ αὐτὸς παρῆλθε τὰ γλυπτὰ καὶ διεσώθη εἰς Σετειρωθά.

Κρ. 3,26                    Ο Αώδ, μέχρις ότου εκείνοι συνέλθουν από την ταραχήν των, εσώθη δια της φυγής και κανείς δεν έστρεψε προς αυτόν τον νουν και την προσοχήν του. Διήλθεν από την τοποθεσίαν των ειδωλολατρικών αγαλμάτων και έφθασε σώος και ανενόχλητος εις Σετειρωθά.

Κρ. 3,27             καὶ ἐγένετο ἡνίκα ἦλθεν Ἀὼδ εἰς γῆν Ἰσραήλ, καὶ ἐσάλπισεν ἐν κερατίνῃ ἐν τῷ ὄρει Ἐφραίμ· καὶ κατέβησαν σὺν αὐτῷ οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ ἀπὸ τοῦ ὄρους, καὶ αὐτὸς ἔμπροσθεν αὐτῶν.

Κρ. 3,27                    Οταν δε ο Αώδ έφθασεν στο ισραηλιτικόν έδαφος, εσάλπισα με κερατίνην σάλπιγγα πολεμικόν σάλπισμα στο όρος Εφραίμ. Οι Ισραηλίται ήκουσαν και υπήκουσαν στο πολεμικόν εγερτήριον, συνεκεντρώθησαν γύρω του, κατέβησαν μαζή του από το όρος και αυτός προηγείτο ως αρχηγός και οδηγός των εμπρός από αυτούς.

Κρ. 3,28             καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· κατάβητε ὀπίσω μου, ὅτι παρέδωκε Κύριος ὁ Θεὸς τοὺς ἐχθροὺς ἡμῶν τὴν Μωὰβ ἐν χειρὶ ἡμῶν. καὶ κατέβησαν ὀπίσω αὐτοῦ καὶ προκατελάβοντο τὰς διαβάσεις τοῦ Ἰορδάνου τῆς Μωάβ, καὶ οὐκ ἀφῆκεν ἄνδρα διαβῆναι.

Κρ. 3,28                    Είπε δε προς αυτούς· “καταβήτε από το όρος και ελάτε μαζή μου, διότι Κυριος ο Θεός παρέδωσεν εις τα χέρια μας τους εχθρούς μας Μωαβίτας”. Οι Ισραηλίται πολεμικώς συντεταγμένοι τον ηκολούθησαν, κατέλαβον τας προς την Μωάβ διαβάσστου Ιορδάνου και απέκλεισαν την δίοδον εις όλους τους εχθρούς των.

Κρ. 3,29             καὶ ἐπάταξαν τὴν Μωὰβ τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ὡσεὶ δέκα χιλιάδας ἀνδρῶν, πᾶν λιπαρὸν καὶ πάντα ἄνδρα δυνάμεως, καὶ οὐ διεσώθη ὁ ἀνήρ.

Κρ. 3,29                    Εκτύπησαν δε τους Μωαβίτας τους εντεύθεν του Ιορδάνου κατά την ημέραν εκείνην και εφόνευσαν δέκα περίπου χιλιάδας άνδρας. Εφόνευσαν κάθε εύρωστον και ισχυρόν άνδρα και δεν διέφυγε κανείς από τους Μωαβίτας τον θάνατον.

Κρ. 3,30             καὶ ἐνετράπη Μωὰβ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ὑπὸ χεῖρα Ἰσραήλ, καὶ ἡσύχασεν ἡ γῆ ὀγδοήκοντα ἔτη, καὶ ἔκρινεν αὐτοὺς Ἀὼδ ἕως οὗ ἀπέθανε.

Κρ. 3,30                    Ετσι δε εταπεινώθη και εφοβήθη η χώρα των Μωαβιτών κατά την ημέραν εκείνην κάτω από τα χέρια των Ισραηλιτών. Ησύχασε δε η χώρα των Ισραηλιτών επί ογδοήκοντα έτη. Ο Αώδ έμεινε Κριτής εις αυτούς, μέχρις ότου απέθανε.

 

                                    Ο Σαμεγάρ

Κρ. 3,31             Καὶ μετ᾿ αὐτὸν ἀνέστη Σαμεγὰρ υἱὸς Δινὰχ καὶ ἐπάταξε τοὺς ἀλλοφύλους εἰς ἑξακοσίους ἄνδρας ἐν τῷ ἀροτρόποδι τῶν βοῶν· καὶ ἔσωσε καί γε αὐτὸς τὸν Ἰσραήλ.

Κρ. 3,31                     Επειτα από αυτόν ενεφανίσθη ως Κριτής των Ισραηλιτών ο Σαμεγάρ, υιός του Δινάχ, ο οποίος εφόνευσε με ένα αλετροπόδι εξακοσίους αλλοφύλους Φιλισταίους, και έσωσε και αυτός τους Ισραηλίτας από τους εχθρούς των.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4- Η ΔΕΒΒΩΡΑ ΚΑΙ Ο ΒΑΡΑΚ

                                    Η Δεββώρα και ο Βαράκ

Κρ. 4,1              Καὶ προσέθεντο οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου· καὶ Ἀὼδ ἀπέθανε.

Κρ. 4,1                       Και πάλιν όμως οι Ισραηλίται διέπραξαν το κακόν της ειδωλολατρείας και της αμαρτίας ενώπιον του Κυρίου, αφού ήδη είχεν αποθάνει ο Αώδ.

Κρ. 4,2              καὶ ἀπέδοτο τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ Κύριος ἐν χειρὶ Ἰαβὶν βασιλέως Χαναάν, ὃς ἐβασίλευσεν ἐν Ἀσώρ· καὶ ὁ ἄρχων τῆς δυνάμεως αὐτοῦ Σισάρα, καὶ αὐτὸς κατῴκει ἐν Ἀρισὼθ τῶν ἐθνῶν.

Κρ. 4,2                      Ο Κυριος παρέδωκεν αυτούς εις τα χέρια του Ιαβίν, βασιλέως της Χαναάν, ο οποίος είχεν ως πρωτεύουσαν του βασιλείου του την Ασώρ. Αρχιστράτηγος των πολεμικών του δυνάμεων το ο Σισάρα, ο οποίος κατοικούσεν εις την πάλιν Αρισώθ, εις περιοχήν ονομαζομένην “Χωρα Εθνών”.

Κρ. 4,3              καὶ ἐκέκραξαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ πρὸς Κύριον, ὅτι ἐννακόσια ἅρματα σιδηρᾶ ἦν αὐτῷ, καὶ αὐτὸς ἔθλιψε τὸν Ἰσραὴλ κατὰ κράτος εἴκοσιν ἔτη.

Κρ. 4,3                      Οι Ισραηλίται με κραυγήν μεγάλην παρεκάλεσαν τον Κυριον διότι ο εχθρός, πολύ δυνατός με τα εννεακόσια σιδηρά άρματά που είχε, κατέθλιβε τους Ισραηλίτας πάρα πολύ επί είκοσιν έτη.

Κρ. 4,4              καὶ Δεββώρα γυνὴ προφῆτις γυνὴ Λαφιδώθ, αὕτη ἔκρινε τὸν Ἰσραὴλ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ.

Κρ. 4,4                      Τοτε έζη μία γυνή Δεββώρα ονόματι προφήτις σύζυγος του Λαφιδώθ, η οποία ήτο Κριτής του ισραηλιτικού λαού κατά τον καιρόν εκείνον.

Κρ. 4,5              καὶ αὐτὴ ἐκάθητο ὑπὸ φοίνικα Δεββώρα ἀνὰ μέσον τῆς Ῥαμὰ καὶ ἀνὰ μέσον τῆς Βαιθὴλ ἐν τῷ ὄρει Ἐφραίμ, καὶ ἀνέβαινον πρὸς αὐτὴν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ εἰς κρίσιν.

Κρ. 4,5                      Η γυνή αυτή, η Δεββώρα, είχε την κατοικίαν της κάτω από ένα φοίνικα, μεταξύ των πόλεων Ραμά και Βαιθήλ στο όρος Εφραίμ και ανέβαιναν προς αυτήν οι Ισραηλίται, δια να κρίνη και δικάση τας μεταξύ των διαφοράς.

Κρ. 4,6              καὶ ἀπέστειλε Δεββώρα καὶ ἐκάλεσε τὸν Βαρὰκ υἱὸν Ἀβινεὲμ ἐκ Κάδης Νεφθαλὶ καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· οὐχὶ ἐνετείλατο Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ σοι καὶ ἀπελεύσῃ εἰς ὄρος Θαβὼρ καὶ λήψῃ μετὰ σεαυτοῦ δέκα χιλιάδας ἀνδρῶν ἐκ τῶν υἱῶν Νεφθαλὶ καὶ ἐκ τῶν υἱῶν Ζαβουλών;

Κρ. 4,6                      Η Δεββώρα έστειλε και εκάλεσεν από την πόλιν Καδης της φυλής Νεφθαλί, τον Βαράκ, υιόν του Αβινεέμ, και είπε προς αυτόν· “εσένα δεν σε διέταξε Κυριος ο Θεός να μεταβής στο όρος Θαβώρ, αφού πρώτον συγκαλέσης και καταρτίσης στρατόν εκ δέκα χιλιάδων ανδρών από τας φυλάς Νεφθαλί και Ζαβουλών;

Κρ. 4,7              καὶ ἐπάξω πρὸς σὲ εἰς τὸν χειμάῤῥουν Κισῶν τὸν Σισάρα ἄρχοντα τῆς δυνάμεως Ἰαβὶν καὶ τὰ ἅρματα αὐτοῦ καὶ τὸ πλῆθος αὐτοῦ καὶ παραδώσω αὐτόν εἰς χεῖράς σου.

Κρ. 4,7                      Εγώ θα οδηγήσω προς σέ, στον χείμαρρον Κισών, τον Σισάρα, αρχιστράτηγον του στρατού του βασιλέως Ιαβίν, τα άρματά του και το πλήθος των στρατιωτών του, και θα παραδώσω αυτόν εις τα χέρια σου”.

Κρ. 4,8              καὶ εἶπε πρὸς αὐτὴν Βαράκ· ἐὰν πορευθῇς μετ᾿ ἐμοῦ, πορεύσομαι, καὶ ἐὰν μὴ πορευθῇς, οὐ πορεύσομαι· ὅτι οὐκ οἶδα τὴν ἡμέραν, ἐν ᾗ εὐοδοῖ Κύριος τὸν ἄγγελον μετ᾿ ἐμοῦ.

Κρ. 4,8                      Απήντησε δε προς αυτήν ο Βαράκ· “εάν πορευθής και συ μαζή μου, θα πορευθώ και εγώ. Εάν όμως δεν έλθης μαζή μου, ούτε εγώ θα προχωρήσω· διότι δεν γνωρίζω την ημέραν, κατά την οποίαν με τον άγγελόν του ο Θεός θα κατευοδώση εις επιτυχίαν τας προσπάθειάς μου”.

Κρ. 4,9              καὶ εἶπε· πορευομένη πορεύσομαι μετὰ σοῦ· πλὴν γίνωσκε ὅτι οὐκ ἔσται τὸ προτέρημά σου ἐπὶ τὴν ὁδόν, ἣν σὺ πορεύῃ, ὅτι ἐν χειρὶ γυναικὸς ἀποδώσεται Κύριος τὸν Σισάρα. καὶ ἀνέστη Δεββώρα καὶ ἐπορεύθη μετὰ τοῦ Βαρὰκ ἐκ Κάδης.

Κρ. 4,9                      Η Δεββώρα του είπε· “μάλιστα, θα πορευθώ οπωσδήποτε μαζή σου. Πλην όμως γνώριζε τούτο, ότι η δόξα δια το κατόρθωμά σου στον δρόμον, τον οποίον συ τώρα βαδίζεις δεν θα είναι ιδική σου, διότι εις τα χέρια γυναικός θα παραδώση ο Κυριος τον Σισάρα”. Ηγέρθη η Δεββώρα ητοιμάσθη και εβάδισε μαζή με τον Βαράκ εκ Καδης.

Κρ. 4,10             καὶ ἐβόησε Βαρὰκ τὸν Ζαβουλὼν καὶ τὸν Νεφθαλὶ ἐκ Κάδης, καὶ ἀνέβησαν κατὰ πόδας αὐτοῦ δέκα χιλιάδες ἀνδρῶν· καί ἀνέβη Δεββώρα μετ᾿ αὐτοῦ.

Κρ. 4,10                    Μεγαλοφώνως δε ο Βαράκ προσεκάλεσε τας φυλάς Ζαβουλών και Νεφθαλί εις Καδης και εστρατολόγησεν άνδρας, οι οποίοι τον ηκολούθησαν δέκα χιλιάδας. Μαζή του επορεύθη και η Δεββώρα.

Κρ. 4,11             καὶ Χαβὲρ ὁ Κιναῖος ἐχωρίσθη ἀπὸ Καινᾶ ἀπὸ τῶν υἱῶν Ἰωβὰβ γαμβροῦ Μωυσῆ καὶ ἔπηξε τὴν σκηνὴν αὐτοῦ ἕως δρυὸς πλεονεκτούντων, ἥ ἐστιν ἐχόμενα Κεδές.

Κρ. 4,11                     Ο Χαβέρ ο Κιναίος εχωρίσθη από τους άλλους Κιναίους, απογόνους του Ιωβάβ, του πενθερού του Μωϋσέως και εγκατεστάθη μέχρι της τοποθεσίας, που λέγεται “Δρυς των πλεονεκτούντων” η οποία τοποθεσία είναι πλησίον της πόλεως Κεδές.

Κρ. 4,12             καὶ ἀνηγγέλη Σισάρᾳ, ὅτι ἀνέβη Βαρὰκ υἱὸς Ἀβινεὲμ εἰς ὄρος Θαβώρ.

Κρ. 4,12                    Ανηγγέλθη δε στον αρχιστράτηγον Σισάρα, ότι ο Βαράκ, ο υιός του Αβινεέμ, ανέβη στο όρος Θαβώρ με στρατόν.

Κρ. 4,13             καὶ ἐκάλεσε Σισάρα πάντα τὰ ἅρματα αὐτοῦ ἐννακόσια ἅρματα σιδηρᾶ, καὶ πάντα τὸν λαὸν τὸν μετ᾿ αὐτοῦ ἀπὸ Ἀρισὼθ τῶν ἐθνῶν εἰς τὸν χειμάῤῥουν Κισῶν.

Κρ. 4,13                     Εκάλεσε τότε ο Σισάρα και επήρε μαζή του όλα τα εννεακόσια σιδηρά άρματα και όλον τον στρατόν του από την Αρισώθ της περιοχής των εθνών, και ήλθεν στον χείμαρρον Κισών.

Κρ. 4,14             καὶ εἶπε Δεββώρα πρὸς Βαράκ· ἀνάστηθι, ὅτι αὕτη ἡ ἡμέρα, ἐν ᾗ παρέδωκε Κύριος τὸν Σισάρα ἐν τῇ χειρί σου, ὅτι Κύριος ἐξελεύσεται ἔμπροσθέν σου. καὶ κατέβη Βαρὰκ κατὰ τὸ ὄρος Θαβὼρ καὶ δέκα χιλιάδες ἀνδρῶν ὀπίσω αὐτοῦ.

Κρ. 4,14                    Είπε δε η Δεδδώρα προς τον Βαράκ· “σήκω και ετοιμάσου, διότι αυτή η ημέρα είναι εκείνη, κατά την οποίαν ο Κυριος παρέδωσε τον Σισάρα εις τα χέρια σου· διότι ο Κυριος σαν παντοδύναμος αρχιστράτηγος, θα προηγήται από σε και τον στρατόν σου”. Ο Βαράκ κατέβη από το όρος το Θαβώρ και μαζή του ακολουθούσαν αι δέκα χιλιάδες των στρατιωτών του.

Κρ. 4,15             καὶ ἐξέστησε Κύριος τὸν Σισάρα καὶ πάντα τὰ ἅρματα αὐτοῦ καὶ πᾶσαν τὴν παρεμβολὴν αὐτοῦ ἐν στόματι ῥομφαίας ἐνώπιον Βαράκ· καὶ κατέβη Σισάρα ἐπάνωθεν τοῦ ἅρματος αὐτοῦ καὶ ἔφυγε τοῖς ποσὶν αὐτοῦ.

Κρ. 4,15                     Ενέβαλε δε ο Κυριος φόβον και τρόμον στον Σισάρα, εις όλα τα άρματά του και εις όλον τον στρατόν του, όταν αντίκρυσαν τας ρομφαίας του στρατού του Βαράκ. Ο Σισάρα τόσον ετρόμαξε και εταράχθη, ώστε κατέβη από το άρμα του και ετράπη πεζός εις φυγήν.

Κρ. 4,16             καὶ Βαρὰκ διώκων ὀπίσω τῶν ἁρμάτων καὶ ὀπίσω τῆς παρεμβολῆς ἕως Ἀρισὼθ τῶν ἐθνῶν· καὶ ἔπεσε πᾶσα παρεμβολὴ Σισάρα ἐν στόματι ῥομφαίας, οὐ κατελείφθη ἕως ἑνός.

Κρ. 4,16                    Ο Βαράκ ήρχισεν αμέσως να καταδιώκη πίσω από τα άρματα και πίσω από τον εχθρικόν στρατόν μέχρι εις την Αρισώθ, της περιοχής των εθνών. Ολος ο στρατός του Σισάρα έπεσεν εν στόματι μαχαίρας από τον στρατόν του Βαράκ, και δεν διεσώθη ούτε ενας.

Κρ. 4,17             καὶ Σισάρα ἔφυγε τοῖς ποσὶν αὐτοῦ εἰς σκηνὴν Ἰαὴλ γυναικὸς Χαβὲρ ἑταίρου τοῦ Κιναίου, ὅτι εἰρήνη ἦν ἀναμέσον Ἰαβὶν βασιλέως Ἀσὼρ καὶ ἀναμέσον τοῦ οἴκου Χαβὲρ τοῦ Κιναίου.

Κρ. 4,17                     Ο δε Σισάρα έφυγε πεζός και έφθασεν εις την σκηνήν της Ιαήλ συζύγου του Χαβέρ του Κιναίου, διότι υπήρχεν ειρήνη μεταξύ Ιαβίν του βασιλέως Ασώρ και του οίκου του Χαβέρ του Κιναίου.

Κρ. 4,18             καὶ ἐξῆλθεν Ἰαὴλ εἰς συνάντησιν Σισάρα καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἔκκλινον, κύριέ μου, ἔκλινον πρός με, μὴ φοβοῦ· καὶ ἐξέκλινε πρὸς αὐτὴν εἰς τὴν σκηνήν. καὶ περιέβαλεν αὐτὸν ἐπιβολαίῳ.

Κρ. 4,18                    Η Ιαήλ εβγήκεν από την σκηνήν της εις συνάντησιν του Σισάρα και είπε προς αυτόν· “κύριέ μου, έλα προς το μέρος μου, έλα εις την σκηνήν μου να αναπαυθής και μη φοβησαι”. Ο Σισάρα εισήλθε πράγματι εις την σκηνήν αυτής δια να αναπαυθή και εκείνη τον εσκέπασε με ένα σκέπασμα.

Κρ. 4,19             καὶ εἶπε Σισάρα πρὸς αὐτήν· πότισόν με δὴ μικρὸν ὕδωρ, ὅτι ἐδίψησα· καὶ ἤνοιξε τὸν ἀσκὸν τοῦ γάλακτος, καὶ ἐπότισεν αὐτὸν καὶ περιέβαλεν αὐτόν.

Κρ. 4,19                    Είπε δε ο Σισάρα προς αυτήν· “δος μου λίγο νερό να πίω, διότι εδίψησα”. Εκείνη ήνοιξε τον ασκόν που περιείχε γάλα, έδωσεν εις αυτόν να πίη και εσκέπασεν αυτόν.

Κρ. 4,20             καὶ εἶπε πρὸς αὐτὴν Σισάρα· στῆθι δὴ ἐπὶ τὴν θύραν τῆς σκηνῆς, καὶ ἔσται ἐὰν ἀνὴρ ἔλθῃ πρός σε καὶ ἐρωτήσῃ σε καὶ εἴπῃ· εἰ ἔστιν ὧδε ἀνήρ; καὶ ἐρεῖς· οὐκ ἔστι.

Κρ. 4,20                    Ο δε Σισάρα είπε προς αυτήν· “στάσου τώρα εις την θύραν της σκηνής· και εάν τυχόν παρουσιασθή κανένας άνθρωπος και σε ερωτήση. Μηπως είναι κανένας άνδρας εντός της σκηνής; Εσύ θα απαντήσης, δεν είναι”.

Κρ. 4,21             καὶ ἔλαβεν Ἰαὴλ γυνὴ Χαβὲρ τὸν πάσσαλον τῆς σκηνῆς καὶ ἔθηκε τὴν σφῦραν ἐν τῇ χειρὶ αὐτῆς καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτὸν ἐν κρυφῇ καὶ ἔπηξε τὸν πάσσαλον ἐν τῷ κροτάφῳ αὐτοῦ, καὶ διεξῆλθεν ἐν τῇ γῇ· καὶ αὐτὸς ἐξεστὼς ἐσκοτώθη καὶ ἀπέθανε.

Κρ. 4,21                    Η Ιαήλ, η σύζυγος του Χαβέρ, εβγήκεν από την σκηνήν επήρε στο ένα χέρι της πάσσαλον της σκηνής και στο άλλο χέρι της το σφυρί και, ενώ ο Σισάρα εκοιμάτο, εισήλθεν ήσυχα εις την σκηνήν επλησίασε τον Σισάρα και εκάρφωσε τον πάσσαλον δια της σφύρας στον κρόταφον αυτού, εξήλθεν ο πάσσαλος από το άλλο μέρος και εσφηνώθη εις την γην. Ο δε Σισάρα, κοιμισμένος καθώς ήτο, περιήλθεν αμέσως στο επιθανάτιον σκότος και απέθανε.

Κρ. 4,22             καὶ ἰδοὺ Βαρὰκ διώκων τὸν Σισάρα, καὶ ἐξῆλθεν Ἰαὴλ εἰς συνάντησιν αὐτῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ· δεῦρο καὶ δείξω σοι τὸν ἄνδρα, ὃν σὺ ζητεῖς. καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτήν, καὶ ἰδοὺ Σισάρα ἐῤῥιμμένος νεκρὸς καὶ ὁ πάσσαλος ἐν τῷ κροτάφῳ αὐτοῦ.

Κρ. 4,22                    Και ιδού ο Βαράκ, καταδιώκων τον Σισάρα παρουσιάσθη εκεί, η δε Ιαήλ εξήλθεν εις συνάντησίν του και του ειπε· “έλα να σου δείξω τον άνδρα τον οποίον καταδιώκεις”. Ο Βαράκ εισήλθεν εις την σκηνήν και ιδού ότι ο Σισάρα ήτο ξαπλωμένος κάτω νεκρός, ο δε πάσσαλος έμενε σφηνωμένος στον κρόταφόν του.

Κρ. 4,23             καὶ ἐτρόπωσεν ὁ Θεὸς τὸν Ἰαβὶν βασιλέα Χαναὰν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἔμπροσθεν τῶν υἱῶν Ἰσραήλ.

Κρ. 4,23                    Ετσι ο Θεός κατετρόπωσε κατά την ημέραν εκείνην ενώπιον των Ισραηλιτών τον Ιαβίν τον βασιλέα της Χαναάν.

Κρ. 4,24             καὶ ἐπορεύετο χεὶρ τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ πορευομένη καὶ σκληρυνομένη ἐπὶ Ἰαβὶν βασιλέα Χαναάν, ἕως οὗ ἐξωλόθρευσαν τὸν Ἰαβὶν βασιλέα Χαναάν.

Κρ. 4,24                    Από την ημέραν δε εκείνην εγίνοντο ολονέν και ισχυρότεροι οι Ισραηλίται εναντίον του Ιαβίν βασιλέως της Χαναάν, μέχρις ότου αυτοί εξωλόθρευσαν τον Ιαβίν βασιλέα της Χαναάν.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5- Ο ΕΠΙΝΙΚΙΟΣ ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ΔΕΒΒΩΡΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΑΡΑΚ

                                    Ο επινίκιος ύμνος της Δεββώρας και του Βαράκ

Κρ. 5,1              Καὶ ἦσαν Δεββώρα καὶ Βαρὰκ υἱὸς Ἀβινεὲμ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ λέγοντες·

Κρ. 5,1                       Η Δεββώρα και ο Βαράκ υιός του Αβινεέμ έψαλαν επινίκιον ύμνον κατά την ημέραν εκείνην λέγοντες·

Κρ. 5,2              Ἀπεκαλύφθη ἀποκάλυμμα ἐν Ἰσραήλ· ἐν τῷ ἑκουσιασθῆναι λαόν, εὐλογεῖτε Κύριον.

Κρ. 5,2                      “ελευθέρα και χαρούμενη απεκαλύφθη η κεφαλή του ισραηλιτικού λαού ύστερα από τον ολοπρόθυμον και νικηφόρον πόλεμον που έκαμαν. Ευλογείτε τον Κυριον·

Κρ. 5,3              ἀκούσατε, βασιλεῖς, καὶ ἐνωτίσασθε, σατράπαι· ἐγώ εἰμι τῷ Κυρίῳ, ἐγώ εἰμι, ἄσομαι, ψαλῶ τῷ Κυρίῳ τῷ Θεῷ Ἰσραήλ.

Κρ. 5,3                       βασιλείς ακούσατε, σατράτται ανοίξατε τα αυτιά σας· εγώ ανήκω στον Κυριον, εγώ υπάρχω χάρις εις αυτόν. Θα τραγουδήσω και με μουσικά όργανα θα ψάλω δοξολογίας στον Κυριον τον Θεόν Ισραήλ.

Κρ. 5,4              Κύριε, ἐν τῇ ἐξόδῳ σου ἐν Σηείρ, ἐν τῷ ἀπαίρειν σε ἐξ ἀγροῦ Ἐδώμ, γῆ ἐσείσθη καὶ ὁ οὐρανὸς ἔσταξε δρόσους, καὶ αἱ νεφέλαι ἔσταξαν ὕδωρ·

Κρ. 5,4                      Κυριε, κατά την έξοδόν σου από το όρος Σηείρ, όταν εξεκινούσες και αναχωρούσες από τας πεδιάδας της Ιδουμαίας, η γη εσείσθη, ο ουρανός έσταξε δροσιές και αι νεφέλαι έβρεξαν ύδωρ.

Κρ. 5,5              ὄρη ἐσαλεύθησαν ἀπὸ προσώπου Κυρίου Ἐλωΐ, τοῦτο Σινὰ ἀπὸ προσώπου Κυρίου Θεοῦ Ἰσραήλ.

Κρ. 5,5                       Τα όρη συνεκλονίσθησαν ενώπιον Κυρίου Ελωΐ. Τούτο το όρος Σινά εσείσθη από την εμφάνισιν Κυρίου του Θεού του Ισραήλ όπως και τώρα που με την δύναμιν του Κυρίου συνετρίβη ο Σισάρα.

Κρ. 5,6              ἐν ἡμέραις Σαμεγὰρ υἱοῦ Ἀνάθ, ἐν ἡμέραις Ἰαὴλ ἐξέλιπον ὁδοὺς καὶ ἐπορεύθησαν ἀτραπούς, ἐπορεύθησαν ὁδοὺς διεστραμμένας·

Κρ. 5,6                      Κατά την εποχήν Σαμεγάρ του υιού Ανάθ, κατά τας ημέρας εκείνας της Ιαήλ, ήσαν χωρίς ανθρώπους αι μεγάλαι οδοί, διότι οι άνθρωποι ένεκα φόβου εβάδιζαν από τα μονοπάτια, εκυκλοφορούσαν από ανωμάλους παρόδους.

Κρ. 5,7              ἐξέλιπον δυνατοὶ ἐν Ἰσραήλ, ἐξέλιπον, ἕως οὗ ἀνέστη Δεββώρα, ἕως οὗ ἀνέστη μήτηρ ἐν Ἰσραήλ.

Κρ. 5,7                       Δεν υπήρχον τότε ισχυροί άνδρες μεταξύ των Ισραηλιτών, μέχρις ότου ενεφανίσθη η Δεββώρα, μέχρις ότου παρουσιάσθη αυτή, η μητέρα του ισραηλιτικού λαού.

Κρ. 5,8              ἐξελέξαντο θεοὺς καινούς· τότε ἐπολέμησαν πόλεις ἀρχόντων· θυρεὸς ἐὰν ὀφθῇ καὶ λόγχη ἐν τεσσαράκοντα χιλιάσιν ἐν Ἰσραήλ.

Κρ. 5,8                      Είχον παραστρατήσει οι Ισραηλίται εις την ειδωλολατρείαν. Εξέλεξαν νέους ψευδείς θεούς. Αι πόλεις αντεμάχοντο η μία την άλλην δια τους άρχοντας. Ούτε μία ασπίδα, ούτε μία λόγχη δεν υπήρχε εις σαράντα χιλιάδας Ισραηλίτας !

Κρ. 5,9              ἡ καρδία μου εἰς τὰ διατεταγμένα τῷ Ἰσραήλ· οἱ ἑκουσιαζόμενοι ἐν λαῷ εὐλογεῖτε Κύριον.

Κρ. 5,9                      Η ιδική μου όμως καρδιά ήτο πειθαρχική εις τας εντολάς του Θεού προς τον ισραηλιτικόν λαόν. Οσοι από τον λαόν αυτόν με την θέλησίν σας λατρεύετε τον Θεόν, ευλογείτε τον Κυριον.

Κρ. 5,10             ἐπιβεβηκότες ἐπὶ ὄνου θηλείας μεσημβρίας, καθήμενοι ἐπὶ κριτηρίου καὶ πορευόμενοι ἐπὶ ὁδοὺς συνέδρων ἐφ᾿ ὁδῷ,

Κρ. 5,10                     Οσοι είσθε ανεβασμένοι επάνω εις θήλειαν όνον, όσοι καθέσθε εις δικαστικήν έδραν και οι πεζοί που βαδίζετε την οδόν των δικαστηρίων,

Κρ. 5,11             διηγεῖσθε ἀπὸ φωνῆς ἀνακρουομένων ἀνὰ μέσον ὑδρευομένων· ἐκεῖ δώσουσι δικαιοσύνας Κυρίῳ, δικαιοσύνας αὔξησον ἐν Ἰσραήλ. τότε κατέβη εἰς τὰς πόλεις λαὸς Κυρίου.

Κρ. 5,11                     διηγηθήτε την μεγάλην αυτήν νίκην με ήχον μουσικών οργάνων, εν μέσω γυναικών που παίρνουν νερό από τας πηγάς· ιστορήσατε την νίκην. Ετσι θα εκφράσετε την ευγνωμοσύνην και θα δοξολογήσετε τον Θεόν τον ευεργέτην του Ισραήλ. Ω ! Κυριε, πολλαπλασίασε τας ευεργεσίας σου στον λαόν σου. Τοτε είχε κατεβή εις τας πόλεις ο λαός του Κυρίου και έκαμε τον νικηφόρον πόλεμον.

Κρ. 5,12             ἐξεγείρου, ἐξεγείρου, Δεββώρα. ἐξεγείρου, ἐξεγείρου, λάλησον ᾠδήν· ἀνάστα Βαράκ, καὶ αἰχμαλώτισον αἰχμαλωσίαν σου, υἱὸς Ἀβινεέμ.

Κρ. 5,12                     Σηκω ορθή, σήκω Δεββώρα ! Σηκω, σήκω και ψάλε την ωδήν. Σηκω και συ Βαράκ, και δείξε το πλήθος των αιχμαλώτων σου, υιέ Αβινεέμ.

Κρ. 5,13             τότε κατέβη κατάλειμμα τοῖς ἰσχυροῖς, λαὸς Κυρίου κατέβη αὐτῷ ἐν τοῖς κραταιοῖς.

Κρ. 5,13                     Τοτε κατά τον πόλεμον κατέβη η υπόλοιπος δύναμις των ισχυρών του Ισραήλ, κατέβη ο λαός του Κυρίου ο ισχυρός μαζή με τον Βαράκ.

Κρ. 5,14             ἐξ ἐμοῦ Ἐφραὶμ ἐξεῤῥίζωσεν αὐτοὺς ἐν τῷ Ἀμαλήκ· ὀπίσω σου Βενιαμὶν ἐν τοῖς λαοῖς σου. ἐν ἐμοὶ Μαχὶρ κατέβησαν ἐξερευνῶντες καὶ ἀπὸ Ζαβουλὼν ἕλκοντες ἐν ῥάβδῳ διηγήσεως γραμματέως.

Κρ. 5,14                     Από την φυλήν Εφραίμ ήλθον και έλαβον μέρος στον πόλεμον όσοι είχον εγκατασταθή εις την περιοχήν των Αμαληκιτών. Ω ! Εφραίμ, πίσω από σε ακολουθούσε η φυλή του Βενιαμίν μαζή μου κατέβησαν η φυλή του Μαχίρ με τους προπορευόμενους της δια την ανακάλυψιν των εχθρών και από την φυλήν Ζαβουλών οι κρατούντες γραφίδα, δια νο ιστορούν ως γραμματείς τα γεγονότα.

Κρ. 5,15             καὶ ἀρχηγοὶ ἐν Ἰσσάχαρ μετὰ Δεββώρας καὶ Βαράκ, οὕτω Βαρὰκ ἐν κοιλάσιν ἀπέστειλεν ἐν ποσὶν αὐτοῦ. εἰς τὰς μερίδας Ῥουβὴν μεγάλοι ἐξικνούμενοι καρδίαν.

Κρ. 5,15                     Εις τον πόλεμον αυτόν ηκολούθησαν οι αρχηγοί της φυλής Ισσάχαρ μαζή με τον Βαράκ και την Δεββώραν. Ετσι ο Βαράκ έστειλε τον στρατόν δια μέσου της πεδιάδος και αυτός μαζή με αυτούς. Η φυλή Ρουβήν είχε διασπασθή εις φατρίας· δεν έλαβε μέρος στον πόλεμον έως εις τα βάθή της καρδιάς της μεγάλοι οι ενδοιασμοί της.

Κρ. 5,16             εἰς τί ἐκάθισαν ἀνὰ μέσον τῆς διγομίας τοῦ ἀκοῦσαι συρισμοῦ ἀγγέλων; εἰς διαιρέσεις Ῥουβὴν μεγάλοι ἐξετασμοὶ καρδίας.

Κρ. 5,16                     Διατί εκάθησαν ανά μέσον των φορτωμένων ζώων των και επερίμεναν αργοί να ακούσουν ειδοποίησιν αγγέλων; Οι μεγάλοι ενδοιασμοί έφεραν εις αυτούς διάσπασιν.

Κρ. 5,17             Γαλαὰδ ἐν τῷ πέραν τοῦ Ἰορδάνου ἐσκήνωσε· καὶ Δὰν εἰς τί παροικεῖ πλοίοις; Ἀσὴρ ἐκάθισε παραλίαν θαλασσῶν καὶ ἐπὶ διεξόδοις αὐτοῦ σκηνώσει.

Κρ. 5,17                     Και η φυλή του Γαλαάδ αδιάφορος έμενεν εις τας κατασκηνώσεις της πέραν του Ιορδάνου. Συ δε η φυλή του Δαν διατί μένεις ασυγκίνητος πλησίον εις τα πλοία σου; Η φυλή του Ασήρ εκάθησε και αυτή αδιάφορος εις τα παράλιά της και στους λιμένας, διεξόδους των πλοίων, έχει εγκατασταθή.

Κρ. 5,18             Ζαβουλὼν λαὸς ὠνείδισε ψυχὴν αὐτοῦ εἰς θάνατον καὶ Νεφθαλὶ ἐπὶ ὕψη ἀγροῦ.

Κρ. 5,18                     Αι φυλαί όμως Ζαβουλών και Νεφθαλί εξέθεσαν εις κίνδυνον την ζωήν των επάνω εις τα οροπέδια.

Κρ. 5,19             ἦλθον αὐτῶν βασιλεῖς, παρετάξαντο, τότε ἐπολέμησαν βασιλεῖς Χαναὰν ἐν Θαναὰχ ἐπὶ ὕδατι Μαγεδδώ· δῶρον ἀργυρίου οὐκ ἔλαβον.

Κρ. 5,19                     Ηλθον εναντίον των οι αρχηγοί των εχθρικών δυνάμεων, παρετάχθησαν κατ' αυτών, επολέμησαν οι ηγεμόνες των Χαναναίων κατά των φύλων Ζαβουλών και Νεφθαλί πλησίον της Θαναάχ και των υδάτων της Μαγεδδώ. Ηττήθησαν όμως και κανένα λάφυρον δεν έλαβον.

Κρ. 5,20             ἐξ οὐρανοῦ παρετάξαντο οἱ ἀστέρες, ἐκ τρίβων αὐτῶν παρετάξαντο μετὰ Σισάρα.

Κρ. 5,20                    Από τον ουρανόν αντιπαρετάχθησαν εναντίον αυτών οι αστέρες, αι οδοί των εστράφησαν κατά του Σισάρα.

Κρ. 5,21             χειμάῤῥους Κισῶν ἐξέσυρεν αὐτούς, χειμάῤῥους ἀρχαίων, χειμάῤῥους Κισῶν· καταπατήσει αὐτὸν ψυχή μου δυνατή.

Κρ. 5,21                     Ο χείμαρρος Κισών παρέσυρε τα πτώματά των, ο αρχαίος αυτός χείμαρρος, ο χείμαρρος Κισών. Η ψυχή μου, ισχυρά και ακατάβλητος με την συμπαράστασιν του Θεού, θα καταπατήση τον εχθρόν.

Κρ. 5,22             ὅτε ἐνεποδίσθησαν πτέρναι ἵππου, σπουδῇ ἔσπευσαν ἰσχυροὶ αὐτοῦ.

Κρ. 5,22                    Οταν οι πόδες των ίππων περιεπλάκησαν, πεζή έσπευσαν να σωθούν δια της φυγής οι ισχυροί εχθροί.

Κρ. 5,23             καταρᾶσθε Μηρώζ, εἶπεν ἄγγελος Κυρίου, καταρᾶσθε, ἐπικατάρατος πᾶς ὁ κατοικῶν αὐτήν, ὅτι οὐκ ἤλθοσαν εἰς βοήθειαν Κυρίου, εἰς βοήθειαν ἐν δυνατοῖς.

Κρ. 5,23                    Καταρασθήτε την Μηρώζ είπεν ο άγγελος Κυρίου, καταρασθήτέ την· κατηραμένος ας είναι κάθε κάτοικος αυτής, διότι δεν ήλθον να βοηθήσουν τους Ισραηλίτας στον παρά Κυρίου ιερόν αυτόν πόλεμον, δεν ήλθον εις βοήθειαν των αδελφών των με τας δυνάμεις των.

Κρ. 5,24             εὐλογηθείη ἐν γυναιξὶν Ἰαὴλ γυνὴ Χαβὲρ τοῦ Κιναίου, ἀπὸ γυναικῶν ἐν σκηναῖς εὐλογηθείη.

Κρ. 5,24                    Ας είναι ευλογημένη μεταξύ των γυναικών η Ιαήλ, η σύζυγος Χαβέρ του Κιναίου. Αυτή ας είναι ευλογημένη μεταξύ των άλλων γυναικών που ζουν εις σκηνάς.

Κρ. 5,25             ὕδωρ ᾔτησε, γάλα ἔδωκεν, ἐν λεκάνῃ ὑπερεχόντων προσήνεγκε βούτυρον.

Κρ. 5,25                    Νερό της εζήτησεν ο Σισάρα, γάλα του έδωκεν αυτή και με λεκάνην αρχοντικήν του προσέφερε βούτυρον.

Κρ. 5,26             χεῖρα αὐτῆς ἀριστερὰν εἰς πάσσαλον ἐξέτεινε καὶ δεξιὰν αὐτῆς εἰς σφῦραν κοπιώντων καὶ ἐσφυροκόπησε Σισάρα, διήλωσε κεφαλὴν αὐτοῦ καὶ ἐπάταξε, διήλωσε κρόταφον αὐτοῦ.

Κρ. 5,26                    Κατόπιν όμως ήπλωσε το αριστερόν της χέρι και επήρε πάσσαλον και με το δεξί της την σφύραν των εργατών και εσφυροκόπησε τον Σισάρα. Διεπέρασε σαν με τεράστιο καρφί την κεφαλήν του, εκτύπησε τον πάσσαλον, διεπέρασε και εκάρφωσε τον κρόταφόν του.

Κρ. 5,27             ἀνὰ μέσον τῶν ποδῶν αὐτῆς κατεκυλίσθη, ἔπεσε καὶ ἐκοιμήθη· ἀνὰ μέσον τῶν ποδῶν αὐτῆς κατακλιθεὶς ἔπεσε· καθὼς κατεκλίθη, ἐκεῖ ἔπεσεν ἐξοδευθείς.

Κρ. 5,27                    Ο Σισάρα εμπρός εις τα πόδια της εκυλίσθη με σφαδασμούς, έως ότου απέθανε. Μπροστά εις τα πόδια της έπέσε και εξεψύχησεν ο περίφημος Σισάρα. Από εκεί που έπεσε νεκρός μετεφέρθη έπειτα δια να κηδευθή εις την πατρίδα του.

Κρ. 5,28             διὰ τῆς θυρίδος παρέκυψε μήτηρ Σισάρα ἐκτὸς τοῦ τοξικοῦ, διότι ἠσχύνθη ἅρμα αὐτοῦ, διότι ἐχρόνισαν πόδες ἁρμάτων αὐτοῦ.

Κρ. 5,28                    Η μητέρα του Σισάρα έσκυψε από την θυρίδα έξω από την πολεμίστρα και παρατηρούσε· εκουράσθη περιμένουσα να ίδη επιστρέφον το άρμα του παιδιού της, διότι εβράδυναν πολύ οι τροχοί του άρματος δια την μεταφοράν αυτού.

Κρ. 5,29             αἱ σοφαὶ ἄρχουσαι αὐτῆς ἀπεκρίθησαν πρὸς αὐτήν, καὶ αὐτὴ ἀπέστρεψε λόγους αὐτῆς ἑαυτῇ.

Κρ. 5,29                    Αι συνεταί αρχόντισσαι που την περιεστοίχιζαν απηύθυναν προς αυτήν λόγους παρηγορίας και αυτή πενθούσα έλεγε προς τον εαυτόν της·

Κρ. 5,30             οὐχ εὑρήσουσιν αὐτὸν διαμερίζοντα σκῦλα; οἰκτίρμων οἰκτειρήσει εἰς κεφαλὴν ἀνδρός· σκῦλα βαμμάτων τῷ Σισάρᾳ, σκῦλα βαμμάτων ποικιλίας, βάμματα ποικιλτῶν αὐτά, τῷ τραχήλῳ αὐτοῦ σκῦλα.

Κρ. 5,30                    “εάν μεταβούν μερικοί προς συνάντησίν του δεν θα τον εύρουν να διαμοιράζη τα λάφυρα της νίκης; Μεγολόκαρδος, θα λυπηθή και δεν θα κόψη τας κεφαλάς των αιχμαλώτων. Πολλά λάφυρα, ενδύματα διαφόρων χρωμάτων, κεντητά πολύχρωμα, λάφυρα του πολέμου θα κρέμωνται στον λαιμόν αυτού ! Αλλά ο υιός μου είναι νεκρός”.

Κρ. 5,31             οὕτως ἀπόλοιντο πάντες οἱ ἐχθροί σου, Κύριε· καὶ οἱ ἀγαπῶντες αὐτὸν ὡς ἔξοδος ἡλίου ἐν δυνάμει αὐτοῦ. Καὶ ἡσύχασεν ἡ γῆ τεσσαράκοντα ἔτη.

Κρ. 5,31                     Είθε, Κυριε, έτσι, όπως ο Σισάρα να απολεσθούν όλοι οι εχθροί σου. Οσοι δέ σε αγαπούν, ας λάμψουν ωσάν τον ανατέλλοντα ήλιον κατά την μεγάλην του δύναμιν”. Επειτα από αυτά ησύχασεν η χώρα επί τεσσαράκοντα έτη.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10

 

11

12

13

14

15

16

17

18

19

20

21