ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΒΙΒΛΟΥ

 

ΒΑΣΙΛΙΑΔΕΣ ΤΩΝ ΦΙΛΙΣΤΑΙΩΝ

ΑΒΙΜΕΛΕΧ

 

Ο Αβιμέλεχ ήταν Φιλισταίος βασιλιάς των Γεράρων, κοντά στη Γάζα, την εποχή του Αβραάμ και του Ισαάκ (Γένεση 20,2. 26,1).

 

 

Πήρε τη γυναίκα του Αβραάμ, Σάρρα, στο παλάτι του, αφού ο Αβραάμ την παρουσίαζε ως αδερφή του, επειδή ήταν όμορφη και φοβόταν μήπως τον σκοτώσουν γι αυτή. Τη νύχτα όμως παρουσιάστηκε ο Θεός στο όνειρο του και του πρόσταξε επειδή ήταν δίκαιος να μην αμαρτήσει παίρνοντας τη γυναίκα που ανήκει σε άλλο, και πολύ περισσότερο σ' ένα δίκαιο όπως ο Αβραάμ. Και εξαιτίας του περιστατικού έκανε ο Κύριος, ώστε καμιά γυναίκα στο παλάτι να μην μπορεί να γεννήσει.

Τότε ο Αβιμέλεχ πήρε χίλια δίδραχμα, πρόβατα και βόδια, δούλους και δούλες και τα έδωσε ως δώρα στον Αβραάμ. Μαζί του έδωσε πίσω και τη Σάρρα τη γυναίκα του και του πρόσταξε να μείνει όπου του αρέσει. Τότε ο Αβραάμ προσευχήθηκε στον Κύριο για τον Αβιμέλεχ και ο Θεός τον απάλλαξε και έτσι μπορούσαν η γυναίκα του και οι δούλες του να γεννούν και πάλι (Γένεση κεφ. 20).

Αργότερα ο Αβραάμ και ο Αβιμέλεχ έκαναν συμφωνία ειρήνης και ανανέωσαν τη φιλία τους. Κατά τη συμφωνία ο Αβραάμ παραπονέθηκε στον Αβιμέλεχ για τα πηγάδια που άνοιξε ο Αβραάμ και οι δούλοι του Αβιμέλεχ τα είχαν πάρει με τη βία. Ο Αβιμέλεχ δεν γνώριζε το περιστατικό και διέταξε να αποδοθούν στον Αβραάμ τα πηγάδια. Τότε ο Αβραάμ πήρε πρόβατα και μοσχάρια και τα έδωσε ως δώρα στον Αβιμέλεχ. Ο Αβραάμ ξεχώρισε εφτά αρνιά και τα έδωσε στον Αβιμέλεχ, ως απόδειξη ότι αυτός άνοιξε το πηγάδι που ονομάστηκε Πηγάδι του όρκου. Ο Αβιμέλεχ επέστρεψε στο παλάτι του και ο Αβραάμ φύτεψε ένα κυπαρίσσι εκεί στο πηγάδι και προσευχήθηκε στον Κύριο. Και έμεινε ο Αβραάμ στη χώρα των Φιλισταίων για πολύ καιρό (Γένεση 21,22-34).

 

Τον Αβιμέλεχ τον συναντούμε στην Αγία Γραφή και την εποχή του Ισαάκ. Όπως ο Αβραάμ, έτσι και ο Ισαάκ όταν εγκαταστάθηκε στα Γέραρα, παρουσίασε τη γυναίκα του Ρεβέκκα ως αδερφή του, γιατί ήταν όμορφη και φοβόταν μήπως εξ αιτίας της τον σκότωναν. Όταν ο Αβιμέλεχ έμαθε την αλήθεια, τον κατέκρινε που την παρουσίαζε ως αδερφή του, γιατί υπήρχε κίνδυνος κάποιος από το λαό να κοιμηθεί μαζί της, και να αμάρτανε ο λαός του. Έτσι έδωσε σε όλο το λαό τη διαταγή, πως όποιος πειράξει τον Ισαάκ και τη γυναίκα του θα θανατωθεί. Η πράξη αυτή του Αβιμέλεχ δείχνει πως αν και ήταν βασιλιάς σε ειδωλολατρική χώρα, εν τούτοις είχε φόβο Θεού (Γένεση 26,1-11).

 

Επειδή εκείνη την περίοδο τα αγαθά του Ισαάκ πλήθαιναν και είχε γίνει πάμπλουτος, οι Φιλισταίοι τον φθόνησαν. Όλα τα πηγάδια που είχαν ανοίξει οι δούλοι του πατέρα του, οι Φιλισταίοι τα έφραξαν και τα γέμισαν με χώμα. Έτσι ο Αβιμέλεχ ζήτησε από τον Ισαάκ να φύγει από την περιοχή τους.

Ο Ισαάκ έφυγε από 'κει και εγκαταστάθηκε στην κοιλάδα των Γεράρων και κατόπιν στη Βέερ-Σεβά. Εκεί ήρθε ο Αβιμέλεχ από τα Γέραρα για να βρει τον Ισαάκ. Μαζί του ήταν ο Οχοζάθ ο νυμφαγωγός του, κι ο Φιχόλ, ο αρχιστράτηγος του στρατού του. Ο Αβιμέλεχ του είπε: «Είδαμε καθαρά ότι ο Κύριος είναι μαζί σου, και γι' αυτό είπαμε να κάνουμε μια ένορκη συμφωνία. Να συνάψουμε δηλαδή συνθήκη μαζί σου, ότι δε θα μας κάνεις κανένα κακό, όπως κι εμείς δε σε πειράξαμε και δε σου κάναμε παρά μόνο καλό, και σε αφήσαμε να φύγεις ειρηνικά. Εσύ τώρα είσαι ο ευλογημένος του Κυρίου».

Ο Ισαάκ τους παρέθεσε πλούσιο γεύμα και την άλλη μέρα σηκώθηκαν νωρίς το πρωί και ορκίστηκαν ο ένας στον άλλο. Έπειτα, ο Ισαάκ τους κατευόδωσε κι εκείνοι έφυγαν ειρηνικά (Γένεση 26,12-35).

 

 

ΑΓΧΟΥΣ

 

Ο Αγχούς (Αχίς) ήταν Φιλισταίος βασιλιάς της Γεθ την εποχή του Σαούλ και του Δαβίδ (Α' Βασιλειών 21,10. 27,2). Ο Αγχούς ήταν γιος του Αμμάχ  (Α' Βασιλειών 27,2).

 

 

Ο Δαβίδ, για να γλιτώσει από την οργή του Σαούλ, ζήτησε καταφύγιο στον Αγχούς (Αχίς), το Φιλισταίο βασιλιά της Γεθ. Οι αξιωματούχοι του Αγχούς διαμαρτυρήθηκαν στο βασιλιά τους για την παροχή φιλοξενίας στον άλλοτε εχθρό τους, ο οποίος τους επέφερε αρκετές καταστροφές. Ο Δαβίδ τους άκουσε και επειδή άρχισε να φοβάται για τη ζωή του, έκανε τον τρελό μπροστά τους. Συμπεριφερόταν σαν ανόητος, χτυπούσε τις πόρτες των σπιτιών κι έπεφτε κάτω στις πύλες της πόλεως, αφήνοντας τα σάλια του να τρέχουν πάνω στα γένια του. Έτσι ο Αγχούς βλέποντας που ήταν τρελός, τους επιτίμησε που τον έφεραν μπροστά του και τον έδιωξε από το παλάτι του ως επιληπτικό. Επιπλέον απαγόρευσε στους υπηκόους του να τον βάλουν στο σπίτι τους (Α' Βασιλειών 21,10-15).

 

Λίγο καιρό αργότερα, ο Δαβίδ για να είναι σίγουρος ότι θα γλιτώσει από την καταδίωξη του Σαούλ, αυτός και οι 600 άνδρες του πήγαν και βρήκαν καταφύγιο στον Αγχούς, το Φιλισταίο βασιλιά της Γεθ. Πήραν μαζί τους και τις οικογένειές τους. Ο Δαβίδ με την άδεια του Αγχούς εγκαταστάθηκε στην πόλη Σικελάγ (Σεκελάκ). Ο Δαβίδ έμεινε στη χώρα των Φιλισταίων για τέσσερις μήνες (Α' Βασιλειών 27,1-7).

Στο μεταξύ, αυτός και οι άνδρες του έκαναν επιδρομές ενάντια στους Γεσιρίτες και στους Αμαληκίτες, οι οποίοι κατοικούσαν από τη Γελαμψούρ μέχρι την Αίγυπτο. Χτυπούσαν αυτές τις περιοχές και δεν άφηναν ζωντανούς, ούτε άνδρες ούτε γυναίκες. Έπαιρναν τα ζώα τους και ότι άλλο πολύτιμο έβρισκαν και γύριζαν στον Αγχούς.

Αυτή ήταν η τακτική του όλο τον καιρό που έμεινε στη χώρα των Φιλισταίων. Ο Αγχούς τον ρωτούσε σε ποια περιοχή έκανε επίθεση. Ο Δαβίδ του απαντούσε στα νότια μέρη της Ιουδαίας, της Ιεσμεγά και των Κενεζαίων. Σκότωνε τους ανθρώπους στα μέρη που έκανε επιδρομές, επειδή ήταν φιλικά προς τους Φιλισταίους, έτσι ώστε να μην υπάρχει κανείς που να μαρτυρούσε στον Αγχούς την τακτική του Δαβίδ. Ο Αγχούς είχε εμπιστοσύνη στο Δαβίδ, γιατί σκεφτόταν ότι μ' αυτό τον τρόπο ο Δαβίδ γινόταν μισητός στον λαό του, τον Ισραήλ, κι έτσι πίστευε ότι θα του ήταν δούλος και υπηρέτης για πάντα (Α' Βασιλειών 27,8-12).

Λίγο καιρό αργότερα οι Φιλισταίοι συγκέντρωσαν όλες τις στρατιωτικές τους δυνάμεις για να πολεμήσουν εναντίον των Ισραηλιτών. Ο Αγχούς όρισε το Δαβίδ αρχηγό της σωματοφυλακής του και ζήτησε τη βοήθειά του εναντίον των Ισραηλιτών (Α' Βασιλειών 28,1-2). Οι Φιλισταίοι είχαν συγκεντρωθεί στην Αφέκ, ενώ οι Ισραηλίτες στην Αενδώρ, στην κοιλάδα της Ιεζραέλ. Οι ηγεμόνες των Φιλισταίων ηγούνταν της στρατιάς τους, ενώ ο Δαβίδ και οι άνδρες του ήταν τελευταίοι μαζί με τον Αγχούς. Όταν οι ηγεμόνες των Φιλισταίων είδαν το Δαβίδ μαζί με τον Αγχούς, οργίστηκαν εναντίον του και του ζήτησαν να τον διώξει από το στράτευμα και να τον στείλει πίσω.

Τότε ο Αγχούς υπέκυψε στην πίεση των αρχηγών και αφού μίλησε με κολακευτικά λόγια στο Δαβίδ τον έστειλε πίσω. Έτσι νωρίς την επόμενη μέρα ο Δαβίδ και οι άνδρες του σηκώθηκαν κι έφυγαν για τη χώρα των Φιλισταίων (Α' Βασιλειών 29,1-11).

 

 

ΑΓΧΟΥΣ (2ος)

 

Ο Αγχούς (Αχίς) ήταν Φιλισταίος βασιλιάς της Γεθ την εποχή του Σολομώντα και γιος του Μααχά (Γ' Βασιλειών 2,39-40).

Ο Σολομώντας, έπειτα από την εκδίωξη του Αβιάθαρ και τη δολοφονία του Ιωάβ, ύστερα από εντολή του πατέρα του, περιόρισε τον Σεμεΐ, συγγενή του Σαούλ, στο σπίτι του στην Ιερουσαλήμ και για κανένα λόγο δεν έπρεπε να βγει από την Ιερουσαλήμ, διότι θα θανατωθεί. Ο Σεμεΐ έμεινε πράγματι στην Ιερουσαλήμ για τρία χρόνια, αλλά όταν δύο δούλοι του δραπέτευσαν προς τον Αγχούς, γιο του Μααχά και βασιλιά της Γεθ, βγήκε από την Ιερουσαλήμ και πήγε στη Γεθ, για να πάρει πίσω τους δούλους του. Έπειτα γύρισε μαζί τους στην Ιερουσαλήμ, αλλά αυτή η πράξη του στοίχισε τη ζωή (Γ' Βασιλειών 2,35λ-46).