Η ωδή του Μωϋσή
Δευτ. 32,1 Πρόσεχε οὐρανέ,
καὶ λαλήσω, καὶ ἀκουέτω ἡ γῆ ῥήματα
ἐκ στόματός μου.
Δευτ. 32,1 Πρόσεχε ουρανέ, διότι θα ομιλήσω και ας ακούση η
γη τα λόγια του στόματός μου.
Δευτ. 32,2 προσδοκάσθω ὡς
ὑετὸς τὸ ἀπόφθεγμά μου, καὶ καταβήτω ὡς
δρόσος τὰ ῥήματά μου, ὡσεὶ ὄμβρος
ἐπ᾿ ἄγνωστιν καὶ ὡσεὶ νιφετὸς
ἐπὶ χόρτον.
Δευτ. 32,2 Οπως περιμένει η γη την βροχήν, έτσι και οι
άνθρωποι ας περιμένουν τα βαθυστόχαστα αυτά λόγια μου. Ας κατεβούν εις την
γην τα λόγια μου, όπως η δροσιά και η πλουσία βροχή εις την χλόην και όπως η
χιών στο χάρτον.
Δευτ. 32,3 ὅτι τὸ
ὄνομα Κυρίου ἐκάλεσα· δότε μεγαλωσύνην τῷ Θεῷ
ἡμῶν.
Δευτ. 32,3 Διότι το όνομα του Κυρίου ανέφερα. Δοξάσατε και
μεγαλύνατε τον Θεόν μας !
Δευτ. 32,4 Θεός, ἀληθινὰ
τὰ ἔργα αὐτοῦ, καὶ πᾶσαι αἱ
ὁδοὶ αὐτοῦ κρίσεις· Θεὸς πιστός, καὶ
οὐκ ἔστιν ἀδικία, δίκαιος καὶ ὅσιος Κύριος.
Δευτ. 32,4 Αυτός είναι Θεός, του οποίου τα έργα είναι γνήσια
και αληθινά και όλαι αι εντολαί του δίκαιαι. Είναι Θεός αξιόπιστος, δεν
υπάρχει εις αυτόν τίποτε το άδικον. Ο Κυριος είναι δίκαιος και άγιος.
Δευτ. 32,5 ἡμάρτοσαν
οὐκ αὐτῷ τέκνα μωμητά, γενεὰ σκολιὰ καὶ
διεστραμμένη.
Δευτ. 32,5 Οι Ισραηλίται ημάρτησαν εναντίον του. Δια τούτο
και δεν είναι ιδικά του παιδιά, είναι παιδιά γεμάτα πτώσεις και μομφάς, γενεά
άδικος και διεστραμμένη.
Δευτ. 32,6 ταῦτα Κυρίῳ
ἀνταποδίδοτε; οὕτω λαὸς μωρὸς καὶ
οὐχὶ σοφός; οὐκ αὐτὸς οὗτός σου
πατὴρ ἐκτήσατό σε καὶ ἐποίησέ σε καὶ
ἔπλασέ σε;
Δευτ. 32,6 Αυτά λοιπόν ανταποδίδετε στον Κυριον; Τοσον πολύ
μωρός λαός και ασύνετος είσθε; Ο Θεός αυτός δεν είναι ο πατήρ, ο οποίος σας
έκαμε ιδικούς του υιούς, σας έδωσε ύπαρξιν και σας έπλασε;
Δευτ. 32,7 μνήσθητε ἡμέρας
αἰῶνος, σύνετε ἔτη γενεᾶς γενεῶν·
ἐπερώτησον τὸν πατέρα σου, καὶ ἀναγγελεῖ σοι,
τοὺς πρεσβυτέρους σου, καὶ ἐροῦσί σοι.
Δευτ. 32,7 Ενθυμηθήτε τους περασμένους αιώνας, αναλογισθήτε
τα έτη των περασμένων γενεών. Ρωτησε τον πατέρα σου και θα σου αναγγείλη
ποίος είναι ο Θεός σου, ρώτησε τους γεροντοτέρους σου και αυτοί θα σου
είπουν.
Δευτ. 32,8 ὅτε διεμέριζεν
ὁ Ὕψιστος ἔθνη, ὡς διέσπειρεν υἱοὺς
Ἀδάμ, ἔστησεν ὅρια ἐθνῶν κατὰ
ἀριθμὸν ἀγγέλων Θεοῦ,
Δευτ. 32,8 Οτε ο Θεός διεμέριζε τα έθνη εις τα διάφορα μέρη
της γης και ώριζε τας περιοχάς όπου θα μένουν, όταν διέσπειρε τους απογόνους
του Αδάμ εις τα διάφορα σημεία της γης, καθώριζε και τα σύνορα των εθνών
σύμφωνα με τον αριθμόν των αγγέλων, που θα ήσαν οι φύλακές των.
Δευτ. 32,9 καὶ ἐγενήθη
μερίς Κυρίου λαὸς αὐτοῦ Ἰακώβ, σχοίνισμα κληρονομίας
αὐτοῦ Ἰσραήλ.
Δευτ. 32,9 Ο Ιακώβ όμως, οι Ισραηλίται που προήλθον από αυτόν,
έγιναν το ιδιαίτερον μερίδιον του Κυρίου, λαός ως ιδιαιτέρα του κληρονομική
μερίς.
Δευτ. 32,10 αὐτάρκησεν
αὐτὸν ἐν γῇ ἐρήμῳ, ἐν δίψει καύματος
ἐν γῇ ἀνύδρῳ· ἐκύκλωσεν αὐτὸν
καὶ ἐπαίδευσεν αὐτὸν καὶ διεφύλαξεν
αὐτὸν ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ,
Δευτ. 32,10 Ο Θεός έκαμε τον λαόν αυτόν αυτάρκη εις περιοχήν
έρημον και άγονον, και εν καιρώ δίψης και καύματος ηλίου εις την γην, εις
τόπον ξηρόν και άνυδρον τους έδωσεν ύδωρ. Ωδήγησεν αυτούς κύκλω δια της
ερήμου, τους επαιδαγώγησε με θλίψεις, τους διεφύλαξεν ωσάν κόρην οφθαλμού.
Δευτ. 32,11 ὡς
ἀετὸς σκεπάσαι νοσσιὰν αὐτοῦ καὶ
ἐπὶ τοῖς νεοσσοῖς αὐτοῦ ἐπεπόθησε,
διεὶς τὰς πτέρυγας αὐτοῦ ἐδέξατο
αὐτοὺς καὶ ἀνέλαβεν αὐτοὺς
ἐπὶ τῶ μεταφρένων αὐτοῦ.
Δευτ. 32,11 Ο Θεός είναι σαν τον αετόν ο οποίος σκεπάζει και
προστατεύει την φωλεάν του, αγαπά με πάθος τους νεοσσούς του και απλώσας τας
πτέρυγάς του έλαβε και ετοποθέτησεν αυτούς επάνω εις την ράχιν του.
Δευτ. 32,12 Κύριος μόνος ἦγεν
αὐτοὺς καὶ οὐκ ἦν μετ᾿ αὐτῶν
θεὸς ἀλλότριος.
Δευτ. 32,12 Ο Κυριος, αυτός μόνος ωδηγούσε τους προπάτοράς μας
και δεν υπήρχε ξένος Θεός μαζή με αυτούς.
Δευτ. 32,13 ἀνεβίβασεν
αὐτοὺς ἐπὶ τὴν ἰσχὺν τῆς
γῆς, ἐψώμισεν αὐτοὺς γενήματα ἀγρῶν·
ἐθήλασαν μέλι ἐκ πέτρας καὶ ἔλαιον ἐκ
στερεᾶς πέτρας,
Δευτ. 32,13 Ανεβίβασεν αυτούς εις ισχυρά μέρη της γης, εις τα
όρη της γης της Επαγγελίας, έδωκεν εις αυτούς άρτους τα γενήματα των αγρών. Εθήλασαν
μέλι από βράχους και έλαιον από ελαιόδενδρα φυτευμένα εις πετρώδη βουνά.
Δευτ. 32,14 βούτυρον βοῶν
καὶ γάλα προβάτων μετὰ στέατος ἀρνῶν καὶ
κριῶν, υἱῶν ταύρων καὶ τράγων, μετὰ στέατος
νεφρῶν πυροῦ, καὶ αἷμα σταφυλῆς ἔπιον
οἶνον.
Δευτ. 32,14 Εφαγαν βούτυρον βοών, έπιαν γάλα προβάτων, εχόρτασαν
με παχείς κριους και αμνούς, με μοσχάρια και τράγους· έφαγον μεστωμένον
σίτον, όμοιον με λιπαρούς νεφρούς και σαν κατακόκκινον αίμα έπιαν κρασί από
σταφύλια.
Δευτ. 32,15 καὶ ἔφαγεν
Ἰακὼβ καὶ ἐνεπλήσθη, καὶ ἀπελάκτισεν
ὁ ἠγαπημένος, ἐλιπάνθη, ἐπαχύνθη,
ἐπλατύνθη· καὶ ἐγκατέλιπε τὸν Θεὸν
τὸν ποιήσαντα αὐτὸν καὶ ἀπέστη ἀπὸ
Θεοῦ σωτῆρος αὐτοῦ.
Δευτ. 32,15 Εφαγεν ο ισραηλιτικός λαός και εχόρτασε με το
παραπάνω. Και όμως ο ηγαπημένος αυτός λαός εκλώτσησε τον Θεόν. Ελιπάνθη,
επαχύνθη, ηυξήθη εις λαόν πολύν και όμως εγκατέλιπε τον Θεόν τον δημιουργόν
του και απεμακρύνθη από τον Θεόν τον σωτήρα του.
Δευτ. 32,16 παρώξυνάν με ἐπ᾿
ἀλλοτρίοις, ἐν βδελύγμασιν αὐτῶν παρεπίκρανάν
με·
Δευτ. 32,16 Με παρώργισαν εναντίον των, διότι ελάτρευσαν ξένους
θεούς, με κατεπίκραναν με τα αηδιαστικά είδωλα, που προσεκύνησαν.
Δευτ. 32,17 ἔθυσαν δαιμονίοις
καὶ οὐ Θεῷ, θεοῖς, οἷς οὐκ
ᾔδεισαν· καινοὶ καὶ πρόσφατοι ἥκασιν, οὓς
οὐκ ᾔδεισαν οἱ πατέρες αὐτῶν.
Δευτ. 32,17 Προσέφεραν θυσίας εις τα δαιμόνια και όχι εις εμέ
τον αληθινόν Θεόν, εις ειδωλολατρικούς θεούς, τους οποίους δεν εγνώριζον·
ήσαν αυτοί θεοί καινούργιοι, που τώρα τελευταία έχουν έλθει, και τους οποίους
δεν εγνώριζαν οι πρόγονοί των.
Δευτ. 32,18 Θεὸν τὸν
γεννήσαντά σε ἐγκατέλιπες καὶ ἐπελάθου Θεοῦ τοῦ
τρέφοντός σε.
Δευτ. 32,18 Αφήκες, ισραηλιτικέ λαέ, τον Θεόν που σε εγέννησε,
και ελησμόνησες τον Θεόν που σε έθρεψε και σε τρέφει.
Δευτ. 32,19 καὶ εἶδε
Κύριος καὶ ἐζήλωσε καὶ παρωξύνθη δι᾿
ὀργὴν υἱῶν αὐτοῦ καὶ θυγατέρων
Δευτ. 32,19 Και ο Θεός είδε την αγάπην και την λατρείαν σου προς
τα είδωλα, εζηλοτύπησε και ωργίσθη με θυμόν μεγάλον εναντίον τέτοιων υιών και
θυγατέρων,
Δευτ. 32,20 καὶ
εἶπεν· ἀποστρέψω τὸ πρόσωπόν μου ἀπ᾿
αὐτῶν καὶ δείξω τί ἔσται αὐτοῖς
ἐπ᾿ ἐσχάτων ἡμερῶν· ὅτι γενεὰ
ἐξεστραμμένη ἐστίν, υἱοί, οἷς οὐκ ἔστι
πίστις ἐν αὐτοῖς.
Δευτ. 32,20 και είπε· θα αποστρέψω το πρόσωπόν μου από αυτούς, θα
φανερώσω εις αυτούς τι θα τους συμβή αργότερα εξ αιτίας της αποστασίας των,
διότι είναι γενεά διεστραμμένη, υιοί από τους οποίους έχει λείψει η πίστις
των προς εμέ.
Δευτ. 32,21 αὐτοὶ
παρεζήλωσάν με ἐπ᾿ οὐ Θεῷ, παρώξυνάν με ἐν
τοῖς εἰδώλοις αὐτῶν· κἀγὼ παραζηλώσω
αὐτοὺς ἐπ᾿ οὐκ ἔθνει, ἐπὶ
ἔθνει ἀσυνέτῳ παροργιῶ αὐτούς.
Δευτ. 32,21 Αυτοί έγιναν αιτία να ζηλοτυπήσω, διότι ελάτρευσαν
ανύπαρκτον Θεόν, με εξηρέθισαν να οργισθώ, διότι ελάτρευσαν τα είδωλα. Θα
τους κάμω και εγώ να ζηλοτυπήσουν παραδίδων αυτούς δούλους εις ειδωλολατρικά
έθνη, θα τους κάμω να δυσφορήσουν και αγανακτήσουν, όταν τους παραδώσω εις
βάρβαρον ειδωλολατρικόν έθνος.
Δευτ. 32,22 ὅτι πῦρ
ἐκκέκαυται ἐκ τοῦ θυμοῦ μου, καυθήσεται ἕως
ᾅδου κάτω, καταφάγεται γῆν καὶ τὰ γενήματα
αὐτῆς, φλέξει θεμέλια ὀρέων.
Δευτ. 32,22 Διότι άναψε πλέον η φωτιά του θυμού μου· το πυρ της
οργής μου θα φθάση κάτω έως στον άδην, θα καταφάγη την γην και τα προϊόντα
της, θα καταφλέξη και θα ζώση με φλόγες τα θεμέλια των ορέων.
Δευτ. 32,23 συνάξω εἰς
αὐτοὺς κακὰ καὶ τὰ βέλη μου συντελέσω εἰς
αὐτούς.
Δευτ. 32,23 Πολυαρίθμους θα επισωρεύσω εναντίον των θλίψεις και
συμφοράς· θα εξαντλήσω τα βέλη μου κτυπών αυτούς.
Δευτ. 32,24 τηκόμενοι λιμῷ
καὶ βρώσει ὀρνέων καὶ ὀπισθότονος ἀνίατος·
ὀδόντας θηρίων ἐπαποστελῶ εἰς αὐτοὺς
μετὰ θυμοῦ συρόντων ἐπὶ γῆν.
Δευτ. 32,24 Θα λυώνουν από την πείναν, θα γίνουν τροφή εις τα
όρνεα, θα συσπάται οδυνηρώς και αθεραπεύτως η ράχις των. Θηρία που θα τρίζουν
τα δόντια των θα στείλω εναντίον των· δηλητηριώδη ερπετά εξερεθισμένα θα
σύρωνται εις την γην των, δια να τους πλήξουν.
Δευτ. 32,25 ἔξωθεν
ἀτεκνώσει αὐτοὺς μάχαιρα καὶ ἐκ τῶν
ταμιείων φόβος· νεανίσκος σὺν παρθένῳ, θηλάζων μετὰ
καθεστηκότος πρεσβύτου.
Δευτ. 32,25 Εξω από τας οικίας των η εχθρική μάχαιρα θα αφήση
τους γονείς χωρίς τέκνα, μέσα εις τα σπίτια θα κυριαρχή ο φόβος.
Τρομοκρατημένοι θα είναι ο νεανίσκος και η παρθένος, το βρέφος που θηλάζει
και ο γέρων της προχωρημένης ηλικίας.
Δευτ. 32,26 εἶπα·
διασπερῶ αὐτούς, παύσω δὲ ἐξ ἀνθρώπων τὸ
μνημόσυνον αὐτῶν,
Δευτ. 32,26 Είχα πει και αποφασίσει να διασκορπίσω αυτούς ανάμεσα
εις τα έθνη και να εξαλείψω την ανάμνησίν των μεταξύ των ανθρώπων.
Δευτ. 32,27 εἰ μὴ
δι᾿ ὀργὴν ἐχθρῶν, ἵνα μὴ
μακροχρονίσωσιν, ἵνα μὴ συνεπιθῶνται οἱ
ὑπεναντίοι, μὴ εἴπωσιν· ἡ χεὶρ
ἡμῶν ἡ ὑψηλὴ καὶ οὐχὶ Κύριος
ἐποίησε ταῦτα πάντα.
Δευτ. 32,27 Και θα επραγματοποίουν αυτήν μου την απόφασιν, εάν
δεν είχα οργισθή εναντίον των εχθρών των. Δεν θέλω να γίνουν οι εχθροί των
μακροχρονιώτεροι και ισχυρότεροι από αυτούς, δια να μη καυχώνται και λέγουν·
Η ιδική μας μεγάλη δύναμις επέφερε κατά των Ισραηλιτών αυτάς τας καταστροφάς
και όχι ο Κυριος.
Δευτ. 32,28 ὅτι ἔθνος
ἀπολωλεκὸς βουλήν ἐστι, καὶ οὐκ ἔστιν
ἐν αὐτοῖς ἐπιστήμη.
Δευτ. 32,28 Ο ισραηλιτικός λαός έχει χάσει τα λογικά του, έχασε
την ορθοφροσύνην του, δεν γνωρίζει τι πράττει.
Δευτ. 32,29 οὐκ
ἐφρόνησαν συνιέναι ταῦτα· καταδεξάσθωσαν εἰς τὸν
ἐπιόντα χρόνον.
Δευτ. 32,29 Δεν θέλησαν να συνετισθούν και να κατανοήσουν αυτά.
Ας υποστούν λοιπόν κατά τον επακολουθούντα καιρόν τας συνεπείας της αφροσύνης
και πονηρίας των.
Δευτ. 32,30 πῶς διώξεται
εἷς χιλίους καὶ δύο μετακινήσουσι μυριάδας, εἰ μὴ
ὁ Θεὸς ἀπέδοτο αὐτοὺς καὶ Κύριος
παρέδωκεν αὐτούς;
Δευτ. 32,30 Είναι άφρονες, διότι δεν εννοούν, πως είναι δυνατόν
ένας εχθρός να καταδιώξη χιλίους άνδρας του Ισραήλ, και δύο εχθροί να τρέψουν
εις φυγήν δεκάδας χιλιάδων Ισραηλίτας, εάν δεν εγκατέλιπεν αυτούς ο Κυριος
και δεν τους παρέδιδεν στους εχθρούς των;
Δευτ. 32,31 ὅτι οὐκ
εἰσὶν ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν οἱ
θεοὶ αὐτῶν· οἱ δὲ ἐχθροὶ
ἡμῶν ἀνόητοι.
Δευτ. 32,31 Διάτι ο Θεός μας δεν είναι ανίσχυρος, σαν τους θεούς
των ειδωλολατρών· οι εχθροί μας είναι ανόητοι και δεν ημπορούν να ίδουν και
να εννοήσουν αυτά.
Δευτ. 32,32 ἐκ γὰρ
ἀμπέλου Σοδόμων ἡ ἄμπελος αὐτῶν, καὶ
ἡ κληματὶς αὐτῶν ἐκ Γομόῤῥας·
ἡ σταφυλὴ αὐτῶν σταφυλὴ χολῆς, βότρυς
πικρίας αὐτοῖς·
Δευτ. 32,32 Αμπελος ιδική μου ήτο ο ισραηλιτικός λαός· τώρα όμως
είναι αμπέλι που προέρχεται από τα διεφθαρμένα Σοδομα, τα κλήματά των από την
διεφθαρμένην Γομόρραν. Ο καρπός της αποστασίας των, τα σταφύλια της αμπέλου
αυτής, είναι χολή και πικρία.
Δευτ. 32,33 θυμὸς δρακόντων
ὁ οἶνος αὐτῶν καὶ θυμὸς ἀσπίδων
ἀνίατος.
Δευτ. 32,33 Ο οίνος των τους μεθά και τους εξερεθίζει μέχρι του
θυμού δρακόντων, τους επιφέρει αθεράπευτον θυμόν σαν της εξωργισμένης οχιάς.
Δευτ. 32,34 οὐκ
ἰδοὺ ταῦτα συνῆκται παρ᾿ ἐμοὶ
καὶ ἐσφράγισται ἐν τοῖς θησαυροῖς μου;
Δευτ. 32,34 Μηπως τάχα αι αποστασίαι αυταί και αι συνέπειαί των
δεν έχουν συγκεντρωθή και καταγραφή εις βιβλίον που έχει σφραγισθή και
αποτεθή στους θησαυρούς μου;
Δευτ. 32,35 ἐν
ἡμέρᾳ ἐκδικήσεως ἀνταποδώσω, ἐν καιρῷ,
ὅταν σφαλῇ ὁ ποῦς αὐτῶν, ὅτι
ἐγγὺς ἡμέρα ἀπωλείας αὐτοῖς, καὶ
πάρεστιν ἕτοιμα ὑμῖν.
Δευτ. 32,35 Αναμφιβόλως θα τιμωρήσω αυτούς εις ημέραν, που θα
εκδηλωθή η οργή μου, όταν θα σκοντάψουν τα πόδια των. Πλησιάζει η ημέρα της
καταστροφής των, όλα είναι έτοιμα δια την τιμωρίαν των.
Δευτ. 32,36 ὅτι κρινεῖ
Κύριος τὸν λαὸν αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τοῖς
δούλοις αὐτοῦ παρακληθήσεται· εἶδε γὰρ
παραλελυμένους αὐτοὺς καὶ ἐκλελοιπότας ἐν
ἐπαγωγῇ καὶ παρειμένους.
Δευτ. 32,36 Ο δίκαιος Θεός θα κρίνη και θα τιμωρήση τον λαόν του
και θα πάρη ικανοποίησιν εν τη δικαιοσύνη του από τους αποοτατήσαντας δούλους
του· διότι θα τους ίδη παραλελυμένους λιπόψυχους και εξηντλημένους από την
εξορίαν, εγκαταλελειμμένουν και απροστατεύτους.
Δευτ. 32,37 καὶ εἶπε
Κύριος· ποῦ εἰσιν οἱ θεοὶ αὐτῶν,
ἐφ᾿ οἷς ἐπεποίθεισαν ἐπ᾿
αὐτοῖς;
Δευτ. 32,37 Και ο Κυριος θα είπη τότε· που είναι οι θεοί των,
στους οποίους είχον πεποίθησιν;
Δευτ. 32,38 ὧν τὸ στέαρ
τῶν θυσιῶν αὐτῶν ἠσθίετε καὶ
ἐπίνετε τὸν οἶνον τῶν σπονδῶν
αὐτῶν; ἀναστήτωσαν καὶ βοηθησάτωσαν ὑμῖν
καὶ γενηθήτωσαν ὑμῖν σκεπασταί.
Δευτ. 32,38 Που είναι οι θεοί, των οποίων το λίπος των θυσιών των
ετρώγατε και τον οίνον των σπονδών των επίνατε; Ας σηκωθούν τώρα, ας σας
βοηθήσουν, ας γίνουν προστάται σας !
Δευτ. 32,39 ἴδετε ἴδετε
ὅτι ἐγώ εἰμι, καὶ οὐκ ἔστι Θεὸς
πλὴν ἐμοῦ· ἐγὼ ἀποκτενῶ
καὶ ζῆν ποιήσω, πατάξω κἀγὼ ἰάσομαι, καὶ
οὐκ ἔστιν ὃς ἐξελεῖται ἐκ τῶν
χειρῶν μου.
Δευτ. 32,39 Ιδέτε καλά, ιδέτε ότι εγώ είμαι ο αληθινός Θεός και
δεν υπάρχει άλλος Θεός εκτός από εμέ. Εγώ θανατώνω και εγώ ζωοποιώ· εγώ θα
πλήξω και εγώ θα θεραπεύσω. Δεν υπάρχει κανείς οποίος θα ημπορέση να βγάλη
άνθρωπον από τα χέρια μου.
Δευτ. 32,40 ὅτι
ἀρῶ εἰς τὸν οὐρανὸν τὴν χεῖρά
μου καὶ ὀμοῦμαι τῇ δεξιᾷ μου καὶ
ἐρῶ· ζῶ ἐγὼ εἰς τὸν
αἰῶνα,
Δευτ. 32,40 Σηκώνω στον ουρανόν το χέρι μου, ορκίζομαι εις την υψωμένην
παντοδύναμον δεξιάν μου και λέγω· Εγώ είμαι ο αιώνιος και αναλλοίωτος Θεός.
Δευτ. 32,41 ὅτι
παροξυνῶ ὡς ἀστραπὴν τὴν μάχαιράν μου,
καὶ ἀνθέξεται κρίματος ἡ χείρ μου, καὶ ἀποδώσω
δίκην τοῖς ἐχθροῖς καὶ τοῖς μισοῦσί με
ἀνταποδώσω·
Δευτ. 32,41 Ορκίζομαι ότι θα κάμω κοπτεράν την μάχαιράν μου ωσάν
την αστραπήν, ότι το χέρι μου θα αποστείλη την δικαίαν τιμωρίαν κατά πάσης
κακίας· θα τιμωρήσω τους εχθρούς και θα ανταποδώσω ο,τι πρέπει εις εκείνους,
που με μισούν.
Δευτ. 32,42 μεθύσω τὰ βέλη
μου ἀφ᾿ αἵματος, καὶ ἡ μάχαιρά μου φάγεται
κρέα, ἀφ᾿ αἵματος τραυματιῶν καὶ
αἰχμαλωσίας, ἀπὸ κεφαλῆς ἀρχόντων
ἐχθρῶν.
Δευτ. 32,42 Τα βέλη μου θα μεθύσουν από το αίμα, που θα χυθή, η
μάχαιρά μου θα φάγη κρέατα αμαρτωλών, θα ικανοποιηθή η δικαιοσύνη μου από το
αίμα των φονευομένων και των αιχμαλώτων, από κεφάλια αρχόντων, που θα πέσουν.
Δευτ. 32,43 εὐφράνθητε,
οὐρανοί, ἅμα αὐτῷ, καὶ προσκυνησάτωσαν
αὐτῷ πάντες ἄγγελοι Θεοῦ· εὐφράνθητε,
ἔθνη μετὰ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ, καὶ
ἐνισχυσάτωσαν αὐτῷ πάντες υἱοὶ Θεοῦ·
ὅτι τὸ αἷμα τῶν υἱῶν αὐτοῦ
ἐκδικᾶται, καὶ ἐκδικήσει καὶ ἀνταποδώσει
δίκην τοῖς ἐχθροῖς καὶ τοῖς μισοῦσιν
ἀνταποδώσει, καὶ ἐκκαθαριεῖ Κύριος τὴν γῆν
τοῦ λαοῦ αὐτοῦ.
Δευτ. 32,43 Δια την απόδοσιν αυτήν της δικαιοσύνης ας χαρούν οι
ουρανοί μαζή με τον Κυριον, ας προσκυνήσουν αυτόν όλοι οι άγγελοί του. Χαρήτε
λαοί μαζή με τον λαόν του Θεού· ας ενισχύσουν τον λαόν του Θεού όλοι όσοι
είναι υιοί του Θεού, διότι ο Θευς εκδικείται το αίμα των υιών του. Θα αποδώση
το δίκαιον, θα τιμωρήση τους εχθρούς του και στους μισούντας αυτόν θα ανταποδώση
κατά τα έργα των και έτσι θα καθαρίση την χώραν του λαού του από τα κακά
στοιχεία”.
Δευτ. 32,44 Καὶ ἔγραψε
Μωυσῆς τὴν ᾠδὴν ταύτην ἐν τῇ
ἡμέρᾳ ἐκείνῃ καὶ ἐδίδαξεν
αὐτὴν τοὺς υἱοὺς Ἰσραήλ. καὶ
εἰσῆλθε Μωυσῆς καὶ ἐλάλησε πάντας τοὺς
λόγους τοῦ νόμου τούτου εἰς τὰ ὦτα τοῦ
λαοῦ, αὐτὸς καὶ Ἰησοῦς ὁ τοῦ
Ναυή.
Δευτ. 32,44 Αυτήν την ωδήν την έγραψεν ο Μωϋσής κατά την ημέραν
εκείνην και την εδίδαξεν στους Ισραηλίτας. Εισήλθε δε στον ισραηλιτικόν λαόν
και είπε εις τα αυτιά του λαού, αυτός και ο Ιησούς του Ναυή, όλους τους
λόγους του νόμου τούτου.
Δευτ. 32,45 καὶ συνετέλεσε
Μωυσῆς λαλῶν παντὶ Ἰσραήλ.
Δευτ. 32,45 Ετελείωσεν έτσι ο Μωϋσής ομιλών προς τους Ισραηλίτας.
Δευτ. 32,46 καὶ εἶπε
πρὸς αὐτούς· προσέχετε τῇ καρδίᾳ ἐπὶ
πάντας τοὺς λόγους τούτους, οὓς ἐγὼ διαμαρτύρομαι
ὑμῖν σήμερον, ἃ ἐντελεῖσθε τοῖς
υἱοῖς ὑμῶν φυλάσσειν καὶ ποιεῖν πάντας
τοὺς λόγους τοῦ νόμου τούτου·
Δευτ. 32,46 Ομως προσέθεσε προς αυτούς και τα εξής· “δώσατε
προσοχήν από την καρδιά σας εις όλους τους λόγους αυτούς, τους οποίους εγώ σήμερον
κατά τον πλέον επίσημον και έντονον τρόπο σας ανεκοίνωσα, ότι θα διατάξετε τα
παιδιά σας να φυλάσσουν και να τηρούν όλους τους λόγους του Νομου τούτου.
Δευτ. 32,47 ὅτι
οὐχὶ λόγος κενὸς οὗτος ὑμῖν, ὅτι
αὕτη ἡ ζωὴ ὑμῶν, καὶ ἕνεκεν
τοῦ λόγου τούτου μακροημερεύσετε ἐπὶ τῆς γῆς,
εἰς ἣν ὑμεῖς διαβαίνετε τὸν Ἰορδάνην
ἐκεῖ κληρονομῆσαι αὐτήν.
Δευτ. 32,47 Διότι δεν είναι λόγος αυτός κενός και μάταιος, αλλά
αυτή αύτη η ζωη σας· διότι εφ' όσον θα εφαρμόσετε τον νόμον τούτον του Θεού,
θα μακροημερεύσετε ασφαλείς και ευτυχείς εις την γην, δια την κληρονομίαν της
οποίας τώρα διαβαίνετε τον Ιορδάνην.
Ο Θεός επιτρέπει στο Μωϋσή να δει τη Χαναάν
Δευτ. 32,48 Καὶ ἐλάλησε
Κύριος πρὸς Μωυσῆν ἐν τῇ ἡμέρᾳ
ταύτῃ λέγων·
Δευτ. 32,48 Και ο Κυριος ωμίλησε προς τον Μωϋσήν κατά την ημέραν
εκείνην λέγων·
Δευτ. 32,49 ἀνάβηθι εἰς
τὸ ὄρος τὸ Ἀβαρὶμ τοῦτο, ὄρος
Ναβαῦ, ὅ ἐστιν ἐν γῇ Μωὰβ κατὰ
πρόσωπον Ἱεριχώ, καὶ ἰδὲ τὴν γῆν Χαναάν,
ἣν ἐγὼ δίδωμι τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ,
εἰς κατάσχεσιν,
Δευτ. 32,49 “ανέβα εις την οροσειράν αυτήν Αβαρίμ, στο όρος
Ναβαύ, που υπάρχει εις την χώραν Μωάβ, απέναντι από την Ιεριχώ, και ιδέ την
γην Χαναάν, την οποίαν εγώ δίδω στους Ισραηλίτας προς κατάκτησιν,
Δευτ. 32,50 καὶ τελεύτα
ἐν τῷ ὄρει, εἰς ὃ ἀναβαίνεις
ἐκεῖ, καὶ προστέθητι πρὸς τὸν λαόν σου,
ὃν τρόπον ἀπέθανεν Ἀαρὼν ὁ ἀδελφός σου
ἐν Ὢρ τῷ ὄρει, καὶ προσετέθη πρὸς
τὸν λαὸν αὐτοῦ,
Δευτ. 32,50 και απόθανε εκεί επάνω στο όρος που θα ανεβής, και
έτσι θα προσατεθής στον λαόν σου, όπως και ο Ααρών ο αδελφός σου, ο οποίος απέθανεν
στο όρος Ωρ, και προσετέθη στον λαόν του.
Δευτ. 32,51 ὅτι
ἠπειθήσατε τῷ ῥήματί μου ἐν τοῖς
υἱοῖς Ἰσραὴλ ἐπὶ τοῦ ὕδατος
ἀντιλογίας Κάδης ἐν τῇ ἐρήμῳ Σίν, διότι
οὐχ ἡγιάσατέ με ἐν τοῖς υἱοῖς
Ἰσραήλ·
Δευτ. 32,51 Αποθνήσκετε, συ και ο Ααρών, χωρίς να εισέλθετε εις
την γην της Επαγγελίας, διότι παρηκούσατε την εντολήν μου ενώπιον των
Ισραηλιτών εις την θέσιν “ύδωρ αναλογίας”, που ευρίσκεται εις Καδης μέσα εις
την έρημον Σιν. Εδείξατε ανυπακοήν και δεν με εδοξάσατε ενώπιον των
Ισραηλιτών.
Δευτ. 32,52 ὅτι
ἀπέναντι ὄψῃ τὴν γῆν καὶ ἐκεῖ
οὐκ εἰσελεύσῃ.
Δευτ. 32,52 Ανέβα λοιπόν στο όρος, διότι από εκεί θα ίδης την γην
της Επαγγελίας, εις την οποίαν όμως δεν θα εισέλθης”.
|