ΟΙ ΔΙΚΑΙΟΙ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ

 

 

 

ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΑΒΡΑΑΜ

 

Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΑΒΡΑΑΜ

 

Ο πατριάρχης Αβραάμ

Ο Αβραάμ υπήρξε πατριάρχης και ιδρυτής του εβραϊκού έθνους. Το αρχικό του όνομα είναι Άβραμ, έχει επικρατήσει όμως να ονομάζεται Αβραάμ, που σημαίνει "πατέρας ενός λαού" ή "πατέρας πλήθους (πολλών)". Ήταν γιος του Θάρα (Θάρρα) και αδερφός του Ναχώρ και του Αρράν (Γένεση 11,26. Ιησούς του Ναυή 24,2). Σύζυγός του ήταν η Σάρρα ή Σάρα, αδερφή από πατέρα όχι όμως από μητέρα (Γένεση 11,29 και 20,12). Ο Αβραάμ απέκτησε τον Ισαάκ από τη Σάρρα (Γένεση 21,1-8. Ιησούς του Ναυή 24,4)  και τον Ισμαήλ από την Άγαρ (Γένεση κεφ. 16).

Ο Αβραάμ υπολογίζεται ότι έζησε γύρω στο 2000 π.Χ., χωρίς να είναι σίγουρη αυτή η χρονολογία. Η οικογένειά του προερχόταν από τη φυλή του Σημ, αλλά κατοικούσε στην Ουρ των Χαλδαίων. Ο Αβραάμ στάθηκε ως παράδειγμα πίστης στην ιστορία γι' αυτό και εμφανίζεται ως εκλεκτός του Θεού και πήρε τον τίτλο του "φίλου του Θεού" (Β' Παραλειπομένων 20,7).

 

 

 

Η ΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ

ΚΑΙ Η ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ  ΣΤΗ ΧΑΝΑΑΝ

 

Ο Αβραάμ κατοικούσε στην Ουρ της Μεσοποταμίας. Σύζυγός του ήταν η Σάρρα, αδερφή από πατέρα όχι όμως από μητέρα. Ενώ γύρω του όλοι ζούσαν βουτηγμένοι στην αμαρτία, κάνοντας άδικες πράξεις, ο Αβραάμ είχε στην καρδιά του τη δικαιοσύνη και την ευσέβεια.  Γι' αυτό ο Κύριος διάλεξε έναν άντρα ευσεβή, τον Αβραάμ, και τον έκαμε αρχηγό και γενάρχη ενός λαού, εκλεκτού και περιούσιου. Ο λαός αυτός θα διατηρούσε την πίστη στον αληθινό Θεό και έτσι θα προετοίμαζε την ανθρωπότητα για τον ερχομό του Σωτήρα. Ο Αβραάμ λάτρευε το Θεό κι άκουγε πάντα το θέλημά του.

 

Ο Αβραάμ μετά το θάνατο του αδερφού του Ναχώρ, μαζί με την οικογένειά του, τον πατέρα του και τον ανιψιό του Λωτ, εγκατέλειψε την Ουρ για να πάει στη Χαρράν της Μεσοποταμίας (Γένεση 11,27-31). Εκεί δέχτηκε τη μεγάλη κλήση του Θεού. Ο Κύριος υπόσχεται στον Αβραάμ, ότι θα αποκτήσει δική του γη και πολλούς απογόνους, που θα φέρουν ευλογία σε όλους τους ανθρώπους.

Ο Αβραάμ εμπιστεύεται και ανταποκρίνεται με προθυμία και συμμορφώνεται με την εντολή του Θεού. Πήρε λοιπόν τη γυναίκα του, τη Σάρρα, και τον ανιψιό του, το Λωτ, και εγκαταστάθηκε στη Χαναάν. Ο Αβραάμ γεμάτος ευγνωμοσύνη στο Θεό έχτισε βωμό όπου Τον λάτρευε με προσευχές και θυσίες (Γένεση 12,1-9).

Επειδή εκείνο τον καιρό ξέσπασε πείνα στη Χαναάν ο Αβραάμ πήρε την οικογένειά του και κατέβηκε στην Αίγυπτο γιατί η πείνα ήταν μεγάλη. Όταν τελείωσε η πείνα ο Αβραάμ ξαναγύρισε στη Χαναάν όπου και εγκαταστάθηκε (Γένεση 12,10-20).

 

 

ΑΒΡΑΑΜ ΚΑΙ ΛΩΤ

 

Ο Αβραάμ και ο Λωτ είχαν αποκτήσει αρκετά ζώα και η χώρα επειδή δεν επαρκούσε για να κατοικήσουν και οι δύο μαζί, χώρισαν τα κοπάδια τους.

Ο Αβραάμ έμεινε στη Χαναάν, ενώ ο Λωτ έστησε τις σκηνές του στην πιο εύφορη πεδιάδα που βρισκόταν στον ποταμό Ιορδάνη, κοντά στα Σόδομα. Πριν καταστρέψει ο Κύριος τα Σόδομα και τα Γόμορρα, η περιοχή ήταν σαν παράδεισος.

Κατόπιν ο Αβραάμ έφυγε και εγκαταστάθηκε στη Μαβρή κοντά στη Χεβρών όπου έχτισε θυσιαστήριο στον Κύριο (Γένεση 13,1-18).

 

Αργότερα ο βασιλιάς της Ελάμ (Αϊλάμ) Χοδολλογομόρ μαζί με άλλους βασιλιάδες πολέμησαν με τα Σόδομα και τα Γόμορρα. Στον πόλεμο που ακολούθησε ο Χοδολλογομόρ και οι σύμμαχοί του νίκησαν και λεηλάτησαν τα Σόδομα και τα Γόμορρα. Καθώς έφευγαν πήραν αιχμάλωτο τον Λωτ, μαζί με την οικογένειά του και όλα του τα υπάρχοντα.

Κάποιος υπηρέτης του Λωτ που γλίτωσε ειδοποίησε τον Αβραάμ, ο οποίος όταν άκουσε ότι ο ανιψιός του αιχμαλωτίστηκε, καταδίωξε τον Χοδολλογομόρ. Τη νύχτα ο Αβραάμ χώρισε τους άντρες του σε μικρές ομάδες, επιτέθηκε στους εχθρούς και τους κατατρόπωσε. Πήρε πίσω όλα τους τα λάφυρα. Ελευθέρωσε το Λώτ μαζί με την οικογένειά του και όλα του τα υπάρχοντα.

Επιστρέφοντας ο Αβραάμ συνάντησε τον ιερέα Μελχισεδέκ, βασιλιά του Σαλήμ, ο οποίος τον ευλόγησε. Ο Αβραάμ τότε του έδωσε το ένα δέκατο από όλα τα λάφυρα, ενώ τα υπόλοιπα τα έδωσε στο βασιλιά των Σοδόμων (Γένεση 14,1-24).

 

 

Η ΑΓΑΡ ΚΑΙ Ο ΙΣΜΑΗΛ

 

Τα χρόνια όμως περνούσαν  και η Σάρρα επειδή δεν έκανε παιδιά, έδωσε στον Αβραάμ τη δούλη της Άγαρ για να τεκνοποιήσει. Η Άγαρ γέννησε γιο και ο Αβραάμ τον ονόμασε Ισμαήλ. Ο Ισμαήλ θεωρείται ο προπάτορας των Αράβων. Το δίκαιο της εποχής επέτρεπε στο σύζυγο μιας γυναίκας που ήταν στείρα να αποκτά παιδιά με μια δούλη της (Γένεση κεφ. 16). 

 

 

Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΑΒΡΑΑΜ

 

Όταν ο Αβραάμ ήταν 99 ετών, του φανερώθηκε πάλι ο Κύριος και του είπε: «Εγώ είμαι ο Θεός παντοκράτορας. Να ζεις σύμφωνα με το θέλημα μου και να είσαι τέλειος. Θα συνάψω μαζί σου διαθήκη, και θα σου δώσω πολλούς απογόνους».

Ο Αβραάμ έπεσε με το πρόσωπο του στη γη και ο Κύριος του είπε: «Αυτή είναι η διαθήκη που κάνω μαζί σου. Δε θα ονομάζεσαι πια Άβραμ αλλά Αβραάμ γιατί θα σε κάνω πατέρα πλήθους εθνών. Θα αποκτήσεις πολλούς απογόνους και θα γίνεις γενάρχης λαών και βασιλιάδες θα προέλθουν από σένα. Τη διαθήκη μου τη συνάπτω μαζί σου, αλλά θα ισχύει και για όλες τις γενιές των απογόνων σου. Θα είναι διαθήκη αιώνια, ώστε να είμαι Θεός δικός σου και των απογόνων σου. Σ' εσένα και τους απογόνους σου θα δώσω όλη τη χώρα όπου τώρα κατοικείς, όλη τη χώρα της Χαναάν. Θα πρέπει, όμως, να τηρείς τη διαθήκη μου τόσο εσύ όσο και οι επόμενες γενιές των απογόνων σου. Αυτή είναι η διαθήκη μου που θα τηρείτε».

 

Ο Αβραάμ αποδέχτηκε τη συμφωνία (διαθήκη) με τον Κύριο με όλη του την καρδιά. Έτσι ο Αβραάμ, σύμφωνα με τη διαταγή του Θεού άλλαξε το όνομά του, από "Άβραμ" που λεγόταν και σήμαινε "ο υψηλός ή υπέροχος πατέρας", σε "Αβραάμ" που σημαίνει "πατέρας πολλών". Η πίστη του Αβραάμ έγινε υπόδειγμα για τους πιστούς όλων των εποχών (Γένεση 17,1-14).

 

 

Η ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ

 

Λίγα χρόνια αργότερα ο Κύριος παρουσιάστηκε και πάλι στον Αβραάμ, ενώ αυτός καθόταν στο άνοιγμα της σκηνής του κατά το μεσημέρι.

Ο Αβραάμ είδε τρεις αγγέλους να στέκονται απέναντι του. Αμέσως έτρεξε να τους προϋπαντήσει και τους προσκύνησε ως τη γη. Ο Αβραάμ τους φιλοξένησε. Την ώρα που εκείνοι έτρωγαν, είπαν στον Αβραάμ και στη Σάρρα, ότι την ίδια εποχή ύστερα από ένα χρόνο η Σάρρα θα αποκτήσει γιο (Γένεση 17,15-27. 18,1-15).

Όταν ο Θεός φανέρωσε στον Αβραάμ την επερχόμενη καταστροφή των Σοδόμων και των Γομόρρων, ο Αβραάμ παρακάλεσε να μην το πράξει (Γένεση 18,16-33). Μετά εγκαταστάθηκε στα Γέραρα (Γένεση 20,2-12. 21,22-34).

 

 

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΚΑΙ Η ΘΥΣΙΑ ΤΟΥ ΙΣΑΑΚ

 

Ο Αβραάμ και η γυναίκα του η Σάρρα ζούσαν ειρηνικά και δίκαια με την ευλογία του Θεού. Ο Κύριος λοιπόν άκουσε τις προσευχές τους και έτσι σύμφωνα με την υπόσχεση του, η Σάρρα έμεινε έγκυος και γέννησε ένα γιο στον Αβραάμ, στα γηρατειά του, στο χρόνο που είχε ορίσει ο Κύριος. Ο Αβραάμ ονόμασε το γιο που του γέννησε η Σάρρα, Ισαάκ. Ο Αβραάμ ήταν εκατό ετών όταν γεννήθηκε ο Ισαάκ (Γένεση 21,1-8). Το παιδί αυτό πού το όνομα του σημαίνει γέλιο, τους έδωσε μεγάλη χαρά και ολοκλήρωσε την ευτυχία τους. Το ανέθρεψαν από τα πρώτα του βήματα με φόβο Θεού και το μάθαιναν να πιστεύει και να υποτάσσεται στο θείο θέλημα.

Μια μέρα η Σάρρα έπεισε τον Αβραάμ να διώξει την Άγαρ και το παιδί της, έτσι ώστε να μην έχει δικαιώματα κληρονομιάς με τον Ισαάκ. Αυτό δεν άρεσε καθόλου στον Αβραάμ, αλλά με παρότρυνση του Κυρίου ότι θα φροντίσει ο ίδιος για την Άγαρ, ο Αβραάμ την έδιωξε μαζί με το παιδί (Γένεση 21,9-21).

 

Όταν ο Ισαάκ ήταν σε μικρή ηλικία, ο Κύριος θέλησε να δοκιμάσει την πίστη του Αβραάμ, να δει αν ήταν πάντα πρόθυμος στις εντολές του. Του έδωσε λοιπόν την εντολή να πάει στη γη Μορία με το γιο του κι εκεί να προσφέρει τον Ισαάκ για θυσία.

Ο Αβραάμ ανταποκρίθηκε για μια ακόμη φορά χωρίς δισταγμό και υπάκουσε στο θέλημα του Κυρίου. Έτσι πήρε το γιο του τον Ισαάκ και ξεκίνησε για τον τόπο που του είπε ο Κύριος. Μετά από τρεις μέρες έφτασαν στο λόφο Μορία, όπου χίλια τόσα χρόνια αργότερα χτίστηκε ο ναός του Σολομώντα. Όταν έφτασαν στον τόπο που του είχε πει ο Κύριος, ο Αβραάμ έχτισε εκεί το θυσιαστήριο, ετοίμασε τα ξύλα, έδεσε το γιο του τον Ισαάκ και τον έβαλε στο θυσιαστήριο πάνω από τα ξύλα. Ύστερα άπλωσε το χέρι του και πήρε το μαχαίρι για να σφάξει το παιδί του. Αλλά ο άγγελος του Κυρίου του φώναξε από τον ουρανό και του είπε: «Αβραάμ, Αβραάμ! Ο Θεός είδε την πίστη σου. Μην απλώσεις χέρι στο παιδί και μην του κάνεις τίποτε, αλλά σφάξε αυτό το κριάρι, που είναι δεμένο στο βωμό».

Ο Αβραάμ κοίταξε τριγύρω και είδε ένα κριάρι έτοιμο για θυσία. Έτρεξε, το πήρε και το θυσίασε αντί για το γιο του. Μετά απ' αυτό ο Κύριος ευλόγησε τον Αβραάμ (Γένεση κεφ. 22).

 

 

ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ

 

Μετά από 12 χρόνια η Σάρρα πέθανε σε ηλικία 127 ετών στη Χεβρών, στη Χαναάν. Ο Αβραάμ τη θρήνησε και την πένθησε εκεί. Ύστερα αγόρασε τον αγρό και το σπήλαιο Μαχπελά από τον Εφρών τον Χετταίο κι εκεί ο Αβραάμ έθαψε τη γυναίκα του τη Σάρρα (Γένεση κεφ. 23).

Ο Αβραάμ όταν ήταν 140 ετών, έστειλε στη Μεσοποταμία τον δούλο του Ελιέζερ για να βρει νύφη στον Ισαάκ. Έτσι ο Αβραάμ πάντρεψε το γιο του με τη Ρεβέκκα από τη Μεσοποταμία (Γένεση 24,1-28). Αργότερα, παρόλο που ήταν πολύ γέρος, παντρεύτηκε τη Χεττούρα από την οποία απέκτησε 6 γιους (Γένεση 25,1-4. Α' Παραλειπομένων 1,32-33). Ο Αβραάμ μεταβίβασε όλη του την περιουσία στον Ισαάκ. Στα παιδιά των παλλακίδων του έδωσε δώρα και τα έστειλε, ενώ ακόμα ζούσε, μακριά από τον Ισαάκ σε χώρα της Ανατολής (Γένεση 25,5).

Ο Αβραάμ έζησε 175 χρόνια και πέθανε σε βαθιά γεράματα. Οι γιοι του Ισαάκ και Ισμαήλ τον έθαψαν στη σπηλιά Μαχπελά, στον αγρό του Εφρών, εκεί που είχε ταφεί και η Σάρρα (Γένεση 23,1-20. 25,7-10).

 

 

ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ

 

Κοντάκιον

Ἦχος β’. Αὐτόμελον.
Χειρόγραφον εἰκόνα μὴ σεβασθέντες, ἀλλ' ἀγράφῳ οὐσίᾳ θωρακισθέντες τρισμακάριοι, ἐν τῷ σκάμματι τοῦ πυρὸς ἐδοξάσθητε, ἐν μέσῳ δὲ φλογὸς ἀνυποστάτου ἱστάμενοι, Θεὸν ἐπεκαλεῖσθε· Τάχυνον ὁ Οἰκτίρμων, καὶ σπεῦσον ὡς ἐλεήμων, εἰς τὴν βοήθειαν ἡμῶν, ὅτι δύνασαι βουλόμενος.

 

Κάθισμα


Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ὑμνήσωμεν πιστοί, τοὺς Προπάτορας πάντας, Χριστοῦ τοῦ δι' ἡμᾶς, ἐπὶ γῆς ὁραθέντος, δοξάζοντες ἐν ᾄσμασι, τὸν αὐτοὺς θαυμαστώσαντα, ὡς τὴν ἔλευσιν, προεκτυπώσαντας τούτου, καὶ τὴν γέννησιν, τὴν ἐκ Παρθένου ἀφράστως, τῷ κόσμῳ κηρύξαντας.