ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ |
|
ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤ. ΠΑΥΛΟΥ
Οι επιστολές του αποστόλου Παύλου είναι τα πρώτα γραπτά μνημεία της Καινής Διαθήκης και αποτελούν έργα περιστασιακά, γράφτηκαν δηλαδή για να απαντήσουν σε διάφορα ερωτήματα που έθεταν οι νεοϊδρυθείσες εκκλησίες στον Απόστολο. Κατά τη συγγραφή των επιστολών του ακολουθεί ο Παύλος τους ισχύοντες κανόνες της ελληνικής επιστολογραφίας (προοίμιο που περιέχει τον αποστολέα, παραλήπτη και χαιρετισμό - ανάπτυξη του θέματος - τελικοί χαιρετισμοί) και προσθέτει στο τέλος ιδιόχειρο χαιρετισμό προς δήλωση της γνησιότητας της επιστολής (Ρωμ. 16,22. Α' Κορ. 16,21. Γαλ. 6,11. Κολ. 4,18. Β' Θεσ. 3,17. Φιλ. 19).
Η διάταξη των επιστολών του Παύλου στον κανόνα της Καινής Διαθήκης έγινε ανάλογα με την έκταση τους. Πρώτη δηλ. τοποθετήθηκε η προς Ρωμαίους, που είναι η μεγαλύτερη (16 κεφάλαια) και τελευταία η προς Φιλήμονα (25 στίχοι):
προς Ρωμαίους προς Κορινθίους Α' προς Κορινθίους Β' προς Γαλάτας προς Εφεσίους προς Φιλιππησίους προς Κολοσσαείς προς Θεσσαλονικείς Α' προς Θεσσαλονικείς Β' προς Τιμόθεον Α' προς Τιμόθεον Β' προς Τίτον προς Φιλήμονα προς Εβραίους (η επιστολή αυτή, συνήθως ακολουθεί μετά από την ομάδα των 13 επιστολών του Παύλου)
Οι 14 παύλειες επιστολές, για τις οποίες οι Πράξεις των Αποστόλων δίνουν ένα πολύτιμο ιστορικό πλαίσιο, αποτελούν ένα μεγάλο τμήμα της Καινής Διαθήκης. Οι επιστολές αυτές σημαδεύουν το αποστολικό έργο του Παύλου. Η χρονολογική τοποθέτηση των επιστολών του Παύλου στη διάρκεια της ζωής και της ιεραποστολικής του δράσης είναι δυνατή από τις πληροφορίες των ίδιων των επιστολών σε συνδυασμό προς αντίστοιχες πληροφορίες των Πράξεων ή από τη συσχέτιση τους με γεγονότα της ιστορίας:
Οι Α' και Β' επιστολές προς Θεσσαλονικείς γράφτηκαν στην Κόρινθο περίπου από το 50-52 μ.Χ. Η Επιστολή προς Φιλιππησίους γράφτηκε στην Έφεσο γύρω στο 52-56, ενώ κατ' άλλους στη Ρώμη γύρω στό 60-62 μ.Χ. Η Επιστολή προς Γαλάτες γράφτηκε στην Έφεσο κάπου ανάμεσα στο 52 έως το 55 μ.Χ. Οι επιστολές Α' και Β' προς Κορινθίους, γράφτηκαν, η Α' Κορινθίους στην Έφεσο και η Β' Κορινθίους στη Μακεδονία ή στους Φιλίππους ή στην Έφεσο, από το 55-57 μ.Χ. Η Επιστολή προς Ρωμαίους γράφτηκε στην Κόρινθο το 57 μ.Χ. Η Επιστολή προς Κολοσσαείς γράφτηκε στην Έφεσο κατά το 52-55 ή στη Ρώμη το 60-62 μ.Χ. Η Επιστολή προς Φιλήμονα γράφτηκε στην Έφεσο κατά το 52-55 ή στη Ρώμη το 60-62 μ.Χ. Η Επιστολή προς Εφεσίους γράφτηκε στην Έφεσο το 54-55 ή στη Ρώμη το 60-62 μ.Χ. Οι Α' και Β' επιστολές προς Τιμόθεον γράφτηκαν, η Α' προς Τιμόθεον στη Μακεδονία ή στη Νικόπολη το 63-64, και η Β' προς Τιμόθεον στη Ρώμη το 65-67 μ.Χ. Η επιστολή προς Τίτον, γράφτηκε στους Φιλίππους το 63-64 μ.Χ.
Τα τρία τελευταία κείμενα, θέτουν και ένα φιλολογικό πρόβλημα, προϋποθέτουν τουλάχιστο τη χρήση ενός γραμματέα, που τους έδωσε τη σφραγίδα του δικού του ύφους παρ' όλη την εξάρτηση από τη σκέψη του Παύλου. Η περίπτωση της προς Εβραίους επιστολής είναι διαφορετική. Αν και η αρχαία παράδοση τη συνδέει πάντα με το παύλειο σύνολο, ο συντάκτης της έχει μια φιλολογική προσωπικότητα και μια πρωτοτυπία σκέψεως καθαρά διάφορες από τις αντίστοιχες του Παύλου. Ωστόσο το κείμενο πρέπει να είναι προγενέστερο του 70 μ.Χ., γιατί φαίνεται ότι αγνοεί την καταστροφή της Ιερουσαλήμ και το τέλος της λατρείας του ναού και ίσως γράφτηκε στη Ρώμη.
Οι επιστολές του Παύλου μπορούν να κατηγοριοποιηθούν ανάλογα με τους παραλήπτες τους ως εξής, α) Επιστολές που απευθύνονται σε μια συγκεκριμένη εκκλησία (Α'-Β' Κορινθίους, Α'-Β' Θεσσαλονικείς, Φιλιππησίους, Κολοσσαείς) β) Επιστολές που απευθύνονται σε μια ομάδα εκκλησιών και ονομάζονται "εγκύκλιες επιστολές" (Εφεσίους, και ίσως η Ρωμαίους) γ) Επιστολές που απευθύνονται σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο (Α'-Β' Τιμόθεον, Τίτον, Φιλήμονα). δ) Επιστολές γράφτηκαν τον καιρό που ο Παύλος ήταν φυλακισμένος, Αυτές είναι οι 4 "επιστολές της αιχμαλωσίας" (Εφεσίους, Φιλιππησίους, Κολοσσαείς, Φιλήμονα) και η Β' Τιμόθεον. ε) Οι τρεις επιστολές Α'- Β' Τιμόθεον και Τίτον που απευθύνονται σε ποιμένες των εκκλησιών ονομάζονται από το 18ο αιώνα και ύστερα "Ποιμαντικές".
|
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ
Η προς Ρωμαίους επιστολή απευθύνεται στην Εκκλησία της Ρώμης. Ο Παύλος την εποχή που γράφει την επιστολή, βρίσκεται προς το τέλος της 3ης περιοδείας και μάλιστα στην Κόρινθο. Εκεί γράφει την προς Ρωμαίους επιστολή το 57 μ.Χ., μετά από πλούσια ιεραποστολική και συγγραφική δραστηριότητα.
Ο Παύλος έχει ήδη κηρύξει το Ευαγγέλιο στο ανατολικό μέρος της αυτοκρατορίας, από την Ιερουσαλήμ ως την Ιλλυρία όπως αναφέρεται στην επιστολή (15,19). Ο Παύλος από την Κόρινθο θα κατευθυνθεί προς την Ιερουσαλήμ για να φέρει τα βοηθήματα που συγκέντρωσαν οι Χριστιανοί της Μακεδονίας και της Αχαΐας για τους αδελφούς των Ιεροσολύμων. Μετά το ταξίδι του στα Ιεροσόλυμα σκοπεύει να μεταθέσει την ιεραποστολική του δραστηριότητα στη Δύση και να ικανοποιήσει την από πολλά χρόνια σφοδρή επιθυμία του να δει τους Χριστιανούς της Ρώμης και να κατευοδωθεί απ' αυτούς στην Ισπανία (Ρωμ. 15, 23-26 και Πραξ. 23,11). Με την επιστολή του θέλει να συστηθεί προσωπικά ενόψει της μελλοντικής του επίσκεψης αλλά και διότι έχουν ήδη διαδοθεί γι' αυτόν ποικίλες πληροφορίες. Για το λόγο αυτό εκθέτει λεπτομερώς τη διδασκαλία του στην επιστολή.
Η προς Ρωμαίους επιστολή είναι η σπουδαιότερη σε θεολογικό περιεχόμενο και η μεγαλύτερη σε έκταση απ' όλες τις επιστολές του Παύλου. Χαρακτηρίζεται συνήθως ως η "δογματική" ή το "Ευαγγέλιο του Αποστόλου Παύλου". Ωστόσο η επιστολή αυτή δεν περιέχει σύνοψη της θεολογίας του, αλλά εκθέτει μια βασική πτυχή της παύλειας θεολογίας: Τη δικαίωση του αμαρτωλού ανθρώπου με τη χάρη του Χριστού και όχι με τα έργα του Νόμου. Το θέμα αυτό αναπτύσσει ο Παύλος μέσα στο πλαίσιο της θείας οικονομίας, ξεκινώντας από τον Αδάμ, που παρέβη την εντολή του Θεού και φθάνοντας στον έσχατο Αδάμ, τον Ιησού Χριστό, που αποκατέστησε την παράβαση του πρώτου γενάρχη. Ο πρώτος έφερε το θάνατο στην ανθρωπότητα, ο "έσχατος" δώρισε πλουσιοπάροχα τη ζωή. Εκείνο που ενδιαφέρει τον ιερό συγγραφέα δεν είναι να εξιστορήσει την προέλευση των δεινών της ανθρωπότητας αλλά να υπογραμμίσει τη δωρεά της ζωής που πηγάζει από το Χριστό. Το παρόν και το μέλλον της ζωής κατέχει το κέντρο του ενδιαφέροντος του και όχι το παρελθόν της φθοράς και του θανάτου. Μπορούμε συνεπώς να υποστηρίξουμε πως το μήνυμα της επιστολής είναι ένα μήνυμα αισιοδοξίας: Όπου βασίλευε άλλοτε ο θάνατος, η αμαρτία και ο Νόμος, τώρα δια του Χριστού αφθονεί η ζωή, η αγιότητα και η χάρη.
|
ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α'
Από όσα λέγει ο Απόστολος στην Α' προς Κορινθίους επιστολή του συνάγεται ότι η επιστολή αυτή γράφτηκε γύρω στο έτος 55 μ.Χ. από την Έφεσο, προς το τέλος της εκεί τριετούς παραμονής του. Μετά το κήρυγμα του Ευαγγελίου στην Αθήνα ο Παύλος πήγε στην Κόρινθο, πρωτεύουσα της Αχαΐας, όπου έμεινε και κήρυξε επί 18 μήνες. Εκεί ίδρυσε την τοπική εκκλησία με την οποία και μετά την αναχώρηση του διατήρησε προσωπική επαφή. Στις δύο προς Κορινθίους επιστολές που μας διασώζονται, γίνονται αναφορές και για άλλες επιστολές που έστειλε ο Παύλος προς την Εκκλησία της Κορίνθου (Α 'Κορ 5,9. Β 'Κορ 2,4).
Αφορμή για τη συγγραφή της επιστολής αποτέλεσε το γεγονός ότι η Εκκλησία αυτή παρουσιάστηκαν ορισμένα προβλήματα και αντιμετώπιζε κάποια ερωτήματα, όπως: Α) Στην εκκλησία της Κορίνθου είχαν δημιουργηθεί «μερίδες», όπου η κάθε μια από τις οποίες έδειχνε θαυμασμό και εκτίμηση σ' έναν Απόστολο, που τον θεωρούσε ανώτερο από τους άλλους. Ο Παύλος αφιερώνει τα 4 πρώτα κεφάλαια της επιστολής για να καταπολεμήσει τη διάσπαση της ενότητας της Εκκλησίας της Κορίνθου. Β) Ο Παύλος επιπλήττει την Εκκλησία της Κορίνθου για τη χαλαρή στάση της απέναντι στην πορνεία και για την ανοχή της απέναντι σ' έναν αιμομίκτη. Γ) Οι Χριστιανοί δεν επιτρέπεται να προσφεύγουν στα εθνικά δικαστήρια για την επίλυση των διαφορών τους, αλλά πρέπει να τις επιλύουν μόνοι τους. Δ) Με επιστολή τους οι Κορίνθιοι υπέβαλαν στον Παύλο ερωτήματα σχετικά με το «γάμο» και την «παρθενία», με τα «ειδωλόθυτα», με τη «θεία λατρεία», με το «Κυριακό δείπνο», με τα πνευματικά «χαρίσματα», με την «ανάσταση των νεκρών». Σε όλα αυτά ο Παύλος δίνει απαντήσεις.
|
ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β'
Μετά τη συγγραφή της Α' προς Κορινθίους επιστολής έφτασαν στην Εκκλησία της Κορίνθου ιουδαΐζοντες Χριστιανοί ιεραπόστολοι και με το κήρυγμα τους υπονόμευαν την αποστολική αυθεντία του Παύλου, διδάσκοντας παράλληλα προς την νέα πίστη και την τήρηση του Μωσαϊκού νόμου. Ο Παύλος πληροφορείται τα γεγονότα καθώς βρίσκεται στην Έφεσο στο τέλος της τριετούς εκεί ιεραποστολικής του δραστηριότητας και επειδή δεν δέχεται τη σχετικοποίηση ή νόθευση του χριστιανικού Ευαγγελίου που κήρυξε, πορεύεται πάλι προς την Κόρινθο. Καθ' οδόν λοιπόν προς την πόλη αυτή, κάπου από την Μακεδονία ή στους Φιλίππους, κατά το έτος 56 μ.Χ., γράφει την Β' προς Κορινθίους.
Στη Β' προς Κορινθίους επιστολή δεν βρίσκουμε κανένα υπαινιγμό για τα θέματα που απασχόλησαν τον Απόστολο στην Α' επιστολή. Στην Β' επιστολή κυριαρχεί άλλη ατμόσφαιρα και το ύφος της είναι πιο συναισθηματικό. Ο Απόστολος εκδηλώνει τον πλούτο της καρδιάς του προς τα πνευματικά του παιδιά, τα οποία στη σωτήρια οικονομία του Ιησού Χριστού, σαν πατέρας τους γέννησε με το κήρυγμα του Ευαγγελίου και εκθέτει τις υπέρ του Χριστού κακοπάθειές του. Όλα αυτά αναγκάζεται να τα γράψει εξαιτίας των κατηγόρων του, των ιουδαϊζόντων Χριστιανών, οι οποίοι αφού τάραξαν τις Εκκλησίες της Γαλατίας, ήρθαν και στην Κόρινθο για να κλονίσουν την εμπιστοσύνη των Χριστιανών ως προς το κύρος του αποστολικού αξιώματος του Παύλου. Η Β' προς Κορινθίους επιστολή, στην οποία αντιμετωπίζει ο Παύλος τις κατηγορίες αυτές (χάρη του Ευαγγελίου και των Χριστιανών της Κορίνθου και όχι για τον εαυτό του) και μιλάει για το μεγαλείο αλλά και για τις κακοπάθειές του Αποστόλου, ανήκει, μαζί με την προς Φιλήμονα, στις πιο προσωπικές και συναισθηματικές επιστολές του.
Η επιστολή αυτή μπορεί σε γενικές γραμμές να διαιρεθεί σε τρεις μεγάλες ενότητες: Α) Η σχέση του Παύλου με την Εκκλησία της Κορίνθου. Ο Απόστολος πέρασε ένα πολύ μεγάλο κίνδυνο στην Μ. Ασία, τόσο που πλησίασε τα όρια του θανάτου. Θέλει να το γνωρίζουν αυτό οι Κορίνθιοι, τους οποίους δεν μπόρεσε να επισκεφτεί όπως τους υποσχέθηκε, όχι από αδιαφορία αλλά ενδιαφερόμενος να μην τους λυπήσει. Στη συνέχεια υπογραμμίζει τη σπουδαιότητα του αποστολικού του αξιώματος καθώς και την υπεροχή της διακονίας της νέας διαθήκης σε σχέση προς τη διακονία της παλαιάς. Η διακονία βέβαια αυτή συνοδεύεται από πολλές θλίψεις και στενοχώριες αλλά και από τη σταθερή ελπίδα ότι θα υπερνικηθεί ο Θάνατος με την ανάσταση. Η διακονία εκδηλώνεται ακόμη ως πρεσβεία υπέρ του Χριστού για τη συμφιλίωση του κόσμου. Β) Οδηγίες για τη λογία υπέρ των Χριστιανών των Ιεροσολύμων. Γ) Απολογία του Παύλου και υπεράσπιση του αποστολικού του αξιώματος. Με ύφος γεμάτο πάθος και αγάπη για τους αναγνώστες του υπεραμύνεται ο Παύλος της αποστολικής του ιδιότητας, την οποία χαρακτηρίζει ως διακονία της νέας διαθήκης, αντιπαραθέτοντας την προς την διακονία της παλαιάς, την οποία ασκούν οι ιουδαΐζοντες.
|
ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ
Η Επιστολή προς Γαλάτας γράφτηκε στην Έφεσο κάπου ανάμεσα στο 52 με 55 μ.Χ. Η επιστολή αυτή απευθύνεται προς τις εκκλησίες της Γαλατίας, περιοχής της κεντρικής Μ. Ασίας. Σύμφωνα με τα χωρία Πράξεις 16,6 και 18,23 ο Παύλος κατά τις περιοδείες του είχε έρθει δύο φορές στη Γαλατία. Μερικά χρόνια μετά την ίδρυση των τοπικών εκκλησιών στη Γαλατία εμφανίζονται εκεί οι «ταράσσοντες», οι οποίοι διαστρεβλώνουν το Ευαγγέλιο του Χριστού. Πρόκειται για ιουδαιοχριστιανούς οι οποίοι επιβάλλουν στα μέλη της εκκλησίας την περιτομή και την τήρηση του Μωσαϊκού Νόμου. Προσπαθούν να υποσκάψουν το κύρος του Παύλου λέγοντας ότι δεν είναι Απόστολος της αξίας των δώδεκα, ότι το αξίωμα του το αντλεί απ' αυτούς και ότι διδάσκει την αποδέσμευση από το Νόμο για να είναι αρεστός στους εξ εθνών Χριστιανούς.
Στην προς Γαλάτας επιστολή εκθέτει ο Παύλος το Ευαγγέλιο του, το οποίο συνίσταται στην ελευθερία από το Μωσαϊκό νόμο που την προσφέρει ο Χριστός και στη δικαίωση του ανθρώπου δια της πίστεως. Η έκθεση του «Ευαγγελίου» αυτού έχει τόνο πολεμικό. Δεν γράφει ο Παύλος για να εκθέσει ήρεμα και συστηματικά τη διδασκαλία του αλλά για να αντιμετωπίσει την κατάσταση που δημιουργήθηκε στις εκκλησίες της Γαλατίας. Στην επιστολή αυτή ο Παύλος μας δίνει αυτοβιογραφικές πληροφορίες και εκφράζει τη συνείδηση, που είχε για το αποστολικό του αξίωμα και τη σχέση του με τους δώδεκα Αποστόλους. Υπογραμμίζει ότι δεν έγινε Απόστολος από ανθρώπους, ούτε με την παρέμβαση κάποιου ανθρώπου αλλά από τον Ιησού Χριστό και το Θεό Πατέρα (1,1). Εκφράζει έντονα την έκπληξή του για το ότι οι Χριστιανοί της Γαλατίας τόσο εύκολα παρασύρονται από αυτούς που κηρύττουν άλλο Ευαγγέλιο απ' αυτό που τους κήρυξε ο ίδιος και που είναι το Ευαγγέλιο του Χριστού. Για να τονίσει ο Απόστολος το γεγονός ότι το Ευαγγέλιο που κηρύττει το έλαβε όχι από ανθρώπινη αυθεντία αλλά «δι' αποκαλύψεως Ιησού Χριστού», προβαίνει σε μια αναδρομή αυτοβιογραφική, από την οποία φαίνεται ότι τον πρώην διώκτη της Εκκλησίας μετέβαλε η χάρη του Θεού σε ευαγγελιστή των εθνών. Δεν πηγαίνει λοιπόν αμέσως μετά την μεταστροφή του στα Ιεροσόλυμα, στο κέντρο της ζωής και ιεραποστολικής δράσης της Εκκλησίας, αλλά ύστερα από τρία χρόνια, για να γνωρίσει από κοντά τον Πέτρο, χωρίς να συναντήσει άλλους αποστόλους. Έτσι το αποστολικό του αξίωμα, θέλει να πει, προέρχεται απ' ευθείας από τη χάρη του Θεού και όχι από κάποια ανθρώπινη εκκλησιαστική αυθεντία.
Ο Απόστολος επισημαίνει τον κίνδυνο που διατρέχουν οι Γαλάτες, εάν παρασυρθούν από αυτούς που τους ζητούν επιστροφή στα έργα του Νόμου. Φέρει ως βιβλικό παράδειγμα δικαίωσης από την πίστη τον Αβραάμ, ομιλεί για την προτεραιότητα και υπεροχή της επαγγελίας του Θεού έναντι του Νόμου, για τον προπαρασκευαστικό ρόλο που έπαιξε ο Νόμος μέσα στο σχέδιο της θείας οικονομίας, και για την κατάργηση των διακρίσεων φύλου, κοινωνικής κατάστασης, προηγουμένων θρησκευτικών πεποιθήσεων μέσα στην περιοχή της πίστεως και στην περιοχή της Εκκλησίας. Κεντρικό σημείο του Ευαγγελίου που κηρύττει ο Παύλος είναι ότι η σταυρική θυσία του Κυρίου φέρει ως καρπό την ελευθερία του ανθρώπου από το Νόμο και την απόκτηση των αγαθών της κατά χάρη υιοθεσίας. Ο Παύλος ζητάει από τους παραλήπτες της επιστολής να μείνουν στην περιοχή της εν Χριστώ ελευθερίας και να μην επιστρέφουν στο ζυγό της δουλείας των νομικών τύπων. Η ελευθερία δεν σημαίνει βέβαια ασυδοσία αλλά ζωή αγάπης.
|
ΠΡΟΣ ΕΦΕΣΙΟΥΣ
Η Επιστολή του Παύλου προς Εφεσίους γράφτηκε στην Έφεσο το 54-55 ή στη Ρώμη το 60-62 μ.Χ. Η προς Εφεσίους είναι μια εγκύκλιος επιστολή, όπως προκύπτει μεταξύ άλλων από τη γενικότητα του θέματός της, το οποίο δεν ενδιαφέρει αποκλειστικά μια ορισμένη τοπική Εκκλησία που αντιμετωπίζει συγκεκριμένα προβλήματα αλλά όλη την Εκκλησία του Χριστού, και από την απουσία χαιρετισμών σε γνωστά στον γράφοντα πρόσωπα. Παραλήπτες της επιστολής κατά πάσα πιθανότητα είναι οι Χριστιανοί της Μ. Ασίας ή μιας ακόμη μεγαλύτερης περιοχής.
Στο Α' μέρος της επιστολής (κεφ. 1-3), αναπτύσσεται ένα θέμα γενικού ενδιαφέροντος, την πραγματοποίηση της λυτρωτικής οικονομίας του Θεού μέσα στην ανθρώπινη ιστορία με την ίδρυση της Εκκλησίας, στην οποία ενώνονται και αποτελούν ένα σώμα οι πρώην εχθροί μεταξύ τους Ιουδαίοι και εθνικοί, κι αυτό είναι έργο του Χριστού, ο οποίος με το σταυρό και την Ανάστασή του φέρνει στον κόσμο την ειρήνη και συμφιλιώνει τους ανθρώπους με το Θεό, ενώ το Άγιο Πνεύμα τροφοδοτεί, συνέχει και συγκροτεί τη νέα αυτή κοινωνία των λυτρωμένων, που αποτελούν το σώμα του Χριστού.
Στο Β' μέρος της επιστολής (κεφ. 4-6), το πρακτικό, παρουσιάζει ο Απόστολος τις συνέπειες που απορρέουν για τη ζωή των μελών του σώματος του Χριστού από τη σωτηρία που τους προσφέρθηκε. Γίνεται λόγος για την ενότητα της Εκκλησίας, για τον παλαιό και τον καινούριο άνθρωπο, για τις εκδηλώσεις του καινούριου ανθρώπου μέσα στην κοινωνία, τις σχέσεις των συζύγων, τις σχέσεις των δούλων με τους κατά κόσμον κυρίους τους. Προς το τέλος περιγράφεται η «πανοπλία του Θεού», την οποία πρέπει να φέρει κάθε Χριστιανός για την αντιμετώπιση των σατανικών δυνάμεων που αποτελούν μόνιμο κίνδυνο. Αυτό σημαίνει ότι η νέα ζωή μέσα στην Εκκλησία δεν αποτελεί οριστική κατάσταση αλλά αρχή αγώνων για τους οποίους απαιτείται συνεχής εγρήγορση.
|
ΠΡΟΣ ΦΙΛΙΠΠΗΣΙΟΥΣ
Την επιστολή προς Φιλιππησίους την έγραψε ο Παύλος από τη φυλακή, στη Ρώμη, γύρω στο 60-62 μ.Χ. ή το πιθανότερο στην Έφεσο, γύρω στο 55 μ.Χ.. Οι Φίλιπποι είναι η πρώτη ευρωπαϊκή πόλη στην οποία διαδόθηκε το Ευαγγέλιο από τον Απόστολο Παύλο και τους συνεργάτες του και ιδρύθηκε εκεί η τοπική Εκκλησία γύρω στο έτος 50 μ.Χ., κατά τη δεύτερη περιοδεία του Παύλου. Με την Εκκλησία των Φιλίππων ο Παύλος είχε ιδιαίτερα φιλικές σχέσεις, όπως φαίνεται από την επιστολή που της απευθύνει και η οποία είναι η πιο προσωπική, συναισθηματική και τρυφερή επιστολή του.
Η προς Φιλιππησίους μπορεί να χαρακτηριστεί "επιστολή της χαράς", γιατί το θέμα της χαράς και η συνεχής προτροπή του Αποστόλου προς τους Φιλιππησίους να χαίρουν, δεσπόζουν στην επιστολή, ενώ θα μπορούσε επίσης να χαρακτηριστεί και "επιστολή της ταπεινοφροσύνης", γιατί και το θέμα αυτό κυριαρχεί, με αποκορύφωμα μάλιστα ένα θαυμάσιο και πυκνό σε νοήματα ύμνο προς το Χριστό, που ενώ ήταν Θεός, πήρε δούλου μορφή και ταπεινώθηκε μέχρι ακόμη και του σταυρικού θανάτου. Ο Παύλος αφήνει την καρδιά του να εκφραστεί με τον πιο αυθόρμητο και τρυφερό τόνο για να ευχαριστήσει τους Χριστιανούς των Φιλίππων που επανειλημμένα του έστειλαν βοηθήματα και άλλοτε και τώρα που είναι φυλακισμένος. Οι σκέψεις και τα αισθήματα του Αποστόλου εκτίθενται χωρίς κάποιο αυστηρό διάγραμμα, όπως μιλώντας κανείς μ' ένα φιλικό του πρόσωπο λέει αυθόρμητα όσα έχει να πει, χωρίς να τα κατατάσσει με τρόπο αυστηρά συστηματικό. Όλα αυτά βέβαια δεν σημαίνουν ότι η επιστολή στερείται θεολογικού βάθους και ότι έχει μόνο πρακτικό προσανατολισμό. Η κένωση του Χριστού (2,6), η δικαιοσύνη «εκ πίστεως», η εσχατολογική ελπίδα, ο μετασχηματισμός του φθαρτού σώματος σε ένδοξο σώμα κ.ά. αποτελούν βασικά θέματα της επιστολής.
|
ΠΡΟΣ ΚΟΛΟΣΣΑΕΙΣ
Η Επιστολή προς Κολοσσαείς γράφτηκε στην Έφεσο κατά το 52-55 ή στη Ρώμη το 60-62 μ.Χ. Η επιστολή αυτή απευθύνεται προς Χριστιανούς που δεν γνωρίζει προσωπικά ο Παύλος, γιατί δεν ίδρυσε ο ίδιος την Εκκλησία τους.
Από έμμεσες πληροφορίες της επιστολής συνάγεται ότι ο Επαφράς, ο οποίος προερχόταν από τις Κολοσσές, κήρυξε κατ' εντολή του Παύλου το Ευαγγέλιο και ίδρυσε την Εκκλησία της πόλης αυτής που βρίσκεται στην κοιλάδα του ποταμού Λύκου, στη δυτική Μ. Ασία (Φρυγία). Κατά το χρόνο συγγραφής της επιστολής ο Επαφράς επισκέφθηκε τον Παύλο στη φυλακή, όπου και τον πληροφόρησε για την κατάσταση των Χριστιανών στις Κολοσσές, επισημαίνοντας ιδιαίτερα τον κίνδυνο που διατρέχει η Εκκλησία τους από κάποια αιρετική διδασκαλία που άρχισε να διαδίδεται. Η αιρετική διδασκαλία διεκδικούσε για τον εαυτό της το χαρακτηρισμό της «φιλοσοφίας», της ανώτερης δηλαδή γνώσης και κατοχής διδασκαλιών περί Θεού, κόσμου, ανθρώπου κλπ. Περιείχε διατάξεις που αφορούσαν αποχή από τροφές ή ποτά, διακρίσεις ημερών και υποτιμητική στάση έναντι του σώματος. Κεντρικό σημείο της αιρετικής «φιλοσοφίας» ήταν η «θρησκεία των αγγέλων», η λατρεία δηλαδή πνευμάτων και αγγελικών δυνάμεων, που ονομάζονται στην επιστολή «στοιχεία του κόσμου» ή «αρχές και εξουσίες», όμως επέτρεπε συγχρόνως την πίστη στο Χριστό.
Η επιστολή μετά το συνηθισμένο προοίμιο, τις ευχαριστίες και την προσευχή του Παύλου (1,1-12), διακρίνεται σε δυο μέρη εκ των οποίων το πρώτο είναι θεωρητικό-θεολογικό και το δεύτερο ηθικό-παραινετικό. Στο πρώτο μέρος ο Παύλος τονίζει την υπεροχή και κυριότητα του Χριστού πάνω σ' όλη την κτίση. Ο Χριστός είναι «κύριος κάθε αρχής και εξουσίας», σ' αυτόν οφείλουν την ύπαρξη τους τα πάντα, αυτός είναι ο τελικός σκοπός όλων, σ' αυτόν κατοικεί σωματικά όλη η θεότητα. Στο σταυρό του Χριστού νικήθηκαν ολοσχερώς οι εχθρικές προς το Θεό πνευματικές δυνάμεις κι έτσι οι Χριστιανοί απολυτρώθηκαν από τις αμαρτίες τους και μεταπήδησαν από την εξουσία του σκότους στη βασιλεία του Υιού της αγάπης» του Θεού, που είναι το σώμα του Χριστού, η Εκκλησία. Οι Χριστιανοί με το βάπτισμα έχουν έχουν απελευθερωθεί από τα στοιχεία του κόσμου και έχουν αναστηθεί μαζί με το Χριστό σε μια καινούργια ζωή, μέσα στο σώμα του Χριστού.
Οι αιρετικοί «φιλόσοφοι» άδικα και χωρίς λόγο πιστεύουν ότι είναι κάτοχοι κάποιας ανώτερης γνώσης, γιατί μόνο στο Χριστό βρίσκονται κρυμμένοι όλοι οι θησαυροί της σοφίας και της γνώσης. Ο Χριστός που σταυρώθηκε, αναστήθηκε και υψώθηκε στα δεξιά του Θεού, είναι ο Κύριος των πάντων και η κυριαρχία του αναγνωρίζεται μέχρι των περάτων της γης.
Στο δεύτερο μέρος της επιστολής, το ηθικό και παραινετικό, την ηθική προσταγή στηρίζει ο Παύλος στο θάνατο του πιστού μαζί με το Χριστό, η οποία συντελέστηκε στο βάπτισμα και στη συνέγερση με αυτόν σε μια καινούρια ζωή. Περιγράφει ο Απόστολος τις εκδηλώσεις του νέου εν Χριστώ ανθρώπου και δίνει κανόνες ζωής, που δεν αποτελούν προϋπόθεση σωτηρίας των Χριστιανών αλλά καρπό της σωτηρίας που φέρνει ο Χριστός.
|
ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ Α'
Την Εκκλησία της Θεσσαλονίκης ίδρυσε ο Παύλος κατά τη δεύτερη ιεραποστολική περιοδεία του, όταν μετά τους Φιλίππους, που ήταν ο πρώτος σταθμός στην Ελλάδα, έφθασε στη Θεσσαλονίκη μαζί με τον Τιμόθεο, γύρω στο έτος 50 μ.Χ.. Ο Παύλος αναγκάστηκε να φύγει από τη Θεσσαλονίκη πολύ σύντομα, διότι η μεγάλη επιτυχία του έργου του εξόργισε τους εκεί Ιουδαίους. Από την Αθήνα στέλνει τον Τιμόθεο στη Θεσσαλονίκη, για να ενθαρρύνει και να στηρίξει τους Θεσσαλονικείς στην πίστη. Σε λίγο ο Τιμόθεος ξανασυναντά τον Παύλο στην Κόρινθο και του κομίζει ευχάριστες πληροφορίες για τους νέους Χριστιανούς της Θεσσαλονίκης καθώς και ορισμένα ερωτήματα τους. Έτσι ο Παύλος το έτος 51 μ.Χ. στέλνει από την Κόρινθο στους Θεσσαλονικείς την πρώτη επιστολή του. Δεν άργησε να ακολουθήσει και δεύτερη. Πρόκειται για τα πρώτα γραπτά κείμενα του Παύλου και ολόκληρης της Καινής Διαθήκης.
Τα κεντρικά θέματα της Α' προς Θεσσαλονικείς επιστολής είναι τα εξής: Α) Η στοργή και το ενδιαφέρον του Παύλου για τους Χριστιανούς της Θεσσαλονίκης: Μετά το προοίμιο της επιστολής υπενθυμίζει ο Απόστολος στους αναγνώστες τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ήρθε στην πόλη τους, τους πολλούς αγώνες και τις θλίψεις του καθώς και τους λόγους που τον οδήγησαν εκεί. Η αγάπη και η στοργή κατηύθυναν το έργο του, καθώς επίσης και η επιθυμία να μεταδώσει στους Θεσσαλονικείς όχι μόνο το Ευαγγέλιο αλλά και την ψυχή του, σαν τη μητέρα που φροντίζει τα παιδιά της. Απόδειξη του μεγάλου ενδιαφέροντος του αποτελεί η αποστολή του Τιμόθεου προς αυτούς και η χαρά του για τις καλές ειδήσεις που του έφερε. Ακόμη ο Παύλος εκφράζει τη σφοδρή επιθυμία του να τους επισκεφτεί και πάλι και η θλίψη του, γιατί αυτό δεν ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί προς το παρόν. Ο Παύλος επιμένει τόσο πολύ στην αποσαφήνιση των λόγων του κηρύγματος του και στην υπογράμμιση της στοργής του γι' αυτούς, ώστε να άρει κάθε τυχόν υποψία τους ότι ήταν κάποιος φιλόδοξος πλανόδιος κήρυκας, που διέδιδε τις ιδέες του από πόλη σε πόλη.
Β) Η ηθική καθαρότητα και φιλαδελφία: η νέα πίστη απαιτεί νέο ήθος από τον άνθρωπο. Το νέο ήθος είναι η συμμόρφωση προς το θέλημα του Θεού, που συνίσταται στον εξαγνισμό και την αποφυγή της πορνείας. Υπάρχει πάντοτε κίνδυνος να υποπέσουν οι Χριστιανοί, ιδίως οι "εξ εθνών χριστιανοί" στις αμαρτωλές συνήθειες της πρώην εθνικής θρησκείας τους, γι' αυτό και ο Παύλος υπογραμμίζει γενικά στις επιστολές του και ιδιαίτερα εδώ την απόλυτη απαίτηση του Θεού για ηθική καθαρότητα.
Γ) Η ανάσταση των "κεκοιμημένων": Φαίνεται ότι ένα από τα ερωτήματα των Θεσσαλονικέων αναφερόταν στην τύχη των ήδη «κεκοιμημένων» μελών της κοινότητας. Ο Παύλος τους απαντά προβάλλοντας την ελπίδα ως χαρακτηριστικό γνώρισμα των Χριστιανών σε σχέση με τους άλλους και τονίζοντας τη στενή συσχέτιση της Ανάστασης του Χριστού και της ανάστασης των κεκοιμημένων χριστιανών. Κατά την παρουσία του Κυρίου οι κεκοιμημένοι θα ξυπνήσουν και μαζί με τους ζώντες εκείνη την ώρα θα συναντήσουν τον Κύριο για να ζήσουν μαζί του. Σε σχέση προς το ερώτημα, πότε θα γίνει το γεγονός αυτό, πότε θα έρθει η «ημέρα του Κυρίου», ο Παύλος απαντά ότι το πότε δεν είναι γνωστό, θα έρθει όμως όπως ο κλέφτης τη νύχτα και γι' αυτό απαιτείται συνεχής επαγρύπνηση εκ μέρους των ανθρώπων και ζωή που αρμόζει σε ανθρώπους που πιστεύουν στο Χριστό.
Δ) Διάφορες προτροπές για υπακοή στους προϊσταμένους της Εκκλησίας, για αγαθοεργία, αδιάλειπτη προσευχή, για διατήρηση των πνευματικών χαρισμάτων κλπ.
|
ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ Β'
Όσα γράφει ο Παύλος στην Α' επιστολή του για τον αιφνίδιο ερχομό της "ημέρας του Κυρίου" φαίνεται ότι παρανοήθηκαν από τους Χριστιανούς της Θεσσαλονίκης, οι οποίοι νόμισαν ότι το γεγονός αυτό είναι τόσο γρήγορο και άμεσο, ώστε δεν υπάρχει λόγος ούτε να εργάζονται. Για την αποσαφήνιση αυτών των παρεξηγήσεων, τις οποίες πληροφορήθηκε ο Παύλος, γράφει τη Β' επιστολή, ευρισκόμενος ακόμη στην Κόρινθο, στα τέλη του έτους 51 με αρχές του 52 μ.Χ..
Σε γενικές γραμμές το περιεχόμενο της επιστολής έχει ως εξής: Μετά το προοίμιο, ο Παύλος ευχαριστεί το Θεό για την πίστη των αναγνωστών παρά τους διωγμούς και τις θλίψεις. Επισημαίνει την τελική δίκαιη κρίση του Θεού και προσεύχεται για την πνευματική τους ολοκλήρωση. Η "ημέρα του Κυρίου" δεν θα έρθει τόσο νωρίς, όπως νόμισαν οι Θεσσαλονικείς, αλλά θα προηγηθεί η αποστασία και η δράση του «ανθρώπου της ανομίας, ο οποίος, όταν φύγει από τη μέση ότι εμποδίζει την πλήρη φανέρωση του, θα αποκαλυφθεί, αλλά θα εξολοθρευτεί από τον Κύριο. Κατόπιν εκφράζει και πάλι ευχαριστίες για τους αναγνώστες του και συνιστά τήρηση των παραδεδομένων διδασκαλιών και προσευχή για την επιτυχία του ιεραποστολικού έργου του. Σε ύφος αυστηρό δίνει στη συνέχεια οδηγίες για τη συμπεριφορά των αδελφών έναντι των ατακτούντων, των μη εργαζομένων αλλά «περιεργαζομένων» και για την επαναφορά τους στην τάξη. Τελειώνει την επιστολή με ιδιόχειρο χαιρετισμό και ευλογία.
|
ΠΡΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΝ Α'
Για τον Τιμόθεο έχουμε πολλές πληροφορίες από τις Πράξεις και από τις επιστολές του Παύλου. Κατάγεται από τα Λύστρα της Λυκαονίας, από ειδωλολάτρη πατέρα και Ιουδαία μητέρα που είχε γίνει Χριστιανή. Στην πόλη αυτή γνώρισε τον Παύλο και έγινε ο πιο στενός και έμπιστος συνεργάτης του. Ήδη από πολύ μικρή παιδική ηλικία γνώρισε τα ιερά γράμματα με τη φροντίδα της μητέρας του Ευνίκης και της γιαγιάς του Λωΐδας. Αργότερα διακόνησε με ζήλο και αφοσίωση τον Παύλο στη διάδοση του Ευαγγελίου Βρίσκεται κοντά του κατά τη β' και γ' περιοδεία, μεταφέρει μαζί του τη «λογεία» για τους Χριστιανούς των Ιεροσολύμων, αναλαμβάνει λεπτές αποστολές που του αναθέτει ο Παύλος και αναφέρεται ως συναποστολέας μαζί με τον Παύλο στις επιστολές Α'-Β' Θεσσαλονικείς, Β' Κορινθίους, Φιλιππησίους, Κολοσσαείς, Φιλήμονα.
Στην Α' προς Τιμόθεον επιστολή ο Παύλος εφιστά την προσοχή του ποιμένα της εκκλησίας της Εφέσου στον κίνδυνο των αιρετικών και τον προτρέπει να μείνει πιστός στην υγιαίνουσα χριστιανική διδασκαλία. Στη συνέχεια ο Απόστολος δίνει οδηγίες για ορισμένα ζητήματα λατρείας, περιγράφει τα προσόντα που πρέπει να έχουν οι επίσκοποι και οι διάκονοι, και ομιλεί σε ποιητικό τόνο για το μυστήριο της πίστεως που μας αποκαλύφθηκε, το οποίο συνίσταται στην Ενανθρώπιση του Χριστού και την ένδοξη επάνοδο του στους ουρανούς. Επανέρχεται στο θέμα των «ψευδολόγων» αιρετικών για να καταπολεμήσει τις διδασκαλίες τους και να τονίσει το καθήκον του Τιμόθεου να προβάλει τον εαυτό του ως τύπο και παράδειγμα σε όλα. Τον συμβουλεύει για τον τρόπο συμπεριφοράς του έναντι των ηλικιωμένων, των νεωτέρων, των χηρών, των αξιωματούχων της Εκκλησίας και για την υποχρέωσή του να τηρεί τον εαυτό του αγνό. Μετά από μερικές γενικές συστάσεις προς τους δούλους, στρέφεται πάλι κατά των ετεροδιδασκάλων που αποτελούν το μόνιμο κίνδυνο της Εκκλησίας και δίνει συμβουλές στον Τιμόθεο για συνεχή αγώνα, για ζωή άσπιλη και για την τήρηση της ιερής παρακαταθήκης της πίστεως.
|
ΠΡΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΝ Β'
Η Β' προς Τιμόθεον έχει προσωπικότερο χαρακτήρα από την Α 'προς Τιμόθεον και την προς Τίτον. Όταν ο Απόστολος Παύλος γράφει την επιστολή, γνωρίζει ότι πλησιάζει το τέλος του και γι' αυτό κάνει ένα σύντομο απολογισμό του έργου του. Ακόμη ζητάει απ' τον Τιμόθεο να έρθει να τον συναντήσει μαζί με το Μάρκο. Πρέπει λοιπόν η επιστολή να γράφτηκε από τη Ρώμη λίγο πριν από το μαρτυρικό τέλος του Αποστόλου, κατά το τέλος του έτους 66 ή στις αρχές του 67. Χαρακτηρίζεται συνήθως ως το "κύκνειον άσμα" του Παύλου, το τελευταίο δηλαδή έργο του.
Στη Β' προς Τιμόθεον, αντιμετωπίζοντας ο Παύλος με θάρρος το γεγονός του επικείμενου μαρτυρίου του, προτρέπει τον Τιμόθεο να κακοπαθήσει και αυτός ως καλός στρατιώτης του Ιησού Χριστού, αγωνιζόμενος για τη διατήρηση της πίστεως και την καταπολέμηση των αιρετικών. Την κακία και έκλυση των ηθών που εμφανίζονται στις έσχατες ημέρες μπορεί να αντιμετωπίσει ο Τιμόθεος ενθυμούμενος το παράδειγμα του δασκάλου του του Παύλου, και την από παιδικής ηλικίας βιβλική αγωγή του, και ασκώντας αδιάκοπα το έργο του ευαγγελιστή. Τέλος ο Παύλος, καθώς βρίσκεται στο τέλος του βίου του και της ιεραποστολικής του δράσης, προβαίνει σε απολογισμό του έργου του, καλεί τον Τιμόθεο να έρθει να τον συναντήσει φέρνοντας μαζί του και το Μάρκο και στέλνει χαιρετισμούς.
|
ΠΡΟΣ ΤΙΤΟΝ
Η επιστολή προς Τίτον, γράφτηκε στους Φιλίππους το 63-64 μ.Χ.. Για τον Τίτο, ο οποίος μαζί με τον Τιμόθεο ανήκε στους πιο στενούς συνεργάτες του Παύλου, δεν μιλούν καθόλου οι Πράξεις. Μας δίνει όμως πληροφορίες ο Παύλος στις επιστολές του. Ο Τίτος προέρχεται από εθνική οικογένεια, έχει παραμένει απερίτμητος, συνόδεψε τον Παύλο, μαζί με τον Βαρνάβα, στην Αποστολική Σύνοδο (Γαλ 2,1-3), ανέλαβε να συμφιλιώσει τους Κορινθίους με τον Παύλο στα γεγονότα που μεσολάβησαν ανάμεσα στις δύο προς Κορινθίους επιστολές, πήρε μέρος στον έρανο για τους Χριστιανούς των Ιεροσολύμων. Στη δεύτερη φυλάκιση του Παύλου ατή Ρώμη βρίσκεται μάλλον κοντά του και από εκεί φεύγει για τη Δαλματία. Πριν από τη φυλάκιση αυτή του ανατίθεται από τον Παύλο η διαποίμανση της Εκκλησίας της Κρήτης.
Ο Παύλος υπενθυμίζει στον Τίτο ότι τον εγκατέστησε ποιμένα στην Κρήτη για να συνεχίσει να διορθώνει τις ελλείψεις και να εγκαταστήσει σε κάθε πόλη πρεσβυτέρους (1,5), των οποίων απαριθμεί τα προσόντα που πρέπει να έχουν (1,6-9). Περιγράφει κατόπιν τους αιρετικούς ψευδοδιδασκάλους (1,10-16) και υπενθυμίζει στον Τίτο τα ποιμαντικά του καθήκοντα απαριθμώντας συνάμα τις αρετές που πρέπει να κοσμούν τους ηλικιωμένους άντρες και γυναίκες, τους νεαρούς και τους δούλους (2,1-15). Επίσης προτρέπει τον Τίτο να θυμίζει στα μέλη της Εκκλησίας την υποχρέωση τους μετά το βάπτισμα της αναγέννησης και της ανανέωσης που χαρίζει το Άγιο Πνεύμα να διάγουν ζωή πλήρη έργων αγάπης.
|
ΠΡΟΣ ΦΙΛΗΜΟΝΑ
Η προς Φιλήμονα είναι η μικρότερη από τις επιστολές του Παύλου και γράφτηκε στην Έφεσο κατά το 52-55 μ.Χ. ή στη Ρώμη το 60-62 μ.Χ. Ο Φιλήμων είναι εύπορος Χριστιανός που ζει στις Κολοσσές και οφείλει τη μεταστροφή του στο Χριστιανισμό στον ίδιο τον Παύλο. Διαθέτει το σπίτι του για τις χριστιανικές συνάξεις και έχει μεγάλη φιλανθρωπική δραστηριότητα. Από το σπίτι του Φιλήμονα δραπέτευσε ο δούλος Ονήσιμος, αφού διέπραξε κάποια αδικία, και, άγνωστο κάτω από ποιες συνθήκες, βρέθηκε κοντά στον Παύλο στη φυλακή. Από τον Απόστολο γνώρισε το Χριστιανισμό και ως αδερφός πια επιστρέφει στον κύριο του στις Κολοσσές, εφοδιασμένος μ' αυτό το συστατικό γράμμα του Παύλου.
Ο Παύλος αποκαλύπτεται μέσα σ' αυτή την επιστολή όχι μόνο ως θεολόγος αλλά και ως άνθρωπος με εξαιρετική λεπτότητα τόσο προς τον παραλήπτη της επιστολής όσο και προς το πρόσωπο για το οποίο στέλνει την επιστολή. Προς τον πρώτο γράφει ως φίλος, παραιτούμενος ακόμη και του τίτλου του Αποστόλου στην αρχή της επιστολής, καθώς και της εξουσίας που θα μπορούσε με τον τίτλο αυτό να ασκήσει επάνω του. Σέβεται τα κυριαρχικά του δικαιώματα επί του δούλου του βάσει του ισχύοντος δικαίου της εποχής. Δεν προχωρεί πέραν του δέοντος για να του συστήσει την απελευθέρωση του επιστρέφοντος δούλου. Αναγνωρίζει την οφειλή του Ονήσιμου αναλαμβάνοντας ο ίδιος να την πληρώσει. Προς τον Ονήσιμο από την άλλη πλευρά διαφαίνεται η λεπτότητα του Αποστόλου στο ότι αποφεύγει να χαρακτηρίσει την πράξη του ως φυγή. Δεν αναφέρει την αδικία, αλλά λέει πόσο είναι τώρα πλέον χρήσιμος, τόσο πολύ μάλιστα που θα ήθελε να τον κρατήσει ο ίδιος, κι ακόμη τον αποκαλεί «παιδί του, που στη φυλακή τον γέννησε στη νέα πίστη και αγαπητό αδερφό».
Πέραν του λεπτού ανθρώπου, αναγνωρίζει κανείς εδώ και τον ηγέτη Παύλο που χρησιμοποιεί έμμεσα το αξίωμά του χωρίς να είναι πιεστικός στους συνεργάτες και φίλους του, που σοβαρολογεί αλλά και αστειεύεται, που κάνει λογοπαίγνιο με το όνομα του δούλου αλλά με την έμφαση τελικά στο σοβαρό χαρακτήρα του αιτήματος του. Η μικρή αυτή επιστολή αποτελεί ένα μαργαριτάρι εφαρμογής της χριστιανικής πίστης και αγάπης στην καθημερινή ζωή. Ο Χριστιανός δεν αναμένει την ανατροπή των υφιστάμενων κοινωνικών δομών για να πραγματώσει τις αρχές της πίστης του, αλλά με την καθημερινή του πράξη τις υπερβαίνει, προσδοκώντας ταυτόχρονα την επικράτηση της βασιλείας του Θεού.
|
ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ
Η προς Εβραίους επιστολή πρέπει να είναι γραμμένη πριν από το 70 μ.Χ., γιατί φαίνεται ότι αγνοεί την καταστροφή της Ιερουσαλήμ και το τέλος της λατρείας του ναού και ίσως να γράφτηκε στη Ρώμη.
Η επιστολή αυτή, γραμμένη σε γλώσσα λόγια, δίνει περισσότερο την εντύπωση πραγματείας παρά επιστολής. Ο συγγραφέας χαρακτηρίζει το κείμενο του, που αρχίζει χωρίς μνεία του αποστολέα και των παραληπτών, «ενθαρρυντικό λόγο», τον οποίο απευθύνει σε μια κοινότητα, για την οποία δεν μας πληροφορεί πού βρίσκεται και από ποιους αποτελείται. Παραλήπτες της επιστολής πιθανότατα είναι "εξ Ιουδαίων Xριστιανοί" που ζουν στην Παλαιστίνη και γνωρίζουν καλά την Παλαιά Διαθήκη. Φαίνεται ότι αυτή η ιουδαιοχριστιανική κοινότητα αντιμετώπισε κάποιον κοινωνικό διωγμό, απ' τον οποίο κινδύνευσαν ίσως μερικοί να χάσουν την πίστη τους στο Χριστό. Ο διωγμός προερχόταν από πρώην ομοθρήσκους τους, οι οποίοι τους κατέκριναν γιατί εγκατέλειψαν τη θρησκεία των πατέρων τους με τις μεγαλοπρεπείς θυσίες στο ναό και τις λοιπές τελετές. Ο ιερός συγγραφέας γράφει την επιστολή αυτή για να τους στηρίξει στην πίστη και προβάλλει ως υπόδειγμα υπακοής τον «αρχηγόν της πίστεως» Ιησού Χριστό, ο οποίος, επειδή ο ίδιος έπαθε και δοκιμάστηκε, μπορεί τώρα να βοηθήσει αυτούς που δοκιμάζονται (Προς Εβρ. 2,18).
Δύο είναι βασικά τα θέματα που συμπλέκονται μεταξύ τους σ' όλη την επιστολή: Η έξαρση της υπεροχής του Χριστιανισμού έναντι του Ιουδαϊσμού και η προτροπή να αντλήσουν δύναμη οι Χριστιανοί παραλήπτες της επιστολής από τα παθήματα του Χριστού. Με την προσαγωγή πολλών χωρίων της Παλαιάς Διαθήκης υπογραμμίζεται ότι ο Υιός είναι ανώτερος των αγγέλων και του Μωυσή και ότι η ευθύνη των Χριστιανών είναι μεγάλη εάν αμελήσουν τη σωτηρία τους. Κατά τις δυσχερείς περιστάσεις οι Χριστιανοί μπορούν να απευθύνονται στον «αρχηγό της σωτηρίας», που επειδή υπέφερε και ο ίδιος, μπορεί να τους βοηθήσει. Τώρα που είναι «μέτοχοι του Χριστού» πρέπει να προσέχουν, ώστε να μην απατηθούν από την αμαρτία και να μην παραπικράνουν το Θεό, όπως έκανε ο ισραηλιτικός λαός στην έρημο και τιμωρήθηκε σκληρά. Ο Ιησούς Χριστός είναι ο αληθινός μέγας αρχιερέας. Είναι ανώτερος του Ιουδαίου αρχιερέα και το ουράνιο θυσιαστήριο στο οποίο βρίσκεται είναι ανώτερο του επίγειου ιουδαϊκού ναού. Η θυσία του Χριστού στο σταυρό είναι ασφαλώς ανώτερη των ιουδαϊκών θυσιών που επαναλαμβάνονται συνεχώς στο ναό. Οι Χριστιανοί αποτελούν μέλος ενός λαού που πορεύεται μέσα από εμπόδια στην τελική πραγματοποίηση της επαγγελίας. Τα ηρωικά παραδείγματα πίστης των αγίων ανδρών της Παλαιάς Διαθήκης εμπνέουν και τη δική τους πορεία και εναποθέτουν στους ώμους τους μεγάλες ευθύνες. Τα μάτια τους πρέπει να είναι στραμμένα προς τον Ιησού που κι αυτός γνώρισε το σταυρό της αισχύνης, αλλά τώρα βρίσκεται στα δεξιά του θρόνου του Θεού.
|