ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΒΙΒΛΟΥ |
|
ΑΜΝΩΝ |
Ο ΑΜΝΩΝ (ΑΜΩΝ)
Ο Αμνών (Αμών) ήταν ο πρωτότοκος γιος του Δαβίδ (Β' Βασιλειών 3,2. 13,1. 13,21. 13,32-33. Α' Παραλειπομένων 3,1) από την (Αχινόομ, Αχινάαμ) την Ιζρεελίτισσα. Γεννήθηκε στη Χεβρών (Β' Βασιλειών 3,2. Α' Παραλειπομένων 3,1). Το όνομά του σημαίνει "πιστός".
Ο Αμνών ερωτεύτηκε την ετεροθαλή αδερφή του Θημάρ, η οποία ήταν ωραιότατη στην εμφάνιση και αδερφή του Αβεσσαλώμ, παιδιά του Δαβίδ από την Μααχά. Ο Αμνών υπέφερε τόσο πολύ από την αγάπη του αυτή, ώστε αρρώστησε και έπεσε στο κρεβάτι. Ο Αμνών είχε φιλία με τον Ιωναδάβ, γιο του Σαμαά, αδερφού του Δαβίδ. Ο Ιωναδάβ ήταν σοφός άνθρωπος και ρώτησε τον Αμνών, για ποιο λόγο κάθε μέρα ήταν μελαγχολικός και καταβεβλημένος. Ο Αμνών του είπε την αιτία και ο Ιωναδάβ, τον συμβούλεψε να προσποιηθεί τον άρρωστο. Όταν ήρθε ο πατέρας του να τον δει, ο Αμνών, σύμφωνα με τις οδηγίες του Ιωναδάβ, του είπε να του στείλει την αδερφή του, την Θημάρ να τον φροντίσει και να του ετοιμάσει φαγητό. Έτσι ο Δαβίδ ειδοποίησε την Θημάρ να φροντίσει τον αδερφό της. Η Θημάρ πήγε στο σπίτι του Αμνών, του ετοίμασε φαγητό, αλλά εκείνος δεν ήθελε να φάει. Αφού έδιωξε όλους τους παριστάμενους, ζήτησε από τη Θημάρ να του πάει το φαγητό στο δωμάτιό του. Εκεί ο Αμνών ζήτησε από τη Θημάρ να κοιμηθεί μαζί του. Η Θημάρ αντέδρασε και του είπε να μη διαπράξει αυτή την ανοησία, αλλά να πάει να τη ζητήσει από τον πατέρα τους, ο οποίος δεν θα εμπόδιζε αυτό τον γάμο. Ο Αμνών όμως, δεν συμμορφώθηκε με την υπόδειξη της Θημάρ και καθώς ήταν δυνατότερος απ' αυτήν, την υποχρέωσε να πλαγιάσει μαζί του και τη βίασε. Ο Αμνών έπειτα από την πράξη του μίσησε τη Θημάρ και την έδιωξε από το σπίτι του, παρά τις παρακλήσεις της. Ζήτησε μάλιστα από ένα δούλο του να πετάξει έξω από το σπίτι τη Θημάρ (Β' Βασιλειών 13,1-18).
Μετά απ' αυτό, ο πατέρας του ο Δαβίδ θύμωσε πάρα πολύ. Ο Αβεσσαλώμ, εξάλλου, δε μιλούσε καθόλου στον Αμνών και τον μίσησε πολύ που είχε ατιμάσει την αδερφή του (Β' Βασιλειών 13,21-22). Μετά από δύο χρόνια, ο Αβεσσαλώμ αποφάσισε να κουρέψει τα πρόβατά του στη Βελασώρ, που βρισκόταν κοντά στα σύνορα με τη φυλή Εφραίμ. Ετοίμασε λοιπόν γιορτή και προσκάλεσε τον πατέρα του και όλα τ' αδέρφια του. Ο πατέρας του δεν μπόρεσε να πάει, παρά την επιμονή του Αβεσσαλώμ, παρά μόνο τον ευλόγησε και του ευχήθηκε. Ο Αβεσσαλώμ ετοίμασε πλούσιο τραπέζι και τ' αδέρφια του πήγαν όλα. Μετά στο γλέντι που έγινε, όταν ο Αμνών είχε έρθει στο κέφι από το κρασί, τότε ο Αβεσσαλώμ διέταξε τους υπηρέτες του και τον σκότωσαν (Β' Βασιλειών 13,23-29). Όταν έφτασε η είδηση στο Δαβίδ, ότι ο Αβεσσαλώμ σκότωσε τον Αμνών, τότε σηκώθηκε έσκισε τα ρούχα του και έπεσε καταγής, ξεσπώντας σε δυνατό κλάμα (Β' Βασιλειών 13,23-36).
|