ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΚΡΙΤΑΙ- ΚΕΦ. 6-8

 

 

Ο ΓΕΔΕΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6- Η ΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΔΕΩΝ

Ο ΓΕΔΕΩΝ ΚΑΤΑΣΡΕΦΕΙ ΤΟ ΘΥΣΙΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΒΑΑΛ

                                    Η κλήση του Γεδεών

Κρ. 6,1              Καὶ ἐποίησαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ τὸ πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου, καὶ ἔδωκεν αὐτοὺς Κύριος ἐν χειρὶ Μαδιὰμ ἑπτὰ ἔτη.

Κρ. 6,1                       Παλιν όμως οι Ισραηλίται ημάρτησαν, εξέκλιναν εις την ειδωλολατρείαν και την αμαρτίαν ενώπιον του Θεού, δι' αυτό και τους παρέδωκεν ο Θεός εις τα χέρια των Μαδιανιτών επί επτά έτη.

Κρ. 6,2              καὶ ἴσχυσε χεὶρ Μαδιὰμ ἐπὶ Ἰσραήλ· καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ ἀπὸ προσώπου Μαδιὰμ τὰς τρυμαλιὰς τὰς ἐν τοῖς ὄρεσι καὶ τὰ σπήλαια καὶ τὰ κρεμαστά.

Κρ. 6,2                      Οι δε Μαδιανίται τους κατέθλιβον πάρα πολύ. Οι Ισραηλίται φεύγοντες τας καταπιέσεις των Μαδιανιτών ετράπησαν και εκρύβησαν εις όπάς που ήνοιγον εις τα όρη, εις τα σπήλαια και εις αποτόμους βράχους.

Κρ. 6,3              καὶ ἐγένετο ἐὰν ἔσπειραν οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ, καὶ ἀνέβαινον Μαδιὰμ καὶ Ἀμαλήκ, καὶ οἱ υἱοὶ ἀνατολῶν συνανέβαινον αὐτοῖς· καὶ παρενέβαλον εἰς αὐτοὺς

Κρ. 6,3                      Οταν οι Ισραηλίται έσπερναν και επλησίαζεν ο καιρός του θερισμού, ήρχοντο οι Μαδιανίται και οι Αμαληκίται μαζή δέ με αυτούς και νομάδες της αραβικής ερήμου και επετίθεντο εναντίον των,

Κρ. 6,4              καὶ κατέφθειραν τοὺς καρποὺς αὐτῶν ἕως ἐλθεῖν εἰς Γάζαν καὶ οὐ κατελείποντο ὑπόστασιν ζωῆς ἐν τῇ γῇ Ἰσραὴλ οὐδὲ ἐν τοῖς ποιμνίοις ταῦρον καὶ ὄνον·

Κρ. 6,4                      εθεριζαν αυτοί τα γεννήματά των και κατέστρεφαν την άλλην παραγωγήν μέχρι της Γαζης και δεν άφηναν καμμίαν τροφήν προς συντήρησιν εις την χώραν των Ισραηλιτών, μεταξύ δε των κοπαδιών ούτε ταυρον ούτε όνον.

Κρ. 6,5              ὅτι αὐτοὶ καὶ αἱ κτήσεις αὐτῶν ἀνέβαινον καὶ αἱ σκηναὶ αὐτῶν παρεγίνοντο καθὼς ἀκρὶς εἰς πλῆθος, καὶ αὐτοῖς καὶ ταῖς καμήλοις αὐτῶν οὐκ ἦν ἀριθμός, καὶ ἤρχοντο εἰς τὴν γῆν Ἰσραὴλ καὶ διέφθειρον αὐτήν.

Κρ. 6,5                      Οι εχθροί εισωρμούσαν εις την Παλαιστίνην αυτοί και τα ζώα των και όλος ο όχλος των, πολυάριθμοι ωσάν τας ακρίδας. Αυτοί και αι κάμηλοί των ήσαν αναρίθμητοι. Εισωρμούσαν εις την γην του Ισραήλ και την κατέστρεφαν εξ ολοκλήρου.

Κρ. 6,6              καὶ ἐπτώχευσεν Ἰσραὴλ σφόδρα ἀπὸ προσώπου Μαδιάμ,

Κρ. 6,6                      Ετσι δε οι Ισραηλίται κατήντησαν εις μεγάλην πτωχείαν και πείναν εξ αιτίας των λεηλασιών και καταπιέσεων από τους Μαδιανίτας.

Κρ. 6,7              καὶ ἐβόησαν υἱοὶ Ἰσραὴλ πρὸς Κύριον ἀπὸ προσώπου Μαδιάμ.

Κρ. 6,7                      Εκραξαν τότε οι Ισραηλίται προς τον Κυριον με πίστιν και εζήτησαν σωτηρίαν από την μάστιγα των Μαδιανιτών.

Κρ. 6,8              καὶ ἐξαπέστειλε Κύριος ἄνδρα προφήτην πρὸς τοὺς υἱοὺς Ἰσραήλ, καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ· ἐγώ εἰμι ὃς ἀνήγαγον ὑμᾶς ἐκ γῆς Αἰγύπτου καὶ ἐξήγαγον ὑμᾶς ἐξ οἴκου δουλείας ὑμῶν

Κρ. 6,8                      Τοτε ο Κυριος έστειλε προς τους Ισραηλίτας άνδρα προφήτην, ο οποίος και είπε προς αυτούς· “αυτά λέγει Κυριος ο Θεός του Ισραήλ· Εγώ είμαι εκείνος ο ποίος σας ανεβίβασα από την Αίγυπτον, εγώ σας έβγαλα από την χώραν εκείνην της δουλείας σας.

Κρ. 6,9              καὶ ἐῤῥυσάμην ὑμᾶς ἐκ χειρὸς Αἰγύπτου καὶ ἐκ χειρὸς πάντων τῶν θλιβόντων ὑμᾶς καὶ ἐξέβαλον αὐτοὺς ἐκ προσώπου ὑμῶν καὶ ἔδωκα ὑμῖν τὴν γῆν αὐτῶν

Κρ. 6,9                      Σας απήλλαξα από την τυραννίαν της Αιγύπτου, από την καταπίεσιν εκείνων που σας κατέθλιβαν· τους απεμάκρυνα από κοντά σας, σας έφερα εις την γην της Επαγγελίας, την οποίαν και έδωκα ως ιδικήν σας.

Κρ. 6,10             καὶ εἶπα ὑμῖν· ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν, οὐ φοβηθήσεσθε τοὺς θεοὺς τοῦ Ἀμοῤῥαίου, ἐν οἷς ὑμεῖς κάθησθε ἐν τῇ γῇ αὐτῶν· καὶ οὐκ εἰσηκούσατε τῆς φωνῆς μου.

Κρ. 6,10                    Και σας είπα· Εγώ θα είμαι Κυριος ο Θεός σας· δεν θα σεβασθήτε και δεν θα λατρεύσετε τους θεούς των Αμορραίων, εις την χώραν των οποίων σεις μεταξύ αυτών έχετε εγκατασταθή. Αλλά σεις δεν υπηκούσατε εις την εντολήν μου”.

Κρ. 6,11             Καὶ ἦλθεν ἄγγελος Κυρίου καὶ ἐκάθισεν ὑπὸ τὴν τερέμινθον τὴν ἐν Ἐφραθὰ τὴν Ἰωὰς πατρὸς τοῦ Ἐσδρί, καὶ Γεδεὼν ὁ υἱὸς αὐτοῦ ῥαβδίζων σῖτον ἐν ληνῷ εἰς ἐκφυγεῖν ἀπὸ προσώπου τοῦ Μαδιάμ.

Κρ. 6,11                     Αγγελος δε Κυρίου ήλθε και εκάθησε κάτω από την τερέβινθον την ευρισκομένην εις την πόλιν Εφραθά η οποία ανήκεν στον Ιωάς, τον καταγόμενον από την πατριάν Εσδρί. Την ώραν εκείνην ο Γεδεών, υιός του Ιωάς ερράβδιζε τα στάχυα κρυπτόμενος εντός του ληνού, δια να αποφύγη τους Μαδιανίτας.

Κρ. 6,12             καὶ ὤφθη αὐτῷ ὁ ἄγγελος Κυρίου καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· Κύριος μετὰ σοῦ, ἰσχυρὸς τῶν δυνάμεων.

Κρ. 6,12                    Εις αυτόν παρουσιάσθη ο άγγελος Κυρίου και του είπε· “ο Κυριος, ο ισχυρός και κραταιός είναι μαζή σου”!

Κρ. 6,13             καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν Γεδεών· ἐν ἐμοί, Κύριέ μου, καὶ εἰ ἔστι Κύριος μεθ᾿ ἡμῶν, εἰς τί εὗρεν ἡμᾶς τὰ κακὰ ταῦτα; καὶ ποῦ ἐστι πάντα τὰ θαυμάσια αὐτοῦ, ἃ διηγήσαντο ἡμῖν οἱ πατέρες ἡμῶν λέγοντες, μὴ οὐχὶ ἐξ Αἰγύπτου ἀνήγαγεν ἡμᾶς Κύριος; καὶ νῦν ἐξέῤῥιψεν ἡμᾶς καὶ ἔδωκεν ἡμᾶς ἐν χειρὶ Μαδιάμ.

Κρ. 6,13                     Ο Γεδεών απήντησε προς τον άγγελον· “Κυριέ μου, είναι μαζή μας ο Θεός; Εάν πράγματι ο Κυριος είναι μαζή μας, τότε διατί μας ευρήκαν τα φοβερά και ατελείωτα αυτά κακά; Και που είναι τα θαυμαστά εκείνα έργα αυτού, τα οποία διηγήθησαν εις ημάς οι πατέρες μας λέγοντες· Ο Κυριος δεν είναι εκείνος, ο οποίος μας έβγαλεν ελευθέρους από την Αίγυπτον; Τωρα όμως μας απέρριψε και μας παρέδωκεν εις τα χέρια των Μαδιανιτών” !

Κρ. 6,14             καὶ ἐπέστρεψε πρὸς αὐτὸν ὁ ἄγγελος Κυρίου καὶ εἶπε· πορεύου ἐν τῇ ἰσχύϊ σου ταύτῃ καὶ σώσεις τὸν Ἰσραὴλ ἐκ χειρὸς Μαδιάμ· ἰδοὺ ἐξαπέστειλά σε.

Κρ. 6,14                    Εστράφη ο άγγελος Κυρίου προς αυτόν και του είπε· “πήγαινε και με αυτήν την δύναμιν που έχεις θα ελευθερώσης τους Ισραηλίτας από τα χέρια των Μαδιανιτών. Ιδού εγώ σε έχω στείλει δια τον σκοπόν αυτόν”.

Κρ. 6,15             καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν Γεδεών· ἐν ἐμοί, Κύριέ μου, ἐν τίνι σώσω τὸν Ἰσραήλ; ἰδοὺ ἡ χιλιάς μου ἠσθένησεν ἐν Μανασσῇ, καὶ ἐγώ εἰμι μικρότερος ἐν οἴκῳ τοῦ πατρός μου.

Κρ. 6,15                     Ο Γεδεών είπε προς αυτόν· “εγώ, Κυριέ μου; Και με ποίαν δύναμιν θα σώσω τους Ισραηλίτας; Ιδού η πολυάριθμος γενεά μου εις την φυλήν του Μανασσή έχει εξασθενήσει και εγώ είμαι ο μικρότερος μέσα εις την πατρικήν μου οικογένειαν”.

Κρ. 6,16             καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ ἄγγελος Κυρίου· Κύριος ἔσται μετὰ σοῦ, καὶ πατάξεις τὴν Μαδιὰμ ὡσεὶ ἄνδρα ἕνα.

Κρ. 6,16                    Ο δε άγγελος Κυρίου του είπε· “ο Κυριος θα είναι μαζή σου και θα εξοντώσης τους Μαδιανίτας, ωσάν να είναι ένας άνθρωπος”.

Κρ. 6,17             καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν Γεδεών· εἰ δὴ εὗρον ἔλεος ἐν ὀφθαλμοῖς σου καὶ ποιήσεις μοι σήμερον πᾶν ὅ,τι ἐλάλησας μετ᾿ ἐμοῦ,

Κρ. 6,17                     Ο Γεδεών είπε προς αυτόν· “εάν εγώ ευρίσκω κάποιον συμπάθειαν και καλωσύνην ενώπιόν σου και πραγματοποίησης εις εμέ σήμερον ολα όσα μου είπες,

Κρ. 6,18             μὴ χωρισθῇς ἐντεῦθεν ἕως τοῦ ἐλθεῖν με πρός σε, καὶ ἐξοίσω τὴν θυσίαν καὶ θύσω ἐνώπιόν σου. καὶ εἶπεν· ἐγώ εἰμι, καθήσομαι ἕως τοῦ ἐπιστρέψαι σε.

Κρ. 6,18                    μη απομακρυνθης από εδώ, μέχρις ότου επανέλθω κοντά σου και φέρω ζώον προς θυσίαν, δια να θυσιάσω ενώπιόν σου”. Εκείνος είπεν· “ναι, θα καθήσω εδώ μέχρις ότου επιστρέψης”.

Κρ. 6,19             καὶ Γεδεὼν εἰσῆλθε καὶ ἐποίησεν ἔριφον αἰγῶν καὶ οἰφὶ ἀλεύρου ἄζυμα καὶ τὰ κρέα ἔθηκεν ἐν τῷ κοφίνῳ καὶ τὸν ζωμὸν ἔβαλεν ἐν τῇ χύτρᾳ καὶ ἐξήνεγκεν αὐτὰ πρὸς αὐτὸν ὑπὸ τὴν τερέμινθον καὶ προσήγγισε.

Κρ. 6,19                    Ο Γεδεών εισήλθεν στον οίκον του, έσφαξε και έβρασε ένα ερίφιον, κατεσκεύασε λαγάνες άζυμες με ένα οιφί αλεύρου (20 περίπου κιλά), έβαλεν αυτάς και τα κρέατα εντός κοφίνου, τον δε ζωμόν εις μίαν χύτραν και έφερεν αυτά στον άγγελον ο οποίος εκάθητο κάτω από την τερέβινθον και επλησίασε προς αυτόν.

Κρ. 6,20             καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ· λαβὲ τὰ κρέα καὶ τὰ ἄζυμα καὶ θὲς πρὸς τὴν πέτραν ἐκείνην καὶ τὸν ζωμὸν ἐχόμενα ἔκχεε· καὶ ἐποίησεν οὕτως.

Κρ. 6,20                    Ο άγγελος του Θεού του είπε· “πάρε τα κρέατα και τα άζυμα και βάλε αυτά επάνω εις την πέτραν εκείνην, χύσε δε τον ζωμόν κοντά εις αυτά”. Ο Γεδεών έκαμεν όπως του είπεν ο άγγελος.

Κρ. 6,21             καὶ ἐξέτεινεν ὁ ἄγγελος Κυρίου τὸ ἄκρον τῆς ῥάβδου τῆς ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ καὶ ἥψατο τῶν κρεῶν καὶ τῶν ἀζύμων, καὶ ἀνέβη πῦρ ἐκ τῆς πέτρας καὶ κατέφαγε τὰ κρέα καὶ τοὺς ἀζύμους· καὶ ὁ ἄγγελος Κυρίου ἐπορεύθη ἀπ᾿ ὀφθαλμῶν αὐτοῦ.

Κρ. 6,21                    Ο δε άγγελος του Κυρίου ήπλωσε την ράβδον που εκρατούσε στο χέρι του και με το άκρον αυτής ήγγισε τα κρέατα και τα άζυμα. Αμέσως ανεπήδησε φωτιά από την πέτραν, η οποία κατέκαυσε και τα κρέατα και τα άζυμα. Επειτα δε ο άγγελος ανεχώρησε και εχάθη από τα μάτια του Γεδεών.

Κρ. 6,22             καὶ εἶδε Γεδεὼν ὅτι ἄγγελος Κυρίου οὗτός ἐστι, καὶ εἶπε Γεδεών· ἆ ἆ, Κύριέ μου Κύριε, ὅτι εἶδον τὸν ἄγγελον Κυρίου πρόσωπον πρὸς πρόσωπον.

Κρ. 6,22                    Ο Γεδεών εκατάλαβε ότι αυτός ήτο άγγελος Κυρίου και είπε· “α ! α, Κυριε μου, Κυριε, είδον πρόσωπον προς πρόσωπον τον άγγελον Κυρίου. Λοιπόν θα αποθάνω” !

Κρ. 6,23             καὶ εἶπεν αὐτῷ Κύριος· εἰρήνη σοι, μὴ φοβοῦ, οὐ μὴ ἀποθάνῃς.

Κρ. 6,23                    Ο Κυριος όμως είπε προς αυτόν· “ειρήνευσον, μη φοβήσαι, δεν θα αποθάνης” !

Κρ. 6,24             καὶ ᾠκοδόμησεν ἐκεῖ Γεδεὼν θυσιαστήριον τῷ Κυρίῳ καὶ ἐπεκάλεσεν αὐτῷ Εἰρήνη Κυρίου ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης, ἔτι αὐτοῦ ὄντος ἐν Ἐφραθὰ πατρὸς τοῦ Ἐσδρί.

Κρ. 6,24                    Ο Γεδεών έκτισεν εκεί προς τιμήν του Κυρίου θυσιαστήριον και εκάλεσεν αυτό “Ειρήνη Κυρίου”. Μέχρι δε της ημέρας αυτής το θυσιαστήριον αυτό ευρίσκεται εις Εφραθά, η οποία ανήκει εις την πατριάν του Εσδρί.

 

                                    Ο Γεδεών καταστρέφει το ειδωλολατρικό θυσιαστήριο

Κρ. 6,25             Καὶ ἐγένετο ἐν τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ καὶ εἶπεν αὐτῷ Κύριος· λαβὲ τὸν μόσχον τὸν ταῦρον, ὅς ἐστι τῷ πατρί σου, καὶ μόσχον δεύτερον ἑπταετῆ καὶ καθελεῖς τὸ θυσιαστήριον τοῦ Βάαλ ὅ ἐστι τῷ πατρί σου, καὶ τὸ ἄλσος τὸ ἐπ᾿ αὐτὸ ὀλοθρεύσεις.

Κρ. 6,25                    Κατά την επακολουθήσασαν νύκτα είπεν ο Κυριος προς τον Γεδεών· “πάρε μοσχάρι που ανήκει στον πατέρα σου, και ένα άλλο μοσχάρι επτά ετών. Πηγαινε να κρημνίσης το θυσιαστήριον του Βααλ που ευρίσκεται εις περιοχήν ανήκουσαν στον πατέρα σου, να καταστρέψης και το ιερόν δάσος, που είναι εκεί κοντά στο θυσιαστήριον του Βααλ.

Κρ. 6,26             καὶ οἰκοδομήσεις θυσιαστήριον τῷ Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου ἐπὶ κορυφὴν τοῦ Μαουὲκ τούτου ἐν τῇ παρατάξει καὶ λήψῃ τὸν μόσχον τὸν δεύτερον καὶ ἀνοίσεις ὁλοκαυτώματα ἐν τοῖς ξύλοις τοῦ ἄλσους, οὗ ἐξολοθρεύσεις.

Κρ. 6,26                    Επειτα θα οικοδομήσης εις την κορυφήν του οχυρωμένου υψώματος προς χάριν Κυρίου του Θεού σου θυσιαστήριον τακτοποιημένον καθ' όλα. Θα λάβης τον δεύτερον μόσχον τον οποίον θα προσφέρης ως ολοκαύτωμα καίων αυτό με τα ξύλα του δάσους, το οποίον θα καταστρέψης”.

Κρ. 6,27             καὶ ἔλαβε Γεδεὼν δέκα ἄνδρας ἀπὸ τῶν δούλων ἑαυτοῦ καὶ ἐποίησεν ὃν τρόπον ἐλάλησε πρὸς αὐτὸν Κύριος· καὶ ἐγενήθη ὡς ἐφοβήθη τὸν οἶκον τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ τοὺς ἄνδρας τῆς πόλεως τοῦ ποιῆσαι ἡμέρας, καὶ ἐποίησε νυκτός.

Κρ. 6,27                    Ο Γεδεών επήρε δέκα από τους δούλους του και έκαμε, όπως ακριβώς του είχεν είπει ο Κυριος. Επειδή δε εφοβήθη τους ανθρώπους του πατρικού του οίκου και τους άνδρας της πόλεως δεν έκαμεν ο,τι του είπεν ο Θεός κατά την ημέραν, αλλά κατά την νύκτα.

Κρ. 6,28             καὶ ὤρθρισαν οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως τὸ πρωΐ, καὶ ἰδοὺ καθῄρητο τὸ θυσιαστήριον τοῦ Βάαλ, καὶ τὸ ἄλσος τὸ ἐπ᾿ αὐτῷ ὠλόθρευτο· καὶ εἶδαν τὸν μόσχον τὸν δεύτερον, ὃν ἀνήνεγκεν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον τὸ ᾠκοδομημένον.

Κρ. 6,28                    Οταν οι άνδρες της πόλεως εξύπνησαν πρωϊ-πρωϊ, είδον αίφνης ότι είχε κατακρημνισθή το θυσιαστήριον του Βααλ, όπως επίσης ότι είχεν εξαφανισθή και το ιερόν δάσος αυτού. Είδαν ακόμη και ανοικοδομημένον νέον θυσιαστήριον επάνω στο οποίον υπήρχον υπολείμματα του θυσιασθέντος δευτέρου μόσχου.

Κρ. 6,29             καὶ εἶπεν ἀνὴρ πρὸς τὸν πλησίον αὐτοῦ· τίς ἐποίησε τὸ ῥῆμα τοῦτο; καὶ ἐπεζήτησαν καὶ ἠρεύνησαν καὶ ἔγνωσαν ὅτι Γεδεὼν υἱὸς Ἰωὰς ἐποίησε τὸ ῥῆμα τοῦτο.

Κρ. 6,29                    Ελεγε δε ο ενας προς τον άλλον· “ποιός έκαμε το έργον αυτό;” Εζήτησαν πληροφορίας, ηρεύνησαν και έμαθαν ότι ο Γεδεών, υιός του Ιωάς, ούτος έκαμε το έργον τούτο.

Κρ. 6,30             καὶ εἶπαν οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως πρὸς Ἰωάς· ἐξένεγκε τὸν υἱόν σου καὶ ἀποθανέτω, ὅτι καθεῖλε τὸ θυσιαστήριον τοῦ Βάαλ καὶ ὅτι ὠλόθρευσε τὸ ἄλσος τὸ ἐπ᾿ αὐτῷ.

Κρ. 6,30                    Είπαν τότε οι άνδρες της πόλεως προς τον Ιωάς· “φέρε εδώ τον υιόν σου δια να θανατωθή, επειδή εκρήμνισε το θυσιαστήριον του Βααλ και εξηφάνισε το άλσος του”

Κρ. 6,31             καὶ εἶπε Γεδεὼν υἱὸς Ἰωὰς τοῖς ἀνδράσι πᾶσιν, οἳ ἐπανέστησαν αὐτῷ· μὴ ὑμεῖς νῦν δικάζεσθε ὑπὲρ τοῦ Βάαλ; ἢ ὑμεῖς σώσετε αὐτόν; ὃς ἐὰν δικάσηται αὐτῷ, θανατωθήτω ἕως πρωΐ· εἰ Θεός ἐστι, δικαζέσθω αὐτῷ, ὅτι καθεῖλε τὸ θυσιαστήριον αὐτοῦ.

Κρ. 6,31                     Ο Γεδεών όταν επληροφορήθη αυτά παρουσιάσθη εις όλους τους άνδρας, που είχαν επαναστατήσει εναντίον του και τους είπε· “σεις λοιπόν τώρα θα εκδικηθήτε τον Βααλ; Σεις θα σώσετε αυτόν; Εκείνος που θα τολμήση να εκδικηθή το κρήμνισμα του θυσιαστηρίου, θα έχη αποθάνει έως τυ πρωι. Εάν ο Βααλ είναι αληθινός θεός, ας αναλάβη ο ίδιος την εκδίκησίν του δια το κρήμνισμα του θυσιαστηρίου του”.

Κρ. 6,32             καὶ ἐκάλεσεν αὐτὸ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ Ἱεροβάαλ λέγων· δικαζέσθω ἐν αὐτῷ ὁ Βάαλ, ὅτι καθῃρέθη τὸ θυσιαστήριον αὐτοῦ.

Κρ. 6,32                    Κατά δε την ημέραν εκείνην ο Γεδεών ωνόμασε τον εαυτόν του Ιεροβάαλ λέγων· “ας εκδικηθή ο ίδιος ο Βααλ δια το κρήμνισμα του θυσιαστηρίου του”.

 

                                    Ο Γεδεών ζητάει σημάδι από το Θεό

Κρ. 6,33             καὶ πᾶσα Μαδιὰμ καὶ Ἀμαλὴκ καὶ υἱοὶ ἀνατολῶν συνήχθησαν ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ παρενέβαλον ἐν τῇ κοιλάδι Ἰεζραέλ.

Κρ. 6,33                    Κατά την εποχήν εκείνην όλοι οι Μαδιανίται, οι Αμαληκίται και οι νομάδες της ανατολής συνηθροίσθησαν και εισέβαλον εις την πεδιάδα Ιεζραέλ.

Κρ. 6,34             καὶ πνεῦμα Κυρίου ἐνεδυνάμωσε τὸν Γεδεών, καὶ ἐσάλπισεν ἐν κερατίνῃ καὶ ἐφοβήθη Ἀβιέζερ ὀπίσω αὐτοῦ.

Κρ. 6,34                    Τοτε πνεύμα Κυρίου ενεδυνάμωσε τον Γεδεών δια να αντισταθή κατά των επιδρομέων. Με σάλπιγγα κερατίνην εσάλπισεν αυτός συναγερμόν εις πόλεμον. Οι άνδρες των φυλών Αβιέζερ εφοβήθησαν, ετάχθησαν με το μέρος του Γεδεών και τον ηκολούθησαν.

Κρ. 6,35             καὶ ἀγγέλους ἀπέστειλεν εἰς πάντα Μανασσῆ καὶ ἐν Ἀσὴρ καὶ ἐν Ζαβουλὼν καὶ ἐν Νεφθαλὶ καὶ ἀνέβη εἰς συνάντησιν αὐτῶν.

Κρ. 6,35                    Ο Γεδεών έστειλεν αγγελιαφόρους εις τας φυλάς Μανασσή, Ασήρ, Ζαβουλών και Νεφθαλί, και ο ίδιος μετέβη προσωπικώς να συναντήση αυτάς.

Κρ. 6,36             καὶ εἶπε Γεδεὼν πρὸς τὸν Θεόν· εἰ σύ σώζεις ἐν χειρί μου τὸν Ἰσραὴλ καθὼς ἐλάλησας,

Κρ. 6,36                    Είπε δε ο Γεδεών προς τον Θεόν· “εάν συ Κυριε θα σώσης δια της χειρός μου τους Ισραηλίτας, όπως είπες, δείξε το με το εξής σημείον·

Κρ. 6,37             ἰδοὺ ἐγὼ τίθημι τὸν πόκον τοῦ ἐρίου ἐν τῇ ἅλωνι· ἐὰν δρόσος γένηται ἐπὶ τὸν πόκον μόνον καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ξηρασία, γνώσομαι ὅτι σώσεις ἐν χειρί μου τὸν Ἰσραήλ, καθὼς ἐλάλησας.

Κρ. 6,37                    Ιδού εγώ θέτω ένα ποκάρι μαλλιά στο αλώνι. Εάν δρόσος πέση μόνον στο ποκάρι αυτό, εις δε την άλλην γην θα είναι ξηρασία, θα μάθω και θα πεισθώ, ότι πράγματι θα σώσης δια της χειρός μου τον Ισραήλ όπως είπες”.

Κρ. 6,38             καὶ ἐγένετο οὕτως· καὶ ὤρθρισε τῇ ἐπαύριον καὶ ἐξεπίασε τὸν πόκον, καὶ ἔσταξε δρόσος ἀπὸ τοῦ πόκου, πλήρης λεκάνη ὕδατος.

Κρ. 6,38                    Ετσι και έγινε· εξύπνησε την επομένην πρωΐαν ο Γεδεών, επίεσε τον πόκον και έσταξε από τα μαλλιά του ποκαριού δροσιά, μία λεκάνη νερό γεμάτη.

Κρ. 6,39             καὶ εἶπε Γεδεὼν πρὸς τὸν Θεόν· μὴ δὴ ὀργισθήτω ὁ θυμός σου ἐν ἐμοί, καὶ λαλήσω ἔτι ἅπαξ· πειράσω δὴ καί γε ἔτι ἅπαξ ἐν τῷ πόκῳ, καὶ γενέσθω ἡ ξηρασία ἐπὶ τὸν πόκον μόνον, καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν γενηθήτω δρόσος.

Κρ. 6,39                    Ο δε Γεδεών είπε πάλιν προς τον Θεόν· “ας μη ανάψη ο θυμός του Κυρίου εναντίον μου, διότι θα ομιλήσω μίαν ακόμη φοράν. Θα δοκιμάσω μίαν ακόμη φοράν το ποκάρι των μαλλιών. Ας μείνη κατάξηρος ο πόκος και εις όλην την άλλην χώραν ας πέση η δροσιά”.

Κρ. 6,40             καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς οὕτως ἐν τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ· καὶ ἐγένετο ξηρασία ἐπὶ τὸν πόκον μόνον, καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ἐγενήθη δρόσος.

Κρ. 6,40                    Ο Θεός έκαμε και αυτό το σημείον κατά την νύκτα εκείνην· το ποκάρι έμεινε κατάξηρον, ενώ εις όλην την άλλην χώραν έπεσε δροσιά.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7- Ο ΓΕΔΕΩΝ ΝΙΚΑΕΙ ΤΟΥΣ ΜΑΔΙΑΝΙΤΕΣ

                                    Ο Γεδεών νικάει τους Μαδιανίτες

Κρ. 7,1              Καὶ ὤρθρισεν Ἱεροβάαλ (αὐτός ἐστι Γεδεὼν) καὶ πᾶς ὁ λαὸς μετ᾿ αὐτοῦ καὶ παρενέβαλον ἐπὶ πηγὴν Ἀράδ, καὶ παρεμβολὴ Μαδιὰμ ἦν αὐτῷ ἀπὸ βοῤῥᾶ ἀπὸ Γαβαὰθ Ἀμωρὰ ἐν κοιλάδι.

Κρ. 7,1                       Ο Ιεροβάαλ (αυτός είναι ο Γεδεών) εξυπνησε πολύ πρωϊ και όλος ο λαός μαζή του και εστρατοπέδευσαν πλησίον της πηγής Αράδ. Το δε στρατόπεδον των Μαδιανιτών ευρίσκετο βορείως, πλησίον της Γαβαάθ Αμωρά εις την κοιλάδα.

Κρ. 7,2              καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Γεδεών· πολὺς ὁ λαὸς ὁ μετὰ σοῦ, ὥστε μὴ παραδοῦναί με τὴν Μαδιὰμ ἐν χειρὶ αὐτῶν, μή ποτε καυχήσηται Ἰσραὴλ ἐπ᾿ ἐμὲ λέγων· ἡ χείρ μου ἔσωσέ με·

Κρ. 7,2                      Είπε δε ο Κυριος προς τον Γεδεών· “πολύς λαός είναι μαζή σου και δεν θέλω να παραδώσω τους Μαδιανίτας εις τα χέρια αυτών, δια να μη καυχηθή ενώπιόν μου ο Ισραηλιτικός λαός και είπη· Η δύναμίς μου με έσωσε.

Κρ. 7,3              καὶ νῦν λάλησον δὴ ἐν ὠσὶ τοῦ λαοῦ λέγων· τίς ὁ φοβούμενος καὶ δειλός; ἐπιστρεφέτω καὶ ἐκχωρείτω ἀπὸ ὄρους Γαλαάδ. καὶ ἐπέστρεψεν ἀπὸ τοῦ λαοῦ εἴκοσι καὶ δύο χιλιάδες, καὶ δέκα χιλιάδες ὑπελείφθησαν.

Κρ. 7,3                       Είπε λοιπόν τώρα δυνατά να ακούση με τα αυτιά του όλος ο λαός· Ποός από σας είναι φοβητσιάρης και δειλός; Ας επιστρέψη στο σπίτι του, ας φύγη από το όρος Γαλαάδ”. Κατόπιν της διακηρύξεως αυτής απεχώρησαν είκοσι δύο χιλιάδες Ισραηλίται· και απέμειναν δέκα χιλιάδες.

Κρ. 7,4              καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Γεδεών· ἔτι ὁ λαὸς πολύς ἐστι· κατένεγκον αὐτοὺς πρὸς τὸ ὕδωρ, καὶ ἐκκαθαρῶ σοι αὐτὸν ἐκεῖ· καὶ ἔσται ὃν ἐὰν εἴπω πρὸς σέ, οὗτος πορεύσεται σὺν σοί, αὐτὸς πορεύσεται σὺν σοί· καὶ πᾶς, ὃν ἐὰν εἴπω πρός σε· οὗτος οὐ πορεύσεται μετὰ σοῦ, αὐτὸς οὐ πορεύσεται μετὰ σοῦ.

Κρ. 7,4                      Είπε πάλιν ο Κυριος προς τον Γεδεών· “πολύς είναι ακόμη ο λαός· κατέβασέ τους εις την πηγήν του ύδατος και εγώ εκεί θα σου κάμω εκκαθάρισιν του λαού. Οποιος σου είπω ότι θα έλθη μαζή σου, αυτός θα έλθη μαζή σου. Και καθένας δια τον οποίον θα σου είπω ότι αυτός δεν θα πορευθή μαζή σου, αυτός θα φύγη από κοντά σου”.

Κρ. 7,5              καὶ κατήνεγκε τὸν λαὸν πρὸς τὸ ὕδωρ· καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Γεδεών· πᾶς, ὃς ἂν λάψῃ τῇ γλώσσῃ αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ ὕδατος ὡς ἐὰν λάψῃ ὁ κύων, στήσεις αὐτὸν κατὰ μόνας, καὶ πᾶς, ὃς ἐὰν κλίνῃ ἐπὶ τὰ γόνατα αὐτοῦ πιεῖν.

Κρ. 7,5                       Ο Γεδεών κατεβίβασε τον λαόν του προς την πηγήν του ύδατος. Είπεν ο Κυριος προς τον Γεδεών· “όποιος θα πίη νερο από την πηγήν με την γλώσσαν του, όπως με την γλώσσαν του πίνει ο κύων, αυτόν θα τον θέσης χωριστά· και εκείνος που θα πίνη νερό γονατιστός πάλιν θα τεθή χωριστά”.

Κρ. 7,6              καὶ ἐγένετο ὁ ἀριθμὸς τῶν λαψάντων ἐν χειρὶ αὐτῶν πρὸς τὸ στόμα αὐτῶν τριακόσιοι ἄνδρες, καὶ πᾶν τὸ κατάλοιπον τοῦ λαοῦ ἔκλιναν ἐπὶ τὰ γόνατα αὐτῶν πιεῖν ὕδωρ.

Κρ. 7,6                      Ο αριθμός των ανδρών, που έπιαν νερό με την γλώσσαν των από το κοίλον της παλάμης των ήσαν τριακόσιοι. Ολοι δε οι άλλοι εκ του λαού εγονάτισαν δια να πίουν ύδωρ.

Κρ. 7,7              καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Γεδεών· ἐν τοῖς τριακοσίοις ἀνδράσι τοῖς λάψασι σώσω ὑμᾶς καὶ δώσω τὴν Μαδιὰμ ἐν χειρί σου, καὶ πᾶς ὁ λαὸς πορεύσονται ἀνὴρ εἰς τόν τόπον αὐτοῦ.

Κρ. 7,7                       Είπε τότε ο Κυριος προς τον Γεδεών· “με τους τριακοσίους αυτούς άνδρας, οι οποίοι έπιαν νερό δια της γλώσσης των από το κοίλον της παλάμης των, θα, σας σώσω και θα παραδώσω εις τα χέρια σου τους Μαδιανίτας. Ολοι οι άλλοι Ισραηλίται ας επιστρέψουν ο καθένας στον τόπον του”.

Κρ. 7,8              καὶ ἔλαβον τὸν ἐπισιτισμὸν τοῦ λαοῦ ἐν χειρὶ αὐτῶν καὶ τὰς κερατίνας αὐτῶν, καὶ τὸν πάντα ἄνδρα Ἰσραὴλ ἐξαπέστειλεν ἄνδρα εἰς σκηνὴν αὐτοῦ καὶ τοὺς τριακοσίους ἄνδρας κατίσχυσε. καὶ ἡ παρεμβολὴ Μαδιὰμ ἦσαν αὐτοῦ ὑποκάτω ἐν τῇ κοιλάδι.

Κρ. 7,8                      Οι απομείναντες αυτοί τριακόσιοι επήραν τα τρόφιμα και τας κερατίνας σάλπιγγας των άλλων Ισραηλιτών που έφυγαν. Ολους τους άλλους Ισραηλίτας έστειλεν ο Γεδεών εις την σκηνήν του τον καθένα· τους δε τριακοσίους άνδρας εκράτησε και ενίσχυσε δια τον πόλεμον. Το στρατόπεδον των Μαδιανιτών ήτο κάτω από το στρατόπεδον του Γεδεών εις την κοιλάδα.

Κρ. 7,9              καὶ ἐγενήθη ἐν τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν Κύριος· ἀναστὰς κατάβηθι ἐν τῇ παρεμβολῇ, ὅτι παρέδωκα αὐτὴν ἐν τῇ χειρί σου·

Κρ. 7,9                      Κατά την νύκτα εκείνην είπεν ο Κυριος προς τον Γεδεών· “σήκω και κατέβα στο στρατόπεδον των Μαδιανιτών, διότι εγώ το έχω ήδη παραδώσει εις σέ.

Κρ. 7,10             καὶ εἰ φοβῇ σὺ καταβῆναι, κατάβηθι σὺ καὶ Φαρὰ τὸ παιδάριόν σου εἰς τὴν παρεμβολὴν

Κρ. 7,10                     Εάν όμως φοβήσαι να καταβής μόνος σου στο εχθρικόν στρατόπεδον, πήγαινε μαζή με τον υπηρέτην σου Φορά.

Κρ. 7,11             καὶ ἀκούσῃ, τί λαλήσουσι· καὶ μετὰ τοῦτο ἰσχύσουσιν αἱ χεῖρές σου, καταβήσῃ ἐν τῇ παρεμβολῇ. καὶ κατέβη αὐτὸς καὶ Φαρὰ τὸ παιδάριον αὐτοῦ πρὸς ἀρχὴν τῶν πεντήκοντα, οἳ ἦσαν ἐν τῇ παρεμβολῇ.

Κρ. 7,11                     Εκεί θα ακούσης τι λέγουν οι εχθροί σου. Απ' αυτά δέ που θα ακούσης θα πάρης θάρρος και κατόπιν θα επιτεθής εναντίον του στρατοπέδου”. Πράγματι ο Γεδεών κατέβη μαζή με τον υπηρέτην του Φαρά προς την εμπροσθοφυλακήν του στρατοπέδου, η οποία περιελάμβανε πεντήκοντα άνδρας.

Κρ. 7,12             καὶ Μαδιὰμ καὶ Ἀμαλὴκ καὶ πάντες οἱ υἱοὶ ἀνατολῶν βεβλημένοι ἐν τῇ κοιλάδι ὡσεὶ ἀκρὶς εἰς πλῆθος, καὶ ταῖς καμήλοις αὐτῶν οὐκ ἦν ἀριθμός, ἀλλ᾿ ἦσαν ὡς ἡ ἄμμος ἡ ἐπὶ χείλους τῆς θαλάσσης εἰς πλῆθος.

Κρ. 7,12                     Οι Μαδιανίται, οι Αμαληκίται και οι άλλοι από ανατολών νομάδες είχαν διασκορπισθή εις την κοιλάδα, πολυάριθμοι ωσάν τας ακρίδας. Αλλά και αι κάμηλοι αυτών ήσαν αναρίθμητοι, όσον οι κόκκοι της άμμου εις την παραλίαν.

Κρ. 7,13             καὶ ἦλθε Γεδεών, καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ἐξηγούμενος τῷ πλησίον αὐτοῦ ἐνύπνιον καὶ εἶπεν· ἰδοὺ ἐνυπνιασάμην ἐνύπνιον, καὶ ἰδοὺ μαγὶς ἄρτου κριθίνου στρεφομένη ἐν τῇ παρεμβολῇ Μαδιὰμ καὶ ἦλθεν ἕως τῆς σκηνῆς καὶ ἐπάταξεν αὐτήν, καὶ ἔπεσε, καὶ ἀνέστρεψεν αὐτὴν ἄνω, καὶ ἔπεσεν ἡ σκηνή.

Κρ. 7,13                     Επλησίασεν ο Γεδεών εις την εμπροσθοφυλακήν και ιδού ακούει εναν άνδρα να διηγήται στον πλησίον αυτού το όνειρόν του και να του λέγη· “είδον ότι ενας κρίθινος άρτος κυλιόμενος στο στρατόπεδον των Μαδιανιτών έφθασεν έως την σκηνήν του αρχηγού μας και την εκτύπησεν· η σκηνή έπεσεν. Ο κρίθινος αυτός άρτος την αναποδογύρισεν. Ετσι έπεσε και κατεστράφη η σκηνή του αρχηγού μας”.

Κρ. 7,14             καὶ ἀπεκρίθη ὁ πλησίον αὐτοῦ καὶ εἶπεν· οὐκ ἔστιν αὕτη εἰ μὴ ῥομφαία Γεδεὼν υἱοῦ Ἰωὰς ἀνδρὸς Ἰσραήλ· παρέδωκεν ὁ Θεὸς ἐν χειρὶ αὐτοῦ τὴν Μαδιὰμ καὶ πᾶσαν τὴν παρεμβολήν.

Κρ. 7,14                     Ο πλησίον αυτού στρατιώτης που ήκουσε το όνειρον είπεν· “ο κρίθινος αυτός άρτος δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ρομφαία του Γεδεών, του Ισραηλίτου, του υιού Ιωάς. Παρέδωκεν ο Θεός εις τα χέρια του τους Μαδιανίτας και όλον το στρατόπεδον μας”.

Κρ. 7,15             καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσε Γεδεὼν τὴν ἐξήγησιν τοῦ ἐνυπνίου καὶ τὴν σύγκρισιν αὐτοῦ, καὶ προσεκύνησε Κυρίῳ καὶ ὑπέστρεψεν εἰς τὴν παρεμβολὴν Ἰσραὴλ καὶ εἶπεν· ἀνάστητε, ὅτι παρέδωκε Κύριος ἐν χειρὶ ἡμῶν τὴν παρεμβολὴν Μαδιάμ.

Κρ. 7,15                     Οταν ο Γεδεών ήκουσε την διήγησιν και την εξήγησιν του ονείρου, προσεκύνησε τον Θεόν και επέστρεψεν στο Ισραηλιτικόν στρατόπεδον και είπε· “σηκωθήτε και ετοιμασθήτε, διότι ο Κυριος παρέδωκεν εις τα χέρια μας το στρατόπεδον των Μαδιανιτών”.

Κρ. 7,16             καὶ διεῖλε τοὺς τριακοσίους ἄνδρας εἰς τρεῖς ἀρχὰς καὶ ἔδωκε κερατίνας ἐν χειρὶ πάντων καὶ ὑδρίας κενὰς καὶ λαμπάδας ἐν ταῖς ὑδρίαις

Κρ. 7,16                     Εχώρισεν εις τρία τμήματα ανά εκατό τους τριακοσίους άνδρας και τους ετοποθέτησεν εις τρία σημεία γύρω από το εχθρικόν στράτευμα. Εδωκεν εις τα χέρια του καθενός από αυτούς τας κερατίνας σάλπιγγας, τας κενάς υδρίας και λαμπάδας μέσα εις τας υδρίας,

Κρ. 7,17             καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· ἀπ᾿ ἐμοῦ ὄψεσθε καὶ οὕτω ποιήσετε· καὶ ἰδοὺ ἐγὼ εἰσπορεύομαι ἐν ἀρχῇ τῆς παρεμβολῆς, καὶ ἔσται καθὼς ἂν ποιήσω, οὕτω ποιήσετε·

Κρ. 7,17                     και είπε προς αυτούς· “θα βλέπετε προς εμέ και ο,τι εγώ κάμνω θα κάμετε και σεις. Εγώ θα μεταβώ εις την εμπροσθοφυλακήν των εχθρών· ο,τι δε θα κάμω εγώ εκεί, το ιδιο θα κάμετε και σεις.

Κρ. 7,18             καὶ σαλπιῶ ἐν τῇ κερατίνῃ ἐγώ, καὶ πάντες μετ᾿ ἐμοῦ σαλπιεῖτε ἐν ταῖς κερατίναις κύκλῳ ὅλης τῆς παρεμβολῆς καὶ ἐρεῖτε· τῷ Κυρίῳ καὶ τῷ Γεδεών.

Κρ. 7,18                     Εγώ θα σαλπίσω με την κερατίνην σάλπιγγα, σεις δε όλοι μαζή με εμέ θα σαλπίσετε με τας κερατίνας σάλπιγγας γύρω από το εχθρικόν στρατόπεδον και θα φωνάξετε· Ρομφαία τω Κυρίω και τω Γεδεών”.

Κρ. 7,19             καὶ εἰσῆλθε Γεδεὼν καὶ οἱ ἑκατὸν ἄνδρες οἱ μετ᾿ αὐτοῦ ἐν ἀρχῇ τῆς παρεμβολῆς ἐν ἀρχῇ τῆς φυλακῆς μέσης καὶ ἐγείροντες ἤγειραν τοὺς φυλάσσοντας καὶ ἐσάλπισαν ἐν ταῖς κερατίναις καὶ ἐξετίναξαν τὰς ὑδρίας τὰς ἐν ταῖς χερσὶν αὐτῶν.

Κρ. 7,19                     Ο Γεδεών μαζή με τους εκατόν άνδρας του επλησίασεν αθέατος εις την άκραν του εχθρικού στρατεύματος κατά την αλλαγήν της μεσαία, φουράς, και ακριβώς κατά την στιγμήν κατά την οποίαν οι άνδρες της πρώτης φρουράς εξυπνούσαν τους της δευτέρας δια να αναλάβουν υπηρεσίαν, οι περί τον Γεδεών εσάλπισαν με τας κερατίνας σάλπιγγας, έρριψαν με ορμήν κάτω και έθραυσαν τας υδρίας που είχαν εις τα χέρια των.

Κρ. 7,20             καὶ ἐσάλπισαν αἱ τρεῖς ἀρχαὶ ἐν ταῖς κερατίναις καὶ συνέτριψαν τὰς ὑδρίας καὶ ἐκράτησαν ἐν χερσὶν ἀριστεραῖς αὐτῶν τὰς λαμπάδας καὶ ἐν χερσὶ δεξιαῖς αὐτῶν τὰς κερατίνας τοῦ σαλπίζειν καὶ ἀνέκραξαν· ῥομφαία τῷ Κυρίῳ καὶ τῷ Γεδεών.

Κρ. 7,20                    Αμέσως εσάλπισαν οι άνδρες και των τριών τμημάτων με τας κερατίνας σάλπιγγάς των, συνέτριψαν τας υδρίας και, κρατούντες στο αριστερόν των χέρι τας λαμπάδας στο δεξιόν την κερατίνην σάλπιγγα, σαλπίζοντες εκραύγασαν· “ρομφαία τω Κυρίω και τω Γεδεών”.

Κρ. 7,21             καὶ ἔστησεν ἀνὴρ ἐφ᾿ ἑαυτῷ κύκλῳ τῆς παρεμβολῆς, καὶ ἔδραμε πᾶσα ἡ παρεμβολὴ καὶ ἐσήμαναν καὶ ἔφυγον.

Κρ. 7,21                     Εμεινε δε ο καθένας των όρθιος και ακίνητος γύρω από το εχθρικόν στράτευμα. Ολοι δε οι εχθροί, νομίσαντες ότι είχον περικυκλωθή ετράπησαν εις φυγήν, έδωσαν δια σαλπίγγων το σύνθημα της φυγής και έφυγον πανικοβλητοι.

Κρ. 7,22             καὶ ἐσάλπισαν ἐν ταῖς τριακοσίαις κερατίναις, καὶ ἔθηκε Κύριος τὴν ῥομφαίαν ἀνδρὸς ἐν τῷ πλησίον αὐτοῦ ἐν πάσῃ τῇ παρεμβολῇ,

Κρ. 7,22                    Αλλά και οι τριακόσιοι εσάλπισαν πάλιν με τας κερατίνας σάλπιγγας. Ο Κυριος ενέβαλλε τέτοιαν σύγχυσιν στο εχθρικόν στράτευμα, ώστε εις όλον το στρατόπεδον ο ενας έστρεφε την μάχαιραν εναντίον του άλλου και αλληλοεφονεύοντο,

Κρ. 7,23             καὶ ἔφυγεν ἡ παρεμβολὴ ἕως Βηθσεεδτὰ Γαραγαθὰ ἕως χείλους Ἀβωμεουλὰ ἐπὶ Ταβάθ. καὶ ἐβόησαν ἀνὴρ Ἰσραὴλ ἀπὸ Νεφθαλὶ καὶ ἀπὸ Ἀσὴρ καὶ ἀπὸ παντὸς Μανασσῆ καὶ ἐδίωξαν ὀπίσω Μαδιάμ.

Κρ. 7,23                    Ετσι έφυγεν ο εχθρικός στρατός και έφθασεν μέχρι της Βηθσεεδτά Γαραγαθά έως στο άκρον του Αβωμεουλά πλησίον Ταβάθ. Τοτε ένα μέρος από την φυλήν Νεφθαλί και Ασήρ και ολόκληρος η φυλή Μανασσή κατεδίωξαν με κραυγάς και αλλαλαγμούς, τους φεύγοντας Μαδιανίτας.

Κρ. 7,24             καὶ ἀγγέλους ἐπέστειλε Γεδεὼν ἐν παντὶ ὄρει Ἐφραὶμ λέγων· κατάβητε εἰς συνάντησιν Μαδιὰμ καὶ καταλάβετε ἑαυτοῖς τὸ ὕδωρ ἕως Βαιθηρὰ καὶ τὸν Ἰορδάνην· καὶ ἐβόησε πᾶς ἀνὴρ Ἐφραὶμ καὶ προκατελάβοντο τὸ ὕδωρ ἕως Βαιθηρὰ καὶ τὸν Ἰορδάνην.

Κρ. 7,24                    Ο Γεδεών έστειλεν αγγελιαφόρους εις όλους τους κατοικούντας το όρος Εφραίμ και είπε προς αυτούς· “καταβήτε και σεις από το όρος εις καταδίωξιν των Μαδιανιτών. Τρέξατε και καταλάβετε σεις τας υδατίνας διαβάσεις μέχρι Βαιθηρά και τον Ιορδάνην, ώστε να μη έχουν τόπον διαφυγής οι Μαδιανίται”. Ολη η φυλή Εφραίμ με αλλαλαγμόν ώρμησαν και κατέλαβον εγκαίρως τας διόδους εντεύθεν του Ιορδάνου έως Βαιθηρά.

Κρ. 7,25             καὶ συνελάβοντο τοὺς ἄρχοντας Μαδιὰμ καὶ τὸν Ὠρὴβ καὶ τὸν Ζὴβ καὶ ἀπέκτειναν τὸν Ὠρὴβ ἐν Σοὺρ καὶ τὸν Ζὴβ ἀπέκτειναν ἐν Ἱακεφζήφ καὶ κατεδίωξαν Μαδιὰμ· καὶ τὴν κεφαλὴν Ὠρὴβ καὶ Ζὴβ ἤνεγκαν πρὸς Γεδεὼν ἀπὸ πέραν τοῦ Ἰορδάνου.

Κρ. 7,25                    Συνέλαβαν τους αρχηγούς των Μαδιανιτών, τον Ωρήβ και Ζηβ. Τον μεν Ωρήβ εφόνευσαν εις Σούρ, τον δε Ζηβ εφονευεσαν εις Ιακεφζήφ, και κατεδίωξαν πέραν του Ιορδάνου τους διαφυγόντας Μαδιανίτας. Επιστρέφοντες δε από την πέραν του Ιορδάνου περιοχήν έγεραν προς τον Γεδεών την κεφαλήν του Ωρήβ και του Ζηβ.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8- ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΜΑΔΙΑΝΙΤΩΝ

Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ, ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΕΙΔΩΛΟ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΓΕΔΕΩΝ

                                    Ολοκληρωτική καταστροφή των Μαδιανιτών

Κρ. 8,1              Καὶ εἶπαν πρὸς Γεδεὼν ἀνὴρ Ἐφραίμ· τί τὸ ῥῆμα τοῦτο ἐποίησας ἡμῖν τοῦ μὴ καλέσαι ἡμᾶς, ὅτε ἐπορεύθης παρατάξασθαι ἐν Μαδιάμ; καὶ διελέξαντο πρὸς αὐτὸν ἰσχυρῶς.

Κρ. 8,1                       Οι άνδρες της φυλής Εφραίμ είπαν διαμαρτυρόμενοι προς τον Γεδεών· “διατί εφέρθης έτσι απέναντι μας και δεν μας εκάλεσες ευθύς εξ αρχής όταν εξεστράτευσες εναντίον των Μαδιανιτών;” Και εφιλονίκησαν εναντίον αυτού με πολύ οξύν τρόπον.

Κρ. 8,2              καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· τί ἐποίησα νῦν καθὼς ὑμεῖς; ἢ οὐχὶ κρεῖσσον ἐπιφυλλὶς Ἐφραὶμ ἢ τρυγητὸς Ἀβιέζερ;

Κρ. 8,2                      Ο δε Γεδεών είπε προς αυτούς· “τι έκαμα εγώ προς σας και τι εκάματε σεις; Δεν είναι πλουσιώτερον το τσαμπιδολόγημα που έκαμαν οι της φυλής Εφραίμ εις βάρος των φευγόντων Μαδιανιτών εν συγκρίσει προς τον τρυγητόν που έκαμε το γένος μου Αβιέζερ;

Κρ. 8,3              ἐν χειρὶ ὑμῶν παρέδωκε Κύριος τοὺς ἄρχοντας Μαδιάμ, τὸν Ὠρὴβ καὶ τὸν Ζήβ· καὶ τί ἠδυνήθην ποιῆσαι ὡς ὑμεῖς; τότε ἀνέθη τὸ πνεῦμα αὐτῶν ἀπ᾿ αὐτοῦ ἐν τῷ λαλῆσαι αὐτὸν τὸν λόγον τοῦτον.

Κρ. 8,3                      Εις τα ιδικά σας χέρια παρέδωσεν ο Κυριος τους αρχηγούς των Μαδιανιτών, τυν Ωρήβ και Ζηβ. Τι δε κατόρθωσα εγώ εμπρός στο ιδικόν σας κατόρθωμα;” Με αυτόν τον ειρηνικόν τρόπον ωμίλησεν ο Γεδεών και ειρήνευσαν τα πνεύματα εκείνων.

Κρ. 8,4              καὶ ἦλθε Γεδεὼν ἐπὶ τὸν Ἰορδάνην, καὶ διέβη αὐτὸς καὶ οἱ τριακόσιοι ἄνδρες οἱ μετ᾿ αὐτοῦ πεινῶντες καὶ διώκοντες.

Κρ. 8,4                      Κατόπιν ο Γεδεών ήλθεν στον Ιορδάνην ποταμόν, τον διέβη αυτός και οι μετ' αυτού 300   άνδρες, οι οποίοι καίτοι πεινώντες κατεδίωκον τους εχθρούς.

Κρ. 8,5              καὶ εἶπε τοῖς ἀνδράσι Σοκχώθ· δότε δὴ ἄρτους εἰς τροφὴν τῷ λαῷ τούτῳ τῷ ἐν ποσί μου, ὅτι ἐκλείπουσι, καὶ ἰδοὺ ἐγώ εἰμι διώκων ὀπίσω τοῦ Ζεβεὲ καὶ Σελμανὰ βασιλέων Μαδιάμ.

Κρ. 8,5                      Εφθασαν εις Σοκχώθ και ο Γεδεών είπεν στους κατοίκους της πόλεως αυτής· “δώσατέ μας σας παρακαλώ άρτους, δια να φάγουν οι άνδρες που με ακολουθούν, διότι έχουν παραλύσει από την πείναν. Και όμως πρέπει να με ακολουθήσουν εις καταδίωξιν του Ζεβεέ και Σελμανά, βασιλέων της Μαδιάμ”.

Κρ. 8,6              καὶ εἶπον οἱ ἄρχοντες Σοκχώθ· μὴ χεὶρ Ζεβεὲ καὶ Σελμανὰ νῦν ἐν χειρί σου; οὐ δώσομεν τῇ δυνάμει σου ἄρτους;

Κρ. 8,6                      Οι άρχοντες της Σοκχώθ, καιροσκόποι, απήντησαν· “μήπως τάχα και έχουν περιέλθει εις τα χέρια σου ο Ζεβεέ και ο Σελμανά, ώστε να δώσωμεν ημείς άρτους στους στρατιώτας σου;

Κρ. 8,7              καὶ εἶπε Γεδεών· διὰ τοῦτο ἐν τῷ δοῦναι Κύριον τὸν Ζεβεὲ καὶ τὸν Σελμανὰ ἐν χειρί μου, καὶ ἐγὼ ἀλοήσω τὰς σάρκας ὑμῶν ἐν ταῖς ἀκάνθαις τῆς ἐρήμου καὶ ἐν ταῖς Βαρκηνίμ.

Κρ. 8,7                      Αγανακτήσας ο Γεδεών είπε προς αυτούς· “δια την καιροσκοπικήν αυτήν συμπεριφοράν σας, όταν ο Κυριος παραδώση εις τα χέρια μου τον Ζεβεέ και τον Σελμανά, εγώ θα αλωνίσω και θα διασκορπίσω και θα σχίσω τα σώματά σας εις τα αγκάθια της ερήμου και εις τα βάτα”.

Κρ. 8,8              καὶ ἀνέβη ἐκεῖθεν εἰς Φανουὴλ καὶ ἐλάλησε πρὸς αὐτοὺς ὡσαύτως, καὶ ἀπεκρίθησαν αὐτῷ οἱ ἄνδρες Φανουὴλ ὃν τρόπον ἀπεκρίθησαν ἄνδρες Σοκχώθ.

Κρ. 8,8                      Από την Σοκχώθ ανέβη ο Γεδεών με τους ιδικούς του εις Φανουήλ και είπεν εις αυτούς τα ίδια. Οι δε κάτοικοι της πόλεως Φανουήλ απήντησαν κατά τον ίδιον τρόπον, όπως και οι κάτοικοι της Σοκχώθ.

Κρ. 8,9              καὶ εἶπε Γεδεὼν πρὸς ἄνδρας Φανουήλ· ἐν ἐπιστροφῇ μου μετ᾿ εἰρήνης κατασκάψω τὸν πύργον τοῦτον.

Κρ. 8,9                      Ο Γεδεών είπε προς τους άνδρας της Φανουήλ· “όταν μετά την νίκην μου θα επιστρέψω, θα κρημνίσω και θα κατασκάψω τον πύργον τούτον”.

Κρ. 8,10             καὶ Ζεβεὲ καὶ Σελμανὰ ἐν Καρκάρ, καὶ ἡ παρεμβολὴ αὐτῶν μετ᾿ αὐτῶν ὡσεὶ δεκαπέντε χιλιάδες, πάντες οἱ καταλελειμμένοι ἀπὸ πάσης παρεμβολῆς ἀλλοφύλων, καὶ οἱ πεπτωκότες ἑκατὸν εἴκοσι χιλιάδες ἀνδρῶν σπωμένων ῥομφαίαν.

Κρ. 8,10                    Οι βασιλείς Ζεβεέ και Σελμανά ήσαν εις Καρκάρ. Μαζή δέ με αυτούς ήτο και στρατός περί τας δέκα πέντε χιλιάδας. Αυτοί ήσαν όλοι οι απομείναντες από τον στρατόν των αλλοφύλων, ενώ οι φονευθέντες ένοπλοι στρατιώται έφθασαν τας εκατόν είκοσι χιλιάδας.

Κρ. 8,11             καὶ ἀνέβη Γεδεὼν ὁδὸν τῶν σκηνούντων ἐν σκηναῖς ἀπὸ ἀνατολῶν τῆς Ναβαὶ καὶ Ἰεγεβάλ· καὶ ἐπάταξε τὴν παρεμβολήν, καὶ ἡ παρεμβολὴ ἦν πεποιθυῖα.

Κρ. 8,11                     Ο Γεδεών επροχώρησεν εναντίον των εχθρών του από την οδόν των σκηνιτών, ανατολικά της Ναβαί και Ιεγεβάλ. Εκεί δε εκτύπησε τον εχθρικόν στρατόν, ο οποίος εθεώρει τον εαυτόν του εν ασφαλεία.

Κρ. 8,12             καὶ ἔφυγον Ζεβεὲ καὶ Σελμανά, καὶ ἐδίωξαν ὀπίσω αὐτῶν καὶ ἐκράτησε τοὺς δύο βασιλεῖς Μαδιάμ, τὸν Ζεβεὲ καὶ τὸν Σελμανά, καὶ πᾶσαν τὴν παρεμβολὴν ἐξέστησε.

Κρ. 8,12                    Οι εχθροί ενικήθησαν, οι δε δύο βασιλείς Ζεβεέ και Σελμανά ετράπησαν εις φυγήν. Ο Γεδεών τους κατεδίωξε, συνέλαβε τους δύο βασιλείς και επέφερεν αναστάτωσιν και σύγχυσιν εις όλον τον εχθρικόν στρατόν.

 

                                    Η εκδίκηση του Γεδεών

Κρ. 8,13             καὶ ἐπέστρεψε Γεδεὼν υἱὸς Ἰωὰς ἀπὸ τῆς παρατάξεως ἀπὸ ἐπάνωθεν τῆς παρατάξεως Ἀρές.

Κρ. 8,13                     Νικητής ο Γεδεών, ο υιός του Ιωάς, επέστρεψεν εκ της μάχης από το επάνω μέρος της Αρές, εις Σοκχώθ.

Κρ. 8,14             καὶ συνέλαβε παιδάριον ἀπὸ τῶν ἀνδρῶν Σοκχὼθ καὶ ἐπηρώτησεν αὐτόν, καὶ ἔγραψε πρὸς αὐτὸν ὀνόματα τῶν ἀρχόντων Σοκχὼθ καὶ τῶν πρεσβυτέρων αὐτῶν, ἑβδομήκοντα καὶ ἑπτὰ ἄνδρας.

Κρ. 8,14                    Εξω από την Σοκχώθ συνέλαβεν ένα παιδάριον από τους κατοίκους της πόλεως και το ηρώτησε δια τα ονόματα των αρχόντων και των πρεσβυτέρων της πόλεως. Το παιδάριον έγραψε τα ονόματα εβδομήκοντα επτά ανδρών και τα έδωκεν στον Γεδεών.

Κρ. 8,15             καὶ παρεγένετο Γεδεὼν πρὸς τοὺς ἄρχοντας Σοκχὼθ καὶ εἶπεν· ἰδοὺ Ζεβεὲ καὶ Σελμανά, ἐν οἷς ὠνειδίσατέ με λέγοντες· μὴ χεὶρ Ζεβεὲ καὶ Σελμανὰ νῦν ἐν χειρί σου, ὅτι δώσομεν τοῖς ἀνδράσι σου τοῖς ἐκλείπουσιν ἄρτους;

Κρ. 8,15                     Εισήλθεν ο Γεδεών εις την πόλιν και είπεν στους άρχοντας Σοκχώθ· “ιδού, είναι τώρα εις τα χέρια μου ο Ζεβεέ και ο Σελμανά δια τους οποίους τότε με ειρωνευθήκατε και μου είπατε· Μηπως τάχα και είναι τώρα εις τα χέρια σου ο Ζεβεέ και ο Σελμανά ώστε να δώσωμεν άρτους στους εξηντλημένους από την πείναν άνδρας;”

Κρ. 8,16             καὶ ἔλαβε τοὺς πρεσβυτέρους τῆς πόλεως ἐν ταῖς ἀκάνθαις τῆς ἐρήμου καὶ ταῖς Βαρκηνὶμ καὶ ἠλόησεν ἐν αὐτοῖς τοὺς ἄνδρας τῆς πόλεως.

Κρ. 8,16                    Συνέλαβε κατόπιν ο Γεδεών τους πρεσβυτέρους της Σοκχώθ, επήρεν αγκάθια από την έρημον και βατά και με αυτά αλώνισε τους άνδρας της πόλεως.

Κρ. 8,17             καὶ τὸν πύργον Φανουὴλ κατέσκαψε καὶ ἀπέκτεινε τοὺς ἄνδρας τῆς πόλεως.

Κρ. 8,17                     Τον πύργον Φανουήλ εκρήμνισεν εκ θεμελίων και τους άνδρας της πόλεως εφόνευσε.

Κρ. 8,18             καὶ εἶπε πρὸς Ζεβεὲ καὶ Σελμανά· ποῦ οἱ ἄνδρες, οὓς ἀπεκτείνατε ἐν Θαβώρ; καὶ εἶπαν· ὡς σύ, ὡς αὐτοὶ εἰς ὁμοίωμα υἱοῦ βασιλέως.

Κρ. 8,18                    Ηρώτησε δε τον Ζεβεέ και τον Σελμανά· “πως ήσαν οι άνδρες τους οποίους εφονεύσατε στο Θαβώρ;” Εκείνοι απήντησαν· “όπως είσαι συ. Είχαν όψιν υιών βασιλέως όπως και συ”.

Κρ. 8,19             καὶ εἶπε Γεδεών· ἀδελφοί μου καὶ υἱοὶ τῆς μητρός μου ἦσαν· ζῇ Κύριος, εἰ ἐζωογονήκειτε αὐτούς, οὐκ ἂν ἀπέκτεινα ὑμᾶς.

Κρ. 8,19                    Ο Γεδεών είπεν· “αυτοί ήσαν πραγματικοί αδελφοί μου, παιδιά της μητρός μου. Ορκίζομαι στον ζώντα Θεόν, εάν τους αφήνατε εν τη ζωή, ούτε εγώ θα σας εφόνευα”.

Κρ. 8,20             καὶ εἶπεν Ἰεθὲρ τῷ πρωτοτόκῳ αὐτοῦ· ἀναστὰς ἀπόκτεινον αὐτούς· καὶ οὐκ ἔσπασε τὸ παιδάριον τὴν ῥομφαίαν αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβήθη, ὅτι ἔτι νεώτερος ἦν.

Κρ. 8,20                    Αμέσως δε είπεν στον πρωτοτόκον υιόν του, τον Ιεθέρ· “σήκω και θανάτωσέ τους”. Αλλά τα παιδάριον τούτο δεν ανέσυρε την μάχαιράν του διότι του έλειπε το θάρρος· ήτο ακόμη μικρός.

Κρ. 8,21             καὶ εἶπε Ζεβεὲ καὶ Σελμανά· ἀνάστα σὺ καὶ συνάντησον ἡμῖν, ὅτι ὡς ἀνδρὸς ἡ δύναμίς σου. καὶ ἀνέστη Γεδεὼν καὶ ἀπέκτεινε τὸν Ζεβεὲ καὶ τὸν Σελμανὰ καὶ ἔλαβε τοὺς μηνίσκους τοὺς ἐν τοῖς τραχήλοις τῶν καμήλων αὐτῶν.

Κρ. 8,21                    Ο Ζεβεέ και ο Σελμανά είπον προς τον Γεδεών· “σήκω συ και έλα εναντίον μας να μας φονεύσης διότι η δύναμίς σου είναι πράγματι δύναμις ανδρός”. Ο Γεδεών ηγέρθη και εφόνευσε τον Ζεβεέ και τον Σελμανά. Ελαβε δε από τους τραχήλους των καμήλων τα εις σχήμα ημισελήνου κοσμήματά των.

 

                                    Το χρυσό είδωλο του Γεδεών

Κρ. 8,22             Καὶ εἶπον ἀνὴρ Ἰσραὴλ πρὸς Γεδεών· κύριε, ἄρξον ἡμῶν καὶ σὺ καὶ ὁ υἱός σου καὶ ὁ υἱὸς τοῦ υἱοῦ σου, ὅτι σὺ ἔσωσας ἡμᾶς ἐκ χειρὸς Μαδιάμ.

Κρ. 8,22                    Οι Ισραηλίται ευγνωμονούντες και ενθουσιασμένοι δια την νίκην του Γεδεών του είπαν· “κύριε, γίνε συ αρχηγός μας και έπειτα από σε ο υιός σου και κατόπιν ο έγγονός σου, διότι συ μας έσωσες από την τυραννικήν κυριαρχίαν των Μαδιανιτών”.

Κρ. 8,23             καὶ εἶπε πρὸς αὐτοὺς Γεδεών· οὐκ ἄρξω ἐγώ, καὶ οὐκ ἄρξει ὁ υἱός μου ἐν ὑμῖν· Κύριος ἄρξει ὑμῶν.

Κρ. 8,23                    Ο Γεδεών απήντησε προς αυτούς· “ούτε εγώ θα γίνω αρχηγός σας ούτε ο υιός μου θα γίνη αρχηγός σας. Ο Κυριος θα είναι ο μοναδικός αρχηγός σας”.

Κρ. 8,24             καὶ εἶπε πρὸς αὐτοὺς Γεδεών· αἰτήσομαι παρ᾿ ὑμῶν αἴτημα καὶ δότε μοι ἀνὴρ ἐνώτιον ἐκ σκύλων αὐτοῦ· ὅτι ἐνώτια χρυσᾶ αὐτοῖς, ὅτι ἦσαν Ἰσμαηλῖται.

Κρ. 8,24                    Είπε δε προς αυτούς ο Γεδεών· “θα υποβάλω εις σας ένα αίτημα· ο καθένας σας ας μου δώση από τα λάφυρα του πολέμου ο,τι σκουλαρίκι έχει. Διότι οι εχθροί, καθ' ο Ισμαηλίται, είχον χρυσά σκουλαρίκια”.

Κρ. 8,25             καὶ εἶπαν· διδόντες δώσομεν· καὶ ἀνέπτυξε τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ, καὶ ἔβαλεν ἐκεῖ ἀνὴρ ἐνώτιον σκύλων αὐτοῦ.

Κρ. 8,25                    Οι Ισραηλίται απήντησαν· “με όλην μας την καρδιά θα σου δώσωμεν”. Ο Γεδεών ήπλωσε το ιμάτιόν του και κάθε Ισραηλίτης έρριψεν εις αυτό από τα λάφυρα του πολέμου ο,τι σκουλαρίκι είχε.

Κρ. 8,26             καὶ ἐγένετο ὁ σταθμὸς τῶν ἐνωτίων τῶν χρυσῶν, ὧν ᾔτησε, χίλιοι καὶ ἑπτακόσιοι χρυσοῖ, πάρεξ τῶν μηνίσκων καὶ τῶν στραγγαλίδων καὶ τῶν ἱματίων καὶ πορφυρίδων τῶν ἐπὶ βασιλεῦσι Μαδιὰμ καὶ ἐκτὸς τῶν περιθεμάτων, ἃ ἦν ἐν τοῖς τραχήλοις τῶν καμήλων αὐτῶν.

Κρ. 8,26                    Το βάρος των χρυσών σκουλαρικιών, τα οποία εζήτησε και έλαβεν ο Γεδεών, έφθασε τους χιλίους επτακοσίους χρυσούς σίκλους (ήτοι υπέρ τα δέκα οκτώ χιλιόγραμμα), έκτος των κοσμημάτων που είχον σχήμα ημισελήνου, των πολύπλοκων κόμβων, των πολυτελών και πορφυρών ιματίων των βασιλέων της Μαδιάμ, και έκτός των περιδεραίων που εκρέμαντο στους τραχήλους των καμήλων.

Κρ. 8,27             καὶ ἐποίησεν αὐτὸ Γεδεὼν εἰς Ἐφὼδ καὶ ἔστησεν αὐτὸ ἐν πόλει αὐτοῦ Ἐφραθά· καὶ ἐξεπόρνευσε πᾶς Ἰσραὴλ ὀπίσω αὐτοῦ ἐκεῖ, καὶ ἐγένετο τῷ Γεδεὼν καὶ τῷ οἴκῳ αὐτοῦ εἰς σκῶλον.

Κρ. 8,27                    Με τον χρυσόν αυτόν έδωσεν ο Γεδεών και κατεσκεύασαν Εφώδ (είδος τι αρχιερατικού αμφίου) το οποίον ετοποθέτησεν εις την πόλιν του την Εφραθά. Ο ισραηλιτικός όμως λαός ξέκλινε και πάλιν εις την ειδωλολατρείαν αι διαφθοράν και έγινε δια τον Γεδεών και το γένος του σκάνδαλον και πρόσκομισε.

Κρ. 8,28             καὶ συνεστάλη Μαδιὰμ ἐνώπιον υἱῶν Ἰσραὴλ καὶ οὐ προσέθηκαν ἆραι κεφαλὴν αὐτῶν. καὶ ἡσύχασεν ἡ γῆ τεσσαράκοντα ἔτη ἐν ἡμέραις Γεδεών.

Κρ. 8,28                    Οι Μαδιανίται, έπειτα από την συντριβήν των, εταπεινώθησαν και εσυμαζεύθησαν ενώπιον των Ισραηλιτών, και εν ετόλμησαν πλέον να ξανασηκώσουν, κεφάλι. Ετσι δε η Παλαιστίνη ησύχασεν επί τεσσαράκοντα έτη κατά τας ημέρας του Γεδεών.

 

                                    Ο θάνατος του Γεδεών

Κρ. 8,29             καὶ ἐπορεύθη Ἱεροβάαλ υἱὸς Ἰωὰς καὶ ἐκάθισεν ἐν οἴκῳ αὐτοῦ.

Κρ. 8,29                    Ο Ιεροβάαλ, δηλαδή ο Γεδεών, ο υιός του Ιωάς, εγκατεστάθη και πάλιν στον οίκον του εν Εφραθά.

Κρ. 8,30             καὶ τῷ Γεδεὼν ἦσαν υἱοὶ ἑβδομήκοντα ἐκπορευόμενοι ἐκ μηρῶν αὐτοῦ, ὅτι γυναῖκες πολλαὶ ἦσαν αὐτῷ.

Κρ. 8,30                    Απέκτησε δε εβδομήκοντα υιούς, διότι είχε πολλάς συζύγους.

Κρ. 8,31             καὶ παλλακὴ αὐτοῦ ἦν ἐν Συχέμ· καὶ ἔτεκεν αὐτῷ καί γε αὐτὴ υἱόν, καὶ ἔθηκε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἀβιμέλεχ.

Κρ. 8,31                     Μια από αυτάς παλλακή δηλαδή δευτέρας σειράς σύζυγος ευρίσκετο εις Συχέμ. Και αυτή εγέννησεν στον Γεδεών υιόν, στον οποίον έδωσε το όνομα Αβιμέλεχ.

Κρ. 8,32             καὶ ἀπέθανε Γεδεὼν υἱὸς Ἰωὰς ἐν πόλει αὐτοῦ καὶ ἐτάφη ἐν τῷ τάφῳ Ἰωὰς τοῦ πατρὸς αὐτοῦ ἐν Ἐφραθὰ Ἀβιεσδρί.

Κρ. 8,32                    Ο Γεδεών, ο υιός του Ιωάς, απέθανεν εις την πόλιν του και ετάφη στον τάφον του πατρός του Ιωάς του Αβιεσδρίτου εις την Εφραθά.

Κρ. 8,33             Καὶ ἐγενήθη ὡς ἀπέθανε Γεδεών, καὶ ἐπέστρεψαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ καὶ ἐξεπόρνευσαν ὀπίσω τῶν Βααλὶμ καὶ ἔθηκαν ἑαυτοῖς τῷ Βάαλ διαθήκην τοῦ εἶναι αὐτοῖς αὐτὸν εἰς θεόν.

Κρ. 8,33                    Οταν όμως απέθανεν ο Γεδεών, οι Ισραηλίται απεμακρύνθησαν και πάλιν από τον Θεόν, εξέκλιναν εις την ειδωλολατρείαν και διαφθοράν, ελάτρευσαν τα είδωλα του Βααλ και έκαμαν συμφωνίαν προς τον ειδωλικόν θεόν Βααλ, να είναι αυτός εις αυτούς θεός.

Κρ. 8,34             καὶ οὐκ ἐμνήσθησαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ Κυρίου τοῦ Θεοῦ τοῦ ῥυσαμένου αὐτοὺς ἐκ χειρὸς πάντων τῶν θλιβόντων αὐτοὺς κυκλόθεν.

Κρ. 8,34                    Ετσι δε οι Ισραηλίται ελησμόνησαν τον αληθινόν Κυριον και Θεόν ο οποίος τους εγλύτωσεν από την δυναστείαν και τυραννίαν των κύκλω από αυτούς λαών.

Κρ. 8,35             καὶ οὐκ ἐποίησαν ἔλεος μετὰ τοῦ οἴκου Ἱεροβάαλ (αὐτός ἐστι Γεδεών) κατὰ πάντα τὰ ἀγαθά, ἃ ἐποίησε μετὰ Ἰσραήλ.

Κρ. 8,35                    Σκοτισμένοι δε από την ειδωλολατρείαν ούτε και προς την οικογένειαν του Ιεροβάαλ, του Γεδεών, δεν εφέρθησαν με καλωσύνην και σέβασμόν αναλόγως με τα καλά τα οποία αυτός είχε κάμει προς τους Ισραηλίτας.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10

 

11

12

13

14

15

16

17

18

19

20

21