ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ |
|
ΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΜΩΥΣΗ- Η ΥΠΑΚΟΗ ΚΑΙ Η ΑΝΥΠΑΚΟΗ ΤΟΥ
ΙΣΡΑΗΛ |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6- Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΝΤΟΛΗ
ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΑΝΥΠΑΚΟΗ
ΤΟΥ ΛΑΟΥ
|
Η μεγάλη εντολή
Δευτ. 6,1 Καὶ αὗται
αἱ ἐντολαὶ καὶ τὰ δικαιώματα καὶ τὰ
κρίματα, ὅσα ἐνετείλατο Κύριος ὁ Θεὸς
ἡμῶν διδάξαι ὑμᾶς ποιεῖν οὕτως ἐν
τῇ γῇ, εἰς ἣν ὑμεῖς εἰσπορεύεσθε ἐκεῖ
κληρονομῆσαι αὐτήν,
Δευτ. 6,1 Αυταί είναι αι εντολαί και οι νόμοι, που Κυριος
ο Θεός ημών με διέταξε να σας διδάξω, ώστε έτσι να τας εφαρμόζετε και να ζήτε
εις την χώραν, εις την οποίαν σεις τώρα εισέρχεσθε, να την κληρονομήσετε ως
ιδικήν σας·
Δευτ. 6,2 ἵνα
φοβῆσθε Κύριον τὸν Θεὸν ὑμῶν, φυλάσσεσθαι πάντα
τὰ δικαιώματα αὐτοῦ καὶ τὰς ἐντολὰς
αὐτοῦ, ὅσας ἐγὼ ἐντέλλομαί σοι σήμερον,
σὺ καὶ οἱ υἱοί σου καὶ οἱ
υἱοὶ τῶν υἱῶν σου πάσας τὰς ἡμέρας
τῆς ζωῆς σου, ἵνα μακροημερεύσητε.
Δευτ. 6,2 δια να φοβήσθε Κυριον τον Θεόν σας, ώστε να
φυλάσσετε όλους τους νόμους και τας εντολάς του, όσας εγώ διατάσσω προς σας
σήμερον, να τηρήτε αυτάς σεις και τα παιδιά σας και τα παιδιά των παιδιών σας
όλας τας ημέρας της ζωής σας, δια να έχετε μακρά και ευτυχισμένα χρόνια.
Δευτ. 6,3 καὶ
ἄκουσον, Ἰσραήλ, καὶ φύλαξον ποιεῖν, ὅπως
εὖ σοι ᾖ καὶ ἵνα πληθυνθῆτε σφόδρα, καθάπερ
ἐλάλησε Κύριος ὁ Θεὸς τῶν πατέρων σου δοῦναί
σοι γῆν ῥέουσαν γάλα καὶ μέλι. καὶ ταῦτα
τὰ δικαιώματα καὶ τὰ κρίματα, ὅσα ἐνετείλατο
Κύριος τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ ἐν τῇ
ἐρήμῳ, ἐξελθόντων αὐτῶν ἐκ γῆς
Αἰγύπτου.
Δευτ. 6,3 Ακουσε, λαέ του Ισραήλ, και πρόσεξε να τηρής όλα
αυτά, δια να ζης ευτυχισμένος, δια να αυξηθής και πληθυνθής πολύ, όπως είπε
και υπεσχέθη Κυριος ο Θεός των πατέρων σου, να δωσ εις σε την γην της Επαγγελίας,
την ρέουσαν γάλα και μέλι. Αυτοί είναι οι νόμοι και αι εντολαί, τας οποίας
διέταξεν ο Κυριος στους Ισραηλίτας, όταν εξήλθον ελεύθεροι από την Αίγυπτον
και ήσαν εις την έρημον Σινά·
Δευτ. 6,4 Ἄκουε,
Ἰσραήλ· Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν Κύριος
εἷς ἐστι·
Δευτ. 6,4 Ακουε, λαέ του Ισραήλ, Κυριος ο Θεός ημών ένας
και μοναδικός Κυριος είναι.
Δευτ. 6,5 καὶ
ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς
καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ
ἐξ ὅλης τῆς δυνάμεώς σου.
Δευτ. 6,5 Να αγαπήσης Κυριον τον Θεόν σου με όλην σου την
καρδίαν και με όλην την ψυχήν σου και με όλην την δύναμίν σου.
Δευτ. 6,6 καὶ ἔσται
τὰ ῥήματα ταῦτα, ὅσα ἐγὼ ἐντέλλομαί
σοι σήμερον, ἐν τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ψυχῇ
σου·
Δευτ. 6,6 Τα λόγια, τα οποία εγώ σήμερον σε διατάσσω, θα
είναι εντυπωμένα και μόνιμα εις την καρδίαν σου και την διάνοιάν σου.
Δευτ. 6,7 καὶ προβιβάσεις
αὐτὰ τοὺς υἱούς σου, καὶ λαλήσεις ἐν
αὐτοῖς καθήμενος ἐν οἴκῳ καὶ πορευόμενος
ἐν ὁδῷ καὶ κοιταζόμενος καὶ διανιστάμενος·
Δευτ. 6,7 Θα τα μεταβιβάσης και θα τα διδάξης εις τα παιδιά
σου. Θα ομιλής περί αυτών και όταν κάθεσαι στον οίκον σου, πριν κοιμηθής, και
όταν πορεύεσαι στον δρόμον σου και όταν εξυπνάς από τον ύπνον.
Δευτ. 6,8 καὶ
ἀφάψεις αὐτὰ εἰς σημεῖον ἐπὶ
τῆς χειρός σου, καὶ ἔσται ἀσάλευτον πρὸ
ὀφθαλμῶν σου·
Δευτ. 6,8 Θα τα κολλήσης και θα τα δέσης επάνω στο χέρι
σου, δια να ευρίσκωνται πάντοτε σταθερώς κάτω από τα μάτια σου.
Δευτ. 6,9 καὶ γράψετε
αὐτὰ ἐπὶ τὰς φλιὰς τῶν
οἰκιῶν ὑμῶν καὶ τῶν πυλῶν
ὑμῶν.
Δευτ. 6,9 Θα γράψετε αυτά στους παραστάτας των οικιών σας
και εις τας θύρας των αυλών σας, δια να τα έχετε παντού και πάντοτε εμπρός
εις τα μάτια σας.
Προειδοποιήσεις για την περίπτωση ανυπακοής
Δευτ. 6,10 Καὶ ἔσται
ὅταν εἰσαγάγῃ σε Κύριος ὁ Θεός σου εἰς
τὴν γῆν, ἣν ὤμοσε τοῖς πατράσι σου, τῷ
Ἁβραὰμ καὶ τῷ Ἰσαὰκ καὶ τῷ
Ἰακὼβ δοῦναί σοι, πόλεις μεγάλας καὶ καλάς, ἃς
οὐκ ᾠκοδόμησας,
Δευτ. 6,10 Οταν δε Κυριος ο Θεός σου, σε εισαγάγη εις την
γην, την οποίαν ενόρκως υπεσχέθη στους προπάτοράς σου, τον Αβραάμ, τον Ισαάκ
και τον Ιακώβ, να δώση εις σε την χώραν η οποία έχει πόλεις μεγάλας και
ωραίας, τας οποίας δεν έκτισες συ,
Δευτ. 6,11 οἰκίας πλήρεις
πάντων ἀγαθῶν ἃς οὐκ ἐνέπλησας, λάκκους
λελατομημένους, οὓς οὐκ ἐξελατόμησας, ἀμπελῶνας
καὶ ἐλαιῶνας, οὓς οὐ κατεφύτευσας, καὶ
φαγὼν καὶ ἐμπλησθεὶς
Δευτ. 6,11 οικίας πλήρεις από όλα τα αγαθά, τας οποίας δεν
εγέμισες συ, φρέατα και δεξαμενάς λαξευμένας και κτισμένας, τας οποίας δεν
ελάξευσες και δεν έκτισες συ, αμπέλια και ελαιώνας που δεν εφύτευσες συ. Αυτά
θα είναι ιδικά σου. Θα φάγης και θα χορτάσης.
Δευτ. 6,12 πρόσεχε σεαυτῷ,
μὴ ἐπιλάθῃ Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου τοῦ
ἐξαγαγόντος σε ἐκ γῆς Αἰγύπτου, ἐξ οἴκου
δουλείας.
Δευτ. 6,12 Πρόσεχε όμως στον εαυτόν σου, μήπως τυχόν και
λησμονήσης Κυριον τον Θεόν σου, ο οποίος σε έβγαλε ελεύθερον από την Αίγυπτον,
από τον οίκον εκείνο της δουλείας.
Δευτ. 6,13 Κύριον τὸν Θεόν
σου φοβηθήσῃ καὶ αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις καὶ
πρὸς αὐτὸν κολληθήσῃ καὶ ἐπὶ
τῷ ὀνόματι αὐτοῦ ὀμῇ.
Δευτ. 6,13 Κυριον τον Θεόν σου θα ευλαβήσαι και θα υπακούης,
και αυτόν μόνον θα λατρεύης, και εις αυτόν θα προσκολληθής, και στο όνομά του
θα ορκίζεσαι.
Δευτ. 6,14 οὐ πορεύεσθε
ὀπίσω θεῶν ἑτέρων ἀπὸ τῶν θεῶν
τῶν ἐθνῶν τῶν περικύκλῳ ὑμῶν,
Δευτ. 6,14 Μη πορευθήτε πίσω από άλλους θεούς, μη λατρεύσετε
θεούς από εκείνους που έχουν τα ολόγυρά σας ειδωλολατρικά έθνη,
Δευτ. 6,15 ὅτι ὁ
Θεὸς ζηλωτὴς Κύριος ὁ Θεός σου ἐν σοί, μὴ
ὀργισθεὶς θυμῷ Κύριος ὁ Θεός σού σοι
ἐξολοθρεύσῃ σε ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς.
Δευτ. 6,15 διότι Κυριος ο Θεός σου είναι Θεός ζηλότυπος δια
σέ. Μηπως οργισθή εναντίον σου και σε εξολοθρεύση από το πρόσωπον της γης,
εάν τυχόν λατρεύσης ξένους θεούς.
Δευτ. 6,16 οὐκ
ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου, ὃν τρόπον
ἐξεπειράσατε ἐν τῷ Πειρασμῷ.
Δευτ. 6,16 Δεν θα θέσης εις πειρασμόν και δοκιμασίαν τον
Κυριον, όπως ασεβώς φερόμενος επίκρανες τον Κυριον με τους γογγυσμούς σου
στον τόπον εκείνον, ο οποίος ωνομάσθη δια τούτο Πειρασμός.
Δευτ. 6,17 φυλάσσων φυλάξῃ
τὰς ἐντολὰς Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, τὰ
μαρτύρια καὶ τὰ δικαιώματα, ὅσα ἐνετείλατό σοι·
Δευτ. 6,17 Με κάθε επιμέλειαν θα φυλάττης πάντοτε τας εντολάς
Κυρίου του Θεού σου, τας διατάξεις και τους νόμους, όσα σε διέταξε.
Δευτ. 6,18 καὶ ποιήσεις
τὸ ἀρεστὸν καὶ τὸ καλὸν ἔναντι
Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, ἵνα εὖ σοι γένηται καὶ
εἰσέλθῃς καὶ κληρονομήσῃς τὴν γῆν
τὴν ἀγαθήν, ἣν ὤμοσε Κύριος τοῖς πατράσιν
ὑμῶν,
Δευτ. 6,18 Θα πράττης ο,τι είναι ευάρεστον και αγαθόν ενώπιον
Κυρίου του Θεού σου, δια να ζήσης ευτυχής, να εισέλθης ασφαλής και να
κληρονομήσης δια παντός την γην, την εύφορον και πλουσίαν, την οποίαν ωρκίσθη
ο Κυριος στους προπάτοράς σας,
Δευτ. 6,19 ἐκδιῶξαι
πάντας τοὺς ἐχθρούς σου πρὸ προσώπου σου, καθὰ
ἐλάλησε Κύριος.
Δευτ. 6,19 ότι θα σας την δώση και θα εκδιώξη όλους τους
εχθρούς σας από εμπρός σας, όπως ο Κυριος είπε.
Δευτ. 6,20 Καὶ ἔσται
ὅταν ἐρωτήσῃ σε ὁ υἱός σου αὔριον
λέγων· τί ἐστι τὰ μαρτύρια καὶ τὰ δικαιώματα
καὶ τὰ κρίματα, ὅσα ἐνετείλατο Κύριος ὁ
Θεὸς ἡμῶν ἡμῖν;
Δευτ. 6,20 Οταν δε στο μέλλον, θα σε ερωτήση ο υιός σου λέγων·
τι είναι αύται αι εντολαί, οι νόμοι και αι διατάξεις, όλα όσα Κυριος ο Θεός
μας διατάσσει ημάς;
Δευτ. 6,21 καὶ
ἐρεῖς τῷ υἱῷ σου· οἰκέται ἦμεν
τῷ Φαραὼ ἐν γῇ Αἰγύπτῳ, καὶ
ἐξήγαγεν ἡμᾶς Κύριος ἐκεῖθεν ἐν
χειρὶ κραταιᾷ καὶ ἐν βραχίονι ὑψηλῷ.
Δευτ. 6,21 Συ θα απαντήσης στο παιδί σου. Υπήρξαμεν δούλοι
του Φαραώ εις την χώραν της Αιγύπτου, και ο Κυριος μας έβγαλεν ελευθέρους από
εκεί, με την παντοδύναμον δεξιάν Του και την μεγαλειώδη ισχύν του.
Δευτ. 6,22 καὶ ἔδωκε
Κύριος σημεῖα καὶ τέρατα μεγάλα καὶ πονηρὰ ἐν
Αἰγύπτῳ ἐν Φαραὼ καὶ ἐν τῷ
οἴκῳ αὐτοῦ ἐνώπιον ἡμῶν·
Δευτ. 6,22 Εκαμε τότε ο Κυριος θαύματα καταπληκτικά, θαύματα
μεγάλα και φοβερά δια τους Αιγυπτίους, δια τον Φαραώ και τον οίκον του,
εμπρός εις τα μάτια μας.
Δευτ. 6,23 καὶ
ἡμᾶς ἐξήγαγεν ἐκεῖθεν δοῦναι
ἡμῖν τὴν γῆν ταύτην, ἣν ὤμοσε
δοῦναι τοῖς πατράσιν ἡμῶν.
Δευτ. 6,23 Μας έβγαλε από εκεί ελευθέρους, δια να μας δώση την
χώραν αυτήν, την οποίαν ωρκίσθη στους προπάτοράς μας ότι θα μας έδιδε.
Δευτ. 6,24 καὶ
ἐνετείλατο ἡμῖν Κύριος ποιεῖν πάντα τὰ
δικαιώματα ταῦτα φοβεῖσθαι Κύριον τὸν Θεὸν
ἡμῶν, ἵνα εὖ ᾖ ἡμῖν πάσας τὰς
ἡμέρας, ἵνα ζῶμεν ὥσπερ καὶ σήμερον.
Δευτ. 6,24 Μας διέταξε δε ο Κυριος να τηρούμεν όλους αυτούς
τους νόμους, να φοβούμεθα Κυριον τον Θεόν μας, δια να είμεθα ευτυχείς όλας
τας ημέρας της ζωής μας και να ζώμεν, όπως σήμερον, ασφαλείς κάτω από την
προστασίαν του.
Δευτ. 6,25 καὶ
ἐλεημοσύνη ἔσται ἡμῖν, ἐὰν φυλασσώμεθα
ποιεῖν πάσας τὰς ἐντολὰς ταύτας ἐναντίον Κυρίου
τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, καθὰ ἐνετείλατο
ἡμῖν.
Δευτ. 6,25 Το δε έλεος του Κυρίου θα είναι πάντοτε μαζή μας,
εάν φροντίζωμεν και προσπαθούμεν να τηρούμεν όλας αυτάς τας εντολάς, ενώπιον
Κυρίου του Θεού ημών, όπως μας διέταξε.
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7- Ο ΛΑΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ - ΕΥΛΟΓΙΕΣ ΑΠΟ
ΤΗΝ ΥΠΑΚΟΗ
Ο ΛΑΟΣ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ ΚΑΙ ΤΑ ΓΥΡΩ
ΕΘΝΗ
|
Λαός ξεχωρισμένος για τον Κύριο
Δευτ. 7,1 Ἐὰν
δὲ εἰσάγῃ σε Κύριος ὁ Θεός σου εἰς τὴν
γῆν, εἰς ἣν εἰσπορεύῃ ἐκεῖ
κληρονομῆσαι αὐτήν, καὶ ἐξάρῃ ἔθνη μεγάλα
ἀπὸ προσώπου σου, τὸν Χετταῖον καὶ Γεργεσσαῖον
καὶ Ἀμοῤῥαῖον καὶ Χαναναῖον
καὶ Φερεζαῖον καὶ Εὐαῖον καὶ
Ἰεβουσαῖον, ἑπτὰ ἔθνη πολλὰ καὶ
ἰσχυρότερα ὑμῶν,
Δευτ. 7,1 Οταν δε Κυριος ο Θεός σου σε εισαγάγη εις την
χώραν, προς την οποίαν τώρα πορεύεσαι, δια να την κληρονομήσης ως ιδικήν σου,
και εκβάλη από εμπρός σου έθνη μεγάλα, τους Χετταίους, τους Γεργεσαίους, τους
Αμορραίους, τους Χαναναίους, τους Φερεζαίους, τους Ευαίους και τους
Ιεβουσαίους, επτά έθνη πολυαριθμότερα και ισχυρότερα από σας
Δευτ. 7,2 καὶ παραδώσει
αὐτοὺς Κύριος ὁ Θεός σου εἰς τὰς χεῖράς
σου καὶ πατάξεις αὐτούς, ἀφανισμῷ
ἀφανιεῖς αὐτούς, οὐ διαθήσῃ πρὸς
αὐτοὺς διαθήκην, οὐδὲ μὴ ἐλεήσητε
αὐτούς,
Δευτ. 7,2 και θα παραδώση αυτούς Κυριος ο Θεός σου εις τα
χέρια σου, θα κτυπήσης αυτούς, θα τους εξαφανίσης τελείως, δεν θα συνάψης
καμμίαν συνθήκην μαζή των και δεν θα τους λυπηθήτε καθόλου.
Δευτ. 7,3 οὐδὲ
μὴ γαμβρεύσητε πρὸς αὐτούς· τὴν θυγατέρα σου
οὐ δώσεις τῷ υἱῷ αὐτοῦ, καὶ
τὴν θυγατέρα αὐτοῦ οὐ λήψῃ τῷ
υἱῷ σου·
Δευτ. 7,3 Δεν θα έλθετε εις γάμους μαζή των. Ούτε την
θυγατέρα σου θα δώσης ως σύζυγον στον υιόν κάποιου από αυτούς, ούτε την
θυγατέρα εκείνου θα πάρης ως νύμφην δια τον υιόν σου.
Δευτ. 7,4 ἀποστήσει
γὰρ τὸν υἱόν σου ἀπ᾿ ἐμοῦ,
καὶ λατρεύσει θεοῖς ἑτέροις, καὶ ὀργισθήσεται
θυμῷ Κύριος εἰς ὑμᾶς καὶ ἐξολοθρεύσει σε
τὸ τάχος.
Δευτ. 7,4 Διότι η αλλοεθνής νύμφη θα απομακρύν τον υιόν
σου από εμέ και θα λατρεύση αυτός άλλους θεούς, οπότε θα οργισθή πολύ ο
Κυριος εναντίον σας και θα σε εξολοθρεύση το ταχύτερον.
Δευτ. 7,5 ἀλλ᾿
οὕτω ποιήσετε αὐτοῖς· τοὺς βωμοὺς
αὐτῶν καθελεῖτε καὶ τὰς στήλας
αὐτῶν συντρίψετε καὶ τὰ ἄλση αὐτῶν
ἐκκόψετε καὶ τὰ γλυπτὰ τῶν θεῶν
αὐτῶν κατακαύσετε πυρί·
Δευτ. 7,5 Αλλά και αυτά ακόμη θα πράξης εναντίον των
ειδωλολατρών αλλοεθνών· Θα κρημνίσετε τους βωμούς των, θα συντρίψετε τας
ειδωλολατρικάς των στήλας, θα κατακάψετε τα ιερά δάση των και θα κάψετε εις
την φωτιά τα ξυλόγλυπτα αγάλματά των.
Δευτ. 7,6 ὅτι λαὸς
ἅγιος εἶ Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου, καὶ σὲ
προείλετο Κύριος ὁ Θεός σου εἶναι αὐτῷ λαὸν
περιούσιον παρὰ πάντα τὰ ἔθνη, ὅσα ἐπὶ
προσώπου τῆς γῆς.
Δευτ. 7,6 Διότι συ εν αντιθέσει προς εκείνους είσαι λαός
άγιος, αφιερωμένος στον Κυριον και Θεόν σου. Κυριος ο Θεός σου σε εξέλεξεν
ανάμεσα από όλα τα άλλα έθνη της γης να είσαι ιδική του εκλεκτή περιουσία.
Δευτ. 7,7 οὐχ ὅτι
πολυπληθεῖτε παρὰ πάντα τὰ ἔθνη, προείλετο Κύριος
ὑμᾶς καὶ ἐξελέξατο Κύριος ὑμᾶς,
ὑμεῖς γάρ ἐστε ὀλιγοστοὶ παρὰ πάντα
τὰ ἔθνη,
Δευτ. 7,7 Σας εξέλεξε δε ο Κυριος ανάμεσα από όλα τα άλλα
έθνη, όχι διότι είσθε πολυάριθμοι, τουναντίον είσθε ολιγάριθμοι εν συγκρίσει
προς όλα τα αλλά έθνη,
Δευτ. 7,8 ἀλλὰ
παρὰ τὸ ἀγαπᾶν Κύριον ὑμᾶς καὶ
διατηρῶν τὸν ὅρκον, ὃν ὤμοσε τοῖς
πατράσιν ὑμῶν, ἐξήγαγεν ὑμᾶς Κύριος ἐν
χειρὶ κραταιᾷ καὶ βραχίονι ὑψηλῷ καὶ
ἐλυτρώσατό σε Κύριος ἐξ οἴκου δουλείας, ἐκ
χειρὸς Φαραὼ βασιλέως Αἰγύπτου.
Δευτ. 7,8 αλλά διότι σας αγαπά ο Κυριος και διότι τηρεί
τον όρκον, τον οποίον έδωσεν στους προπάτοράς σας. Ο Κυριος σας έβγαλεν
ελευθέρους με την παντοδύναμον αυτού δεξιάν και την ακατανίκητον δύναμίν του
και σας απήλλαξεν από την χώραν της δουλείας, από τα χέρια του Φαραώ, του
βασιλέως της Αιγύπτου.
Δευτ. 7,9 καὶ γνώσῃ
ὅτι Κύριος ὁ Θεός σου, οὗτος Θεός, Θεὸς πιστός,
ὁ φυλάσσων διαθήκην καὶ ἔλεος τοῖς
ἀγαπῶσιν αὐτὸν καὶ τοῖς φυλάσσουσι
τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ εἰς χιλίας γενεὰς
Δευτ. 7,9 Από όλα αυτά, και από όσα άλλα θα κάμη προς
χάριν σου ο Θεός, θα μάθης, ότι Κυριος ο Θεός σου αυτός είναι ο αληθινός
Θεός, Θεός αξιόπιστος, ο οποίος τηρεί την υπόσχεσίν του και εκδηλώνει το
έλεός του εις αυτούς που τον αγαπούν και τηρούν τας εντολάς του μέχρι χιλίων
γενεών.
Δευτ. 7,10 καὶ
ἀποδιδοὺς τοῖς μισοῦσι κατὰ πρόσωπον
ἐξολοθρεῦσαι αὐτούς· καὶ οὐχὶ
βραδυνεῖ τοῖς μισοῦσι, κατὰ πρόσωπον ἀποδώσει
αὐτοῖς.
Δευτ. 7,10 Αλλά είναι και Θεός δίκαιος, ο οποίος ανταποδίδει
προσωπικώς στους μισούντας αυτόν και αμετανοήτους κατά τα έργα αυτών και
εξολοθρεύει αυτούς. Δεν θα βραδύνη δε να τιμωρήση προσωπικώς τους μισούντας
αυτόν και να ανταποδώση εις αυτούς κατά τα έργα των.
Δευτ. 7,11 καὶ φυλάξῃ
τὰς ἐντολὰς καὶ τὰ δικαιώματα καὶ
τὰ κρίματα ταῦτα, ὅσα ἐγὼ ἐντέλλομαί σοι
σήμερον ποιεῖν.
Δευτ. 7,11 Λοιπόν, προσέξατε, ώστε να τηρήσετε τας εντολάς,
τους νόμους και τας διατάξεις αυτάς, όλα όσα εγώ εκ μέρους του Θεού σας
διατάσσω σήμερον να πράττετε.
Ευλογίες που προέρχονται από την υπακοή
Δευτ. 7,12 Καὶ ἔσται
ἡνίκα ἂν ἀκούσητε τὰ δικαιώματα ταῦτα καὶ
φυλάξητε καὶ ποιήσητε αὐτά, καὶ διαφυλάξει Κύριος ὁ
Θεός σού σοι τὴν διαθήκην καὶ τὸ ἔλεος, ὃ
ὤμοσε τοῖς πατράσιν ὑμῶν,
Δευτ. 7,12 Εάν δε σεις ακούσετε με προσοχήν τας εντολάς αυτάς
και φροντίσετε, ώστε να τας τηρήτε, θα τηρήση και Κυριος ο Θεός σας την
υπόσχεσίν του και το έλεός του που ωρκίσθη στους προπάτοράς σας.
Δευτ. 7,13 καὶ
ἀγαπήσει σε καὶ εὐλογήσει σε καὶ πληθυνεῖ σε
καὶ εὐλογήσει τὰ ἔκγονα τῆς κοιλίας σου
καὶ τὸν καρπὸν τῆς γῆς σου, τὸν
σῖτόν σου καὶ τὸν οἶνόν σου καὶ τὸ
ἔλαιόν σου, τὰ βουκόλια τῶν βοῶν σου καὶ
τὰ ποίμνια τῶν προβάτων σου ἐπὶ τῆς γῆς,
ἧς ὤμοσε Κύριος τοῖς πατράσι σου δοῦναί σοι.
Δευτ. 7,13 Θα σε αγαπήση ο Κυριος, θα σε ευλογήση, θα σε
πληθύνη, θα ευλογήση τα παιδιά σου και τα προϊόντα της χώρας σου, το σιτάρι
σου, το κρασί σου, το λάδι σου, τα κοπάδια των βοών σου, τα κοπάδια των
προβάτων σου εις την χώραν, την οποίαν ο Κυριος ωρκίσθη στους προπάτοράς σου,
ότι θα δώση εις σέ.
Δευτ. 7,14 εὐλογητός
ἔσῃ παρὰ πάντα τὰ ἔθνη· οὐκ
ἔσται ἐν ὑμῖν ἄγονος οὐδὲ
στεῖρα καὶ ἐν τοῖς κτήνεσί σου.
Δευτ. 7,14 Θα είσαι ευλογημένος περισσότερον από όλα τα άλλα
έθνη. Κανένας άνδρας από σας δεν θα είναι άγονος και καμμιά γυνή δεν θα είναι
στείρα. Το ίδιο θα συμβή και εις τα ζώα σου· δεν θα υπάρξη εις αυτά
στειρότης.
Δευτ. 7,15 καὶ
περιελεῖ Κύριος ὁ Θεός σου ἀπὸ σοῦ πᾶσαν
μαλακίαν· καὶ πάσας νόσους Αἰγύπτου τὰς πονηράς,
ἃς ἑώρακας, καὶ ὅσα ἔγνως, οὐκ
ἐπιθήσει ἐπὶ σὲ καὶ ἐπιθήσει
αὐτὰ ἐπὶ πάντας τοὺς μισοῦντάς σε.
Δευτ. 7,15 Θα αφαιρέση και θα απομακρύνη Κυριος ο Θεός από σε
και κάθε αδιαθεσίαν ακόμη. Από όλας τας ασθενείας της Αιγύπτου, τας βαρείας
και σκληράς που είδες και εγνώρισες, καμμίαν δεν θα σου στείλη ο Θεός. Θα τας
επιρρίψη όμως εις εκείνους, οι οποίοι σε μισούν.
Δευτ. 7,16 καὶ φαγῇ
πάντα τὰ σκῦλα τῶν ἐθνῶν, ἃ Κύριος
ὁ Θεός σου δίδωσί σοι· οὐ φείσεται ὁ ὀφθαλμός
σου ἐπ᾿ αὐτοῖς, καὶ οὐ μὴ
λατρεύσῃς τοῖς θεοῖς αὐτῶν, ὅτι
σκῶλον τοῦτό ἐστί σοι.
Δευτ. 7,16 Συ θα απολαύσης τα λάφυρα των εθνών, τα οποία ο
Κυριος σου δίδει. Πρόσεξε όμως· δεν θα λυπηθή το μάτι σου αυτούς και δεν θα
λατρεύσης τους θεούς των, διότι άλλως, θα αποβή αυτό πρόσκομμα και συμφορά
εις σέ.
Ο λαός του Ισραήλ και τα γύρω έθνη
Δευτ. 7,17
ἐὰν δὲ λέγῃς ἐν τῇ διανοίᾳ σου, ὅτι πολὺ τὸ ἔθνος τοῦτο ἢ ἐγώ, πῶς δυνήσομαι
ἐξολοθρεῦσαι αὐτούς;
Δευτ. 7,17
Εάν είπης κατά νουν, ότι το εχθρικον αυτό έθνος είναι πολυαριθμότερον από
εμέ και πως θα ημπορέσω εγώ να τους εξολοθρεύσω;
Δευτ. 7,18
οὐ φοβηθήσῃ αὐτούς· μνείᾳ μνησθήσῃ ὅσα ἐποίησε Κύριος ὁ Θεός σου τῷ Φαραὼ
καὶ πᾶσι τοῖς Αἰγυπτίοις,
Δευτ. 7,18
Μη τους φοβηθής ! Επανάφερε ζωηρά εις την μνήμην σου, όσα έκαμε Κυριος ο
Θεός σου στον Φαραώ και και εις όλους τους Αιγυπτίους, οι οποίοι, φυσικά,
ήσαν ασυγκρίτως πολυαριθμότεροι από σέ.
Δευτ. 7,19
τοὺς πειρασμοὺς τοὺς μεγάλους, οὓς εἴδοσαν οἱ ὀφθαλμοί σου, τὰ σημεῖα καὶ τὰ
τέρατα τὰ μεγάλα ἐκεῖνα, τὴν χεῖρα τὴν κραταιὰν καὶ τὸν βραχίονα τὸν ὑψηλόν,
ὡς ἐξήγαγέ σε Κύριος ὁ Θεός σου, οὕτω ποιήσει Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν πᾶσι τοῖς
ἔθνεσιν, οὓς σὺ φοβῇ ἀπὸ προσώπου αὐτῶν.
Δευτ. 7,19
Ενθυμήσου τας μεγάλας τιμωρίας, που είδον οι οφθαλμοί σου, τα καταπληκτικά
και μεγάλα εκείνα σημεία και τέρατα, την παντοδύναμον δεξιάν του Κυρίου και
την ακατανίκητον δύναμίν του, όταν Κυριος ο Θεός σου, ελεύθερον σε έβγαλε
από την Αίγυπτον. Τα ίδια και τώρα θα κάμη εναντίον όλων των ειδωλολατρικών
και εχθρικών προς σε εθνών, ενώπιον των οποίων συ σήμερον φοβείσαι.
Δευτ. 7,20
καὶ τὰς σφηκίας ἀποστελεῖ Κύριος ὁ Θεός σου εἰς αὐτούς, ἕως ἂν ἐκτριβῶσιν οἱ
καταλελειμμένοι καὶ οἱ κεκρυμμένοι ἀπὸ σοῦ.
Δευτ. 7,20
Και σμήνη ακόμη από σφήκας θα αποστείλη Κυριος ο Θεός σου εναντίον αυτών,
μέχρις ότου συντριβούν και εξαφανισθούν, όσοι θα έχουν γλυτώσει από την
μάχην και θα έχουν κρυβή από τα μάτια σου.
Δευτ. 7,21
οὐ τρωθήσῃ ἀπὸ προσώπου αὐτῶν, ὅτι Κύριος ὁ Θεός σου ἐν σοί, Θεὸς μέγας καὶ
κραταιός,
Δευτ. 7,21
Συ δε ούτε καν θα πληγωθής από αυτούς, διότι Κυριος ο Θεός σου είναι μαζί
σου, είναι μεταξύ σας, ο Θεός ο μέγας και παντοδύναμος.
Δευτ. 7,22
καὶ καταναλώσει Κύριος ὁ Θεός σου τὰ ἔθνη ταῦτα ἀπὸ προσώπου σου κατὰ μικρὸν
μικρόν· οὐ δυνήσῃ ἐξαναλῶσαι αὐτοὺς τὸ τάχος, ἵνα μὴ γένηται ἡ γῆ ἔρημος καὶ
πληθυνθῇ ἐπὶ σὲ τὰ θηρία τὰ ἄγρια.
Δευτ. 7,22
Κυριος ο Θεός σου θα καταστρέψη και θα εξαφανίση ολίγον κατ' ολίγον τα έθνη
αυτά από εμπρός σου. Δεν θα ημπορέσης, και δεν πρέπει, να εξαφανίσης αυτούς
ταχέως, δια να μη μείνη έρημος και ακατοίκητος η χώρα από ανθρώπους και
πληθυνθούν τα άγρια θηρία εναντίον σου.
Δευτ. 7,23
καὶ παραδώσει αὐτοὺς Κύριος ὁ Θεός σου εἰς τὰς χεῖράς σου καὶ ἀπολεῖς αὐτοὺς
ἀπωλείᾳ μεγάλῃ, ἕως ἂν ἐξολοθρεύσητε αὐτούς.
Δευτ. 7,23
Αυτούς Κυριος ο Θεός σου θα τους παραδώση εις τα χέρια σου και θα
καταστρέφης αυτούς ολοκληρωτικώς, μέχρις ότου εξολοθρευθούν και εξαφανισθούν
πλήρως.
Δευτ. 7,24
καὶ παραδώσει τοὺς βασιλεῖς αὐτῶν εἰς τὰς χεῖρας ὑμῶν, καὶ ἀπολεῖται τὸ
ὄνομα αὐτῶν ἐκ τοῦ τόπου ἐκείνου· οὐκ ἀντιστήσεται οὐδεὶς κατὰ πρόσωπόν σου,
ἕως ἂν ἐξολοθρεύσῃς αὐτούς.
Δευτ. 7,24
Ο Θεός θα παραδώση εις τα χέρια σας τους βασιλείς των εθνών αυτών, θα τους
εξοντώσετε, ώστε να χαθούν και τα ονόματα αυτών από τον τόπον, όπου
εβασίλευον. Κανείς δεν θα ημπορέση να αντισταθή απέναντί σας, μέχρις ότου
τους εξολοθρεύσετε όλους.
Δευτ. 7,25
τὰ γλυπτὰ τῶν θεῶν αὐτῶν καύσετε πυρί· οὐκ ἐπιθυμήσεις ἀργύριον οὐδὲ χρυσίον
ἀπ᾿ αὐτῶν σὺ λήψῃ σεαυτῷ, μὴ πταίσῃς δι᾿ αὐτό, ὅτι βδέλυγμα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σού
ἐστι·
Δευτ. 7,25
Τα αγάλματα των θεών των θα τα παραδώσετε στο πυρ, δια να καούν. Δεν θα
επιθυμήσης και δεν θα πάρης δια τον εαυτόν σου το χρυσίον και το αργύριον
από αυτά. Μη θελήσης να αμαρτήσης λαμβάνων το χρυσίον αυτό, διότι είναι πολύ
μισητόν ενώπιον Κυρίου του Θεού σου.
Δευτ. 7,26
καὶ οὐκ εἰσοίσεις βδέλυγμα εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ ἀνάθεμα ἔσῃ ὥσπερ τοῦτο·
προσοχθίσματι προσοχθιεῖς καὶ βδελύγματι βδελύξῃ, ὅτι ἀνάθημά ἐστι.
Δευτ. 7,26
Τέτοια βδελύγματα δεν θα εισαγάγης στο σπίτι σου, διότι άλλως θα είσαι και
συ αναθεματισμένος, όπως και εκείνο. Θα το αποστρέφεσαι με όλην σου την
δύναμιν και θα αισθάνεσαι κάθε βδελυγμίαν εναντίον των αγαλμάτων αυτών,
διότι είναι κατηραμένα.
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8- Η ΕΥΦΟΡΗ ΧΩΡΑ ΠΟΥ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΝΑ
ΚΑΤΑΚΤΗΘΕΙ
Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΝΑ ΛΗΣΜΟΝΗΘΕΙ Ο
ΚΥΡΙΟΣ
|
Η εύφορη χώρα που πρόκειται να κατακτηθεί
Δευτ. 8,1 Πάσας τὰς
ἐντολάς, ἃς ἐγὼ ἐντέλλομαι ὑμῖν
σήμερον, φυλάξεσθε ποιεῖν, ἵνα ζῆτε καὶ
πολυπλασιασθῆτε καὶ εἰσέλθητε καὶ κληρονομήσητε
τὴν γῆν, ἣν ὤμοσε Κύριος ὁ Θεὸς
ὑμῶν τοῖς πατράσιν ὑμῶν.
Δευτ. 8,1 Ολας αυτάς τας εντολάς, τας οποίας εγώ σήμερον
σας δίδω φροντίσατε να τας τηρήσετε, δια να ζήτε ασφαλείς και μακροχρόνιοι
και να πολλαπλασιασθήτε, να εισέλθετε και να κληρονομήσετε ως ιδικήν σας την
χώραν, την οποίαν Κυριος ο Θεός σας ωρκίσθη στους προπάτοράς σας, ότι θα δώση
εις σας.
Δευτ. 8,2 καὶ
μνησθήσῃ πᾶσαν τὴν ὁδόν, ἣν ἤγαγέ σε
Κύριος ὁ Θεός σου ἐν τῇ ἐρήμῳ, ὅπως
ἂν κακώσῃ σε καὶ πειράσῃ σε καὶ διαγνωσθῇ
τὰ ἐν τῇ καρδίᾳ σου, εἰ φυλάξῃ τὰς
ἐντολὰς αὐτοῦ ἢ οὔ.
Δευτ. 8,2 Θα ενθυμήσθε όλην την πορείαν, κατά την οποίαν ο
Κυριος και Θεός σας σας ωδηγούσε δια μέσου της ερήμου δια να σας ταλαιπωρήση
παιδαγωγικώς και σας υποβάλη εις δοκιμασίας, δια να φανερωθούν έτσι αι
διαθέσεις της καρδίας σας, εάν δηλαδή θα είχατε την απόφασιν να τηρήσετε η
όχι τας εντολάς του.
Δευτ. 8,3 καὶ
ἐκάκωσέ σε καὶ ἐλιμαγχόνησέ σε καὶ ἐψώμισέ σε
τὸ μάννα, ὃ οὐκ ᾔδεισαν οἱ πατέρες σου,
ἵνα ἀναγγείλῃ σοι, ὅτι οὐκ ἐπ᾿
ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ὁ ἄνθρωπος, ἀλλ᾿
ἐπὶ παντὶ ῥήματι τῷ ἐκπορευομένῳ
διὰ στόματος Θεοῦ ζήσεται ὁ ἄνθρωπος.
Δευτ. 8,3 Σας εταλαιπώρησε, σας αφήκε να πεινάσετε και
κατόπιν σας έδωσε ως καθημερινόν σας ψωμί το μάννα, το οποίον δεν εγνώριζαν
οι προπάτορές σας, δια να διδάξη εις σας, ότι δέν ζη ο άνθρωπος μόνον με τον
συνήθη άρτον, άλλα ζη και με κάθε λόγον, ο οποίος εξέρχεται από το στόμα του
Θεού (με θαύματα δηλαδή που κάνει ο Θεός).
Δευτ. 8,4 τὰ ἱμάτιά
σου οὐκ ἐπαλαιώθη ἀπὸ σοῦ, τὰ
ὑποδήματά σου οὐ κατετρίβη ἀπὸ σοῦ, οἱ
πόδες σου οὐκ ἐτυλώθησαν, ἰδοὺ τεσσαράκοντα
ἔτη.
Δευτ. 8,4 Και ιδού ότι επί τεσσαράκοντα έτη τα ενδύματά
σας και τα υποδήματά σας δεν επάληωσαν και δεν εφθάρησαν, τα δε πόδια σας δεν
έκαμαν κάλους.
Δευτ. 8,5 καὶ γνώσῃ
τῇ καρδίᾳ σου ὅτι ὡς εἴ τις ἄνθρωπος
παιδεύσῃ τὸν υἱὸν αὐτοῦ, οὕτω
Κύριος ὁ Θεός σου παιδεύσει σε,
Δευτ. 8,5 Από όλα αυτά θα μάθετε, ότο, όπως ένας πατέρας
θα παιδαγωγήση τα παιδί του δια μέσου διαφόρων δοκιμασιών, έτσι και Κυριος ο
Θεός σας δια των θλίψεων θα σας παιδαγωγήση.
Δευτ. 8,6 καὶ
φυλάξῃ τὰς ἐντολὰς Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου
πορεύεσθαι ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ καὶ
φοβεῖσθαι αὐτόν·
Δευτ. 8,6 Αυτά έχοντες υπ' όψει, θα φυλάξετε τας εντολάς
Κυρίου του Θεού σας, ώστε να πορεύεσθε την οδόν των εντολών του και να
φοβείσθε αυτόν.
Η καινούρια χώρα δώρο του Θεού
Δευτ. 8,7 ὁ γὰρ
Κύριος ὁ Θεός σου εἰσάξει σε εἰς γῆν
ἀγαθὴν καὶ πολλήν, οὗ χείμαῤῥοι
ὑδάτων καὶ πηγαὶ ἀβύσσων ἐκπορευόμεναι
διὰ τῶν πεδίων καὶ διὰ τῶν ὀρέων·
Δευτ. 8,7 Διότι Κυριος ο Θεός σας θα σας εισαγάγη εις την
γην, την εύφορον και μεγάλην, όπου υπάρχουν άφθονα ύδατα χειμάρρων και πηγαί
αναβλύζουσαι από τα έγκατα της γης, των οποίων τα ύδατα θα ρέουν δια μέσου
των πεδιάδων και επάνω ακόμη εις τα όρη.
Δευτ. 8,8 γῆ πυροῦ
καὶ κριθῆς, ἄμπελοι, συκαῖ, ῥοαί, γῆ
ἐλαίας ἐλαίου καὶ μέλιτος·
Δευτ. 8,8 Η γη αυτή παράγει σίτον και κριθήν, έχει
αμπέλους, συκιές και ροδιές· είναι γη της εληάς, του λαδιού και του μέλιτος.
Δευτ. 8,9 γῆ,
ἐφ᾿ ἧς οὐ μετὰ πτωχείας φαγῇ τὸν
ἄρτον σου καὶ οὐκ ἐνδεηθήσῃ ἐπ᾿
αὐτῆς οὐδέν· γῆ, ἧς οἱ λίθοι
σίδηρος, καὶ ἐκ τῶν ὀρέων αὐτῆς
μεταλλεύσεις χαλκόν·
Δευτ. 8,9 Χωρα, επί της οποίας δεν θα τρώγετε ολιγοστόν
τον άρτον σας και δεν θα στερηθήτε τίποτε από αυτήν. Είναι χώρα, της οποίας
οι λίθοι είναι ωσάν σίδηρος και από τα όρη αυτής θα βγάνετε μεταλλεύματα
χαλκού.
Δευτ. 8,10 καὶ φαγῇ
καὶ ἐμπλησθήσῃ καὶ εὐλογήσεις Κύριον τὸν
Θεόν σου ἐπὶ τῆς γῆς τῆς ἀγαθῆς,
ἧς δέδωκέ σοι.
Δευτ. 8,10 Θα φάτε και θα χορτάσετε και θα δοξολογήσετε
Κυριον τον Θεόν σας, εγκατεστημένοι πλέον εις την εύφορον και πλουσίαν αυτήν
γην, την οποίαν ο Κυριος σας έδωσε.
Ο κίνδυνος να
λησμονηθεί ο Κύριος
Δευτ. 8,11 πρόσεχε σεαυτῷ,
μὴ ἐπιλάθῃ Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου τοῦ
μὴ φυλάξαι τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ καὶ
τὰ κρίματα καὶ τὰ δικαιώματα αὐτοῦ, ὅσα
ἐγὼ ἐντέλλομαί σοι σήμερον,
Δευτ. 8,11 Προσέχετε όμως στον εαυτόν σας, μήπως τυχόν και
λησμονήσετε Κυριον τον Θεόν σας και δεν τηρήσετε τας εντολάς αυτού, τας
διατάξεις και τους νόμους του, όσα εγώ σήμερον σας παραγγέλλω.
Δευτ. 8,12 μὴ φαγὼν
καὶ ἐμπλησθεὶς καὶ οἰκίας καλὰς
οἰκοδομήσας καὶ κατοικήσας ἐν αὐταῖς
Δευτ. 8,12 Προσέχετε, μήπως, αφού φάγετε καλά και χορτασθήτε
και οικοδομήσετε ωραίας και ανέτους οικίας και εγκατασταθήτε εις αυτάς,
Δευτ. 8,13 καὶ τῶν
βοῶν σου καὶ τῶν προβάτων σου πληθυνθέντων σοι,
ἀργυρίου καὶ χρυσίου πληθυνθέντος σοι καὶ πάντων,
ὅσων σοι ἔσται, πληθυνθέντων σοι,
Δευτ. 8,13 πολλαπλασιασθούν δε τα βόδια σας και τα πρόβατά
σας, πληθυνθή το αργύριον και το χρυσάφι σας και γενικώς αυξηθούν όλα τα
υπάρχοντά σου,
Δευτ. 8,14 ὑψωθῇς
τῇ καρδίᾳ καὶ ἐπιλάθῃ Κυρίου τοῦ
Θεοῦ σου τοῦ ἐξαγαγόντος σε ἐκ γῆς
Αἰγύπτου, ἐξ οἴκου δουλείας,
Δευτ. 8,14 μήπως τυχόν και υπερηφανευθή η καρδία σας και
λησμονήσετε Κυριον τον Θεόν σας, ο οποίος σας ηλευθέρωσε από την Αίγυπτον,
την χώραν αυτήν της δουλείας,
Δευτ. 8,15 τοῦ
ἀγαγόντος σε διὰ τῆς ἐρήμου τῆς μεγάλης
καὶ τῆς φοβερᾶς ἐκείνης, οὗ ὄφις δάκνων
καὶ σκορπίος καὶ δίψα, οὗ οὐκ ἦν ὕδωρ,
τοῦ ἐξαγαγόντος σοι ἐκ πέτρας ἀκροτόμου πηγὴν
ὕδατος,
Δευτ. 8,15 σας ωδήγησε δια μέσου της μεγάλης εκείνης και
φοβεράς ερήμου, όπου τα δηλητηριώδη φίδια και οι σκορπιοί και η δίψα, εις τας
περιοχάς που δεν υπήρχε ύδωρ· προσέχετε μήπως λησμονήσετε τον Θεόν, ο οποίος
έβγαλε από απόκρημνον βράχον πλουσίαν πηγήν ύδατος·
Δευτ. 8,16 τοῦ ψωμίσαντός
σε τὸ μάννα ἐν τῇ ἐρήμῳ, ὃ οὐκ
ᾔδεις σὺ καὶ οὐκ ᾔδεισαν οἱ πατέρες σου,
ἵνα κακώσῃ σε καὶ ἐκπειράσῃ σε καὶ
εὖ σε ποιήσῃ ἐπ᾿ ἐσχάτων τῶν
ἡμερῶν σου.
Δευτ. 8,16 τον Θεόν, ο οποίος αντί άρτου σας έδωσε εις την
έρημον το μάννα, το οποίον ούτε σεις ούτε οι πρόγονοί σας εγνωρίσατε, και σας
έστειλε δσκιμασίας, δια να σας θλίψη και καταρτίση, έπειτα δε κατά τους τελευταίους
τούτους καιρούς, να σας ευλογήση.
Δευτ. 8,17 μὴ
εἴπῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου· ἡ
ἰσχύς μου καὶ τὸ κράτος τῆς χειρός μου ἐποίησέ
μοι τὴν δύναμιν τὴν μεγάλην ταύτην·
Δευτ. 8,17 Προσέξατε μήπως τυχόν και πήτε κατά διάνοιαν· Η
ισχύς μου και η δύναμις της χειρός μου, μου προσεπόρισαν την μεγάλην αυτήν
ευημερίαν.
Δευτ. 8,18 καὶ
μνησθήσῃ Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, ὅτι αὐτός σοι
δίδωσιν ἰσχὺν τοῦ ποιῆσαι δύναμιν καὶ ἵνα
στήσῃ τὴν διαθήκην αὐτοῦ, ἣν ὤμοσε Κύριος
τοῖς πατράσι σου, ὡς σήμερον.
Δευτ. 8,18 Αλλά πρέπει να ενθυμήσθε Κυριον τον Θεόν σας,
διότι αυτός σας έδωκε την δύναμιν να αποκτήσετε τα πλούσια αυτά αγαθά, δια να
τηρήση την υπόσχεσίν του, που είχε δώσει με όρκον στους προπάτοράς σας,
πράγμα το οποίον και έκαμε σήμερον.
Δευτ. 8,19 καὶ ἔσται
ἐὰν λήθῃ ἐπιλάθῃ Κυρίου τοῦ Θεοῦ
σου καὶ πορευθῇς ὀπίσω θεῶν ἑτέρων καὶ
λατρεύσῃς αὐτοῖς καὶ προσκυνήσῃς
αὐτοῖς, διαμαρτύρομαι ὑμῖν σήμερον τόν τε οὐρανὸν
καὶ τὴν γῆν, ὅτι ἀπωλείᾳ
ἀπολεῖσθε·
Δευτ. 8,19 Εάν όμως λησμονήσετε Κυριον τον Θεόν σας,
εκτραπήτε δε οπίσω άλλων ψευδών θεών και λατρεύσετε αυτούς και προσκυνήσετε
αυτούς, σας διαβεβαιώνω σήμερον ενώπιον του ουρανού και της γης, ότι θα
υποστήτε πανωλεθρίαν.
Δευτ. 8,20 καθὰ καὶ
τὰ λοιπὰ ἔθνη, ὅσα Κύριος ὁ Θεὸς
ἀπολλύει πρὸ προσώπου ὑμῶν, οὕτως
ἀπολεῖσθε, ἀνθ᾿ ὧν οὐκ ἠκούσατε
τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ ὑμῶν.
Δευτ. 8,20 Οπως Κυριος ο Θεός καταστρέφει σήμερον από εμπρός
σας τα αλλά έθνη δια τας αμαρτίας των, έτσι και σεις θα καταστραφήτε, διότι
δεν ηκούσατε τα λόγια Κυρίου του Θεού σας.
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9-
Η ΑΝΑΞΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ ΚΑΙ Η
ΑΝΥΠΑΚΟΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟ ΘΕΟ
|
Η αναξιότητα του λαού Ισραήλ
Δευτ. 9,1 Ἄκουε,
Ἰσραήλ· σὺ διαβαίνεις σήμερον τὸν Ἰορδάνην
εἰσελθεῖν κληρονομῆσαι ἔθνη μεγάλα καὶ
ἰσχυρότερα μᾶλλον ἢ ὑμεῖς, πόλεις μεγάλας
καὶ τειχήρεις ἕως τοῦ οὐρανοῦ,
Δευτ. 9,1 Ακουσε, λαέ του Ισραήλ, θα διαβής κατά τον
χρόνον αυτόν τον Ιορδάνην, θα εισέλθης εις την γην της Επαγγελίας δια να
γίνης κύριος και κληρονόμος λαών μεγάλων κατά πολύ ισχυροτέρων από σέ, πόλεων
μεγάλων, των οποίων τα οχυρά τείχη φθάνουν έως τον ουρανόν.
Δευτ. 9,2 λαὸν μέγαν
καὶ πολὺν καὶ εὐμήκη, υἱοὺς Ἐνάκ,
οὓς σὺ οἶσθα καὶ σὺ ἀκήκοας· τίς
ἀντιστήσεται κατὰ πρόσωπον υἱῶν Ἐνάκ;
Δευτ. 9,2 Θα κυριεύσετε λαόν ισχυρόν πολυάριθμον,
ανθρώπους μεγάλου αναστήματος, τους απογόνους Ενάκ, τους οποίους γνωρίζεις
και έχεις ακούσει να λέγεται δι' αυτούς· ποιός ημπορεί να αντισταθή εμπρός
στους Ενακίτας;
Δευτ. 9,3 καὶ γνώσῃ
σήμερον, ὅτι Κύριος ὁ Θεός σου, οὗτος προπορεύσεται
πρὸ προσώπου σου· πῦρ καταναλίσκον ἐστίν·
οὗτος ἐξολοθρεύσει αὐτούς, καὶ οὗτος
ἀποστρέψει αὐτοὺς ἀπὸ προσώπου σου, καὶ
ἀπολεῖ αὐτοὺς ἐν τάχει, καθάπερ εἶπέ σοι
Κύριος.
Δευτ. 9,3 Θα μάθης όμως σήμερον, ότι Κυριος ο Θεός σου θα
προχωρή εμπρός από σέ, ωσάν καταστρεπτικόν πυρ δια τους εχθρούς σου. Αυτός θα
τους εξολοθρεύση. Αυτός θα τους τρέψη εις φυγήν από εμπρός σου και ταχέως θα
τους καταστρέψη, όπως σου έχει υποσχεθή ο Κυριος.
Δευτ. 9,4 μὴ
εἴπῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου ἐν τῷ
ἐξαναλῶσαι Κύριον τὸν Θεόν σου τὰ ἔθνη
ταῦτα πρὸ προσώπου σου λέγων· διὰ τὰς
δικαιοσύνας μου εἰσήγαγέ με Κύριος κληρονομῆσαι τὴν
γῆν τὴν ἀγαθὴν ταύτην·
Δευτ. 9,4 Οταν όμως Κυριος ο Θεός σου συντρίψη και
εξαφανίση εμπρός από τα μάτια σου τα έθνη αυτά, μη σου έλθη ποτέ στον νουν η
σκέψις και είπης· ο Κυριος με εισήγαγε, δια να καταλάβω ως κληροναμίαν μου
την εύφορον και πλουσίαν αυτήν χώραν, ένεκα των αρετών μου.
Δευτ. 9,5 οὐχὶ
διὰ τὴν δικαιοσύνην σου, οὐδὲ διὰ τὴν
ὁσιότητα τῆς καρδίας σου σὺ εἰσπορεύῃ
κληρονομῆσαι τὴν γῆν αὐτῶν, ἀλλὰ
διὰ τὴν ἀσέβειαν τῶν ἐθνῶν τούτων Κύριος
ἐξολοθρεύσει αὐτοὺς ἀπὸ προσώπου σου καὶ
ἵνα στήσῃ τὴν διαθήκην αὐτοῦ, ἣν
ὤμοσε Κύριος τοῖς πατράσιν ἡμῶν, τῷ
Ἁβραὰμ καὶ τῷ Ἰσαὰκ καὶ τῷ
Ἰακώβ.
Δευτ. 9,5 Οχι δια τας αρετάς σου· ούτε δια την αγνότητα
και ευσέβειαν της καρδίας σου εισέρχεσαι συ να κληρονομήσης την χώραν αυτών
των εθνών, αλλά δια την αθεράπευτον ασέβειαν αυτών των εθνών, θα τα
εξολοθρεύση ο Κυριος από εμπρός σου, δια να εκπληρώση και την υπόσχεσίν του,
την οποίαν με όρκον επεβεβαίωσεν στους προπάτοράς μας, τον Αβραάμ, τον Ισαάκ
και τον Ιακώβ.
Δευτ. 9,6 καὶ γνώσῃ
σήμερον ὅτι οὐχὶ διὰ τὰς δικαιοσύνας σου Κύριος
ὁ Θεός σου δίδωσί σοι τὴν γῆν τὴν ἀγαθὴν
ταύτην κληρονομῆσαι, ὅτι λαὸς σκληροτράχηλος εἶ.
Δευτ. 9,6 Και θα μάθης σήμερον, ότι Κυριος ο Θεός σου σου
παραχωρεί την ευλογημένην αυτήν γην ως κληρονομίαν, όχι δια τας αρετάς σου,
διότι εις την πραγματικότητα και συ είσαι λαός ανυπότακτος και σκληρός.
Η ανυπακοή του λαού προς το Θεό
Δευτ. 9,7 μνήσθητι, μὴ
ἐπιλάθῃ ὅσα παρώξυνας Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν
τῇ ἐρήμῳ· ἀφ᾿ ἧς ἡμέρας
ἐξήλθετε ἐξ Αἰγύπτου ἕως ἤλθετε εἰς
τὸν τόπον τοῦτον, ἀπειθοῦντες διετελεῖτε
τὰ πρὸς Κύριον.
Δευτ. 9,7 Ενθυμήσου, και ποτέ μη λησμονήσης, πόσον πολύ
και πόσας φοράς παρώργισες Κυριον τον Θεόν σου εις την έρημον. Από την ημέραν
που ανεχωρήσατε ελεύθεροι από την Αίγυπτον, μέχρις ότου ήλθατε στον τόπον
τούτον, κατά συνέχειαν εφερθήκατε με δυστροπίαν και απείθειαν απέναντι του
Κυρίου.
Δευτ. 9,8 καὶ ἐν
Χωρὴβ παρωξύνατε Κύριον, καὶ ἐθυμώθη Κύριος ἐφ᾿
ὑμῖν ἐξολοθρεῦσαι ὑμᾶς,
Δευτ. 9,8 Ιδιαιτέρως στο όρος Χωρήβ παρωργίσατε πολύ τον
Κυριον και ο Κυριος ηγανάκτησε εναντίον σας, ώστε απεφάσισε να σας
εξολοθρεύση,
Δευτ. 9,9 ἀναβαίνοντός
μου εἰς τὸ ὄρος λαβεῖν τὰς πλάκας τὰς
λιθίνας, πλάκας διαθήκης, ἃς διέθετο Κύριος πρὸς
ὑμᾶς. καὶ κατεγινόμην ἐν τῷ ὄρει
τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα νύκτας· ἄρτον
οὐκ ἔφαγον καὶ ὕδωρ οὐκ ἔπιον.
Δευτ. 9,9 τότε που εγώ ανέβαινα στο όρος Σινά, δια να πάρω
τας πλάκας της Διαθήκης, την οποίαν συνήψε με σας ο Κυριος. Επί τεσσαράκοντα
ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας παρέμεινα στο όρος. Αρτον εκεί δεν έφαγον και
νερό δεν έπιον.
Δευτ. 9,10 καὶ ἔδωκέ
μοι Κύριος τὰς δύο πλάκας τὰς λιθίνας γεγραμμένας ἐν
τῷ δακτύλῳ τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐπ᾿
αὐταῖς ἐγέγραπτο πάντες οἱ λόγοι, οὓς
ἐλάλησε Κύριος πρὸς ὑμᾶς ἐν τῷ ὄρει
ἡμέρᾳ ἐκκλησίας·
Δευτ. 9,10 Και μου έδωκε τότε ο Κυριος τας δύο λιθίνας
πλάκας, γραμμένας με το θείον του δάκτυλον. Επάνω εις αυτάς ήσαν χαραγμέναι
αι εντολαί, τας οποίας ο Κυριος είπε προς σας στους πρόποδας του όρους, κατά
την ημέραν της γενικής συγκεντρώσεώς σας.
Δευτ. 9,11 καὶ
ἐγένετο διὰ τεσσαράκοντα ἡμερῶν καὶ διὰ
τεσσαράκοντα νυκτῶν ἔδωκε Κύριος ἐμοὶ τὰς δύο
πλάκας τὰς λιθίνας, πλάκας διαθήκης.
Δευτ. 9,11 Μετά δεκτεσσάρα κοντά ημέρας και τεσσαράκοντα
νύκτας μου έδωσεν ο Κυριος τας δύο λιθίνας αυτάς πλάκας της Διαθήκης
Δευτ. 9,12 καὶ εἶπε
Κύριος πρός με· ἀνάστηθι, κατάβηθι τὸ τάχος
ἐντεῦθεν, ὅτι ἠνόμησεν ὁ λαός σου, οὓς
ἐξήγαγες ἐκ γῆς Αἰγύπτου· παρέβησαν ταχὺ
ἐκ τῆς ὁδοῦ, ἧς ἐνετείλω
αὐτοῖς· καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς
χώνευμα.
Δευτ. 9,12 και μου είπε ο Κυριος· σήκω, κατέβα αμέσως από
εδώ, διότι ο λαός σου, τον οποίον έβγαλες ελεύθερον από την χώραν της
Αιγύπτου, παρηνάμησεν, εξέκλινε και εξετράπη ταχέως από την οδόν, την οποίαν
διέταξες αυτούς να πορεύωνται. Κατεσκεύασαν δια τον εαυτόν των είδωλον εις
χωνευτήοιον.
Δευτ. 9,13 καὶ εἶπε
Κύριος πρός με λέγων· λελάληκα πρός σε ἅπαξ καὶ δὶς
λέγων· ἑώρακα τὸν λαὸν τοῦτον, καὶ
ἰδοὺ λαὸς σκληροτράχηλός ἐστι·
Δευτ. 9,13 Είπε δε πάλιν ο Κυριος προς εμέ· Εχω ομιλήσει προς
σε και μίαν και δύο φοράς και σου είπα· είδα και παρακολούθησα τον λαόν
τούτον και ιδού, ότι ο λαός αυτός είναι σκληρός και ανυπότακτος !
Δευτ. 9,14 καὶ νῦν
ἔασόν με ἐξολοθρεῦσαι αὐτούς, καὶ
ἐξαλείψω τὸ ὄνομα αὐτῶν ὑποκάτωθεν
τοῦ οὐρανοῦ καὶ ποιήσω σε εἰς ἔθνος μέγα
καὶ ἰσχυρὸν καὶ πολὺ μᾶλλον ἢ
τοῦτο.
Δευτ. 9,14 Και τώρα άφησέ με να τους εξολοθρεύσω και να
εξαλείψω το όνομα αυτών από την υφήλιον και αναδείξω σε λαόν μεγάλον και
ισχυρόν πολύ περισσότερον από αυτόν.
Δευτ. 9,15 καὶ
ἐπιστρέψας κατέβην ἐκ τοῦ ὄρους, καὶ τὸ
ὄρος ἐκαίετο πυρὶ ἕως τοῦ οὐρανοῦ,
καὶ αἱ δύο πλάκες τῶν μαρτυρίων ἐπὶ ταῖς
δυσὶ χερσί μου.
Δευτ. 9,15 Επέστρεψα εγώ τότε και κατέβην από το όρος, ενώ το
όρος εκαίετο με φωτιά που έφθανεν έως τον ουρανόν, και αι δύο πλάκες της
Διαθήκης ευρίσκοντο εις τα δύο μου χέρια.
Δευτ. 9,16 καὶ
ἰδὼν ὅτι ἡμάρτετε ἐναντίον Κυρίου τοῦ
Θεοῦ ὑμῶν καὶ ἐποιήσατε ὑμῖν
αὐτοῖς χωνευτὸν καὶ παρέβητε ἀπὸ
τῆς ὁδοῦ, ἧς ἐνετείλατο Κύριος ὑμῖν
ποιεῖν,
Δευτ. 9,16 Είδα τότε και εγώ, ότι όντως είχατε αμαρτήσει
ενώπιον Κυρίου του Θεού σας και είχατε κατασκευάσει σεις οι ίδιοι δια τον
εαυτόν σας ειδωλικόν άγαλμα χυτόν και έτσι εξεκλίνατε από την οδόν, εις την
οποίαν ο Κυριος σας είχε διατάξει να βαδίσετε.
Δευτ. 9,17 καὶ
ἐπιλαβόμενος τῶν δύο πλακῶν ἔῤῥιψα
αὐτὰς ἀπὸ τῶν δύο χειρῶν μου, καὶ
συνέτριψα ἐναντίον ὑμῶν.
Δευτ. 9,17 Λαβών τας δύο πλάκας τας επέταξα με ορμήν από τα
δύο χέρια μου και τας εθρυμμάτισα ενώπιόν σας.
Δευτ. 9,18 καὶ
ἐδεήθην ἐναντίον Κυρίου δεύτερον καθάπερ καὶ τὸ
πρότερον τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα νύκτας, ἄρτον
οὐκ ἔφαγον καὶ ὕδωρ οὐκ ἔπιον, περὶ
πασῶν τῶν ἁμαρτιῶν ὑμῶν, ὧν
ἡμάρτετε ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐναντίον Κυρίου
τοῦ Θεοῦ παροξῦναι αὐτόν.
Δευτ. 9,18 Ικέτευσα εκ βάθους καρδίας τον Κυριον, δευτέραν
αυτήν φοράν, όπως ακριβώς και προηγουμένως επί τεσσαράκοντα ημέρας και
νύκτας, κατά τας οποίας άρτον δεν έφαγον και ύδωρ δεν έπιον, τον ικέτευσα δι'
όλας τας αμαρτίας, τας οποίας διειπράξατε, ώστε να καταπέσετε μέχρι τέτοιου
σημείου, να διαπράξετε αύτο το φοβερόν αμάρτημα της ειδωλοποιΐας ενώπιον Κυρίου
του Θεού σας και να τον παροργίσετε τόσον πολύ εναντίον σας.
Δευτ. 9,19 καὶ
ἔκφοβός εἰμι διὰ τὸν θυμὸν καὶ τὴν
ὀργήν, ὅτι παρωξύνθη Κύριος ἐφ᾿ ὑμῖν
τοῦ ἐξολοθρεῦσαι ὑμᾶς καὶ εἰσήκουσε
Κύριος ἐμοῦ καὶ ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ.
Δευτ. 9,19 Ενώπιον του μεγάλου θυμού και της οργής του Κυρίου
κατελήφθην από μέγαν φόβον, διότι τόσον πολύ ηγανάκτησεν εναντίον σας ο
Κυριος, ώστε επήρε την απόφασιν να σας εξολοθρεύση. Αλλά ο Κυριος εισήκουσε
την δέησίν μου κατά τον καιρόν εκείνον.
Δευτ. 9,20 καὶ
ἐπὶ Ἀαρὼν ἐθυμώθη ἐξολοθρεῦσαι
αὐτόν, καὶ ηὐξάμην καὶ περὶ Ἀαρὼν
ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ.
Δευτ. 9,20 Και εναντίον του Ααρών ηγανάκτησε τότε ο Κυριος και
ηθέλησε να τον εξολοθρεύση, αλλά εγώ προσευχήθην και δι' αυτόν κατά τον
καιρόν εκείνον.
Δευτ. 9,21 καὶ τὴν
ἁμαρτίαν ὑμῶν, ἣν ἐποιήσατε, τὸν μόσχον,
ἔλαβον αὐτὸν καὶ κατέκαυσα αὐτὸν ἐν
πυρὶ καὶ συνέκοψα αὐτὸν καταλέσας σφόδρα, ἕως
οὗ ἐγένετο λεπτόν· καὶ ἐγένετο ὡσεὶ
κονιορτός, καὶ ἔῤῥιψα τὸν κονιορτὸν
εἰς τὸν χειμάῤῥουν τὸν καταβαίνοντα ἐκ
τοῦ ὄρους.
Δευτ. 9,21 Αυτήν δε την μεγάλην αμαρτίαν που εκάματε, το
είδωλον δηλαδή του χρυσού μόσχου που ανεκηρύξατε ως θεόν σας, εγώ το επήρα
και τα μεν ξύλινα αυτού εξαρτήματα κατέκαυσα, το δε υπόλοιπον χρυσόν τμήμα το
έκοψα εις μικρά κομμάτια, το άλεσα έως ότου έτινε λεπτότατη σκόνι, την οποίαν
έρριψα στον χείμαρρον, που κατεβαίνει από το όρος Σινά.
Δευτ. 9,22 καὶ ἐν
τῷ Ἐμπυρισμῷ καὶ ἐν τῷ Πειρασμῷ,
καὶ ἐν τοῖς Μνήμασι τῆς ἐπιθυμίας παροξύναντες
ἦτε Κύριον τὸν Θεὸν ὑμῶν.
Δευτ. 9,22 Αλλά και εις άλλας περιστάσεις εξοργίσατε Κυριον
τον Θεόν σας, όπως συνέβη εις τας τοποθεσίας, που ωνομάζοντο Εμπυρισμός,
Πειρασμός, Μνήματα Επιθυμίας.
Δευτ. 9,23 καὶ ὅτε
ἐξαπέστειλεν ὑμᾶς Κύριος ἐκ Κάδης Βαρνὴ
λέγων· ἀνάβητε καὶ κληρονομήσατε τὴν γῆν,
ἣν δίδωμι ὑμῖν, καὶ ἠπειθήσατε τῷ
ῥήματι Κυρίου τοῦ Θεοῦ ὑμῶν καὶ οὐκ
ἐπιστεύσατε αὐτῷ καὶ οὐκ εἰσηκούσατε
τῆς φωνῆς αὐτοῦ.
Δευτ. 9,23 Και ότε ο Κυριος ηθέλησε να σας αποστείλη προς την
Παλαιστίνην από την Καδης Βαρνή και σας είπε· Προχωρήσατε και καταλάβετε ως
δικήν σας κληρονομίαν την χώραν, την οποίαν εγώ σας δίδω· σεις παρηκούσατε
την εντολήν Κυρίου του Θεού ημών, δεν επιστεύσατε εις αυτόν και δεν
υπετάχθητε εις την εντολήν του.
Δευτ. 9,24 ἀπειθοῦντες
ἦτε τὰ πρὸς Κύριον ἀπὸ τῆς ἡμέρας,
ἧς ἐγνώσθη ὑμῖν.
Δευτ. 9,24 Υπήρξατε και εφανήκατε απειθείς κατά συνέχειαν εις
τας προς Κυριον σχέσεις σας από την ημέραν, κατά την οποίαν τον εγνωρίσατε,
και εντεύθεν.
Μεσολάβηση του Μωϋσή υπέρ του λαού
Δευτ. 9,25 καὶ
ἐδεήθην ἔναντι Κυρίου τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ
τεσσαράκοντα νύκτας, ὅσας ἐδεήθην· εἶπε γὰρ
Κύριος ἐξολοθρεῦσαι ὑμᾶς·
Δευτ. 9,25 Εγώ δε ικέτευσα τον Κυριον επί τεσσαράκοντα ημέρας
και τεσσαράκοντα νύκτας και τον παρεκάλουν κατά το διάστημα αυτό δια σας,
διότι ο Κυριος είχεν είπει ότι θα σας εξολοθρεύση.
Δευτ. 9,26 καὶ
ηὐξάμην πρὸς τὸν Θεὸν καὶ εἶπα·
Κύριε βασιλεῦ τῶν θεῶν, μὴ ἐξολοθρεύσῃς
τὸν λαόν σου καὶ τὴν μερίδα σου, ἣν ἐλυτρώσω,
οὓς ἐξήγαγες ἐκ γῆς Αἰγύπτου ἐν τῇ
ἰσχύϊ σου τῇ μεγάλῃ καὶ ἐν τῇ χειρί σου
τῇ κραταιᾷ καὶ ἐν τῷ βραχίονί σου τῷ
ὑψηλῷ·
Δευτ. 9,26 Προσευχήθην προς τον Θεόν και είπα· Κυριε, βασιλεύ
των θεών, μη εξολοθρεύσης τον λαόν σου, την εκλεκτήν αυτήν μερίδα σου, την
οποίαν απηλευθέρωσες, του Ισραηλίτας δηλαδή τους οποίους ελευθέρους έβγαλες
από την χώραν της Αιγύπτου, με την μεγάλην σου δύναμιν, τη παντοδύναμον
δεξιάν σου και την μεγαλειώδη ισχύν σου.
Δευτ. 9,27 μνήσθητι Ἁβραὰμ
καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ τῶν θεραπόντων
σου, οἷς ὤμοσας κατὰ σεαυτοῦ· μὴ
ἐπιβλέψῃς ἐπὶ τὴν σκληρότητα τοῦ
λαοῦ τούτου καὶ τὰ ἀσεβήματα, καὶ τὰ
ἁμαρτήματα αὐτῶν,
Δευτ. 9,27 Ενθυμήσου τον Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ,
τους δούλους σου, στους οποίους ωρκίσθης επί του εαυτού σου υπέρ του λαού
αυτού· μη βλέπης την σκληρότητα του λαού αυτού, την ασέβειάν του και τα
αμαρτήματά του.
Δευτ. 9,28 μὴ εἴπωσιν
οἱ κατοικοῦντες τὴν γῆν, ὅθεν ἐξήγαγες ἡμᾶς
ἐκεῖθεν, λέγοντες· παρὰ τὸ μὴ δύνασθαι
Κύριον εἰσαγαγεῖν αὐτοὺς εἰς τὴν
γῆν, ἣν εἶπεν αὐτοῖς, καὶ παρὰ
τὸ μισῆσαι αὐτοὺς ἐξήγαγεν αὐτοὺς
ἐν τῇ ἐρήμῳ ἀποκτεῖναι αὐτούς.
Δευτ. 9,28 Μη τους καταστρέψης, Κυριε, δια να μη είπουν οι
κάτοικοι της γης, από όπου μας έβγαλες ελευθέρους· Επειδή ο Κυριος δεν
ημπόρεσε να εισαγάγη αυτούς εις την χώραν, την οποίαν είχεν υποσχεθή και
επειδή εμίσησεν αυτούς, τους έβγαλε εις την έρημον, δια να τους θανατώση !
Δευτ. 9,29 καὶ οὗτοι
λαός σου καὶ κλῆρός σου, οὓς ἐξήγαγες ἐκ
γῆς Αἰγύπτου ἐν τῇ ἰσχύϊ σου τῇ
μεγάλῃ καὶ ἐν τῇ χειρί σου τῇ κραταιᾷ
καὶ ἐν τῷ βραχίονί σου τῷ ὑψηλῷ.
Δευτ. 9,29 Αλλά αυτοί είναι ιδικός σου λαός, ιδική σου
κληρονομία αυτοί, τους οποίους έβγαλες από την χώραν της Αιγύπτου με την
μεγάλην σου ισχύν, με την παντοδύναμον δεξιάν σου, με την μεγαλοπρεπή δύναμίν
σου.
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10- ΟΙ ΔΕΥΤΕΡΕΣ ΠΕΤΡΙΝΕΣ ΠΛΑΚΕΣ
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΑΡΩΝ ΚΑΙ ΤΑ
ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΩΝ ΛΕΥΙΤΩΝ
|
Οι δεύτερες λίθινες πλάκες
Δευτ. 10,1 Ἐν
ἐκείνῳ τῷ καιρῷ εἶπε Κύριος πρός με·
λάξευσον σεαυτῷ δύο πλάκας λιθίνας, ὥσπερ τὰς πρώτας,
καὶ ἀνάβηθι πρός με εἰς τὸ ὄρος· καὶ
ποιήσεις σεαυτῷ κιβωτὸν ξυλίνην·
Δευτ. 10,1 Κατ' εκείνον τον καιρόν μου είπεν ο Κυριος·
Πελέκησε συ ο ίδιος δύο λιθίνας πλάκας, όπως ήσαν αι δύο προηγούμεναι, και
ανέβα στο όρος, προς εμέ. Επίσης συ ο ίδιος να κατασκευάσης και ένα ξύλινο
κιβώτιον.
Δευτ. 10,2 καὶ γράψεις
ἐπὶ τὰς πλάκας τὰ ῥήματα, ἃ ἦν
ἐν ταῖς πλαξὶ ταῖς πρώταις, ἃς συνέτριψας,
καὶ ἐμβαλεῖς αὐτὰς εἰς τὴν κιβωτόν.
Δευτ. 10,2 Θα γράψης εις τας λιθίνας αυτάς πλάκας τας
εντολάς, αι οποίαι ήσαν χαραγμέναι εις τας δύο προηγουμένας πλάκας, που
συνέτριψες, και θα τοποθετήσης αυτάς στο κιβώτιον, την Κιβωτόν του Μαρτυρίου.
Δευτ. 10,3 καὶ ἐποίησα
κιβωτὸν ἐκ ξύλων ἀσήπτων καί ἐλάξευσα τὰς
πλάκας λιθίνας, ὡς αἱ πρῶται· καὶ ἀνέβην
εἰς τὸ ὄρος καὶ αἱ δύο πλάκες ἐπὶ
ταῖς χερσί μου.
Δευτ. 10,3 Εκαμα όπως μου είπεν ο Θεός. Κατεσκεύασα την
κιβωτόν από ξύλα που δεν σήπονται, επελέκησα τας δύο λιθίνας πλάκας, όπως
ήσαν αι προηγούμεναι, και ανέβηκα στο όρος κρατών εις τας χείρας μου τας δύο
πλάκας.
Δευτ. 10,4 καὶ ἔγραψεν
ἐπὶ τὰς πλάκας κατὰ τὴν γραφὴν τὴν
πρώτην τοὺς δέκα λόγους, οὓς ἐλάλησε Κύριος πρὸς ὑμᾶς
ἐν τῷ ὄρει ἐκ μέσου τοῦ πυρός, καὶ
ἔδωκεν αὐτὰς Κύριος ἐμοί.
Δευτ. 10,4 Ο δε Κυριος έγραψεν επάνω εις τας δύο αυτάς
πλάκας, ο,τι είχε γράψει εις τας προηγουμένας, δηλαδή τον Δεκάλογον, τας δέκα
εντολάς, τας οποίας είχεν είπει προς σας ο Κυριος στο όρος το Σινά μέσα από
το πυρ. Αυτάς δε και μου τας έδωκεν.
Δευτ. 10,5 καὶ
ἐπιστρέψας κατέβην ἐκ τοῦ ὄρους καὶ
ἐνέβαλον τὰς πλάκας εἰς τὴν κιβωτόν, ἣν
ἐποίησα, καὶ ἦσαν ἐκεῖ, καθὰ
ἐνετείλατό μοι Κύριος.
Δευτ. 10,5 Εγώ επέστρεψα, κατέβηκα από το όρος και έβαλα τας
πλάκας μέσα εις την κιβωτόν, την οποίαν είχα κατασκευάσει, έμειναν δε και
μένουν αυταί εκεί, όπως με διέταξεν ο Κυριος. Επειτα, όπως ενθυμείσθε,
Θάνατος του Ααρών και τα καθήκοντα των Λευιτών
Δευτ. 10,6 καὶ οἱ υἱοὶ
Ἰσραὴλ ἀπῇραν ἐκ Βηρὼθ υἱῶν
Ἰακὶμ Μισαδαΐ· ἐκεῖ ἀπέθανεν
Ἀαρὼν καὶ ἐτάφη ἐκεῖ, καὶ
ἱεράτευσεν Ἐλεάζαρ υἱὸς αὐτοῦ
ἀντ᾿ αὐτοῦ.
Δευτ. 10,6 ανεχώρησαν οι Ισραηλίται από την Βηρώθ, την
περιοχήν της φυλής Ιακίμ, και κατηυθύνθησαν προς Μισαδαΐ. Εκεί απέθανε και
ετάφη ο Ααρών ο αρχιερεύς. Αντί δε του Ααρών έγινεν αρχιερεύς ο υιός του, ο
Ελεάζαρ.
Δευτ. 10,7 ἐκεῖθεν
ἀπῇραν εἰς Γαδγὰδ καὶ ἀπὸ
Γαδγὰδ εἰς Ἐτεβαθᾶ, γῆ χείμαῤῥοι
ὑδάτων.
Δευτ. 10,7 Από εκεί επροχώρησαν οι Ισραηλίται εις Γαδγάδ και
από την περιοχήν Γαδγάδ εις την διεύθυνσιν Ετεβαθά, εις περιοχήν όπου
υπάρχουν ύδατα και χείμαρροι.
Δευτ. 10,8 ἐν
ἐκείνῳ τῷ καιρῷ διέστειλε Κύριος τὴν
φυλὴν τὴν Λευὶ αἴρειν τὴν κιβωτὸν
τῆς διαθήκης Κυρίου, παρεστάναι ἔναντι Κυρίου, λειτουργεῖν
καὶ ἐπεύχεσθαι ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ
ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης.
Δευτ. 10,8 Κατά την εποχήν δε εκείνην εξεχώρισεν ο Κυριος την
φυλήν Λευί από τας αλλάς φυλάς και ώρισε να μεταφέρη αυτή την Κιβωτόν της
Διαθήκης του Κυρίου, να παρίσταται ενώπιον του Κυρίου, να λειτουργή και εν τω
ονόματι του Κυρίου, να ευλογή τον λαόν, όπως γίνεται μέχρι σήμερον.
Δευτ. 10,9 διὰ τοῦτο
οὐκ ἔστι τοῖς Λευίταις μερὶς καὶ κλῆρος
ἐν τοῖς ἀδελφοῖς αὐτῶν· Κύριος
αὐτὸς κλῆρος αὐτοῦ, καθότι εἶπεν
αὐτῷ.
Δευτ. 10,9 Δια τούτο δεν υπάρχει μερίδιον γης και κληρονομία
στους Λευΐτας μεταξύ των άλλων Ισραηλιτών, διότι αυτός ο ίδιος ο Κυριος,
είναι η κληρονομία της φυλής Λευϊ, όπως είπεν εις αυτήν.
Δευτ. 10,10 κἀγὼ
εἱστήκειν ἐν τῷ ὄρει τεσσαράκοντα ἡμέρας
καὶ τεσσαράκοντα νύκτας, καὶ εἰσήκουσε Κύριος
ἐμοῦ καὶ ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ, καὶ
οὐκ ἠθέλησε Κύριος ἐξολοθρεῦσαι ὑμᾶς.
Δευτ. 10,10 Εγώ έμεινα στο όρος Σινά τεσσαράκοντα ημέρας και
τεσσαράκοντα νύκτας και προσηυχόμην δια σας· και ο Κυριος ήκουσε την
πρασευχήν μου κατά τον καιρόν εκείνον και δεν ηθέλησε να σας εξολοθρεύση.
Δευτ. 10,11 καὶ εἶπε
Κύριος πρός με· βάδιζε, ἄπαρον ἐναντίον τοῦ λαοῦ
τούτου, καὶ εἰσπορευέσθωσαν καὶ κληρονομήτωσαν τὴν
γῆν, ἣν ὤμοσα τοῖς πατράσιν αὐτῶν
δοῦναι αὐτοῖς.
Δευτ. 10,11 Αλλά είπεν ο Κυριος προς εμέ· Πηγαινε, αναχώρησε ως
αρχηγός και προπορευόμενος του λαού αυτού, και ας εισέλθουν οι Ισραηλίται,
δια να κληρονομήσουν την χώραν, την οποίαν με όρκον στους προπάτοράς των
υπεσχέθην εγώ να δώσω εις αυτούς.
Οι απαιτήσεις του Θεού
Δευτ. 10,12 Καὶ νῦν,
Ἰσραήλ, τί Κύριος ὁ Θεός σου αἰτεῖται παρὰ
σοῦ, ἀλλ᾿ ἢ φοβεῖσθαι Κύριον τὸν Θεόν σου
καὶ πορεύεσθαι ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς
αὐτοῦ καὶ ἀγαπᾶν αὐτὸν καὶ
λατρεύειν Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου ἐξ ὅλης τῆς
καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου,
Δευτ. 10,12 Και τώρα, λαέ του Ισραήλ, τι άλλο ζητεί από σένα ο
Θεός σου αντί όλων των ευεργεσιών του, ειμή μόνον να φοβήσαι τον Θεόν σου, να
βαδίζης εις όλας τας οδούς αυτού, να αγαπάς και να λατρεύης Κυριον τον Θεόν
σου, με όλην σου την καρδίαν και με όλην σου την ψυχήν,
Δευτ. 10,13 φυλάσσεσθαι τάς ἐντολὰς
Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου καὶ τὰ δικαιώματα
αὐτοῦ, ὅσα ἐγὼ ἐντέλλομαί σοι σήμερον,
ἵνα εὖ σοι ᾖ;
Δευτ. 10,13 να τηρής τας εντολάς Κυρίου του Θεού σου και τους
νόμους του, όσα εγώ σήμερον σε διατάσσω, δια να είσαι έτσι ευτυχής;
Δευτ. 10,14 ἰδοὺ Κυρίου
τοῦ Θεοῦ σου ὁ οὐρανὸς καὶ ὁ
οὐρανὸς τοῦ οὐρανοῦ, ἡ γῆ καὶ
πάντα ὅσα ἐστὶν ἐν αὐτῇ·
Δευτ. 10,14 Ιδού ο ουρανός και ο υπεράνω του γηΐνου ουρανού
έναστρος ουρανός, η γη και όλα όσα υπάρχουν εις αυτήν, ανήκουν στον Κυριον
και Θεόν σου.
Δευτ. 10,15 πλὴν τοὺς
πατέρας ὑμῶν προείλετο Κύριος ἀγαπᾶν αὐτούς,
καὶ ἐξελέξατο τὸ σπέρμα αὐτῶν μετ᾿
αὐτοὺς ὑμᾶς παρὰ πάντα τὰ ἔθνη
κατὰ τὴν ἡμέραν ταύτην.
Δευτ. 10,15 Εν τούτοις από όλους τους εν τη γη λαούς εξέλεξεν ο
Κυριος τους προγόνους σας να τους αγαπά και τους προστατεύη ιδιαιτέρως και
έπειτα από αυτούς εξέλεξε τους απογόνους των, δηλαδή σας, ανάμεσα από όλα τα
έθνη κατά τους χρόνους τούτους.
Δευτ. 10,16 καὶ
περιτεμεῖσθε τὴν σκληροκαρδίαν ὑμῶν καὶ
τὸν τράχηλον ὑμῶν οὐ σκληρυνεῖτε
ἔτι·
Δευτ. 10,16 Απέναντι λοιπόν των δωρεών αυτών του Θεού πρέπει και
σεις να περικόψετε και να πετάξετε από επάνω σας την σκληρότητα και ανυπακοήν
της καρδίας σας και να μη κρατήτε σκληρόν και άκαμπτον τον τράχηλόν σας
απέναντι των εντολών του Κυρίου.
Δευτ. 10,17 ὁ γὰρ
Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν οὗτος Θεὸς τῶν
θεῶν καὶ Κύριος τῶν κυρίων, ὁ Θεὸς ὁ
μέγας· καὶ ἰσχυρὸς καὶ φοβερός, ὅστις
οὐ θαυμάζει πρόσωπον, οὐδ᾿ οὐ μὴ λάβῃ
δῶρον,
Δευτ. 10,17 Διότι Κυριος ο Θεός σας, αυτός είναι ο αληθινός
Θεός, Θεός των θεών και Κυριος των κυρίων, ο Θεός ο μέγας, ο ισχυρός και
φοβερός, ο οποίος δεν καταπλήσσεται από πρόσωπα, όσον έξοχα και αν είναι
αυτά, και δεν θα δελεασθή με δώρα, ώστε να μη κρίνη δικαίως.
Δευτ. 10,18 ποιῶν κρίσιν
προσηλύτῳ καὶ ὀρφανῷ καὶ χήρᾳ, καὶ
ἀγαπᾷ τὸν προσήλυτον δοῦναι αὐτῷ
ἄρτον καὶ ἱμάτιον.
Δευτ. 10,18 Είναι Θεός δίκαιος, ο οποίος κρίνει δικαίως και
αποδίδει το δίκαιον στον ξένον, στο ορφανόν, εις την χήραν, και αγαπά τον
ξένον, ώστε να δίδη και εις αυτόν άρτον και ένδυμα.
Δευτ. 10,19 καὶ
ἀγαπήσετε τὸν προσήλυτον· προσήλυτοι γὰρ ἦτε
ἐν γῇ Αἰγύπτῳ.
Δευτ. 10,19 Και σεις πρέπει να αγαπήσετε τον ξένον, διότι
κάποτε, εκεί εις την Αίγυπτον, υπήρξατε και σεις ξένοι.
Δευτ. 10,20 Κύριον τὸν Θεόν
σου φοβηθήσῃ καὶ αὐτῷ λατρεύσεις καὶ πρὸς
αὐτὸν κολληθήσῃ καὶ ἐπὶ τῷ
ὀνόματι αὐτοῦ ὀμῇ·
Δευτ. 10,20 Κυριον τον Θεόν σου μόνον αυτόν να φοβήσαι και αυτόν
να λατρεύης και εις αυτόν θα προσκολληθής και στο όνομα αυτού θα ορκίζεσαι.
Δευτ. 10,21 οὗτος καύχημά σου
καὶ οὗτος Θεός σου, ὅστις ἐποίησεν ἐν σοὶ
τὰ μεγάλα καὶ τὰ ἔνδοξα ταῦτα, ἃ
εἴδοσαν οἱ ὀφθαλμοί σου.
Δευτ. 10,21 Αυτός ο Θεός σου θα είναι το καύχημά σου, ο οποίος
επραγματοποίησεν εις σε τα μεγάλα και ένδοξα αυτά, τα οποία είδον τα μάτια
σου.
Δευτ. 10,22 ἐν
ἑβδομήκοντα ψυχαῖς κατέβησαν οἱ πατέρες σου εἰς
Αἴγυπτον, νυνὶ δὲ ἐποίησέ σε Κύριος ὁ Θεός σου
ὡσεὶ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ τῷ
πλήθει.
Δευτ. 10,22 Ενθυμήσου, ότι εβδομήκοντα ήσαν όλοι-όλοι οι,
πρόγονοί σου, ο Ιακώβ με τους απογόνους του, οι οποίοι κατέβησαν από την
Χαναάν εις την Αίγυπτον. Τωρα δε ο Κυριος σας επλήθυνε τόσον πολύ, ώστε κατά
τον αριθμόν να είσθε όσα είναι τα άστρα του ουρανού.
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11-
Η ΜΕΓΑΛΟΣΥΝΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
Η ΠΑΡΑΚΟΗ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΚΑΘΟΡΙΖΕΙ ΤΟ
ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ
|
Η μεγαλοσύνη του Κυρίου
Δευτ. 11,1 Καὶ ἀγαπήσεις
Κύριον τὸν Θεόν σου καὶ φυλάξῃ τὰ φυλάγματα
αὐτοῦ καὶ τὰ δικαιώματα αὐτοῦ καὶ
τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ καὶ τὰς κρίσεις
αὐτοῦ πάσας τὰς ἡμέρας.
Δευτ. 11,1 Πρέπει, λοιπόν, να αγαπήσης Κυριον τον Θεόν σου
και να τηρήσης όσα σου ζητεί να φυλάξης, δηλαδή τους νόμους του, τας εντολάς
του και τας διατάξστου, όλας τας ημέρας της ζωής σου.
Δευτ. 11,2 καὶ γνώσεσθε
σήμερον, ὅτι οὐχὶ τὰ παιδία ὑμῶν,
ὅσοι οὐκ οἴδασιν οὐδὲ εἴδοσαν τὴν
παιδείαν Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου καὶ τὰ μεγαλεῖα
αὐτοῦ καὶ τὴν χεῖρα τὴν κραταιὰν
καὶ τὸν βραχίονα τὸν ὑψηλὸν
Δευτ. 11,2 Σας καλώ σήμερον να κατανοήσετε τας δωρεάς του
Θεού. Δεν απευθύνομαι εις τα παιδιά σας, τα οποία δεν εγνώρισαν και ούτε
είδον την στοργικήν και παιδαγωγικήν φροντίδα του Κυρίου δια σας, τα μεγάλα
του έργα, την παντοδύναμον δεξιάν του, την μεγαλειώδη δύναμίν του,
Δευτ. 11,3 καὶ τὰ
σημεῖα αὐτοῦ καὶ τὰ τέρατα αὐτοῦ,
ὅσα ἐποίησεν ἐν μέσῳ Αἰγύπτου Φαραὼ
βασιλεῖ Αἰγύπτου καὶ πάσῃ τῇ γῇ
αὐτοῦ,
Δευτ. 11,3 τα σημάδια της παντοδυνάμου παρουσίας του και τα
καταπληκτικά θαύματα, όσα έκαμε εις όλην την Αίγυπτον, εναντίον του Φαραώ και
εναντίον όλης της χώρας του,
Δευτ. 11,4 καὶ ὅσα
ἐποίησε τὴν δύναμιν τῶν Αἰγυπτίων, τὰ
ἅρματα αὐτῶν καὶ τὴν ἵππον
αὐτῶν, καὶ τὴν δύναμιν αὐτῶν, ὡς
ἐπέκλυσε τὸ ὕδωρ τῆς θαλάσσης τῆς
ἐρυθρᾶς ἐπὶ προσώπου αὐτῶν καταδιωκόντων
αὐτῶν ἐκ τῶν ὀπίσω ὑμῶν καὶ
ἀπώλεσεν αὐτοὺς Κύριος ἕως τῆς σήμερον
ἡμέρας,
Δευτ. 11,4 όσα έκαμε εναντίον της στρατιωτικής δυνάμεως των
Αιγυπτίων, των πολεμικών αρμάτων, του ιππικού των, εναντίον όλης της ισχυράς
δυνάμεώς των, πως, δηλαδή, το ύδωρ της Ερυθράς Θαλάσσης κατεπλημμύρησεν
εναντίον αυτών, τότε που σας κατεδίωκον κατά πόδας, και τους κατέστρεψεν ο
Κυριος, όπως και μέχρι σήμερον το βλέπει κανείς.
Δευτ. 11,5 καὶ ὅσα
ἐποίησεν ὑμῖν ἐν τῇ ἐρήμῳ,
ἕως ἤλθετε εἰς τὸν τόπον τοῦτον,
Δευτ. 11,5 Ομιλώ προς σας, δια να ενθυμηθήτε πόσα άλλα
θαύματα έκαμε προς χάριν σας ο Θεός, εις την έρημον, μέχρις ότου ήλθατε στον
τόπον τούτον.
Δευτ. 11,6 καὶ ὅσα
ἐποίησε τῷ Δαθὰν καὶ Ἀβειρὼν
υἱοὺς Ἑλιὰβ υἱοῦ Ῥουβήν, οὓς
ἀνοίξασα ἡ γῆ τὸ στόμα αὐτῆς κατέπιεν αὐτοὺς
καὶ τοὺς οἴκους αὐτῶν καὶ τὰς
σκηνὰς αὐτῶν καὶ πᾶσαν αὐτῶν
τὴν ὑπόστασιν τὴν μετ᾿ αὐτῶν ἐν
μέσῳ παντὸς Ἰσραήλ,
Δευτ. 11,6 Οσα έκαμε εναντίον του Δαθάν και του Αβειρών, οι
οποίοι ήσαν υιοί του Ελιάβ, υιού του Ρουβήν, τους οποίους ήνοιξεν η γη το στόμα
της και κατέπιεν αυτούς και τας οικογενείας των και τας σκηνάς των και όλα τα
υπάρχοντά των, εν μέσω όλου του ισραηλιτικού λαού.
Δευτ. 11,7 ὅτι οἱ
ὀφθαλμοὶ ὑμῶν ἑώρακαν πάντα τὰ ἔργα
Κυρίου τὰ μεγάλα, ὅσα ἐποίησεν ἐν ὑμῖν
σήμερον.
Δευτ. 11,7 Είδατε, με τα ίδια σας τα μάτια, όλα τα μεγάλα
και θαυμαστά έργα του Κυρίου, όσα έκαμεν ο Θεός μέχρις σήμερον ενώπιόν σας.
Δευτ. 11,8 καὶ φυλάξεσθε
πάσας τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ, ὅσας
ἐγὼ ἐντέλλομαί σοι σήμερον, ἵνα ζῆτε καὶ
πολυπλασιασθῆτε καὶ εἰσελθόντες κληρονομήσετε τὴν
γῆν, εἰς ἣν ὑμεῖς διαβαίνετε τὸν
Ἰορδάνην ἐκεῖ κληρονομῆσαι αὐτήν,
Δευτ. 11,8 Φυλάξατε, λοιπόν, όλας τας εντολάς του, τας
οποίας εγώ σήμερον σας παραγγέλλω, δια να ζήτε και πληθυνθήτε, δια να
εισέλθετε και καταλάβετε ως ιδικήν σας την γην της Επαγγελίας, προς την
οποίαν διαβαίνετε τώρα τον Ιορδάνην ποταμόν, δια να γίνετε κύριοι αυτής.
Δευτ. 11,9 ἵνα
μακροημερεύσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἧς ὤμοσε
Κύριος τοῖς πατράσιν ὑμῶν δοῦναι αὐτοῖς
καὶ τῷ σπέρματι αὐτῶν μετ᾿ αὐτούς,
γῆν ῥέουσαν γάλα καὶ μέλι·
Δευτ. 11,9 Συμμορφωθήτε προς το θέλημα του Θεού, δια να
ζήσετε πολλάς ημέρας εις την χώραν, την οποίαν με όρκον υπεσχέθη να την δώση
ο Κυριος στους προπάτοράς σας και έπειτα από αυτούς εις σας, τους απογόνους
των, την γην της Επαγγελίας, την ρέουσαν γάλα και μέλι.
Δευτ. 11,10 ἔστι γὰρ
ἡ γῆ, εἰς ἣν εἰσπορεύῃ ἐκεῖ
κληρονομῆσαι αὐτήν, οὐχ ὥσπερ γῆ Αἰγύπτου
ἐστίν, ὅθεν ἐκπεπόρευσθε ἐκεῖθεν, ὅταν
σπείρωσι τὸν σπόρον καὶ ποτίζωσι τοῖς ποσὶν
αὐτῶν ὡσεὶ κῆπον λαχανείας·
Δευτ. 11,10 Είναι δε η χώρα, προς την οποίαν βαδίζετε δια να
την κληρονομήσετε, όχι όπως είναι η χώρα της Αιγύπτου, από την οποίαν
εξήλθατε. Εκεί όταν ρίπτουν τον σπόρον, ποτίζουν την γην, ως εάν είναι
λαχανόκηπος, με ποτιστικά μέσα, που τα κινούν με τα πόδια των.
Δευτ. 11,11 ἡ δὲ
γῆ, εἰς ἣν εἰσπορεύῃ ἐκεῖ
κληρονομῆσαι αὐτήν, γῆ ὀρεινὴ καὶ
πεδεινή, ἐκ τοῦ ὑετοῦ τοῦ οὐρανοῦ
πίεται ὕδωρ,
Δευτ. 11,11 Ενώ η χώρα, εις την οποίαν σεις πορεύεσθε δια να
την καταλάβετε ως ιδιοκτησίαν σας, είναι χώρα ορεινή και πεδινή, ποτίζεται δε
και χορταίνει από το νερό της βροχής που έρχεται εκ του ουρανού.
Δευτ. 11,12 γῆ, ἣν
Κύριος ὁ Θεός σου ἐπισκοπεῖται αὐτὴν διαπαντός,
οἱ ὀφθαλμοὶ Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπ᾿
αὐτῆς ἀπ᾿ ἀρχῆς τοῦ ἐνιαυτοῦ
καὶ ἕως συντελείας τοῦ ἐνιαυτοῦ.
Δευτ. 11,12 Είναι χώρα, την οποίαν Κυριος ο Θεός σου επιβλέπει
πάντοτε και επιμελείται, επί της οποίας οι οφθαλμοί του Κυρίου με στοργήν
επιβλέπουν από την αρχήν έως το τέλος εκάστου έτους.
Δευτ. 11,13 Ἐὰν
δὲ ἀκοῇ ἀκούσητε πάσας τὰς ἐντολάς,
ἃς ἐγὼ ἐντέλλομαί σοι σήμερον, ἀγαπᾶν
Κύριον τὸ Θεόν σου καὶ λατρεύειν αὐτῷ ἐξ
ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς
ψυχῆς σου,
Δευτ. 11,13 Εάν, λοιπόν, ακούσετε και υπακούσετε εις πάσας τας
εντολάς, τας οποίας εγώ σήμερον σας δίδω, δηλαδή να αγαπάτε Κυριον τον Θεόν
σας και αυτόν να λατρεύετε με όλην σας την καρδίαν και με όλην σας την
διάνοιαν,
Δευτ. 11,14 καὶ δώσει
τὸν ὑετὸν τῇ γῇ σου καθ᾿ ὥραν
πρώϊμον καὶ ὄψιμον, καὶ εἰσοίσεις τὸν
σῖτόν σου καὶ τὸν οἶνόν σου καὶ τὸ
ἔλαιόν σου·
Δευτ. 11,14 Ο Θεός θα στέλλη (ποτιστικήν) βροχήν εις την γην
σας, πρώϊμον και όψιμον, εις τον κατάλληλον καιρόν, και θα συγκομίζετε το
σιτάρι σας, τον οίνον σας και το έλαιόν σας.
Δευτ. 11,15 καὶ δώσει
χορτάσματα ἐν τοῖς ἀγροῖς σου τοῖς κτήνεσί
σου·
Δευτ. 11,15 Θα δίδη επίσης ο Θεός πλούσια χόρτα στους αγρούς
σας, άφθονον βοσκήν δια τα ζώα σας.
Η παρακοή του λαού καθορίζει το μέλλον του
Δευτ. 11,16 καὶ φαγὼν
καὶ ἐμπλησθεὶς πρόσεχε σεαυτῷ, μὴ
πλατυνθῇ ἡ καρδία σου καὶ παραβῆτε καὶ
λατρεύσητε θεοῖς ἑτέροις καὶ προσκυνήσητε
αὐτοῖς,
Δευτ. 11,16 Οταν όμως φάγετε και χορτασθήτε, προσέχετε στον
εαυτόν σας, μήπως τυχόν ανοίξη εις τα υλικά διάπλατα η καρδιά σας και
δελεαζόμενοι από τας τέρψεις παραβήτε το θέλημα του Κυρίου και λατρεύσετε
άλλους θεούς και προσκυνήσετε αυτούς,
Δευτ. 11,17 καὶ
θυμωθεὶς ὀργῇ Κύριος ἐφ᾿ ὑμῖν
καὶ συσχῇ τὸν οὐρανόν, καὶ οὐκ
ἔσται ὑετός, καὶ ἡ γῆ οὐ δώσει τὸν
καρπὸν αὐτῆς, καὶ ἀπολεῖσθε ἐν
τάχει ἀπό τῆς γῆς τῆς ἀγαθῆς, ἧς
Κύριος ἔδωκεν ὑμῖν.
Δευτ. 11,17 Οπότε θα οργισθή ο Κυριος εναντίον σας και θα
κλείση τον ουρανόν. Και τότε δεν θα πέση βροχή εις την γην και η χώρα δεν θα
δώση τους καρπούς της και σεις θα καταστραφήτε αμέσως από το πρόσωπον της
ευφόρου και πλουσίας γης, την οποίαν σας έδωκεν ο Κυριος.
Δευτ. 11,18 καὶ
ἐμβαλεῖτε τὰ ῥήματα ταῦτα εἰς τὴν
καρδίαν ὑμῶν καὶ εἰς τὴν ψυχὴν
ὑμῶν· καὶ ἀφάψετε αὐτὰ εἰς
σημεῖον ἐπὶ τῆς χειρὸς ὑμῶν,
καὶ ἔσται ἀσάλευτον πρὸ ὀφθαλμῶν
ὑμῶν·
Δευτ. 11,18 Βαλετε τα λόγια αυτά εις την διάνοιάν σας και εις
την καρδίαν σας, δέσατέ τα, ως σημείον Θεού, εις τα χέρια σας, δια να είναι
πάντοτε σταθερά εμπρός εις τα μάτια σας.
Δευτ. 11,19 καὶ διδάξετε
αὐτὰ τὰ τέκνα ὑμῶν λαλεῖν ἐν
αὐτοῖς καθημένους ἐν οἴκῳ καὶ
πορευομένους ἐν ὁδῷ καὶ καθεύδοντας καὶ
διανισταμένους.
Δευτ. 11,19 Αυτά τα λόγια του Θεού πρέπει να τα διδάξετε εις τα
παιδιά σας, δια να συνομιλούν γύρω από αυτά, όταν κάθωνται στο σπίτι, όταν
περιπατούν στον δρόμον, όταν ετοιμάζωνται να κοιμηθούν και όταν σηκώνωνται
από τον ύπνον.
Δευτ. 11,20 καὶ γράψετε
αὐτὰ ἐπὶ τὰς φλιὰς τῶν
οἰκιῶν ὑμῶν καὶ τῶν πυλῶν ὑμῶν,
Δευτ. 11,20 Θα γράψετε αυτά στους παραστάτας της θύρας των
οικιών σας και εις όλας τας θύρας σας.
Δευτ. 11,21 ἵνα
μακροημερεύσητε καὶ αἱ ἡμέραι τῶν υἱῶν
ὑμῶν ἐπὶ τῆς γῆς, ἧς ὤμοσε
Κύριος τοῖς πατράσιν ὑμῶν δοῦναι αὐτοῖς,
καθὼς αἱ ἡμέραι τοῦ οὐρανοῦ ἐπὶ
τῆς γῆς.
Δευτ. 11,21 Θα τηρήσετε όλα αυτά δια να μακροημερεύσετε σεις οι
ίδιο, και δια να γίνουν πολλαί και μακραί αι ημέραι των παιδιών σας επάνω εις
την γην, την οποίαν ωρκίσθη ο Κυριος στους προπάτοράς σας να τους την δώση,
να γίνουν όσαι αι ημέραι του ουρανού επί της γης, να διαρκέσουν μέχρι τέλους
του κόσμου.
Δευτ. 11,22 καὶ ἔσται
ἐὰν ἀκοῇ ἀκούσητε πάσας τὰς
ἐντολὰς ταύτας, ἃς ἐγὼ ἐντέλλομαί σοι
σήμερον ποιεῖν, ἀγαπᾶν Κύριον τὸν Θεὸν
ἡμῶν καὶ πορεύεσθαι ἐν πάσαις ταῖς
ὁδοῖς αὐτοῦ καὶ προσκολλᾶσθαι αὐτῷ,
Δευτ. 11,22 Εάν με την καρδιά και την ψυχήν σας υπακούσετε εις
όλας αυτάς τας εντολάς, τας οποίας εγώ σας δίδω δια να τηρήσετε, εάν δηλαδή
αγαπάτε Κυριον τον Θεόν σας και βαδίζετε στον δρόμον των εντολών του και
είσθε προσκολλημμένοι με πίστιν εις αυτόν,
Δευτ. 11,23 καὶ
ἐκβαλεῖ Κύριος πάντα τὰ ἔθνη ταῦτα
ἀπὸ προσώπου ὑμῶν, καὶ κληρονομήσετε ἔθνη
μεγάλα καὶ ἰσχυρὰ μᾶλλον ἢ ὑμεῖς.
Δευτ. 11,23 τότε ο Κυριος θα εκδιώξη από εμπρός σας όλα τα
εχθρικά προς σας ειδωλολατρικά έθνη και θα κληρονομήσετε σεις την χώραν και
τα αγαθά εθνών πολύ μεγαλυτέρων και ισχυρότερων από σας.
Δευτ. 11,24 πάντα τὸν τόπον,
οὗ ἐὰν πατήσῃ τὸ ἴχνος τοῦ
ποδὸς ὑμῶν, ὑμῖν ἔσται·
ἀπὸ τῆς ἐρήμου καὶ Ἀντιλιβάνου καὶ
ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ τοῦ μεγάλου, ποταμοῦ
Εὐφράτου, καὶ ἕως τῆς θαλάσσης τῆς
ἐπὶ δυσμῶν ἔσται τὰ ὅριά σου.
Δευτ. 11,24 Καθε τόπος, τον οποίον θα πατήσουν τα πόδια σας θα
είναι ιδικός σας. Από την έρημον περιοχήν του νότου έως το όρος Αντιλίβανον
προς βρραν, από τον μεγάλον ποταμόν τον Ευφράτην και δυτικώς μέχρι της
Μεσογείου Θαλάσσης θα εκταθούν τα όρια της χώρας σας.
Δευτ. 11,25 οὐκ
ἀντιστήσεται οὐδεὶς κατὰ πρόσωπον
ὑμῶν· τὸν φόβον ὑμῶν καὶ τὸν
τρόμον ὑμῶν ἐπιθήσει Κύριος ὁ Θεὸς
ὑμῶν ἐπὶ πρόσωπον πάσης τῆς γῆς,
ἐφ᾿ ἧς ἂν ἐπιβῆτε ἐπ᾿
αὐτῆς, ὃν τρόπον ἐλάλησε πρὸς ὑμᾶς.
Δευτ. 11,25 Κανείς δεν θα αντισταθή ενώπιόν σας. Τον φόβον και
τον τρόμον σας, θα εμβάλη Κυριος ο Θεός σας στους ανθρώπους όλων των χωρών,
προς τας οποίας σεις θα απλωθήτε, όπως σας υπεσχέθη ο Θεός.
Δευτ. 11,26 ᾿Ἰδοὺ
ἐγὼ δίδωμι ἐνώπιον ὑμῶν σήμερον τὴν
εὐλογίαν καὶ τὴν κατάραν·
Δευτ. 11,26 Ιδού, εγώ σας δίδω σήμερον και παραθέτω ενώπιόν σας
την ευλογίαν μου και την κατάραν μου.
Δευτ. 11,27 τὴν
εὐλογίαν, ἐὰν ἀκούσητε τὰς ἐντολὰς
Κυρίου τοῦ Θεοῦ ὑμῶν, ὅσας ἐγὼ
ἐντέλλομαι ὑμῖν σήμερον,
Δευτ. 11,27 Την ευλογίαν, εάν υπακούσετε εις τας εντολάς Κυρίου
του Θεού σας, όσας εγώ σήμερον παραγγέλλω προς σας.
Δευτ. 11,28 καὶ τὴν
κατάραν, ἐὰν μὴ ἀκούσητε τὰς
ἐντολὰς Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ὅσα
ἐγὼ ἐντέλλομαι ὑμῖν σήμερον, καὶ
πλανηθῆτε ἀπὸ τῆς ὁδοῦ, ἧς
ἐνετειλάμην ὑμῖν, πορευθέντες· λατρεύειν θεοῖς
ἑτέροις, οὓς οὐκ οἴδατε.
Δευτ. 11,28 Την κατάραν δέ, εάν δεν υπακούσετε εις τας εντολάς
Κυρίου του Θεού μας, τας οποίας εγώ σήμερον σας δίδω, εάν παρεκκλίνετε και
απομακρυνθήτε από την οδόν, την οποίαν σας διέταξα, και πορευθήτε να
λατρεύσετε θεούς άλλους, τους οποίους προηγουμένως δεν εγνωρίζατε.
Δευτ. 11,29 καὶ ἔσται
ὅταν εἰσαγάγῃ σε Κύριος ὁ Θεός σου εἰς
τὴν γῆν, εἰς ἣν διαβαίνεις ἐκεῖ
κληρονομῆσαι αὐτήν, καὶ δώσεις τὴν εὐλογίαν
ἐπ᾿ ὄρος Γαριζὶν καὶ τὴν κατάραν
ἐπ᾿ ὄρος Γαιβάλ.
Δευτ. 11,29 Οταν δε Κυριος ο Θεός σας σας εισαγάγη εις την
χώραν, προς την όποίαν μεταβαίνετε δια να την καταλάβετε, θα απαγγείλετε τας
μεν ευλογίας στο όρος Γαριζίν, τας δε κατάρας στο όρος Γαιβάλ.
Δευτ.
11,30
(οὐκ ἰδοὺ ταῦτα πέραν τοῦ Ἰορδάνου
ὀπίσω ὁδὸν δυσμῶν ἡλίου ἐν γῇ
Χαναὰν τὸ κατοικοῦν ἐπὶ δυσμῶν
ἐχόμενον τοῦ Γολγὸλ πλησίον τῆς δρυὸς τῆς
ὑψηλῆς;)
Δευτ. 11,30 (Τα όρη αυτά δεν ευρίσκονται πέραν του Ιορδάνου,
οπίσω της οδού, που οδηγεί προς δυσμάς, εις την χώραν των Χαναναίων, οι
οποίοι κατοικούν δυτικώς πλησίον του Γολγόλ και πλησίον της υψηλής δρυός;)
Δευτ. 11,31 ὑμεῖς
γὰρ διαβαίνετε τὸν Ἰορδάνην εἰσελθόντες
κληρονομῆσαι τὴν γῆν, ἣν Κύριος ὁ Θεὸς
ἡμῶν δίδωσιν ὑμῖν ἐν κλήρῳ πάσας
τὰς ἡμέρας, καὶ κατοικήσετε ἐν αὐτῇ·
Δευτ. 11,31 Ανακοινώνω αυτά προς σας τώρα, διότι εντός ολίγου
θα διαβήτε τον Ιορδάνην ποταμόν, δια να εισέλθετε και κληρονομήσετε την γην,
την οποίαν Κυριος ο Θεός σας δίδει ως κλήρον σας όλας τας ημέρας της ζωής
σας, δια να κατοικήσετε εις αυτήν.
Δευτ. 11,32 καὶ φυλάξεσθε
τοῦ ποιεῖν πάντα τὰ προστάγματα αὐτοῦ καὶ
τὰς κρίσεις ταύτας, ὅσας ἐγὼ δίδωμι ἐνώπιον
ὑμῶν σήμερον.
Δευτ. 11,32 Θα προσέξετε, λοιπόν, ώστε να τηρήτε όλας τας
εντολάς του, όλα τα προστάγματά του και τας κρίσστου, όσας εγώ σήμερον
παραθέτω ενώπιόν σας.
|
|