ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

 

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ

ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

 

 

Ο Ιησούς είναι ανώτερος από το Μωυσή

Εβρ. 3,1            Ὅθεν, ἀδελφοὶ ἅγιοι, κλήσεως ἐπουρανίου μέτοχοι, κατανοήσατε τὸν ἀπόστολον καὶ ἀρχιερέα τῆς ὁμολογίας ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν,

Εβρ. 3,1                     Κατά συνέπειαν, αδελφοί άγιοι, που συμμετέχετε εις την επουρανίαν κλήσιν του Θεού, κατανοήσατε βαθειά και μάθετε καλά αυτόν, που ο επουράνιος Θεός μας απέστειλε, τον Αρχιερέα της πίστεώς μας, τον Ιησούν Χριστόν.

Εβρ. 3,2            πιστὸν ὄντα τῷ ποιήσαντι αὐτόν, ὡς καὶ Μωϋσῆς ἐν ὅλῳ τῷ οἴκῳ αὐτοῦ.

Εβρ. 3,2                    Είναι αυτός δια την άφθαστον αρετήν του απολύτως αξιόπιστος ενώπιον εκείνου, ο οποίος τον κατέστησε Απόστολόν του και αρχιερέα μας, όπως και ο Μωϋσής υπήρξε πιστός εις όλον τον Ισραηλιτικόν λαόν, ο οποίος ήτο οίκος του Θεού.

Εβρ. 3,3            πλείονος γὰρ δόξης οὗτος παρὰ Μωϋσῆν ἠξίωται, καθ᾿ ὅσον πλείονα τιμὴν ἔχει τοῦ οἴκου ὁ κατασκευάσας αὐτόν.

Εβρ. 3,3                    Ο Χριστός όμως είναι ασυγκρίτως ανώτερος από τον Μωϋσέα, διότι έχει αξιωθή και έλαβε πολύ μεγαλυτέραν δόξαν από εκείνον, επειδή έχει μεγαλυτέραν τιμήν και αξίαν από το σπίτι εκείνος, που κατεσκεύασε το σπίτι.

Εβρ. 3,4            πᾶς γὰρ οἶκος κατασκευάζεται ὑπό τινος, ὁ δὲ τὰ πάντα κατασκευάσας Θεός.

Εβρ. 3,4                    Διότι κάθε σπίτι κατασκευάζεται από κάποιον. Εκείνος δε που εδημιούργησε τα πάντα ορατά και αόρατα, ετακτοποίησε και ωργάνωσε την θεοκρατικήν πολιτείαν των Ισραηλιτών, είναι ο Θεός.

Εβρ. 3,5            καὶ Μωϋσῆς μὲν πιστὸς ἐν ὅλῳ τῷ οἴκῳ αὐτοῦ ὡς θεράπων, εἰς μαρτύριον τῶν λαληθησομένων,

Εβρ. 3,5                    Και ο μεν Μωϋσής, σαν επιστάτης και υπηρέτης εκ μέρους του Θεού, ανεδείχθη πιστός και αξιόπιστος μέσα εις όλο το σπίτι του Θεού, στον Ισραηλιτικόν δηλαδή λαόν, εις πίστωσιν και βεβαίωσιν εκείνων που απρόκειτο να λεχθούν και αποκαλυφθούν προς τον λαόν.

Εβρ. 3,6            Χριστὸς δὲ ὡς υἱὸς ἐπὶ τὸν οἶκον αὐτοῦ, οὗ οἶκός ἐσμεν ἡμεῖς, ἐάνπερ τὴν παῤῥησίαν καὶ τὸ καύχημα τῆς ἐλπίδος μέχρι τέλους βεβαίαν κατάσχωμεν.

Εβρ. 3,6                    Ο Χριστός όμως ως Υιός, ανεδείχθη ασυγκρίτως περισσότερον πιστός και αξιόπιστος επάνω εις όλο το σπίτι του Θεού, το οποίον είναι και ιδικόν του. Σπίτι δε τώρα του Θεού είμεθα ημείς οι Χριστιανοί, εάν βέβαια κρατήσωμεν μέχρι τέλους σταθεράν και αμετακίνητον την παρρησίαν μας προς τον Θεόν και το χαρμόσυνον καύχημα της ελπίδος μας, ότι θα είμεθα κληρονόμοι των αιωνίων αγαθών.

 

Η υπόσχεση του Θεού και η απιστία του λαού του

Εβρ. 3,7            Διό, καθὼς λέγει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον· σήμερον ἐὰν τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούσητε,

Εβρ. 3,7                    Δι' αυτό ακριβώς και το Αγιον Πνεύμα λέγει· “σήμερον, εις την παρούσαν δηλαδή ζωήν, εάν ακούσετε την φωνήν και τας εντολάς του Θεού,

Εβρ. 3,8            μὴ σκληρύνητε τὰς καρδίας ὑμῶν ὡς ἐν τῷ παραπικρασμῷ, κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ πειρασμοῦ ἐν τῇ ἐρήμῳ,

Εβρ. 3,8                    μη κάμετε σκληράς και αναισθήτους τας καρδίας σας εις τας θείας εντολάς, όπως έγινε κατά τον καιρόν της πικρίας και της οργής μου εναντίον του Ισραηλιτικού λαού, κατά την ημέραν δηλαδή που εις την έρημον εφέρθησαν αυτοί προκλητικά απέναντί μου, και έθεσαν υπό δοκιμασίαν την αγαθότητά μου και την δύναμίν μου.

Εβρ. 3,9            οὗ ἐπείρασάν με οἱ πατέρες ὑμῶν, ἐδοκίμασάν με, καὶ εἶδον τὰ ἔργα μου τεσσαράκοντα ἔτη·

Εβρ. 3,9                    Πράγματι εκεί εις την έρημον οι πρόγονοί σας, ολιγόπιστοι καθώς ήσαν, έθεσαν υπό αμφισβήτησιν και δοκιμήν την πρόνοιάν μου και την δύναμίν μου. Εν τούτοις εγώ και τότε δεν τους εγκατέλειψα και είδαν τα θαυμαστά και ένδοξα έργα μου σαράντα ολόκληρα χρόνια, που έμειναν εις την έρημον.

Εβρ. 3,10           διὸ προσώχθισα τῇ γενεᾷ ἐκείνῃ καὶ εἶπον· ἀεὶ πλανῶνται τῇ καρδίᾳ, αὐτοὶ δὲ οὐκ ἔγνωσαν τὰς ὁδούς μου·

Εβρ. 3,10                  Επειδή όμως έμειναν αμετανόητοι και αδιόρθωτοι, εδυσφόρησα και ηγανάκτησα εναντίον της γενεάς εκείνης και είπα· Παντοτε αυτοί πλανώνται, σύμφωνα με τας αμαρτωλάς επιθυμίας και διαθέσεις της καρδίας των. Αυτοί όμως δεν ηθέλησαν να γνωρίσουν τους θαυμαστούς τρόπους μου, με τους οποίους τους καθωδηγούσα και τους επροστάτευα.

Εβρ. 3,11           ὡς ὤμοσα ἐν τῇ ὀργῇ μου, εἰ εἰσελεύσονται εἰς τὴν κατάπαυσίν μου·

Εβρ. 3,11                   Δι' αυτό και ωργισμένος εναντίον των ωρκίσθην ότι δεν θα εισέλθουν εις την γην της ειρηνικής αναπαύσεως, που τους έχω υποσχεθή”.

Εβρ. 3,12           βλέπετε, ἀδελφοί, μή ποτε ἔσται ἔν τινι ὑμῶν καρδία πονηρὰ ἀπιστίας ἐν τῷ ἀποστῆναι ἀπὸ Θεοῦ ζῶντος,

Εβρ. 3,12                  Λοιπόν προσέχετε, αδελφοί, μήπως και εις κανένα από σας γίνη πονηρή, σκληρή και άπιστος η καρδιά εξ αιτίας της αποστασίας από τον Θεόν τον ζώντα.

Εβρ. 3,13           ἀλλὰ παρακαλεῖτε ἑαυτοὺς καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν ἄχρις οὗ τὸ σήμερον καλεῖται, ἵνα μὴ σκληρυνθῇ ἐξ ὑμῶν τις ἀπάτῃ τῆς ἁμαρτίας·

Εβρ. 3,13                   Αλλά προτρέπετε και ενθαρρύνετε ο ένας τον άλλον κάθε ημέραν, έως ότου διαρκεί η παρούσα ζωη, ώστε να μη σκληρυνθή κανείς από σας από τα απατηλά θέλγητρα της αμαρτίας.

Εβρ. 3,14           μέτοχοι γὰρ γεγόναμεν τοῦ Χριστοῦ, ἐάνπερ τὴν ἀρχὴν τῆς ὑποστάσεως μέχρι τέλους βεβαίαν κατάσχωμεν,

Εβρ. 3,14                  Βεβαίως έχομεν γίνει συμμέτοχοι εις την ζωήν και την δόξαν του Χριστού, υπό την απαραίτητον βέβαια προϋπόθεσιν ότι θα κρατήσωμεν σταθεράν μέχρι τέλους την πίστιν, με την οποίαν ηρχίσαμεν και δια της οποίας ελάβαμεν νέαν υπόστασιν ως τέκνα του Θεού.

Εβρ. 3,15           ἐν τῷ λέγεσθαι· σήμερον ἐὰν τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούσητε, μὴ σκληρύνητε τὰς καρδίας ὑμῶν ὡς ἐν τῷ παραπικρασμῷ.

Εβρ. 3,15                   Εφ' όσον, λοιπόν, εξακολουθεί να λέγεται και να ισχύη το· Σημερον, εις την παρούσαν ζωήν, εάν ακούσετε την φωνήν αυτού, μη σκληρύνετε τας καρδίας σας, όπως οι Εβραίοι κατά τον καιρόν του παραπικρασμού.

Εβρ. 3,16           τίνες γὰρ ἀκούσαντες παρεπίκραναν; ἀλλ᾿ οὐ πάντες οἱ ἐξελθόντες ἐξ Αἰγύπτου διὰ Μωϋσέως;

Εβρ. 3,16                  Διότι ποιοί ήσαν εκείνοι, που επίκραναν τον Θεόν, μολονότι είχαν ακούσει την φωνήν του; Δεν ήσαν όλοι όσοι εβγήκαν ελεύθεροι από την Αίγυπτον με την καθοδήγησιν του Μωϋσέως;

Εβρ. 3,17           τίσι δὲ προσώχθισε τεσσαράκοντα ἔτη; οὐχὶ τοῖς ἁμαρτήσασιν, ὧν τὰ κῶλα ἔπεσεν ἐν τῇ ἐρήμῳ;

Εβρ. 3,17                   Εναντίον ποίων δε εδυσφόρησε και ηγανάκτησεν ο Θεός επί σαράντα έτη; Δεν οργίσθη εναντίον αυτών, που ημάρτησαν απέναντί του και εσκληρύνθησαν και των οποίων τα σώματα έπεσαν εις την έρημον;

Εβρ. 3,18           τίσι δὲ ὤμοσε μὴ εἰσελεύσεσθαι εἰς τὴν κατάπαυσιν αὐτοῦ εἰ μὴ τοῖς ἀπειθήσασι;

Εβρ. 3,18                  Εναντίον δε ποίων ωρκίσθη ο Θεός, ότι δεν θα εισέλθουν εις την γην της επαγγελίας, παρά εναντίον εκείνων που έδειξαν απείθειαν και σκληροκαρδίαν;

Εβρ. 3,19           καὶ βλέπομεν ὅτι οὐκ ἠδυνήθησαν εἰσελθεῖν δι᾿ ἀπιστίαν.

Εβρ. 3,19                  Και βλέπομεν, ότι πράγματι εξ αιτίας της απιστίας των δεν κατώρθωσαν να εισέλθουν εις την γην της επαγγελίας.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10

11

12

13