ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ- ΚΕΦ. 19-25

 

 

ΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΜΩΥΣΗ- ΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19- ΟΙ ΠΟΛΕΙΣ ΚΑΤΑΦΥΓΗΣ - Ο ΝΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ

                                   Οι πόλεις της καταφυγής

Δευτ. 19,1         Ἐὰν δὲ ἀφανίσῃ Κύριος ὁ Θεός σου τὰ ἔθνη, ἃ ὁ Θεὸς δίδωσί σοι τὴν γῆν αὐτῶν, καὶ κατακληρονομήσητε αὐτοὺς καὶ κατοικήσετε ἐν ταῖς πόλεσιν αὐτῶν καὶ ἐν τοῖς οἴκοις αὐτῶν,

Δευτ. 19,1                  Οταν Κυριος ο Θεός σου εξαφανίση τους λαούς, των οποίων την χώραν θα δώση εις σας, και θα κληρονομήσετε αυτούς και θα εγκατασταθήτε εις τας πόλεις των και εις τας οικίας των,

Δευτ. 19,2         τρεῖς πόλεις διαστελεῖς σεαυτῷ ἐν μέσῳ τῆς γῆς σου, ἧς Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι.

Δευτ. 19,2                 θα ξεχωρίσης μέσα εις την χώραν, που σου δίδει ο Κυριος ως ιδιοκτησίαν σου, τρεις πόλεις ως καταφύγια.

Δευτ. 19,3         στόχασαί σοι τὴν ὁδὸν καὶ τριμεριεῖς τὰ ὅρια τῆς γῆς σου, ἣν καταμερίζει σοι Κύριος ὁ Θεός σου, καὶ ἔσται ἐκεῖ καταφυγὴ παντὶ φονευτῇ.

Δευτ. 19,3                 Δια την θέσιν των πόλεων αυτών υπολόγισε καλά το μήκος των οδών, αι οποίαι οδηγούν εις αυτάς· μοίρασε την περιοχήν που ο Κυριος σου δίδει εις τρία ίσα μέρη, ώστε εις τας πόλεις- καταφύγια των τριών αυτών περιοχών να προλαμβάνη και καταφεύγη κάθε φονεύς.

Δευτ. 19,4         τοῦτο δὲ ἔσται τὸ πρόσταγμα τοῦ φονευτοῦ, ὃς ἂν φύγῃ ἐκεῖ καὶ ζήσεται· ὃς ἂν πατάξῃ τὸν πλησίον αὐτοῦ οὐκ εἰδὼς καὶ οὗτος οὐ μισῶν αὐτὸν πρὸ τῆς χθὲς καὶ τρίτης,

Δευτ. 19,4                 Αυτός δε είναι ο νόμος, τον οποίον θα τηρήτε προκειμένου περί του φονέως που καταφεύγει εκεί, δια να εξασφαλίση την ζωήν του· άνθρωπος ο οποίος θα φονεύση τον πλησίον του εν αγνοία του, χωρίς να έχη κανένα προηγουμένως μίσος εναντίον αυτού, θα σωθή εις την πόλιν αυτήν.

Δευτ. 19,5         καὶ ὃς ἐὰν εἰσέλθῃ μετὰ τοῦ πλησίον εἰς τὸν δρυμὸν συναγαγεῖν ξύλα, καὶ ἐκκρουσθῇ ἡ χεὶρ αὐτοῦ τῇ ἀξίνῃ κόπτοντος τὸ ξύλον, καὶ ἐκπεσὸν τὸ σιδήριον ἀπὸ τοῦ ξύλου τύχῃ τοῦ πλησίον, καὶ ἀποθάνῃ, οὗτος καταφεύξεται εἰς μίαν τῶν πόλεων τούτων καὶ ζήσεται,

Δευτ. 19,5                 Εάν π.χ. εισέλθη κανείς με κάποιον άλλον στο δάσος δια να κόψη και συλλέξη ξύλα και καθ' ον χρόνον με το τσεκούρι θα κόβη το ξύλον σκοντάψη το χέρι και ξεφύγη το σίδηρον από το στυλιάρι, επιτύχη δε τον πλησίον του και φονεύση αυτόν, ο φονεύς αυτός θα καταφύγη εις μίαν από τας τρεις πόλεις και θα ασφαλίση εκεί την ζωήν του. Κανείς δεν έχει δικαίωμα να τον φονεύση.

Δευτ. 19,6         ἵνα μὴ διώξας ὁ ἀγχιστεύων τοῦ αἵματος ὀπίσω τοῦ φονεύσαντος, ὅτι παρατεθέρμανται τῇ καρδίᾳ, καὶ καταλάβῃ αὐτόν, ἐὰν μακροτέρα ᾖ ἡ ὁδός, καὶ πατάξῃ αὐτοῦ ψυχήν, καὶ ἀποθάνῃ, καὶ τούτῳ οὐκ ἔστι κρίσις θανάτου, ὅτι οὐ μισῶν ἦν αὐτὸν πρὸ τῆς χθές, οὐδὲ πρὸ τῆς τρίτης.

Δευτ. 19,6                 Αι αποστάσεις των καταφυγίων πόλεων θα είναι κανονικαί, ώστε ο στενώτερος συγγενής του φονευθέντος, υπό την επήρειαν της αγανακτήσεως από τας πρώτας εντυπώσεις, να μη δυνηθή να καταδιώξη και καταφθάση τον ακούσιον φονέα και τον φονεύση, ενώ είναι αθώος και ενώ δεν υπάρχει ενοχή θανάτου, διότι ο φονεύς δεν εμισούσε προηγουμένως και δεν αντιπαθούσε τον φονευθέντα. Εάν όμως είναι μακρά η οδός προς το καταφύγιον, υπάρξει φόβος να τον καταφθάση και τον φονεύση αδίκως.

Δευτ. 19,7         διὰ τοῦτο ἐγώ σοι ἐντέλλομαι τὸ ῥῆμα τοῦτο λέγων· τρεῖς πόλεις διαστελεῖς σεαυτῷ·

Δευτ. 19,7                 Δια να αποφευχθή, λοιπόν ένας δεύτερος άδικος θάνατος, σου δίδω εγώ αυτήν την εντολήν· Θα ξεχωρίσης τρεις πόλεις εις την περιοχήν σου εις αναλόγους αποστάσεις.

Δευτ. 19,8         ἐὰν δὲ ἐμπλατύνῃ Κύριος ὁ Θεός σου τὰ ὅριά σου, ὃν τρόπον ὤμοσε τοῖς πατράσι σου, καὶ δῷ σοι Κύριος πᾶσαν τὴν γῆν, ἣν εἶπε δοῦναι τοῖς πατράσι σου,

Δευτ. 19,8                 Οταν Κυριος ο Θεός ευρύνη τα όρια της χώρας σου, όπως ωρκίσθη στους προπάτοράς σου, και δώση εις σε όλην την γην, που υπεσχέθη εις εκείνους,

Δευτ. 19,9         ἐὰν ἀκούσῃς ποιεῖν πάσας τὰς ἐντολὰς ταύτας, ἃς ἐγὼ ἐντέλλομαί σοι σήμερον, ἀγαπᾶν Κύριον τὸν Θεόν σου, πορεύεσθαι ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ πάσας τὰς ἡμέρας, προσθήσεις σεαυτῷ ἔτι τρεῖς πόλεις πρὸς τὰς τρεῖς ταύτας,

Δευτ. 19,9                 υπό την προυπόθεσιν βέβαια, ότι συ θα υπακούης και θα τηρής όλας τας εντολάς, τας οποίας εγώ σου δίδω σήμερον, να αγαπάς δηλαδή Κυριον τον Θεόν σου, να πορεύεσαι τον δρόμον των εντολών του όλας τας ημέρας της ζωής σου, θα προσθέσης τρεις ακόμη πόλεις εις τας τρεις προηγουμένας, ώστε να είναι εν συνόλω εξ.

Δευτ. 19,10        καὶ οὐκ ἐκχυθήσεται αἷμα ἀναίτιον ἐν τῇ γῇ, ᾗ Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι ἐν κλήρῳ, καὶ οὐκ ἔσται ἐν σοὶ αἵματι ἔνοχος.

Δευτ. 19,10               Τούτο δε δια να διευκολύνεται η σωτηρία των αθελήτων φονέων και να μη χύνεται αθώον αίμα εις την γην, την οποίαν σου δίδει δια κλήρου Κυριος ο Θεός σου και δια να μη υπάρχη έτσι μεταξύ σας ένοχος αθώου αίματος.

Δευτ. 19,11        ἐὰν δὲ γένηται ἐν σοὶ ἄνθρωπος μισῶν τὸν πλησίον καὶ ἐνεδρεύσῃ αὐτὸν καὶ ἐπαναστῇ ἐπ᾿ αὐτὸν καὶ πατάξῃ αὐτοῦ ψυχήν, καὶ ἀποθάνῃ, καὶ φύγῃ εἰς μίαν τῶν πόλεων τούτων,

Δευτ. 19,11                Εάν όμως υπάρχη μεταξύ σας άνθρωπος, ο οποίος μισεί τον πλησίον του και στήση ενέδραν δι' αυτόν και επιτεθή εναντίον του και τον κτυπήση θανασίμως, ο κτυπηθείς δε αποθάνη και ο εκ προμελέτης φονεύς καταφύγη εις μίαν από τας πόλεις αυτάς,

Δευτ. 19,12        καὶ ἀποστελοῦσιν ἡ γερουσία τῆς πόλεως αὐτοῦ καὶ λήψονται αὐτὸν ἐκεῖθεν καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν εἰς χεῖρας τῶν ἀγχιστευόντων τοῦ αἵματος, καὶ ἀποθανεῖται·

Δευτ. 19,12               η γερουσία της πόλεως του φονέως θα στείλουν και θα συλλάβουν αυτόν από εκεί και θα τον παραδώσουν εις τα χέρια των στενωτέρων εξ αίματος συγγενών του φονευθέντος, και εκείνοι θα θανατώσουν τον ένοχον.

Δευτ. 19,13        οὐ φείσεται ὁ ὀφθαλμός σου ἐπ᾿ αὐτῷ καὶ καθαριεῖς τὸ αἷμα τὸ ἀναίτιον ἐξ Ἰσραήλ, καὶ εὖ σοι ἔσται.

Δευτ. 19,13               Τον εκ προμελέτης αυτόν φονέα δεν θα τον λυπηθή το μάτι σου, αλλά θα εκπλύνης την ενοχήν του αθώου αίματος εκ μέσου των Ισραηλιτών και θα ευτυχήσης.

Δευτ. 19,14        Οὐ μετακινήσεις ὅρια τοῦ πλησίον, ἃ ἔστησαν οἱ πατέρες σου ἐν τῇ κληρονομίᾳ, ᾗ κατεκληρονομήθης ἐν τῇ γῇ, ἣν Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι ἐν κλήρῳ.

Δευτ. 19,14               Δεν θα μετακινήσης εις τα κτήματα του πλησίον σου τα σύνορα τα οποία εχάραξαν και έβαλαν οι πρόγονοί σου εις την κληρονομίαν, την οποίαν απέκτησες εις την χώραν, που ο Κυριος δια κλήρου σου έδωκε.

 

                                    Ο νόμος για τους μάρτυρες

Δευτ. 19,15        Οὐκ ἐμμενεῖ μάρτυς εἷς μαρτυρῆσαι κατὰ ἀνθρώπου κατὰ πᾶσαν ἀδικίαν καὶ κατὰ πᾶν ἁμάρτημα καὶ κατὰ πᾶσαν ἁμαρτίαν, ἣν ἐὰν ἁμάρτῃ· ἐπὶ στόματος δύο μαρτύρων καὶ ἐπὶ στόματος τριῶν μαρτύρων στήσεται πᾶν ῥῆμα.

Δευτ. 19,15               Δεν θα είναι αρκετός ένας μάρτυς, δια να καταθέση μαρτυρίαν κατά ανθρώπου, ο οποίος διέπραξεν οιανδήποτε αδικίαν εναντίον του πλησίον η οιουδήποτε είδους αμαρτίαν κατά του Θεού. Η καταδικαστική απόφασις πρέπει να στηρίζεται εις την μαρτυρίαν δύο και τριών μαρτύρων.

Δευτ. 19,16        ἐὰν δὲ καταστῇ μάρτυς ἄδικος κατὰ ἀνθρώπου καταλέγων αὐτοῦ ἀσέβειαν,

Δευτ. 19,16               Εάν δε κανείς ψευδομαρτυρήση εναντίον άλλου κατηγορών ψευδώς αυτόν δι' ασέβειαν προς τον Θεόν,

Δευτ. 19,17        καὶ στήσονται οἱ δύο ἄνθρωποι, οἷς ἐστιν αὐτοῖς ἡ ἀντιλογία, ἔναντι Κυρίου καὶ ἔναντι τῶν ἱερέων καὶ ἔναντι τῶν κριτῶν, οἳ ἂν ὦσιν ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις,

Δευτ. 19,17               οι δύο αυτοί άνθρωποι, μεταξύ των οποίων υπάρχει η αντιδικία, θα παρουσιασθούν ενώπιον του Κυρίου, δηλαδή ενώπιον των ιερέων και των εντεταλμένων δικαστών, οι οποίοι θα δικάζουν κατά τας ημέρας εκείνας.

Δευτ. 19,18        καὶ ἐξετάσωσιν οἱ κριταὶ ἀκριβῶς, καὶ ἰδοὺ μάρτυς ἄδικος ἐμαρτύρησεν ἄδικα, ἀντέστη κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ,

Δευτ. 19,18               Οι δικασταί θα εξετάσουν ακριβώς την υπόθεσιν και θα διαπιστώσουν ότι ο μάρτυς υπήρξεν άδικος και εψευδομαρτύρησε και κατεφέρθη κατά του αδελφού του.

Δευτ. 19,19        καὶ ποιήσετε αὐτῷ ὃν τρόπον ἐπονηρεύσατο ποιῆσαι κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ, καὶ ἐξαρεῖς τὸ πονηρὸν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν.

Δευτ. 19,19               Τοτε θα κάμετε εις αυτόν ο,τι κακόν ηθέλησε να κάμη εναντίον του αθώου αδελφού του, (θα του επιβάλλετε την ποινήν, με την οποίαν θα ετιμωρούσατε τον κατηγορηθέντα, εάν ήτο αληθής η κατηγορία). Ετσι δε και θα εκλείψη το κακόν της ψευδομαρτυρίας εκ μέσου των Ισραηλιτών.

Δευτ. 19,20        καὶ οἱ ἐπίλοιποι ἀκούσαντες φοβηθήσονται καὶ οὐ προσθήσουσιν ἔτι ποιῆσαι κατὰ τὸ ῥῆμα τὸ πονηρὸν τοῦτο ἐν ὑμῖν.

Δευτ. 19,20              Διότι οι άλλοι Ισραηλίται, όταν ακούσουν την τιμωρίαν, που επεβλήθη στον ψευδομάρτυρα, θα φοβηθούν και δεν θα τολμήσουν πλέον να κάμουν παρομοίαν πονηράν πράξιν μεταξύ σας.

Δευτ. 19,21        οὐ φείσεται ὁ ὀφθαλμός σου ἐπ᾿ αὐτῷ· ψυχὴν ἀντὶ ψυχῆς, ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ, ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος, χεῖρα ἀντὶ χειρός, πόδα ἀντὶ ποδός.

Δευτ. 19,21               Το μάτι σου δεν θα λυπηθή τον ψευδομάρτυρα και γενικώτερον τον ένοχον. Θα τον τιμωρήσης κατά τον νόμον της ανταποδόσεως· ζωήν αντί ζωής, οφθαλμόν αντί οφθαλμού, οδόντα αντί οδόντος, χέρι αντί χεριού, πόδι αντί ποδιού.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20- Ο ΝΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ

                                   Ο νόμος για τον πόλεμο

Δευτ. 20,1         Ἐὰν δὲ ἐξέλθῃς εἰς πόλεμον ἐπὶ τοὺς ἐχθρούς σου καὶ ἴδῃς ἵππον καὶ ἀναβάτην καὶ λαὸν πλείονά σου, οὐ φοβηθήσῃ ἀπ᾿ αὐτῶν, ὅτι Κύριος ὁ Θεός σου μετὰ σοῦ ὁ ἀναβιβάσας σε ἐκ γῆς Αἰγύπτου.

Δευτ. 20,1                 Εάν δε εξέλθης εις πόλεμον εναντίον των εχθρών σου και ίδης ιππικόν και ιππείς και στρατόν πολυαριθμότερον από σέ, μη φοβηθής από αυτούς, διότι Κυριος ο Θεός σου, ο οποίος σε έβγαλεν από την Αίγυπτον και σε έφερε μέχρις εδώ, θα είναι μαζή σου.

Δευτ. 20,2         καὶ ἔσται ὅταν ἐγγίσῃς τῷ πολέμῳ, καὶ προσεγγίσας ὁ ἱερεὺς λαλήσει τῷ λαῷ καὶ ἐρεῖ πρὸς αὐτούς·

Δευτ. 20,2                Οταν δε πλησιάζη η ώρα του πολέμου, ο αρχιερεύς θα έλθη, θα ομιλήση προς τον λαόν και θα είπη·

Δευτ. 20,3         ἄκουε, Ἰσραήλ· ὑμεῖς πορεύεσθε σήμερον εἰς τὸν πόλεμον ἐπὶ τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, μὴ ἐκλυέσθω ἡ καρδία ὑμῶν, μὴ φοβεῖσθε μηδὲ θραύεσθε μηδὲ ἐκκλίνετε ἀπὸ προσώπου αὐτῶν,

Δευτ. 20,3                Ακούσατε Ισραηλίται· σεις εξέρχεσθε σήμερον εις πόλεμον εναντίον των εχθρών σας· μη λιποψυχήσετε, μη φοβηθήτε τους εχθρούς σας, μη πτοηθήτε, μη διασκορπισθήτε ενώπιον αυτών,

Δευτ. 20,4         ὅτι Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν ὁ προπορευόμενος μεθ᾿ ὑμῶν συνεκπολεμῆσαι ὑμῖν τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, διασῶσαι ὑμᾶς.

Δευτ. 20,4                διότι Κυριος ο Θεός σας, ο οποίος πορεύεται εμπρός από σας, θα πολεμήση μαζή σας εναντίον των εχθρών σας και θα σας διασώση.

Δευτ. 20,5         καὶ λαλήσουσιν οἱ γραμματεῖς πρὸς τὸν λαὸν λέγοντες· τίς ὁ ἄνθρωπος ὁ οἰκοδομήσας οἰκίαν καινὴν καὶ οὐκ ἐνεκαίνισεν αὐτήν; πορευέσθω καὶ ἀποστραφήτω εἰς τὴν οἰκίαν αὐτοῦ, μὴ ἀποθάνῃ ἐν τῷ πολέμῳ καὶ ἄνθρωπος ἕτερος ἐγκαινιεῖ αὐτήν.

Δευτ. 20,5                Οι δε γραμματείς θα ομιλήσουν προς τον λαόν και θα είπουν· Ποιός από σας έκτισε οικίαν καινουργή και δεν την ενεκαινίασε; Ας επιστρέψη και ας υπάγη εις την οικίαν του, μήπως τυχόν και φονευθή κατά τον πόλεμον και άλλος άνθρωπος εγκαινιάση και χαρή την οικίαν του.

Δευτ. 20,6         καὶ τίς ὁ ἄνθρωπος, ὅστις ἐφύτευσεν ἀμπελῶνα καὶ οὐκ εὐφράνθη ἐξ αὐτοῦ; πορευέσθω καὶ ἀποστραφήτω εἰς τὴν οἰκίαν αὐτοῦ, μὴ ἀποθάνῃ ἐν τῷ πολέμῳ καὶ ἄνθρωπος ἕτερος εὐφρανθήσεται ἐξ αὐτοῦ.

Δευτ. 20,6                Ποιός από σας εφύτευσεν αμπέλι και δεν έφαγε σταφύλια, ώστε να ευφρανθή από αυτό; Ας επιστρέψη και ας μεταβή εις την οικίαν του, μήπως τυχόν φονευθή κατά τον πόλεμον και άλλος άνθρωπος χαρή το αμπέλι του.

Δευτ. 20,7         καὶ τίς ὁ ἄνθρωπος, ὅστις μεμνήστευται γυναῖκα καὶ οὐκ ἔλαβεν αὐτήν; πορευέσθω καὶ ἀποστραφήτω εἰς τὴν οἰκίαν αὐτοῦ, μὴ ἀποθάνῃ ἐν τῷ πολέμῳ καὶ ἄνθρωπος ἕτερος λήψεται αὐτήν.

Δευτ. 20,7                Ποιός από σας έχει μνηστευθήη αλλά δεν έλαβεν ακόμη ως σύζυγον την μνηστήν του; Ας επιστρέψη και ας μεταβή εις την οικίαν του, μήπως τυχόν φονευθή κατά τον πόλεμον και άλλος άνθρωπος λάβη αυτήν ως σύζυγον.

Δευτ. 20,8         καὶ προσθήσουσιν οἱ γραμματεῖς λαλῆσαι πρὸς τὸν λαὸν καὶ ἐροῦσι· τίς ὁ ἄνθρωπος ὁ φοβούμενος καὶ δειλὸς τῇ καρδίᾳ; πορευέσθω καὶ ἀποστραφήτω εἰς τὴν οἰκίαν αὐτοῦ, ἵνα μὴ δειλιάνῃ τὴν καρδίαν τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ ὥσπερ ἡ αὐτοῦ.

Δευτ. 20,8                Επί πλέον οι γραμματείς θα ομιλήσουν προς τον λαόν και θα ειπούν· Ποιός από σας είναι φοβιτσάρης, δειλός και λιπόψυχος; Ας επιστρέψη και ας μεταβή εις το σπίτι του, δια να μη μεταδώση πανικόν εις την καρδίαν του αδελφού του και κάμη και εκείνον δειλόν, όπως είναι αυτός.

Δευτ. 20,9         καὶ ἔσται ὅταν παύσωνται οἱ γραμματεῖς λαλοῦντες πρὸς τὸν λαόν, καὶ καταστήσουσιν ἄρχοντας τῆς στρατιᾶς προηγουμένους τοῦ λαοῦ.

Δευτ. 20,9                Οταν δε θα παύσουν οι γραμματείς τας ανακοινώσεις των αυτάς προς τον λαόν, θα διορίσουν αρχηγούς του στρατού, οι οποίοι θα διοικούν αυτόν κατά τον πόλεμον.

 

                                    Κανόνες σχετικά με τους εμπόλεμους

Δευτ. 20,10        Ἐὰν δὲ προσέλθῃς πρὸς πόλιν ἐκπολεμῆσαι αὐτούς, καὶ ἐκκαλέσαι αὐτοὺς μετ᾿ εἰρήνης·

Δευτ. 20,10              Εάν δε πλησιάσετε προς μίαν πόλιν δια να πολεμήσετε αυτήν και να καταλάβετε τους κατοίκους της, πρέπει προηγουμένως να καλέσετε αυτούς εις ειρήνην.

Δευτ. 20,11        ἐὰν μὲν εἰρηνικὰ ἀποκριθῶσί σοι καὶ ἀνοίξωσί σοι, ἔσται πᾶς ὁ λαὸς οἱ εὑρεθέντες ἐν αὐτῇ ἔσονταί σοι φορολόγητοι καὶ ὑπήκοοί σου·

Δευτ. 20,11               Εάν δε οι κάτοικοι ανταποκριθούν εις τας ειρηνικάς σας προτάσεις, ανοίξουν τας πύλας και παραδοθούν εις σας, θα είναι όλοι αυτοί που κατοικούν εις την πόλιν υπήκοοί σας και φόρου υποτελείς.

Δευτ. 20,12        ἐὰν δὲ μὴ ὑπακούσωσί σοι καὶ ποιῶσι πρὸς σὲ πόλεμον, περικαθαριεῖς αὐτήν,

Δευτ. 20,12              Εάν όμως δεν δεχθούν τας ειρηνικάς σας προτάσεις και θελήσουν να κάμουν πόλεμον εναντίον σας, θα πολιορκήσετε την πόλιν,

Δευτ. 20,13        ἕως ἂν παραδῷ σοι αὐτὴν Κύριος ὁ Θεός σου εἰς τὰς χεῖράς σου, καὶ πατάξεις πᾶν ἀρσενικὸν αὐτῆς ἐν φόνῳ μαχαίρας,

Δευτ. 20,13               μέχρις ότου Κυριος ο Θεός σας παραδώση αυτήν εις τα χέρια σας, οπότε σεις θα περάσετε εν στόματι μαχαίρας πάντα αρσενικόν της πόλεως.

Δευτ. 20,14        πλὴν τῶν γυναικῶν καὶ τῆς ἀποσκευῆς καὶ πάντα τὰ κτήνη καὶ πάντα, ὅσα ἂν ὑπάρχῃ ἐν τῇ πόλει, καὶ πᾶσαν τὴν ἀπαρτίαν προνομεύσεις σεαυτῷ καὶ φαγῇ πᾶσαν τὴν προνομὴν τῶν ἐχθρῶν σου, ὧν Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι.

Δευτ. 20,14              Τας γυναίκας όμως και τα παιδιά και τα κτήνη και όλα όσα υπάρχουν εις την πόλιν και όλην την περιουσίαν αυτής θα την πάρετε δια τον εαυτόν σας ως λείαν πολέμου, θα φάγετε και θα απολαύσετε τα τρόφιμα και τα λάφυρα των εχθρών σας, τα οποία ο Κυριος σας δίδει.

Δευτ. 20,15        οὕτω ποιήσεις πάσας τὰς πόλεις τὰς μακρὰν οὔσας σου σφόδρα, αἱ οὐχὶ ἐκ τῶν πόλεων τῶν ἐθνῶν τούτων, ὧν Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι κληρονομεῖν τὴν γῆν αὐτῶν.

Δευτ. 20,15               Ετσι θα πράξετε εναντίον όλων των πόλεων, αι οποίαι ευρίσκονται πολύ μακράν από σας και δεν είναι από τας πόλεις των εθνών, των οποίων την χώραν Κυριος ο Θεός σας έδωκεν εις σας ως κληρονομίαν.

Δευτ. 20,16        ἰδοὺ δὲ ἀπὸ τῶν πόλεων τῶν ἐθνῶν τούτων, ὧν ὁ Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι κληρονομεῖν τὴν γῆν αὐτῶν, οὐ ζωγρήσετε ἀπ᾿ αὐτῶν πᾶν ἐμπνέον,

Δευτ. 20,16              Ιδού όμως πως θα συμπεριφερθήτε προς τας πόλεις των λαών τούτων, των οποίων τας χώρας έδωσε Κυριος ο Θεός σας εις σας ως κληρονομίαν· δεν θα αφήσετε εις την ζωήν και δεν θα συλλάβετε ζωντανόν ως αιχμάλωτον κανένα, που αναπνέει,

Δευτ. 20,17        ἀλλ᾿ ἢ ἀναθέματι ἀναθεματιεῖτε αὐτούς, τὸν Χετταῖον καὶ Ἀμοῤῥαῖον καὶ Χαναναῖον καὶ Φερεζαῖον καὶ Εὐαῖον καὶ Ἰεβουσαῖον καὶ Γεργεσαῖον, ὃν τρόπον ἐνετείλατό σοι Κύριος ὁ Θεός σου,

Δευτ. 20,17               αλλά θα αναθεματίσετε και θα φονεύσετε όλους αυτούς· Τους Χετταίους, τους Αμορραίους, τους Χαναναίους, τους Φερεζαίους, τους Ευαίους, τους Ιεβουσαίους και τους Γεργεσαίους, όπως σας έχει διατάξει Κυριος ο Θεός σας·

Δευτ. 20,18        ἵνα μὴ διδάξωσι ποιεῖν ὑμᾶς πάντα τὰ βδελύγματα αὐτῶν, ὅσα ἐποίησαν τοῖς θεοῖς αὐτῶν, καὶ ἁμαρτήσεσθε ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ ὑμῶν.

Δευτ. 20,18              και τούτο, μήπως αυτοί μένοντες εν τη ζωή και επικοινωνούντες μαζή σας σας διδάξουν και σας παρασύρουν, να πράξετε όλα τα μισητά και αηδιαστικά ενώπιον του Θεού έργα των, τα οποία αυτοί τελούν εις λατρείαν των θεών των, και αμαρτήσετε έτσι ενώπιον Κυρίου του Θεού σας.

Δευτ. 20,19        Ἐὰν δὲ περικαθήσῃς περὶ πόλιν μίαν ἡμέρας πλείους ἐκπολεμῆσαι αὐτὴν εἰς κατάληψιν αὐτῆς, οὐκ ἐξολοθρεύσεις τὰ δένδρα αὐτῆς ἐπιβαλεῖν ἐπ᾿ αὐτὰ σίδηρον, ἀλλ᾿ ἢ ἀπ᾿ αὐτοῦ φαγῇ, αὐτὸ δὲ οὐκ ἐκκόψεις. μὴ ἄνθρωπος τὸ ξύλον τὸ ἐν τῷ ἀγρῷ εἰσελθεῖν ἀπὸ προσώπου σου εἰς τὸν χάρακα;

Δευτ. 20,19              Εάν δε πολιορκήσετε κάποιαν πόλιν επί πολύν χρόνον, πολεμούντες εναντίον αυτής δια να την καταλάβετε, δεν θα βάλετε τσεκούρι και δεν θα καταστρέψετε τα καρποφόρα δένδρα αυτής, αλλά μόνον θα φάγετε από τους καρπούς αυτών. Μηπως το δένδρον που υπάρχει στον αγρόν είναι άνθρωπος, ώστε να φύγη από εμπρός σου και να εισέλθη εις αμυντικόν χαράκωμα;

Δευτ. 20,20        ἀλλὰ ξύλον, ὃ ἐπίστασαι ὅτι οὐ καρπόβρωτόν ἐστι, τοῦτο ὀλοθρεύσεις καὶ ἐκκόψεις καὶ οἰκοδομήσεις χαράκωσιν ἐπὶ τὴν πόλιν, ἥτις ποιεῖ πρὸς σὲ τὸν πόλεμον, ἕως ἂν παραδοθῇ.

Δευτ. 20,20              Τα δένδρα όμως, τα οποία γνωρίζεις ότι δεν κάμνουν φαγωσίμους καρπούς, θα τα κόψης σύρριζα και με τα ξύλα των θα κατασκευάσης πολιορκητικάς μηχανάς και θα εγείρης χαράκωμα γύρω από την πόλιν, η οποία πόλεμεί εναντίον σας, μέχρις ότου παραδοθή.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21- ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΦΟΝΙΑΔΕΣ - Η ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΑΙΧΜΑΛΩΤΩΝ

Ο ΝΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΡΩΤΟΤΟΚΟ - ΑΛΛΕΣ ΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

                                    Μέτρα για τους άγνωστους φονιάδες

Δευτ. 21,1         Ἐὰν δὲ εὑρεθῇ τραυματίας ἐν τῇ γῇ, ᾗ Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι κληρονομῆσαι, πεπτωκὼς ἐν τῷ πεδίῳ καὶ οὐκ οἴδασι τὸν πατάξαντα,

Δευτ. 21,1                  Εάν ευρεθή κάποιος νεκρός εξ αιτίας θανασίμου τραύματος και κείται στο υπαιθρον της χώρας, την οποίαν Κυριος ο Θεός σου σου έχει δώσει ως κληρονομίαν, και κανείς δεν γνωρίζη τον φονέα αυτού,

Δευτ. 21,2         ἐξελεύσεται ἡ γερουσία σου καὶ οἱ κριταί σου καὶ ἐκμετρήσουσιν ἐπὶ τὰς πόλεις τὰς κύκλῳ τοῦ τραυματίου,

Δευτ. 21,2                 θα εξέλθουν από τας πλησίον πόλεις οι γεροντότεροι και οι κριταί του λαού και θα μετρήσουν την απόστασιν των γύρω πόλεων μέχρι του τόπου, όπου κείται ο φονευθείς.

Δευτ. 21,3         καὶ ἔσται ἡ πόλις ἡ ἐγγίζουσα τῷ τραυματίᾳ καὶ λήψεται ἡ γερουσία τῆς πόλεως ἐκείνης δάμαλιν ἐκ βοῶν, ἥτις οὐκ εἴργασται, καὶ ἥτις οὐχ εἵλκυσε ζυγόν,

Δευτ. 21,3                 Οι γεροντότεροι της πόλεως εκείνης, η οποία ευρίσκεται πλησιέστερα προς τον φονευθέντα, θα λάβουν από τα βόδια δάμαλιν, η οποία δεν έχει χρησιμοποιηθή εις εργασίαν και δεν έχει σύρει ζυγόν.

Δευτ. 21,4         καὶ καταβιβάσουσιν ἡ γερουσία τῆς πόλεως ἐκείνης δάμαλιν εἰς φάραγγα τραχεῖαν, ἥτις οὐκ εἴργασται οὐδὲ σπείρεται, καὶ νευροκοπήσουσι τὴν δάμαλιν ἐν τῇ φάραγγι.

Δευτ. 21,4                 Αυτοί οι γεροντότεροι της πόλεως θα κατεβάσουν την δάμαλιν εις ανώμαλον φάραγγα η οποία δεν έχει οργωθή ούτε σπαρή, και εις την φάραγγα αυτήν θα φονεύσουν την δάμαλιν κόπτοντες το νεύρον του τραχήλου της.

Δευτ. 21,5         καὶ προσελεύσονται οἱ ἱερεῖς οἱ Λευῖται, ὅτι αὐτοὺς ἐπέλεξε Κύριος ὁ Θεὸς παρεστηκέναι αὐτῷ καὶ εὐλογεῖν ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ, καὶ ἐπὶ τῷ στόματι αὐτῶν ἔσται πᾶσα ἀντιλογία καὶ πᾶσα ἁφή.

Δευτ. 21,5                 Θα προσέλθουν εκεί οι ιερείς, που ανήκουν εις την φυλήν Λευϊ, διότι αυτούς έχει εκλέξει Κυριος ο Θεός να είναι πλησίον του δια να τον υπηρετούν και να ευλογούν εξ ονόματός του τον λαόν και τους έδωσε το δικαίωμα να αποφαίνωνται επί πάσης αμφισβητήσεως και αδικίας,

Δευτ. 21,6         καὶ πᾶσα ἡ γερουσία τῆς πόλεως ἐκείνης οἱ ἐγγίζοντες τῷ τραυματίᾳ νίψονται τὰς χεῖρας ἐπὶ τὴν κεφαλὴν τῆς δαμάλεως τῆς νενευροκοπημένης ἐν τῇ φάραγγι

Δευτ. 21,6                 και όλοι οι άνθρωποι της γερουσίας της πόλεως εκείνης, που ευρίσκεται πλησιέστερα προς τον φονευθέντα, θα νίψουν τα χέρια των επάνω εις την κεφαλήν της δαμάλεως, η οποία έχει νευροκοπηθή εις την φάραγγα,

Δευτ. 21,7         καὶ ἀποκριθέντες ἐροῦσιν· αἱ χεῖρες ἡμῶν οὐκ ἐξέχεαν τὸ αἷμα τοῦτο, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ ἡμῶν οὐχ ἑωράκασιν·

Δευτ. 21,7                 και θα είπουν ενώπιον όλων· “τα χέρια μας δεν έχυσαν το αίμα τούτο και τα μάτια μας δεν είδαν εκείνον, που το έχυσε,

Δευτ. 21,8         ἵλεως γενοῦ τῷ λαῷ σου Ἰσραήλ, οὓς ἐλυτρώσω, Κύριε, ἵνα μὴ γένηται αἷμα ἀναίτιον ἐν τῷ λαῷ σου Ἰσραήλ. καὶ ἐξιλασθήσεται αὐτοῖς τὸ αἷμα.

Δευτ. 21,8                 δείξε, Κυριε, την ευσπλαγχνίαν και το έλεός σου προς τον ισραηλιτικόν λαόν, τον οποίον συ ηλευθέρωσας από την Αίγυπτον, ώστε να μη καταλογισθή στον λαόν σου το αθώον αίμα”. Ετσι δε αυτοί θα εξιλεωθούν και δεν θα είναι ένοχοι δια το αθώον εκείνο αίμα.

Δευτ. 21,9         σὺ δὲ ἐξαρεῖς τὸ αἷμα· τὸ ἀναίτιον ἐξ ὑμῶν αὐτῶν, ἐὰν ποιήσῃς τὸ καλὸν καὶ τὸ ἀρεστὸν ἔναντι Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου.

Δευτ. 21,9                 Συ θα αποβάλης από τυν εαυτόν σου την ενοχήν δια το χυθέν αθώον αίμα, εάν πράττης το καλόν και αυάρεστον ενώπιον Κυρίου του Θεού σου.

 

                                    Η μεταχείριση των αιχμαλώτων γυναικών

Δευτ. 21,10        Ἐὰν δὲ ἐξελθὼν εἰς πόλεμον ἐπὶ τοὺς ἐχθρούς σου καὶ παραδῷ σοι Κύριος ὁ Θεός σου εἰς τὰς χεῖράς σου καὶ προνομεύσῃς τὴν προνομὴν αὐτῶν

Δευτ. 21,10               Εάν εξέλθης εις πόλεμον εναντίον των εχθρών σου και Κυριος ο Θεός σου παραδώση αυτούς εις τα χέρια σου, και κυριεύσης λάφυρα και αιχμαλώτους,

Δευτ. 21,11        καὶ ἴδῃς ἐν τῇ προνομῇ γυναῖκα καλὴν τῷ εἴδει καὶ ἐνθυμηθῇς αὐτῆς καὶ λάβῃς αὐτήν σεαυτῷ γυναῖκα

Δευτ. 21,11                ίδης δε μεταξύ των αιχμαλώτων γυναίκα ωραίαν εις την εμφάνισιν, και επιθυμήσης αυτήν δια να την λάβης ως γυναίκα σου.

Δευτ. 21,12        καὶ εἰσάξῃς αὐτὴν ἔνδον εἰς τὴν οἰκίαν σου, καὶ ξυρήσεις τὴν κεφαλὴν αὐτῆς καὶ περιονυχιεῖς αὐτὴν

Δευτ. 21,12               Θα την εισαγάγης εις την οικίαν σου, θα ξυρίσης την κεφαλήν της, θα κόψης τα νύχια της,

Δευτ. 21,13        καὶ περιελεῖς τὰ ἱμάτια τῆς αἰχμαλωσίας ἀπ᾿ αὐτῆς καὶ καθιεῖται ἐν τῇ οἰκίᾳ σου καὶ κλαύσεται τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα μηνὸς ἡμέρας, καὶ μετὰ ταῦτα εἰσελεύσῃ πρὸς αὐτὴν καὶ συνοικισθήσῃ αὐτῇ, καὶ ἔσται σου γυνή.

Δευτ. 21,13               θα αφαιρέσης από αυτήν τα ενδύματα της αιχμαλωσίας της. Αυτή θα καθήση εις την οικίαν σου και θα κλαύση τον πατέρα και την μητέρα της επί ένα μήνα, κατόπιν δε συ θα έλθης εις συνάφειαν με αυτήν, θα συγκατοικής με αυτήν και θα είναι νόμιμος σύζυγός σου.

Δευτ. 21,14        καὶ ἔσται ἐὰν μὴ θέλῃς αὐτήν, ἐξαποστελεῖς αὐτὴν ἐλευθέραν καὶ πράσει οὐ πραθήσεται ἀργυρίου· οὐκ ἀθετήσεις αὐτήν, διότι ἐταπείνωσας αὐτήν.

Δευτ. 21,14               Εάν όμως κατόπιν δεν θέλης να κρατήσης αυτήν ως συζυγον, θα την αφήσης ελευθέραν· κατ' ουδένα δε λόγον θα πωληθή αυτή αντί χρημάτων. Δεν θα την αρνηθής, ώστε να την πωλήσης ως δούλην, διότι συ την είχες προηγουμένως ως σύζυγον και την διέφθειρες.

 

                                    Ο νόμος για τον πρωτότοκο

Δευτ. 21,15        Ἐὰν δὲ γένωνται ἀνθρώπῳ δύο γυναῖκες, μία αὐτῶν ἠγαπημένη καὶ μία αὐτῶν μισουμένη, καὶ τέκωσιν αὐτῷ ἡ ἠγαπημένη καὶ ἡ μισουμένη καὶ γένηται υἱὸς πρωτότοκος τῆς μισουμένης,

Δευτ. 21,15               Εάν ένας Ισραηλίτης λάβη δύο γυναίκας, την μίαν εκ των οποίων αγαπά την δε άλλην μισεί, γεννήσουν δε και αι δύο η αγαπωμένη και η μισουμένη, η δε μισουμένη γεννήση πρώτη υιόν πρωτότοκον, έπειτα δε από αυτήν γεννήση η αγαπωμένη,

Δευτ. 21,16        καὶ ἔσται ᾗ ἂν ἡμέρᾳ κατακληρονομῇ τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ, οὐ δυνήσεται πρωτοτοκεῦσαι τῷ υἱῷ τῆς ἠγαπημένης, ὑπεριδὼν τὸν υἱὸν τῆς μισουμένης τὸν πρωτότοκον,

Δευτ. 21,16               κατά την ημέραν κατά την οποίαν ο πατήρ ούτος θα διανείμη εις τα παιδιά του την περιουσίαν του, δεν θα δώση τα πρωτοτόκια στον πρωτότοκον της ηγαπημένης του, καταφρονών έτσι τον πρωτότοκον υιόν της μισουμένης,

Δευτ. 21,17        ἀλλὰ τὸν πρωτότοκον υἱὸν τῆς μισουμένης ἐπιγνώσεται δοῦναι αὐτῷ διπλᾶ ἀπὸ πάντων, ὧν ἂν εὑρεθῇ αὐτῷ, ὅτι οὗτός ἐστιν ἀρχὴ τέκνων αὐτοῦ, καὶ τούτῳ καθήκει τὰ πρωτοτοκεῖα.

Δευτ. 21,17               αλλά ως πρωτότοκον υιόν του θα αναγνωρίση τον υιόν της μισουμένης και θα δώση διπλάσιον εις αυτόν μερίδιον από όλα τα υπάρχοντά του, διότι αυτός είναι η αρχή των τέκνων του και εις αυτόν ανήκουν τα δικαιώματα ως πρωτοτόκου.

 

                                    Ο δύστροπος γιός

Δευτ. 21,18        Ἐὰν δέ τινι ᾖ υἱὸς ἀπειθὴς καὶ ἐρεθιστής, οὐχ ὑπακούων φωνὴν πατρὸς καὶ φωνὴν μητρός, καὶ παιδεύωσιν αὐτὸν καὶ μὴ εἰσακούῃ αὐτῶν,

Δευτ. 21,18               Εάν ένας Ισραηλίτης έχη υιόν απειθή, φιλόνεικον και υβριστήν, ανυπάκουον εις τα λόγια του πατρός και της μητρός του και ο οποίος, παρά τας παιδαγωγικάς τιμωρίας εκ μέρους των γονέων του, δεν σέβεται και δεν υπακούει εις αυτούς,

Δευτ. 21,19        καὶ συλλαβόντες αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ ἐξάξουσιν αὐτὸν ἐπὶ τὴν γερουσίαν τῆς πόλεως αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τὴν πύλην τοῦ τόπου

Δευτ. 21,19               θα τον πάρουν ο πατέρας και η μητέρα του και θα τον οδηγήσουν εις την γερουσίαν της πόλεως, η οποία ευρίσκεται εις την πύλην της πόλεως, τόπον του δικαστηρίου.

Δευτ. 21,20        καὶ ἐροῦσι τοῖς ἀνδράσι τῆς πόλεως αὐτῶν· ὁ υἱὸς ἡμῶν οὗτος ἀπειθεῖ καὶ ἐρεθίζει, οὐχ ὑπακούει τῆς φωνῆς ἡμῶν, συμβολοκοπῶν οἰνοφλυγεῖ·

Δευτ. 21,20              Εκεί οι γονείς θα είπουν στους πρεσβυτέρους και δικαστάς της πόλεώς των· Αυτός ο υιός μας είναι απειθής, φιλόνεικος και υβριστής, δεν υπακούει εις τα λόγια μας και μεθοκοπάει εις συμπόσια.

Δευτ. 21,21        καὶ λιθοβολήσουσιν αὐτὸν οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως αὐτοῦ ἐν λίθοις, καὶ ἀποθανεῖται· καὶ ἐξαρεῖς τὸν πονηρὸν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν, καὶ οἱ ἐπίλοιποι ἀκούσαντες φοβηθήσονται.

Δευτ. 21,21               Οι άνδρες της πόλεως θα καταδικάσουν τον απειθή υιόν να εκτελεσθή δια λιθοβολισμού. Κατ' αυτόν τον τρόπον θα βγάλετε τον απειθή υιόν από ανάμεσά σας, οι δε άλλοι υιοί, όταν ακούσουν, θα καταληφθούν από φόβον και θα προσέχουν την συμπεριφοράν των.

 

                                    Διάφοροι άλλοι νόμοι

Δευτ. 21,22        Ἐὰν δὲ γένηται ἔν τινι ἁμαρτία κρίμα θανάτου καὶ ἀποθάνῃ καὶ κρεμάσητε αὐτὸν ἐπὶ ξύλου,

Δευτ. 21,22              Εάν κανείς διαπράξη βαρύ αμάρτημα συνεπαγόμενον την ποινήν του θανάτου και καταδικασθή εις θάνατον, και τον κρεμάσετε στο ξύλον,

Δευτ. 21,23        οὐ κοιμηθήσεται τὸ σῶμα αὐτοῦ ἐπὶ τοῦ ξύλου, ἀλλὰ ταφῇ θάψετε αὐτὸ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, ὅτι κεκατηραμένος ὑπὸ Θεοῦ πᾶς κρεμάμενος ἐπὶ ξύλου· καὶ οὐ μὴ μιανεῖτε τὴν γῆν, ἣν Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι ἐν κλήρῳ.

Δευτ. 21,23               το πτώμα αυτού δεν θα παραμείνη έτη του ξύλου κατά το διάστημα της νυκτός, αλλά θα το θάψετε κατά την ιδίαν ημέραν της εκτελέσεώς του, διότι κάθε κρεμάμενος επί ξύλου είναι κατηραμένος από τον Θεόν. Ετσι δε δεν θα μολύνετε την χώραν, την οποίαν ο Κυριος σας έχει δώσει ως κληρονομίαν.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22- ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ - ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΝΟΤΗΤΑ

                                    Διάφορες άλλες διατάξεις

Δευτ. 22,1         Μὴ ἰδὼν τὸν μόσχον τοῦ ἀδελφοῦ σου ἢ τὸ πρόβατον αὐτοῦ πλανώμενα ἐν τῇ ὁδῷ ὑπερίδῃς αὐτά· ἀποστροφῇ ἀποστρέψεις αὐτὰ τῷ ἀδελφῷ σου, καὶ ἀποδώσεις αὐτῷ.

Δευτ. 22,1                 Μη αδιαφορήσης, όταν ίδης το μοσχάρι του αδελφού σου η το προβάτον αυτού να πλανώνται στον δρόμον. Θα ενδιαφερθής να επιστρέψης αυτά στον αδελφόν σου τον Ισραηλίτην και θα τα παραδώσης εις αυτόν.

Δευτ. 22,2         ἐὰν δὲ μὴ ἐγγίζῃ ὁ ἀδελφός σου πρὸς σὲ μηδὲ ἐπίστῃ αὐτόν, συνάξεις αὐτὰ ἔνδον εἰς τὴν οἰκίαν σου, καὶ ἔσται μετά σοῦ, ἕως ἂν ζητήσῃ αὐτὰ ὁ ἀδελφός σου, καὶ ἀποδώσεις αὐτῷ.

Δευτ. 22,2                Εάν όμως ο ομοεθνής αδελφός σου δεν μένη πλησίον σου και δεν τον γνωρίζης, θα φυλάξης αυτά τα πλανώμενα ζώα εντός του περιβόλου της οικίας σου και θα είναι μαζή σου, μέχρις ότου τα αναζητήση ο αδελφός σου ο Ισραηλίτης, στον οποίον και θα τα αποδώσης.

Δευτ. 22,3         οὕτω ποιήσεις τὸν ὄνον αὐτοῦ καὶ οὕτω ποιήσεις τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ καὶ οὕτω ποιήσεις κατὰ πᾶσαν ἀπώλειαν τοῦ ἀδελφοῦ σου, ὅσα ἐὰν ἀπολῆται παρ᾿ αὐτοῦ καὶ εὕρῃς· οὐ δυνήσῃ ὑπεριδεῖν.

Δευτ. 22,3                Το ίδιο θα κάμης και δια τον όνον του αδελφού σου και δια το ένδυμά του και δια κάθε τι, το οποίον εκείνος έχασε και το οποίον ευρήκες συ. Δεν πρέπει να αδιαφορήσης δι' αυτά.

Δευτ. 22,4         οὐκ ὄψῃ τὸν ὄνον τοῦ ἀδελφοῦ σου ἢ τὸν μόσχον αὐτοῦ πεπτωκότας ἐν τῇ ὁδῷ, μὴ ὑπερίδῃς αὐτούς· ἀνιστῶν ἀναστήσεις μετ᾿ αὐτοῦ.

Δευτ. 22,4                Δεν θα αδιαφορήσης επίσης δια τον όνον του αδελφού σου η δια το μοσχάρι αυτού, όταν τα ίδης να έχουν πέσει στον δρόμον. Αλλά μαζή με τον αδελφόν σου θα βοηθήσης να τα σηκώσετε.

Δευτ. 22,5         Οὐκ ἔσται σκεύη ἀνδρὸς ἐπὶ γυναικί, οὐδὲ μὴ ἐνδύσηται ἀνὴρ στολὴν γυναικείαν, ὅτι βδέλυγμα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σού ἐστι πᾶς ποιῶν ταῦτα.

Δευτ. 22,5                Δεν επιτρέπεται εις γυναίκα να φορή ανδρικά ενδύματα, ούτε στον άνδρα να φορή γυναικεία ενδύματα, διότι καθένας που κάμνει αυτά, είναι αποκρουστικός και αηδιαστικός ενώπιον Κυρίου του Θεού σου.

Δευτ. 22,6         Ἐὰν δὲ συναντήσῃς νοσσιᾷ ὀρνέων πρὸ προσώπου σου ἐν τῇ ὁδῷ ἢ ἐπὶ παντὶ δένδρῳ ἢ ἐπὶ τῆς γῆς, νεοσσοῖς ἢ ὠοῖς, καὶ ἡ μήτηρ θάλπῃ ἐπὶ τῶν νεοσσῶν ἢ ἐπὶ τῶν ὠῶν, οὐ λήψῃ τὴν μητέρα μετὰ τῶν τέκνων·

Δευτ. 22,6                Εάν συναντήσης φωληά μικρών πουλιών στον δρόμον σου η επάνω εις δένδρον η κάτω εις την γην, μέσα εις την οποίαν υπάρχουν πουλάκια η αυγά και η μητέρα θερμαίνη τα πουλάκια η τα αυγά, δεν θα πάρης την μητέρα με τα παιδιά της.

Δευτ. 22,7         ἀποστολῇ ἀποστελεῖς τὴν μητέρα, τὰ δὲ παιδία λήψῃ σεαυτῷ, ἵνα εὖ σοι γένηται καὶ πολυήμερος γένῃ.

Δευτ. 22,7                Θα αφήσης ελευθέραν την μητέρα και θα πάρης δια τον εαυτόν σου μόνον τα πουλιά της και έτσι θα ζήσης ευτυχής και μακροχρόνιος εις την γην.

Δευτ. 22,8         Ἐὰν δὲ οἰκοδομήσῃς οἰκίαν καινήν, καὶ ποιήσεις στεφάνην τῷ δώματί σου· καὶ οὐ ποιήσεις φόνον ἐν τῇ οἰκίᾳ σου, ἐὰν πέσῃ ὁ πεσὼν ἀπ᾿ αὐτοῦ.

Δευτ. 22,8                Εάν κτίσης καινούργια οικία, πρέπει να κάμης στηθαίον γύρω από την ταράτσαν, μήπως τυχόν και πέση κανείς από την ταράτσαν και λάβη χώραν φόνος εις την οικίας σου (δια τον οποίον λόγω αμελείας συ θα είσαι υπεύθυνος).

Δευτ. 22,9         Οὐ κατασπερεῖς τὸν ἀμπελῶνά σου διάφορον, ἵνα μὴ ἁγιασθῇ τὸ γένημα καὶ τὸ σπέρμα, ὃ ἐὰν σπείρῃς μετὰ τοῦ γενήματος τοῦ ἀμπελῶνός σου.

Δευτ. 22,9                Δεν θα σπείρης στο αμπέλι σου άλλο είδος σποράς, διότι δεν θα είναι δυνατόν να προσφερθούν κατά την ιδίαν ημέραν προς αγιασμόν αι απαρχαί του αμπελώνος και της άλλης σποράς.

Δευτ. 22,10        οὐκ ἀροτριάσεις ἐν μόσχῳ καὶ ὄνῳ ἐπὶ τὸ αὐτό.

Δευτ. 22,10              Δεν πρέπει να οργώσης το χωράφι σου χρησιμοποιών στον ίδιον ζυγόν βόδι και όνον.

Δευτ. 22,11        οὐκ ἐνδύσῃ κίβδηλον, ἔρια καὶ λίνον, ἐν τῷ αὐτῷ.

Δευτ. 22,11               Δεν θα φορέσης ένδυμα κίβδηλον, το οποίον είναι υφασμένον με λινήν και μαλλίνην κλωστήν.

Δευτ. 22,12        Στρεπτὰ ποιήσεις σεαυτῷ ἐπὶ τῶν τεσσάρων κρασπέδων τῶν περιβολαίων σου, ἃ ἐὰν περιβάλῃ ἐν αὐτοῖς.

Δευτ. 22,12              Θα κατασκευάσης κρόσσια εις τα τέσσαρα κάτω άκρα του ιματίου σου, με το οποίον ενδύεσαι.

 

                                     Διατάξεις σχετικά με την αγνότητα

Δευτ. 22,13        Ἐὰν δέ τις λάβῃ γυναῖκα καὶ συνοικήσῃ αὐτῇ καὶ μισήσῃ αὐτὴν

Δευτ. 22,13               Εάν κανείς λάβη σύζυγον και συνοικήση με αυτήν, κατόπιν δε την αποστραφή και την μισήση,

Δευτ. 22,14        καὶ ἐπιθῇ αὐτῇ προφασιστικοὺς λόγους καὶ κατενέγκῃ αὐτῆς ὄνομα πονηρὸν καὶ λέγῃ· τὴν γυναῖκα ταύτην εἴληφα καὶ προσελθὼν αὐτῇ οὐκ εὕρηκα αὐτῆς τὰ παρθένια,

Δευτ. 22,14              και επιβαρύνη αυτήν με ψευδείς κατηγορίας και προσάψη εις αυτήν δυσφημισμένον και ανυπόληπτον όνομα και είπη· Ελαβαν την γυναίκα αυτήν ως σύζυγόν μου και ελθών εις επαφήν με αυτήν, δεν την ευρήκα παρθένον,

Δευτ. 22,15        καὶ λαβὼν ὁ πατὴρ τῆς παιδὸς καὶ ἡ μήτηρ ἐξοίσουσι τὰ παρθένια τῆς παιδὸς πρὸς τὴν γερουσίαν ἐπὶ τὴν πύλην,

Δευτ. 22,15               τότε ο πατήρ και η μήτηρ της γυναικός αυτής θα λάβουν τα δείγματα της παρθενικότητός της και θα τα φέρουν εις την γερουσίαν κοντά εις την πύλην της πόλεως.

Δευτ. 22,16        καὶ ἐρεῖ ὁ πατὴρ τῆς παιδὸς τῇ γερουσίᾳ· τὴν θυγατέρα μου ταύτην δέδωκα τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ γυναῖκα, καὶ μισήσας αὐτὴν

Δευτ. 22,16              Εκεί θα είπη ο πατήρ της γυναικός αυτής εις την γερουσίαν· έδωκα την κόρην μου αυτήν ως σύζυγον στον άνθρωπον αυτόν. Και αυτός, επειδή την εμίσησεν,

Δευτ. 22,17        νῦν οὗτος ἐπιτίθησιν αὐτῇ προφασιστικοὺς λόγους λέγων· οὐχ εὕρηκα τῇ θυγατρί σου παρθένια, καὶ ταῦτα τὰ παρθένια τῆς θυγατρός μου· καὶ ἀναπτύξουσι τὸ ἱμάτιον ἐναντίον τῆς γερουσίας τῆς πόλεως.

Δευτ. 22,17               επιρρίπτει εναντίον της ψευδείς κατηγορίας λέγων· δεν ευρήκα την κόρην σου παρθένον. Εκείνος θα είπη αυτά είναι τα σημάδια της παρθενίας της κόρης μου και οι γονείς θα ξεδιπλώσουν το ιμάτιον της θυγατρός των ενώπιον της γερουσίας της πόλεως.

Δευτ. 22,18        καὶ λήψεται ἡ γερουσία τῆς πόλεως ἐκείνης τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον καὶ παιδεύσουσιν αὐτὸν

Δευτ. 22,18              Η γερουσία της πόλεως θα συλλάβη τον άνθρωπον εκείνον και θα τον τιμωρήση.

Δευτ. 22,19        καὶ ζημιώσουσιν αὐτὸν ἑκατὸν σίκλους καὶ δώσουσι τῷ πατρὶ τῆς νεάνιδος, ὅτι ἐξήνεγκεν ὄνομα πονηρὸν ἐπὶ παρθένον Ἰσραηλῖτιν· καὶ αὐτοῦ ἔσται γυνή, οὐ δυνήσεται ἐξαποστεῖλαι αὐτὴν τὸν ἅπαντα χρόνον.

Δευτ. 22,19              Θα καταδικάσουν αυτόν εις πρόστιμον εκατόν σίκλων (1120        γραμμάρια) αργυρίου, το οποίον θα δώσουν στον πατέρα της νεάνιδος, διότι διέβαλε και εξηυτέλισε το όνομα αυτής της παρθένου Ισραηλίτιδος. Επί πλέον δε θα υποχρεωθήη να κρατήση αυτήν ισοβίως ως σύζυγόν του, χωρίς να δυνηθή ποτέ να την διαζευχθή.

Δευτ. 22,20        ἐὰν δὲ ἐπ᾿ ἀληθείας γένηται ὁ λόγος οὗτος καὶ μὴ εὑρεθῇ παρθένια τῇ νεάνιδι,

Δευτ. 22,20              Εάν όμως η κατηγορία του συζύγου είναι αληθής και όντως δεν ευρεθή παρθένος η νεάνις,

Δευτ. 22,21        καὶ ἐξάξουσι τὴν νεᾶνιν ἐπὶ τὰς θύρας τοῦ οἴκου τοῦ πατρὸς αὐτῆς, καὶ λιθοβολήσουσιν αὐτὴν ἐν λίθοις, καὶ ἀποθανεῖται, ὅτι ἐποίησεν ἀφροσύνην ἐν υἱοῖς Ἰσραὴλ ἐκπορνεῦσαι τὸν οἶκον τοῦ πατρὸς αὐτῆς· καὶ ἐξαρεῖς τὸν πονηρὸν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν.

Δευτ. 22,21              θα οδηγήσουν την γυναίκα αυτήν εις την θύραν της οικίας του πατρός της και θα την θανατώσουν δια λιθοβολισμού, διότι διέπραξεν αυτήν την αφροσύνην μεταξύ των Ισραηλιτών, και εξετράπη εις πορνείαν, όταν ευρίσκετο στον οίκον του πατρός της. Ετσι θα βγάλετε από ανάμεσά σας τον πονηρόν αυτόν άνθρωπον.

Δευτ. 22,22        Ἐὰν δὲ εὑρεθῇ ἄνθρωπος κοιμώμενος μετὰ γυναικὸς συνῳκισμένης ἀνδρί, ἀποκτενεῖτε ἀμφοτέρους, τὸν ἄνδρα τὸν κοιμώμενον μετὰ τῆς γυναικὸς καὶ τὴν γυναῖκα· καὶ ἐξαρεῖς τὸν πονηρὸν ἐξ Ἰσραήλ.

Δευτ. 22,22              Εάν ευρεθή ανήρ κοιμώμενος με γυναίκα υπανδρευμένην, θα φονεύσετε και τους δύο, τον άνδρα που εκοιμήθη με την γυναίκα και την γυναίκα. Ετσι θα βγάλετε από ανάμεσά σας τον πονηρόν άνθρωπον.

Δευτ. 22,23        Ἐὰν δὲ γένηται παῖς παρθένος μεμνηστευμένη ἀνδρὶ καὶ εὑρὼν αὐτὴν ἄνθρωπος ἐν πόλει κοιμηθῇ μετ᾿ αὐτῆς,

Δευτ. 22,23              Εάν κόρην παρθένον μνηστευμένην την συναντήση ένας ανήρ εντός της πόλεως και κοιμηθή μαζή της,

Δευτ. 22,24        ἐξάξετε ἀμφοτέρους ἐπὶ τὴν πύλην τῆς πόλεως αὐτῶν καὶ λιθοβοληθήσονται ἐν λίθοις καὶ ἀποθανοῦνται· τὴν νεᾶνιν, ὅτι οὐκ ἐβόησεν ἐν τῇ πόλει, καὶ τὸν ἄνθρωπον, ὅτι ἐταπείνωσε τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον· καὶ ἐξαρεῖς τὸν πονηρὸν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν.

Δευτ. 22,24              θα οδηγήσετε και τους δύο εις την πύλην της πόλεως, όπου το δικαστήριον της γερουσίας, και θα καταδικάσετε αυτούς στον δια λιθοβολισμού θάνατον. Την μεν κόρην διότι, καίτοι ευρισκομένη εις την πόλιν, δεν εφώναξε, τον δε άνδρα διότι διέφθειρε την μνηστήν του πλησίον. Ετσι θα βγάλετε εκ μέσου του ισραηλιτικού λαού τον πονηρόν.

Δευτ. 22,25        ἐὰν δὲ ἐν πεδίῳ εὕρῃ ἄνθρωπος τὴν παῖδα τὴν μεμνηστευμένην καὶ βιασάμενος κοιμηθῇ μετ᾿ αὐτῆς, ἀποκτενεῖτε τὸν κοιμώμεμον μετ᾿ αὐτῆς μόνον

Δευτ. 22,25              Εάν ένας ανήρ συναντήση εις την ύπαιθρον κόρην μνηστευμένην και χρησιμοποιών βίαν κοιμηθή μαζή της, θα φονεύσετε μόνον τον άνδρα, που εκοιμήθη με αυτήν.

Δευτ. 22,26        καὶ τῇ νεάνιδι οὐ ποιήσετε οὐδέν· οὐκ ἔστιν ἁμάρτημα θανάτου, ὅτι ὡς εἴ τις ἐπαναστῇ ἄνθρωπος ἐπὶ τὸν πλησίον καὶ φονεύσῃ αὐτοῦ ψυχήν, οὕτω τὸ πρᾶγμα τοῦτο,

Δευτ. 22,26              Εις την κόρην δεν θα επιβάλετε καμμίαν τιμωρίαν. Δεν διέπραξεν αυτή αμάρτημα συνεπαγόμενον τον θάνατον· διότι το πάθημα της νεάνιδος είναι, ως εάν ένας ωπλισμένος άνθρωπος επιτεθή εναντίον αόπλου και τον φονεύση.

Δευτ. 22,27        ὅτι ἐν τῷ ἀγρῷ εὗρεν αὐτήν, ἐβόησεν ἡ νεᾶνις ἡ μεμνηστευμένη, καὶ οὐκ ἦν ὁ βοηθήσων αὐτῇ.

Δευτ. 22,27              Εις τον αγρόν ευρήκεν εκείνος την μνηστευμένην κόρην. Εφώναξεν εκείνη, αλλά δεν υπήρχε κανείς να σπεύση εις βοήθειάν της.

Δευτ. 22,28        Ἐὰν δέ τις εὕρῃ τὴν παῖδα τὴν παρθένον, ἥτις οὐ μεμνήστευται, καὶ βιασάμενος κοιμηθῇ μετ᾿ αὐτῆς καὶ εὑρεθῇ,

Δευτ. 22,28              Εάν ανήρ τις συναντήση κόρην παρθένον, η οποία δεν είναι μνηστεαμένη και βιάση αυτήν κοιμηθείς μαζή της, και ανακαλυφθή ο διαπράξας το αδίκημα αυτό,

Δευτ. 22,29        δώσει ὁ ἄνθρωπος ὁ κοιμηθεὶς μετ᾿ αὐτῆς τῷ πατρὶ τῆς νεάνιδος πεντήκοντα δίδραχμα ἀργυρίου, καὶ αὐτοῦ ἔσται γυνή, ἀνθ᾿ ὧν ἐταπείνωσεν αὐτήν· οὐ δυνήσεται ἐξαποστεῖλαι αὐτὴν τὸν ἅπαντα χρόνον.

Δευτ. 22,29              θα δώση ο άνθρωπος αυτός στον πατέρα της παρθένου κόρης πεντήκοντα δίδραχμα αργυρίου και θα λάβη αυτήν ως σύζυγόν του, διότι την διέφθειρε. Δεν θα δυνηθή δε αυτός ποτέ να την διαζευχθή.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23- ΠΟΙΟΙ ΑΠΟΚΛΕΙΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ

Η ΚΑΘΑΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟΥ - ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

                                    Διατάξεις σχετικά με την αγνότητα

Δευτ. 23,1         Οὐ λήψεται ἄνθρωπος τὴν γυναῖκα τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ οὐκ ἀποκαλύψει συγκάλυμμα τοῦ πατρὸς αὐτοῦ.

Δευτ. 23,1                 Δεν επιτρέπεται εις κανένα να λάβη ως σύζυγόν του την γυναίκα του πατρός του και να ανασύρη έτσι από αυτήν το κάλυμμα του πατρός του.

 

                                    Ποιοι αποκλείονται από την κοινότητα

Δευτ. 23,2         Οὐκ εἰσελεύσεται θλαδίας οὐδὲ ἀποκεκομμένος εἰς τὴν ἐκκλησίαν Κυρίου.

Δευτ. 23,2                Δεν επιτρέπεται εις συγκεντρώσεις ενώπιον του Κυρίου να προσέρχεται άνθρωπος, του οποίου τα απόκρυφα μέλη είναι σπασμένα η κομμένα.

Δευτ. 23,3         οὐκ εἰσελεύσεται ἐκ πόρνης εἰς ἐκκλησίαν Κυρίου.

Δευτ. 23,3                 Επίσης εις τας συναθροίσεις αυτάς δεν επιτρέπεται να προσέλθη νόθος, υιός πόρνης.

Δευτ. 23,4         οὐκ εἰσελεύσεται Ἀμμανίτης καὶ Μωαβίτης εἰς ἐκκλησίαν Κυρίου· καὶ ἕως δεκάτης γενεᾶς οὐκ εἰσελεύσεται εἰς τὴν ἐκκλησίαν Κυρίου καὶ ἕως εἰς τὸν αἰῶνα,

Δευτ. 23,4                Εις την ενώπιον του Κυρίου συνάθροισιν δεν επιτρέπεται να προσέλθη Αμμανίτης και Μωαβίτης και έως δεκάτης ακόμη γενεάς. Εις τον αιώνα τον άπαντα δεν θα εισέλθη κανείς από αυτούς εις συγκέντρωσιν Κυρίου.

Δευτ. 23,5         παρὰ τὸ μὴ συναντῆσαι αὐτοὺς ὑμῖν μετὰ ἄρτων καὶ ὕδατος ἐν τῇ ὁδῷ, ἐκπορευομένων ὑμῶν ἐξ Αἰγύπτου, καὶ ὅτι ἐμισθώσαντο ἐπὶ σὲ τὸν Βαλαὰμ υἱὸν Βεὼρ ἐκ τῆς Μεσοποταμίας καταρᾶσθαί σε·

Δευτ. 23,5                 Και τούτο, διότι αυτοί δέν σας υπήντησαν με άρτους και ύδωρ στον δρόμον σας, όταν εφεύγατε από την Αίγυπτον, και διότι ακόμη επλήρωσαν τον Βαλαάμ, υιόν του Βεώρ από την Μεσοποταμίαν, δια να σας καταρασθή.

Δευτ. 23,6         καὶ οὐκ ἠθέλησε Κύριος ὁ Θεός σου εἰσακοῦσαι τοῦ Βαλαάμ, καὶ μετέστρεψε Κύριος ὁ Θεός σου τὰς κατάρας εἰς εὐλογίαν, ὅτι ἠγάπησέ σε Κύριος ὁ Θεός σου.

Δευτ. 23,6                Κυριος όμως ο Θεός σου δεν ηθέλησε να ακούση τον Βαλαάμ, αλλά μετέστρεψε τας κατάρας του Βαλαάμ εις ευλογίαν, διότι σε ηγάπησε Κυριος ο Θεός σου.

Δευτ. 23,7         οὐ προσαγορεύσεις εἰρηνικὰ αὐτοῖς καὶ συμφέροντα αὐτοῖς πάσας τὰς ἡμέρας σου εἰς τὸν αἰῶνα.

Δευτ. 23,7                 Δεν θα έχης ειρηνικάς ομιλίας και σχέσεις με αυτούς· ούτε και θα επιδιώξης ποτέ στον αιώνα να εξυπηρετήσης τα συμφέροντά των.

Δευτ. 23,8         οὐ βδελύξῃ Ἰδουμαῖον, ὅτι ἀδελφός σού ἐστιν· οὐ βδελύξῃ Αἰγύπτιον, ὅτι πάροικος ἐγένου ἐν τῇ γῇ αὐτοῦ·

Δευτ. 23,8                Δεν θα μισήσης όμως τον Ιδουμαίον, διότι είναι αδελφός σου. Δεν θα μισήσης ακόμη ούτε τον Αιγύπτιον, διότι είχες φιλοξενηθή εις την χώραν του.

Δευτ. 23,9         υἱοὶ ἐὰν γεννηθῶσιν αὐτοῖς, γενεᾷ τρίτῃ εἰσελεύσονται εἰς ἐκκλησίαν Κυρίου.

Δευτ. 23,9                Οι απόγονοι, οι οποίοι ενδεχομένως θα γεννηθούν από αυτούς, γενεά τρίτη, θα έχουν το δικαίωμα να εισέλθουν εις τας συγκεντρώσεις σας ενώπιον του Κυρίου, στον ναόν.

 

                                    Η καθαρότητα του στρατοπέδου

Δευτ. 23,10        Ἐὰν δὲ ἐξέλθῃς παρεμβαλεῖν ἐπὶ τοὺς ἐχθρούς σου, καὶ φυλάξῃ ἀπὸ παντὸς ῥήματος πονηροῦ.

Δευτ. 23,10               Εάν πρόκειται να εξέλθης εις πόλεμον εναντίον των εχθρών σου, πρόσεξε να αποφύγης κάθε μολυσμόν, τον οποίον απαγορεύει ο Θεός.

Δευτ. 23,11        ἐὰν ᾖ ἐν σοὶ ἄνθρωπος, ὃς οὐκ ἔσται καθαρὸς ἐκ ῥύσεως αὐτοῦ νυκτός, καὶ ἐξελεύσεται ἔξω τῆς παρεμβολῆς καὶ οὐκ εἰσελεύσεται εἰς τὴν παρεμβολήν·

Δευτ. 23,11               Εάν δηλαδή υπάρξη μεταξύ του λαού άνθρωπος, ο οποίος εξ αιτίας νυκτερινής ρεύσεως δεν είναι καθαρός, θα εξέλθη από το στρατόπεδον και δεν θα επανέλθη εις αυτό.

Δευτ. 23,12        καὶ ἔσται τὸ πρὸς ἑσπέραν λούσεται τὸ σῶμα αὐτοῦ ὕδατι καὶ δεδυκότος ἡλίου εἰσελεύσεται εἰς τὴν παρεμβολήν.

Δευτ. 23,12               Οταν δε πλησιάζη η εσπέρα θα λούση το σώμα του με νερό και μετά την δύσιν του ηλίου θα εισέλθη στο στρατόπεδον.

Δευτ. 23,13        καὶ τόπος ἔσται σοι ἔξω τῆς παρεμβολῆς, καὶ ἐξελεύσῃ ἐκεῖ ἔξω·

Δευτ. 23,13               Εξω από το στρατόπεδον θα υπάρχη ωρισμένος τόπος δια τας ανάγκας σας και εκεί θα εξέρχεσθε.

Δευτ. 23,14        καὶ πάσσαλος ἔσται σοι ἐπὶ τῆς ζώνης σου, καὶ ἔσται ὅταν διακαθιζάνῃς ἔξω, καὶ ὀρύξεις ἐν αὐτῷ καὶ ἐπαγαγὼν καλύψεις τὴν ἀσχημοσύνην σου ἐν αὐτῷ·

Δευτ. 23,14               Θα έχεις εις την ζώνην σου ένα πάσσαλον, και όταν πρόκειται να καθήσης εκεί έξω προς σωματικήν σου ανάγκην, θα ανοίξης δια του πασσάλου λάκκον και στραφείς προς τα εκεί κατόπιν θα σκεπάσης την ακαθαρσίαν σου με χώματα χρησιμοποιών προς τούτο τον πάσσαλον.

Δευτ. 23,15        ὅτι Κύριος ὁ Θεός σου ἐμπεριπατεῖ ἐν τῇ παρεμβολῇ σου ἐξελέσθαι σε καὶ παραδοῦναι τὸν ἐχθρόν σου πρὸ προσώπου σου, καὶ ἔσται ἡ παρεμβολή σου ἁγία, καὶ οὐκ ὀφθήσεται ἐν σοὶ ἀσχημοσύνη πράγματος καὶ ἀποστρέψει ἀπὸ σοῦ.

Δευτ. 23,15               Τούτο δέ, διότι Κυριος ο Θεός σου ευρίσκεται και τρόπον τινά περιπατεί στο στρατόπεδόν σου, δια να σε απελευθερώση από τον εχθρόν σου και να παραδώση αυτόν εις την εξουσίαν σου. Το στρατόπεδον είναι άγιον και δεν πρέπει να εμφανίζεται εις αυτό κανένα άσχημον πράγμα και απομακρυνθή έτσι ο Θεός από σέ.

 

                                     Διάφορες άλλες διατάξεις

Δευτ. 23,16        Οὐ παραδώσεις παῖδα τῷ κυρίῳ αὐτοῦ, ὃς προστέθειταί σοι παρὰ τοῦ κυρίου αὐτοῦ·

Δευτ. 23,16               Δούλον, ο οποίος οικειοθελώς έφυγεν από τον τυραννικόν κύριόν του και ήλθε να μένη πλησίον σου, δεν πρέπει να τον παραδώσης στον κύριόν του.

Δευτ. 23,17        μετὰ σοῦ κατοικήσει, ἐν ὑμῖν κατοικήσει οὗ ἂν ἀρέσῃ αὐτῷ, οὐ θλίψεις αὐτόν.

Δευτ. 23,17               Θα κατοική μαζή σου, θα μένη εις την πόλιν σας, όπου αρέσει εις αυτόν. Δεν θα τον καταπιέσης.

Δευτ. 23,18        Οὐκ ἔσται πόρνη ἀπὸ θυγατέρων Ἰσραήλ, καὶ οὐκ ἔσται πορνεύων ἀπὸ υἱῶν Ἰσραήλ· οὐκ ἔσται τελεσφόρος ἀπὸ θυγατέρων Ἰσραήλ, καὶ οὐκ ἔσται τελισκόμενος ἀπὸ υἱῶν Ἰσραήλ.

Δευτ. 23,18               Δεν πρέπει να υπάρξη πόρνη μεταξύ των θυγατέρων του Ισραήλ, και δεν πρέπει να υπάρξη πόρνος μεταξύ των Ισραηλιτών. Δεν θα υπάρξη ιερόδουλος μεταξύ των θυγατέρων του ισραηλιτικού λαού και δεν πρέπει να υπάρξη προαγωγός εις πορνείαν μεταξύ των Ισραηλιτών.

Δευτ. 23,19        οὐ προσοίσεις μίσθωμα πόρνης οὐδὲ ἄλλαγμα κυνὸς εἰς τὸν οἶκον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου πρὸς πᾶσαν εὐχήν, ὅτι βδέλυγμα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σού ἐστι καὶ ἀμφότερα.

Δευτ. 23,19               Συ, η γυναίκα, δεν θα προσφέρης δώρον στον οίκον του Κυρίου την αμοιβήν σου ως πόρνης, ούτε συ ο οποίος είσαι ανήρ, χρήματα που έλαβες ως κίναιδος, δεν θα προσφέρετε αυτά στον οίκον του Θεού δι' οιονδήποτε τάξιμόν σας, διότι και αι δύο αυταί πρώξεις είναι μισηταί και αποκρουστικαί ενώπιον του Κυρίου.

Δευτ. 23,20        Οὐκ ἐκτοκιεῖς τῷ ἀδελφῷ σου τόκον ἀργυρίου καὶ τόκον βρωμάτων καὶ τόκον παντὸς πράγματος, οὗ ἐὰν ἐκδανείσῃς.

Δευτ. 23,20              Δεν θα δώσης στον αδελφόν σου τον Ισραηλίτην δάνειον χρημάτων με τόκον, ούτε θα ζητήσης τόκον δια τα τρόφιψια η δι' οιονδήποτε άλλο πράγμα, που εδάνεισες εις αυτόν.

Δευτ. 23,21        τῷ ἀλλοτρίῳ ἐκτοκιεῖς, τῷ δὲ ἀδελφῷ σου οὐκ ἐκτοκιεῖς, ἵνα εὐλογήσῃ σε Κύριος ὁ Θεός σου ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις σου ἐπὶ τῆς γῆς, εἰς ἣν εἰσπορεύῃ ἐκεῖ κληρονομῆσαι αὐτήν.

Δευτ. 23,21               Εις τον ξένον όμως, στον αλλοεθνή, θα δανείσης χρήματα επί τόκω όχι όμως στον αδελφόν σου, δια να σε ευλογήση ο Κυριος εις όλα τα έργα σου, εις την χώραν, προς την οποίαν εισέρχεσαι δια να την κληρονομήσης.

Δευτ. 23,22        Ἐὰν δὲ εὔξῃ εὐχὴν Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου, οὐ χρονιεῖς ἀποδοῦναι αὐτήν, ὅτι ἐκζητῶν ἐκζητήσει Κύριος ὁ Θεός σου παρὰ σοῦ, καὶ ἔσται ἐν σοὶ ἁμαρτία·

Δευτ. 23,22              Εάν δε κάμης τάξιμον εις Κυριον τον Θεόν σου, δεν πρέπει να βραδύνης εις την εκπλήρωσίν του· διότι άλλως θα σου ζητήση ευθύνην Κυριος ο Θεός σου και θα είναι ενοχή παραβάσεως εις σέ.

Δευτ. 23,23        ἐὰν δὲ μὴ θέλῃς εὔξασθαι, οὐκ ἔστιν ἐν σοὶ ἁμαρτία.

Δευτ. 23,23              Εάν όμως δεν θέλης να κάμης τάξιμον, δεν έχεις καμμίαν ενοχήν.

Δευτ. 23,24        τὰ ἐκπορευόμενα διὰ τῶν χειλέων σου φυλάξῃ καὶ ποιήσεις ὃν τρόπον ηὔξω Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου δόμα, ὃ ἐλάλησας τῷ στόματί σου.

Δευτ. 23,24              Ο,τι εξέρχεται από τα χείλη σου ως τάξιμον θα φροντίσης να το εκπληρώσης. Οπως έταξες έτσι και θα δώσης το δώρον εις Κυριον τον Θεόν σου, ο,τι υπεσχέθης με το στόμα σου.

Δευτ. 23,25        Ἐὰν δὲ εἰσέλθῃς εἰς ἀμητὸν τοῦ πλησίον σου, καὶ συλλέξῃς ἐν ταῖς χερσί σου στάχυς καὶ δρέπανον οὐ μὴ ἐπιβάλῃς ἐπ᾿ ἀμητὸν τοῦ πλησίον σου.

Δευτ. 23,25              Εάν συ ο πτωχός εισέλθης στον αγρόν του πλησίον σου κατά την ώραν του θερισμού, ημπορείς να μαζεύσης με τα χέρια σου στάχυα. Δρεπάνι όμως δεν θα βάλης στον θερισμόν του αγρού του πλησίον σου.

Δευτ. 23,26        ἐὰν δὲ εἰσέλθῃς εἰς τὸν ἀμπελῶνα τοῦ πλησίον σου, φαγῇ σταφυλὴν ὅσον ψυχήν σου ἐμπλησθῆναι, εἰς δὲ ἄγγος οὐκ ἐμβαλεῖς.

Δευτ. 23,26              Εάν δε εισέλθης στο αμπέλι του πλησίον σου, θα φάγης σταφύλια, έως ότου χορτάσης· δεν θα βάλης όμως εις δοχείον δια να πάρης μαζή σου.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 24- Ο ΝΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΑΖΥΓΙΟ - ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΔΥΝΑΤΩΝ

                                   Ο νόμος για το διαζύγιο

Δευτ. 24,1         Ἐὰν δέ τις λάβῃ γυναῖκα καὶ συνοικήσῃ αὐτῇ, καὶ ἔσται ἐὰν μὴ εὕρῃ χάριν ἐναντίον αὐτοῦ, ὅτι εὗρεν ἐν αὐτῇ ἄσχημον πρᾶγμα, καὶ γράψει αὐτῇ βιβλίον ἀποστασίου καὶ δώσει εἰς τὰς χεῖρας αὐτῆς καὶ ἐξαποστελεῖ αὐτὴν ἐκ τῆς οἰκίας αὐτοῦ,

Δευτ. 24,1                 Εάν κανείς λάβη σύζυγον και συγκατοικήση με αυτήν, βραδύτερον δε δεν του αρέση διότι ευρήκεν εις αυτήν άσχημον πράγμα, (κάτι που του είναι αποκρουστικόν) δύναται να δώση εις αυτήν γραπτόν διαζύγιον και αφού της το εγχειρίση θα την διώξη από το σπίτι του.

Δευτ. 24,2         καὶ ἀπελθοῦσα γένηται ἀνδρὶ ἑτέρῳ,

Δευτ. 24,2                Εκείν όταν φύγη από τον πρώτον σύζυγήν της, δύναται να υπανδρευθή άλλον.

Δευτ. 24,3         καὶ μισήσῃ αὐτὴν ὁ ἀνὴρ ὁ ἔσχατος καὶ γράψει αὐτῇ βιβλίον ἀποστασίου καὶ δώσει εἰς τὰς χεῖρας αὐτῆς καὶ ἐξαποστελεῖ αὐτὴν ἐκ τῆς οἰκίας αὐτοῦ, ἢ ἀποθάνῃ ὁ ἀνὴρ ὁ ἔσχατος, ὃς ἔλαβεν αὐτὴν ἑαυτῷ γυναῖκα,

Δευτ. 24,3                Εάν όμως και ο δεύτερος ανήρ την αποστραφή και γραψη δι' αυτήν διαζύγιον και το παραδώση εις τα χέρια της και την διώξη από την οικίαν του, η εάν συμβή να αποθάνη ο δεύτερος αυτός ανήρ, που την είχε λάβει ως σύζυγόν του,

Δευτ. 24,4         οὐ δυνήσεται ὁ ἀνὴρ ὁ πρότερος ὁ ἐξαποστείλας αὐτὴν ἐπαναστρέψας λαβεῖν αὐτὴν ἑαυτῷ γυναῖκα, μετὰ τὸ μιανθῆναι αὐτήν, ὅτι βδέλυγμά ἐστιν ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου· καὶ οὐ μιανεῖτε τὴν γῆν, ἣν Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι ἐν κλήρω.

Δευτ. 24,4                ο πρώτος σύζυγός της, ο οποίος την είχεν αποπέμψει, δεν επιτρέπεται να επανέλθη και να την πάρη πάλιν ως σύζυγόν του, αφού αυτή ήλθεν εις συζυγικήν ένωσιν με άλλον, διότι τούτο είναι μισητόν ενώπιον Κυρίου του Θεού σου. Δεν πρέπει να μολύνετε την χώραν, την οποίαν ο Κυριος σας δίδει ως κληρονομίαν.

 

                                    Διάφορες άλλες διατάξεις

Δευτ. 24,5         Ἐὰν δέ τις λάβῃ γυναῖκα προσφάτως, οὐκ ἐξελεύσεται εἰς πόλεμον, καὶ οὐκ ἐπιβληθήσεται αὐτῷ οὐδὲν πρᾶγμα· ἀθῷος ἔσται ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ ἐνιαυτὸν ἕνα, εὐφρανεῖ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, ἣν ἔλαβεν.

Δευτ. 24,5                Αυτός που μόλις προ ολίγου καιρού έχει νυμφευθή, δεν θα λάβη μέρος εις πόλεμον και δεν θα επιβληθή εις αυτόν κανένα άλλο δημόσιον καθήκον. Θα είναι ελεύθερος και ανένοχος να μείνη εις την οικίαν του επί ένα έτος, δια να δώση χαράν εις την συζυγον, την οποίαν έλαβε.

Δευτ. 24,6         Οὐκ ἐνεχυράσεις μύλον, οὐδὲ ἐπιμύλιον, ὅτι ψυχὴν οὗτος ἐνεχυράζει.

Δευτ. 24,6                Δεν θα πάρης ως ενέχυρον, δια δάνειον που έδωσες, τον χειρόμυλον η την επάνω πέτρα του χειρομύλου, διότι έτσι είναι ως εάν λαμβάνης ενέχυρον αυτήν την ζωήν του πτωχού.

Δευτ. 24,7         Ἐὰν δὲ ἁλῷ ἄνθρωπος κλέπτων ψυχὴν ἐκ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ καὶ καταδυναστεύσας αὐτὸν ἀποδῶται, ἀποθανεῖται ὁ κλέπτης ἐκεῖνος· καὶ ἐξαρεῖς τὸν πονηρὸν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν.

Δευτ. 24,7                Εάν υπάρξη άνθρωπος Ισραηλίτης και αρπάξη δολίως η βιαίως τον αδελφόν του και αφού τον κατατυραννήση, τον πωλήση ως δούλον, αυτός ο κλέπτης πρέπει να τιμωρηθή δια θανάτου. Ετσι θα βγάλης τον πονηρόν ανάμεσα από τους Ισραηλίτας.

Δευτ. 24,8         Πρόσεχε σαυτῷ ἐν τῇ ἁφῇ τῆς λέπρας· φυλάξῃ σφόδρα ποιεῖν κατὰ πάντα τὸν νόμον, ὃν ἂν ἀναγγείλωσιν ὑμῖν οἱ ἱερεῖς οἱ Λευῖται· ὃν τρόπον ἐνετειλάμην ὑμῖν, φυλάξασθε ποιεῖν.

Δευτ. 24,8                Πρόσεχε κατά την εμφάνισιν της λέπρας. Φρόντισε επιμελώς να τηρήσης όλα όσα λέγει ο Νομος, τον οποίον οι ιερείς Λευΐται θα σας διδάξουν. Οπως σας διέταξα, έτσι και θα φροντίσετε να τον τηρήσετε.

Δευτ. 24,9         μνήσθητι ὅσα ἐποίησε Κύριος ὁ Θεός σου τῇ Μαριὰμ ἐν τῇ ὁδῷ, ἐκπορευομένων ὑμῶν ἐξ Αἰγύπτου.

Δευτ. 24,9                Ενθυμήσου την τιμωρίαν, την οποίαν επέβαλε Κυριος ο Θεός σου εις την Μαριάμ καθ' οδόν, όταν εβγαίνατε από την Αίγυπτον.

 

                                    Η προστασία των αδυνάτων

Δευτ. 24,10        Ἐὰν ὀφείλημα ᾖ ἐν τῷ πλησίον σου, ὀφείλημα ὁτιοῦν, οὐκ εἰσελεύσῃ εἰς τὴν οἰκίαν αὐτοῦ ἐνεχυράσαι τὸ ἐνέχυρον αὐτοῦ·

Δευτ. 24,10              Εάν ο πλησίον σου οφείλη κάτι εις σέ, οιονδήποτε και αν είναι αυτό το χρέος, δεν θα εισέλθης εις την οικίαν του, δια να λάβης ενέχυρον απέναντι του χρέους.

Δευτ. 24,11        ἔξω στήσῃ, καὶ ὁ ἄνθρωπος οὗ τὸ δάνειόν σού ἐστιν ἐν αὐτῷ, ἐξοίσει σοι τὸ ἐνέχυρον ἔξω.

Δευτ. 24,11               Θα σταθής έξω από την οικίαν, και ο άνθρωπος, που έλαβεν από σε το δάνειον, θα φέρη έξω και θα δώση εις σε το ενέχυρον.

Δευτ. 24,12        ἐὰν δὲ ὁ ἄνθρωπος πένηται, οὐ κοιμηθήσῃ ἐν τῷ ἐνεχύρῳ αὐτοῦ·

Δευτ. 24,12              Εάν δε ο άνθρωπος αυτός είναι πτωχός, δεν θα κοιμηθής με το ενέχυρόν του, το οποίον αυτός χρησιμοποιεί ως σκέπασμά του.

Δευτ. 24,13        ἀποδόσει ἀποδώσεις τὸ ἐνέχυρον αὐτοῦ πρὸς δυσμὰς ἡλίου, καὶ κοιμηθήσεται ἐν τῷ ἱματίῳ αὐτοῦ καὶ εὐλογήσει σε, καὶ ἔσται σοι ἐλεημοσύνη ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου.

Δευτ. 24,13               Θα αποδώσης εις αυτόν το ενέχυρόν του κατά την δύσιν του ηλίου, δια να σκεπασθή και κοιμηθή με το ιμάτιόν του, να σε ευλογήση και προσευχηθή δια σε και έτσι η ελεημοσύνη σου αυτή προς τον πτωχόν θα είναι προς τιμήν σου ενώπιον Κυρίου του Θεού σου.

Δευτ. 24,14        Οὐκ ἀπαδικήσεις μισθὸν πένητος καὶ ἐνδεοῦς ἐκ τῶν ἀδελφῶν σου ἢ ἐκ τῶν προσηλύτων τῶν ἐν ταῖς πόλεσί σου·

Δευτ. 24,14              Δεν θα ελαττώσης ούτε θα κατακρατήσης το ημεραμίσθιον πτωχού και ενδεούς τόσον εκ των αδελφών σου των Ισραηλιτών, όσον και από τους ξένους που ευρίσκονται εις τας πόλεις σας.

Δευτ. 24,15        αὐθημερὸν ἀποδώσεις τὸν μισθὸν αὐτοῦ, οὐκ ἐπιδύσεται ὁ ἥλιος ἐπ᾿ αὐτῷ, ὅτι πένης ἐστὶ καὶ ἐν αὐτῷ ἔχει τὴν ἐλπίδα· καὶ καταβοήσεται κατὰ σοῦ πρὸς Κύριον, καὶ ἔσται ἐν σοὶ ἁμαρτία.

Δευτ. 24,15               Θα πληρώσης αυτόν την ιδίαν ημέραν. Δεν θα δύση ο ήλιος, χωρίς αυτός να έχη λάβει το ημεραμίσθιόν του, διότι είναι πτωχός και εις αυτό στηρίζει την ελπίδα του. Εάν δεν τον πληρώσης εγκαίρως, θα φωνάξη κατά σου με αγανάκτησιν προς τον Κυριον και θα καταλογισθή εις σε αμαρτία.

Δευτ. 24,16        Οὐκ ἀποθανοῦνται πατέρες ὑπὲρ τέκνων, καὶ οἱ υἱοὶ οὐκ ἀποθανοῦνται ὑπὲρ πατέρων· ἕκαστος ἐν τῇ ἑαυτοῦ ἁμαρτίᾳ ἀποθανεῖται.

Δευτ. 24,16              Δεν θα τιμωρηθούν δια θανάτου πατέρες εξ αιτίας των τέκνων των, ούτε και τα παιδιά εξ αιτίας των πατέρων των. Ο καθένας θα τιμωρήται δια την ιδικήν του αμαρτίαν.

Δευτ. 24,17        Οὐκ ἐκκλινεῖς κρίσιν προσηλύτου καὶ ὀρφανοῦ καὶ χήρας, οὐκ ἐνεχυράσεις ἱμάτιον χήρας·

Δευτ. 24,17               Δεν θα διαστρέψης το δίκαιον του ξένου, του ορφανού και της χήρας. Δεν θα λάβης ως ενέχυρον το ιμάτιον της χήρας.

Δευτ. 24,18        καὶ μνησθήσῃ ὅτι οἰκέτης ἦσθα ἐν γῇ Αἰγύπτῳ καὶ ἐλυτρώσατό σε Κύριος ὁ Θεός σου ἐκεῖθεν· διὰ τοῦτο ἐγώ σοι ἐντέλλομαι ποιεῖν τὸ ῥῆμα τοῦτο.

Δευτ. 24,18              Να ενθυμήσαι δε ότι υπήρξες και συ δούλος εις την Αίγυπτον, ο δε Κυριος και Θεός σου σε απηλευθέρωσεν από εκεί. Δια τούτο εγώ σε διατάσσω να τηρής αυτάς τας εντολάς μου.

Δευτ. 24,19        Ἐὰν δὲ ἀμήσῃς ἀμητὸν ἐν τῷ ἀγρῷ σου καὶ ἐπιλάθῃ δράγμα ἐν τῷ ἀγρῷ σου, οὐκ ἀναστραφήσῃ λαβεῖν αὐτό· τῷ προσηλύτῳ καὶ τῷ ὀρφανῷ καὶ τῇ χήρᾳ ἔσται, ἵνα εὐλογήσῃ σε Κύριος ὁ Θεός σου ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις τῶν χειρῶν σου.

Δευτ. 24,19              Εάν θερίσης τον αγρόν σου και λησμονήσης εκεί ένα δεμάτι, δεν θα επιστρέψης να το πάρης. Αυτό θα είναι δια τον ξένον, δια το ορφανόν και την χήραν, δια να σε ευλογήση Κυριος ο Θεός σου εις όλα τα έργα των χειρών σου.

Δευτ. 24,20        ἐὰν δὲ ἐλαιολογῇς, οὐκ ἐπαναστρέψεις καλαμήσασθαι τὰ ὀπίσω σου· τῷ προσηλύτῳ καὶ τῷ ὀρφανῷ καὶ τῇ χήρᾳ ἔσται καὶ μνησθήσῃ ὅτι οἰκέτης ἦσθα ἐν γῇ Αἰγύπτῳ, διὰ τοῦτο ἐγώ σοι ἐντέλλομαι ποιεῖν τὸ ῥῆμα τοῦτο.

Δευτ. 24,20              Εάν δε μαζεύης τις εληές σου, δεν θα επιστρέψης να μαζέψης και εκείνες που έμειναν πίσω. Αυτές θα είναι δια τον ξένον και το ορφανόν και την χήραν· να ενθυμηθής δε ότι και συ υπήρξες δούλος εις την χώραν της Αιγύπτου, δια τούτο και εγώ σε διατάσσω να πράττης αυτά.

Δευτ. 24,21        ἐὰν δὲ τρυγήσῃς τὸν ἀμπελῶνά σου, οὐκ ἐπανατρυγήσεις αὐτὸν τὰ ὀπίσω σου· τῷ προσηλύτῳ καὶ τῷ ὀρφανῷ καὶ τῇ χήρᾳ ἔσται·

Δευτ. 24,21              Εάν δε τρυγήσης το αμπέλι σου, δεν θα γυρίσης να το ξανατρυγήσης, δια να μαζεύσης όσα τυχόν απέμειναν· αυτά θα είναι δια τον ξένον, δια το ορφανόν και την χήραν.

Δευτ. 24,22        καὶ μνησθήσῃ ὅτι οἰκέτης ἦσθα ἐν γῇ Αἰγύπτῳ, διὰ τοῦτο ἐγώ σοι ἐντέλλομαι ποιεῖν τὸ ῥῆμα τοῦτο.

Δευτ. 24,22              Να ενθυμηθής ότι και συ ήσουνα δούλος εις την χώραν της Αιγύπτου, δια τούτο εγώ σου δίδω την εντολήν να πράττης έτσι.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 25- ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ - Ο ΑΝΔΡΑΔΕΛΦΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ

                                    Καθορισμός των μαστιγωμάτων

Δευτ. 25,1         Ἐὰν δὲ γένηται ἀντιλογία ἀνὰ μέσον ἀνθρώπων καὶ προσέλθωσιν εἰς κρίσιν καὶ κρίνωσι καὶ δικαιώσωσι τὸ δίκαιον καὶ καταγνῶσι τοῦ ἀσεβοῦς,

Δευτ. 25,1                 Εάν δύο άνθρωποι έλθουν εις αντίθεσιν και φιλονεικίαν, θα παρουσιασθούν αυτοί στο δικαστήριον και θα κριθούν. Οι δικασταί θα αθωώσουν τον δίκαιον και θα καταδικάσουν τον ένοχον.

Δευτ. 25,2         καὶ ἔσται ἐὰν ἄξιος ᾖ πληγῶν ὁ ἀσεβῶν, καθιεῖς αὐτὸν ἔναντι τῶν κριτῶν καὶ μαστιγώσουσιν αὐτὸν ἐναντίον αὐτῶν κατὰ τὴν ἀσέβειαν αὐτοῦ.

Δευτ. 25,2                Εάν δε ο ένοχος καταδικασθή με την ποινήν του ραβδισμού, θα τον καθίσετε ενώπιον των δικαστών, και ενώπιον αυτών θα τον μαστιγώσουν αναλόγως της ενοχής του.

Δευτ. 25,3         ἀριθμῷ τεσσαράκοντα μαστιγώσουσιν αὐτόν, οὐ προσθήσουσιν· ἐὰν δὲ προσθῇς μαστιγῶσαι ὑπὲρ ταύτας τὰς πληγὰς πλείους, ἀσχημονήσει ὁ ἀδελφός σου ἐναντίον σου.

Δευτ. 25,3                 Με τεσσαράκοντα ραβδισμούς θα τον μαστιγώσουν· δεν θα προσθέσουν κανένα επί πλέον. Εάν δε τυχόν και θελήσης να καταφέρης εναντίον αυτού ραβδισμούς περισσοτέρους, θα σκυθρωπάση και θα δυσφορήση ο αδελφός σου εναντίον σου.

 

                                    Διάφορες άλλες διατάξεις

Δευτ. 25,4         Οὐ φιμώσεις βοῦν ἁλοῶντα.

Δευτ. 25,4                Δεν πρέπει να βάλης φύμωτρον στο βόδι που αλωνίζει.

 

                                   Ο ανδραδελφικός γάμος

Δευτ. 25,5         Ἐὰν δὲ κατοικῶσιν ἀδελφοὶ ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ ἀποθάνῃ εἷς ἐξ αὐτῶν, σπέρμα δὲ μὴ ᾖ αὐτῷ, οὐκ ἔσται ἡ γυνὴ τοῦ τεθνηκότος ἔξω ἀνδρὶ μὴ ἐγγίζοντι· ὁ ἀδελφὸς τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς εἰσελεύσεται πρὸς αὐτὴν καὶ λήψεται αὐτὴν ἑαυτῷ γυναῖκα καὶ συνοικήσει αὐτῇ.

Δευτ. 25,5                 Εάν δύο αδελφοί κατοικούν μαζή και αποθάνη ο ένας από αυτούς, χωρίς να αφήση τέκνον, η χήρα του αποθανόντος δεν θα υπανδρευθή άνδρα έξω από την συγγένειαν του ανδρός της. Αλλά ο αδελφός του ανδρής της θα εισέλθη προς αυτήν, θα την λάβη συζυγον και θα συγκατοικήση μαζή της.

Δευτ. 25,6         καὶ ἔσται τὸ παιδίον, ὃ ἐὰν τέκῃ, κατασταθήσεται ἐκ τοῦ ὀνόματος τοῦ τετελευτηκότος, καὶ οὐκ ἐξαλειφθήσεται τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐξ Ἰσραήλ.

Δευτ. 25,6                Το δε πρώτο παιδί, το οποίον αυτή θα γεννήση, θα λάβη την θέσιν και το όνομα του αποθανόντος και έτσι δεν θα εξαλειφθή εκ μέσου των Ισραηλιτών το όνομα του αποθανόντος.

Δευτ. 25,7         ἐὰν δὲ μὴ βούληται ὁ ἄνθρωπος λαβεῖν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ, καὶ ἀναβήσεται ἡ γυνὴ ἐπὶ τὴν πύλην ἐπὶ τὴν γερουσίαν καὶ ἐρεῖ· οὐ θέλει ὁ ἀδελφὸς τοῦ ἀνδρός μου ἀναστῆσαι τὸ ὄνομα τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ ἐν Ἰσραήλ, οὐκ ἠθέλησεν ὁ ἀδελφὸς τοῦ ἀνδρός μου.

Δευτ. 25,7                 Εάν όμως ο αδελφός δεν θέλη να λάβη σύζυγον την γυναίκα του αποθανόντος αδελφού του, τότε η χήρα θα μεταβη εις την πύλην της πόλεως, όπου η γερουσία δικάζει, και θα είπη· Ο αδελφός του ανδρός μου δεν θέλει να αναστήση και να δώση συνέχειαν στο όνομα του αδελφού του μεταξύ των Ισραηλιτών· δεν θέλει ο αδελφός του ανδρός μου να με λάβη ως σύζυγον και να αποκτήσω τέκνον δια τον αποθανόντα.

Δευτ. 25,8         καὶ καλέσουσιν αὐτὸν ἡ γερουσία τῆς πόλεως αὐτοῦ καὶ ἐροῦσιν αὐτῷ, καὶ στὰς εἴπῃ· οὐ βούλομαι λαβεῖν αὐτήν·

Δευτ. 25,8                Οι αποτελούντες την γερουσίαν της πόλεως πρεσβύτεροι θα καλέσουν αυτόν και θα του ανακοινώσουν όσα η χήρα είπεν. Εάν εκείνος όρθιος ενώπιόν των είπη· Δεν θέλω να λάβω αυτήν σύζυγόν μου,

Δευτ. 25,9         καὶ προσελθοῦσα ἡ γυνὴ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ ἔναντι τῆς γερουσίας καὶ ὑπολύσει τὸ ὑπόδημα αὐτοῦ τὸ ἓν ἀπὸ τοῦ ποδὸς αὐτοῦ καὶ ἐμπτύσεται κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ ἀποκριθεῖσα ἐρεῖ· οὕτω ποιήσουσι τῷ ἀνθρώπῳ, ὃς οὐκ οἰκοδομήσει τὸν οἶκον τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ ἐν Ἰσραήλ·

Δευτ. 25,9                τότε η νύμφη του θα έλθη ενώπιον της γερουσίας, θα λύση το ένα υπόδημα από το πόδι του ανθρώπου αυτού, θα τον πτύση κατά πρόσωπον και θα διακηρύξη “έτσι θα κάμουν εις εκείνον τον άνθρωπον, ο οποίος δεν θέλει να δώση συνέχειαν εις την οικογένειαν του αδελφού του μεταξύ των Ισραηλιτών” !

Δευτ. 25,10        καὶ κληθήσεται τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐν Ἰσραὴλ Οἶκος τοῦ ὑπολυθέντος τὸ ὑπόδημα.

Δευτ. 25,10               Θα ονομασθή δε το όνομα του ανθρώπου αυτού μεταξύ των Ισραηλιτών “οίκος εκείνου που του αφηρέθη το ένα υπόδημα” (οίκος μονοσανδάλου).

 

                                    Διάφορες άλλες διατάξεις

Δευτ. 25,11        Ἐὰν δὲ μάχωνται ἄνθρωποι ἐπὶ τὸ αὐτό, ἄνθρωπος μετὰ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ, καὶ προσέλθη ἡ γυνὴ ἑνὸς αὐτῶν ἐξελέσθαι τὸν ἄνδρα αὐτῆς ἐκ χειρὸς τοῦ τύπτοντος αὐτὸν καὶ ἐκτείνασα τὴν χεῖρα ἐπιλάβηται τῶν διδύμων αὐτοῦ,

Δευτ. 25,11               Εάν συμπλακούν δύο άνθρωποι, Ισραηλίτης με Ισραηλίτην, και η σύζυγος του ενός δια να απαλλάξη τον σύζυγόν της από τα χέρια εκείνου που τον δέρει, πλησιάση και απλώση το χέρι της και συλλάβη τα απόκρυφα μέλη του δέροντος,

Δευτ. 25,12        ἀποκόψεις τὴν χεῖρα αὐτῆς· οὐ φείσεται ὁ ὀφθαλμός σου ἐπ᾿ αὐτῇ.

Δευτ. 25,12               θα κόψετε το χέρι της γυναικός αυτής· δεν θα την λυπηθη το μάτι σας.

Δευτ. 25,13        Οὐκ ἔσται ἐν τῷ μαρσίππῳ σου στάθμιον καὶ στάθμιον, μέγα ἢ μικρόν·

Δευτ. 25,13               Δεν πρέπει να υπάρχουν στο σακκούλι σου δύο ζύγια, το ένα βαρύτερον από το κανονικόν και το άλλο ελαφρότερον.

Δευτ. 25,14        οὐκ ἔσται ἐν τῇ οἰκίᾳ σου μέτρον καὶ μέτρον, μέγα ἢ μικρόν·

Δευτ. 25,14               Δεν πρέπει να υπάρχουν στο σπίτι σου δύο μέτρα, το ένα μεγαλύτερον και το άλλο μικρότερον από το κανονικόν.

Δευτ. 25,15        στάθμιον ἀληθινὸν καὶ δίκαιον ἔσται σοι, καὶ μέτρον ἀληθινὸν καὶ δίκαιον ἔσται σοι, ἵνα πολυήμερος γένῃ ἐπὶ τῆς γῆς, ἧς Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι ἐν κλήρῳ·

Δευτ. 25,15               Ζυγια αληθινά και δίκαια θα υπάρχουν εις σέ, μέτρα αληθινά και δίκαια θα χρησιμοποιής, δια να ζήσης χρόνια πολλά εις την χώραν, την οποίαν Κυριος ο Θεός σου έδωκεν εις σε ως κληρονομίαν·

Δευτ. 25,16        ὅτι βδέλυγμα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου πᾶς ποιῶν ταῦτα, πᾶς ποιῶν ἄδικον.

Δευτ. 25,16               διότι είναι μισητός και αποκρουστικός εις Κυριον τον Θεόν σου εκείνος, που χρησιμοποιεί δόλια ζύγια και διαπράττει αδικίαν.

 

                                    Εντολή για την εξολόθρευση των Αμαληκιτών  

Δευτ. 25,17        Μνήσθητι ὅσα ἐποίησέ σοι Ἀμαλὴκ ἐν τῇ ὁδῷ ἐκπορευομένου σου ἐκ γῆς Αἰγύπτου,

Δευτ. 25,17               Ενθυμήσου όσα σου εκαμαν οι Αμαληκίται στον δρόμον σου, όταν έβγαινες από την Αίγυπτον,

Δευτ. 25,18        πῶς ἀντέστη σοι ἐν τῇ ὁδῷ, καὶ ἔκοψέ σου τὴν οὐραγίαν, τοὺς κοπιῶντας ὀπίσω σου, σὺ δὲ ἐπείνας καὶ ἐκοπίας, καὶ οὐκ ἐφοβήθη τὸν Θεόν.

Δευτ. 25,18               πως αντεστάθησαν καθ' οδόν εναντίον σου, πως εφόνευσαν τους βραδυπορούντας, αυτούς που ένεκα κοπώσεως έμειναν οπίσω σου, συ δε τότε επεινούσες και υπέφερες και εκείνοι δεν εφοβήθησαν τον Θεόν,

Δευτ. 25,19        καὶ ἔσται ἡνίκα ἐὰν καταπαύσῃ σε Κύριος ὁ Θεός σου ἀπὸ πάντων τῶν ἐχθρῶν σου τῶν κύκλῳ σου ἐν τῇ γῇ, ᾗ Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι κληρονομῆσαι, ἐξαλείψεις τὸ ὄνομα Ἀμαλὴκ ἐκ τῆς ὑπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ οὐ μὴ ἐπιλάθῃ.

Δευτ. 25,19               Δια τούτο, όταν σε αναπαύση Κυριος ο Θεός σου εκ των κόπων σου και σε ασφαλίση από τους γύρω εχθρούς σου εις την χώραν την οποίαν ο Κυριος σου δίδει ως κληρονομίαν, τότε θα εξαλείψστο όνομα των Αμαληκιτών εις την υπό τον ουρανόν. Αυτό δεν πρέπει να το λησμονήσης.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10

11

12

13

14

15

16

17

18

19

20

21

22

23

24

25

26

27

28

29

30

31

32

33

34