Ιεζ. 3,1 Καὶ
εἶπε πρός με· υἱὲ ἀνθρώπου, κατάφαγε τὴν
κεφαλίδα ταύτην καὶ πορεύθητι καὶ λάλησον τοῖς
υἱοῖς Ἰσραήλ.
Ιεζ. 3,1 Ο Κυριος είπε κατόπιν προς εμέ· “υιέ
ανθρώπου, φάγε εξ ολοκλήρου την μεμβράνην αυτήν και έπειτα πήγαινε και
ομίλησε προς τους Ισραηλίτας”.
Ιεζ. 3,2 καὶ διήνοιξε
τὸ στόμα μου, καὶ ἐψώμισέ με τὴν κεφαλίδα
Ιεζ. 3,2 Ο ίδιος ο Κυριος ήνοιξε καλά το στόμα μου και
με έκαμε να φάγω, ωσάν ψωμί, την μεμβράνην αυτήν,
Ιεζ. 3,3 καὶ
εἶπε πρός με· υἱὲ ἀνθρώπου, τὸ στόμα σου
φάγεται, καὶ ἡ κοιλία σου πλησθήσεται τῆς κεφαλίδος ταύτης
τῆς δεδομένης εἰς σέ. καὶ ἔφαγον αὐτήν,
καὶ ἐγένετο ἐν τῷ στόματί μου ὡς μέλι γλυκάζον.
Ιεζ. 3,3 και μου είπε· “υιέ ανθρώπου, θα φάγης τούτο
και η καρδία σου και η διάνοιά σου, το εσωτερικόν σου όλον, θα χορτάση και θα
γεμίση με την μεμβράνην αυτήν, που εγώ σου δίδω”. Πράγματι έφαγον αυτήν και,
καθώς έτρωγα, ησθάνθην στο στόμα μου γλυκύτητα ωσάν μέλι.
Ιεζ. 3,4 καὶ
εἶπε πρός με· υἱὲ ἀνθρώπου, βάδιζε καὶ
εἴσελθε πρὸς τὸν οἶκον τοῦ Ἰσραὴλ
καὶ λάλησον τοὺς λόγους μου πρὸς αὐτούς·
Ιεζ. 3,4 Ο Κυριος είπε προς εμέ· “υιέ ανθρώπου,
πήγαινε, είσελθε ανάμεσα στους Ισραηλίτας και ειπέ προς αυτούς τούτους τους
λύγους μου.
Ιεζ. 3,5 διότι οὐ
πρὸς λαὸν βαθύχειλον καὶ βαρύγλωσσον σὺ
ἐξαποστέλλῃ, πρὸς τὸν οἶκον τοῦ
Ἰσραήλ,
Ιεζ. 3,5 Δεν είναι δύσκολος η αποστολή σου, διότι δεν
σε αποστέλλω εις λαόν, που ομιλεί βαρείαν και βάρδαρον και ακατάληπτον
γλώσσαν, αλλά προς τους Ισραηλίτας.
Ιεζ. 3,6 οὐδὲ
πρὸς λαοὺς πολλοὺς ἀλλοφώνους ἢ
ἀλλογλώσσους οὐδὲ στιβαροὺς τῇ γλώσσῃ
ὄντας, ὧν οὐκ ἀκούσῃ τοὺς λόγους
αὐτῶν· καὶ εἰ πρὸς τοιούτους
ἐξαπέστειλά σε, οὗτοι ἂν εἰσήκουσάν σου.
Ιεζ. 3,6 Δεν σε αποστέλλω εις πολλούς άλλους
ξενόφωνους η αλλογλώσσους λαούς η εις λαούς, των οποίων η γλώσσα είναι
στρυφνή και ακατάληπτος, ώστε να μη εννοής, όταν ακούης τα λόγια των. Αλλά
και προς τέτοιους λαούς ακόμη, εάν σε έστελλα, εκείνοι θα ήκουαν τα λόγιά
σου, τα οποία θα είναι λόγια ιδικά μου.
Ιεζ. 3,7 ὁ δὲ
οἶκος τοῦ Ἰσραὴλ οὐ μὴ θελήσουσιν
εἰσακοῦσαί σου, διότι οὐ βούλονται εἰσακούειν
μου· ὅτι πᾶς ὁ οἶκος Ἰσραὴλ
φιλόνεικοί εἰσι καὶ σκληροκάρδιοι.
Ιεζ. 3,7 Οι Ισραηλίται όμως δεν θα θελήσουν να
ακούσουν και να δεχθούν τους λόγους σου, διότι δεν θέλουν να υπακούσουν εις
εμέ. Διότι όλοι οι Ισραηλίται είναι φιλόνεικοι και σκληρκάρδιοι.
Ιεζ. 3,8 καὶ
ἰδοὺ δέδωκα τὸ πρόσωπόν σου δυνατὸν κατέναντι
τῶν προσώπων αὐτῶν καὶ τὸ νῖκός σου
κατισχύσω κατέναντι τοῦ νίκους αὐτῶν,
Ιεζ. 3,8 Δια τούτο ιδού, εγώ σου έχω δώσει δύναμιν. Θα
κάμω ισχυράν και επιβλητικήν την προσωπικότητά σου, θα σου δώσω νικητήριον
μαχητικήν δύναμιν πολύ μεγαλυτέραν από την αντίστασιν, που θα προβάλλουν
εκείνοι.
Ιεζ. 3,9 καὶ
ἔσται διαπαντὸς κραταιότερον πέτρας. μὴ φοβηθῇς
ἀπ᾿ αὐτῶν μηδὲ πτοηθῇς ἀπὸ
προσώπου αὐτῶν, διότι οἶκος παραπικραίνων ἐστί.
Ιεζ. 3,9 Θα είναι δε πάντοτε το πρόσωπόν σου
ισχυρότερον και σταθερώτερον από τον βράχον. Μη τους φοβηθής και μη πτοηθής
απέναντι αυτών, διότι αυτοί είναι λαός, ο οποίος πάντοτε με παροργίζει”.
Ιεζ. 3,10 καὶ
εἶπε πρός με· υἱὲ ἀνθρώπου, πάντας τοὺς
λόγους, οὓς λελάληκα μετὰ σοῦ, λαβὲ εἰς
τὴν καρδίαν σου καὶ τοῖς ὠσί σου ἄκουε,
Ιεζ. 3,10 Ο Κυριος είπε πάλιν προς εμέ· “Υιέ ανθρώπου,
όλους αυτούς τους λόγους, τους οποίους εγώ είπα προς σέ, άκουσέ τους καλά μέ
τα αυτιά σου, βάλε τους μέσα εις την καρδίαν σου.
Ιεζ. 3,11 καὶ βάδιζε,
εἴσελθε εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν πρὸς τοὺς
υἱοὺς τοῦ λαοῦ σου καὶ λαλήσεις πρὸς
αὐτοὺς καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς·
τάδε λέγει Κύριος· ἐὰν ἄρα ἀκούσωσιν, ἐὰν
ἄρα ἐνδῶσι.
Ιεζ. 3,11 Πηγαινε, εισχώρησε ανάμεσα στους αιχμαλώτους
συμπατριώτας σου και είπε προς αυτούς· αυτά λέγει ο Κυριος· Ισως και
υπακούσουν, ίσως και υποχωρήσουν από τας κακίας των. Ελεύθεροι είναι να
πράξουν ο,τι θέλουν”.
Ιεζ. 3,12 καὶ
ἀνέλαβέ με πνεῦμα, καὶ ἤκουσα κατόπισθέν μου
φωνὴν σεισμοῦ μεγάλου· εὐλογημένη ἡ δόξα Κυρίου
ἐκ τοῦ τόπου αὐτοῦ.
Ιεζ. 3,12 Αμέσως Πνεύμα Κυρίου με εσήκωσεν υψηλά και
ήκουσα όπισθέν μου φωνήν βροντώδη, ωσάν μεγάλου σεισμού, οποία έλεγε· “μεγάλη
και χιλιοϋμνολογημένη είναι η δόξα του Κυρίου στον ιερόν τούτον τόπον”!
Ιεζ. 3,13 καὶ
εἶδον φωνὴν τῶν πτερύγων τῶν ζῴων πτερυσσομένων
ἑτέρα πρὸς τὴν ἑτέραν, καὶ φωνὴ τῶν
τροχῶν ἐχομένη αὐτῶν καὶ φωνὴ τοῦ
σεισμοῦ.
Ιεζ. 3,13 Και ήκουσα την βοήν από τας πτέρυγας των
υπερφυσικών εκείνων ζώντων όντων και είδα την μίαν πτέρυγα να πτερουγίζη και
να πλησιάζη προς την άλλην. Ηκουσα την βοήν των τροχών πλησίον των
υπερφυσικών αυτών όντων και βοήν μεγάλην, ωσάν βοήν σεισμού.
Ιεζ. 3,14 καὶ τὸ
πνεῦμα ἐξῇρέ με καὶ ἀνέλαβέ με, καὶ
ἐπορεύθην ἐν ὁρμῇ τοῦ πνεύματός μου, καὶ
χεὶρ Κυρίου ἐγένετο ἐπ᾿ ἐμὲ κραταιά.
Ιεζ. 3,14 Το Πνεύμα του Κυρίου με επήρε, με εσήκωσεν
υψηλά· και εγώ με μεγάλην εσωτερικήν ορμήν, με ζήλον και ενθουσιασμόν
επορεύθην προς τους συμπατριώτας μου, καθ' ον χρόνον η παντοδύναμος χειρ του
Κυρίου ήτο μαζή μου.
Ιεζ. 3,15 καὶ
εἰσῆλθον εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν μετέωρος καὶ
περιῆλθον τοὺς κατοικοῦντας ἐπὶ τοῦ
ποταμοῦ τοῦ Χοβὰρ τοὺς ὄντας ἐκεῖ
καὶ ἐκάθισα ἐκεῖ ἑπτὰ ἡμέρας
ἀναστρεφόμενος ἐν μέσῳ αὐτῶν.
Ιεζ. 3,15 Φερόμενος επάνω στον αέρα ήλθα προς τους
αιχμαλώτους συμπατριώτας μου. Εγύρισα ανάμεσα εις αυτούς, οι οποίοι
κατοικούσαν και ευρίσκοντο κοντά στον ποταμόν Χοβάρ, και εκεί εκάθισα επτά
ημέρας συναναστρεφόμενος συνεχώς μαζή των.
Ιεζ. 3,16 Καὶ
ἐγένετο μετὰ τὰς ἑπτὰ ἡμέρας λόγος Κυρίου
πρός με λέγων·
Ιεζ. 3,16 Επειτα από τας επτά αυτάς ημέρας έγινε λόγος
Κυρίου προς εμέ, ο οποίος και μου είπε·
Ιεζ. 3,17 υἱὲ
ἀνθρώπου, σκοπὸν δέδωκά σε τῷ οἴκῳ
Ἰσραήλ, καὶ ἀκούσῃ ἐκ στόματός μου λόγον
καὶ διαπειλήσῃ αὐτοῖς παρ᾿ ἐμοῦ.
Ιεζ. 3,17 “Υιέ ανθρώπου, σε έχω εγκαταστήσει φρουρόν
ανάμεσα εις τους Ισραηλίτας. Θα ακούσης από το στόμα μου λόγον, με τον οποίον
και θα απειλήσης αυτούς εκ μέρους μου.
Ιεζ. 3,18 ἐν τῷ
λέγειν με τῷ ἀνόμῳ· θανάτῳ θανατωθήσῃ,
καὶ οὐ διεστείλω αὐτῷ οὐδὲ ἐλάλησας
τοῦ διαστείλασθαι τῷ ἀνόμῳ ἀποστρέψαι
ἀπὸ τῶν ὁδῶν αὐτοῦ τοῦ
ζῆσαι αὐτόν, ὁ ἄνομος ἐκεῖνος τῇ
ἀδικίᾳ αὐτοῦ ἀποθανεῖται, καὶ
τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐκ τῆς χειρός σου
ἐκζητήσω.
Ιεζ. 3,18 Οταν δε εγώ εξαγγέλλω απειλάς εναντίον του
παρανόμου ανθρώπου και λέγω, ότι ασφαλώς και βεβαίως θα θανατωθή εξ αιτίας
των αμαρτιών του, εάν δεν μετανοήση, συ δε δεν θα διαμαρτυρηθής, άλλα θα
υποστείλης τον εαυτόν σου και δεν θα ομιλήσης προς αυτόν εντόνως, ώστε να
απομακρυνθή αυτός από τους πονηρούς δρόμους και τρόπους της ζωής του και να
διαφύγη τον θάνατον και να ζήση, ο μεν παράνομος θα αποθάνη βέβαια εξ αιτίας
των παρανομιών του, εγώ όμως θα ζητήσω από σε την ευθυνην δια τον θάνατον
του.
Ιεζ. 3,19 καὶ σὺ
ἐὰν διαστείλῃ τῷ ἀνόμῳ, καὶ
μὴ ἀποστρέψῃ ἀπὸ τῆς ἀνομίας
αὐτοῦ καὶ ἀπὸ τῆς ὁδοῦ αὐτοῦ,
ὁ ἄνομος ἐκεῖνος ἐν τῇ ἀδικίᾳ
αὐτοῦ ἀποθανεῖται, καὶ σὺ τὴν ψυχήν
σου ῥύσῃ.
Ιεζ. 3,19 Εάν όμως συ εντόνως ομιλήσης προς τον
παράνομον και τον προτρέψης επιμόνως να παραιτηθή από τας παρανομίας του και
γενικώς από τους αμαρτωλούς τρόπους της ζωής του, ο δε παράνομος παραμείνη
αμετανόητος εις την αμαρτωλήν του κατάστασιν, θα αποθάνη· συ όμως θα γλυτώσης
την ζωήν σου· δεν θα τιμωρηθής, διότι έκαμες το καθήκον σου.
Ιεζ. 3,20 καὶ ἐν
τῷ ἀποστρέφειν δίκαιον ἀπὸ τῶν
δικαιοσυνῶν αὐτοῦ καὶ ποιήσει παράπτωμα καὶ
δώσω τὴν βάσανον εἰς πρόσωπον αὐτοῦ,
αὐτὸς ἀποθανεῖται, ὅτι οὐ διεστείλω
αὐτῷ, καὶ ἐν ταῖς ἁμαρτίαις
αὐτοῦ ἀποθανεῖται, διότι οὐ μὴ
μνησθῶσιν αἱ δικαιοσύναι αὐτοῦ, ἃς
ἐποίησε, καὶ τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐκ
τῆς χειρός σου ἐκζητήσω.
Ιεζ. 3,20 Εάν δε και ευρεθή κάποιος δίκαιος άνθρωπος και
εγκαταλείψη την ενάρετον ζωήν του, εκτροπή δε εις παραπτώματα, θα παραχωρήσω
να πέση αυτός εις ταλαιπωρίας και θλίψεις. Ακόμη δε και να αποθάνη. Εάν δε συ
εν τω μεταξύ δεν συστήσης εις αυτόν να απομακρυνθή από τον δρόμον της αμαρτωλότητός
του, θα αποθάνη αυτός εξ αιτίας των αμαρτιών του και δεν θα ληφθούν καθόλου
υπ' όψιν αι προηγούμεναι καλαί αυτού πράξεις. Την ευθύνην όμως δια τον
θάνατον του εκτραπέντος αυτού δικαίου θα την ζητήσω εγώ από σέ.
Ιεζ. 3,21 σὺ δὲ
ἐὰν διαστείλῃ τῷ δικαίῳ τοῦ μὴ
ἁμαρτεῖν, καὶ αὐτὸς μὴ
ἁμάρτῃ, ὁ δίκαιος ζωῇ ζήσεται, ὅτι διεστείλω
αὐτῷ, καὶ σὺ τὴν σεαυτοῦ ψυχὴν
ῥύσῃ.
Ιεζ. 3,21 Εάν όμως συ διαμαρτυρηθής και εντόνως
προτρέψης τον δίκαιον αυτόν, να παύση πλέον διαπράττων την αμαρτίαν, αυτός δε
υπακούων εις σε δεν θα αμαρτήση, θα ζήση οπωσδήποτε, διότι συ συνέστησες εις
αυτόν την αποφυγήν του κακού και συ ο ίδιος με τον τρόπον αυτόν θα γλυτώσης
την ζωήν σου”.
Ιεζ. 3,22 Καὶ
ἐγένετο ἐπ᾿ ἐμὲ χεὶρ Κυρίου, καὶ
εἶπε πρός με· ἀνάστηθι, καὶ ἔξελθε εἰς
τὸ πεδίον, καὶ ἐκεῖ λαληθήσεται πρός σε.
Ιεζ. 3,22 Η παντοδύναμος δεξιά του Κυρίου στοργική ηπλώθη
επάνω μου, ο δε Κυριος μου είπε· “σήκω, πήγαινε έξω εις την πεδιάδα και εκεί
θα αποκαλυφθή εις σε τι πρέπει να πράξης”.
Ιεζ. 3,23 καὶ
ἀνέστην καὶ ἐξῆλθον πρὸς τὸ πεδίον, καὶ
ἰδοὺ ἐκεῖ δόξα Κυρίου εἱστήκει καθὼς
ἡ ὅρασις καὶ καθὼς ἡ δόξα Κυρίου, ἣν
εἶδον ἐπὶ τοῦ ποταμοῦ τοῦ Χοβάρ,
καὶ πίπτω ἐπὶ πρόσωπόν μου.
Ιεζ. 3,23 Πράγματι εσηκώθηκα, αβγήκα προς την πεδιάδα και
ιδού, η δόξα του Κυρίου είχε σταθή εκεί και ήτο όμοια προς την δόξαν του
Κυρίου, την οποίαν εγώ είδα πλησίον εις τον ποταμόν Χοδάρ. Καταληφθείς από
ιερόν δέος έπεσα με το πρόσωπόν μου στο έδαφος.
Ιεζ. 3,24 καὶ
ἦλθεν ἐπ᾿ ἐμὲ πνεῦμα καὶ
ἔστησέ με ἐπὶ τοὺς πόδας μου, καὶ ἐλάλησε
πρός με καὶ εἶπέ μοι· εἴσελθε καὶ
ἐγκλείσθητι ἐν μέσῳ τοῦ οἴκου σου.
Ιεζ. 3,24 Ηλθε τότε προς εμέ Πνεύμα Θεού, με εσηκωσεν
όρθιον στους πόδας μου, ωμίλησε προς εμέ και μου είπε· “είσελθε και κλείσου
μέσα στο σπίτι σου.
Ιεζ. 3,25 καὶ σύ,
υἱὲ ἀνθρώπου, ἰδοὺ δέδονται ἐπὶ
σὲ δεσμοί, καὶ δήσουσί σε ἐν αὐτοῖς, καὶ
οὐ μὴ ἐξέλθῃς ἐκ μέσου αὐτῶν.
Ιεζ. 3,25 Συ, υιέ ανθρώπου, άκουσε· έχουν ετοιμασθή δια
σε δεσμά. Θα σε δέσουν με αυτά αμαρτωλοί άνθρωποι, δια να μη ημπορέσης να
φύγης ανάμεσα από αυτούς.
Ιεζ. 3,26 καὶ τὴν
γλῶσσάν σου συνδήσω, καὶ ἀποκωφωθήσῃ, καὶ
οὐκ ἔσῃ αὐτοῖς εἰς ἄνδρα
ἐλέγχοντα, διότι οἶκος παραπικραίνων ἐστί.
Ιεζ. 3,26 Και εγώ ο ίδιος θα δέσω την γλώσσάν σου, θα
βωβοθής, ώστε να μη είσαι δι' αυτούς άνθρωπος, που απευθύνει ελέγχους. Διότι
ο λαός αυτός είναι λαός, ο οποίος πάντοτε με εξοργίζει.
Ιεζ. 3,27 καὶ ἐν
τῷ λαλεῖν με πρὸς σὲ ἀνοίξω τὸ στόμα σου,
καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς· τάδε λέγει
Κύριος· ὁ ἀκούων ἀκουέτω, καὶ ὁ
ἀπειθῶν ἀπειθήτω, διότι οἶκος παραπικραίνων
ἐστί.
Ιεζ. 3,27 Θα έλθη όμως πάλιν καιρός, όταν εγώ θα ομιλήσω
προς σε και θα ανοίξω το στόμα σου, και θα πης προς αυτούς· αυτά λέγει ο
Κυριος· όποιος θέλει να ακούση και να υπακούση εις τα λόγια μου, ας τα
ακούση. Οποιος θέλει να φανή απειθής, ας φανή απειθής. Και θα φανούν πολλοί
απειθείς, διότι ο λαός αυτός είναι λαός, ο οποίος, με πικραίνει πολύ και με
εξοργίζει”.
|